Αυτό που παρακολουθούμε να συμβαίνει στην Ακρόπολη τις τελευταίες ημέρες είναι μια μείζονα παρέμβαση, αλλά και μια μείζονα και προμελετημένη παραπλάνηση που συμβαίνει επί του μνημείου και με εργαλείο το μνημείο.
Θα παραβλέψουμε, επί του παρόντος, το ανάρμοστο, ειρωνικό, χλευαστικό, αλαζονικό ύφος με το οποίο κατ’ αρχήν απάντησε το Υπουργείο Πολιτισμού πριν προβεί σε μια δεύτερη ανακοίνωση στην οποία εκθέτει τα γεγονότα. Δεν θα μιλήσουμε για το γεγονός ότι κατέστη ολοφάνερο πως άλλα ειπώθηκαν, άλλα αποφασίστηκαν, άλλα έγιναν και άλλες τελικά ήταν οι πραγματικές στοχεύσεις.
Θα σταθούμε όμως σε δύο διαστάσεις που ανέκυψαν, οι οποίες αν και φαινομενικά δεν σχετίζονται μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι οι δύο όψεις ενός νομίσματος. Τι είδαμε, λοιπόν, να συμβαίνει στην Ακρόπολή;
Η μία όψη του νομίσματος είναι ότι βλέπουμε να πραγματοποιείται μια ιδιαίτερα εκτεταμένη επέμβαση, η οποία ήταν φανερό, πριν ακόμα το παραδεχθεί το Υπουργείο Πολιτισμού, ότι δεν αφορούσε μόνο την πρόσβαση των ΑμεΑ και για να είμαστε ακριβείς αφορούσε δευτερευόντως τα ΑμεΑ. Τι αφορά πρωτίστως; Αν κρίνουμε από τις διαστάσεις της υπό κατασκευή διαδρομής που άλλοτε μοιάζει με εξέδρα και άλλοτε με πασαρέλα, προϊδεάζει και κυρίως προετοιμάζει τον αρχαιολογικό χώρο για συνθήκες μαζικού τουρισμού και οπτικής κατανάλωσης. Αλλά ο μαζικός τουρισμός δεν είναι μόνο μία κατάσταση που καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει. Είναι μια στάση, πολιτική και βαθειά ιδεολογική. Εάν ο μόνος τρόπος να δει κάποιος την Ακρόπολη είναι σαν «κότα με χρυσά αυγά» ανάλογα θα της φερθεί. Εάν, αντίθετα τη δει ως χώρο αδιαμεσολάβητης επαφής με την ιστορία και την μνήμη, ως χώρο παίδευσης και γνώσης, τότε άλλες παραδοχές θα κάνει. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν μιλάμε για τις επιστημονικές παραδοχές (αν και η επιστήμη ουδέποτε υπήρξε ιδεολογικά ουδέτερη), αλλά για τις πολιτικές, οικονομικές παραδοχές και τελικά συστημικές επιδιώξεις.
Μέσα σε ένα περιβάλλον κατακρήμνισης των ατομικών, κοινωνικών, πολιτικών δικαιωμάτων, αποστέρησης των στοιχειωδών για την επιβίωση, εξαθλίωσης και χλευασμού της ίδιας της ζωής ως αξία από την μία πλευρά και παράλληλα απαξίωσης, παράδοσης, γελοιοποίησης και καταστροφής των υλικών μαρτυριών της ιστορικής μνήμης (βλ. Μετρό Θεσσαλονίκης, ανεμογεννήτριες στην κοιλάδα των Μουσείων κ.ά), ο βράχος της Ακρόπολης «καλείται» να εκτελέσει για άλλη μια φορά στρατηγική αναπαραγωγής και αναδημιουργίας «εθνικών ιδεωδών». Και για να το κάνει αυτό δε χρειάζεται μόνο τον κρατικό φορέα, αλλά και το ιδιωτικό κεφάλαιο – κυρίως αυτό – το οποίο αναβαπτίζεται ως «εθνικός» ευεργέτης. Η έκταση του έργου πρέπει να είναι τέτοια που σε συμβολικούς όρους να καθίσταται ευθέως ανάλογη της έκτασης της ευεργεσίας, αφού τελικά στην ούγια δεν θα γράφει την αρχαιολογική υπηρεσία άλλα το Ιδρυμα.
Δεν υπεισερχόμαστε, αυτή τη φορά, καθόλου στο θέμα του υλικού που χρησιμοποιήθηκε διότι είναι προφανές ότι το περιεχόμενο προσδιορίζει και τη μορφή και η μορφή δεν μπορεί να περιέχει παρά το περιεχόμενο που της ταιριάζει.
Η άλλη όψη του νομίσματος, απολύτως συναφής με ό, τι προηγήθηκε είναι εκείνη η φράση στο δεύτερο ενημερωτικό δελτίο τύπου του Υπουργείου Πολιτισμού που αναφέρει ότι «ο επισκέπτης θα έχει για πρώτη φορά την εικόνα που είχαν οι αρχαίοι Αθηναίοι». Αλλά το τι εικόνα θα έχει η Ακρόπολη είναι το θέμα μιας συζήτησης που άνοιξε το 1830 και που δεν είναι μόνο επιστημονική, είναι και πολιτική και τελικά βαθειά ιδεολογική. Είναι μία συζήτηση που προηγείται κάθε επέμβασης σε μνημεία – βεβαίως και σε εκείνα της Ακρόπολης – και που ακολουθεί μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης. Μία συζήτηση που αναζητά τα όρια της αυθεντικότητας και τη συνάντησή της με την ιστορία, αφορά στο τι η κυρίαρχη ιδεολογία θεωρεί ως «μνημείο» που πρέπει να διατηρηθεί και ποια είναι η ιστορική μνήμη που στην πραγματικότητα έχει προσδιορίζει την πορεία ενός λαού. Για όλα αυτά όμως υπάρχουν θεσμοί και διαδικασίες. Υπάρχουν επιστημονικά συμβούλια, υπάρχει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, γίνονται προμελέτες, μελέτες, δοκιμές, συζητιώνται, εγκρίνονται ή δεν εγκρίνονται αφού έχει προηγηθεί εξαντλητική συζήτηση όπου τίθενται επί τάπητος και αντιπαρατίθενται αντιλήψεις, μέθοδοι, τεχνικές, επιστημονικές παραδοχές ή ερωτήματα, ιδεολογικές προσεγγίσεις, κοινωνικά συμφραζόμενα.
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, με ποιο λογικό άλμα από τη διαδρομή των ΑμεΑ βρεθήκαμε στην μείζονα διαμόρφωση «της εικόνας που είχαν οι αρχαίοι Αθηναίοι» και πώς από τη βελτίωση της επισκεψιμότητας περάσαμε στην αποθέωση της αυθεντίας. Διότι η υλοποίηση του «οράματος» ενός επιστήμονα, αναμφισβήτητα υψηλής επιστημονικής κατάρτισης και κύρους που γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή το βράχο της Ακρόπολης και τα ιστάμενα σε αυτόν μνημεία, προσκρούει στη ίδια τη θεσμική συγκρότηση που διέπει το αρχαιολογικό έργο. Πολλώ δε μάλλον που η επίκληση των «ειδικών» φαίνεται να είναι εξαιρετικά επιλεκτική και να μην ισχύει καθόλου στην περίπτωση των δεκάδων ειδικών Ελλήνων και ξένων που προσπαθούν να αποτρέψουν τη διάλυση των αρχαίων στο σταθμό του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Και μήπως τελικά δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τρόπος με τον οποίο η επίκληση της αυθεντίας συναντάει το γόητρο του ιδιώτη χρηματοδότη και συμπληρώνεται με τη συνολικά κυβερνητική επίδειξη έπαρσης, αλαζονείας, δύναμης και τελικά ανελέητης καταστολής; Μήπως ο περιβόητος «ολοκληρωτισμός» δεν είναι τίποτα άλλο από την ανάγκη του συστήματος να χειραγωγήσει συνειδήσεις, να καταστείλει απόψεις και διεκδικήσεις, να επιβάλει νόμο και τάξη και γιατί όχι να εργαλειοποιήσει και τα μνημεία στο όνομα του αόρατου ροπάλου της αγοράς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου