Σας παραθέτω απόσπασμα από το βιβλίο του Thomas Taylor " Ελευσίνια και βακχικά μυστήρια" σελ 78 - 93
με πηγή το έργο " Η αρπαγή της Περσεφόνης" του Κλαυδιανού. *1
Για να κατανοήσουμε το μυστικό νοήμα του μύθου της Περσεφόνης, είναι απαραίτητο να δώσουμε λεπτομερείς πληροφορίες για τα περιστατικά που αφορούν την απαγωγή,
από το υπέροχο ποίημα του Κλαύδιου.Από το έργο αυτό μαθαίνουμε πως η Δήμητρα επειδή φοβόταν κάποια βίαιη πράξη εναντίον της Περσεφόνης, εξ’αιτίας της ασύγκριτης ομορφιάς της,την οδήγησε κρυφά στη Σικελία και την έκρυψε σε ένα σπίτι που έχτισαν για τον σκοπό αυτό οι Κύκλωπες, ενώ εκείνη συνέχισε την πορεία της προς το ναό της Κυβέλης,της μητέρας των Θεών.Εδώ λοιπόν βλέπουμε την πρώτη αιτία της κατάβασης της ψυχής, δηλαδή την εγκατάλειψη μιας ζωής ολοκληρωτικά σύμφωνης με το ανώτερο διανοητικό, το οποίο μυστικά σημαίνεται με τον διαχωρισμό της Περσεφόνης από τη Δήμητρα.
Μετά από αυτό μας λέει πως ο Ζευς ζητάει από την Αφροδίτη να πάει στη διαμονή αυτή και να εξαπατήσει την Περσεφόνη, ώστε να μπορέσει ο Πλούτων να την απαγάγει και για να αποτρέψει κάθε υποψία από το μυαλό της παρθένου, διατάζει την Άρτεμη και την Αθηνά να πάνε μαζί της.Φτάνοντας οι τρεις θεές βρίσκουν την Περσεφόνη να υφαίνει το πέπλο της μητέρας της, στο οποίο κέντησε το πρωταρχικό χάος και τη δημιουργία του Κόσμου.
Με την εμφάνιση της Αφροδίτης σ αυτό το μέρος της αφήγησης πρέπει να κατανοήσουμε την επιθυμία, η οποία ακόμη και στις ουράνιες περιοχές (που τέτοια είναι η διαμονή της Περσεφόνης,μέχρι να απαχθεί από τον Πλούτωνα) ξεκινά σιωπηλά και λαθραία για να εισέλθει κρυφά στο σημείο που βρίσκεται η ψυχή.Στον όρο Αθηνά, πρέπει να κατανοήσουμε την λογική δύναμη της ψυχής και στον όρο Άρτεμις, την φύση ή το καθαρά φυσικό τμήμα της σύνθεσής μας, που και τα δυο τώρα είναι παγιδευμένα από την γοητεία της επιθυμίας.
Τελευταία το πέπλο στο οποίο η Περσεφόνη κέντησε όλη τη ποικιλία του υλικού κόσμου, αναπαριστά την απαρχή όλων αυτών των απατηλών λειτουργιών, μέσω των οποίων η ψυχή παγιδεύεται στην ομορφιά των φανταστικών μορφών.
Ας παρακολουθήσουμε όμως την περιγραφή του ποιητή για την ασχολία και τη διαμονή της.
«Κατέβηκαν κάτω στον τόπο όπου έλαμπε η κατοικία της Δήμητρας, που την σκάλισαν τα χέρια των Κυκλώπων: με τους σιδερένιους τοίχους, τις πύλες, τις επενδυμένες με σίδηρο και τις πόρτες τις στερεωμένες με ατσάλι. Κανένα έργο του Πυράκμωνα ή του Στερώπη δεν χτίστηκε με τόσο ιδρώτα, ούτε τα φυσερά τους δούλεψαν ποτέ τόσο δυνατά, ούτε το λιωμένο μέταλλο χύθηκε σαν ποτάμι ξεχειλίζοντας το κουρασμένο καμίνι. Το ελεφαντόδοντο κάλυπτε την αίθουσα, η σκεπή στηριζόταν σε χάλκινα δοκάρια και το ήλεκτρο σχημάτιζε ψηλούς κίονες. Η Περσεφόνη έτερπε η ίδια το σπίτι με τρυφερά τραγούδια και ύφαινε μάταια ένα δώρο για την επιστροφή της μητέρας της.Χάραζε με την βελόνα της την αλυσίδα των στοιχείων και την κατοικία του πατέρα της,το νόμο με τον οποίο η Μητέρα Φύση διαχώριζε το πρωταρχικό χάος και τα σπέρματα των όντων τέθηκαν στις κατάλληλες θέσεις τους: ο,τιδήποτε ήταν φωτεινό μεταφέρθηκε ψηλά και τα βαρύτερα άτομα έπεσαν στο μέσον.Ο αέρας φωτίστηκε, φλόγα έσπρωξε τον πόλο του ουρανού, χύθηκε η θάλασσα, η γη κρεμάστηκε πάνω της.Το υφαντό της δεν είχε απλά μια απόχρωση, άναψε τα αστέρια σε χρυσό και κατέκλυσε τη θάλασσα σε μενεξεδί. Σχημάτιζε τα ακρογιάλια με πολύτιμα πετράδια και οι κλωστές της μιμούνταν επιδέξια τα κύματα που φούσκωναν.Θα πίστευε κανείς ότι τα φύκια εκσφενδονίζονταν στους βράχους και ο βρυχηθμός των κυμάτων χτυπούσε βίαια τη διψασμένη άμμο. Πρόσθεσε πέντε ζώνες: την μεσαία, περιτριγυρισμένη από θερμότητα τη σχημάτισε με κόκκινο νήμα. Η κεκαυμένη λωρίδα ήταν ξερή και τα νήματα ήταν διψασμένα από τον συνεχή Ήλιο, από τις δυο πλευρές εκτείνονταν οι δύο εύκρατες ζώνες όπου επικρατούσε μια ήπια θερμοκρασία κατάλληλη για την διαβίωση των ανθρώπων, στα ακρώτατα σημεία άπλωσε τις δύο νωθρές ζώνες και ασχήμινε το υφαντό της με διαρκή χειμώνα και το σκοτείνιασε με αιώνιο πάγο. Απεικόνισε ακόμη τις ιερές περιοχές του θείου της του Άδη και τα πνεύματα, τον μοιραίο της κλήρο που δεν υπήρχε ούτε ένας οιωνός για να της τον στερήσει, και σαν να γνώριζε το μέλλον το πρόσωπό της γέμισε από ξαφνικά δάκρυα.»
Κλαυδιανός «De Raptu Proserpinae» , βιβλίο 1, 237-268
«Η μέρα δεν είχε χαράξει ακόμη όταν χτύπησε το Ιόνια κύματα με τον κήρυκα του φωτός της, το φλεγόμενο φως ρίγησε πάνω στα λαμπυρίζοντα ύδατα και οι αδέσποτες φλόγες παιχνίδισαν πάνω από τα γαλάζια βάθη. Και τολμηρή στην καρδιά και επιλήσμων στην πιστή μητέρα, ξεγελασμένη από την Αφροδίτη,την κόρη της Διώνης, η Περσεφόνη κίνησε για το ξέφωτο με τα πολλά νερά.Τέτοια ήταν η καταδίκη που υφάνθηκε από τις Μοίρες.»
Βιβλίο 2, 1-6
Και αυτό με την μεγαλύτερη ευπρέπεια, διότι η λήθη ακολουθείται απαραίτητα από τη χαλάρωση της διανοητικής δράσης και αυτή από το δελεασμό της επιθυμίας.Μετά την βλέπουμε να εισέρχεται στο λιβάδι μαζί με την Αθηνά και την Άρτεμη και να ακολουθείται από μια συνοδεία Νυμφών που είναι τα σύμβολα της γένεσης και άρα οι σύντροφοι της ψυχής στην πτώση της σ’αυτά τα ρευστά βασίλεια.Η περιγραφή της Περσεφόνης καθώς βγαίνει απ την κατοικία της σημαίνει την πτώση που πλησιάζει: αφού φεύγει από το σπίτι με σκοπό να μαζέψει λουλούδια από ένα λειμώνα *2 που είναι γεμάτος με τη θαυμαστότερη ποικιλία και τα πλέον ηδονικά αρώματα. Αυτή η εικόνα σημαίνει πως η ψυχή λειτουργεί σύμφωνα με την φυσική και εξωτερική ζωή και έτσι γίνεται θυληπρεπής και παγιδεύεται στις απατηλές έλξεις της ορατής μορφής. Η Αθηνά (η λειτουργία της λογικής, στην περίπτωση αυτή) οδηγείται ολοκληρωτικά στην επικίνδυνη αυτή ενασχόληση και εγκαταλείπει τα αληθινά χαρακτηριστικά της φύσης της για τις καταστροφικές ικανοποιήσεις της επιθυμίας.Όλα αυτά περιγράφονται υπέροχα από τον ποιητή:
« Η ομορφιά του τόπου ξεπερνούσε κι αυτή των λουλουδιών, η πεδιάδα φούσκωνε ελαφρά και υψωνόταν με απαλές πλαγιές, σχηματίζοντας ένα λόφο. Ρυάκια κυλούσαν από τον ζωντανό βράχο κι έγλειφαν το δροσερό χορτάρι με τα γάργαρα νερά τους, το δάσος μετρίαζε τον καυτό ήλιο με το αγκάλιασμα των κλαδιών του και στο αποκορύφωμα της ζέστης, έκλεινε στην καρδιά του το χειμώνα: το έλατο που ταιριάζει στις θάλασσες, η κρανιά η έτοιμη πάντα για πολέμους, η βελανιδιά η αγαπημένη του Διός, το κυπαρίσι που σκεπάζει τους τάφους, η πουρναριά η γεμάτη από κηρύθρες, η δάφνη που γνωρίζει το μέλλον, εδώ η πυξός που κυματίζει, κυριαρχούσε με τη δασιά κορυφή της, εδώ σκαρφάλωνε ο κισσός και η περικοκλάδα εκάλυπτε τη φτελιά. Όχι μακριά απ’ αυτόν τον τόπο απλώνεται η λίμνη που περικυκλωμένη από τη φυλλώδη όχθη από αλσάκια, τα κοντινά νερά της δείχνουνε χλωμά. Δέχεται πρόθυμα τα παρατηρητικά μάτια και τα ύδατα διαυγή μέχρι το βάθος οδηγούν το ανεμπόδιστο βλέμμα κάτω από την κρυστάλλινη επιφάνεια και προδίδουν τα μύχια μυστικά του διάφανου βυθού της. Φευγοντας μακριά ήλθε σ αυτή τη χλοερή πλαγιά χαρούμενο το πλήθος.
Η Αφροδίτη τις παρότρυνε να μαζέψουν λουλούδια. « Πηγαίνετε τώρα, αδερφές μου, που ο αέρας είναι γλυκός ακόμη,πριν από τις πρωινές αχτίδες του ηλίου, τώρα που ο Εωσφόρος μου δροσίζει τα κίτρινα λιβάδια καβάλα στο δροσολουσμένο του άλογο». Έτσι μιλώντας ξερίζωσε το λουλούδι που ήταν το σύμβολο της δυστυχίας. Έπειτα τα υπόλοιπα κορίτσια έτρεξαν στο στο πολύχρωμο ξέφωτο και ήταν σαν σμάρι μέλισσες που ρουφούσαν κι έδρεπαν το θυμάρι της Ύβλας, όταν οι βασιλείς μετακινούν τα κέρινα στρατόπεδά τους και ο μελιστάλαχτος στρατός που βγαίνει από την κουφάλα της οξιάς, βουίζει γύρω από τα διαλεγμένα άνθη. Μα το καμάρι του λειμώνα αρπάχθηκε.
Πριν από τους άλλους, η μοναδική ελπίδα της θεάς των σιτηρών κάηκε απ την εμπύρετη απληστία της να μαζέψει λουλούδια: τώρα γέμισε το καλάθι της από πλεγμένη λιγαριά με τη λεία του λειμώνος, τώρα ένωσε μια αλυσίδα από λουλούδια το μοιραίο νυφικό κρεββάτι. Κι ακόμη η Παλλάδα η ίδια που εξουσιάζει τους αυλούς και τα όπλα του πολέμου τώρα αναπαυόμενη στο φως, ακολουθεί το χέρι με το οποίο θεμελιώνει ισχυρές στήλες ανδρών και ανυψώνει σταθερά και χτίζει τείχη και πύλες, αφήνει κάτω το ξίφος της και τη σκληρή της περικεφαλαία για να ημερέψει μ ένα απλό στεφάνι, η σιδερένια κορυφή που προκαλούσε ταραχή, γεμάτη λουλούδια, ο τρόμος του Άρη, κατασιγασμένος και τα φτερά, ανθισμένα από την άνοιξη,τώρα που η λαμψη του πόλεμου καταλάγιασε. Ούτε η Άρτεμις περιφρονεί τους χορούς, εκείνη που τα σκυλιά της εξετάζουν τη μυρωδιά του παιχνιδιού στο Παρθένιον όρος και προσπαθεί να συγκρατήσει την ελευθερία των μαλλιών της μόνο μ’ ένα στεφάνι από λουλούδια.
Βιβλίο 2, 101-150
Υπάρχει και η περίπτωση του Ναρκίσσου που δεν πρέπει να αποσιωποιηθεί και εννοώ την περίπτωση που περιγράφει ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του για έναν νέο που έπεσε θύμα της αγάπης του για την εξωτερική του μορφή. Το μυστικό μήνυμα της ιστορίας αυτής συμφωνεί θαυμάσια με την αρπαγή της Περσεφόνης, η οποία, σύμφωνα με τον Όμηρο, αποτελεί την άμεση συνέπεια της συλλογής ωραίων λουλουδιών, διότι ο Νάρκισσος ερωτευμένος με την εικόνα του στην επιφάνεια της λίμνης, αποτελεί την αναπαράσταση της ψυχής που παρατηρεί την ασταθή κατάσταση ενός υλικού σώματος και σαν συνέπεια αυτού, ερωτεύεται την σωματική ζωή, που δεν είναι τίποτε περισσότερο απ την απατηλή εικόνα του πραγματικού ανθρώπου ή της λογικής και αθάνατης ψυχής.
Έτσι προσκολλώμενοι σ αυτήν την απατηλή και ρευστή εικόνα της πραγματικής ψυχής που ο καθένας μας αποκτά και μοιάζει έτσι σ’ αυτή την φυτική κατάσταση μ’ ένα ωραίο αλλά εύθραυστο λουλούδι, δηλαδή μια σωματική ζωή η οποία αποτελείται ολοκληρωτικά από τις απλές λειτουργίες της φύσης.
Η Περσεφόνη λοιπόν, ή η ψυχή, την στιγμή της καθόδου της στην ύλη παρουσιάζεται πολύ σωστά να είναι απασχολημένη με τη συλλογή αυτού του μοιραίου λουλουδιού, αφού οι πνευματικές λειτουργίες της την στιγμή αυτή είναι ολοκληρωτικά απασχολημένες με μια ζωή που αφορά την ασταθή κατάσταση του σώματος. Μετά από αυτό ο Πλούτων κατευθυνόμενος προς τη γη αρπάζει την Περσεφόνη και την παίρνει μαζί του χωρίς να τον σταματήσει η αντίσταση της Αθηνάς και της Αρτέμιδος, στις οποίες ο Ζευς απαγόρευσε να προβούν στην απελευθέρωση της, κάτι που στην περίπτωση αυτή σημαίνει την μοίρα.
Ο Πλούτων οδηγεί την Περσεφόνη στις καταχθόνιες περιοχές, με άλλα λόγια, η ψυχή βυθίζεται στο σκοτάδι και τα βάθη της υλικής φύσης.Η περιγραφή του γάμου που ακολουθεί αφορά την ένωσή της με την σκοτεινή κατοικία του σώματος:
« Τώρα υψώθηκε το απογευματινό αστέρι του Άδη, η νύφη ξάπλωσε στο νυφικό θάλαμο. Σαν παράνυνφη η Νύχτα στάθηκε κοντά στο στήθος της που έλαμπε απ τα αστέρια κι αγγίζοντας το κρεββάτι καθαγίασε τους γαμήλιους όρκους μ’ έναν ακατάλυτο δεσμό.»
Βιβλίο 2, 361-364
Η νύχτα ταιριάζει στη σκηνή αυτή και η Περσεφόνη στέκεται δίπλα στο νυφικό κρεβάτι επιβεβαιώνοντας έτσι την ένωση με τη λήθη, αφού η ψυχή με την ένωσή της με το υλικό σώμα γίνεται κάτοικος του σκότους και υπήκοος της αυτοκρατορίας της νύχτας. Σαν συνέπεια, αυτή πλέον κατοικεί με απατηλά φαντάσματα και μέχρι να σπάσει τις αλυσίδες της είναι αποστερημένη από την έμφυτη αντίληψη αυτού που είναι πραγματικό και αληθινό. *3
Παρακάτω παρουσιάζουμε την περιγραφή της Περσεφόνης που εμφανίζεται μέσα σ’ ένα όνειρο στη μητέρα της την Δήμητρα και της περιγράφει την αιχμαλωσία της και την άθλια κατάστασή της:
«Αλλά τότε η αληθινή όψη της κόρης ήλθε στον ύπνο της μητέρας της για ν’ αναγγείλει τη μοίρα της, χωρίς αμφιβολίες πια, κι η Περσεφόνη εμφανίστηκε καλυμένη από την σκοτεινή εσοχή της φυλακής της και με αμείλικτα δεσμά αλυσοδεμένη, όχι σαν εκείνη που πρωτύτερα η Δήμητρα την εμπιστεύθηκε στους λειμώνες της Σικελίας, ούτε σαν εκείνη που οι θεές θαύμασαν πρόσφατα στ’ ανθόσπαρτα λιβάδια της Αίτνας. Τα μαλλιά της πιο όμορφα κι απ το χρυσάφι ήταν αχτένιστα, η νύχτα πήρε τη λάμψη από τα μάτια της, χλωμή και άτονη απ΄το κρύο ήταν αυτή η όψη με την τρομακτική λαμπρότητα και την υπέροχη κορμοστασιά, τα μέλη της που δεν κάμφθηκαν απ’ την λευκότητα του συσσωρευμένου ψύχους ήταν χρωματισμένα απ’ το σκοτάδι του μαύρου σαν πίσσα βασιλείου. Κι όταν με δυσκολία και διστακτικό βλέμμα κατόρθωσε ν αναγνωρίσει την κόρη της, η Δήμητρα είπε: « Για ποιο έγκλημα δέχθηκες τόσες τιμωρίες; Από πού έρχεται αυτή η αδιόρατη αδυναμία; Ποιος έχει πάνω μου την δύναμη της σωτηρίας; Γιατί τα απαλά σου όπλα έγιναν σιδερένια δεσμά, που ούτε καν στ’ ανήμερα θεριά ταιριάζουν; Είσαι το παιδί μου; Ή με παραπλανά μια αδειανή σκιά;
Βιβλίο 3, 80-96
Τόσο αξιοθρήνητη είναι η κατάσταση της ψυχής όταν διεισδύει βαθιά στην σωματική φύση.Δεν αιχμαλωτίζεται μόνο άλλα χάνει την λαμπρότητά της, αφού έρχεται σε επαφή με την ακαθαρσία της ύλης και η οξύτητα της λογικής της στομώνει από το βαθύ σκοτάδι της υλικής νύχτας.
*1. http://books.google.gr/books/about/Claudian_De_Raptu_Proserpinae.html?id=NewKxhZSxpEC&redir_esc=y
*2 Εδώ θυμόμαστε τον μύθο του Ηρός στην Πολιτεία του Πλάτωνος 613e–619a όπου οι ψυχές περίμεναν σ έναν λειμώνα μέχρι να τους δοθεί ο κλήρος για το προς τα πού θα πάνε.
*3 Βλέπε και μύθο του σπηλαίου Πολιτεία Πλάτωνος
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου