Το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μελετήθηκαν οι κοσμικές οργονομικές λειτουργίες είναι πολύ μικρό. Δεν καλύπτει παραπάνω από μια δεκαετία. Όλες οι παρατηρήσεις, ωστόσο, που έγιναν σ’ αυτό το διάστημα κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα:
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΝΕ «ΚΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ» ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΚΕΝΟ». ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΑΥΤΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΤΟΥΝ. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΧΘΟΥΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΟΥΝ. ΟΙ ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑΣΤΕΙ «ΚΟΣΜΙΚΗ ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ».
Στόχος μας δεν είναι να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός πανταχού παρόντος αιθέρα, ούτε και να αποδείξουμε την ταύτιση αυτού του αιθέρα με την κοσμική οργονική ενέργεια. Το μόνο που θέλουμε να δείξουμε είναι το γεγονός ότι υπάρχει μια πανταχού παρούσα, παρατηρήσιμη και αποδεικτή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια καλύπτει κενά στην κατανόηση του σύμπαντος, που πολλές γενιές φυσικών και φιλοσόφων προσπάθησαν σκληρά αλλά μάταια να καλύψουν με την έννοια του πανταχού παρόντος «αιθέρα» ως πρωταρχικού υποστρώματος των βασικών λειτουργιών της φύσης.
Ας συνοψίσουμε πρώτα τα γενικά συμπεράσματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κενό διάστημα και ύστερα ας συνοψίσουμε τα φαινόμενα εκείνα που μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η αρχέγονη κοσμική ενέργεια, που ως τώρα εθεωρείτο ως «αιθέρας», ανακαλύφθηκε τελικά στην πράξη και συγκεκριμένα, και έγινε προσιτή στην άμεση παρατήρηση και στον πειραματισμό.
1. Όλες οι φυσικές θεωρίες που στηρίζονται στην υπόθεση ενός «κενού διαστήματος» θα κατέρρεαν, αν (και μόνο τότε) οι αφηρημένες μαθηματικές κατασκευές που σκοπό έχουν να αντικαταστήσουν τις συγκεκριμένες φυσικές ιδιότητες του διαστήματος δεν μπορούν να συμβιβαστούν με τις νέες παρατηρήσεις των δεδομένων.
2. Οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το «διάστημα» θα πρέπει να είναι αυστηρά φυσικής υφής, παρατηρήσιμες και αναπαραγώγιμες σε συνθήκες κενού.
3. Η θεωρητική υπόθεση για την ύπαρξη ενός «αιθέρα» εξακολουθεί να ισχύει. Τα φαινόμενα που παρουσιάζονται μέσα στο «κενό» πρέπει να συμφωνούν με τις ιδιότητες που αποδόθηκαν στον αιθέρα για να εξηγηθούν οι λειτουργίες των πεδίων στο διάστημα, όπως η βαρύτητα, το φως, η εξ αποστάσεως έλξη, «η μετάδοση θερμότητας από τον ήλιο στη γη», κλπ.
4. Πρέπει να κατανοηθεί το αρνητικό αποτέλεσμα του πειράματος Μίκελσον-Μόρλεϊ που έγινε με σκοπό να αποδειχθεί η ύπαρξη του αιθέρα.
Οι προκείμενες οδήγησαν στην πραγματοποίηση του πειράματος Μίκελσον-Μόρλεϊ βασίζονται πάνω σε λαθεμένες υποθέσεις. Η οργονική φυσική ξεκινά από εντελώς νέες παρατηρήσεις και νέες θεωρητικές υποθέσεις. Από καθαρά οργονομική άποψη, ο συλλογισμός πρέπει να θεωρηθεί σαν μια λειτουργία της ευρύτερης φύσης. Συνεπώς, τα αποτελέσματα του συλλογισμού είναι δευτερογενή σε σχέση με τις λειτουργίες που παρατηρούνται στην φύση.
Σαν *φουνξιοναλιστές που είμαστε ενδιαφερόμαστε κυρίως για τις παρατηρήσιμες λειτουργίες της φύσης. Από εκεί φτάνουμε στις λειτουργίες του ανθρώπινου συλλογισμού περνώντας μέσα από τις συγκινησιακές (βιο-ενεργειακές) λειτουργίες του παρατηρητή. Όσο η φύση δεν αποτελεί την αφετηρία του ανθρώπινου συλλογισμού και όσο, επίσης, η λειτουργία αυτού του συλλογισμού δεν συνάγεται με λογικό και συνεπή τρόπο από λειτουργίες της φύσης μέσα στον παρατηρητή, όλα τα συμπεράσματα του συλλογισμού που δεν στηρίζεται σε παρατηρήσεις είναι εκτεθειμένα σε βασικά μεθοδολογικά και πραγματολογικά ερωτήματα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο συμπέρασμα που έβγαλαν μόνο με συλλογισμούς από το αρνητικό αποτέλεσμα του πειράματος Μίκελσον.
(*φουνξιοναλισμός = λειτουργισμός: τρόπος ερμηνείας και μέθοδος ανάλυσης, σύνθετων κυρίως δομών του επιστητού, με βάση την εξάρτηση, δράση, απόδοση, αποτελεσματικότητα ή τον προορισμό των μερών στα πλαίσια ενός συνόλου)
Παρ’ όλο που πρέπει να αφήσω την κριτική αξιολόγηση αυτού του πειράματος στους φυσικούς, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα τις προκείμενές του, νομίζω πως οι παρακάτω διαπιστώσεις είναι δικαιολογημένες με βάση μερικές παρατηρήσεις της οργονικής φυσικής:
α) Μια από τις προκείμενες του πειράματος Μίκελσον ήταν η υπόθεση ότι ο αιθέρας βρίσκεται σε ηρεμία– η γη επομένως κινείται μέσα σ’ ένα στάσιμα αιθέρα. Η υπόθεση αυτή αποδείχθηκε σαφώς λαθεμένη με την παρατήρηση της ατμοσφαιρικής οργόνης. Αν ο «αιθέρας» εκπροσωπεί μια έννοια που αναφέρεται στην κοσμική οργονική ενέργεια, δεν είναι στάσιμος, αλλά κινείται ταχύτερα από την υδρόγειο σφαίρα. Η γήινη σφαίρα σε σχέση με τον ωκεανό της κοσμικής ενέργειας που την περιβάλλει δεν είναι όπως μια λαστιχένια μπάλα που κυλά πάνω σε στάσιμα νερά, αλλά όπως μια λαστιχένια μπάλα που κυλά πάνω σε αλλεπάλληλα υδάτινα κύματα. Έτσι ανατρέπεται η πρώτη υπόθεση του πειράματος Μίκελσον.
β) Οι οργονομικές παρατηρήσεις μας επιβάλλουν να διακρίνουμε μέσα στη λειτουργία του «φωτός», την «φωταύγεια» από την «διέγερση», που μεταδίδεται στο διάστημα με την «ταχύτητα του φωτός». Το φως λοιπόν δεν κινείται καθόλου αλλά είναι ένα τοπικό φαινόμενο οργονικής φωταύγειας. Έτσι, αν δεχτεί κανείς -και είναι υποχρεωμένος να το κάνει- τις αναμφισβήτητες οργονομικές παρατηρήσεις της φύσης, απορρίπτεται και η δεύτερη προκείμενη του πειράματος Μίκελσον. Αναφέρομαι εδώ στα φαινόμενα οργονομικής φωταύγειας μέσα στο κενό, στην «αυγή» στο βόρειο σέλας, στην ηλιακή άλω, στον φωτεινό δακτύλιο του Κρόνου, κλπ. Αν το «φως» οφείλεται σε τοπική οργονική φωταύγεια και δεν «ταξιδεύει μέσα στο διάστημα», καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί στο πείραμα Μίκελσον δεν μπόρεσε να παρατηρηθεί καμιά διαφορά φάσης στις φωτεινές ακτίνες που «στέλνονταν» προς την κατεύθυνση του «ρεύματος» του αιθέρα και κάθετα προς αυτό.
Οι φυσικές λειτουργίες στο Κενό δεν πρέπει να έρχονται σε αντίφαση με καμιά κοσμική λειτουργία απ’ αυτές στις οποίες στηρίζεται η πλανητική κίνηση. Πρέπει αντίθετα να καταλήγουν, την κατάλληλη στιγμή, σε μια ενσωμάτωση της λειτουργίας της αρχέγονης κοσμικής ενέργειας με τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων.
1. ΜΟΡΦΗ ΥΠΑΡΞΗΣ
Ορισμένες λειτουργίες της οργονικής ενέργειας μπορούν να αποδειχθούν παντού όπου ο άνθρωπος είναι σε θέση να παρατηρεί άμεσα την φύση και με την βοήθεια κατάλληλων οργάνων που αντιδρούν σ’ αυτές τις ενεργειακές λειτουργίες, όπως το θερμόμετρο, το ηλεκτροσκόπιο, ο μετρητής Γκάιγκερ, ο μεγεθυντικός φακός, ο σκοτεινός θάλαμος με μεταλλική επένδυση, και οι ζωντανοί οργανισμοί (πρωτόζωα, καρκινοπαθή ποντίκια, αναιμικοί άνθρωποι, βάκιλοι proteus).
Η ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΕΙ ΠΑΝΤΟΥ ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΟΥ.
ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΑ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ.
Ως τώρα δεν έχει βρεθεί τρόπος για να ξεχωρίσουμε καθαρά τον ένα λειτουργικό χώρο της ελεύθερης από μάζα οργονικής ενέργειας από τον άλλο, όπως θα ξεχωρίζαμε δυο ηλεκτρικά καλώδια. Επομένως, πρέπει να θεωρούμε το ζωντανό οργανισμό ως ένα οργανωμένο μέρος του ωκεανού της κοσμικής οργόνης που διαθέτει ειδικές ιδιότητες οι οποίες λέγονται «ζωή»· αν μείνουμε προσκολλημένοι στο μηχανικό ενεργειακό δυναμικό δε μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό τον οργανισμό βιοενεργειακά.
Αυτό το μηχανικό δυναμικό, είτε είναι κίνηση θερμική είτε ηλεκτρική ή μηχανική, κατευθύνεται πάντα από το υψηλότερο στο χαμηλότερο, από το ισχυρότερο στο πιο αδύνατο σύστημα, και ποτέ αντίστροφα. Από την άλλη μεριά, ο ζωντανός οργανισμός δεν θα ήταν μόνο ανίκανος να διατηρήσει ένα επίπεδο ενέργειας υψηλότερο από το περιβάλλον του, αλλά επίσης πολύ γρήγορα θα έχανε την θερμότητά του, την κινητικότητά του και την ενέργειά του μέσα στο περιβάλλον που θα είχε χαμηλότερο ενεργειακό επίπεδο.
Και θα έμενε αναπάντητο το ερώτημα πως μπόρεσε εξ αρχής να υπάρξει ένας τέτοιος οργανισμός; Δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι υπάρχει στην φύση μια άλλη ενεργειακή λειτουργία, αυτή που ονομάσαμε ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟ ΟΡΓΟΝΟΜΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ. Η οργονική ενέργεια ρέει από το πιο αδύνατο ή χαμηλότερο σύστημα προς το πιο ισχυρό ή υψηλότερο. Αυτό όχι μόνο συμφωνεί με τις βασικές λειτουργίες των ζωντανών οργανισμών, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί άμεσα και στην μη-ζωντανή φύση (π.χ. η λειτουργία της βαρύτητας ή η «ανάπτυξη» νεφών στην ατμόσφαιρα).
Το οργονομικό δυναμικό δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το παλιό μηχανικό δυναμικό. Εξηγεί πως είναι δυνατόν να υπάρχει ένα υψηλότερο επίπεδο ενέργειας. Με την παραδοχή αυτής της λειτουργίας, ο «δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής», η απόλυτη διατύπωση της «αρχής της εντροπίας» παύει να ισχύει. Γνωρίζουμε ότι πολλοί φυσικοί έτσι κι αλλιώς δεν νιώθουν άνετα μ’ αυτό το νόμο. Και χρειάστηκε επίσης να εγκαταλείψουμε πολλές άλλες τέτοιες απόλυτες αντιλήψεις για την φύση, π.χ. την διατήρηση της ύλης ή την αμεταβλησία των χημικών στοιχείων.
Η οργονομική έννοια των ενεργειακών λειτουργιών στο ζωντανό οργανισμό όπως προκύπτει από παρατηρήσεις και συμπεράσματα, είναι η εξής:
1. Ο ζωντανός οργανισμός ως ισχυρότερο ενεργειακό σύστημα, αντλεί την ενέργειά του από το χαμηλότερο ενεργειακό επίπεδο: το ΟΡΓΟΝΟΜΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον οργανισμό ως σύνολο, αλλά και για τον πυρήνα κάθε ζωντανού κυττάρου που αντλεί ενέργεια από το πρωτόπλασμα που το περιβάλλει κι έχει χαμηλότερο ενεργειακό επίπεδο.
Διάγραμμα του ΟΡΓΟΝΟΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΥ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΥ των ζωντανών σωμάτων
2. Κάθε τύπος ή είδος οργανισμού έχει το ειδικό του ενεργειακό επίπεδο, μια ειδική «Οργονοτική Ικανότητα». Διαφορετικά, ο ζωντανός οργανισμός δεν θα έπαυε να συσσωρεύει ενέργεια και θα έσκαγε ή θα μεγάλωνε απεριόριστα.
3. Κάθε πλεόνασμα ενέργειας εκφορτίζεται σύμφωνα με την αρχή του μηχανικού δυναμικού (από το υψηλότερο επίπεδο στο χαμηλότερο) με μια κίνηση μηχανική, οργαστικές συσπάσεις, ακτινοβολία θερμότητας, κλπ.
4. Υπάρχει συνεπώς ένας οργονοενεργειακός μεταβολισμός, μια συνεχής ανταλλαγή ενέργειας μέσα στη συνεκτική μονάδα που λέγεται οργανισμός. Ας συνοψίσουμε τις κύριες λειτουργίες του: διατήρηση ενός ορισμένου επίπεδου ικανότητας με την φόρτιση από τον περιβάλλοντα οργονικό ωκεανό κι από τις τροφές και με την εκφόρτιση ενέργειας στον περιβάλλοντα ενεργειακό ωκεανό. Όσο πιο χαμηλό είναι το επίπεδο «Οργονοτικής Ικανότητας» τόσο πιο χαμηλή είναι η ικανότητα φόρτισης, όπως στην περίπτωση της βιοπαθητικής συρρίκνωσης.
Ο οργανισμός που πεθαίνει, χάνει σιγά-σιγά την ικανότητά του για φόρτιση, για την διατήρηση του επίπεδου λειτουργίας. Το επίπεδο ικανότητας μειώνεται ώσπου φτάνει στο επίπεδο του περιβάλλοντος οργονικού ωκεανού. Στη διαδικασία της αποσύνθεσης μετά το θάνατο, γίνεται το αντίθετο απ’ ό,τι γινόταν στη διάρκεια της αρχικής ανάπτυξης του οργανισμού. Οι ιστοί της ύλης χάνουν τη συνοχή τους λόγω της απώλειας οργονικής ενέργειας. Καταρρέουν και τελικά αποσυντίθενται σε βιόντα και στη συνέχεια σε βακτηρίδια σήψης (βάκιλος proteus, κλπ)
Το κύριο χαρακτηριστικό της οργονικής ενέργειας είναι η κίνηση κι ο μεταβολισμός.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, π.χ., σοβαρής ανοργονίας, μπορεί να παρουσιαστεί ένα σταμάτημα (καθόλου κίνηση και μεταβολισμός) της οργονοενεργειακής κίνησης. Ένα τέτοιο σταμάτημα καταλήγει αναπόφευκτα σε μείωση του επιπέδου ικανότητας και στην τελική αποσύνθεση της οργονικής μονάδας που λέγεται οργανισμός, όπως στην περίπτωση του θανάτου. Μου έχουν πει ότι αποσύνθεση οφειλόμενη στην απουσία οργονικού μεταβολισμού συμβαίνει και στα ξύλινα οικήματα που έχουν μείνει ακατοίκητα για πολύ καιρό. Αν μπορούσαμε να βρούμε γιατί το επίπεδο ικανότητας των οργονικών συστημάτων μειώνεται ύστερα από μια ορισμένη περίοδο λειτουργίας («γέρασμα») θα καταφέρναμε να προσεγγίσουμε πρακτικά το πρόβλημα του πώς να παρατείνουμε την ζωή.
Η ΟΡΓΟΝΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ «ΠΑΝΤΟΥ» ΚΑΙ ΣΧΗΜΑΤΙΖΕΙ ΕΝΑ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟ ΣΥΝΕΧΕΣ.
Το συνεχές αυτό ποικίλει από μέρος σε μέρος ανάλογα με την «πυκνότητα» και την «συγκέντρωσή» του. Χρησιμοποιούμε ακόμα αυτούς τους μηχανικούς όρους που δανειστήκαμε από την φυσική της ύλης, παρ’ όλο που η φύση της οργονικής ενέργειας δεν είναι υλική. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε έτοιμοι να αντικαταστήσουμε αυτούς τους όρους με άλλους πιο κατάλληλους για να περιγράφουν τις λειτουργίες της οργονικής ενέργειας. Η οργόνη διεισδύει σε όλο το διάστημα, ακόμα και σ’ αυτό που κατέχεται από στερεά σώματα.
Διεισδύει το ίδιο σ’ ένα τσιμεντένιο τοίχο όπως και σ’ ένα χαλύβδινο. Η διαφορά βρίσκεται στην ταχύτητα της διείσδυσης. Το τσιμέντο απορροφά κι εκφορτίζει πολύ αργά την οργονική ενέργεια, ο χάλυβας έλκει την οργονική ενέργεια δυνατά και γρήγορα αλλά το ίδιο γρήγορα την αντανακλά, ενώ το μέταλλο δεν φαίνεται να μπορεί να κατακρατήσει την οργονική ενέργεια. Το γεγονός αυτό ίσως να έχει κάποια σχέση με την ταχεία ροή ενέργειας στα μεταλλικά καλώδια.
ΚΙΝΗΣΗ
Οι φυσικές λειτουργίες που η οργονική φυσική περιέλαβε στον όρο «οργονική ενέργεια» είναι παντού και πάντοτε σε κίνηση ή για να το πούμε αλλιώς, κινούμενες. Μέχρι σήμερα, στάθηκε αδύνατο να επιβεβαιώσουμε κάποια οργονοτική κατάσταση που, αναφορικά με ένα άλλο συγκεκριμένο σύστημα, να μπορεί να χαρακτηριστεί «ακίνητη» ή «αμετάβλητη». Ένας βράχος, που αποτελεί μια ορισμένη υλική παραλλαγή της κοσμικής οργονικής ενέργειας, μπορεί να χαρακτηριστεί «ακίνητος» σε σχέση με έναν άλλο βράχο δίπλα του· η οργονική ενέργεια, όμως, που η ύπαρξή της μέσα στο βράχο μπορεί να αποδειχτεί, δεν είναι ποτέ ακίνητη σε σχέση μ’ αυτό το σύστημα αναφοράς.
Μπορεί άραγε ο βασικός «νόμος της διατήρησης της ενέργειας» να συμβιβαστεί με την ύπαρξη ενός οργονομικού δυναμικού; Είναι πολύ πιθανό. Μια πρώτη απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η παρακάτω υπόθεση: τη στιγμή που ορισμένες οργονικές μονάδες σχηματίζονται μέσα στον οργονικό ωκεανό με την συγκέντρωση, άλλες τερματίζουν την μονήρη ύπαρξή τους με τον ενεργειακό διασκορπισμό τους μέσα σ’ αυτό τον ωκεανό. Έτσι, η ενέργεια που χάνεται από την εκφόρτιση ή τον «θάνατο» ορισμένων οργονικών μονάδων ξαναμαζεύεται και συγκεντρώνεται σε άλλες μονάδες. Μ’ αυτό τον τρόπο, η «ολίσθηση του σύμπαντος» σε τυχαίες λειτουργίες εξουδετερώνεται από την γένεση νέων υψηλών ενεργειακών δυναμικών που οφείλονται στην αντίστροφη συγκέντρωση («δημιουργία»). Έτσι, το Οργονομικό Αντίστροφο Δυναμικό αχρηστεύει την εντροπία.
Η οργονική ενέργεια είναι κατά βάση δυναμική κι ευμετάβλητη
Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για κάθε είδους ενέργεια, αφού η ενέργεια είναι μια λειτουργία της κίνησης κι αντίστροφα. Η κλασική φυσική, όμως, μιλάει για μια «δυναμική ενέργεια», όπως π.χ. στην περίπτωση του νερού που περιέχεται σε μια υψηλά τοποθετημένη δεξαμενή. Στην οργονική ενέργεια δεν θα βρούμε τίποτα παρόμοιο– ποτέ δε βρίσκεται σε κατάσταση που να μπορούμε να την πούμε στατική ή ακίνητη, εκτός όταν πρόκειται για την στερεή υλική της μορφή. Αυτός ακριβώς ο δυναμικός χαρακτήρας της οργονικής ενέργειας αποτελεί την βάση του λειτουργισμού όλων των γνωστών οργονικών φαινομένων, πράγμα που ισχύει ακόμη και για μηχανικές εκδηλώσεις τέτοιες όπως τα ημιτονοειδή κύματα ή την ελεύθερη πτώση.
Επομένως, η κίνηση, η δυναμική, ο φουνξιοναλισμός, η μεταβλητότητα, συνιστούν ειδικές, δηλαδή, αναπόσπαστες ιδιότητες της κοσμικής οργονικής ενέργειας.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της κινητικότητας μπορούμε με την παρατήρηση και το πείραμα, να διακρίνουμε πολλά και διαφορετικά είδη κίνησης:
α) Κυματοειδείς Κινήσεις.
Κυματοειδείς και ρυθμικές κινήσεις μπορούμε να παρατηρήσουμε καθαρά στον ουρανό και στις ομαλές υδάτινες επιφάνειες των ορεινών λιμνών. Μα κι αυτή η κινητικότητα δεν είναι ομοιόμορφη αλλά ποικίλλει συνεχώς. Δε θα βρούμε ούτε δυο σημεία της επιφάνειας της λίμνης που να έχουν την ίδια κίνηση την ίδια στιγμή. Επίσης, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, η κυματοειδής κίνηση παρουσιάζει διαφορετικούς ρυθμούς -οι κυμάνσεις καλύπτουν ολοένα διαφορετικές περιοχές. Άδικα θα ψάξουμε για κάποια μηχανικά ομοιόμορφη, στατική κίνηση ή κατάσταση. Τίποτα μέσα στο χώρο των πρωταρχικών οργονοτικών λειτουργιών δεν μοιάζει με μηχανική επανάληψη. Φαίνεται σαν να μην υπάρχει κανένας άλλος νόμος, εκτός από το ΜΟΝΑΔΙΚΟ νόμο της παλμικής κίνησης.
β) Παλμική Κίνηση.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΤΑΓΟΥΣ ΟΡΓΟΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΜΙΚΕΣ.
Πρέπει να διακρίνουμε την κυματοειδή μορφή της οργονικής κίνησης, από την παλμική. Η παλμική κίνηση διαφέρει από την κυματοειδή:
1) Η παλμική κίνηση συνίσταται από εναλλασσόμενες κινήσεις διαστολής και συστολής, ενώ η κυματοειδής κίνηση είναι μια σταθερή διαδοχή κυματικών κορυφωμάτων και βυθισμάτων.
2) Στην περίπτωση της παλμικής κίνησης, το μέσο, δηλ. το νερό της λίμνης, μοιάζει να κινείται από κάποιο κέντρο μπρος-πίσω προς κάθε κατεύθυνση, ενώ στην περίπτωση της κυματοειδούς κίνησης το νερό ταλαντεύεται πάνω-κάτω διαγράφοντας έτσι τα κορυφώματα και τα βυθίσματα των διαδοχικών κυμάτων που διατρέχουν την επιφάνεια του νερού·
3) Η παλμική κίνηση πάνω στην επιφάνεια της λίμνης μετακινείται αργά από δυσμάς προς ανατολάς ή δεν μετακινείται καθόλου, ενώ τα κύματα κινούνται πολύ πιο γρήγορα προς την ίδια κατεύθυνση·
4) Η παλμική κίνηση είναι μια ουσιωδώς ασυνεχής διαδικασία, ενώ η κυματοειδής κίνηση είναι συνεχής·
5) Η παλμική κίνηση είναι μια λειτουργία που εκδηλώνεται σε τρεις διαστάσεις του χώρου, όπως στην περίπτωση της σφαιρικής διάδοσης των ραδιοσημάτων. Τα κύματα, από την άλλη μεριά, αν εξεταστούν μεμονωμένα, είναι λειτουργίες δύο διαστάσεων που ορίζονται μόνο από το μήκος κύματος και την συχνότητα.
Αν παρακολουθήσουμε την πορεία ενός κυματικού κορυφώματος ή βυθίσματος, θα παρατηρήσουμε μια συνεχή γραμμή. Αν παρακολουθήσουμε, όμως, τις θέσεις μέγιστης διαστολής και συστολής της παλμικής λειτουργίας, θα δούμε σημεία και όχι γραμμή. Παρατηρώντας την κίνηση της ατμοσφαιρικής οργόνης στις κορυφές των βουνών, μπορούμε να διακρίνουμε καθαρά παλμούς και κύματα. Τα παλμικά επάρματα υπερθέτονται στην πορεία των κυμάτων με τον τρόπο που δείχνει το σχήμα:
Η βασική αυτή διαφορά μεταξύ παλμού και κύματος τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή μου το 1935, όταν μέτρησα και φωτογράφησα την βιοενέργεια στην επιφάνεια του δέρματος. Μόνο το 1948 κατάλαβα την εσωτερική λειτουργική αμοιβαία σχέση μεταξύ παλμών και κυμάτων στο οργονοτικό σύστημα. Κι αυτό το κατόρθωσα χρησιμοποιώντας τους οργονοτικούς παλμούς για να θέσω σε περιστροφική κίνηση ένα κινητήρα τύπου ρότορ. Σύμφωνα με τις πρώτες μου παρατηρήσεις, οι παλμοί υπερθέτονταν στην κυματοειδή κίνηση της οργονικής ενέργειας του οργανισμού όπως οι κορυφές των βουνών σε μια οροσειρά:
Ενώ στο μηχανισμό ενός ραδιοπομπού τα παλμικά σήματα μετασχηματίζονται, σύμφωνα με την θεωρία, τα συγχρονισμένα κύματα, οι καρδιακοί παλμοί δεν είναι συγχρονισμένοι με τον ρυθμό των οργονικών κυμάτων. Οι παλμοί είναι κανονικά κατανεμημένοι ενώ τα κύματα βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς μεταβολής. Αυτό ισχύει τόσο για τον ζωντανό οργανισμό, όπως δείχνει το παραπάνω σχήμα, όσο και για την κίνηση της ατμοσφαιρικής οργόνης.
Από εδώ και πέρα θα χρησιμοποιούμε το σύμβολο Ρ για τους παλμούς και το σύμβολο Wv για τα κύματα. Αυτές οι εντελώς ξεχωριστές λειτουργίες της μιας και μοναδικής λειτουργίας της ΠΑΛΜΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ (Ρ) θα μελετηθούν αργότερα πιο διεξοδικά σε ορισμένες οργονομετρικές λειτουργίες. Εκφράζουν μια πολύ σημαντική σχέση ανάμεσα στις ασυνεχείς (Ρ) και συνεχείς (Wv) λειτουργίες της φύσης. Θα εξετάσουμε με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό αυτές οι λειτουργίες σχετίζονται με τα κβάντα του Πλανκ (ασυνεχές) και την κλασική κυματική μηχανική (συνεχές).
Σαν προκαταρκτικό μέτρο, μπορούμε να συνδυάσουμε λειτουργικά το Ρ, το W και το Ρ ως εξής:
Η παλμική κίνηση, λοιπόν, συνιστά την κοινή λειτουργική αρχή των παλμών και των κυμάτων, των δυο αυτών διαφορετικών λειτουργιών της παλμικής κίνησης. Για να εξαγάγουμε τον ενεργειακό τύπο της οργονοτικής πρωταρχικής παλμικής κίνησης από τις αντίστοιχες κοσμικές λειτουργίες πρέπει να επεξεργαστούμε ορισμένες λειτουργικές απαγωγές.
γ) Η από δυσμάς προς ανατολάς κίνηση του ατμοσφαιρικού οργονικού θύλακα.
Η από δυσμάς προς ανατολάς κίνηση της ατμοσφαιρικής, οργονικής ενέργειας έχει μεγάλη σημασία, ανεξάρτητα από τις ειδικές παραλλαγές που παρουσιάζουν η κυματική κίνηση και οι παλμοί. Συμφωνεί με την κατεύθυνση περιστροφής της γήινης σφαίρας· συμφωνεί επίσης και με την γενική κατεύθυνση περιστροφής του πλανητικού συστήματος. Μια αναστροφή αυτής της γενικής κατεύθυνσης στην επιφάνεια της γης παρατηρούμε μόνο πριν από καταιγίδες ή καταρρακτώδεις βροχές που εκδηλώνονται δυτικά του παρατηρητή. Το διάγραμμα που ακολουθεί απεικονίζει την αναστροφή της κατεύθυνσης στην κίνηση του οργονοενεργειακού θύλακα.
Η αναστροφή αυτή μπορεί να εξηγηθεί, δίχως την παραμικρή αντίφαση, από την έλξη που ασκεί η εξαιρετικά συμπυκνωμένη οργόνη των νεφών προς ΔΥΣΜΑΣ, στο σημείο Κ της ελεύθερα κινούμενης οργονικής ενέργειας. (Δυτικά των νεφών δεν θα προκύψει καμιά αναστροφή επειδή η έλξη θα δράσει προς την ίδια κατεύθυνση της γενικής κίνησης του οργονικού θύλακα). Δεν μπορούμε να πούμε κατηγορηματικά αν ο ισχυρός δυτικός άνεμος που συχνά παρουσιάζεται μετά την διάλυση των νεφών στον ουρανό, δηλαδή μετά την αποκατάσταση της από δυσμάς προς ανατολάς κατεύθυνσης της οργονικής κίνησης, είναι συνέπεια της συμπλήρωσης του κενού («») που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της αναστροφής στο σημείο Κ.
ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (ΑΥΤΟΓΕΝΗΣ ΦΩΤΑΥΓΕΙΑ)
Για να παρατηρήσουμε τα οργονοενεργειακά φαινόμενα μέσα στο σκοτάδι, χρειαζόμαστε έναν θάλαμο τουλάχιστο 6 τετραγωνικών ποδιών, απόλυτα συσκοτισμένο και επενδυμένο εσωτερικά με μεταλλικά φύλλα. Ύστερα από 15-30 λεπτά προσαρμογής, ο θάλαμος φαίνεται γκριζογάλαζος κι όχι μαύρος. Διακρίνουμε καθαρά ομιχλώδεις σχηματισμούς που κινούνται αργά· όσο περισσότερο καθόμαστε μέσα στο σκοτεινό μεταλλικό θάλαμο τόσο πιο ευδιάκριτα γίνονται τα φωτεινά φαινόμενα. Ύστερα από λίγο εμφανίζονται έντονα φωτεινά σημεία χρώματος ιώδους-μπλε.
Αργότερα, όταν ο οργανισμός έχει διεγείρει αρκετά την οργονική ενέργεια του θαλάμου, οι ομιχλώδεις σχηματισμοί «συμπυκνώνονται» γρήγορες λευκοκίτρινες ακτίνες φωτός που μοιάζουν με αστραπή «Strichstrahlen» διασχίζουν τον θάλαμο προς κάθε κατεύθυνση. Μπορούμε να μεγεθύνουμε αυτές τις λευκωπές ακτίνες παρατηρώντας τις πάνω σε μια αδιαφανή, πλαστική οθόνη μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό (4χ-6χ). Για μια πιο λεπτομερή περιγραφή των φαινομένων του σκοτεινού θαλάμου, παραπέμπω τον αναγνώστη στο κεφάλαιο IV του βιβλίου μου «Η Ανακάλυψη της Οργόνης, τόμ. II, Η Βιοπάθεια του Καρκίνου. (αγοράστε το βιβλίο στο τέλος του άρθρου)
ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΜΟΡΦΗΣ
Το 1939, όταν για πρώτη φορά ανακάλυψα και παρατήρησα την οργονική φωταύγεια μέσα στο σκοτεινό θάλαμο, πίστευα πως η οργονική ενέργεια αποτελείται από τρεις ξεχωριστές μορφές: γκριζογάλαζοι ομιχλώδεις σχηματισμοί, σκούρες ιώδεις-μπλε φωτεινές κηλίδες και λευκωπές, αστραπιαίες ακτίνες. Αργότερα βρέθηκε ότι αυτές οι μορφές δεν ήταν τρεις ξεχωριστοί τύποι οργονικής ενέργειας αλλά τρεις μορφές μιας και της αυτής ενέργειας κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η οργονική ενέργεια περνάει από την ομιχλώδη στην ακτινική κατάσταση όταν διεγείρεται ή ερεθίζεται. Τέτοια διέγερση μπορεί να προκληθεί από:
α) Μεταλλικές ουσίες: Το μέταλλο δεν κατακρατεί, ούτε απορροφά οργονική ενέργεια, αλλά την αντανακλά αμέσως αποτελώντας έτσι ένα «εμπόδιο» -αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα τέτοιο μηχανιστικό όρο για το χώρο των οργονικών λειτουργιών, δηλαδή, των λειτουργιών του αιθέρα·
β) Ζωντανούς οργανισμούς μέσα στον επενδυμένο με μέταλλο θάλαμο: Η οργονική ενέργεια του οργανισμού διεγείρει την ατμοσφαιρική οργονική ενέργεια και αντίστροφα.
γ) Δράση ενός ηλεκτρομαγνητικού ασυνεχούς πεδίου: Ένα σύστημα επαγωγικών πηνίων επιταχύνει σημαντικά -20 λεπτά αντί μιας ή δυο ωρών όπως συνήθως- τηΝ μεταβολή του σχηματισμού από ομιχλώδη σε ακτινικό.
Κάθε κατάσταση και μορφή είναι κινητική, δυναμική, με διαφορετική ταχύτητα και ποτέ στατική ή μηχανική.
ΦΩΤΑΥΓΕΙΑ
Η ορατότητα της οργονικής ενέργειας μέσα στο σκοτεινό θάλαμο οφείλεται προφανώς στη λειτουργία της φωταύγειας. Η οργονική ενέργεια «εκπέμπει» ή «κάνει να εμφανίζεται φως»· και για να το πούμε διαφορετικά, λειτουργεί με τρόπο που η όρασή μας να αντιλαμβάνεται φως, δηλαδή, φωταυγάζει. Αυτή η οργονοτική φωταύγεια, με όποιες συνθήκες και αν παρουσιάζεται, είναι συνήθως χρώματος γκρι-μπλε, πράσινου-μπλε ή ιώδους-μπλε. Αυτό την κάνει να ξεχωρίζει από άλλους τύπους φωταύγειας, όπως π.χ. των αερίων, η φωταύγεια του νέου είναι κόκκινη, του αργού λευκή και του ήλιου πράσινη. Η οργονοτική φωταύγεια στο κενό είναι χαρακτηριστικά ιώδης – μπλε και αντιδρά στο έγχρωμο φιλμ με μπλε χρώση.
Η φωταύγεια είναι ισχυρότερη όταν υπάρχει μια διεγερτική επαφή ανάμεσα σε δυο οργονοενεργειακά πεδία ή ανάμεσα σε ένα οργονοενεργειακό και ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο.
Η οργονοτική φωταύγεια είναι «ψυχρή» δεν αναπτύσσει θερμότητα όπως συμβαίνει π.χ. κατά τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από ένα λεπτό καλώδιο ή κατά τη χημική καύση. Παραδείγματα τέτοιας «ψυχρής» φωταύγειας των οργονοενεργειακών λειτουργιών αποτελούν διάφορα ατμοσφαιρικά φαινόμενα: οι διάχυτες αστραπές σε μεγάλες περιοχές του ουρανού, το κυματοειδές βόρειο σέλας, το γαλαζωπό φως των διοσκούρων, η γαλαζωπή φωταύγεια του ξύλου που έχει αποσυντεθεί σε βιόντα.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε μικροσκοπικά την οργονική φωταύγεια των ζωντανών κυττάρων και της βιοντικής ύλης με τη βοήθεια του έντονα διαθλώμενου φωτός. Τα εξαιρετικά φορτισμένα βιόντα χώματος και τα ερυθρά αιμοσφαίρια παρουσιάζουν μια έντονα φωτεινή στεφάνη γύρω από τη μεμβράνη. Όταν τα κύτταρα αυτά εξασθενούν και χάνουν το οργονικό φορτίο τους, η στεφάνη αυτή, ή το ενεργειακό πεδίο εξαφανίζεται.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ
Αντίθετα με την οργονοτική φωταύγεια που είναι «ψυχρή», άλλες λειτουργίες της οργονικής ενέργειας συνοδεύονται από μια λιγότερο ή περισσότερο χαρακτηριστική άνοδο θερμοκρασίας. Το επίπεδο θερμότητας των ζωντανών οργανισμών είναι συνήθως υψηλότερο από την θερμοκρασία του περιβάλλοντος αέρα και η θερμοκρασία της γήινης ατμόσφαιρας είναι πάντα υψηλότερη από την πολύ χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος διαστήματος. Μέσα στον οργονικό συσσωρευτή, διατηρείται μια συνεχής θερμοκρασιακή διαφορά (Το-Τ) ανάμεσα στον αέρα που βρίσκεται ακριβώς επάνω από το συσσωρευτή και τον αέρα που τον περιβάλλει. Η διαφορά αυτή ποικίλει, κατά μέσο όρο από 0,3° έως 1,5° Κελσίου σε κλειστό χώρο· στο ύπαιθρο φτάνει συχνά σε πολύ υψηλές τιμές, 15° έως 20° Κελσίου στον ήλιο. Αυτή η θερμοκρασιακή διαφορά οφείλεται προφανώς στη θερμότητα που αναπτύσσεται με την ανάκλαση ή ανάσχεση της οργονοενεργειακής κίνησης από τα μεταλλικά τοιχώματα. Η αφαίρεση των εσωτερικών μεταλλικών τοιχωμάτων σχεδόν μηδενίζει την διαφορά.
Σύμφωνα με την ισχύουσα οργονοφυσική υπόθεση, η συνεχής διαφορά Το-Τ είναι μια εκδήλωση της συγκέντρωσης οργονικής ενέργειας στο οργονοτικό σύστημα, είτε αυτό είναι ζωντανός οργανισμός, είτε πλανήτης ή οργονικός συσσωρευτής. Αποδείχνει το «οργονομικό δυναμικό» από το κατώτερο μέχρι και το ανώτερο επίπεδό του κι αντικρούει την γενική κι απεριόριστη ισχύ του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής. Εκτός από την διαδικασία διάχυσης ενέργειας με την μορφή θερμότητας, υπάρχει και η αντίστροφη διαδικασία συγκέντρωσης ενέργειας.
«ΣΤΑΤΙΚΟΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ»
Ο «στατικός ηλεκτρισμός» είναι μια ειδική λειτουργία της ατμοσφαιρικής οργονικής ενέργειας. Κατά παράδοξο τρόπο, η θεωρία του ηλεκτρισμού υποθέτει ότι η ατμόσφαιρα είναι ταυτόχρονα ελεύθερη από ηλεκτρικά και γεμάτη από στατικά φορτία, παρ’ όλο που ο όρος «στατικά» εδώ αναφέρεται σε ηλεκτρικά φαινόμενα. Οι διάχυτες αστραπές και οι αστραπές της καταιγίδας παραμένουν ανεξήγητες. Η οργονομία αποδείχνει τα ατμοσφαιρικά φορτία με την αυθόρμητη ηλεκτροσκοπική εκφόρτιση, την λεγόμενη φυσική διαρροή της κλασικής φυσικής. Η εκφόρτιση αυτή είναι πιο γρήγορη όταν η οργονοτική ατμόσφαιρα είναι λιγότερο πυκνή, και πιο αργή όταν είναι πολύ πυκνή. Είναι πιο αργή το μεσημέρι από ό,τι νωρίς το πρωί ή το βράδυ. Το γεγονός αυτό αντικρούει την θεωρία του ιονισμού (βλ. κάτω Η Ανακάλυψη της Οργόνης, τόμ. II, Η Βιοπάθεια του Καρκίνου).
Η «ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ» ΤΗΣ ΟΡΓΟΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Η διπλή ή τριπλή συγκέντρωση της οργονικής ενέργειας στην ατμόσφαιρα είναι απαραίτητη για πολλές οργονομικές διαδικασίες και πειράματα. Ορισμένα πειράματα, όπως π.χ. η φόρτιση σε συνθήκες κενού, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν με την φυσική ατμοσφαιρική συγκέντρωση. Η αναγκαία συγκέντρωση κατορθώνεται με την χρησιμοποίηση, στο κτίριο όπου γίνονται τα πειράματα, ενός «οργονικού θαλάμου» ή οργονικών συσσωρευτών.
Ο οργονικός συσσωρευτής μπορεί να συγκεντρώνει την ατμοσφαιρική οργονική ενέργεια χάρη στη διάταξη των επιστρώσεών του, που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα (μέχρι και είκοσι) στρώματα, κατασκευασμένα εξωτερικά από μη-μεταλλικό υλικό και εσωτερικά από λαμαρίνα ή ατσαλόσυρμα.
Η διάταξη αυτή επηρεάζει την ατμοσφαιρική οργόνη με τέτοιο τρόπο που η κίνησή της προς τον κλειστό χώρο είναι μεγαλύτερη παρά προς το εξωτερικό. Δημιουργείται έτσι και διατηρείται συνέχεια ένα «οργονομικό δυναμικό» από το χαμηλότερο εξωτερικό επίπεδο προς το υψηλότερο εσωτερικό. Το οργονομικό δυναμικό μπορεί να αποδειχτεί με την πιο αργή εκφόρτιση των ηλεκτροσκοπίων στο εσωτερικό και με την συνεχή θερμοκρασιακή διαφορά πάνω από το ανώτερο μεταλλικό έλασμα (Το-Τ). Η συγκεντρωμένη οργονική ενέργεια έχει πολλές ευεργετικές επιδράσεις στους ζωντανούς οργανισμούς, τις οποίες προσπάθησα να περιγράψω στο βιβλίο μου «Η Βιοπάθεια του Καρκίνου».
Αντίθετά με τους υγιείς οργανισμούς, οι ανθρώπινοι οργανισμοί που έχουν χαμηλή οργονοτική ικανότητα ή έντονη θωράκιση δεν αντιλαμβάνονται εύκολα τα οργονοενεργειακά, φαινόμενα. Οι καρκινοπαθείς που υποφέρουν από τη συρρικνωτική βιοπάθεια δεν αισθάνονται την οργόνη του συσσωρευτή παρά μόνο ύστερα από μέρες ή και εβδομάδες (αφού, δηλαδή, φορτισθούν αρκετά).
Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν χαμηλή οργονοτική ικανότητα έχουν εξασθενημένη οργονοτική αντίληψη. Τέτοιοι πειραματιστές, π.χ. δεν θα μπορέσουν ποτέ να προκαλέσουν φωταύγεια μέσα σ’ ένα σωλήνα αερίου. Δύσκολα θα διακρίνουν τα φωτεινά φαινόμενα μέσα στο σκοτάδι και δεν θα είναι σίγουροι για τις αισθήσεις θερμότητας και κνησμού που τόσο εύκολα αντιλαμβάνεται ένας καλά φορτισμένος οργανισμός.
Η βιοσωματική δομή του παρατηρητή έχει, συνεπώς, εξαιρετική σημασία για το οργονομικό έργο. Τα άτομα που έχουν σοβαρή θωράκιση εύκολα νιώθουν άγχος μέσα στον σκοτεινό θάλαμο μόλις αντιληφθούν την φωταύγεια. Μερικές φορές πανικοβάλλονται. Προσπαθούν να παρερμηνεύσουν τα φαινόμενα με φράσεις κενές: «Δεν είναι παρά υποκειμενικό», «Είναι υποβολή», κι άλλα παρόμοια.
Η δομή του παρατηρητή είναι σημαντική, επειδή αυτό που αντιδρά στα εξωτερικά οργονικά φαινόμενα είναι η οργονική ενέργεια των αισθητήριων οργάνων του οργανισμού.
Η εμπλοκή της δομής του παρατηρητή στην αξιολόγηση των φυσικών φαινομένων είναι ένα πολύ σημαντικό και αποφασιστικό βήμα προς την ολοκλήρωση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, του ψυχικού και του σωματικού. Αυτό που οδήγησε τους μηχανιστές επιστήμονες στο αδιέξοδο όπου βρίσκεται σήμερα η θεωρητική φυσική, είναι κυρίως η άγνοια της βιοσωματικής λειτουργίας και της ψυχολογίας του βάθους αναφορικά με τον παρατηρητή.
Αυτοί οι επιστήμονες, που κατά τα άλλα έχουν επιδείξει μια εξαίρετη κριτική σκέψη, παραμένουν ακόμα προσκολλημένοι στην παλιά και ξεπερασμένη ψυχολογική σκέψη. Επιμένουν σε μια «συνείδηση» που δεν έχει καμιά βάση στον οργανισμό, καμιά ρίζα στις βιοσωματικές διαδικασίες. Δεν έχουν αντιληφθεί την μεγάλη πρόοδο που έγινε στις αρχές αυτού του αιώνα (20ου) όσον αφορά τον συσχετισμό των λειτουργιών της αντίληψης με τις λειτουργίες των συγκινήσεων, και το συσχετισμό των συγκινήσεων με τις βιοενεργειακές, δηλαδή τις πραγματικά σωματικές διαδικασίες του οργανισμού που παρατηρεί και σκέφτεται.
Η επιστημονική έρευνα της φύσης είναι μια δραστηριότητα που στηρίζεται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στον παρατηρητή και την φύση, ή με άλλα λόγια, ανάμεσα στις οργονοτικές λειτουργίες μέσα και έξω από τον παρατηρητή. Η χαρακτηροδομή και οι αισθήσεις του παρατηρητή είναι σημαντικά, αν όχι αποφασιστικά εργαλεία της φυσικής έρευνας. Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου ότι η φυσιολογική δομή ενός χειρουργού παίζει αποφασιστικό ρόλο στην εγχείρηση που κάνει ή ότι η αίσθηση ισορροπίας και η γρηγοράδα είναι αποφασιστικής σημασίας για ένα αεροπόρο. Στην έρευνα της φύσης, όμως, η αρχή αυτή έχει παραμεληθεί και παρερμηνευθεί.
Φοβάμαι πως εκείνο που εμπόδισε τον κλασικό ερευνητή να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη φύση που παρατηρεί (βιοψυχικό) και την φύση που παρατηρείται (βιοσωματικό), είναι οι συγκινησιακές και ειδικότερα οι βιοσεξουαλικές λειτουργίες.
Και στον χώρο της μη-ζωντανής φύσης, ο οργονομικός ερευνητής προσανατολίζεται με τον καλύτερο τρόπο όταν μένει πιστός σ’ αυτά που έμαθε από τον χώρο της ζωντανής φύσης για την ένταση των αισθήσεων των οργάνων, για την λειτουργία της οργαστικής σύσπασης, για τα ενδοπτικά φαινόμενα, για τις αντιδράσεις του βιοσωματικού πεδίου πέρα από την επιφάνεια του δέρματος του οργανισμού. Η απρόσκοπτη οργονοτική λειτουργία του παρατηρητή και του πειραματιστή είναι, συνεπώς, μια προϋπόθεση πρωταρχικής σημασίας για την οργονομική έρευνα της φύσης.
Είναι κρίμα που ο κλασικός φυσικός δεν μπορεί να κατανοήσει την βιοενεργειακή λειτουργία του παρατηρητή, αλλά παραμένει δέσμιος της φαινομενολογικής ψυχολογίας που ίσχυε πριν από πενήντα χρόνια, στην οποία η «συνείδηση» και ο «νους» πλανώνται εδώ κι εκεί μέσα στο «κενό διάστημα», έννοιες αβάσιμες, ασύνδετες και ακατανόητες.
Θα ήθελα να συνοψίσω τις λειτουργίες που αποδόθηκαν στον αιθέρα, από όλους τους ερευνητές που προσπάθησαν να περιγράψουν το γενικό υπόστρωμα όλων των γνωστών φυσικών φαινομένων. Με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις λειτουργίες, που ουδέποτε παρατηρήθηκαν άμεσα, συμπίπτουν με πολλές λειτουργίες της κοσμικής οργονικής ενέργειας οι οποίες έχουν παρατηρηθεί άμεσα και αναπαραχθεί πειραματικά. Το βιοψυχιατρικό πρόβλημα που προκαλεί την έκπληξή μας είναι το εξής:
Οι παρατηρητές της φύσης περιέγραψαν σωστά την πρωταρχική κοσμική ενέργεια σε ό,τι αφορά τις κύριες λειτουργίες της. Δε μπόρεσαν όμως να έρθουν σε επαφή μ’ αυτές τις λειτουργίες παρά μόνο απαγωγικά· η άμεση παρατήρηση και ο πειραματισμός ήταν γι’ αυτούς πράγματα απρόσιτα. Είναι φανερό πως αυτό δεν οφείλεται στον αιθέρα αλλά στον παρατηρητή. Επομένως, το πρόβλημα είναι βιοψυχιατρικό. Αφορά κυρίως την βιοφυσική της αντίληψης, την ερμηνεία των αισθητηριακών εντυπώσεων και των αισθήσεων των οργάνων!
Όπως απέδειξε ξεκάθαρα η όλη εξέλιξη της οργονομίας, δεν υπάρχει παρά μια και μοναδική προσέγγιση στην φυσική μελέτη του αιθέρα: το οργονοτικό ρεύμα μέσα στον άνθρωπο ή, με άλλα λόγια, η «ροή του αιθέρα» μέσα στη μεμβρανική δομή του ανθρώπου. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τώρα γιατί οι περισσότεροι μεγάλοι φυσικοί που ασχολήθηκαν με τα Κοσμικά προβλήματα και ειδικότερα μ’ αυτά του αιθέρα, όπως ο Νεύτων, προσηλώθηκαν τόσο πολύ στο πρόβλημα του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου