Αντί
για σημάδια υποχώρησης, η κρίση του ευρώ πήγε χειρότερα τους
τελευταίους μήνες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατάφερε να εκτονώσει το
διαφαινόμενο πιστωτικό κραχ μέσω των έκτακτων μέτρων μακροχρόνιας
φτηνής ρευστότητας που περιλάμβαναν δάνεια προς τις εμπορικές τράπεζες
ύψους 1 τρις ευρώ με επιτόκιο 1%. Αυτά βελτίωσαν σημαντικά την κατάσταση
στις κεφαλαιαγορές και το ράλι που ακολούθησε απέκρυψε την υποκείμενη
επιδείνωση. Αλλά κι αυτό δεν θα κρατήσει πολύ.
Τα βασικά προβλήματα
δεν έχουν λυθεί. Στην πραγματικότητα, η απόσταση ανάμεσα στα κράτη
πιστωτές και τα κράτη δανειολήπτες συνεχίζει να διευρύνεται. Η κρίση
έχει μπει σε μια φάση που μπορεί να εμφανίζει μικρότερη αστάθεια αλλά
είναι πιο θανάσιμη.
Στην έναρξη της κρίσης
η διάρρηξη της Ευρωζώνης ήταν αδιανόητη. Τα ενεργητικά και οι
υποχρεώσεις σε ευρώ συνδέονταν τόσο μεταξύ τους που η διάρρηξη θα έφερνε
ανεξέλεγκτη κατάρρευση. Αλλά καθώς η κρίση εξελίσσεται, το
χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης έχει προοδευτικά
επαναπροσανατολιστεί με βάση τις εθνικές γραμμές.
Η τάση αυτή απέκτησε
δυναμική τους τελευταίους μήνες. Η φτηνή τριετής ρευστότητα της ΕΚΤ
επέτρεψε στις ισπανικές και στις ιταλικές τράπεζες να προχωρήσουν σε ένα
πολύ κερδοφόρο και χαμηλού ρίσκου αρμπιτράζ στα ομόλογα των εθνικών
τους αρχών. Και η προνομιακή αντιμετώπιση που είχε η ΕΚΤ στο ελληνικό
PSI θα αποθαρρύνει άλλες κατηγορίες επενδυτών να διακρατήσουν κρατικούς
τίτλους. Αν συνεχιστεί αυτό για λίγα ακόμη χρόνια, η διάρρηξη της
Ευρωζώνης μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κατάρρευση – έτσι θα διαχωριζόταν η
‘ομελέτα’ του ευρώ – παράλληλα όμως θα αφήσει τις κεντρικές τράπεζες
των κρατών πιστωτών με μεγάλες απαιτήσεις απέναντι στις κεντρικές
τράπεζες των κρατών δανειοληπτών που θα είναι πολύ δύσκολο να
επιβληθούν.
Η Bundesbank έχει
συναίσθηση του κινδύνου. Ξεκινά τώρα μια εκστρατεία εναντίον της
απεριόριστης επέκτασης της προσφοράς χρήματος κι άρχισε να παίρνει μέτρα
για να περιορίσει τις απώλειες που θα είχε σε περίπτωση διάρρηξης του
ευρώ. Αυτό όμως δημιουργεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία: από τη στιγμή
που η Bundesbank αρχίζει να προστατεύεται από μια διάρρηξη, όλοι θα
κάνουν το ίδιο. Κι οι αγορές αρχίζουν να το αντανακλούν.
Η Bundesbank συσφίγγει
επίσης το δανεισμό στη Γερμανία. Θα ήταν μια σωστή πολιτική αν η
Γερμανία ήταν ανεξάρτητη χώρα, αλλά τα υπερχρεωμένα κράτη μέλη της
Ευρωζώνης χρειάζονται απελπισμένα την αύξηση της γερμανικής ζήτησης
προκειμένου να αποφύγουν την ύφεση. Χωρίς αυτήν το δημοσιονομικό σύμφωνο
της Ευρωζώνης, που συμφωνήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, δεν μπορεί να
λειτουργήσει. Οι υπερχρεωμένες χώρες είτε δεν θα καταφέρουν να
εφαρμόσουν τα απαραίτητα μέτρα είτε, αν το καταφέρουν, δεν θα μπορέσουν
να πιάσουν τους στόχους καθώς η ύφεση θα μειώνει τα δημόσια έσοδα. Σε
κάθε περίπτωση ο λόγος του χρέους τους θα αυξηθεί και το έλλειμμα
ανταγωνιστικότητας τους έναντι της Γερμανίας θα μεγαλώσει κι άλλο.
Είτε επιβιώσει το ευρώ
είτε όχι η Ευρώπη έχει μπροστά της μια μεγάλη περίοδο οικονομικής
στασιμότητας ή και ύφεσης. Κι άλλες χώρες είχαν παρόμοιες εμπειρίες. Τα
κράτη της Λατινικής Αμερικής υπέφεραν από μια χαμένη 10ετία μετά το
1982 και η Ιαπωνία παρέμεινε σε στασιμότητα για 25 χρόνια. Και οι δύο
επιβίωσαν. Αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι κράτος και είναι απίθανο να
επιβιώσει. Η αποπληθωριστική παγίδα του χρέους απειλεί να καταστρέψει
την ανολοκλήρωτη ακόμη πολιτική ένωση.
Ο μόνος τρόπος για να
αποφύγει την παγίδα είναι να αναγνωρίσει ότι οι σημερινές πολιτικές
είναι αντιπαραγωγικές και να αλλάξει κατεύθυνση. Δεν μπορώ να προτείνω
ένα ακριβές σχέδιο, αλλά μπορώ να ξεχωρίσω τρεις παρατηρήσεις. Πρώτον,
οι κανόνες που διέπουν την Ευρωζώνη έχουν αποτύχει και χρειάζεται η
ριζοσπαστική αναθεώρησή τους. Η υπεράσπιση μιας τάξης πραγμάτων που δεν
αποδίδει απλά χειροτερεύει τα πράγματα. Δεύτερον, η ισχύουσα κατάσταση
είναι άκρως ανώμαλη και χρειάζονται κάποια έκτακτα μέτρα για την
αποκατάσταση της ομαλότητας. Τέλος, οι νέοι κανόνες πρέπει να λαμβάνουν
υπόψη τους την ενδογενή αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Για να είμαστε
ρεαλιστές, το παρόν δημοσιονομικό σύμφωνο για τη διακυβέρνηση της
Ευρωζώνης πρέπει να ληφθεί ως σημείο εκκίνησης. Βεβαίως κάποια ήδη ορατά
μειονεκτήματά του πρέπει να αλλάξουν. Το σύμφωνο θα έπρεπε να
υπολογίζει τα εμπορικά χρέη όπως και τα δημοσιονομικά και οι δημόσιοι
προϋπολογισμοί θα πρέπει να εισάγουν διακρίσεις ανάμεσα στις επενδύσεις
που αποδίδουν και τις τρέχουσες δαπάνες. Για να αποφύγουμε τις απάτες,,
ό,τι πιστοποιείται ως επένδυση θα πρέπει να υπόκειται στην έγκριση μιας
ευρωπαϊκής αρχής. Μια διευρυμένη Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα
μπορούσε τότε να συγχρηματοδοτεί τις επενδύσεις.
Ακόμη πιο σημαντικό
είναι να ληφθούν κάποια έκτακτα μέτρα για να επιστρέψει η κανονικότητα. Ο
δημοσιονομικός χάρτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να
μειώνουν ετησίως το δημόσιο χρέος τους κατά το ένα εικοστό του ποσού
κατά το οποίο ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ τους. Θα πρότεινα τα κράτη μέλη να
ανταμείψουν συλλογικά την καλή συμπεριφορά αναλαμβάνοντας αυτήν την
υποχρέωση.
Τα κράτη μέλη έχουν
μεταβιβάσει το εκδοτικό προνόμιο των κεντρικών τραπεζών τους στην ΕΚΤ
και η ΕΚΤ κερδίζει από αυτό περί τα 25 δις ευρώ ετησίως. Σύμφωνα με
εκτιμήσεις του Βίλεμ Μπούιτερ της Citibank και του Χιου Πιλ της Goldman
Sachs, το εκδοτικό προνόμιο εκτιμάται ότι έχει αξία περί τα 2-3 τρις
ευρώ, γιατί αποδίδει περισσότερο όταν η οικονομία εμφανίζει ανάπτυξη και
τα επιτόκια επιστρέφουν στο κανονικό. Θα μπορούσε λοιπόν να ιδρυθεί ένα
όχημα ειδικού σκοπού που θα κατείχε αυτά τα εκδοτικά προνόμια και θα
μπορούσε να χρησιμοποιεί την ΕΚΤ για να χρηματοδοτεί το κόστος αγοράς
ομολόγων, χωρίς να παραβιάζεται το Άρθρο 123 της συνθήκης της
Λισσαβόνας. Αν μια χώρα παρενέβαινε το δημοσιονομικό σύμφωνο, θα έχανε
είτε πλήρως είτε μερικά αυτή την ανταμοιβή και θα υποχρεούνταν να
πληρώσει τόκο για το χρέος της που θα είχε το όχημα ειδικού σκοπού. Αυτό
πράγματι θα επέβαλε τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Αμείβοντας την καλή
συμπεριφορά, το δημοσιονομικό σύμφωνο δεν θα ήταν πλέον μια
αποπληθωριστική παγίδα χρέους και οι προοπτικές θα βελτιώνονταν
σημαντικά. Συν τοις άλλοις, για να μειωθεί το χάσμα ανταγωνιστικότητας
όλα τα κράτη μέλη θα έπρεπε να μπορούν να αναχρηματοδοτούν το υπάρχον
χρέος τους με το ίδιο επιτόκιο. Αλλά αυτό θα απαιτούσε μεγαλύτερη
δημοσιονομική ενοποίηση, επομένως θα μπορούσε να γίνει σταδιακά.
Η Bundesbank ποτέ δεν
θα δεχτεί αυτές τις προτάσεις αλλά οι ευρωπαϊκές αρχές πρέπει να τις
λάβουν στα σοβαρά υπόψη τους. Το μέλλον της Ευρώπης είναι πολιτικό
ζήτημα και η πολιτική είναι πέρα από τις αρμοδιότητες των αποφάσεων της
Bundesbank.
Του Τζορτζ Σόρος
http://www.banksnews.gr/portal/home-page/124-top-story/5396-h-ee----
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου