03/06/2015 Η Βουλή των Ελλήνων ψηφίζει το νέο Σύνταγμα της χώρας, περισσότερο γνωστό ως Δημοκρατικό Σύνταγμα του 1927.
Το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε δύο νομοθετικά σώματα: τη Βουλή (με σχετική υπεροχή) και τη Γερουσία. Η Βουλή εκλεγόταν για 4 χρόνια με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Όσο για τον αριθμό των μελών της δεν μπορούσαν να είναι λιγότερα από 200 και περισσότερα από 250. Η Γερουσία είχε 120 μέλη από τα οποία τουλάχιστον τα 9/12 εκλέγονταν με καθολική και άμεση ψηφοφορία, ενώ το 1/12 κατά ανώτατο όριο εκλέγονταν σε κοινή συνεδρία Βουλής και Γερουσίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλεγόταν για μια πενταετία από Βουλή και Γερουσία σε κοινή συνεδρία. Για την εκλογή του ήταν απαραίτητη απαρτία 3/5 και απόλυτη πλειοψηφία του αθροιστικού συνόλου βουλευτών και γερουσιαστών. Εάν αυτή η πλειοψηφία δεν εξασφαλιζόταν ακολουθούσε δεύτερη ψηφοφορία με τις ίδιες προϋποθέσεις. Εάν και αυτή η ψηφοφορία απέβαινε άκαρπη τότε στην τρίτη ψηφοφορία λάμβαναν μέρος οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι και Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγονταν ο υποψήφιος που εξασφάλιζε τη σχετική πλειοψηφία.
Ο Πρόεδρος διόριζε και έπαυε τον πρωθυπουργό και με πρότασή του τους υπόλοιπους βουλευτές. Το άρθρο 72 του Συντάγματος καθιστούσε όμως ανίσχυρη οποιαδήποτε πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς την υπογραφή του αρμόδιου υπουργού. Η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για κάθε παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τις συνταγματικές του υποχρεώσεις ή τις δηλώσεις με πολιτικό περιεχόμενο. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος μόνο για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση του Συντάγματος από πρόθεση.
Το άρθρο 74 έδινε στον Πρόεδρο το δικαίωμα να συγκαλεί «παρ’ εαυτώ το Υπουργικόν Συμβούλιον οσάκις κρίνει αναγκαίον» και να προεδρεύει στη συνεδρίαση. Ήταν επίσης αρμόδιος για την έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων νομοσχεδίων, ενώ μπορούσε να το αρνηθεί, λόγω παραβίασης των συνταγματικών διαδικασιών ψήφισης των νόμων.
Ο Πρόεδρος είχε το δικαίωμα να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας. Ήταν επικεφαλής των Ένοπλων Δυνάμεων, αλλά δεν μπορούσε να τις διοικήσει. Εκπροσωπούσε τη χώρα διεθνώς, συνομολογούσε και επικύρωνε συνθήκες. Τέλος, είχε το δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο μόνο εφόσον υπήρχε έγκριση της Βουλής και της Γερουσίας, που θα είχαν συνέλθει σε κοινή σύνοδο. Σε γενικές γραμμές, οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας εντάσσονταν σε περιοριστικό πλαίσιο κατά το πρότυπο της Γ” Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1927
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ” Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).
Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 30 Ιουνίου 1925, το πραξικόπημα του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η «Βουλή της Α΄ Περιόδου», το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.
Το Σύνταγμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Στο κεφάλαιο του «δημοσίου δικαίου των Ελλήνων» το Σύνταγμα του 1927 βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (πχ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα (προστασία της εργασίας, της οικογένειας κλπ.). Κύριο όμως χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνον μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζεται από 200-250 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Η Γερουσία απαρτίζεται από 120 μέλη, η θητεία των οποίων έχει διάρκεια εννέα ετών, αλλά η σύνθεσή της ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια κατά το 1/3. Τουλάχιστον τα 9/12 από τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται από τον λαό, το 1/12 εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε Βουλευτικής περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 εκλέγονται με βάση τον θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπείας.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο σωμάτων κατά την ψήφιση ενός νόμου, το Σύνταγμα καθιέρωνε την υπεροχή της γνώμης της Βουλής.
Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει «να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής».
2. Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο «βενιζελικό» πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Τον Αύγουστο του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.
3. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της Απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.
http://www.hellasforce.com/blog/i-vouli-ton-ellinon-psifizi-to-dimokratiko-sintagma-tou-1927/
Το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε δύο νομοθετικά σώματα: τη Βουλή (με σχετική υπεροχή) και τη Γερουσία. Η Βουλή εκλεγόταν για 4 χρόνια με άμεση και καθολική ψηφοφορία. Όσο για τον αριθμό των μελών της δεν μπορούσαν να είναι λιγότερα από 200 και περισσότερα από 250. Η Γερουσία είχε 120 μέλη από τα οποία τουλάχιστον τα 9/12 εκλέγονταν με καθολική και άμεση ψηφοφορία, ενώ το 1/12 κατά ανώτατο όριο εκλέγονταν σε κοινή συνεδρία Βουλής και Γερουσίας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλεγόταν για μια πενταετία από Βουλή και Γερουσία σε κοινή συνεδρία. Για την εκλογή του ήταν απαραίτητη απαρτία 3/5 και απόλυτη πλειοψηφία του αθροιστικού συνόλου βουλευτών και γερουσιαστών. Εάν αυτή η πλειοψηφία δεν εξασφαλιζόταν ακολουθούσε δεύτερη ψηφοφορία με τις ίδιες προϋποθέσεις. Εάν και αυτή η ψηφοφορία απέβαινε άκαρπη τότε στην τρίτη ψηφοφορία λάμβαναν μέρος οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι και Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγονταν ο υποψήφιος που εξασφάλιζε τη σχετική πλειοψηφία.
Ο Πρόεδρος διόριζε και έπαυε τον πρωθυπουργό και με πρότασή του τους υπόλοιπους βουλευτές. Το άρθρο 72 του Συντάγματος καθιστούσε όμως ανίσχυρη οποιαδήποτε πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς την υπογραφή του αρμόδιου υπουργού. Η κυβέρνηση ήταν υπεύθυνη για κάθε παράλειψη του Προέδρου της Δημοκρατίας ως προς τις συνταγματικές του υποχρεώσεις ή τις δηλώσεις με πολιτικό περιεχόμενο. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος μόνο για εσχάτη προδοσία ή παραβίαση του Συντάγματος από πρόθεση.
Το άρθρο 74 έδινε στον Πρόεδρο το δικαίωμα να συγκαλεί «παρ’ εαυτώ το Υπουργικόν Συμβούλιον οσάκις κρίνει αναγκαίον» και να προεδρεύει στη συνεδρίαση. Ήταν επίσης αρμόδιος για την έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων νομοσχεδίων, ενώ μπορούσε να το αρνηθεί, λόγω παραβίασης των συνταγματικών διαδικασιών ψήφισης των νόμων.
Ο Πρόεδρος είχε το δικαίωμα να διαλύσει πρόωρα τη Βουλή μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας. Ήταν επικεφαλής των Ένοπλων Δυνάμεων, αλλά δεν μπορούσε να τις διοικήσει. Εκπροσωπούσε τη χώρα διεθνώς, συνομολογούσε και επικύρωνε συνθήκες. Τέλος, είχε το δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο μόνο εφόσον υπήρχε έγκριση της Βουλής και της Γερουσίας, που θα είχαν συνέλθει σε κοινή σύνοδο. Σε γενικές γραμμές, οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας εντάσσονταν σε περιοριστικό πλαίσιο κατά το πρότυπο της Γ” Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1927
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ” Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).
Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 30 Ιουνίου 1925, το πραξικόπημα του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η «Βουλή της Α΄ Περιόδου», το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.
Το Σύνταγμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Στο κεφάλαιο του «δημοσίου δικαίου των Ελλήνων» το Σύνταγμα του 1927 βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (πχ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα (προστασία της εργασίας, της οικογένειας κλπ.). Κύριο όμως χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνον μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζεται από 200-250 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Η Γερουσία απαρτίζεται από 120 μέλη, η θητεία των οποίων έχει διάρκεια εννέα ετών, αλλά η σύνθεσή της ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια κατά το 1/3. Τουλάχιστον τα 9/12 από τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται από τον λαό, το 1/12 εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε Βουλευτικής περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 εκλέγονται με βάση τον θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπείας.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο σωμάτων κατά την ψήφιση ενός νόμου, το Σύνταγμα καθιέρωνε την υπεροχή της γνώμης της Βουλής.
Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει «να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής».
2. Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο «βενιζελικό» πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Τον Αύγουστο του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.
3. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της Απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.
http://www.hellasforce.com/blog/i-vouli-ton-ellinon-psifizi-to-dimokratiko-sintagma-tou-1927/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου