Του Χρήστου Ιακώβου
Οι ΗΠΑ υποβάθμισαν από την αρχή την κρίση
στη Συρία στο γεωστρατηγικό τους σχεδιασμό με αποτέλεσμα σταδιακά να
καταστούν θεατές και όμηροι των εξελίξεων. Επέδειξαν συμπάθεια προς τους
σουννίτες αντάρτες αλλά αντελήφθησαν ότι η αντικατάσταση του καθεστώτος
Άσαντ δεν σημαίνει ότι η Συρία θα καταστεί πιο δημοκρατική και πιο
φιλοαμερικανική.
Το 2012 έθεσε την κόκκινη γραμμή ως την χρήση των χημικών όπλων γιατί ήταν πεπεισμένος ότι ο Άσαντ δεν θα προχωρούσε σε τέτοια ενέργεια και συνεπώς κάνοντας εκείνη τη δήλωση θεωρούσε ότι ήταν πλήρως καλυμμένος και εξασφάλιζε την απόσταση που τηρούσε. Έτσι με την προβοκάτσια των ισλαμιστών ο Ομπάμα έμεινε χωρίς επιλογή. Ένα σημαντικό συμπέρασμα για ένα ηγέτη είναι να μην γίνεται ποτέ προβλέψιμος στον αντίπαλο γιατί θα αιφνιδιαστεί και, το χειρότερο, καθιστά εαυτόν εύκολο προς διαχείριση από αντιπάλους που ξέρουν πως θα αντιδράσουν.
Ένα άλλο σημείο που χρήζει επισήμανσης είναι η πολιτική κουλτούρα που κυριαρχεί ανάμεσα στους συμβούλους του Ομπάμα σήμερα και οι οποίοι ανεδείχθησαν ως το αντίβαρο των νεοσυντηρητικών του Μπους. Θεωρούν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το πρότυπο της αμερικανικής παρέμβασης στα διεθνή δρώμενα και τον εκλαμβάνουν ως τον απόλυτο πόλεμο αφού πιστεύουν ότι οι αμερικανοί ενεπλάκησαν για τα αντιμετωπίσουν μία μηχανή θανάτου όπως τη Ναζιστική Γερμανία και όχι πρωτίστως για συγκεκριμένους στρατηγικούς λόγους. Η εξωτερική πολιτική όμως μιας υπερδύναμης δεν είναι θέμα αφηρημένων εννοιών αλλά ευκρινούς προσδιορισμού στρατηγικών συμφερόντων.
Επιπλέον, στην αμερικανική κυβέρνηση υπάρχουν ακόμη άτομα που εκλαμβάνουν αφελώς την ούτω καλουμένη «Αραβική Άνοιξη» με το φακό του ρομαντισμού, της οικοδόμησης δηλαδή της δημοκρατίας και της διεκδίκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Πέραν των άλλων περιορισμών, ο Ομπάμα επιδιώκει να αποφύγει και την αρνητική κληρονομιά του Μπους. Έθεσε ως αρχή του ότι οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να κάνουν πολέμους που μπορεί να παγιδεύσουν τη χώρα σε χαοτικά περιβάλλοντα και επικίνδυνες περιπέτειες, καθώς επίσης κάθε φορά που οι ΗΠΑ θα κάνουν ένα πόλεμο θα πρέπει να εξασφαλίζουν διεθνή νομιμοποίηση μέσω του ΟΗΕ και να μοιράζονται την ευθύνη του πολέμου με άλλους συμμάχους, όπως έπραξαν στην περίπτωση της Λιβύης.
Όταν το θέμα της χρήσης χημικών όπλων ήρθε εσχάτως στην επιφάνεια και ο Ομπάμα εξέφρασε πρόθεση να προχωρήσει σε στρατιωτικά κτυπήματα, έχοντας ήδη αυτοπαγιδευτεί στις κόκκινες γραμμές του, ήταν προετοιμασμένος να αναλάβει στρατιωτική δράση με την προϋπόθεση ότι θα το έκανε συλλογικά με άλλους συμμάχους. Αυτό που συνέβη τις τελευταίες μέρες καθιστά το δίλημμα για τον Ομπάμα να κτυπήσει ακόμη πιο επώδυνο.
Η Βρετανία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, οι οποίες παλαιότερα επεδείκνυαν αυξημένη προθυμία συμμετοχής σε αμερικανικής εμπνεύσεως στρατιωτικές περιπέτειες, τώρα, εμμέσως πλην σαφώς, αμφισβητούν τη σοφία της συγκεκριμένης επιλογής του αμερικανού προέδρου, αφήνοντας τον μόνο με την πρόθεσή του. Αυτό δίδει διεθνώς την εικόνα ότι η επιλογή στρατιωτικής εμπλοκής στην Συρία ανήκει αποκλειστικά στον Ομπάμα …και στον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν.
Η Τουρκία όμως έχει τους δικούς της λόγους να θέλει μία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία. Βλέποντας ο Ερντογάν την πολιτική του στρατηγικού βάθους να βαλτώνει στην Αίγυπτο, μετά την ανατροπή του Μόρσι, και στη Συρία, μετά την αποτυχία της να οδηγήσει τους ισλαμιστές σε νίκη έναντι του Άσαντ, πιέζει απελπιστικά για στρατιωτικά κτυπήματα, κατ’ αναλογία προς τον πόλεμο του Κοσσόβου, προκειμένου να αναγκαστεί το καθεστώς Άσαντ σε κατάρρευση. Ο Ομπάμα όμως αυτό που μπορεί μονάχα να κάνει, σε περίπτωση που επιλέξει τα στρατιωτικά κτυπήματα, είναι απλώς περιορισμένη και συμβολική δράση.
Συνεπώς, μπορεί κατ’ αρχήν να μην υπάρχει διαφωνία με την Τουρκία ως προς τα κτυπήματα υπάρχει χάσμα ως προς το χαρακτήρα και τους στρατηγικούς στόχους της στρατιωτικής δράσης. Σίγουρα ο Ομπάμα δεν είναι διατεθειμένος να λάβει το ρίσκο που προβάλλει η Τουρκία.
Από τη άλλη, η όλη εξέλιξη του θέματος ευνοεί τη Ρωσία, η οποία ακολουθώντας, από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, με σταθερότητα μία πολιτική αφοσιωμένη στην στήριξη του καθεστώτος Άσαντ, κατάφερε με τους χειρισμούς του Ομπάμα να ισχυροποιήσει την ήδη θεσμοθετημένη συνεργασία με τη Συρία.
Ο Ομπάμα τελικώς, τοποθετώντας τον εαυτό του και τις πολιτικές του αποφάσεις κάτω από τους θεσμούς μετέφερε το πρόβλημα από το στρατιωτικό πεδίο στο διπλωματικό, εξαγοράζοντας μεν χρόνο θέτοντας δε σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή.
Τελικώς, όποιο και να είναι το πόρισμα της ομάδας των διεθνών επιθεωρητών, ο Ομπάμα είναι παγιδευμένος. Αν το συμπέρασμα είναι ότι ο Άσαντ έκανε χρήση χημικών τότε είναι αναγκασμένος να κτυπήσει, αλλά με ποιο στρατηγικό στόχο; Μήπως για να αυτοϊκανοποιηθεί ότι ανέλαβε στρατιωτική δράση για να τιμωρήσει το καθεστώς της Δαμασκού ή για να φέρει τους ισλαμιστές στην εξουσία; Αν το πόρισμα καταδεικνύει προβοκάτσια, τότε τι θα κάνει; Μήπως θα κτυπήσει τους αντάρτες που στηρίζει; Υπό τις περιστάσεις αυτό που τον βολεύει είναι ένα πόρισμα γραμμένο σε σολομωνική γλώσσα για να δηλώσει ότι δίδει μια δεύτερη ευκαιρία στον Άσαντ και να αποπαγιδευτεί αβρόχοις ποσίν.
Εάν το Κογκρέσο εγκρίνει τα αεροπορικά κτυπήματα δεν είναι σίγουρο ότι θα προχωρήσει σε δράση. Και ο λόγος είναι ότι δεν φαίνεται να ξεκαθάρισε ποιος θα είναι ο στρατηγικός στόχος καθώς επίσης η πιθανότητα να υπάρξουν πολλά θύματα ανάμεσα σε αμάχους λειτουργεί αποτρεπτικά, ειδικά όταν δεν έχει πολλούς συμμάχους να μοιραστεί την ευθύνη. Υπό την πίεση των γεγονότων μπορεί να είναι αναγκασμένος να το κάνει αλλά όταν το κάνει θα βρεθεί κατηγορούμενος γιατί το έκανε. Η κρίση στη Συρία αποδεικνύει εμπράκτως πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση της ισχύος ακόμη και από μία υπερδύναμη.
Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
http://kostasxan.blogspot.gr/2013/09/blog-post_2341.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου