Πολλές από τις προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που έλαβαν μέρος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην προσπάθεια άμυνας της τουρκικής εισβολής το 1974 μοιάζουν με κινηματογραφικά σενάρια.
Πρόσφατα η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων έκανε γνωστό ότι αναζητά τέσσερις Ελληνοκύπριους για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι Τουρκοκύπριοι δολοφόνησαν κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου Σημιανού της Κοντέας.Με τους τέσσερις αγνοούμενους την μοιραία όπως φαίνεται εκείνη μέρα, ήταν και ο Παναγιώτης Παναγιώτου ο οποίος διηγήθηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος την απίστευτη ιστορία τους.
Σύμφωνα με τον Παναγιώτου οι τέσσερις συνελήφθησαν «όπως έμαθε πρόσφατα» από Τούρκους που τους πήγαν στο Άρσος και από εκεί θα τους μετέφεραν στις ελεύθερες περιοχές. Κάπου στον δρόμο ωστόσο δύο Τουρκοκύπριοι είπαν στους Τούρκους στρατιώτες «αφήστε τους να τους πάρουμε εμείς». Εκ τότε χάθηκαν τα ίχνη τους, ενώ υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι τους πυροβόλησαν επί τόπου.
Η απίστευτη Ιστορία:
Ο φοιτητής τότε κ. Παναγιώτου επέστρεψε στην Κύπρο μια μέρα πριν τη δεύτερη εισβολή στις 13 Αυγούστου του ΄74. Ο Παναγιώτου βρέθηκε στο χωριό Άσσια στο οποίο μπήκαν οι Τούρκοι. Για να μην τον εντοπίσουν κρύφτηκε για δέκα μερόνυχτα σε λάκκο με νερό. Όταν αποφάσισαν να φύγουν με άλλα τέσσερα άτομα τους εντόπισαν Τούρκοι στρατιώτες και πυροβόλησαν με ριπή προς το μέρος τους. Τότε η ομάδα σκόρπισε. Ο Παναγιώτου έρποντας για ένα χιλιόμετρο και ξυπόλητος, είχε την τύχη να βρεθεί μπροστά σε διερχόμενο κάρο στο οποίο κρύφτηκε για να περάσει στις ελεύθερες περιοχές.
«Στις 2μ.μ. στις 14 όταν έσπασε η αμυντική γραμμή Μιας Μηλιάς, βρέθηκα σε απόσταση δύο μέτρων από ένα τούρκικο άρμα, το οποίο εισερχόταν στην Άσσια μαζί με άλλα άρματα. Μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα γιατί δεν με πυροβόλησαν. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου και από το ανώγειο παρακολουθούσα, που συγκέντρωναν τον κόσμο, ενώ είδα και δυο άρματα να περνούν πάνω από οχήματα τα οποία και διέλυσαν.
Άρχισα να κρύβομαι σε ένα λάκκο με νερό στην αυλή του σπιτιού της πεθεράς μου. Εκεί έμεινα δέκα μέρες. Σε άλλο σπίτι κοντινό έμεναν τέσσερις άλλοι. Όταν μάζεψαν τους κατοίκους ήρθε η πεθερά μου και μου είπε ‘’συλλαβάνουν μας κάνε ότι σε φωτίσει ο θεός’’.
Περίμενα να νυχτώσει και προσπάθησα να βγω από τον λάκκο επειδή έβαζαν από πάνω και ξύλα για να μην φαίνεται ότι υπήρχε εκεί ο λάκκος. Νόμιζα ότι δεν θα τα καταφέρω. Έβαζα όλη μου τη δύναμη και μετακίνησα το στόμιο του λάκκου. Οι δυνάμεις μου εξαντλούνταν όλη μέρα μέσα στο νερό και με τα χέρια μου να στηρίζουν το σώμα μου.
Από εκεί πήγα σε μια αποθήκη που φύλαγαν άχυρο όπου βρίσκονταν περίπου 20 κοπέλες που κρύφτηκαν εκεί, επειδή ακούστηκα ότι οι Τούρκοι βίαζαν γυναίκες που έπεφταν στα χέρια τους. Τους είπα να βγουν έξω να πάνε εκεί που πήραν το απόγευμα και τις μανάδες τους. Τους είπα ότι φεύγω κα από ότι έμαθα πήγαν και παραδόθηκαν. Πήγα στο σπίτι που έμεναν οι άλλοι τέσσερις και είπα ότι εγώ θα πάω στη Δεκέλεια. Ο ένας μου είπε ότι οι Τουρκοκύπριοι τον αναζητούσαν ονομαστικά από κατάλογο και ότι είπαν στη γυναίκα του πως όπου τον βρουν θα τον κόψουν κομμάτια. Βγάλαμε και τα παπούτσια για να μην αφήσουμε ίχνη και να μην προκαλούμε θόρυβο, και ξεκινήσαμε.
Το σχέδιο ήταν να περνούμε από τούρκικούς θύλακες, επειδή πίστευα ότι εκεί δεν θα είχε πολλές σκοπιές. Πήγαμε προς την Αφάνειας, ύστερα προς την Αγιά και υστέρα προς τη Λύση. Εκεί κουράστηκαν οι άλλοι και ήθελαν να μείνουμε. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος μας., επειδή θα μπορούσαμε να περάσουμε το ίδιο βράδυ στη Δεκέλεια.
Όταν άρχισε να χαράζει κατευθυνθήκαμε στη Κοντέα. Εγώ μπήκα σε ένα σπίτι και είδα έναν ηλικιωμένο ο οποίος τάιζε άλογα της κούρσας. Μου είπε ότι ερχόταν από τη Δεκέλεια και τάιζε τα άλογα. Επέστρεψα και βρήκα τους άλλους και εκεί κάναμε άλλο ένα λάθος. Αντί να κρυφτούμε και να προχωρήσουμε το βράδυ, αρχίσαμε να προχωρούμε και βλέπαμε τον δρόμο Περγάμου Κοντέας και από εκεί θα μπορούσαμε να φράσουμε στα χώματα της Άχνας και από εκεί στην Ξυλοτύμποτυ. Τους είπα πως αν διασταυρώσουμε τον δρόμο θα γλυτώσουμε.
Εγώ μπροστά και ακλουθούσαν οι άλλοι σε κάποια απόσταση. Σε κάποια στιγμή, όταν προχώρησα περίπου 40 μέτρα μπροστά στην φραγκοεκκλησίά της κοντέας μου έβαλαν μια ριπή και από ένστικτο έπεσα και περίμενα να έρθουν από πάνω να με πυροβολήσουν γύρισα πίσω και είδα τους τέσσερις να τρέχουν προς τα πίσω. Προφανώς για να καλυφθούν στα περιβόλια, και δεν άκουσα άλλους πυροβολισμούς. Όταν πέρασε περίπου ένα λεπτό και δεν με πλησίασε κανένας, άρχισα να απομακρύνομε έρποντας. Ίσως προχώρησα και ένα χιλιόμετρο και κατευθυνόμουν προς το Πέργαμος.
Σε κάποια στιγμή είδα τον γέρο που συνάντησα στο χωριό να έρχεται με το κάρο. Κρύφτηκα σε κάτι μαζιά και όταν πέρασε από δίπλα μου πιάστηκα κάτω από το κάρο χωρίς να με δει και με έσερνα μαζί του. Στον δρόμο υπήρχαν Τουρκοκύπριες και κατά διαστήματα περνούσε κάποιο στρατιωτικό όχημα. Σκέφτηκα ότι θα με δουν. Ρώτησα το γερό που πάμε. Και του έφυγαν τα γκέμια από τα χέρια. Του είπα ποιος είμαι και μου είπε φύγε διότι θα μας σκοτώσουν και στους δύο αν σε βρουν.
Είπα δεν μπορώ, δεν αντέχω σε παρακαλώ άσε με να βγω στο κάρο. Έμεινα και με κοιτούσε και μετά είπε έλα πάνω και ο Θεός βοηθός. Με σκέπασε με παλιόρουχα και όταν σταμάτησε ο γέρος σκέφτηκα ότι μας βρήκαν. Όταν διασταυρώσαμε άρχισα να συνέρχομαι Μου έδωσε νερό και εκείνη τη στιγμή λιποθύμησα. Περνούσε ο αγροφύλακας της Κοντέας και σταμάτησε. Όταν συνήλθα με μετέφερε με τη μοτοσυκλέτα στον αστυνομικό σταθμό όπου έδωσα κατάθεση
Τον γέρο πήγαινα και το έβλεπα κατά διαστήματα. Ήταν ο σωτήρας μου. »
http://www.newsit.com.cy/default.php?pname=Article&art_id=139941&catid=31
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου