Η τριήρης ήταν το επιστέγασμα της εξελιγμένης ναυπηγικής τεχνογνωσίας των αρχαίων Κορινθίων, αλλά και του συνόλου της τεχνογνωσίας και τεχνολογίας.
Η τέλεια υδροδυναμική κατασκευή της Τριήρους (αξεπέραστη σχεδόν έως σήμερα), εκτός από ένα πολύ όμορφο πλοίο, την καθιστούσε όπλο τεχνολογικής αιχμής και κατά συνέπειαν δε βασικότατο παράγοντα για την επικράτηση του Ελληνισμού επί των Περσών και των Φοινίκων αντιπάλων του στον ευρύτερο χώρο τής Μεσογείου και για την εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου.
Η τριήρης ονομάστηκε έτσι επειδή ο εφευρέτης της, ο Κορίνθιος Αμεινοκλής, τοποθέτησε έναν τρίτο πάγκο κωπηλασίας. Επρόκειτο για τον «εξωστάτη», όχι στην ίδια κάθετη γραμμή με τους άλλους δυο, παρά με αισθητή απόκλιση προς τα έξω (πρόβολος), δίνοντας πρόσθετη δύναμη μοχλού στα κουπιά του πάγκου αυτού.
Η τοποθέτηση των κωπηλατών κατ’ αυτόν τον τρόπο αύξησε τον συνολικό αριθμό τους, επαυξάνοντας κατά συνέπεια την προωστήρια δύναμη του σκάφους χωρίς να αυξηθεί αισθητό το μήκος του, το οποίο έφθασε τα 35 μ. περίπου με πλάτος 5,20 μ. Έτσι, η τριήρης ήταν γρήγορη, εξαιρετικό γρήγορη, για δυο λόγους: επειδή το μακρύ και στενό σκαρί της παρουσίαζε την μικρότερη δυνατή αντίσταση στα κύματα. Και επειδή η ελαφρά της κατασκευή (70 τ. περίπου) και ο αριθμός των κωπηλατών της δημιουργούσε βύθισμα μόλις στο 60% τής αντίστοιχης τιμής μίας σύγχρονης αγωνιστικής οκτακώπου.
Η τέλεια υδροδυναμική κατασκευή της Τριήρους (αξεπέραστη σχεδόν έως σήμερα), εκτός από ένα πολύ όμορφο πλοίο, την καθιστούσε όπλο τεχνολογικής αιχμής και κατά συνέπειαν δε βασικότατο παράγοντα για την επικράτηση του Ελληνισμού επί των Περσών και των Φοινίκων αντιπάλων του στον ευρύτερο χώρο τής Μεσογείου και για την εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου.
Η τριήρης ονομάστηκε έτσι επειδή ο εφευρέτης της, ο Κορίνθιος Αμεινοκλής, τοποθέτησε έναν τρίτο πάγκο κωπηλασίας. Επρόκειτο για τον «εξωστάτη», όχι στην ίδια κάθετη γραμμή με τους άλλους δυο, παρά με αισθητή απόκλιση προς τα έξω (πρόβολος), δίνοντας πρόσθετη δύναμη μοχλού στα κουπιά του πάγκου αυτού.
Η τοποθέτηση των κωπηλατών κατ’ αυτόν τον τρόπο αύξησε τον συνολικό αριθμό τους, επαυξάνοντας κατά συνέπεια την προωστήρια δύναμη του σκάφους χωρίς να αυξηθεί αισθητό το μήκος του, το οποίο έφθασε τα 35 μ. περίπου με πλάτος 5,20 μ. Έτσι, η τριήρης ήταν γρήγορη, εξαιρετικό γρήγορη, για δυο λόγους: επειδή το μακρύ και στενό σκαρί της παρουσίαζε την μικρότερη δυνατή αντίσταση στα κύματα. Και επειδή η ελαφρά της κατασκευή (70 τ. περίπου) και ο αριθμός των κωπηλατών της δημιουργούσε βύθισμα μόλις στο 60% τής αντίστοιχης τιμής μίας σύγχρονης αγωνιστικής οκτακώπου.
Η τριήρης διέθετε 170 κουπιά εν συνόλω, με έναν κωπηλάτη σε κάθε κουπί, τα οποία ήσαν κατανεμημένα ως εξής: στην κάθε πλευρό 31 κουπιό εχείριζαν (= κινουσαν) οι «θρανίτες ερέτες» (= κωπηλάτες), 27 οι «ζυγίτες», και άλλα 27 οι «θαλαμίτες».
Για την πηδαλιούχηση, ήσαν τοποθετημένα στην πρύμνη, ένα σε έκαστη πλευρό της, δυο πλατιά κουπιά που τα χειριζόταν ο πηδαλιούχος.
Για την ιστιοπλοΐα, το πλοίο είχε έναν κύριον ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί, τον «μέγα», και άλλον έναν, αισθητό μικρότερον, κοντά στην πλώρη, τον «ακάτιο». Τα Πανιά αυτά αφαιρούντο κατά την διάρκεια των ναυμαχιών.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, οι τριήρεις εβάφοντο κόκκινες. Μερικές όμως εβάφοντο κυανές (= βαθυγάλανες) στην πλώρη αποκαλούμενες «κυανόπρωρες». Το χαρακτηριστικό για τα αρχαία Ελληνικό πλοία μάτι, που ζωντάνευε το πλοίο, είχε μαύρο περίγραμμα και λευκό εσωτερικά και σχεδόν πάντα ήταν μαρμάρινο.
Κάθε πόλη είχε τον δικό της πρυμναίο διάκοσμο.
Τα πανιά είχαν λευκό χρώμα, αρκετές φορές όμως βάφονταν φαιά (= γκρίζα).
Το βασικό όπλο της τριηρους ήταν το κατασκευασμένο από ορείχαλκο (= μπρούντζος) η σιδηρό έμβολο τριών συνήθως αιχμών, τοποθετημένο στο επίπεδο της ισάλου γραμμής στην πρύμνη.
Σχηματιζόταν από την προέκταση των δοκαριών του σκελετού ώστε να είναι ενσωματωμένο στην δομή του σκάφους. Με το σύστημα αυτό αυξανόταν η ισχύς του εμβολισμού και διαχεόταν η δύναμη της πρόσκρουσης αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου εξαλειφόταν πρακτικά ο κίνδυνος αποκόλλησης του μετά η κατά τον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βύθιση και την ίδια την επιτιθεμένη τριήρη.
Για την πηδαλιούχηση, ήσαν τοποθετημένα στην πρύμνη, ένα σε έκαστη πλευρό της, δυο πλατιά κουπιά που τα χειριζόταν ο πηδαλιούχος.
Για την ιστιοπλοΐα, το πλοίο είχε έναν κύριον ιστό με μεγάλο τετράγωνο πανί, τον «μέγα», και άλλον έναν, αισθητό μικρότερον, κοντά στην πλώρη, τον «ακάτιο». Τα Πανιά αυτά αφαιρούντο κατά την διάρκεια των ναυμαχιών.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, οι τριήρεις εβάφοντο κόκκινες. Μερικές όμως εβάφοντο κυανές (= βαθυγάλανες) στην πλώρη αποκαλούμενες «κυανόπρωρες». Το χαρακτηριστικό για τα αρχαία Ελληνικό πλοία μάτι, που ζωντάνευε το πλοίο, είχε μαύρο περίγραμμα και λευκό εσωτερικά και σχεδόν πάντα ήταν μαρμάρινο.
Κάθε πόλη είχε τον δικό της πρυμναίο διάκοσμο.
Τα πανιά είχαν λευκό χρώμα, αρκετές φορές όμως βάφονταν φαιά (= γκρίζα).
Το βασικό όπλο της τριηρους ήταν το κατασκευασμένο από ορείχαλκο (= μπρούντζος) η σιδηρό έμβολο τριών συνήθως αιχμών, τοποθετημένο στο επίπεδο της ισάλου γραμμής στην πρύμνη.
Σχηματιζόταν από την προέκταση των δοκαριών του σκελετού ώστε να είναι ενσωματωμένο στην δομή του σκάφους. Με το σύστημα αυτό αυξανόταν η ισχύς του εμβολισμού και διαχεόταν η δύναμη της πρόσκρουσης αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου εξαλειφόταν πρακτικά ο κίνδυνος αποκόλλησης του μετά η κατά τον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βύθιση και την ίδια την επιτιθεμένη τριήρη.
Για να εξαλειφθεί και ο κίνδυνος βαθειάς εισχώρησης του εμβόλου στο εχθρικό πλοίο τόσο ώστε να μην μπορεί να αποκολληθεί με ανάστροφη κωπηλασία, τοποθετήθηκε στο σημείο της στείρας (= κοράκι της πλώρης) όπου έσμιγαν οι επωτίδες (= οριζόντια σανίδια στις πλευρές της τριηρους, τα οποία καταλήγουν στη στείρα και τα οποία δέχονται την τρομακτική πίεση απ’ την σύγκρουση η οποία λαμβάνει χωρά κατά τον εμβολισμό) το προεμβόλιον.
Με το έμβολο σαν κύριο όπλο, ο σχηματισμός μάχης είχε κυρτή η κoίλη γραμμή προ τον εχθρό, όπου οι τριήρεις παρετάσσοντο κατά μέτωπον.
Εκτός του εμβόλου, ο οπλισμός της τριηρους περιελάμβανε εκηβόλα όπλα (τόξα, δόρατα, ακόντια, σφενδόνες) τα οποία χειρίζονταν οι ψιλοί και οι επιβάτες, ενώ κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα προστίθενται οι δελφίνες (= αιχμηρά και βαριά μεταλλικά κομμάτια, τα οποία κρεμούσαν από τις κεραίες κι εξαπέλυαν στο κατάστρωμα των εχθρικών, το οποίο και διατρυπούσαν, φτάνοντας έως το κύτος) και ο καταπέλτης.
Η τριηρης, σε κανονικό ταξίδι χωρίς στάση και χρησιμοποίηση πανιού, μπορούσε ν’ αναπτύξει μέση ταχύτητα 8 περίπου κόμβων, καθιστάμενη δύο φορές ταχύτερη από την μεταγενέστερη ρωμαϊκή γαλέρα. Η ταχύτητα αυτή επιτυγχανόταν με την συντονισμένη κωπηλασία των ερετών, οι οποίοι εχείριζαν βάσει των εξής παραγγελμάτων του Κελευστή:
Η ανώτατη ταχύτητα τής τριήρους αναπτυσσόταν κατά τούς ελιγμούς στη ναυμαχία και ιδιαίτερα όταν το σκάφος εφορμούσε για εμβολισμό, οπότε έφτανε τούς 12 κόμβους (περίπoυ 20 χλμ την ώρα).
Ο τρόπος ναυπηγήσεως τής τριήρους της επέτρεπε Κάθε είδους ελιγμό: να κινηθεί προς τα εμπρός και προς τα πίσω, να σταματήσει, να στραφεί αριστερά – δεξιά, να εκτελέσει στροφές εξαιρετικά μικρής ακτίνας, σχεδόν-επιτόπιες. Παράλληλα, χάρη στο μικρό της βύθισμα, η τριηρης εκινείτο με άνεση και χάρη στα αβαθή νερά, προσέγγιζε χωρίς δυσκολία ακτές κάθε μορφολογίας, έβγαινε δίχως ιδιαίτερο κόπο στη στεριά, και πραγματοποιούσε πολύ εύκολα ελιγμούς σε στενές θάλασσες.
Η κορυφαία στιγμή για την τριήρη ήταν η ναυμαχία τής Σαλαμίνας την 22α (κατ’ άλλους 28η η 29η) Σεπτεμβρίου τού 480 π.χ., οπότε 370 περίπου Ελληνικές τριήρεις κατατρόπωσαν τον τεράστιο περσοφοινικικό στόλο και έδιωξαν οριστικά απ’ την Ελλάδα τους Πέρσες.
Κος Παρασκευάς Νταβαρίνος.
Αρχαιολόγος
Με το έμβολο σαν κύριο όπλο, ο σχηματισμός μάχης είχε κυρτή η κoίλη γραμμή προ τον εχθρό, όπου οι τριήρεις παρετάσσοντο κατά μέτωπον.
Εκτός του εμβόλου, ο οπλισμός της τριηρους περιελάμβανε εκηβόλα όπλα (τόξα, δόρατα, ακόντια, σφενδόνες) τα οποία χειρίζονταν οι ψιλοί και οι επιβάτες, ενώ κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα προστίθενται οι δελφίνες (= αιχμηρά και βαριά μεταλλικά κομμάτια, τα οποία κρεμούσαν από τις κεραίες κι εξαπέλυαν στο κατάστρωμα των εχθρικών, το οποίο και διατρυπούσαν, φτάνοντας έως το κύτος) και ο καταπέλτης.
Η τριηρης, σε κανονικό ταξίδι χωρίς στάση και χρησιμοποίηση πανιού, μπορούσε ν’ αναπτύξει μέση ταχύτητα 8 περίπου κόμβων, καθιστάμενη δύο φορές ταχύτερη από την μεταγενέστερη ρωμαϊκή γαλέρα. Η ταχύτητα αυτή επιτυγχανόταν με την συντονισμένη κωπηλασία των ερετών, οι οποίοι εχείριζαν βάσει των εξής παραγγελμάτων του Κελευστή:
Η ανώτατη ταχύτητα τής τριήρους αναπτυσσόταν κατά τούς ελιγμούς στη ναυμαχία και ιδιαίτερα όταν το σκάφος εφορμούσε για εμβολισμό, οπότε έφτανε τούς 12 κόμβους (περίπoυ 20 χλμ την ώρα).
Ο τρόπος ναυπηγήσεως τής τριήρους της επέτρεπε Κάθε είδους ελιγμό: να κινηθεί προς τα εμπρός και προς τα πίσω, να σταματήσει, να στραφεί αριστερά – δεξιά, να εκτελέσει στροφές εξαιρετικά μικρής ακτίνας, σχεδόν-επιτόπιες. Παράλληλα, χάρη στο μικρό της βύθισμα, η τριηρης εκινείτο με άνεση και χάρη στα αβαθή νερά, προσέγγιζε χωρίς δυσκολία ακτές κάθε μορφολογίας, έβγαινε δίχως ιδιαίτερο κόπο στη στεριά, και πραγματοποιούσε πολύ εύκολα ελιγμούς σε στενές θάλασσες.
Η κορυφαία στιγμή για την τριήρη ήταν η ναυμαχία τής Σαλαμίνας την 22α (κατ’ άλλους 28η η 29η) Σεπτεμβρίου τού 480 π.χ., οπότε 370 περίπου Ελληνικές τριήρεις κατατρόπωσαν τον τεράστιο περσοφοινικικό στόλο και έδιωξαν οριστικά απ’ την Ελλάδα τους Πέρσες.
Κος Παρασκευάς Νταβαρίνος.
Αρχαιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου