Αστυνομία και Χωροφυλακή είχαν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, ώστε να τον βρουν ζωντανό ή νεκρό. Σκοπός τους ήταν να αποκαλυφθεί αν ο εξαφανισμένος Αμβροσιάδης ήταν ένας μικροαπατεώνας ή το τραγικό θύμα του πλουτοφόρου μυστικού του. Η αλλόκοτη αυτή ιστορία ξεκίνησε στα τέλη του 1936, όταν αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα προς τις Αρχές και τον Τύπο ανέφεραν ότι δύο νέοι χωρικοί, ο Α. Αμβροσιάδης και ο Ν. Φουρτουνόπουλος ή Φωτεινόπουλος, παρουσιάστηκαν στους αρμόδιους της Θεσσαλονίκης και τους εξομολογήθηκαν πως ήταν κάτοχοι ενός αληθινά μυθικού μυστικού, που ελλόχευε στο ‘Όρος των Θεών, στον Όλυμπο.
Συγκεκριμένα, ο Αμβροσιάδης τόνιζε ότι είχε βρεθεί πάνω στον Όλυμπο και κάπου εκεί κοντά, όπου η παράδοση τοποθετούσε τον Θρόνο του νεφεληγερέτη Δία, προέβη σε μια συνταρακτική ανακάλυψη. Βρέθηκε, λοιπόν, τυχαία μπροστά σε ένα σπήλαιο, του οποίου το ελικοειδές άνοιγμα καλυπτόταν από πυκνές συστάδες θάμνων.
Έτσι, όταν μπήκε στο εσωτερικό του, για να προφυλαχτεί από τη βροχή και τη θύελλα, συνάντησε ένα απίστευτο θέαμα.
Το εσωτερικό του σπηλαίου έλαμπε ολόκληρο από χρυσάφι και μάρμαρο. Τα τοιχώματά του και το πάτωμά του ήταν ντυμένα από κατάλευκο μάρμαρο, ενώ υπήρχαν αποτεθειμένα χρυσά και χάλκινα αγάλματα, περικεφαλαίες, σπαθιά πολεμιστών και μύρια άλλα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής εποχής. Υπήρχαν ακόμη ολόχρυσες πολυθρόνες, τρίποδα και έδρανα.
Έτσι, όταν μπήκε στο εσωτερικό του, για να προφυλαχτεί από τη βροχή και τη θύελλα, συνάντησε ένα απίστευτο θέαμα.
Το εσωτερικό του σπηλαίου έλαμπε ολόκληρο από χρυσάφι και μάρμαρο. Τα τοιχώματά του και το πάτωμά του ήταν ντυμένα από κατάλευκο μάρμαρο, ενώ υπήρχαν αποτεθειμένα χρυσά και χάλκινα αγάλματα, περικεφαλαίες, σπαθιά πολεμιστών και μύρια άλλα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής εποχής. Υπήρχαν ακόμη ολόχρυσες πολυθρόνες, τρίποδα και έδρανα.
Αμβροσιάδης (αριστερά) – Φουρτουνόπουλος (δεξιά)Το σπήλαιο ήταν χωρισμένο σε δύο διαμερίσματα. Στο δεύτερο, που ήταν προφανώς το “άδυτον” των αρχαίων, περιείχε τα πλέον βαρύτιμα αντικείμενα. Με υπομονή, ο νεαρός Αμβροσιάδης ανέφερε ότι μεταξύ των άλλων, περισσότερο τον είχαν εντυπωσιάσει τα εξής περιεχόμενα του σπηλαίου:
1) Ένα χάλκινο άγαλμα αρχαίου οπλίτη σε φυσικό μέγεθος. 2) Ένα μαρμάρινο άγαλμα ανδρός πεσμένο καταγής και θραυσμένο στη μέση.
3) Τρία πελώρια μεταλλικά κιβώτια σφραγισμένα με άγνωστο περιεχόμενο.
4) Ένα χάλκινο καζάνι, δύο λεκάνες και αρκετά μεταλλικά πιάτα.
5) Τέσσερις περικεφαλαίες χρυσές ή επίχρυσες.
6) Μια τεράστια μαρμάρινη τράπεζα στο μέσον του χώρου, με δύο μαρμάρινες πολυθρόνες. Πάνω στο τραπέζι, βρισκόταν μια μεγάλη μεταλλική σφαίρα, ενώ στο μπροστινό μέρος της μίας πολυθρόνας ήταν χαραγμένα γράμματα.
7) Διάφορα τόξα και βέλη.
Στο μικρότερο δωμάτιο παρατήρησε τα εξής:
1) Ένα μαρμάρινο ζαρκάδι κι ένα ελάφι.
2) Ένα μαρμάρινο άγαλμα, το οποίο παρίστανε έναν πωγωνοφόρο γέροντα, που βαστούσε στο ένα χέρι του ραβδί.
3) Ένα μαρμάρινο άγαλμα γυναίκας, η οποία θήλαζε ένα βρέφος.
4) Ένα μεγάλο άγαλμα, που παρίστανε έναν άντρα να παλεύει με ένα θηρίο, πιθανώς τίγρη, που του δάγκωνε το πόδι.
5) Διάφορα αγαλμάτια ατελή και κομμάτια μαρμάρων, σκορπισμένα και στα δύο διαμερίσματα του σπηλαίου.
Επομένως, με την αναφορά αυτή, που είχε κάνει ο Αμβροσιάδης στις αρμόδιες Αρχές της Θεσσαλονίκης, διατάχθηκε ο εκεί Έφορος Αρχαιοτήτων, κύριος Κοτζιάς, μαζί με τον Φουρτουνόπουλο, να μεταβούν στην περίφημη αυτή σπηλιά του Ολύμπου, τη φερόμενη ως κατάμεστη από αμύθητους θησαυρούς.
Διοργανώθηκε αμέσως, λοιπόν, αποστολή, με αρχηγούς τους δύο νεαρούς φίλους, η οποία, όμως, δεν κατέστη δυνατόν να προσεγγίσει το υποδειχθέν σημείο. Ήταν τότε Δεκέμβριος του 1936 και το χιόνι, που έπεφτε ατελείωτο και πυκνό, είχε φράξει τα περάσματα στο Όρος των Θεών. Έτσι, η αποστολή αναγκάστηκε να διακόψει την προσπάθεια.
Επειδή, όμως, ο Αμβροσιάδης έδινε την εντύπωση στους Αστυνομικούς του ειλικρινούς και τίμιου ανθρώπου και επειδή δεν ήθελαν να πέσει θύμα επίδοξων αρχαιοκαπήλων, που θα ήθελαν να του αποσπάσουν το πλουτοφόρο μυστικό του, τον απέστειλαν στην Αθήνα μαζί με τον Φουρτουνόπουλο, ώστε να τους προφυλάξουν.
Τοποθετήθηκαν, μάλιστα, στην υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, που ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για το σπήλαιο, ως ημερομίσθιοι εργάτες των αμερικανικών ανασκαφών. Θα παρέμεναν εκεί εργαζόμενοι μέχρι το τέλος της άνοιξης του 1937, οπότε και τα χιόνια στον Όλυμπο θα έλιωναν και θα απελευθερώνονταν οι δίοδοι. Τότε, μια νέα αποστολή θα προσπαθούσε να εντοπίσει τους αμύθητους εκείνους θησαυρούς.
Αλλά, ενώ όλα είχαν ρυθμιστεί καλά, γύρω στα μέσα του Μαΐου, ο Αμβροσιάδης εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Δεν ξαναφάνηκε στο μικρό παράπηγμα, που του είχε παραχωρήσει η Υπηρεσία Ανασκαφών. Δύο μόλις ημέρες αργότερα, χάθηκαν τα ίχνη και του Φουρτουνόπουλου, που μοιράζονταν το ίδιο παράπηγμα.
Και οι δύο αυτές εξαφανίσεις γνωστοποιήθηκαν ευθύς στο Υπουργείο Παιδείας και αμέσως ειδοποιήθηκε η Γενική Ασφάλεια, ώστε να εξεταστούν όλα τα ενδεχόμενα.
Από την αρχή εκφράστηκαν υπόνοιες μήπως ο άφαντος Αμβροσιάδης είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας, λόγω του βαρύτιμου μυστικού του. Μήπως, δηλαδή, τον είχαν απαγάγει αρχαιοκάπηλοι, ώστε να τους οδηγήσει στο σπήλαιο των θησαυρών και κατόπιν, τον φόνευσαν.
Η Γενική Ασφάλεια κινήθηκε στοχευμένα και συστηματικά και σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, κατόρθωσαν μετά από πολύμηνη αναζήτηση να βρουν τον Φουρτουνόπουλο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του κατά τις ανακρίσεις, παραδέχτηκε ότι είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει λάθρα την Αθήνα, διότι φοβούνταν για τη ζωή του.
Έτρεμε στην ιδέα μήπως είχε την ίδια μοίρα με τον εξαφανισμένο Αμβροσιάδη, για τον οποίο πίστευε ακραδάντως ότι είχε πέσει θύμα κακοποιών, που μάλλον τους γνώριζε καιρό, καθώς λίγες ημέρες πριν εξαφανιστεί, φαινόταν φανερά ανήσυχος.
Έτρεμε στην ιδέα μήπως είχε την ίδια μοίρα με τον εξαφανισμένο Αμβροσιάδη, για τον οποίο πίστευε ακραδάντως ότι είχε πέσει θύμα κακοποιών, που μάλλον τους γνώριζε καιρό, καθώς λίγες ημέρες πριν εξαφανιστεί, φαινόταν φανερά ανήσυχος.
Τέλος, ο Φουρτουνόπουλος αποκάλυψε ότι ποτέ του δεν είχε δει με τα μάτια του το σπήλαιο των αμύθητων θησαυρών του Ολύμπου, αλλά ήθελε απλώς να μοιραστεί τη δόξα και τα εύρετρα με τον Αμβροσιάδη, στον οποίο, όπως σημείωνε, είχε τυφλή εμπιστοσύνη για τους ισχυρισμούς του, καθώς ήταν ένας καλός και τίμιος άνθρωπος.
Γενικώς, πιστευόταν ότι ο Αμβροσιάδης απήχθη από απηνείς κι ανελέητους αρχαιοκάπηλους, που αφού απέσπασαν το πολύτιμο μυστικό του και υφάρπαξαν τους μοναδικούς εκείνους θησαυρούς της Αρχαιότητας, στη συνέχεια τον δολοφόνησαν.
Βέβαια, υπήρχαν και εκείνοι, που υποπτεύονταν ότι ο Αμβροσιάδης είχε ξεφουρνίσει στις Αρχές ένα “παραμύθι” και από τότε κρυβόταν, για να γλιτώσει πολύμηνη φυλάκιση. Αλλά, ποιο το όφελος να σκαρφιστεί ένα τέτοιο μύθευμα; Έμελλε να αποδειχτεί από τις αδιάκοπες έρευνες των Αρχών…
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, στις 10/10/1937…
πηγές:
εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, 10/10/1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου