Αν
υπάρχει ένα συμπέρασμα από τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δύο
εβδομάδων είναι πως η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου-Κουβέλη
κουτσά-στραβά μπορεί να πορευτεί, αν δεν υπάρξει ισχυρή λαϊκή παρέμβαση
στην πολιτική κρίση. Κι αν υπάρχει ένα δεύτερο, πιο σημαντικό κατά τη
γνώμη μας συμπέρασμα, που αφορά το μέλλον, είναι πως μια ισχυρή λαϊκή
παρέμβαση στην κρίση μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση το σημερινό
κυβερνητικό σχηματισμό, υπό τους σημερινούς όμως όρους δεν....
είναι σε θέση και ν’ αλλάξει τη ρότα του ελληνικού καπιταλισμού, διότι δεν έχουν διαμορφωθεί όροι ξεπεράσματος του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, γεγονός που του επιτρέπει να βρίσκει πολιτικές λύσεις διακυβέρνησης, έστω και βραχύβιες.
Ο Σαμαράς κατάφερε να βγάλει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες τη διαδικασία ψήφισης του πιο εφιαλτικού πακέτου μέτρων της «μνημονιακής» εποχής. Διέγραψε τρεις άσημους βουλευτές (Σταυρόγιαννη, Κασαπίδη, Σολδάτο), στέλνοντας σκληρό μήνυμα εσωκομματικής πειθαρχίας. Αμέσως μετά την ψήφιση και του προϋπολογισμού, με ύφος θριαμβευτή, πήρε το αεροπλάνο και ταξίδεψε πρώτα στις Βρυξέλλες και μετά στη Μάλτα, για να φέρει τη δόση και κεφάλαια για επενδύσεις (το δεύτερο ανήκει ακόμα στη σφαίρα της προπαγάνδας). Μια γερή δόση προπαγάνδας, με εμφανίσεις του δίπλα στον Μπαρόζο, τον Ρομπάι, τον Σουλτς, του ήταν απαραίτητη για να συγκεντρώσει πάνω του όλα τα φώτα και να προβληθεί σαν η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία του έθνους. Κίνηση λογική και προβλέψιμη, αν αναλογιστούμε τα χάλια που έχουν οι συνεταίροι του στη συγκυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος έχει χάσει εντελώς τη μπάλα. Διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες όχι μόνο από την κοινοβουλευτική ομάδα αλλά και από το ΠΑΣΟΚ τους «αντάρτες» των ψηφοφοριών, όμως δέχτηκε ένα χτύπημα εκ των έσω, με την παραίτηση του εξ απορρήτων του Δατσέρη. Το γεγονός ότι ο τελευταίος χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ «φούσκα της μεταπολίτευσης», την ώρα που ο Βενιζέλος είχε φτιάξει το δραματικό αφήγημα με τίτλο «Το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί τη μοίρα της χώρας», ταυτίζοντας το κόμμα (δηλαδή τον εαυτό του) με τη χώρα, αποτελεί ένδειξη του πανικού που έχει καταλάβει το βενιζελικό επιτελείο. Οταν ο πιο στενός του συνεργάτης δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον πολιτικοποιητικό οίστρο του αρχηγού, από ποιους να περιμένει βοήθεια; Από τη Χριστοφιλοπούλου, τον Πρωτόπαπα και τον… Κουτρουμάνη (η Φώφη έτσι κι αλλιώς είναι μόνο για… παρκέ), τους μοναδικούς που απέμειναν να θυμίζουν ότι αυτό το κόμμα ήταν κάποτε το ΠΑΣΟΚ και οι οποίοι είναι έτοιμοι να την κάνουν γι’ άλλες πολιτείες έτσι και αλλάξει η κατάσταση; Ποιον να πρωτοαντιμετωπίσει στο εσωκομματικό πεδίο; Τον Λοβέρδο, που δείχνει ν’ αλλάζει τακτική και να μην πηγαίνει για δημιουργία άλλου κόμματος, τον Χρυσοχοΐδη, που είναι μεν το απόλυτο τίποτα, διαθέτει όμως γερές πλάτες (εντός και κυρίως εκτός), τον Σκανδαλίδη, που έδειξε να μην περιμένει τη διαγραφή και δηλώνει ότι κανένας δεν πρόκειται να τον διώξει από το ΠΑΣΟΚ, ή τους παλαιούς βαρόνους (Παπουτσή, Ρέππα, Βάσω κ.ά.), οι οποίοι του σπάνε τα νεύρα με την εκκωφαντική σιωπή τους;
Ο Κουβέλης έχει τα δικά του προβλήματα. Διότι ο μεν Μιχελογιαννάκης την έκανε έγκαιρα και ήδη έχει γίνει… δόκιμο μέλος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, όμως ο Βουδούρης (με παρέα τον Μουτσινά) αποδεικνύεται ανώτερος του Βούδα σε αταραξία. Τον έβριζαν εν χορώ Κουβέλης και κολλητοί, αλλά αυτός όχι μόνο παρέμεινε στη συνεδρίαση της ΚΟ, αλλά είχε φροντίσει να τους διαμηνύσει από τα πριν ότι «το κόμμα είμαι εγώ» και να αποκαλύψει ότι ο Σαμαράς του είχε προτείνει το υπουργείο Υγείας, αλλά αυτός έμεινε πιστός στη ΔΗΜΑΡ! Μπορεί να είναι μικρότερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Κουβέλης σε σχέση μ’ αυτά του ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ όμως δεν παύει να είναι ένα κόμμα σε βαθιά κρίση, καθώς είναι αυτή που διέπραξε την πιο χοντρή κοροϊδία των ψηφοφόρων της. Αν αναρωτιέστε γιατί δεν σηκώνεται να φύγει από τη ΔΗΜΑΡ ο Βουδούρης, σκεφθείτε πως αν έφευγε θα ήταν απλά ένας ασήμαντος ανεξάρτητος βουλευτής ή έστω συνεργαζόμενος με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τώρα είναι ο διαφωνών της ΔΗΜΑΡ, που συγκεντρώνει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Στόχος του είναι να ηρωποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο, ν’ ανεβάσει τις μετοχές του στο πολιτικό χρηματιστήριο και να πουλήσει καλύτερα τον εαυτό του στη συνέχεια.
Αντε τώρα να κάνει ανασχηματισμό ο Σαμαράς υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ολα δείχνουν, όμως, ότι αυτή την περίοδο περισσότερο τον απασχολεί το πώς θα επιβληθεί στους συνεταίρους του, παρά πώς θα τους δώσει προνόμια. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μόλις διέρρευσε η απόφαση του ΣτΕ για την απόδοση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς (νόμος Ραγκούση), έσπευσε να δώσει εντολή στον Αθανασίου να ετοιμάσει νομοθετική ρύθμιση που θα καταργεί αυτές τις διατάξεις του νόμου Ραγκούση, πετώντας το γάντι στους Βενιζέλο και Κουβέλη. Υπάρχει, βέβαια, η έγνοια του Σαμαρά να εμφανιστεί ως πρωτομάχος της δεξιάς, παρακάμπτοντας νεοναζί και Καμμένο, αλλά μπορούσε να περιμένει μερικές μέρες, μέχρι τουλάχιστον να δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ, και να κάνει στο μεταξύ κάποιες συνεννοήσεις με τους συνεταίρους στην κυβέρνηση. Δεν το έκανε κι αυτή ήταν μια κίνηση περιφρόνησής τους. Ηταν σαν να τους έλεγε «καθήστε στ’ αυγά σας, γιατί δεν μετράτε». Το βράδυ, βέβαια, αναδιπλώθηκε, μετά τις τσιρίδες που έβγαλαν ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, όμως το μήνυμα είχε ήδη σταλεί.
Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει ο Σαμαράς είναι να εκβιάζει τους Βενιζέλο και Κουβέλη με εκλογές. Ο ίδιος διαρρέει, μέσω των επιφορτισμένων μ’ αυτό το καθήκον ανθρώπων του Μαξίμου, ότι μπορεί να πάει σύντομα σε εκλογές με το δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας», ενώ οι άλλοι δύο θα πάνε σε εκλογές με το «βγαίνω δε βγαίνω». Ιδιαίτερα η ΔΗΜΑΡ θα ρισκάρει ακόμα και την κοινοβουλευτική της επιβίωση. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μην έχει τέτοιο πρόβλημα, όμως θα βρεθεί με μια κοινοβουλευτική ομάδα μικρότερη των 20 βουλευτών.
Κατά τη γνώμη μας αυτός είναι ένας εκβιασμός χωρίς άμεση πρακτική εφαρμογή. Και να ήθελε ο Σαμαράς να πάει σε εκλογές για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, δε θα του το επέτρεπαν από το Βερολίνο. Για ποιο λόγο να επιτρέψουν εκλογές εκλογικής σκοπιμότητας; Για να μπουν σε μια περίοδο μεγαλύτερης αβεβαιότητας; Αν η συγκυβέρνηση μπορεί να πορευτεί κι άλλο, γιατί να μπουν σε εκλογικές περιπέτειες; Ομως, έτσι όπως πλασάρεται ο εκβιασμός από το Μαξίμου, από τη μια βοηθάει τους Βενιζέλο και Κουβέλη να συμμαζέψουν ό,τι απέμεινε από τα κόμματά τους και ν’ αφήσουν τις πολλές τσιριμόνιες, αράζοντας στα κιλά τους, και από την άλλη τροφοδοτεί την πολιτική επικαιρότητα με την πάντοτε αποπροσανατολιστική εκλογολογία. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις τι «ατυχήματα» μπορεί να προκύψουν όταν παίζονται τέτοια παιχνίδια, όμως όσο δεν υπάρχει ισχυρή λαϊκή παρέμβαση η συγκυβέρνηση θα μπορεί κουτσά-στραβά να πορεύεται. Με προβλήματα, με ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της και χτυπήματα κάτω από τη μέση από τον Σαμαρά, με τους Βενιζέλο και Κουβέλη να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα μαζέψει γύρω του ό,τι σοσιαλδημοκρατικό έμεινε εκτός ΣΥΡΙΖΑ, πάντως θα πορεύεται.
Για πόσο θα μπορεί να πορεύεται; Σίγουρα όχι μέχρι το τέλος της τετραετίας, αλλά δεν έχει καμιά σημασία να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε πότε η σημερινή συγκυβέρνηση δε θα μπορεί να σταθεί άλλο και θα πάει σε εκλογές. Γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι με ποιους όρους θα πάει σε εκλογές και τι προοπτικές θα διαφανούν. Αν π.χ. ο Σαμαράς κρίνει ότι κάποια συγκυρία τον βολεύει για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να ξανακερδίσει, θα έχει κανένα όφελος ο ελληνικός λαός από έναν τέτοιο ελιγμό; Αν ενταθούν τα προβλήματα μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και πάνε σε εκλογές έστω και όχι με τους καλύτερους όρους για τον Σαμαρά, τι θα κερδίσει ο ελληνικός λαός; Κι αν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και εφαρμόσει τη δική του διαχειριστική πολιτική, την πραγματική, αυτή που περιγράφουν τα οικονομικά του στελέχη, με τις γοργές «προσαρμογές» που πάντοτε κάνουν τα αστικά κόμματα μετά τις εκλογές, τι θα κερδίσει ο ελληνικός λαός; Νέες θυσίες με μια ελπίδα που θ’ αποδειχτεί και πάλι φρούδα.
Εμείς, όμως, θα πάμε και ένα βήμα παραπέρα. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση καταρρεύσει μετά από ισχυρές μαζικές κινητοποιήσεις, αυτή η κατάρρευση από μόνη της δεν είναι ικανή να γυρίσει σελίδα στην πορεία του τόπου. Οταν το σύστημα παραμένει ανέπαφο, έχει τη δυνατότητα να αναδιατάσσει τις πολιτικές του δυνάμεις και να δημιουργεί σχήματα εξουσίας που του δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσει ουσιαστικά αλώβητο. Ευχής έργο είναι πάντοτε ο ξεσηκωμός του λαού, όμως πρέπει να βλέπουμε πιο πέρα. Να βλέπουμε το μεγάλο κενό πολιτικής εκπροσώπησης, που δεν επιτρέπει αισιοδοξία για την επόμενη μέρα. Το παράδειγμα της Αργεντινής είναι άκρως διδακτικό. Η λαϊκή εξέγερση έφερε στην εξουσία τη σοσιαλδημοκρατία και ο καπιταλισμός συνέχισε το δρόμο του.
eksegersi
είναι σε θέση και ν’ αλλάξει τη ρότα του ελληνικού καπιταλισμού, διότι δεν έχουν διαμορφωθεί όροι ξεπεράσματος του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, γεγονός που του επιτρέπει να βρίσκει πολιτικές λύσεις διακυβέρνησης, έστω και βραχύβιες.
Ο Σαμαράς κατάφερε να βγάλει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες τη διαδικασία ψήφισης του πιο εφιαλτικού πακέτου μέτρων της «μνημονιακής» εποχής. Διέγραψε τρεις άσημους βουλευτές (Σταυρόγιαννη, Κασαπίδη, Σολδάτο), στέλνοντας σκληρό μήνυμα εσωκομματικής πειθαρχίας. Αμέσως μετά την ψήφιση και του προϋπολογισμού, με ύφος θριαμβευτή, πήρε το αεροπλάνο και ταξίδεψε πρώτα στις Βρυξέλλες και μετά στη Μάλτα, για να φέρει τη δόση και κεφάλαια για επενδύσεις (το δεύτερο ανήκει ακόμα στη σφαίρα της προπαγάνδας). Μια γερή δόση προπαγάνδας, με εμφανίσεις του δίπλα στον Μπαρόζο, τον Ρομπάι, τον Σουλτς, του ήταν απαραίτητη για να συγκεντρώσει πάνω του όλα τα φώτα και να προβληθεί σαν η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία του έθνους. Κίνηση λογική και προβλέψιμη, αν αναλογιστούμε τα χάλια που έχουν οι συνεταίροι του στη συγκυβέρνηση.
Ο Βενιζέλος έχει χάσει εντελώς τη μπάλα. Διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες όχι μόνο από την κοινοβουλευτική ομάδα αλλά και από το ΠΑΣΟΚ τους «αντάρτες» των ψηφοφοριών, όμως δέχτηκε ένα χτύπημα εκ των έσω, με την παραίτηση του εξ απορρήτων του Δατσέρη. Το γεγονός ότι ο τελευταίος χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ «φούσκα της μεταπολίτευσης», την ώρα που ο Βενιζέλος είχε φτιάξει το δραματικό αφήγημα με τίτλο «Το ΠΑΣΟΚ ακολουθεί τη μοίρα της χώρας», ταυτίζοντας το κόμμα (δηλαδή τον εαυτό του) με τη χώρα, αποτελεί ένδειξη του πανικού που έχει καταλάβει το βενιζελικό επιτελείο. Οταν ο πιο στενός του συνεργάτης δεν μπορεί να παρακολουθήσει τον πολιτικοποιητικό οίστρο του αρχηγού, από ποιους να περιμένει βοήθεια; Από τη Χριστοφιλοπούλου, τον Πρωτόπαπα και τον… Κουτρουμάνη (η Φώφη έτσι κι αλλιώς είναι μόνο για… παρκέ), τους μοναδικούς που απέμειναν να θυμίζουν ότι αυτό το κόμμα ήταν κάποτε το ΠΑΣΟΚ και οι οποίοι είναι έτοιμοι να την κάνουν γι’ άλλες πολιτείες έτσι και αλλάξει η κατάσταση; Ποιον να πρωτοαντιμετωπίσει στο εσωκομματικό πεδίο; Τον Λοβέρδο, που δείχνει ν’ αλλάζει τακτική και να μην πηγαίνει για δημιουργία άλλου κόμματος, τον Χρυσοχοΐδη, που είναι μεν το απόλυτο τίποτα, διαθέτει όμως γερές πλάτες (εντός και κυρίως εκτός), τον Σκανδαλίδη, που έδειξε να μην περιμένει τη διαγραφή και δηλώνει ότι κανένας δεν πρόκειται να τον διώξει από το ΠΑΣΟΚ, ή τους παλαιούς βαρόνους (Παπουτσή, Ρέππα, Βάσω κ.ά.), οι οποίοι του σπάνε τα νεύρα με την εκκωφαντική σιωπή τους;
Ο Κουβέλης έχει τα δικά του προβλήματα. Διότι ο μεν Μιχελογιαννάκης την έκανε έγκαιρα και ήδη έχει γίνει… δόκιμο μέλος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, όμως ο Βουδούρης (με παρέα τον Μουτσινά) αποδεικνύεται ανώτερος του Βούδα σε αταραξία. Τον έβριζαν εν χορώ Κουβέλης και κολλητοί, αλλά αυτός όχι μόνο παρέμεινε στη συνεδρίαση της ΚΟ, αλλά είχε φροντίσει να τους διαμηνύσει από τα πριν ότι «το κόμμα είμαι εγώ» και να αποκαλύψει ότι ο Σαμαράς του είχε προτείνει το υπουργείο Υγείας, αλλά αυτός έμεινε πιστός στη ΔΗΜΑΡ! Μπορεί να είναι μικρότερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Κουβέλης σε σχέση μ’ αυτά του ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ όμως δεν παύει να είναι ένα κόμμα σε βαθιά κρίση, καθώς είναι αυτή που διέπραξε την πιο χοντρή κοροϊδία των ψηφοφόρων της. Αν αναρωτιέστε γιατί δεν σηκώνεται να φύγει από τη ΔΗΜΑΡ ο Βουδούρης, σκεφθείτε πως αν έφευγε θα ήταν απλά ένας ασήμαντος ανεξάρτητος βουλευτής ή έστω συνεργαζόμενος με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τώρα είναι ο διαφωνών της ΔΗΜΑΡ, που συγκεντρώνει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Στόχος του είναι να ηρωποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο, ν’ ανεβάσει τις μετοχές του στο πολιτικό χρηματιστήριο και να πουλήσει καλύτερα τον εαυτό του στη συνέχεια.
Αντε τώρα να κάνει ανασχηματισμό ο Σαμαράς υπ’ αυτές τις συνθήκες. Ολα δείχνουν, όμως, ότι αυτή την περίοδο περισσότερο τον απασχολεί το πώς θα επιβληθεί στους συνεταίρους του, παρά πώς θα τους δώσει προνόμια. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μόλις διέρρευσε η απόφαση του ΣτΕ για την απόδοση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς (νόμος Ραγκούση), έσπευσε να δώσει εντολή στον Αθανασίου να ετοιμάσει νομοθετική ρύθμιση που θα καταργεί αυτές τις διατάξεις του νόμου Ραγκούση, πετώντας το γάντι στους Βενιζέλο και Κουβέλη. Υπάρχει, βέβαια, η έγνοια του Σαμαρά να εμφανιστεί ως πρωτομάχος της δεξιάς, παρακάμπτοντας νεοναζί και Καμμένο, αλλά μπορούσε να περιμένει μερικές μέρες, μέχρι τουλάχιστον να δημοσιευτεί η απόφαση του ΣτΕ, και να κάνει στο μεταξύ κάποιες συνεννοήσεις με τους συνεταίρους στην κυβέρνηση. Δεν το έκανε κι αυτή ήταν μια κίνηση περιφρόνησής τους. Ηταν σαν να τους έλεγε «καθήστε στ’ αυγά σας, γιατί δεν μετράτε». Το βράδυ, βέβαια, αναδιπλώθηκε, μετά τις τσιρίδες που έβγαλαν ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, όμως το μήνυμα είχε ήδη σταλεί.
Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει ο Σαμαράς είναι να εκβιάζει τους Βενιζέλο και Κουβέλη με εκλογές. Ο ίδιος διαρρέει, μέσω των επιφορτισμένων μ’ αυτό το καθήκον ανθρώπων του Μαξίμου, ότι μπορεί να πάει σύντομα σε εκλογές με το δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας», ενώ οι άλλοι δύο θα πάνε σε εκλογές με το «βγαίνω δε βγαίνω». Ιδιαίτερα η ΔΗΜΑΡ θα ρισκάρει ακόμα και την κοινοβουλευτική της επιβίωση. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ μπορεί να μην έχει τέτοιο πρόβλημα, όμως θα βρεθεί με μια κοινοβουλευτική ομάδα μικρότερη των 20 βουλευτών.
Κατά τη γνώμη μας αυτός είναι ένας εκβιασμός χωρίς άμεση πρακτική εφαρμογή. Και να ήθελε ο Σαμαράς να πάει σε εκλογές για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, δε θα του το επέτρεπαν από το Βερολίνο. Για ποιο λόγο να επιτρέψουν εκλογές εκλογικής σκοπιμότητας; Για να μπουν σε μια περίοδο μεγαλύτερης αβεβαιότητας; Αν η συγκυβέρνηση μπορεί να πορευτεί κι άλλο, γιατί να μπουν σε εκλογικές περιπέτειες; Ομως, έτσι όπως πλασάρεται ο εκβιασμός από το Μαξίμου, από τη μια βοηθάει τους Βενιζέλο και Κουβέλη να συμμαζέψουν ό,τι απέμεινε από τα κόμματά τους και ν’ αφήσουν τις πολλές τσιριμόνιες, αράζοντας στα κιλά τους, και από την άλλη τροφοδοτεί την πολιτική επικαιρότητα με την πάντοτε αποπροσανατολιστική εκλογολογία. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις τι «ατυχήματα» μπορεί να προκύψουν όταν παίζονται τέτοια παιχνίδια, όμως όσο δεν υπάρχει ισχυρή λαϊκή παρέμβαση η συγκυβέρνηση θα μπορεί κουτσά-στραβά να πορεύεται. Με προβλήματα, με ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της και χτυπήματα κάτω από τη μέση από τον Σαμαρά, με τους Βενιζέλο και Κουβέλη να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα μαζέψει γύρω του ό,τι σοσιαλδημοκρατικό έμεινε εκτός ΣΥΡΙΖΑ, πάντως θα πορεύεται.
Για πόσο θα μπορεί να πορεύεται; Σίγουρα όχι μέχρι το τέλος της τετραετίας, αλλά δεν έχει καμιά σημασία να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε πότε η σημερινή συγκυβέρνηση δε θα μπορεί να σταθεί άλλο και θα πάει σε εκλογές. Γιατί εκείνο που έχει σημασία είναι με ποιους όρους θα πάει σε εκλογές και τι προοπτικές θα διαφανούν. Αν π.χ. ο Σαμαράς κρίνει ότι κάποια συγκυρία τον βολεύει για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να ξανακερδίσει, θα έχει κανένα όφελος ο ελληνικός λαός από έναν τέτοιο ελιγμό; Αν ενταθούν τα προβλήματα μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο και πάνε σε εκλογές έστω και όχι με τους καλύτερους όρους για τον Σαμαρά, τι θα κερδίσει ο ελληνικός λαός; Κι αν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ και εφαρμόσει τη δική του διαχειριστική πολιτική, την πραγματική, αυτή που περιγράφουν τα οικονομικά του στελέχη, με τις γοργές «προσαρμογές» που πάντοτε κάνουν τα αστικά κόμματα μετά τις εκλογές, τι θα κερδίσει ο ελληνικός λαός; Νέες θυσίες με μια ελπίδα που θ’ αποδειχτεί και πάλι φρούδα.
Εμείς, όμως, θα πάμε και ένα βήμα παραπέρα. Ακόμα κι αν η κυβέρνηση καταρρεύσει μετά από ισχυρές μαζικές κινητοποιήσεις, αυτή η κατάρρευση από μόνη της δεν είναι ικανή να γυρίσει σελίδα στην πορεία του τόπου. Οταν το σύστημα παραμένει ανέπαφο, έχει τη δυνατότητα να αναδιατάσσει τις πολιτικές του δυνάμεις και να δημιουργεί σχήματα εξουσίας που του δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσει ουσιαστικά αλώβητο. Ευχής έργο είναι πάντοτε ο ξεσηκωμός του λαού, όμως πρέπει να βλέπουμε πιο πέρα. Να βλέπουμε το μεγάλο κενό πολιτικής εκπροσώπησης, που δεν επιτρέπει αισιοδοξία για την επόμενη μέρα. Το παράδειγμα της Αργεντινής είναι άκρως διδακτικό. Η λαϊκή εξέγερση έφερε στην εξουσία τη σοσιαλδημοκρατία και ο καπιταλισμός συνέχισε το δρόμο του.
eksegersi
http://ksipnistere.blogspot.gr/2012/11/blog-post_4534.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου