ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΉ, ΚΑΘΙΕΡΏΘΗΚΕ ΈΝΑΣ ΕΝΤΕΛΏΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΌΣ ΌΡΟΣ. ΟΙ ΑΡΧΑΊΟΙ ΛΑΟΊ ΤΗΣ ΜΈΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΉΣ ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΝ ΣΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ ΩΣ YUNAN, ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΕΡΣΙΚΉ ΛΈΞΗ ΓΙΑΟΥΝΆ (YAUNÂ), Η ΟΠΟΊΑ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΆ ΤΗΣ ΠΡΟΈΡΧΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΙΩΝΊΑ, ΔΗΛΑΔΉ ΤΑ ΔΥΤΙΚΆ ΠΑΡΆΛΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΆΣ ΑΣΊΑΣ. ΣΤΑ ΤΈΛΗ ΤΟΥ 6ΟΥ ΑΙΏΝΑ Π.Χ., ΟΙ ΠΈΡΣΕΣ ΚΑΤΈΚΤΗΣΑΝ ΤΗΝ ΙΩΝΙΚΉ ΦΥΛΉ ΚΙ ΈΤΣΙ Η ΟΝΟΜΑΣΊΑ ΑΥΤΉ ΕΠΕΚΤΆΘΗΚΕ ΓΙΑ ΌΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ.
Οι
αρχαιότερες αναφορές στους Yaunâ βρίσκονται στις αυτοκρατορικές
επιγραφές της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Η πρώτη από αυτές (520 π.Χ.)
είναι επιγραφή του Δαρείου Α` στο Μπεχιστούν (Behistun). Σε άλλη
επιγραφή του Δαρείου Α`, στο Νακς-ι Ρουστάμ (Naqš-i Rustam), αναφέρονται
οι Yaunâ με το ασπιδοειδές καπέλο.
Αυτή η ονομασία προέρχεται από τη χρήση της καυσίας, δηλαδή του
μακεδονικού πλατύγυρου καπέλο για τον ήλιο (παραλλαγής του πέτασου), και
υπονοεί τους Μακεδόνες. Επίσης, επιγραφή του Ξέρξη στην Περσέπολη και
τις Πασαργάδες μιλάει για Yaunâ, κοντά και πέρα από τη θάλασσα.
Όλοι οι λαοί υπό την περσική κυριαρχία υιοθέτησαν αυτό τον όρο και από εκεί προέρχεται η σανσκριτική λέξη Γιαβάνα,
που συναντά κανείς σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα, κι αργότερα
αναφέρεται στους Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων της Ινδίας, καθώς
και οι λέξεις Yona στη γλώσσα Πάλι και Yonaka(όρος με τον οποίο αυτοχαρακτηρίζονταν οι Έλληνες της Βακτρίας). Ο όρος Yunan (युनान) χρησιμοποιείται σήμερα στα τουρκικά, τα αραβικά (يوناني), τα περσικά, τα αζερικά, τα ινδικά Χίντι (यूनान) και τις γλώσσες Μαλάι (Ινδονησία, Μαλαισία κα).
Η ΟΝΟΜΑΣΊΑ ΈΛΛΗΝΑΣ ΑΠΈΚΤΗΣΕ ΕΝΤΕΛΏΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΉ ΣΗΜΑΣΊΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΏΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΎΣ ΑΙΏΝΕΣ ΜΈΧΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΏΤΗΣ ΧΙΛΙΕΤΊΑΣ, ΔΙΆΣΤΗΜΑ ΚΑΤΆ ΤΟ ΟΠΟΊΟ ΔΙΑΔΡΑΜΆΤΙΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΌ ΡΌΛΟ Η ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΉ ΕΚΚΛΗΣΊΑ. ΚΑΊΡΙΑ ΉΤΑΝ Η ΕΠΑΦΉ ΜΕ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑΪΣΜΌ, ΚΑΘΏΣ ΚΛΗΡΟΔΌΤΗΣΕ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΉ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΊΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ. ΟΙ ΕΒΡΑΊΟΙ, ΌΠΩΣ ΚΙ ΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ, ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΎΣΑΝ ΕΑΥΤΟΎΣ ΑΠΌ ΤΟΥΣ ΞΈΝΟΥΣ, ΟΙ ΠΡΏΤΟΙ ΌΜΩΣ ΜΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΆ ΚΙ ΌΧΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΆ ΚΡΙΤΉΡΙΑ.
Με
την κατάκτηση των Ελλήνων από τη Ρώμη, όπως οι Έλληνες θεωρούσαν
βαρβάρους όλους τους απολίτιστους λαούς, έτσι κι οι Εβραίοι θεωρούσαν
όλους τους παγανιστές goyim (άπιστους,
κυριολεκτικά "έθνη"). Η θρησκευτική αυτή διάκριση υιοθετήθηκε από τους
πρώτους Χριστιανούς κι έτσι αναφέρονταν σε όλους τους παγανιστές ως Έλληνες.
Ο Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του χρησιμοποιεί την ονομασία Έλληνας σχεδόν πάντα σε σχέση με την ονομασία Εβραίος, πιθανότατα με σκοπό να αντιπροσωπεύσει το σύνολο των δυο θρησκευτικών κοινοτήτων . Ο Έλληνας χρησιμοποιείται
με θρησκευτική σημασία για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη, στο Κατά
Μάρκον Ευαγγέλιον . Καθαρά θρησκευτική σημασία έφτασε να κατέχει ο όρος
κατά το 2ο ή 3ο αιώνα μ.Χ. Ο Αθηναίος Αριστείδης αναφέρεται στους Έλληνες ως
έναν από τους αντιπροσωπευτικούς παγανιστικούς λαούς, μαζί με
τους Αιγύπτιους και τους Χαλδαίους. Αργότερα, ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς αναφέρει έναν ανώνυμο Χριστιανό συγγραφέα, που αποκαλούσε
τους παραπάνω Έλληνες και μιλούσε για δυο παλιά έθνη κι ένα νέο: το χριστιανικό έθνος .
Από
τότε και στο εξής, ο όρος δε σήμαινε εθνική καταγωγή ούτε ελληνική
εκπαίδευση, αλλά γενικά παγανιστές, ανεξαρτήτου φυλής. Η προσπάθεια του
Αυτοκράτορα Ιουλιανού να επαναφέρει τον παγανισμό απέτυχε και σύμφωνα με
τον Πάπα Γρηγόριο Α`, "τα πράγματα εξελίχθηκαν υπέρ της Χριστιανοσύνης
και η θέση των Ελλήνων επλήγη σοβαρά" . Μισό αιώνα
αργότερα, Χριστιανοί διαμαρτύρονται εναντίον του Έπαρχου
της Αλεξάνδρειας, κατηγορώντας τον ότι ήταν Έλληνας . Ο Θεοδόσιος
Α` προέβη στα πρώτα "νομοθετικά" βήματα εναντίον του παγανισμού, αλλά οι
νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού προκάλεσαν διώξεις των
παγανιστών σε μαζικό βαθμό. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας περιείχε δυο
νόμους, που διέτασσαν την ολοκληρωτική καταστροφή του Ελληνισμού, ακόμα και στο δημόσιο βίο. Οι μη-Χριστιανοί θεωρούνταν δημόσια απειλή, κάτι που υποβίβασε ακόμη περισσότερα τη σημασία του Έλληνα. Παραδόξως, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ο Τριβωνιανός, ο ίδιος ο νομικός αρμοστής του Ιουστινιανού, ήταν "Έλληνας" .
O Ιερώνυμος
Βολφ ήταν ένας Γερμανός ιστορικός του 16ου αιώνα. Δημιούργησε
τη Βυζαντινή ιστοριογραφία, για να διακρίνει τη μεσαιωνική Ελληνική από
την αρχαία Ρωμαϊκή ιστορία.
Ρωμαίοι είναι
η ονομασία με την οποία οι Έλληνες ήταν γνωστοί κατά τον Μεσαίωνα. Ενώ
η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, η θρησκευτική αλλοίωση του
ονόματος Έλλην ολοκληρώθηκε. Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι Έλληνες της Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν την ονομασία Ρωμαίοι,
επειδή η προηγούμενη είχε χάσει την παλαιότερη σημασία της. Έτσι ενώ η
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελληνιζόταν, το όνομα των Ελλήνων εκρωμαϊζόταν.
Το
ξένο δανεικό όνομα αρχικά είχε περισσότερο πολιτική παρά εθνική
σημασία, η οποία συνοδοιπορούσε με την οικουμενική ιδεολογία της Ρώμης
που φιλοδοξούσε να περικλείσει όλα τα έθνη του κόσμου κάτω από ένα
αληθινό Θεό. Μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία ακόμη
έλεγχε μεγάλες εκτάσεις και πολλούς ανθρώπους, η χρήση του ονόματος Ρωμαίος πάντα
δήλωνε την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων και ποτέ καταγωγή. Διάφορες
εθνότητες μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα εθνικά ονόματά τους ή
τα τοπωνύμια τους, για να αποσαφηνίζουν την κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων
από τη γενεαλογία, γι’ αυτό ο ιστορικός Προκόπιος προτιμά να αποκαλεί
τους Βυζαντινούς εξελληνισμένους Ρωμαίους, ενώ άλλοι συγγραφείς χρησιμοποιούν Ρωμαιοέλληνες και Ελληνορωμαίοι,
αποβλέποντας στο να δηλώσουν καταγωγή και κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων
συγχρόνως. Οι εισβολές των Λομβαρδών και των Αράβων τον ίδιο αιώνα είχαν
ως αποτέλεσμα την απώλεια των περισσότερων επαρχιών,
συμπεριλαμβανομένων και της Ιταλίας και όλης της Ασίας, εκτός από
την Ανατολία. Οι περιοχές που διατηρήθηκαν ήταν κυρίως ελληνικές,
μετατρέποντας έτσι την αυτοκρατορία σε μια πολύ πιο συνεκτική ενότητα
που τελικά εξελίχτηκε σε σαφώς ενσυνείδητη ταυτότητα. Διαφορετικά απ’
ότι τους προηγούμενους αιώνες, προς το τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ.
εκφράζεται στα βυζαντινά έγγραφα μια ξεκάθαρη αίσθηση εθνικισμού .
Η
αποτυχία των Βυζαντινών να προστατεύσουν τον Πάπα από
τους Λομβαρδούς εξανάγκασε τον Πάπα να αναζητήσει βοήθεια αλλού. Στο
αίτημά του απάντησε ο Πιπίνος II από την Ακουϊτανία, τον οποίο είχε
ονομάσει "Πατρίκιο", τίτλο που προκάλεσε σοβαρή σύγκρουση. Το 772, η
Ρώμη έπαψε να μνημονεύει τον αυτοκράτορα που πρώτα κυβερνούσε από την
Κωνσταντινούπολη, και στα 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε Ρωμαίος
αυτοκράτορας από τον ίδιο τον Πάπα, επίσημα απορρίπτοντας
τους Βυζαντινούς ως πραγματικούς Ρωμαίους. Σύμφωνα με τη ερμηνεία των
γεγονότων από τους Φράγκους, ο παπισμός κατάλληλα "μετέφερε τη ρωμαϊκή
αυτοκρατορική εξουσία από τους Έλληνες στους Γερμανούς, στο όνομα της
Μεγαλειότητός του, του Καρόλου". Στο εξής, ένας πόλεμος ονομάτων ξέσπασε
γύρω από τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά δικαιώματα. Αδυνατώντας να αρνηθούν
ότι υπήρχε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, ικανοποιούνταν
αποκηρύσσοντας τον ως διάδοχο της ρωμαϊκής κληρονομιάς με το επιχείρημα
ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο Πάπας
Νικολάος Α` έγραψε στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ`, "Παύσατε
να αποκαλείστε `Αυτοκράτωρ Ρωμαίων,` αφού οι Ρωμαίοι των οποίων
ισχυρίζεστε ότι είστε Αυτοκράτορας, είναι στην πραγματικότητα βάρβαροι,
κατά τη γνώμη σας".
Στο εξής, ο αυτοκράτορας στην Ανατολή ήταν γνωστός και μνημονευόταν ως Αυτοκράτωρ Ελλήνων και η χώρα τους ως Ελληνική Αυτοκρατορία,
διατηρώντας και τους δύο "Ρωμαϊκούς" τίτλους για τον Φράγκο βασιλιά. Το
ενδιαφέρον και των δύο πλευρών ήταν περισσότερο κατ’ όνομα παρά
πραγματικό. Καμιά γη δε διεκδικήθηκε ποτέ, αλλά η προσβολή που
οι Βυζαντινοί αισθάνθηκαν για την κατηγορία καταδεικνύει πόσο
συναισθηματικά συνδεδεμένοι ήταν με το όνομα Ρωμαίος.
Πραγματικά, ο Επίσκοπος Λιουτπράνδος (Cremon Liutprand), απεσταλμένος
της φραγκικής αυλής, φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην
Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αναφέρθηκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον
κατάλληλο τίτλο του. Η φυλάκισή του ήταν αντεκδίκηση για την ίδρυση της
Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον βασιλιά του, τον Όθωνα Α`.
Σύμφωνα
με ορισμένους ιστορικούς οι «Ρωμαίοι» των τελευταίων αιώνων του
Βυζαντίου αποτελούσαν έθνος που σε μεγάλο βαθμό, και ειδικά μετά την
κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ταυτίζεται με
το νεότερο ελληνικό έθνος.
Ο
πρώτος που διατύπωσε αυτή την άποψη ήταν ο Α. Καλδέλλης (καθηγητής
βυζαντινολόγος στο Παν/μιο του Οχάιο). Κατά τη γνώμη του οι Ρωμαίοι δεν
θεωρούσαν τον εαυτό τους Έλληνες πριν το 1204 και ο Ελληνισμός ήταν
κατασκευή των μορφωμένων η οποία κατά την Αυτοκρατορία της Νίκαιας έγινε
το κύριο συστατικό μια εθνικιστικής ιδεολογίας..
Ο
Χρήστος Μαλατράς διαπιστώνει ότι οι Ρωμαίοι των πηγών του 12ου-13ου
αιώνα αποτελούν εθνική ομάδα που αναφέρεται με τους πρακτικά συνώνυμους
όρους γένος, έθνος και φύλο.
Ο όρος «Ρωμαίος» δεν ταυτίζεται με τον υπήκοο του Βυζαντίου αφού
αποδίδεται και σε χριστιανούς υπό τον Τούρκο σουλτάνο ενώ υπάρχουν
υπήκοοι του Βυζαντίου που δεν θεωρούνται Ρωμαίοι αλλά «αλλογενείς» και
«βάρβαροι». Επίσης διαπιστώνει ότι ο όρος δεν είναι κατασκευή των
μορφωμένων αφού αναγνωρίζεται και από τον λαό. Γεωγραφικές περιοχές του
Βυζαντίου όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Κιλικία δεν θεωρούνταν
«περιοχές των Ρωμαίων» ενώ ταυτόχρονα «αλλογενείς» κατοικούσαν σε
περιοχές Ρωμαίων. Πρόσωπα που δεν υπάκουαν στον αυτοκράτορα δεν έπαυαν
να θεωρούνται Ρωμαίοι. Δεν ονομάζονταν έτσι οι Σλάβοι και Αιγύπτιοι
χριστιανοί ορθόδοξοι ούτε αρκούσε η γνώση της ελληνικής γλώσσας για να
ονομαστεί κάποιος Ρωμαίος. Τα κύρια όρια αυτής της εθνικής ομάδας, η
ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα, έπρεπε να είχαν αποκτηθεί εκ γενετής.
Την ίδια εποχή (12ος-13ος αι.) οι Ρωμαίοι της αρχαίας Ρώμης γίνονται
αντιληπτοί ως Άλλοι. Απορρίπτεται
το πρό Κωνσταντίνου λατινικό παρελθόν και αποκαθίσταται το αρχαίο
ελληνικό ενώ αναγνωρίζεται ότι η χριστιανική θρησκεία δεν επαρκεί για να
σχηματιστεί η ταυτότητα αυτής της εθνικής ομάδας η οποία επιβιώνει
στους επόμενους αιώνες μέχρι τον σχηματισμό έθνους-κράτους τον 19ο
αιώνα. Τότε επισήμως υιοθετείται το όνομα Έλληνας αντί του Ρωμαίος.
Την εποχή της πτώσης της Ρώμης οι
περισσότεροι κάτοικοι της Ανατολής είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν
τους εαυτούς τους Χριστιανούς και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είχαν
κάποια ιδέα ότι ήταν Ρωμαίοι. Ακόμη κι αν δε συμπαθούσαν τη
διακυβέρνησή τους περισσότερο απ` ό,τι πριν, οι Έλληνες ανάμεσά τους δεν
μπορούσαν πλέον να τη θεωρούν ξένη, ότι ασκούνταν από Λατίνους στην
Ιταλία. Η ίδια η λέξη Έλλην είχε ήδη αρχίσει να σημαίνει ειδωλολάτρης
παρά έναν άνθρωπο ελληνικής φυλής ή που μετείχε στον ελληνικό πολιτισμό.
Αντίθετα η συνηθισμένη λέξη για έναν Έλληνα της Ανατολής είχε αρχίσει
να είναι το Ρωμαίος, το οποίο εμείς οι σύγχρονοι αποδίδουμε ως Βυζαντινός.
Ο
όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" επινοήθηκε το 1557, έναν αιώνα περίπου
μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο
Βολφ (Hieronymus Wolf), ο οποίος εισήγαγε ένα σύστημα
βυζαντινής ιστοριογραφίας στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae,
για να διακρίνει την αρχαία ρωμαϊκή από τη μεσαιωνική ελληνική ιστορία,
χωρίς να στρέψει την προσοχή προς τους αρχαίους προγόνους τους. Αρκετοί
συγγραφείς υιοθέτησαν την ορολογία του στη συνέχεια, αλλά παρέμεινε
σχετικά άγνωστη. Όταν το ενδιαφέρον αυξήθηκε, οι Άγγλοι ιστορικοί
προτιμούσαν να χρησιμοποιούν ορολογία "ρωμαϊκή" (ο Έντουαρντ
Γκίμπον (Edward Gibbon) τη χρησιμοποιούσε με έναν ιδιαίτερα μειωτικό
τρόπο)• ενώ οι Γάλλοι ιστορικοί προτιμούσαν να την ονομάζουν
"ελληνική". Ο όρος επανεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και από τότε
έχει κυριαρχήσει πλήρως στην ιστοριογραφία, ακόμη και στην Ελλάδα, παρά
τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (ισχυρού Έλληνα
ομολόγου του Gibbon) ότι η αυτοκρατορία θα έπρεπε να καλείται
"Ελληνική". Λίγοι Έλληνες λόγιοι υιοθέτησαν την ορολογία εκείνη την
εποχή, αλλά έγινε δημοφιλής μόνο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Η
είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, του Ευγένιου Ντελακρουά,
1840. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους όξυνε τον
ελληνικό εθνικισμό και την απέχθεια για τους Λατίνους, κάτι που
απεικονίζεται στα έγγραφα της εποχής.
H εξωεκκλησιαστική χρήση της ονομασίας Έλληνας αναβίωσε
τον 9ο αιώνα, μετά την έκλειψη του παγανισμού, που δεν ήταν πλέον
απειλή για την κυριαρχία του Χριστιανισμού. Ο όρος στη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία απέκτησε αρχικά την πολιτισμική του σημασία και μέχρι
τον 11ο αιώνα απέκτησε την αρχική του σημασία: του ανθρώπου με ελληνική
καταγωγή, συνώνυμου εκείνη την εποχή με τον όρο Ρωμαίος.
Η
επανίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στο παλάτι
της Μαγναύρας δημιούργησε ενδιαφέρον για την απόκτηση γνώσης, ιδιαίτερα
στις ελληνικές σπουδές. Ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ ενοχλείτο που "οι
ελληνικές σπουδές προτιμώνταν αντί των πνευματικών έργων". Ο Μιχαήλ
Ψελλός λαμβάνει ως φιλοφρόνηση τα λόγια του Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ`, ότι
"είχε ελληνική ανατροφή" και ως αδυναμία του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ`την
έλλειψη ελληνικής εκπαίδευσης , ενώ η Άννα Κομνηνή ισχυριζόταν ότι
"κατείχε τη σπουδή των Ελληνικών στο μέγιστο βαθμό" και, σχολιάζοντας
την ίδρυση ορφανοτροφείου από τον πατέρα της, ανέφερε πως "εκεί μπορούσε
να δει κανείς να εκπαιδεύεται ένας Λατίνος, ένας Σκύθης να μελετά
Ελληνικά, ένας Ρωμαίος να διαβάζει ελληνικά κείμενα κι ένας αγράμματος
Έλληνας να μιλάει σωστά Ελληνικά" . Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να
λεχθεί πως οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι σε πολιτικό επίπεδο
αλλά Έλληνες στην καταγωγή.
Ο Ευστάθιος
ο Θεσσαλονικεύς αποσαφηνίζει το διαχωρισμό αυτό στην αναφορά του για
την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204: στους εισβολείς αναφέρεται με
το γενικό όρο Λατίνοι, περιλαμβάνοντας τους συναφείς με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ με τον όρο Έλληνες αναφέρεται στον κυρίαρχο πληθυσμό της αυτοκρατορίας .
Μετά
την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, τονίζεται ο
ελληνικός εθνικισμός. Ο Νικήτας Χωνιάτης υπογράμμιζε τα αίσχη των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες στην Πελοπόννησο . Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης ανέφερε ως "Έλληνες" τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες .
Ο δεύτερος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης απηύθυνε μια επιστολή στον Πάπα Γρηγόριο Θ` σχετικά με τη "φρόνηση, η οποία επιδαψιλεύει το Ελληνικόν Έθνος".
Υποστήριζε ότι η μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας από
την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη υπαγορεύθηκε από εθνικούς μάλλον παρά από
γεωγραφικούς λόγους και, κατά συνέπεια, δεν ανήκε στους Λατίνους που
είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη: Η κληρονομιά του Κωνσταντίνου του
Μεγάλου μεταβιβάσθηκε στους Έλληνες, έτσι υποστήριζε, και αυτοί μόνοι
ήσαν οι κληρονόμοι και διάδοχοί του. Ο γιος του Θεόδωρος Β΄
Λάσκαρις επιθυμούσε σφοδρότατα να προβάλει το όνομα των Ελλήνων, με
πραγματικό εθνικιστικό ζήλο. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι "η Ελληνική φυλή επικρατεί των άλλων γλωσσών" και ότι "κάθε τομέας φιλοσοφίας και κάθε μορφή γνώσης είναι επινόηση των Ελλήνων... Τι έχετε, εσείς, ώ Ιταλοί, να επιδείξετε;"
Η
εξέλιξη του ονόματος ήταν αργή και ποτέ δεν αντικατέστησε πλήρως το
"ρωμαϊκό" όνομα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς ονόμασε το ιστορικό έργο του
"Ρωμαϊκή Ιστορία". Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ` Καντακουζηνός, μέγας
υποστηρικτής της ελληνικής παιδείας, στα απομνημονεύματά του αναφέρεται
πάντα στους Βυζαντινούς με τον όρο "Ρωμαίοι", εν τούτοις σε μια επιστολή
που του απέστειλε ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Νάσερ Χασάν μπεν Μοχάμεντ,
τον μνημονεύει ως "Αυτοκράτορα των Ελλήνων, Βουλγάρων, Ασάνων, Βλάχων,
Ρώσων και Αλανών", όχι όμως των "Ρωμαίων". Τον επόμενο αιώνα ο Γεώργιος
Γεμιστός ή Πλήθων υπέδειξε στον Κωνσταντίνο 11ο Παλαιολόγο ότι ο λαός,
του οποίου ηγείται, είναι "Έλληνες, όπως πιστοποιεί η φυλή, η γλώσσα και
η παιδεία τους", ενώ οΛαόνικος Χαλκοκονδύλης συνηγορούσε υπέρ της
ολοσχερούς αντικατάστασης του όρου "Ρωμαίοι" με τον όρο "Έλληνες". Ο
ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος τελικά ανακήρυξε την Κωνσταντινούποληως
το "καταφύγιο των Χριστιανών, ελπίδα και αγάπη όλων των Ελλήνων".
| Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής,
ξεκίνησε μια σφοδρή ιδεολογική διαμάχη ανάμεσα στις τρεις διαφορετικές
ονομασίες των Ελλήνων. Η διαμάχη αυτή κόπασε για κάποιο χρονικό διάστημα
μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά επιλύθηκε οριστικά μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. |
Η
προετοιμασία του ελληνισμού για την εθνική του αφύπνιση, είναι σαφές
ότι περιέχει πολλές παραμέτρους οι οποίες και θα αναλυθούν, ώστε να
γίνουν κατανοητές οι ζυμώσεις της προεπαναστατικής περιόδου. Η συμβολή
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην προετοιμασία της αφύπνισης του
ελληνικού έθνους είναι μεγάλη, καθώς με τα έργα των Ελλήνων διανοούμενων
της εποχής, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης, της
γλώσσας και της εκπαίδευσης των Ελλήνων. Οι διανοούμενοι θεώρησαν την
παιδεία βασικό θεμέλιο της εθνικής αφύπνισης. Το πνευματικό αυτό κίνημα
αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για τoν σκοπό αυτό, μεταφέροντας τις
ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού με την μετάφραση των έργων των μεγάλων
Διαφωτιστών της Δύσης. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Αιώνα των Φώτων
την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, παρατηρείται το φαινόμενο της εμφάνισης
εθνικών ομάδων οι οποίες, αν κι ακόμη ζουν μέσα στις πολυεθνικές
αυτοκρατορίες, αρχίζουν να αναζητούν την ανεξαρτησία τους.
Στον
ελληνικό χώρο τα πράγματα είναι διαφοροποιημένα. Η Ελλάδα ήταν ένα
κράμα γλωσσών, πολιτισμών, εθνοτήτων και θρησκειών. Επίσης, ήταν τμήμα
μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας η οποία δεν είχε καμία σχέση με την
Ευρώπη. Η έλλειψη παιδείας και νόμων ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της.
Οι σουλτάνοι δεν ήταν φίλοι των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών,
όπως οι Ευρωπαίοι μονάρχες οι οποίοι τα καλλιεργούσαν στις αυλές τους.
Το Οθωμανικό κράτος είχε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, άλλη κυρίαρχη
θρησκεία, άλλους θεσμούς, άλλη πολιτική οργάνωση. Τα έθνη που διαβιούσαν
στην αυτοκρατορία χωρίζονταν σε μιλέτια, το μιλέτι των πιστών, το
μιλέτι των Εβραίων και το μιλέτι των Ρωμιών (Ρούμ). Είναι, όμως γεγονός
ότι οι υπόδουλοι Έλληνες ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τα άλλα μιλέτια,
καθώς είχαν τη δική τους διοίκηση και συμμετείχαν και στη διοίκηση της
Αυτοκρατορίας. Οι βασικές έννοιες που θα προσεγγιστούν, είναι του Γένους
και του Έθνους, καθώς και θα αναλυθούν τα τρία εθνικά ονόματα, Ρωμιός, Γραικός και Έλληνας.
Είναι γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού του
οποίου κύριος σκοπός ήταν ο φωτισμός του Γένους και η προετοιμασία για
την ανάστασή του, εκφράστηκαν απόψεις για το θέμα του ονοματισμού του
αλλά και της γλώσσας του.
Οι
έννοιες Γένους και Έθνους άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν. Στα
κείμενα του Διαφωτισμού συνυπάρχουν και οι δύο, πολλές φορές με
διαφορετικές αποχρώσεις. Στην αρχή, το Γένος βασίζεται στην καταγωγή,
ενώ σε μεταγενέστερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού και κυρίως τους
ριζοσπαστικούς χάνει την οικουμενικότητά του. Κι αυτό για το λόγο ότι,
οι επιδιώξεις του Γένους αλλάζουν και στρέφεται προς τη δημιουργία
εθνικού κράτους και έτσι, εμφανίζεται ο όρος Έθνος. Με τον όρο Γένος εννοείται
το σύνολο των Ελλήνων που κατοικεί στην πάλαι ποτέ Βυζαντινή
Αυτοκρατορία, το οποίο είναι κληρονόμος της. Κύρια επιδίωξη, η ανάσταση
της αυτοκρατορίας που τώρα βρίσκεται εφήμερα κάτω από την κυριαρχία
άπιστου κατακτητή με την ανοχή του οποίου, οι υπόδουλοι αναρριχήθηκαν
στις διοικητικές τάξεις και έλαβαν μέρος της εκτελεστικής εξουσίας καθώς
και προνόμια . Κατά κάποιο τρόπο το Γένος είναι σε αναλογία με τη
θρησκευτική ταυτότητα των Ελλήνων, δεν ερχόταν σε ρήξη με την
αυτοκρατορία και ήταν ενταγμένο στο μιλέτ, τη θρησκευτική ομάδα που ήταν
θεσμός των Οθωμανών. Αντίθετα το Έθνος,
εκφράζει τις νέες ιδέες. Ο όρος είναι αποτέλεσμα των εθνικιστικών
τάσεων, βασισμένος στα κηρύγματα των Διαφωτιστών, της Γαλλικής
επανάστασης και στη στροφή προς την Αρχαία Ελλάδα με πρότυπα
την Αθήνα και τη Σπάρτη. Η επιδίωξη εδώ είναι η δημιουργία εθνικού
δημοκρατικού κράτους, το οποίο δεν έχει κέντρο του την Πόλη αλλά την
κυρίως Ελλάδα. Παρατηρείται η εμφάνιση του όρου, «ελληνική πατρίδα».
Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε, το Έθνος δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία
αλλά με την πολιτική και είναι μεταγενέστερο . Η ύπαρξη των όρων αυτών
έρχεται σε αντιστοιχία και με την ονοματοθεσία των Ελλήνων στην οποία
κυριαρχούν τρία ονόματα.
Καταρχήν,
είναι οι Ρωμιοί που υποστηρίζονται από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας
και τα μέλη της άρχουσας ελληνικής τάξης, στενά συνδεδεμένα με αυτή,
τους Φαναριώτες, καθώς και οι αξιωματούχοι του σουλτάνου οι οποίοι έχουν
στα χέρια τους την τοπική αυτοδιοίκηση. Φυσικά, οι πρόμαχοι του τίτλου
αυτού επιθυμούν τη, με κάθε τρόπο, διατήρηση του Αυτοκρατορικού
μοντέλου. Ο όρος Ρωμιός την εποχή αυτή είναι γεγονός ότι κατέχει
περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα, παρά πολιτικό ή εθνικό. Ο Καταρτζής
δίνοντας τον ορισμό της έννοιας, την εξισώνει με τη θρησκεία, Ρωμιός
χριστιανός. Βασίζεται, δηλαδή, στον προσδιορισμό του έθνους μέσα από το
χώρο του μιλετίου και όχι της ιθαγένειας . Η καταγωγή του ονόματος των
Ρωμιών έρχεται από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι γνωστό ότι κατά τους
πρώτους αιώνες της, οι θεσμοί και η δομή της, ήταν εξισωμένοι με τη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της οποίας φυσική συνέχεια ήταν η Βυζαντινή. Με τον
εξελληνισμό της, όμως, άρχισε να μεταβάλλεται και να απομακρύνεται από
αυτήν. Όχι, όμως, και το όνομα που εξακολούθησε να δηλώνει την ταυτότητα
των κατοίκων της αυτοκρατορίας . Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εκκλησία η
οποία εκπροσωπούνταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της
Κωνσταντινούπολης, ήταν αυστηρά ιεραρχημένη, ενώ παράλληλα, τύγχανε
προνομίων, όπως οικονομική διαχείριση, δικαστική εξουσία και σχετική
διοικητική αυτονομία. Ο Πατριάρχης ήταν ενταγμένος στους διοικητικούς
θεσμούς των Οθωμανών, και όπως γινόταν για όλα τα αξιώματα, ιδίως κατά
την εποχή που αναφέρεται, λάμβανε τον πατριαρχικό θώκο με εξαγορά από το
κράτος. Το Πατριαρχείο προσπάθησε να προβάλλει τη γλώσσα των
εκκλησιαστικών κειμένων και τη διδασκαλία της, έχοντας έδρα του τη
συνοικία, Φανάρι, της Πόλης, όπου και εδραιώθηκε και η ελληνική
αριστοκρατία, οι Φαναριώτες.
Οι Φαναριώτες αποτέλεσαν
καθοριστικό παράγοντα του Γένους για το λόγο ότι, είχαν στα χέρια τους
εκτελεστική εξουσία. Η διοικητική μηχανή των Οθωμανών στηριζόταν στο
Βυζάντιο εξαιτίας, όμως, της αποφυγής των σουλτάνων να δίνουν σε
ομόθρησκά τους άτομα υψηλές διοικητικές θέσεις, τις πρόσφεραν στην
αριστοκρατική τάξη των Ελλήνων. Τα αξιώματα του Μεγάλου Δραγουμάνου και
του Δραγουμάνου του Στόλου δόθηκαν στους Φαναριώτες. Μπαίνοντας οι
υπόδουλοι στην διοίκηση των απίστων, το θεώρησαν σαν απαρχή της
αφύπνισής τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι Φαναριώτες κέρδιζαν όλο και
μεγαλύτερα προνόμια και αξιώματα. Γίνονταν Οσποδάροι, διοικητές
των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Εκεί, όντας όμοροι με την Ευρώπη, έφεραν
στις Αυλές τους την επιστήμη, τη διανόηση και την παιδεία των
Διαφωτιστών. Με αυτόν τον τρόπο, πέρασαν οι νέες ιδέες στον Ελληνικό
χώρο. Τέλος, οι Φαναριώτες είχαν και καλή σύνδεση με τη Ρωσία πάνω στην
οποία αυτοί και η Εκκλησία στήριζαν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση.
Σε πολλές περιοχές της σημερινής κυρίως Ελλάδας, υπήρχε οργανωμένη
τοπική αυτοδιοίκηση με κύριο μέλημά της τη συλλογή της φορολογίας. Και
αυτοί οι αξιωματούχοι, οι κοτζαμπάσηδες, οι πρόκριτοι και οι
δημογέροντες ήταν με το μέρος των Φαναριωτών και της Εκκλησίας. Ελπίδα
τους ότι με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήδη
διαφαινόταν, θα ανέβαιναν Χριστιανοί, ακόμη και στον Αυτοκρατορικό θρόνο
και θα έφερναν την αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα με το όνομα των Ρωμιών, η ονομασία Γραικοί υποστηρίζεται
από παράγοντες του εξωτερικού και τους Έλληνες της διασποράς. Ήδη από
παλαιότερα υπήρχαν στην Ευρώπη Ελληνικές παροικίες στις οποίες
παρατηρήθηκε μεγάλη εκδοτική δραστηριότητα. Είναι γνωστό ότι μετά την
άλωση πολλοί Βυζαντινοί λόγιοι πήγαν στην Ευρώπη και βοήθησαν στη μελέτη
των Αρχαίων Ελλήνων, πάνω στην οποία είχαν στηριχθεί το κίνημα
της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Εξαιτίας των πολιτικών ζυμώσεων που
λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη την περίοδο αυτή, έρχονται σε άμεση επαφή με
τις νέες πολιτικές ιδέες και όπως είναι φυσικό, έρχονται σε ρήξη με το
αυτοκρατορικό μοντέλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι έμποροι,
επιχειρηματίες, καθώς και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα τα οποία
ενστερνίζονται τις ριζοσπαστικές ιδέες, επιθυμώντας κοινωνική ανάδειξη
και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Η στροφή προς την Ευρώπη έγινε
κάτω από συγκεκριμένους παράγοντες. Πρώτα, πρώτα ήταν ομόδοξη, παρά τις
δογματικές διαφορές. Επίσης, θαύμαζε το αρχαίο Ελληνικό μεγαλείο, ενώ ο
Ευρωπαϊκός Πολιτισμός θεμελιωνόταν στον Ελληνορωμαϊκό. Το γεγονός της
παραμονής των Ελλήνων στην Ευρώπη τους βοήθησε ώστε να λάβουν ευρωπαϊκή
παιδεία και σκέψη. Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έδωσαν σε πολλούς Έλληνες
την ελπίδα ότι θα απελευθερωνόταν η Ελλάδα από τονΝαπολέοντα. Το γεγονός
αυτό γινόταν πιο έντονο με την διάδοση της πιθανότητας ότι εκείνος
καταγόταν από την Ελλάδα. Ο πολιτικός στόχος του Γάλλου Αυτοκράτορα,
όμως, καμία σχέση δεν είχε με τις επιδιώξεις των Ελλήνων. Το σίγουρο
είναι ότι από τους πολέμους αυτούς επωφελήθηκαν οι Έλληνες έμποροι οι
οποίοι κινδυνεύοντας διακινούσαν στα ευρωπαϊκά λιμάνια τα προϊόντα τους,
εκεί που ο αποκλεισμός του Ναπολέοντα δεν επέτρεπε την είσοδο αγγλικών
καραβιών.
Οι
παράγοντες αυτοί, λοιπόν, ώθησαν τους υπόδουλους να ελπίζουν ανάλογα με
τις απόψεις τους σε δύο κυρίως δυνάμεις, τη Ρωσία και τη Γαλλία.
Καταρχήν, στηρίζονταν στη Ρωσία, η οποία βασιζόμενη στην ελπίδα των
Ελλήνων ότι ήταν φυσικός προστάτης τους, ως ομόδοξη, προσπαθούσε να
εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Κύρια επιδίωξη
της Ρωσίας ήταν η έξοδός της στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο και
αυτό αποτέλεσε αιτία πολλών ρωσοτουρκικών πολέμων. Θα μπορούσε να
ειπωθεί ότι η ουσιαστικότερη συμβολή της Ρωσίας ήταν η Συνθήκη του
Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774. Με αυτήν τη συνθήκη τα ελληνικά πλοία
μπορούσαν με ρωσική σημαία να διασχίζουν το Αιγαίο και τον Εύξεινο
Πόντο. Ουσιαστικά, όμως, ήταν συνθήκη που ρύθμιζε τις ρωσοτουρκικές
διαφορές. Όσο για τα ελληνικά πλοία, αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη κίνηση
των Ρώσων υπέρ των Ελλήνων, αλλά απλά μία θετική συγκυρία. Εξάλλου,
κατατοπιστικός σχετικά με τους Ρώσους και του θρύλου περί «Ξανθού
Γένους», είναι ο Αδαμάντιος Κοραής στο έργο του. Ο Κοραής θεωρεί ότι οι
Έλληνες πρέπει να βασιστούν στην Γαλλία, στηριζόμενος στο Διαφωτισμό που
έχει προηγηθεί αλλά και στη ρωσική κυριαρχία στα Επτάνησα, η οποία δεν
βοήθησε σε τίποτα τους Επτανήσιους, και με ενδιαφέροντα επιχειρήματα
εξισώνει τους Γάλλους με τους Αρχαίους Έλληνες. Ο Κοραής γενικά
προτείνει την υιοθέτηση του ονόματος Γραικός,
για τον λόγο ότι οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες με αυτόν τον
τρόπο. Ο ίδιος είχε ζήσει στη Γαλλία και θεωρούσε ότι η στροφή σ’ αυτήν
είναι απαραίτητη γιατί, η αφύπνιση του Γένους έπρεπε να στηριχθεί στην
παιδεία, άρα στο σχολείο της Ευρώπης τη Γαλλία. Είναι αντίθετος με το
αυτοκρατορικό μοντέλο και την ονομασία Ρωμιός, ενώ παράλληλα προτείνει
το όνομα Έλληνας.
Τέλος, η ονομασία Έλληνες,
υποστηρίζεται κυρίως από αυτούς που θεωρούν απαραίτητη τη σύνδεση με
την αρχαιότητα. Έρχονται και αυτοί σε σύγκρουση με το αυτοκρατορικό
μοντέλο και καταφεύγουν στην ευρωπαϊκή βοήθεια με κυριότερο αίτημα την
ένταξή τους στο δυτικό κόσμο. Αποστρέφονται το Βυζάντιο το οποίο εξάλλου
είχε καταδιώξει το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Η ονομασία αυτή συνδέεται με
την γέννηση της εθνικής συνείδησης που ήταν αποτέλεσμα της έλευσης των
Διαφωτιστικών ιδεών και της εθνικιστικής έξαρσης στην Ευρώπη. Κορμός
αυτής της κίνησης ήταν η αναζήτηση της κοινής καταγωγής με τους Αρχαίους
Έλληνες και της αναγωγής της αρχαιότητας σε καίριο κρίκο για την εθνική
αφύπνιση και ολοκλήρωση. Είναι γεγονός ότι η σύνδεση με την αρχαιότητα
έγινε σε πρώτο βαθμό με την εμφάνιση αρχαιοελληνικών ονομάτων στα παιδιά
των Ελλήνων και στα πλοία τους. Επίσης, η συμβολή του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού σ’ αυτήν την κατεύθυνση στάθηκε μεγάλη. Το κίνημα βοήθησε
στη διάδοση των αρχαίων ιδεών με τη μελέτη τους και στην προσπάθεια
μορφοποίησης μιας ελληνικής γλώσσας καθαρής από τις ξένες επιρροές και
κοντινής στην Αρχαία Ελληνική. Αν και οι απόψεις ποικίλουν μεταξύ των
διαφωτιστών, αρχαϊστών και δημοτικιστών, χαρακτηριστική είναι η άποψη
του πλέον μετριοπαθούς Διαφωτιστή, του Αδαμάντιου Κοραή, που πρότεινε τη
μέση οδό και στη γλώσσα. Το σημαντικό στοιχείο είναι η τάση της
απομάκρυνσης από τους συντηρητικούς κύκλους και η συνειδητοποίηση ότι
για την απελευθέρωση είναι απαραίτητη η σύνδεση με τους προγόνους.
Χαρακτηριστική είναι η άποψη των Δημητριέων οι οποίοι προτείνουν την ονομασία Έλληνες εξηγώντας
παράλληλα και την προέλευση των άλλων δύο ονομασιών, Ρωμιών και
Γραικών. Οι Δημητρειείς μιλούν υποτιμητικά για το όνομα Ρωμιός, επειδή
αυτό προέρχεται από τους Ρωμαίους που ήταν τύραννοι της Ελλάδας . Τέλος
είναι και η άποψη του Ρήγα ο οποίος, αν και αναθρεμμένος σε Φαναριώτικο
περιβάλλον, μίλησε για Έλληνες και μία πολυεθνική Ελληνική Δημοκρατία
στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι προφανές ότι μεταξύ των δύο
τελευταίων ονομασιών ενυπάρχει μία συγγένεια, ως προς τις επιδιώξεις
τους. Οι υποστηρικτές των όρων αυτών είναι οι ριζοσπάστες, αυτοί που δεν
αποδέχονται την Αυτοκρατορία και την «Ελέω Θεού» εξουσία. Είναι εκείνοι
που ενστερνίστηκαν και αφομοίωσαν τα διδάγματα των καιρών και έστρεψαν
τις ελπίδες τους στην Ευρώπη και τη Δύση. Εκείνοι που πρώτοι απαίτησαν
πλήρη ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντιμετώπισαν το
Έθνος όχι σαν ποίμνιο, αλλά σαν έθνος που θέλει, και δικαιούται, να
αποφασίζει για την τύχη του. Συμπερασματικά, μέσα στις ιδεολογικές και
πολιτικές ανακατατάξεις της περιόδου τίθενται θεμελιώδη ζητήματα για τον
ελληνισμό. Η περίοδος αυτή είναι από τις πλέον σημαντικές για το λόγο
ότι αποτελεί την απαρχή της εθνικής παλιγγενεσίας και της επιδίωξης για
την απομάκρυνση των Ελλήνων από το πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο είναι η διαμόρφωση της νεοελληνικής
συνείδησης και της εθνικής ταυτότητας. Σ’ αυτήν την περίοδο τίθενται οι
βάσεις για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής γλώσσας και την απαλλαγή της
από τις ξένες προσμείξεις, και της παιδείας αμφότερα στοιχεία ταυτότητας
και διαμόρφωσης του Νεοέλληνα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες θα οδηγήσουν
την ελληνική κοινωνία στην ανάσταση και θα θέσουν τις βάσεις του
Νεοελληνικού Κράτους.
Πηγή:
klik.gr