«Η ιστορία των Γερμανών είναι μια ιστορία των άκρων.
Έχει τα πάντα εκτός από τη μεσότητα και εδώ και χίλια χρόνια
οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα…
Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές»
A.J.P. Taylor “The Course of German History”
Η γερμανική επιπολαιότητα στην διαχείριση της επίλυσης της κυπριακής
κρίσης, η οποία συνίσταται στην αντισυστημική ιδέα του κουρέματος των
καταθέσεων στην Κύπρο, πυροδότησε πρώτον, την αμφισβήτηση του πυρήνα του
καπιταλιστικού συστήματος που είναι η Εμπιστοσύνη των καταθετών και
δεύτερον, επιτέθηκε σε ρωσικά κεφάλαια ενεργοποιώντας γεωπολιτικά
σύνδρομα. Φαίνεται λοιπόν ότι η Γερμανία ως γεωοικονομική δύναμη δεν
έχει αποβάλει το σύνδρομο που την κατατρέχει στην ιστορία της, το
Sonderweg. Από το υπό έκδοση βιβλίο μου παραθέτω ένα απόσπασμα που αφορά
σε αυτή την ιδιαιτερότητα.Έχει τα πάντα εκτός από τη μεσότητα και εδώ και χίλια χρόνια
οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα…
Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές»
A.J.P. Taylor “The Course of German History”
Στην γερμανική ιστοριογραφία υπάρχει μια σχολή που υποστηρίζει ότι ο τρόπος που εξελίχθηκε η γερμανική ιστορία κατά τη διάρκεια των αιώνων οδηγούσε αναπόφευκτα στο φαινόμενο της ναζιστικής Γερμανίας. Πρόκειται για την αμφιλεγόμενη θεωρία του Sonderweg (ζόντερβεγκ) που στην κυριολεξία σημαίνει «ειδικό μονοπάτι». Η θεωρία του Sonderweg έχει συνδεθεί κυρίως με την έκρηξη του ρομαντισμού στα τέλη του 18ου αιώνα και την ανάδυση της γερμανικής ταυτότητας από το 1806 και μετά. Έχει προσλάβει κατά περιόδους διαφορετικές κατευθύνσεις, νοήματα και αποχρώσεις.
Πριν από το 1940 ο όρος είχε θετική χροιά, καθώς οι Γερμανοί υποστηρικτές της θεωρίας επιχειρούσαν να καταδείξουν τις γερμανικές αρετές και τα προτερήματα του γερμανικού λαού. Το Sonderweg χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει την γερμανική εξωτερική πολιτική και ιδεολογία πριν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια να βρει ένα «Τρίτο Δρόμο» για τον κόσμο, ανάμεσα στη «χυδαία» δυτική δημοκρατία και την ανατολική τσαρική απολυταρχία.
Στον αντίποδα, άλλοι ιστορικοί, Γερμανοί αλλά και Βρετανοί, είχαν μια αρνητική προσέγγιση στο Sonderweg, σύμφωνα με την οποία στα γερμανόφωνα εδάφη ακολουθήθηκε μια «μοναδική πορεία» στη μετάβαση από το καθεστώς της αριστοκρατίας στη δημοκρατία, μια πορεία που διαφέρει από εκείνη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας.
Από το 1970 και μετά, οι υποστηρικτές της θεωρίας του Sonderweg εντοπίζουν στη νοοτροπία, τη δομή της κοινωνίας και στις θεσμικές εξελίξεις που ακολούθησε ο γερμανικός χώρος τη γερμανική ιδιαιτερότητα που οδήγησε στον χιτλερισμό και στον ακραίο αντισημιτισμό.
Με τη θεωρία του Sonderweg έχουν ασχοληθεί οι ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες, όπως Ernst Fraenkel, Hans Rosenberg, George Mosse, Fritz Stern, Karl-Dietrich Bracher, Gerhard A. Ritter, Hans-Ulrich Wehler, Heinrich Αύγουστος Winkler, Helmut Plessner, Leonard Krieger, Kurt Sontheimer, John Maynard Keynes , Fritz Fischer, Wolfgang Mommsen.
Σύμφωνα με το Sonderweg, οι βασικές ιδιαιτερότητες του γερμανικού φαινομένου τους δύο προηγούμενους αιώνες εντοπίζονται: α) στην καθυστέρηση συγκρότησης κράτους-έθνους (1871) σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία. β) στις καταπιεστικές πρακτικές των κυβερνήσεων του Κάιζερ, που δεν επέτρεψαν στα κόμματα να χειραφετηθούν. γ) η γερμανική ήττα στον Α΄ ΠΠ κουρέλιασε την αυτοπεποίθηση του λαού, ο οποίος ζούσε πλέον με το άγχος να αποδείξει στην Ευρώπη ότι άξιζε. δ) η γερμανική πολιτική κουλτούρα ήταν συντηρητική. ε) οι Junkers, οι αριστοκράτες, μεγάλοι γαιοκτήμονες ανατολικά του Έλβα διατηρούσαν την πολιτική εξουσία τους, σε αντίθεση με τις χώρες που η εξουσία μεταβιβάστηκε στους βουλευτές. Έτσι, η συγκρότηση του γερμανικού έθνους-κράτους «με αίμα και σίδερο», όπως έλεγε ο Μπίσμαρκ, εδραίωσε μια μιλιταριστική αντίληψη του κράτους, που οδήγησε στην κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην άνοδο των Ναζί. στ) Η μπουρζουαζία και τα μεσαία στρώματα δεν επαναστάτησαν ποτέ έναντι των αριστοκρατών, παρέμειναν αδύναμα πολιτικά, με αποτέλεσμα να μην διαμορφωθεί ισχυρό μεταρρυθμιστικό ρεύμα. ζ) η γερμανική εμπειρία αποτελεί εν τέλει ένα μίγμα εκβιομηχάνισης, καπιταλισμού και κοινωνικο-οικονομικού εκμοντερνισμού από τη μια, με διατήρηση όμως των προβιομηχανικών δομών εξουσίας και θεσμών από την άλλη.
Η σύγχρονη εκδοχή του Sonderweg, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανάδυση του ραστιστικού ναζισμού ήταν αναπόφευκτη στο γερμανικό χώρο. Κι εκεί ακριβώς ξεκινάει ένα πολύ ενδιαφέρον debate.
Ο Christopher Browning στο βιβλίο του «Ordinary Men» το 1992, αντιτίθεται στη θεωρία ότι οι Ναζί κινητοποιήθηκαν από ένα παθογόνο αντισημιτισμό που χαρακτήριζε τον γερμανικό πολιτισμό για αιώνες. Αναλύοντας την κουλτούρα και την κοινωνική δομή των ειδικών μονάδων της αστυνομίας που έκαναν μαζικές εκκαθαρίσεις Εβραίων, πριν από τα στρατόπεδα του ολοκαυτώματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές δεν είχαν ριζωμένο μέσα τους τον αντισημιτισμό, αλλά μάλλον έγιναν δολοφόνοι υπό την πίεση τη συστηματικής κατήχησης και εκπαίδευσης. Τη ζοφερή λειτουργία της Γκεστάπο και του «Λαϊκού Δικαστηρίου» μέσα στην ίδια τη Γερμανία από το 1940 μέχρι το τέλος του πολέμου παρουσιάζει σε ένα από τα πιο σκληρά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Hans Fallada στο βιβλίο του «Μόνος στο Βερολίνο». Η σκληρότητα που περιγράφει είναι αδιανόητη. Η βία, σωματική, διανοητική και ψυχική είναι ο τρόπος ζωής…
Κύριοι επικριτές της θεωρίας του Sonderweg είναι δύο Βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί, ο Geoff Eley και ο David Blackbourn, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει «κανονική» πορεία της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής και ότι η εμπειρία της Γαλλίας και της Βρετανίας κατά τον 19ο αιώνα δεν ήταν ο κανόνας για την Ευρώπη. Επισημαίνουν ακόμη ότι και αν η φιλελεύθερη γερμανική μεσαία τάξη ήταν αδύναμη σε εθνικό πολιτικό επίπεδο, παρ ‘όλα αυτά κυριάρχησε στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του 19ου αιώνα στη Γερμανία. Η αστικοποίηση (embourgeoisement) της γερμανικής κοινωνικής ζωής ήταν μεγαλύτερη από ότι στη Βρετανία και τη Γαλλία, όπου, κατά τη γνώμη των Eley και Blackbourn, ήταν πιο ευδιάκριτες οι αριστοκρατικές αξίες από ότι στη Γερμανία. Οι δύο ιστορικοί απέρριψαν την όλη έννοια του Sonderweg ως ελαττωματική κατασκευή, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «ένα περίεργο μείγμα από ιδεαλιστική ανάλυση και χυδαίο υλισμό».
Πολλοί μελετητές έχουν αμφισβητήσει τα συμπεράσματα των Eley και Blackbourn, μεταξύ των οποίων οι Jürgen Kocka και Wolfgang Mommsen. Ο Kocka υποστήριξε ότι ενώ το Sonderweg δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς τους λόγους της ανόδου του ναζιστικού κινήματος, εξηγεί την αποτυχία της δημοκρατικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Φαίνεται λοιπόν ότι στην τρέχουσα έρευνα το ζήτημα του Sonderweg περιορίζεται στην ατομική ανάπτυξη, έστω σε ένα τύπο Γερμανού που απαντάται συχνότερα.
Ο Μάκης Ανδρονόπουλος είναι δημοσιογράφος, αναρτά τις αναλύσεις του στο blog “extrapolation” και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελλάδα στο ντιβάνι – Διεργασίες ανατροπής γύρω από την ιστορία, τη γλώσσα και τα κοινωνικά στερεότυπα» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου