Ξημέρωμα τοῦ 1897 ἡ Κρήτη «βράζει» ἀπὸ τὶς θηριωδίες τῶν Τούρκων. Οἱ Κρητικοὶ ἀποφασίζουν νὰ κηρύξουν τὴν Ἕνωση μὲ τὴν μητέρα Ἑλλάδα. Στὸν Προφήτη Ἠλία τοῦ Ἀκρωτηρίου Χανίων Κρήτης ὀχυρώνονται οἱ ἐπαναστάτες καὶ ὑψώνουν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, ποὺ τοὺς παρέδωσε ὁ ὕπαρχος τοῦ θωρηκτοῦ «Ὕδρα» Κωνσταντῖνος Κανάρης, ἐγγονὸς τοῦ ναύαρχου Κανάρη.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τούρκους, ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ τὴν ἀντίδραση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων (Ἰταλίας, Γαλλίας, Αὐστρίας, Γερμανίας, Ἀγγλίας καὶ Ρωσίας), ποὺ στὶς 9 Φεβρουαρίου 1897, ξεκινοῦν σφοδρὸ βομβαρδισμό.
Μία ἀπὸ τὶς ὀβίδες κτυπᾶ καὶ καταρρίπτει τὸν ἱστὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Ὁ ὁπλίτης Σπύρος Καγιαλὲς - Καγιαλεδάκης μὲ μεγάλο κίνδυνο γιὰ τὴν ζωὴ του πετάγεται μέσα στὴν πύρινη κόλαση τοῦ βομβαρδισμοῦ, ξαναστήνει τὸν ἱστὸ καὶ ἡ σημαία κυματίζει καὶ πάλι περήφανη.
Μία νέα ὀβίδα καταρρίπτει καὶ πάλι τὸν ἱστό. Ὁ Σπύρος Καγιαλὲς - Καγιαλεδάκης τὸν ξαναστήνει ὅπως πρίν.
Τρίτη ὀβίδα θρυμματίζει πιὰ τὸν ἱστὸ καὶ ρίχνει κάτω τὴν σημαία. Τότε συνέβη κάτι τὸ ἀπίστευτο, κάτι ἀνεπανάληπτο: