Προσωρινή ανακούφιση και διαρκή προβληματισμό διαπιστώνει όποιος διαβάσει το διεθνή Τύπο αλλά και τις απόψεις ειδικών, οικονομολόγων και πολιτικών την επόμενη μέρα της έγκρισης του δεύτερου πακέτου στήριξης και του PSI. Το πράσινο φως για την εκταμίευση των χρημάτων μπορεί να δόθηκε, η λύση όμως για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την πορεία της ελληνικής οικονομίας όχι. Έτσι, το ερώτημα, και τώρα τι κάνουμε, επανήλθε δριμύτερο… και το αγκαθωτό μπαλάκι βρίσκεται αναμφισβήτητα στα χέρια των Ελλήνων.
«Yπάρχει μόνο μια πολιτική αβεβαιότητα και αυτή είναι η ίδια η Ελλάδα. Οι Έλληνες θα πρέπει να δουλέψουν πολύ σκληρά» δηλώνει χαρακτηριστικά ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, Jan Kees de Jager, σε συνέντευξή του με τίτλο: «Η μεγαλύτερη παραγραφή στην ιστορία» στην εφημερίδα Financieele Dagblad.
«Η επιθεώρηση του ΔΝΤ και της ΕΕ θα είναι πάνω από όλα. Η Ελλάδα παραμένει μια ανεξάρτητη χώρα, που η ίδια πρέπει να το υλοποιήσει. Κάναμε το μέγιστο δυνατό. Εάν είναι αρκετό, εξαρτάται από την ίδια την Ελλάδα» επισημαίνει με νόημα.
Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται άρθρο του δημοσιογράφου Marijn Jongsma, με τίτλο: «Μετά τις τράπεζες η κυβέρνηση θα αιμορραγήσει για την Ελλάδα», όπου αναφέρονται τα εξής:
Εάν στο μέλλον χρειαστεί μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα πρέπει και οι ίδιες οι χώρες τις ευρωζώνης να αιμορραγήσουν. Με την ανταλλαγή των ομολόγων δεν μειώθηκε μόνο το ελληνικό χρέος, αλλά και η σύνθεση των πιστωτών άλλαξε δραματικά.
Επειδή τώρα οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ιδρύματα θα λάβουν λιγότερη από τη μισή από την ονομαστική αξία των ομολόγων, το μεγαλύτερο μέρος του κρατικού χρέους θα βρεθεί στα χέρια των κυβερνήσεων, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ακόμα 350 δις ευρώ, από το οποίο 206 δις βρίσκεται σε χέρια ιδιωτών πιστωτών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων.
Αυτοί θα παραγράψουν 100 δις και το υπόλοιπο χρέος θα παραμείνει περίπου 250 δις ευρώ.
Σύμφωνα με τον Αμερικάνο οικονομολόγο Nouriel Roubini, το 2012 τα ¾ του ελληνικού χρέους θα είναι στα χέρια κυβερνήσεων, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το χρέος είναι βιώσιμο. Με την ανταλλαγή των ομολόγων, ο μέσος όρος του χρόνου διάρκειας αυξήθηκε. Δεν χρειάζεται λοιπόν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να επιστραφούν μεγάλα ποσά.
Αυτό δίνει στην Ελλάδα χρόνο να θέσει τα πράγματα σε τάξη. Αλλά η μεγάλη συρρίκνωση της οικονομίας καθιστά σχεδόν αδύνατο να μειωθεί επαρκώς το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Ο στόχος είναι ένα χρέος της τάξεως του 120% του ΑΕΠ το 2020 – ήδη υψηλό ποσοστό – αλλά σε ένα λιγότερο ρόδινο σενάριο, μπορεί αυτό σύμφωνα με το ΔΝΤ να γίνει και 160%. Αυτό θα διαρκέσει έως η Αθήνα μπορέσει να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές κεφαλαίων. Εν τω μεταξύ, μια νέα παραγραφή είναι πολύ πιθανή.
Το ΔΝΤ παραμένει στο απυρόβλητο σαν τον πλέον προτιμότερο πιστωτή και η ΕΚΤ δεν ενθουσιάζεται.
Ένας δεύτερος γύρος των ιδιωτών θα βελτιώσει την κατάσταση. Και έτσι φαίνεται αναπόφευκτο ότι ένα νέο PSI θα πρέπει τουλάχιστον να συνοδεύεται από ένα OSI (Official Sector Involment). Και αυτό, ενώ οι πολιτικοί υποσχέθηκαν στους φορολογούμενους ότι τα δάνεια στην Ελλάδα θα αποφέρουν χρήματα.
Θα υπάρξουν γειτονικές χώρες της Ευρωζώνης που θα θελήσουν να αποφευχθεί μια απώλεια δισεκατομμυρίων στα διμερή δάνεια. Υπάρχουν φόβοι ότι αυτό είναι πιθανό, μέσω ακόμα περισσοτέρων δανείων, εκτός αν η ελληνική οικονομία ξαφνικά μετατραπεί σε ένα θαύμα ανάπτυξης.
Το κύριο άρθρο της El País με τίτλο «Ελάχιστα αναστρέψιμη συμφωνία» αξιολογεί ιδιαίτερα θετικά τη συμφωνία για την απομείωση του ελληνικού χρέους και την συνακόλουθη αποδέσμευση του δεύτερου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας.
Ωστόσο, αυτό που απομένει τώρα, καταλήγει το άρθρο, είναι να περάσει η Ευρώπη από μια αμυντική σε μια επιθετική στρατηγική υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης για χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αλλά και για το σύνολο της Ευρώπης.
Αναφερόμενη στο θέμα των επιπτώσεων των μέτρων λιτότητας, η εφημερίδα Volkskrant, σε άρθρο του δημοσιογράφου Marc Peeperkorn, με τίτλο: «Οι Έλληνες Χενκ και Ίνγκριτ θα το αισθανθούν», υπογραμμίζει ότι οι περικοπές που περιμένουν τους Έλληνες δεν είναι ακόμα γνωστές.
Για την κυβέρνηση του Παπαδήμου αρχίζει τώρα η μιζέρια. Οι περικοπές που περιμένει ο Νίκος και η Κατερίνα είναι ακόμα άγνωστες. Μισθοί, επιδόματα και συντάξεις θα μειωθούν, φόροι θα αυξηθούν και πολλές κρατικές επιχειρήσεις θα πουληθούν. Εν τω μεταξύ, η οικονομία συρρικνώνεται και αυξάνεται η ανεργία.
Η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung στο κύριο άρθρο της επισημαίνει: «Με το κούρεμα και τα δάνεια μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο τα συμπτώματα της κρίσης. Όσο η ευρωζώνη δίνει απλά χρήματα στην Αθήνα χωρίς να συμβάλλει στην αλλαγή των δομών, σταθεροποιεί απλά το γνωστό πελατειακό σύστημα».
Στο πρωτοσέλιδο της Süddeutsche Zeitung διαβάζουμε στον τίτλο: «Ανακούφιση μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους» και στον υπότιτλο ένα απόσπασμα των δηλώσεων Σόιμπλε μετά την τηλεδιάσκεψη του Eurogroup: «Δεν ξεπεράσαμε το βουνό, αλλά βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο».
Η εφημερίδα παρατηρεί: «Εξαρτάται τώρα πια από τους Έλληνες αν η ευρωζώνη θα κερδίσει το στοίχημα που έχει βάλει με το μέλλον. Το ενδεχόμενο μιας χρεοκοπίας παραμένει. Η Ελλάδα έχει χάσει πολύτιμο χρόνο στην διαδικασία εφαρμογής των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Οι σκληρές θυσίες κάνουν όλο και περισσότερους Έλληνες να υιοθετούν μια τακτική απόλυτης άρνησης σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, μια στάση που ενδέχεται να σπρώξει την Ελλάδα οριστικά στο περιθώριο».
Η εφημερίδα Westfalenpost από την πλευρά της επισημαίνει: «Από εδώ και στο εξής οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι εντοπίζονται πια στην ίδια την Ελλάδα. Ο λόγος για την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης και την ανοχή ή καλύτερα τις αντοχές των Ελλήνων.
Τα προγράμματα λιτότητας πρέπει να γίνουν πράξη, τα δημοσιονομικά να εξυγιανθούν και η αποκρατικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων να προχωρήσει με συνέπεια, έτσι ώστε να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020».
Πολλοί πολιτικοί θα πρέπει τώρα να αναζητήσουν νέα τακτική, γράφει η εφημερίδα Die Welt και σχολιάζει: «Επενδυτές που κινούνται με βάση τη λογική θα αποφύγουν στο μέλλον να δανείσουν χώρες με υψηλό χρέος και σε καμιά περίπτωση όπως συνηθίσαμε τα τελευταία χρόνια με πολύ χαμηλά επιτόκια. Έτσι όμως γίνεται ολοένα και δυσκολότερη μια πολιτική, η οποία στηρίζεται στο νέο δανεισμό. Η εποχή στην οποία οι πολιτικοί έπειθαν τους ψηφοφόρους να τους ψηφίσουν αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες μοιάζει να έχει παρέλθει. Πολλοί πολιτικοί σε διάφορες χώρες θα πρέπει να αναζητήσουν πλέον μια διαφορετική τακτική, ένα διαφορετικό προφίλ. Και αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε κακή είδηση».
tvxs
http://eleftheriskepsii.blogspot.com/2012/03/psi_11.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου