Διψώντας, πάντως, για γνώση, γράφεται σε νυχτερινό σχολείο για εμποροϋπαλλήλους – στη διάρκεια της ζωής του θα αποκτήσει δύο πανεπιστημιακά διπλώματα, ένα στα 45 και το άλλο στα 83 του χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας αρχίζει να δουλεύει πλασιέ με το ποδήλατό του, προμηθεύοντας με μικροπράγματα τα περίπτερα.
Ο νεαρός θα γοητευτεί από ένα περίπτερο στα Χαυτεία, το Μινιόν (από το ομηρικό «μινύος» που σημαίνει πολύ μικρός), το οποίο διέφερε από τα υπόλοιπα, αφού διέθετε μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στυλό, γυαλιά, είδη καπνού και μια σειρά από χρηστικά μικροαντικείμενα. Κάπου εδώ ξεκινάει η επιχειρηματική δράση του Γεωργακά, ο οποίος πείθει τον ιδιοκτήτη του Μινιόν, Άγγελο Σεραφειμίδη, άρτι αφιχθέντα από την Αμερική, να συνεταιρισθούν.
Οι δύο συνεταίροι υιοθετούν πρωτοποριακές πρακτικές για να προσελκύσουν πελατεία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε αρκετά αργότερα ο Γεωργακάς στην αυτοβιογραφία του: «Πουλούσαμε πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία.
Φθάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!». Σύντομα θα ανοίξουν ένα ακόμη περίπτερο και λίγο αργότερα το πρώτο τους κατάστημα, στα Χαυτεία. Μετά τον πόλεμο, οι δύο συνεταίροι είναι πια έτοιμοι για το μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το 1944 το Μινιόν, στην Πατησίων. Όμως ο Γεωργακάς θα μείνει μόνος, αφού ο Σεραφειμίδης αποχωρεί από την εταιρεία και αναχωρεί στην Αμερική. Αυτό, βέβαια, δεν θα πτοήσει τον φιλόδοξο επιχειρηματία, ο οποίος σύντομα θα ξεδιπλώσει το επιχειρηματικό του ταλέντο.
Παρά τη λεηλασία του καταστήματός του από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, την εμφάνιση, ακριβώς απέναντι, του πρώτου ανταγωνιστή, του «Μπιζού», το οποίο αντιγράφει τις μεθόδους του Μινιόν, αλλά και την προσπάθεια σπίλωσης του προσώπου του με την κατηγορία της προδοσίας, ο Γεωργακάς θα συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο του. Ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών και εισαγωγής ξένων προϊόντων, ενώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '50 θα αγοράσει ένα δεκαώροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια, και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του.Η δικτατορία βρίσκει το Μινιόν να είναι το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας και με σημαντική κερδοφορία. Όντας δημοκράτης, ο ιδρυτής του, τις ημέρες του Πολυτεχνείου, προσφέρει καταφύγιο σε δεκάδες φοιτητές που προσπαθούν να ξεφύγουν τη σύλληψη, δίνοντάς τους να φορέσουν ρούχα υπαλλήλων του καταστήματος. Τη δεκαετία του '70, το Μινιόν έχει πια μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύγχρονο πολυκατάστημα, το ενδέκατο μεγαλύτερο σε μέγεθος σε όλη την Ευρώπη, με ετήσιες πωλήσεις που προσεγγίζουν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές. Αναδεικνύεται σε σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας, όπου κάποιος θα μπορούσε να βρει –σε προσιτές τιμές- από καρφίτσες και τρόφιμα μέχρι ηλεκτρονικά και αυτοκίνητα, ενώ αναμφίβολα καταφέρνει να συνδεθεί με τις ομορφότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τις γιορτές πλήθος κόσμου συρρέει για να φωτογραφηθεί με τον Άγιο Βασίλη, αλλά και να γνωρίσουν τον ευγενέστατο κύριο, τον ίδιο τον ιδρυτή, που ήταν πάντα εκεί μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά.
Βέβαια, για να τα καταφέρει όλα αυτά, ο Γεωργακάς είχε αποδείξει ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Δεν ήταν τυχαίο ότι το Μινιόν ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, κατήργησε τα παζάρια θέτοντας καθορισμένες τιμές, καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, εγκατέστησε κυλιόμενες σκάλες, χρησιμοποίησε Η/Υ, εισήγαγε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου, εγκατέστησε κλιματιστικό και λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του κομμωτήριο, καφετέρια, εστιατόριο, μπαρ, ακόμα και ταξιδιωτικό γραφείο.
Όμως, η επιτυχία του Μινιόν και του ιδρυτή του κάποια στιγμή θα έφθανε στα όριά της. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 1980, όταν ένας εμπρησμός θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την πτώση του ιστορικού ονόματος.Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, εκείνης της Παρασκευής, ακούγονται εκρήξεις και τα πολυκαταστήματα τυλίγονται στις φλόγες, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες.
Η πυρκαγιά ξεκινά από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονται τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαιώνει ότι πρόκειται για εμπρησμό.
Η ηλεκτροδότηση στην περιοχή της Ομόνοιας διακόπτεται, καθώς κατέρρευσαν οι κολώνες της ΔΕΗ μπροστά στα δύο καταστήματα. Σαράντα δύο οχήματα με 135 άνδρες της πυροσβεστικής και όλοι οι μαθητές της Πυροσβεστικής σχολής καταφθάνουν στο σημείο, όμως η καταστροφή είναι εκτεταμένη. Από το «Μινιόν» έχει απομείνει μόνο ο σκελετός του κτιρίου ενώ το «Κατράντζος» καταρρέει. Η πυροσβεστική υπολογίζει ότι οι ζημίες ανέρχονται στα δύο δισ. δραχμές.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου από την αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου ενώ το ΚΚΕ μιλά για «σκοτεινή υπόθεση». Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, που λίγες ώρες πριν από την πυρκαγιά υπερασπιζόταν στη Βουλή τον πρώτο και τελευταίο προϋπολογισμό της πρωθυπουργικής του θητείας, απαντά στον Ανδρέα Παπανδρέου μιλώντας για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος» ενώ ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Με προκήρυξη που έφτασε μέσω ταχυδρομείου στις εφημερίδες, στις 22 Δεκεμβρίου, η οργάνωση-φάντασμα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού. Μεταξύ άλλων, στην προκήρυξη αναφερόταν ότι «κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται της ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια». Η καταστροφή είναι ολοσχερής, πάνω από δύο δισεκατομμύρια υπολογίστηκαν οι ζημιές, όμως ο Γεωργακάς αρνείται να κηρύξει πτώχευση και ξαναφτιάχνει το «παιδί του» με τη βοήθεια των υπαλλήλων του και την αμέριστη αγάπη του κόσμου.
Το νέο Μινιόν σε χρόνο ρεκόρ θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του, όμως τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Το 1983 περνάει στα χέρια τού κράτους, αφού εντάχθηκε στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», όμως εξακολουθεί να παραμένει στάσιμο σε μια εποχή όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, καθώς κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα shop in shop καταστήματα, που σύντομα θα άλλαζαν την εικόνα του λιανεμπορίου. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Γεωργακάς, μαζί με μια ομάδα επιχειρηματιών, αποκτά ξανά, το 1991, τον έλεγχο του «παιδιού» του. Ένα χρόνο μετά, όμως, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά και σε προχωρημένη ηλικία, στα 79 του, αποφασίζει να αποχωρήσει πουλώντας το μερίδιό του. Το Μινιόν, που πλέον αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αρχίζει να απευθύνεται σε ένα διαφοροποιημένο κοινό, με ελαφρώς αυξημένες τιμές.
Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα πιο φθηνά καταστήματα, κυρίως τον Λαμπρόπουλο, και έχοντας να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσμενείς καταστάσεις, όπως προβλήματα ρευστότητας, κακές σχέσεις με προμηθευτές, αλλά και την αποκάλυψη κυκλώματος εκβιασμών, που λειτουργούσε στον ημιώροφο του κτιρίου, το «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα», που στην εποχή της ακμής του θα απασχολούσε 1.000 υπαλλήλους και θα διέθετε 120.000 διαφορετικά είδη, θα έβαζε λουκέτο το 1998.Αν και σήμερα το Μινιόν αναμένεται να ανοίξει ξανά τις πόρτες του, ο ιδρυτής του, ο Ιωάννης Γεωργακάς, δεν θα είναι εκεί για να το δει. Ο σκαπανέας του ελληνικού εμπορίου, ο επιχειρηματίας που μόχθησε ως το τέλος της ζωής του και επέδειξε κοινωνική ευαισθησία και ήθος, σπάνια χαρίσματα στην εποχή μας, απεβίωσε το 2002 σε ηλικία 90 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου