Η πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων μηνών έχει αναδείξει σε «μείζον
ζήτημα» το θέμα ρύθμισης δανείων για εκείνους που δεν μπορούν να
εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Άσχετα, όμως, με τις πολιτικές
«κορώνες» για, ενδεχομένως ανέφικτες, οριζόντιες ρυθμίσεις, οι τράπεζες
σήμερα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την έκρηξη των προβληματικών δανείων
παρέχοντας σοβαρές επιλογές ελάφρυνσης των βαρών.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ξεκινήσει μια άτυπη διαδικασία ρύθμισης δανείων, η οποία αφορά, αφενός, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και ανέργους και, αφετέρου, όσους αντιμετωπίζουν λιγότερο «ορατά» οικονομικά προβλήματα και ζητούν να μπουν σε ρύθμιση.
Οι τράπεζες προώθησαν τις εν λόγω ενέργειες δειλά-δειλά από το 2009 και πιο ουσιαστικά από το 2010, αντιμετωπίζοντας σε πρώτη φάση τα καταναλωτικά δάνεια, και σταδιακά οι ρυθμίσεις έγιναν... καθημερινή συνήθεια και στη στεγαστική πίστη.
Σήμερα οι ρυθμίσεις δανείων αποτελούν μια από τις βασικές λειτουργίες των τραπεζών και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, από τη στιγμή που η σφοδρή ύφεση εκτινάσσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ποσοστό έως και 20%. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι στιγμής το 25%-30% του συνόλου των προϊόντων καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης έχει «ρυθμιστεί». Το σύνολο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων διαμορφώνεται περί τα 110 δισ. ευρώ, 80 δισ. στεγαστικά συν 30 δισ. καταναλωτικά, συνεπώς πρόκειται για δάνεια συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ.
Καταναλωτικά
Η καταναλωτική πίστη αποτελείται κυρίως από τις πιστωτικές κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια διαφόρων ειδών. Οι κάρτες επιβαρύνουν με μέσο επιτόκιο γύρω στο 18%, ενώ οι καταναλωτικές χορηγήσεις έχουν μέση διάρκεια 5 έτη και μέσο επιτόκιο 13%-15%. Οι δανειολήπτες έχουν δύο δυνατότητες, σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση καταναλωτικών δανείων.
Πάντα με την εκταμίευση νέου δανείου, μπορούν να συγκεντρώσουν δάνεια και κάρτες σε μία οφειλή. Στις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες προσφέρουν πολύ χαμηλότερο επιτόκιο και μακροπρόθεσμη αποπληρωμή, που μπορεί να φτάνει τα 10-12 χρόνια. Αν η ρύθμιση αφορά μόνο δάνειο και όχι κάρτες, τότε προσφέρεται σημαντικά μειωμένο επιτόκιο, π.χ. 8%, ταυτόχρονα επιμηκύνεται η διάρκεια και, αν στο μέλλον ο πελάτης μπορεί να ανταποκριθεί, τότε γίνεται επαναπροσδιορισμός του επιτοκίου.
Η δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνει την προσημείωση ακινήτου. Αν ο πελάτης έχει τη δυνατότητα και επιθυμεί να προσημειωθεί κάποιο ακίνητο ως εγγύηση για το νέο δάνειο-ρύθμιση, τότε οι τράπεζες προσφέρουν ακόμα χαμηλότερα επιτόκια. Αυτά κυμαίνονται μεταξύ 6% και 7%, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι η δόση του νέου δανείου μειώνεται δραστικά, καθώς η διάρκεια αποπληρωμής, λόγω της προσημείωσης, μπορεί να φτάσει και τα 25 έτη.
Το μέσο ποσοστό μείωσης των δόσεων κυμαίνεται μεταξύ 30%-50%, ενώ στην πράξη ενδέχεται να μειωθούν έως και 70%, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δανειολήπτη. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κάθε περίπτωση ξεχωριστά, σε μια προσπάθεια να ανακουφίσουν τους δανειολήπτες και, παράλληλα, να αποφύγουν τη γιγάντωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στεγαστικά
Η αφετηρία ρύθμισης των στεγαστικών δανείων τοποθετείται στα μέσα του 2011, καθώς τα στεγαστικά παραδοσιακά αποτελούν πρώτη προτεραιότητα εξυπηρέτησης οφειλών για τους δανειολήπτες. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα παρέχοντας λύσεις «case by case».
Η πρώτη ενέργεια ρύθμισης για ένα στεγαστικό δάνειο είναι η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, η οποία αυτομάτως οδηγεί σε μείωση της δόσης. Η διάρκεια καθορίζεται με βάση την ηλικία του δανειζομένου, με ανώτατο όριο τα 75 έτη, ωστόσο, αν υπάρχει εγγυητής ή εγγυητές, λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη ηλικία. Μειώσεις επιτοκίων γίνονται, όμως στα στεγαστικά δάνεια δεν είναι πολύ συνηθισμένες και αυτό γιατί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα επιτόκια είναι ήδη συγκριτικά χαμηλά.
Η επιμήκυνση ενός στεγαστικού δανείου ενδέχεται να συνοδεύεται και από άλλες δραστικές ενέργειες για τη μείωση της δόσης. Μια από αυτές είναι η επιλογή πληρωμής μόνο τόκων για διάστημα ενός ή δύο ετών, με ταυτόχρονη αύξηση της διάρκειας κατά 2 έτη, για να μην αυξηθεί η δόση μετά το πέρας της «διευκόλυνσης».
Οι τράπεζες μειώνουν τη δόση του στεγαστικού έως και 50%, όσο, όμως, επιδεινώνεται η κατάσταση στην οικονομία, αυξάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες ο πιστούχος δεν μπορεί να καλύψει ούτε τους τόκους -χωρίς το αναλογούν κεφάλαιο- που αντιστοιχούν σε μία δόση. Τότε υπάρχει η δυνατότητα καταβολής ακόμα μικρότερης δόσης, με τους ανεξόφλητους τόκους να κεφαλαιοποιούνται μετά τη λήξη της περιόδου χαμηλής δόσης.
Σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, οι τράπεζες «κουρεύουν», δηλαδή χαρίζουν, μέρος των τόκων ή ακόμα και του κεφαλαίου, σε πολύ, ωστόσο, επιλεκτική βάση. Πρόκειται για περιπτώσεις πλήρους αδυναμίας πληρωμής, σοβαρών ασθενειών κ.ά, οι οποίες εγκρίνονται από ειδικές επιτροπές.
Ο νόμος Κατσέλη και... ο ηθικός κύνδυνος
Εκτός από την... οδό των διαπραγματεύσεων με τις τράπεζες, υπάρχει και η δικαστική οδός. Σήμερα, οι αποφάσεις ρύθμισης δανείων ανέρχονται στο 50%, επί συνόλου 3.000 υποθέσεων για τις οποίες έχουν δημοσιευτεί οι σχετικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, σε σύνολο 40.000 αιτήσεων για εξωδικαστικό συμβιβασμό, οι 27.000 έχουν τελικά οδηγηθεί στα δικαστήρια και από αυτές 5.000 υποθέσεις έχουν συζητηθεί.
Βέβαια, από τις 1.500 αποφάσεις για ρύθμιση, μόλις το 0,1% οδήγησαν σε ολική διαγραφή χρέους, ενώ λιγότερες από τις μισές κατέληξαν σε 60% «κούρεμα» του συνολικού χρέους κατά μέσο όρο.
Ανώτερα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι, για να λειτουργήσει σωστά η αγορά, θα πρέπει ταυτόχρονα να λειτουργήσει σωστά ο «νόμος Κατσέλη» και σημειώνουν ότι ανάλογο νομικό πλαίσιο υπάρχει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
«Τα οριζόντια μέτρα-ρυθμίσεις δεν εξυπηρετούν το σύνολο, ενώ υφίσταται και ο ηθικός κίνδυνος, καθώς πολλοί θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα μέτρα, τη στιγμή που μπορούν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους», υπογραμμίζουν.
www.capital.gr
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr/2012/11/p.html
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ξεκινήσει μια άτυπη διαδικασία ρύθμισης δανείων, η οποία αφορά, αφενός, υπερχρεωμένα νοικοκυριά και ανέργους και, αφετέρου, όσους αντιμετωπίζουν λιγότερο «ορατά» οικονομικά προβλήματα και ζητούν να μπουν σε ρύθμιση.
Οι τράπεζες προώθησαν τις εν λόγω ενέργειες δειλά-δειλά από το 2009 και πιο ουσιαστικά από το 2010, αντιμετωπίζοντας σε πρώτη φάση τα καταναλωτικά δάνεια, και σταδιακά οι ρυθμίσεις έγιναν... καθημερινή συνήθεια και στη στεγαστική πίστη.
Σήμερα οι ρυθμίσεις δανείων αποτελούν μια από τις βασικές λειτουργίες των τραπεζών και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, από τη στιγμή που η σφοδρή ύφεση εκτινάσσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ποσοστό έως και 20%. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι στιγμής το 25%-30% του συνόλου των προϊόντων καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης έχει «ρυθμιστεί». Το σύνολο των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων διαμορφώνεται περί τα 110 δισ. ευρώ, 80 δισ. στεγαστικά συν 30 δισ. καταναλωτικά, συνεπώς πρόκειται για δάνεια συνολικού ύψους 30 δισ. ευρώ.
Καταναλωτικά
Η καταναλωτική πίστη αποτελείται κυρίως από τις πιστωτικές κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια διαφόρων ειδών. Οι κάρτες επιβαρύνουν με μέσο επιτόκιο γύρω στο 18%, ενώ οι καταναλωτικές χορηγήσεις έχουν μέση διάρκεια 5 έτη και μέσο επιτόκιο 13%-15%. Οι δανειολήπτες έχουν δύο δυνατότητες, σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση καταναλωτικών δανείων.
Πάντα με την εκταμίευση νέου δανείου, μπορούν να συγκεντρώσουν δάνεια και κάρτες σε μία οφειλή. Στις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες προσφέρουν πολύ χαμηλότερο επιτόκιο και μακροπρόθεσμη αποπληρωμή, που μπορεί να φτάνει τα 10-12 χρόνια. Αν η ρύθμιση αφορά μόνο δάνειο και όχι κάρτες, τότε προσφέρεται σημαντικά μειωμένο επιτόκιο, π.χ. 8%, ταυτόχρονα επιμηκύνεται η διάρκεια και, αν στο μέλλον ο πελάτης μπορεί να ανταποκριθεί, τότε γίνεται επαναπροσδιορισμός του επιτοκίου.
Η δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνει την προσημείωση ακινήτου. Αν ο πελάτης έχει τη δυνατότητα και επιθυμεί να προσημειωθεί κάποιο ακίνητο ως εγγύηση για το νέο δάνειο-ρύθμιση, τότε οι τράπεζες προσφέρουν ακόμα χαμηλότερα επιτόκια. Αυτά κυμαίνονται μεταξύ 6% και 7%, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι η δόση του νέου δανείου μειώνεται δραστικά, καθώς η διάρκεια αποπληρωμής, λόγω της προσημείωσης, μπορεί να φτάσει και τα 25 έτη.
Το μέσο ποσοστό μείωσης των δόσεων κυμαίνεται μεταξύ 30%-50%, ενώ στην πράξη ενδέχεται να μειωθούν έως και 70%, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δανειολήπτη. Με άλλα λόγια, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κάθε περίπτωση ξεχωριστά, σε μια προσπάθεια να ανακουφίσουν τους δανειολήπτες και, παράλληλα, να αποφύγουν τη γιγάντωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στεγαστικά
Η αφετηρία ρύθμισης των στεγαστικών δανείων τοποθετείται στα μέσα του 2011, καθώς τα στεγαστικά παραδοσιακά αποτελούν πρώτη προτεραιότητα εξυπηρέτησης οφειλών για τους δανειολήπτες. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα παρέχοντας λύσεις «case by case».
Η πρώτη ενέργεια ρύθμισης για ένα στεγαστικό δάνειο είναι η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής, η οποία αυτομάτως οδηγεί σε μείωση της δόσης. Η διάρκεια καθορίζεται με βάση την ηλικία του δανειζομένου, με ανώτατο όριο τα 75 έτη, ωστόσο, αν υπάρχει εγγυητής ή εγγυητές, λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη ηλικία. Μειώσεις επιτοκίων γίνονται, όμως στα στεγαστικά δάνεια δεν είναι πολύ συνηθισμένες και αυτό γιατί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων τα επιτόκια είναι ήδη συγκριτικά χαμηλά.
Η επιμήκυνση ενός στεγαστικού δανείου ενδέχεται να συνοδεύεται και από άλλες δραστικές ενέργειες για τη μείωση της δόσης. Μια από αυτές είναι η επιλογή πληρωμής μόνο τόκων για διάστημα ενός ή δύο ετών, με ταυτόχρονη αύξηση της διάρκειας κατά 2 έτη, για να μην αυξηθεί η δόση μετά το πέρας της «διευκόλυνσης».
Οι τράπεζες μειώνουν τη δόση του στεγαστικού έως και 50%, όσο, όμως, επιδεινώνεται η κατάσταση στην οικονομία, αυξάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες ο πιστούχος δεν μπορεί να καλύψει ούτε τους τόκους -χωρίς το αναλογούν κεφάλαιο- που αντιστοιχούν σε μία δόση. Τότε υπάρχει η δυνατότητα καταβολής ακόμα μικρότερης δόσης, με τους ανεξόφλητους τόκους να κεφαλαιοποιούνται μετά τη λήξη της περιόδου χαμηλής δόσης.
Σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, οι τράπεζες «κουρεύουν», δηλαδή χαρίζουν, μέρος των τόκων ή ακόμα και του κεφαλαίου, σε πολύ, ωστόσο, επιλεκτική βάση. Πρόκειται για περιπτώσεις πλήρους αδυναμίας πληρωμής, σοβαρών ασθενειών κ.ά, οι οποίες εγκρίνονται από ειδικές επιτροπές.
Ο νόμος Κατσέλη και... ο ηθικός κύνδυνος
Εκτός από την... οδό των διαπραγματεύσεων με τις τράπεζες, υπάρχει και η δικαστική οδός. Σήμερα, οι αποφάσεις ρύθμισης δανείων ανέρχονται στο 50%, επί συνόλου 3.000 υποθέσεων για τις οποίες έχουν δημοσιευτεί οι σχετικές αποφάσεις.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Ανάπτυξης, σε σύνολο 40.000 αιτήσεων για εξωδικαστικό συμβιβασμό, οι 27.000 έχουν τελικά οδηγηθεί στα δικαστήρια και από αυτές 5.000 υποθέσεις έχουν συζητηθεί.
Βέβαια, από τις 1.500 αποφάσεις για ρύθμιση, μόλις το 0,1% οδήγησαν σε ολική διαγραφή χρέους, ενώ λιγότερες από τις μισές κατέληξαν σε 60% «κούρεμα» του συνολικού χρέους κατά μέσο όρο.
Ανώτερα τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι, για να λειτουργήσει σωστά η αγορά, θα πρέπει ταυτόχρονα να λειτουργήσει σωστά ο «νόμος Κατσέλη» και σημειώνουν ότι ανάλογο νομικό πλαίσιο υπάρχει σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
«Τα οριζόντια μέτρα-ρυθμίσεις δεν εξυπηρετούν το σύνολο, ενώ υφίσταται και ο ηθικός κίνδυνος, καθώς πολλοί θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα μέτρα, τη στιγμή που μπορούν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους», υπογραμμίζουν.
www.capital.gr
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr/2012/11/p.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου