Το φαινόμενο της εγκατάστασης ελληνικών πληθυσμών στη Δύση και συγκεκριμένα σε Νότιο Ιταλία και Σικελία, ξεκινά τον 8ο αιώνα π.X. κατά την περίοδο του Β Ελληνικού αποικισμού, όταν
Χαλκιδείς και Ερετριείς, στα μέσα του 8ου αιώνα π.X. πραγματοποίησαν από κοινού την αρχαιότερη μετανάστευση στην Δύση αποικίζοντας την νήσοΠιθηκούσες (Ίσχια). Λίγο αργότερα οι Χαλκιδείς περνώντας στην απέναντι ιταλική ακτή ίδρυσαν την Κύμη. Η Χαλκιδο-κυμαική Παρθενόπη, μετέπειταΝεάπολη, ιδρύεται ελάχιστα πιο Νότια. Την ίδια περίοδο έφθασαν Χαλκιδείς από την Εύβοια στις ανατολικές ακτές της Σικελίας οι οποίοι μέσα σε πέντε χρόνια ιδρύουν τη Νάξο και τους Λεοντίνους από το 734 έως το 728π.Χ. Ελάχιστα πιο Βόρεια, Κυμαίοι της Ιταλίας και Χαλκιδείς ιδρύουν τη Ζάγκλη το 720π.X. τη μετέπειτα Μεσσήνη, και στην ακριβώς απέναντι πλευρά, στην Νότια Ιταλική χερσόνησο, ιδρύεται το Ρήγιο.
Χαλκιδείς και Ερετριείς, στα μέσα του 8ου αιώνα π.X. πραγματοποίησαν από κοινού την αρχαιότερη μετανάστευση στην Δύση αποικίζοντας την νήσοΠιθηκούσες (Ίσχια). Λίγο αργότερα οι Χαλκιδείς περνώντας στην απέναντι ιταλική ακτή ίδρυσαν την Κύμη. Η Χαλκιδο-κυμαική Παρθενόπη, μετέπειταΝεάπολη, ιδρύεται ελάχιστα πιο Νότια. Την ίδια περίοδο έφθασαν Χαλκιδείς από την Εύβοια στις ανατολικές ακτές της Σικελίας οι οποίοι μέσα σε πέντε χρόνια ιδρύουν τη Νάξο και τους Λεοντίνους από το 734 έως το 728π.Χ. Ελάχιστα πιο Βόρεια, Κυμαίοι της Ιταλίας και Χαλκιδείς ιδρύουν τη Ζάγκλη το 720π.X. τη μετέπειτα Μεσσήνη, και στην ακριβώς απέναντι πλευρά, στην Νότια Ιταλική χερσόνησο, ιδρύεται το Ρήγιο.
Οι Συρακούσες, πόλη που αργότερα
η ιστορική της διαδρομή θα αποτελέσει τον καταλύτη στις εξελίξεις για
την κυριαρχία στη νήσο της Σικελίας και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή,
ιδρύθηκε από Κορίνθιους πιθανά μαζί με Δωριείς από την Ήλιδα το 756 ή το
733π.Χ. Η πόλη αυτή με την σειρά της ίδρυσε τιςΆκρες το 664π.Χ. τις Κασμένες το 644π.Χ. και την Καμαρίνα το 598π.Χ. στην αρχή μάλλον για να προστατευθεί στα μετόπισθεν της. Στις ανατολικές ακτές της Σικελίας ιδρύθηκε η Κατάνη, από τους Ναξιώτες Σικελίας τον 8ο αιώνα π.Χ. (σημερινή Catania).
Μεγαρείς άποικοι ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα, το 727π.Χ. στις Ανατολικές ακτές της Σικελίας και τον Σελινούντα το 650π.Χ. στο Δυτικό τμήμα του νησιού. Η Γέλα, ιδρύθηκε στην ανατολική Σικελία, το 688π.Χ. από Ρόδιους, Κρήτες και πιθανά αποίκους από την Κνίδο και την Τήλο. Η πόλη του Τάρανταιδρύθηκε το 708π.Χ. από Σπαρτιάτες στη δυτική πλευρά του ακρωτηρίου της Ιαπυγίας.
Η Σύβαρις που ιδρύθηκε το 709π.Χ. μαζί με το Μεταπόντιον το 709-708π.Χ. και τον Κρότωνα το
710π.Χ. στον κόλπο του Τάραντα, λογίζονται ως αποικίες των Αχαιών.
Όμως, στην ίδρυση της Σύβαρης είχαν συμμετάσχει και Τροιζήνιοι που
αργότερα έφυγαν και δημιούργησαν την δική τους πόλη, την Ποσειδωνίατο 670π.Χ. στα παράλια της χώρας των Λευκανών στην νότιο-δυτική ακτή της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Λοκροί ίδρυσαν τους Επιζεφύριους Λοκρούς,
λίγο βορειότερα από το Ρήγιο το 678π.Χ. και αυτή η πόλη δημιούργησε
αποικίες στην άλλη πλευρά της Ιταλίας, προς την Τυρρηνική Θάλασσα, τη Μέδμα, το Μέταυρον και το Ιππώνιον. Ίωνες της Μικράς Ασίας, οι Κολοφώνιοι, ίδρυσαν την Σιρίτιδα – Πολύειο το 675π.Χ. μεταξύ Μεταποντίου και Σύβαρης.
Η διαχρονική εντατικοποίηση του
φαινομένου του ελληνικού αποικισμού στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής
Μεσογείου, οδηγεί τον Πλάτωνα κατά τον 4ο αιώνα π.χ. να
παρομοιάσει την Μεσόγειο ως βάλτο γύρω από τον οποίο οι Έλληνες
βρίσκονται ως μυρμήγκια ή βάτραχοι. Όμως, η εδραίωση των ελληνικών
πληθυσμών στις αποικίες αυτές, ιδιαίτερα σε Σικελία και Νότιο Ιταλία,
δεν αποτέλεσε μια αναίμακτη υπόθεση, καθώς στην αρχή υπάρχουν
συγκρούσεις με γηγενής πληθυσμούς (Ετρούσκους) ενώ στην συνέχεια η
προσπάθεια της Ρώμης να εξασφαλίσει «ζωτικό χώρο» για την επέκταση της,
στα νερά της Μεσογείου, επιφέρει αρχικά την σύγκρουση με τελικό
αποτέλεσμα τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο των αποικιών από την αναδυόμενη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει να περιμένουμε την ανάρρηση
του Ιουστινιανού στον θρόνο του Βυζαντίου (11 Μαΐου 483μ.Χ.) και την
ανακατάληψη των παλαιών εδαφών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την
ταυτόχρονη ένταξη της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας ως επαρχίες του
Βυζαντινού κράτους, για να ξεκινήσουν εκ νέου μετακινήσεις και
εγκαταστάσεις ελληνικών πληθυσμών στις συγκεκριμένες περιοχές. Στην
ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου, εκτός από τον στρατό (που πολέμησε
εκεί κατά τον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Γότθων 535-553) και τους
διοικητικούς υπαλλήλους που έρχονταν από την Μητρόπολη της
αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, για να υπηρετήσουν στην περιοχή,
συνέβαλαν οι μοναχοί και οι προσκυνητές που κατευθύνονταν προς την Ρώμη
και οι πολυάριθμοι ελληνικοί και εξελληνισμένοι πληθυσμοί που
αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από τις παλιές τους εστίες προς την
ασφαλέστερη Ιταλία και οι οποίοι απειλούνταν από εισβολείς στον Ελλαδικό
χώρο, Άβαρες – Σλάβους (τέλη του 6ου αρχές του 7ου αιώνα), και από τις κατακτήσεις των Αράβων στις Ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια του 7ου αιώνα.
Μετά και την υποταγή των Βανδάλων της
Βόρειας Αφρικής το 535, πολλοί Βυζαντινοί στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε
Σικελία και Νότια Ιταλία, καθώς μετά από 20-25 χρόνια στρατιωτικής
υπηρεσίας τους παραχωρούνταν δωρεάν κτήματα προς εκμετάλλευση,
ενισχύοντας έτσι τους αρχικούς ελληνικούς πληθυσμούς. Η υπαγωγή της
Σικελίας στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως περί το 751 – 754,
οδήγησε στην ενίσχυση των δεσμών με την πρωτεύουσα πόλη της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
Η διείσδυση των Σλάβων σε περιοχές της
Ελλάδας έχει ως αποτέλεσμα την μετακίνηση και καταφυγή ελληνικών
πληθυσμών και στην Καλαβρία. Το ελληνικό στοιχείο ενισχύθηκε περαιτέρω
από μεταναστεύσεις εικονολατρών κατά την περίοδο της εικονομαχίας,
ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο 726 – 787. Οι μεταναστεύσεις αυτές
ανανέωσαν τους στενούς δεσμούς του ελλαδικού χώρου με την κάτω Ιταλία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, περί τα μέσα του 8ου αιώνα η Καλαβρία υπήχθη και αυτή στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Το Οτράντο (αρχαία ελληνική
αποικία με το όνομα Υδρούς) ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 546, ενώ
το 548 αποβιβάστηκαν εκεί πολυάριθμες ενισχύσεις από την
Κωνσταντινούπολη. Η πόλη αυτή θα αποτελέσει το κυριότερο σημείο
επιβίβασης και αποβίβασης των ανατολικών στρατευμάτων (1).
Στα Βορειοδυτικά του Οτράντο, στην Τυρρηνική θάλασσα, βρίσκεται η Napoli(Νεάπολη) η
οποία αποτέλεσε Βυζαντινό δουκάτο από το 661 έως το 755, ενώ όπως
δείχνουν τα ονόματα τους (Βασίλειος, Θεοφύλακτος, Κοσμάς, Στέφανος,
Θεοδόσιος, Θεόδωρος κ.α.) αυτοί που ασκούσαν τη διοίκηση του δουκάτου
ήταν Έλληνες που πιθανά στάλθηκαν από το Βυζάντιο.
Στη Ρώμη, έκφραση του Βυζαντινού πολιτισμού αποτελεί η ίδρυση πολλών μονών στην διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα. Είναι η περίοδος της Εικονομαχικής έριδας όπου πολλοί εικονόφιλοι μοναχοί έρχονται στην Ρώμηκαι δίνουν μια νέα ώθηση στον Βυζαντινό μοναχισμό. Οι ελληνόφωνες μονές της Ρώμης αρχίζουν να παρακμάζουν κατά τον 9ο αιώνα.
Έντονη είναι η παρουσία του ελληνικού στοιχείου και στην Ραβέννα, πρωτεύουσα του ομώνυμου εξαρχάτου. Σύμφωνα με δημογραφικές μελέτες του ιστορικού ANDREGUILLOU, στα τέλη του 6ου αιώνα
το 43% του συνολικού πληθυσμού αποτελείται από Ανατολίτες (Έλληνες,
αλλά και Αρμένιοι – Σύριοι). Ένα σημαντικό μέρος αυτού του πληθυσμού
αποτελείται από στρατιώτες που πολέμησαν τους Γότθους αλλά και από
πολιτικό προσωπικό που μετανάστευσε στη Ραβέννα για να καλύψει τις
εκτεταμένες ανάγκες της διοίκησης του Εξαρχάτου. Η πόλη αυτή αποτέλεσε
την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Ιταλίας, όπως και το πολεμικό της λιμάνι Κλάσσιο. Από τον 5ο έως τον 8ο αιώνα
ο λαμπρός πολιτισμός που αναπτύσσεται στη Ραβέννα, (χαρακτηριστικό
δείγμα τα ψηφιδωτά στην εκκλησία του Αγίου Βιταλίου που απεικονίζουν τον
Ιουστινιανό και την Θεοδώρα), θα έχει σημαντική επίδραση στην τέχνη της
Ιταλίας (2).
Εικοσιοκτώ αιώνες αργότερα από την
απαρχή του Β̒ Ελληνικού αποικισμού στις περιοχές αυτές, ελληνόφωνοι
πληθυσμοί συνεχίζουν να υπάρχουν στην χερσόνησο του Σαλέντο, στην Κάτω
Ιταλία. Βεβαίως, οι σημερινοί κάτοικοι των ελληνόφωνων περιοχών δεν
προέρχονται από την αρχαιότητα. Η προέλευση τους ανάγεται στην εποχή του
Βυζαντίου. Τα ελληνόφωνα χωριά στηGreciaSallentina είναι
τα εξής: Calimera (Καλημέρα), Martano (Μαρτάνο), Martignano
(Μαρτινιάνο), Melpignano (Μελπινιάνο), Corigliano d’ Otranto (Κοριλιάνο
του Οτράντο), Castrignano dei Greci (Καστρινιάνο ντεϊ Γκρετσι), Soleto
(Σολέτο), Sternatia (Στερνατία), Zollino (Τζολίνο).(3)
(1), (2) : ANDREGUILLOU: Ο Βυζαντινός πολιτισμός, κεφάλαιο Β: «Περιφέρειες και τοπία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
(3) ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΑΙΜΑΚΗ: Η Ελλάδα του Σαλέντο, εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου