Αν η όποια χρησιμότητα των ελληνοτουρκικών συναντήσεων κορυφής αποτυπωνόταν σε κάποια πολιτικά αποτελέσματα, τότε θα μπορούσε να αναμένει κανείς ανάλογη πρόοδο σε ορισμένα από τα διμερή ζητήματα. Σχεδόν όλες όμως οι «πανηγυρικές» αυτές ελληνοτουρκικές συναντήσεις, όπως η πρόσφατη στην Αθήνα, απολήγουν κατά κανόνα σε ευχολόγια χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο. Και όχι μόνο πρόοδος δεν έχει υπάρξει μέχρι τούδε σε κανένα από τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, αλλά έχουμε, αντίθετα, ορατές οπισθοδρομήσεις και υποχωρήσεις (της ελληνικής πλευράς).
Για την τουρκική πλευρά, βεβαίως, είναι σαφές ότι τέτοιου είδους πομπώδεις διοργανώσεις, υπό τον αντίστοιχο τίτλο «Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας», αποβαίνουν το λιγότερο επωφελείς και εν πολλοίς χρήσιμες. Τούτο, μάλιστα, ιδιαίτερα σήμερα, όταν ο ηγεμονισμός της Άγκυρας αντανακλάται εκ νέου σε όλα τα επίπεδα των σχέσεών της προς τον γειτονικό της περίγυρο. Μολονότι δε η Τουρκία είχε περιέλθει τελευταία σε μία ιδιότυπη διεθνή απομόνωση λόγω της στάσης της απέναντι στους τζιχαντιστές, η ίδια πέτυχε να αναβαθμισθεί εκ νέου διεθνώς, αξιοποιώντας τη γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση. Τούτο ισχύει ως προς την αντίθετη φορά για την Ελλάδα, καθώς η κυβέρνησή της υποδέχεται με μία επιβαλλόμενη φιλικότητα μία γιγαντιαία τουρκική αποστολή, 350(!) συνολικά προσώπων, συζητώντας μαζί τους θέματα συνεργασίας σε πολλαπλά πεδία των διμερών σχέσεων.
Η προβολή ενός τέτοιου ελληνοτουρκικού σκηνικού, εντός κι εκτός συνόρων, συμβάλλει εν πρώτοις σε μία «ευκόλως εννοούμενη» απενοχοποίηση της γείτονος, τις προκλήσεις της οποίας καταγγέλλει σε καθημερινή βάση η ελληνική πλευρά. Η οποία έμελλε αυτή τη φορά όμως να εισπράξει και ορισμένα μαθήματα από τον τούρκο πρωθυπουργό, που πέτυχε έτσι να σημειώσει «πόντους», προδιαγράφοντας αφενός τους όρους επίλυσης του Κυπριακού και τεκμηριώνοντας αφετέρου πολιτικά τις προκλητικές αξιώσεις της χώρας του.
Μεταξύ των όρων επίλυσης του Κυπριακού, μάλιστα, όχι μόνο υπογράμμισε την αναστολή των ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ, αλλά προέκρινε και το «μοίρασμα» του υποθαλάσσιου πλούτου ανάμεσα την Κυπριακή Δημοκρατία κα το ψευδοκράτος της «μητέρας πατρίδας».
Αναφορικά, λοιπόν, με τους χειρισμούς της ελληνικής πλευράς κατά την πρόσφατη σύνοδο του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας» αυτοί εξαερώθηκαν αρχήθεν, όταν από το πρωί της περασμένης Παρασκευής τα τουρκικά πολεμικά «προλόγιζαν» μαζικά τη διέλευση πάνω από το Αιγαίο του πρωθυπουργικού τους αεροσκάφους. Αν, με αφορμή τούτο, η ελληνική κυβέρνηση ακύρωνε θεαματικά –εν πτήσει- την συνάντηση κορυφής, όχι μόνο δεν θα έχανε τίποτε, αλλά θα κατέγραφε πάραυτα μία εντυπωσιακή «πρεμιέρα» σε ένα θέατρο επιχειρήσεων Ελλάδος – Τουρκίας.
Δυστυχώς πέρασε και τούτο χωρίς επιπτώσεις, το «κατάπιαμε» εν ολίγοις, στην οικεία αργκό, ενώ πρωθυπουργός μας θα αναφωνούσε λίγο αργότερα πως η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας! Εκείνη που είναι ανύπαρκτη πλέον, όπως έδειξε να κατέχει επαρκώς ο Νταβούτογλου. Δεν έχασε ο ίδιος έτσι την ευκαιρία, υπενθυμίζοντας με ανατολίτικη πονηριά τη δυσθυμία των Δυτικών όταν η Ελλάδα έπαυσε να θέτει βέτο σε βάρος της Τουρκίας. Οι οποίοι προσποιούνταν, βέβαια, ως τότε πως «ενοχλούνταν» με τους «απρόβλεπτους» Έλληνες και άλλα παραμύθια του είδους.
Η νεο-οθωμανική θεωρία
Διατηρώντας προφανώς τον έλεγχο της ροής των συνομιλιών και όντας μεθοδικά προετοιμασμένος, ο τούρκος πρωθυπουργός κατέθεσε ανέξοδα ιδέες και «λειτουργικού χαρακτήρα» προτάσεις, οι οποίες δημιουργούν θετικό κλίμα για τον ίδιο διεθνώς, ενώ καθίστανται συνάμα είδος υποθήκης για την Ελλάδα.
Αυτό πέτυχε ακριβώς με τη δήλωσή του σε Έλληνες δημοσιογράφου ο Νταβούτογλου, λέγοντας ότι η χώρα του έχει «τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στη Μεσόγειο» και δεν νοείται να περιορίζεται η ΑΟΖ της «στον κόλπο της Αττάλειας». Τούτο προκαλεί έτσι έναν θετικό αντίκτυπο όσο δεν αντικρούεται απλώς σαν ένδειξη παραγνώρισης του διεθνούς δικαίου από μέρους του.
Ύστερα από μία ακόμη ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής, το επίκαιρο συμπέρασμα που αφ’ εαυτού προκύπτει, καταδείχνει ότι είναι αχρείαστες τέτοιες –και άλλου επιπέδου- συναντήσεις, ενόσω δεν υπάρχει μεθοδική προετοιμασία και αναλυτικός σχεδιασμός. Διότι όχι μόνο δεν παράγουν αυτές πολιτικό αποτέλεσμα, αλλά αποκλίνουν τελικά των δικών μας στοχεύσεων. Επιπλέον, κάποτε πρέπει να αντιληφθούν ορισμένοι ότι η σκοπιμότητα κινήσεων υπαγορεύεται οίκοθεν και τούτες δεν γίνονται επειδή έχουν «καθιερωθεί». Και, Βεβαίως, όχι με τη μιζέρια μιας «λογικής» του «όσα πάνε κι όσα έρθουν», η οποία έχει μακρά παράδοση σε εγχώρια «ιδρύματα».
Πέραν των συμβολικών χειρονομιών και αποφθεγμάτων που χρωμάτισαν τη συνάντηση, υπήρξαν αναπότρεπτα και σημειολογικού χαρακτήρα δηλώσεις, οι οποίες δημιούργησαν ένα μάλλον «εύκρατο» κλίμα στην ατμόσφαιρα. Όταν, δηλαδή, ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας επισημαίνει στον Αχμέτ Νταβούτογλου την υποχρεωτικά διαχρονική γειτνίαση Ελλάδας – Τουρκίας, ο τούρκος πρωθυπουργός τονίζει πως τούτο επιβάλλεται από τη γεωγραφία. Κι ενώ ο πρώτος του εξηγεί πως οι γείτονες οφείλουν να καλλιεργούν καλές σχέσεις μεταξύ τους, ο δεύτερος ανατρέχει σε παλαιότερες ιστορικές εποχές τις οποίες αποφεύγει να αναφέρει (από ευγένεια ευτυχώς) με το όνομά τους. Πρόκειται για τη γνωστή «οθωμανική» ειρήνη που επικρατούσε στα Βαλκάνια και η οποία συνιστά κύριο άξονα μιας νεο-οθωμανικής θεωρίας του Νταβούτογλου.
Αν θα πρέπει, ωστόσο, να πιστώσουμε κάτι και στην Ελληνική πλευρά, τούτο μόνο με την ακύρωση της περιοδείας του τουρκικού κυβερνητικού κλιμακίου στη Θράκη μπορεί να τεκμηριωθεί. Σε περίπτωση πραγμάτωσής της, η χώρα μας επρόκειτο να υποστεί μία άνευ προηγουμένου ταπείνωση, με ακραίες εθνικιστικές εκδηλώσεις σε τμήμα ελληνικής επικράτειας. Το κέρδος, δηλαδή, εν προκειμένω και συνολικά ανάγεται απλώς στο ότι αποφύγαμε τα χειρότερα.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 267
http://kostasxan.blogspot.gr/2014/12/blog-post_475.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου