Ἡ Σκυθόπολις, ἢ Μπετσηᾶν, πόλις τοῦ Ἰσραῆλ, ἄγνωστος στοὺς περισσοτέρους ἀπὸ ἐμᾶς.
Εὑρίσκεται ὀκτὼ (8) χιλιόμετρα δυτικῶς του Ἰορδάνου ποταμοῦ καὶ 28 χιλιόμετρα νοτίως της λίμνης Τιβεριάδος.
Ὁ Ἡρόδοτος μᾶς λέει ὅτι οἱ Ἕλληνες τὴν ἀποκαλοῦσαν Σκυθόπολι λόγῳ τῆς καταλήψεώς της ἀπὸ τοὺς Σκύθες τὸ 631 π.χ..
Ἐκεῖ, στὴν Σκυθόπολι, λειτούργησε τὸ πρῶτο στρατόπεδο θανάτου τῆς Ἱστορίας, ἱδρυθὲν τὸ 341 π.α.χ., ἀπὸ τὸν Κωνστάντιο τὸν Β΄, δευτερότοκο υἱὸ τοῦ (Μεγάλου) Κωνσταντίνου καί, μὲ ὑπόδειξη τοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Γεωργίου. Τὸ πότε, καθὼς καὶ τὸν τρόπο λειτουργίας αὐτοῦ του χριστιανικοῦ κρεουργείου, μᾶς περιγράφει ὁ ἔγκριτος Ρωμαῖος ἱστορικὸς Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος στὸν 19ον τόμο, μὲ τὸν τίτλο «RES GESTAE LIBRI XXXI», τῆς 31ενός τόμων ἱστορίας του τῶν χρόνων ἐκείνων.