Γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ».
Πατρίδα μου, αγάπη μου γλυκιά, άραγε θα με συγχωρέσεις κάποτε για το κακό που σου έκανα, θα μπορέσεις κάποια στιγμή να ξεχάσεις τα όσα δεινά σου πρόσφερα, με τα έργα μου και τις πράξεις μου, πατρίδα μου, αγάπη μου γλυκιά, πονάω αφάνταστα όταν σε βλέπω να δακρύζεις και να ματώνεις, όχι από τους δηλωμένους εχθρούς σου, που πάντα ήθελαν και πάντα θα θέλουν τον χαμό σου, αλλά από τα παιδιά σου, τα παιδιά που τόσο αγάπησες, τα παιδιά που τόσο προστάτεψες μέσα στην τρυφερή σου αγκαλιά, όταν αυτά υπέφεραν από διωγμούς και γενοκτονίες, όταν μάτωναν από τους σημερινούς φίλους και τότε εχθρούς, όταν.... σφαγιάζονταν από τους σημερινούς όχι και τόσο λαθραίους αδελφούς μας, πατρίδα μου, τα παιδιά σου σε πρόδωσαν για τριάντα επάργυρα πειρατικά δουβλόνια, νομίζοντας ότι με αυτά θα αποκτήσουν δόξα, πλούτο, δύναμη, αλλά δεν γνωρίζουν ότι, το μόνο που θα καταφέρουν στο τέλος θα είναι να φέρουν και πάλι το σκοτάδι, το χάος, το κρύο και την μαύρη ομίχλη, αυτά που πριν λίγα χρόνια μια χούφτα πολεμιστές, που ο κόσμος τους ονόμασε ήρωες, έδιωξαν, προσφέροντας ως θυσία ότι πολυτιμότερο έχει ένας άνθρωπος, την ζωή του.
Πατρίδα μου, σε πουλάμε, σε κομματιάζουμε, σε μαχαιρώνουμε και εσύ μας κοιτάς με δάκρυα στα μάτια, χωρίς να βγαίνει από τα χείλια σου ούτε μια κραυγή, διότι έτσι ήσουν, έτσι είσαι και έτσι θα είσαι για πάντα, μάνα στοργική, μάνα που πάντα θα κρύβει τον πόνο της όσο μεγάλος και εάν είναι, μόνο και μόνο να μην δείξει στα παιδιά της ότι την ξέχασαν, ότι την πίκραναν και ότι είναι αυτά υπεύθυνα για τα δάκρυα της, δάκρυα, που εδώ και χρόνια δεν έχουν σταματήσει να τρέχουν ούτε στιγμή, διότι μάνα, δεν σταματήσαμε ποτέ να σε πικραίνουμε, να σε προδίδουμε και να σε ματώνουμε, περιμένοντας και εμείς να πάρουμε ότι πήρε και ο εφιάλτης, τα επάργυρα σκοπιανικά, αλβανικά, τουρκικά, αμερικανοεβραικά και βουλγαρικά δουβλόνια, με τα οποία θα αποκτήσουμε εφήμερο πλούτο, παράταση της άνομης ζωής μας και συνάμα, τον αιώνιο τίτλο του προδότη, τίτλο τον οποίο δεν θα μπορέσουμε ποτέ να διαγράψουμε από το αιώνιο βιβλίο της ιστορίας, όσα καλά και να κάνουμε στο μέλλον.
Μητέρα γη, πατρίδα μου, γαλανή θάλασσα μου, φωτεινέ ήλιε μου, δροσερέ αέρα μου, καταπράσινα δάση μου εσείς, παγωμένα μου ποτάμια, αγέρωχα και πανύψηλα βουνά μου, κατάλευκα χιόνια μου, παραδεισένιες λίμνες μου, χώμα μου ιερό και αιματοβαμμένο, χώμα μου, που μέσα του κρύβεις δόξα, τιμή, ιστορία, πλούτο, δύναμη, αγάπη και πόνο, μεγάλο πόνο, τόσο, που κανένα άλλο χώμα δεν έχει γνωρίσει και τώρα, μάνα τι, το ιερό σου χώμα, το ίδιο σου το σώμα το πατούνε και το μαγαρίζουν οι βάρβαροι και οι λύκοι που έφεραν μαζί τους.
Μάνα, πατρίδα μου αγαπημένη, στου άκρατου τομαρισμού τον δρόμο σε απολησμονήσαμε, σε ξεχάσαμε, σε παρατήσαμε στην άκρη, οσάν να ήσουν περιττό για εμάς βάρος και τώρα πληγωμένη και με τις πληγές σου να τρέχουν αίμα, τριγύρω σου μαζεύτηκαν οι ύαινες, οι λύκοι και οι γύπες, για να σε σώσουν τάχα, πίνοντας το αίμα σου και τρώγοντας τις σάρκες σου, μοιράζοντας στο τέλος τα ιμάτια σου, ράβοντας με αυτά δικά τους πανωφόρια, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους.
Καρδιά μου, πατρίδα μου, από γη του φωτός, των θεών, των Τιτάνων, των ηρώων, των ημίθεων πολεμιστών, των φιλοσόφων, των επιστημόνων, των δασκάλων και των μεγάλων βασιλέων, έγινες με την δική μας προδοτική στάση και ψυχική σαπίλα, σκουπιδότοπος, μέσα στον οποίο, από τώρα και στο εξής, θα πετάνε ότι άχρηστο και ρυπαρό είχε, έχει και θα έχει αυτός ο κόσμος.
Πατρίδα μου, δεν υπάρχουν λόγια, δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχουν φράσεις και δεν υπάρχουν στιγμές με τα οποία να μπορώ να καταγράψω και να διατυπώσω το κακό που σου κάναμε και το κακό που συνεχίζουμε να σου κάνουμε εμείς τα παιδιά σου, ναι, τα σπλάχνα σου, το αίμα σου, οι σάρκες από την σάρκα σου, που εσύ έβαλες στο στήθος σου και στην τρυφερή σου αγκαλιά, χαϊδεύοντας μας απαλά με το καθάριο σου χέρι, όταν εμείς πονούσαμε από το κακό που τότε, αλλά και τώρα, μας προσφέρουν οι τότε εχθροί και τώρα φίλοι.
Πατρίδα μου ιερή, στα χώματα σου τώρα δεν πατούνε ήρωες, αλλά πατούνε τρομοκράτες, δεν πατούνε μαχητές, αλλά πατούνε αναρχικοί, δεν πατούνε φιλέλληνες, αλλά πατούνε ανθέλληνες, δεν πατούνε πατριώτες, αλλά πατούνε προδότες, δεν υπάρχουν πνευματικοί ναοί, αλλά υπάρχουν μοχθηρές γιάφκες, δεν υπάρχουν σχολεία, αλλά υπάρχουν κομματικές σπηλιές, που παριστάνουν τα σχολεία, δεν υπάρχει τιμή, αλλά υπάρχει μπόλικη ατιμία, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, αλλά υπάρχει τακτικό και άτακτο χάος, δεν υπάρχουν λεβέντες, αλλά υπάρχουν κλέφτες και απατεώνες, δεν υπάρχουν ευεργέτες, αλλά υπάρχουν οπλαρχηγοί και κατσαπλιάδες, πατρίδα μου, δεν υπάρχουν πλέον τα παιδιά σου, έφυγαν, χάθηκαν μέσα στον κόσμο και μέσα στην ιστορία, αυτοί που απέμειναν δεν είναι παιδιά σου, δεν έχουν καμία σχέση με τα παιδιά σου, δεν μπορεί να είναι δικά σου παιδιά, πατρίδα μου.
Πατρίδα μου, όσα συγνώμη και να σου πω δεν είναι ικανά να διορθώσουν τίποτε, όσα σε αγαπώ και να πω δεν είναι ικανά να γιατρέψουν τις ανοιχτές ακόμα πληγές σου, γι αυτό άσε με να σου πω ότι, όταν θα έρθει σύντομα η ώρα, που οι λύκοι και οι ύαινες θα πέσουν επάνω σου με πρωτόγνωρη λύσσα και πρωτόγνωρο θυμό, άσε τότε να σου προσφέρω ως δώρο και ως ύστατη τιμή την αδιάφορη και ανάξια ζωή μου, μήπως και με αυτό τον τρόπο μπορέσω να κοιτάξω κατάματα τα ιερά και φωτεινά πρόσωπα των προγόνων μου και να ζητήσω από αυτούς, πριν στα αιώνια σκοτάδια καταλήξω, να με συγχωρήσουν, για τα όσα έκανα και για τα όσα δεν στάθηκα ικανός να κάνω για εσένα.
Μητέρα μου, Μάνα μου, πατρίδα μου εσύ.
Και κάτι τελευταίο,
Αγαπητέ πατριώτη, κατά εμένα δεν υπάρχει περίπτωση να ξυπνήσεις, απλά μέσα στον πολιτικό και πνευματικό σου ύπνο σκοτώνεις έναν δράκο και την ίδια στιγμή δημιουργείς εκατό, αυτό που θέλω να θυμάσαι όμως είναι ένα, όταν με το καλό κάποτε καταρρίψεις την θεωρία μου και μπορέσεις να ξυπνήσεις, θα είσαι τότε, μέρος του εφιάλτη που ο ίδιος δημιούργησες.
Πατρίδα μου, αγάπη μου γλυκιά, άραγε θα με συγχωρέσεις κάποτε για το κακό που σου έκανα, θα μπορέσεις κάποια στιγμή να ξεχάσεις τα όσα δεινά σου πρόσφερα, με τα έργα μου και τις πράξεις μου, πατρίδα μου, αγάπη μου γλυκιά, πονάω αφάνταστα όταν σε βλέπω να δακρύζεις και να ματώνεις, όχι από τους δηλωμένους εχθρούς σου, που πάντα ήθελαν και πάντα θα θέλουν τον χαμό σου, αλλά από τα παιδιά σου, τα παιδιά που τόσο αγάπησες, τα παιδιά που τόσο προστάτεψες μέσα στην τρυφερή σου αγκαλιά, όταν αυτά υπέφεραν από διωγμούς και γενοκτονίες, όταν μάτωναν από τους σημερινούς φίλους και τότε εχθρούς, όταν.... σφαγιάζονταν από τους σημερινούς όχι και τόσο λαθραίους αδελφούς μας, πατρίδα μου, τα παιδιά σου σε πρόδωσαν για τριάντα επάργυρα πειρατικά δουβλόνια, νομίζοντας ότι με αυτά θα αποκτήσουν δόξα, πλούτο, δύναμη, αλλά δεν γνωρίζουν ότι, το μόνο που θα καταφέρουν στο τέλος θα είναι να φέρουν και πάλι το σκοτάδι, το χάος, το κρύο και την μαύρη ομίχλη, αυτά που πριν λίγα χρόνια μια χούφτα πολεμιστές, που ο κόσμος τους ονόμασε ήρωες, έδιωξαν, προσφέροντας ως θυσία ότι πολυτιμότερο έχει ένας άνθρωπος, την ζωή του.
Πατρίδα μου, σε πουλάμε, σε κομματιάζουμε, σε μαχαιρώνουμε και εσύ μας κοιτάς με δάκρυα στα μάτια, χωρίς να βγαίνει από τα χείλια σου ούτε μια κραυγή, διότι έτσι ήσουν, έτσι είσαι και έτσι θα είσαι για πάντα, μάνα στοργική, μάνα που πάντα θα κρύβει τον πόνο της όσο μεγάλος και εάν είναι, μόνο και μόνο να μην δείξει στα παιδιά της ότι την ξέχασαν, ότι την πίκραναν και ότι είναι αυτά υπεύθυνα για τα δάκρυα της, δάκρυα, που εδώ και χρόνια δεν έχουν σταματήσει να τρέχουν ούτε στιγμή, διότι μάνα, δεν σταματήσαμε ποτέ να σε πικραίνουμε, να σε προδίδουμε και να σε ματώνουμε, περιμένοντας και εμείς να πάρουμε ότι πήρε και ο εφιάλτης, τα επάργυρα σκοπιανικά, αλβανικά, τουρκικά, αμερικανοεβραικά και βουλγαρικά δουβλόνια, με τα οποία θα αποκτήσουμε εφήμερο πλούτο, παράταση της άνομης ζωής μας και συνάμα, τον αιώνιο τίτλο του προδότη, τίτλο τον οποίο δεν θα μπορέσουμε ποτέ να διαγράψουμε από το αιώνιο βιβλίο της ιστορίας, όσα καλά και να κάνουμε στο μέλλον.
Μητέρα γη, πατρίδα μου, γαλανή θάλασσα μου, φωτεινέ ήλιε μου, δροσερέ αέρα μου, καταπράσινα δάση μου εσείς, παγωμένα μου ποτάμια, αγέρωχα και πανύψηλα βουνά μου, κατάλευκα χιόνια μου, παραδεισένιες λίμνες μου, χώμα μου ιερό και αιματοβαμμένο, χώμα μου, που μέσα του κρύβεις δόξα, τιμή, ιστορία, πλούτο, δύναμη, αγάπη και πόνο, μεγάλο πόνο, τόσο, που κανένα άλλο χώμα δεν έχει γνωρίσει και τώρα, μάνα τι, το ιερό σου χώμα, το ίδιο σου το σώμα το πατούνε και το μαγαρίζουν οι βάρβαροι και οι λύκοι που έφεραν μαζί τους.
Μάνα, πατρίδα μου αγαπημένη, στου άκρατου τομαρισμού τον δρόμο σε απολησμονήσαμε, σε ξεχάσαμε, σε παρατήσαμε στην άκρη, οσάν να ήσουν περιττό για εμάς βάρος και τώρα πληγωμένη και με τις πληγές σου να τρέχουν αίμα, τριγύρω σου μαζεύτηκαν οι ύαινες, οι λύκοι και οι γύπες, για να σε σώσουν τάχα, πίνοντας το αίμα σου και τρώγοντας τις σάρκες σου, μοιράζοντας στο τέλος τα ιμάτια σου, ράβοντας με αυτά δικά τους πανωφόρια, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα τους.
Καρδιά μου, πατρίδα μου, από γη του φωτός, των θεών, των Τιτάνων, των ηρώων, των ημίθεων πολεμιστών, των φιλοσόφων, των επιστημόνων, των δασκάλων και των μεγάλων βασιλέων, έγινες με την δική μας προδοτική στάση και ψυχική σαπίλα, σκουπιδότοπος, μέσα στον οποίο, από τώρα και στο εξής, θα πετάνε ότι άχρηστο και ρυπαρό είχε, έχει και θα έχει αυτός ο κόσμος.
Πατρίδα μου, δεν υπάρχουν λόγια, δεν υπάρχουν λέξεις, δεν υπάρχουν φράσεις και δεν υπάρχουν στιγμές με τα οποία να μπορώ να καταγράψω και να διατυπώσω το κακό που σου κάναμε και το κακό που συνεχίζουμε να σου κάνουμε εμείς τα παιδιά σου, ναι, τα σπλάχνα σου, το αίμα σου, οι σάρκες από την σάρκα σου, που εσύ έβαλες στο στήθος σου και στην τρυφερή σου αγκαλιά, χαϊδεύοντας μας απαλά με το καθάριο σου χέρι, όταν εμείς πονούσαμε από το κακό που τότε, αλλά και τώρα, μας προσφέρουν οι τότε εχθροί και τώρα φίλοι.
Πατρίδα μου ιερή, στα χώματα σου τώρα δεν πατούνε ήρωες, αλλά πατούνε τρομοκράτες, δεν πατούνε μαχητές, αλλά πατούνε αναρχικοί, δεν πατούνε φιλέλληνες, αλλά πατούνε ανθέλληνες, δεν πατούνε πατριώτες, αλλά πατούνε προδότες, δεν υπάρχουν πνευματικοί ναοί, αλλά υπάρχουν μοχθηρές γιάφκες, δεν υπάρχουν σχολεία, αλλά υπάρχουν κομματικές σπηλιές, που παριστάνουν τα σχολεία, δεν υπάρχει τιμή, αλλά υπάρχει μπόλικη ατιμία, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, αλλά υπάρχει τακτικό και άτακτο χάος, δεν υπάρχουν λεβέντες, αλλά υπάρχουν κλέφτες και απατεώνες, δεν υπάρχουν ευεργέτες, αλλά υπάρχουν οπλαρχηγοί και κατσαπλιάδες, πατρίδα μου, δεν υπάρχουν πλέον τα παιδιά σου, έφυγαν, χάθηκαν μέσα στον κόσμο και μέσα στην ιστορία, αυτοί που απέμειναν δεν είναι παιδιά σου, δεν έχουν καμία σχέση με τα παιδιά σου, δεν μπορεί να είναι δικά σου παιδιά, πατρίδα μου.
Πατρίδα μου, όσα συγνώμη και να σου πω δεν είναι ικανά να διορθώσουν τίποτε, όσα σε αγαπώ και να πω δεν είναι ικανά να γιατρέψουν τις ανοιχτές ακόμα πληγές σου, γι αυτό άσε με να σου πω ότι, όταν θα έρθει σύντομα η ώρα, που οι λύκοι και οι ύαινες θα πέσουν επάνω σου με πρωτόγνωρη λύσσα και πρωτόγνωρο θυμό, άσε τότε να σου προσφέρω ως δώρο και ως ύστατη τιμή την αδιάφορη και ανάξια ζωή μου, μήπως και με αυτό τον τρόπο μπορέσω να κοιτάξω κατάματα τα ιερά και φωτεινά πρόσωπα των προγόνων μου και να ζητήσω από αυτούς, πριν στα αιώνια σκοτάδια καταλήξω, να με συγχωρήσουν, για τα όσα έκανα και για τα όσα δεν στάθηκα ικανός να κάνω για εσένα.
Μητέρα μου, Μάνα μου, πατρίδα μου εσύ.
Και κάτι τελευταίο,
Αγαπητέ πατριώτη, κατά εμένα δεν υπάρχει περίπτωση να ξυπνήσεις, απλά μέσα στον πολιτικό και πνευματικό σου ύπνο σκοτώνεις έναν δράκο και την ίδια στιγμή δημιουργείς εκατό, αυτό που θέλω να θυμάσαι όμως είναι ένα, όταν με το καλό κάποτε καταρρίψεις την θεωρία μου και μπορέσεις να ξυπνήσεις, θα είσαι τότε, μέρος του εφιάλτη που ο ίδιος δημιούργησες.
http://ksipnistere.blogspot.gr/2013/01/blog-post_6008.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου