Η καφεΐνη είναι ένα φυσικό φυτοφάρμακο που βρίσκεται σε διάφορα φυτά για
να τα προστατεύει από τα έντομα. Υπάρχει κυρίως στους σπόρους του καφέ
και του κακάο, στα φύλλα του τσαγιού και στους καρπούς guarana και κόλα.
Οι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η καφείνη δρα επίσης ως
αντιοξειδωτικό (εξουδετερώνει ελεύθερες ρίζες).
Στον άνθρωπο λειτουργεί ως διεγερτικό. Το ερώτημα είναι αν η καφεινη
κάνει καλό ή κακό στην ανθρώπινη υγεία. Ένα πιο ειδικό ερώτημα είναι αν η
καφεΐνη πρέπει επιτρέπεται ή να απαγορεύεται κατά την εγκυμοσύνη.
Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη στον αλεσμένο καβουρδισμένο καφέ είναι περίπου 85 mg ανά 150 ml (ένα φλιτζάνι), στον στιγμιαίο καφέ είναι 60 mg και στο ντεκαφεϊνέ είναι μόλις 3 mg. Στο τσάι που φτιάχνεται από φύλλα ή από φακελάκι υπάρχουν 30 mg καφεινη και στο στιγμιαίο τσάι 20 mg. Στο κακάο ή τη ζεστή σοκολάτα υπάρχουν 4 mg. Ένα ποτήρι (200 ml) ενός μη αλκοολούχου ποτού περιέχει 20-60 mg καφεΐνη.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg καφείνη την ημέρα (από 100 ώς 400 mg) κυρίως από τον καφέ και το τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα «ενεργειακά ποτά». Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg την ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως από το τσάι και ταμη αλκοολούχα ποτά.
Καφεΐνη και νευρικό σύστημα
Οι περισσότερες μελέτες σχετικές με την καφεΐνη και την υγεία μελέτες είναι στην πραγματικότητα βασισμένες στον καφέ. Το γεγονός αυτό καθιστά συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα αποτελέσματα της καφεΐνης ξεχωριστά από τα αποτελέσματα του καφέ συνολικά. Ωστόσο έχουν εντοπιστεί κάποιες διαφορές.
Η καφεΐνη έχει τη δυνατότητα να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή κάτι που έχει τεκμηριωθεί καλά από τις διάφορες μελέτες. Πρόκειται δηλαδή για ένα διεγερτικό του νευρικού συστήματος. Ο τρόπος δράσης της καφείνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα οφείλεται στο ότι αποτελεί ανταγωνιστή της αδενοσίνης.
Η αδενοσίνη είναι μια φυσική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (με απλά λόγια δίνει το σήμα της κούρασης). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας έτσι τον άνθρωπο σε κατάσταση διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος.
Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την ημικρανία και τον πονοκέφαλο. Αυτό εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών.
Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφείνη μπορει να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις. Έτσι οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την παραγωγή κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Καρδιά, καρκίνος, πίεση του αίματος και διαβήτης
Για αρκετές δεκαετίες, η καφεΐνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις έρευνες αναφορικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, επειδή συνδεόταν πιθανώς με αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, με την πίεση του αίματος και με την αρρυθμία της καρδιάς. Η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, απουσία κάποιου ιατρικού προβλήματος, συνήθως δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.
Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες δεν έξειξαν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται να μην καταναλώνουν πολλή καφεΐνη.
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερίνη). Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο και όχι στον φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη του αίματος). Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα. Δηλαδή η αύξηση της χοληστερίνης οφείλεται στα διτερπένια του καφέ και όχι στην καφεινη.
Τελικά τα επιδημιολογικά στοιχεία για τη σύνδεση μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης καφέ και του κινδύνου για στεφανιαία νόσο δεν δείχνουν αυξημένο κίνδυνο από μια μέτρια κατανάλωση καφέ. Ωστόσο, υπάρχουν και μελέτες που δείχνουν ότι η πρόσληψη καφέ μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ορισμένα άτομα: περιστασιακοί καταναλωτές καφέ που έχουν τρεις ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και άτομα με αργό μεταβολισμό της καφεΐνης. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία απόδειξη ότι η καφεΐνη σχετίζεται με τις καρδιακές αρρυθμίες.
Όσον αφορά τον καρκίνο, επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η πρόσληψη καφεΐνης είναι παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου σε ανθρώπους. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Αντικαρκινική Εταιρεία, η οποία, σε μια πλήρη αναθεώρηση της, δήλωσε ότι «τα περισσότερα στοιχεία προτείνουν ότι η συχνή κατανάλωση καφέ ή/και τσαγιού δεν έχει καμία σημαντική σχέση με τον κίνδυνο καρκίνου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος». Αντιθέτως, ορισμένες πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη ορισμένων καρκίνων, όπως του παχέος εντέρου και του ήπατος, αλλά αυτό είναι υπό διερεύνηση.
Ο καφές μπορεί να έχει προστατευτικές επιδράσεις ενάντια στον διαβήτη τύπου 2, το Parkinson και τις ηπατικές ασθένειες (κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Όπως με πολλούς τομείς έρευνας, ο ακριβής μηχανισμός αυτής της προφανούς προστατευτικής επίδρασης πρέπει να διευκρινιστεί. Φαίνεται ότι ουσίες που βρίσκονται στον καφέ, εκτός από την καφεΐνη, ευθύνονται για την επίδραση αυτή, καθώς τέτοιου είδους επιδράσεις παρατηρούνται και στα καφεϊνούχα και στα ντεκαφεϊνέ προϊόντα. Ενδεχομένως αυτή η θετική επίδραση να οφείλεται στα αντιοξειωτικά του καφέ.
Υπάρχουν, επίσης, αυξανόμενα πρόσφατα στοιχεία ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των γνωσιακών λειτουργιών κατά τη γήρανση. Αυτά τα μακροπρόθεσμα οφέλη μπορεί να συνδέονται με την καφεΐνη και τα φλαβονοειδή του καφέ, τα οποία και τα δύο είναι αντιοξειδωτικά, αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Με βάση επιδημιολογικά στοιχεία που υπάρχουν μέχρι σήμερα, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι δεν προκύπτει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα για την ανθρώπινη υγεία, τουλάχιστον όταν η πρόσληψη της καφεΐνης είναι κάτω από 300 mg την ημέρα, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και κάποιες θετικές επιδράσεις. Από την άλλη μεριά όμως κάποιοι άνθρωποι ενδεχομένως να είναι ευαίσθητοι στην καφείνη (να παρουσιάζουν κάποια δυσκολία στον μεταβολισμό της) και αυτό να τους δημιουργεί κάποια προβλήματα. Επιπλέον, η καφεινη ενδέχεται να επιδρά αρνητικά όταν υπάρχουν κάποιες ασθένειες. Τέλος, το θέμα της καφεΐνης κατά την εγκυμοσύνη βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση.
Ευαισθησία στην καφεΐνη
Οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ ως προς την ευαισθησία τους απέναντι στην καφεΐνη. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μάλιστα και ένα «γονίδιο αργού μεταβολισμού» της καφεΐνης: τα άτομα με αυτό το γονίδιο αποβάλλουν την καφεΐνη πιο αργά.
Η καφεΐνη φθάνει στην κυκλοφορία του αίματος μέσα σε 30-45 λεπτά από την κατάποση. Διανέμεται σε όλο το νερό του σώματος, μεταβολίζεται και εκκρίνεται μέσω των ούρων. Ο μέσος χρόνος ημιζωής της καφεΐνης στο σώμα είναι 4 ώρες (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν μεταξύ 2-10 ωρών).
Κατά την εγκυμοσύνη επιβραδύνεται ο ρυθμός με τον οποίο μεταβολίζεται η καφεΐνη και οι έγκυες γυναίκες γενικά διατηρούν υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από το κανονικό. Οι έγκυες και τα άτομα που πάσχουν από κάποιες ασθένειες ή είναι ευαίσθητα στην καφεΐνη, πρέπει να προσέχουν και να διατηρούν την πρόσληψη καφεΐνης σε μέτρια επίπεδα.
Το ερώτημα για πιθανές επιδράσεις στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη (αν τακτικά προσλαμβάνεται σημαντική ποσότητα καφεΐνης) παραμένει ανοικτό. Λόγω του αργού ρυθμού μεταβολισμού της καφεΐνης στην εγκυμοσύνη, ενδείκνυται ο μετριασμός της πρόσληψης, από οποιαδήποτε πηγή, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
http://www.healthyliving.gr/
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4974.html
Η μέση περιεκτικότητα σε καφεΐνη στον αλεσμένο καβουρδισμένο καφέ είναι περίπου 85 mg ανά 150 ml (ένα φλιτζάνι), στον στιγμιαίο καφέ είναι 60 mg και στο ντεκαφεϊνέ είναι μόλις 3 mg. Στο τσάι που φτιάχνεται από φύλλα ή από φακελάκι υπάρχουν 30 mg καφεινη και στο στιγμιαίο τσάι 20 mg. Στο κακάο ή τη ζεστή σοκολάτα υπάρχουν 4 mg. Ένα ποτήρι (200 ml) ενός μη αλκοολούχου ποτού περιέχει 20-60 mg καφεΐνη.
Στην Ευρώπη οι ενήλικες καταναλώνουν κατά μέσον όρο 200 mg καφείνη την ημέρα (από 100 ώς 400 mg) κυρίως από τον καφέ και το τσάι, αλλά και από μη αλκοολούχα ποτά, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα «ενεργειακά ποτά». Οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες είναι γνωστές για τη μεγάλη κατανάλωσή τους σε καφέ: στην Δανία, την Φινλανδία, την Νορβηγία ή την Σουηδία η μέση κατανάλωση καφεΐνης φθάνει τα 400 mg την ημέρα. Τα παιδιά, οι νεαροί ενήλικες και όσοι απέχουν από τον καφέ προσλαμβάνουν την καφεΐνη συνήθως από το τσάι και ταμη αλκοολούχα ποτά.
Καφεΐνη και νευρικό σύστημα
Οι περισσότερες μελέτες σχετικές με την καφεΐνη και την υγεία μελέτες είναι στην πραγματικότητα βασισμένες στον καφέ. Το γεγονός αυτό καθιστά συχνά πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα αποτελέσματα της καφεΐνης ξεχωριστά από τα αποτελέσματα του καφέ συνολικά. Ωστόσο έχουν εντοπιστεί κάποιες διαφορές.
Η καφεΐνη έχει τη δυνατότητα να ενισχύει την επαγρύπνηση και τη συνεχή προσοχή κάτι που έχει τεκμηριωθεί καλά από τις διάφορες μελέτες. Πρόκειται δηλαδή για ένα διεγερτικό του νευρικού συστήματος. Ο τρόπος δράσης της καφείνης στο κεντρικό νευρικό σύστημα οφείλεται στο ότι αποτελεί ανταγωνιστή της αδενοσίνης.
Η αδενοσίνη είναι μια φυσική ουσία του σώματος που ενεργεί ως αγγελιοφόρος στη ρύθμιση της δραστηριότητας του εγκεφάλου και στον έλεγχο των καταστάσεων διέγερσης και ύπνου (με απλά λόγια δίνει το σήμα της κούρασης). Η καφεΐνη εμποδίζει συγκεκριμένους υποδοχείς της αδενοσίνης στο νευρικό ιστό, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, διατηρώντας έτσι τον άνθρωπο σε κατάσταση διέγερσης. Με αυτόν τον μηχανισμό η καφεΐνη μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα για διανοητική και σωματική προσπάθεια προτού προκύψει η κούραση. Δόσεις 100-600 mg καφεΐνης παράγουν γρηγορότερες και καθαρότερες σκέψεις και καλύτερο γενικό συντονισμό του σώματος.
Η δέσμευση των υποδοχέων της αδενοσίνης μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνη για τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων, που ανακουφίζει από την ημικρανία και τον πονοκέφαλο. Αυτό εξηγεί γιατί η καφεΐνη είναι συστατικό πολλών αναλγητικών χαπιών.
Ως προς τις αρνητικές επιδράσεις, η καφείνη μπορει να οδηγήσει σε παροδικές συμπεριφορικές αλλαγές, όπως αυξημένη διέγερση, οξυθυμία, νευρικότητα ή ανησυχία. Ποσά μεγαλύτερα από 2000 mg μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία, τρέμουλο και γρήγορη αναπνοή. Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται μερικές φορές και σε χαμηλότερες δόσεις. Με συχνή κατανάλωση, ωστόσο, αναπτύσσεται ανοχή για πολλές από αυτές τις επιδράσεις. Έτσι οι διεγερτικές ιδιότητες της καφεΐνης επηρεάζουν λιγότερο τους τακτικούς καταναλωτές του καφέ από τους περιστασιακούς.
Η καφεΐνη έχει πολλές άλλες οξείες επιδράσεις. Διεγείρει την παραγωγή κορτιζόλης και αδρεναλίνης, τα οποία προκαλούν αύξηση στην πίεση αίματος και τον καρδιακό ρυθμό. Έχει επίσης διουρητικές επιδράσεις, καθώς προκαλεί βρογχική χαλάρωση, αυξάνει την παραγωγή γαστρικού οξέος και αυξάνει τον μεταβολικό ρυθμό.
Καρδιά, καρκίνος, πίεση του αίματος και διαβήτης
Για αρκετές δεκαετίες, η καφεΐνη ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις έρευνες αναφορικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις, επειδή συνδεόταν πιθανώς με αλλαγές στα λιπίδια του αίματος, με την πίεση του αίματος και με την αρρυθμία της καρδιάς. Η μέτρια κατανάλωση καφεΐνης, απουσία κάποιου ιατρικού προβλήματος, συνήθως δεν συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.
Αν και η κατανάλωση καφεΐνης έχει θεωρηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών ότι αυξάνει την πίεση του αίματος, πιο πρόσφατες κλινικές και εργαστηριακές μελέτες δεν έξειξαν ότι τα συνήθη επίπεδα κατανάλωσης έχουν κάποια επίδραση. Παρά τις αποκλίσεις των αποτελεσμάτων, αντιδράσεις αυξημένης πίεσης αίματος έχουν αναφερθεί συχνότερα σε άτομα μη συνηθισμένα στην καφεΐνη, σε νεότερα άτομα και μετά από πολύ υψηλές προσλήψεις. Ελλείψει οριστικών επιστημονικών στοιχείων, σε άτομα που πάσχουν ήδη από υπέρταση συστήνεται να μην καταναλώνουν πολλή καφεΐνη.
Οι μελέτες, κυρίως από τις χώρες της Σκανδιναβίας, έχουν δείξει ότι ο καφές μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ολικής και LDL-χοληστερόλης (κακή χοληστερίνη). Αυτή η επίδραση φαίνεται να περιορίζεται στον βρασμένο και όχι στον φιλτραρισμένο, καφέ (ο φιλτραρισμένος, ο διηθημένος ή ο στιγμιαίος καφές δεν αυξάνουν τη χοληστερίνη του αίματος). Αυτή η επίδραση φαίνεται να προκαλείται από κάποια συστατικά του καφέ, καλούμενα ως διτερπένια, που υπάρχουν σε υψηλότερες ποσότητες σε κάποιες ποικιλίες κόκκων καφέ, αλλά αφαιρούνται με το φιλτράρισμα. Δηλαδή η αύξηση της χοληστερίνης οφείλεται στα διτερπένια του καφέ και όχι στην καφεινη.
Τελικά τα επιδημιολογικά στοιχεία για τη σύνδεση μεταξύ της τακτικής κατανάλωσης καφέ και του κινδύνου για στεφανιαία νόσο δεν δείχνουν αυξημένο κίνδυνο από μια μέτρια κατανάλωση καφέ. Ωστόσο, υπάρχουν και μελέτες που δείχνουν ότι η πρόσληψη καφέ μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ορισμένα άτομα: περιστασιακοί καταναλωτές καφέ που έχουν τρεις ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο και άτομα με αργό μεταβολισμό της καφεΐνης. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία απόδειξη ότι η καφεΐνη σχετίζεται με τις καρδιακές αρρυθμίες.
Όσον αφορά τον καρκίνο, επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η πρόσληψη καφεΐνης είναι παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου σε ανθρώπους. Αυτή η άποψη υποστηρίζεται από την Παγκόσμια Αντικαρκινική Εταιρεία, η οποία, σε μια πλήρη αναθεώρηση της, δήλωσε ότι «τα περισσότερα στοιχεία προτείνουν ότι η συχνή κατανάλωση καφέ ή/και τσαγιού δεν έχει καμία σημαντική σχέση με τον κίνδυνο καρκίνου σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος». Αντιθέτως, ορισμένες πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να είναι προστατευτική ενάντια στην ανάπτυξη ορισμένων καρκίνων, όπως του παχέος εντέρου και του ήπατος, αλλά αυτό είναι υπό διερεύνηση.
Ο καφές μπορεί να έχει προστατευτικές επιδράσεις ενάντια στον διαβήτη τύπου 2, το Parkinson και τις ηπατικές ασθένειες (κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Όπως με πολλούς τομείς έρευνας, ο ακριβής μηχανισμός αυτής της προφανούς προστατευτικής επίδρασης πρέπει να διευκρινιστεί. Φαίνεται ότι ουσίες που βρίσκονται στον καφέ, εκτός από την καφεΐνη, ευθύνονται για την επίδραση αυτή, καθώς τέτοιου είδους επιδράσεις παρατηρούνται και στα καφεϊνούχα και στα ντεκαφεϊνέ προϊόντα. Ενδεχομένως αυτή η θετική επίδραση να οφείλεται στα αντιοξειωτικά του καφέ.
Υπάρχουν, επίσης, αυξανόμενα πρόσφατα στοιχεία ότι η κατανάλωση καφέ μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση των γνωσιακών λειτουργιών κατά τη γήρανση. Αυτά τα μακροπρόθεσμα οφέλη μπορεί να συνδέονται με την καφεΐνη και τα φλαβονοειδή του καφέ, τα οποία και τα δύο είναι αντιοξειδωτικά, αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιβεβαιωθεί.
Με βάση επιδημιολογικά στοιχεία που υπάρχουν μέχρι σήμερα, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι δεν προκύπτει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα για την ανθρώπινη υγεία, τουλάχιστον όταν η πρόσληψη της καφεΐνης είναι κάτω από 300 mg την ημέρα, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρχουν και κάποιες θετικές επιδράσεις. Από την άλλη μεριά όμως κάποιοι άνθρωποι ενδεχομένως να είναι ευαίσθητοι στην καφείνη (να παρουσιάζουν κάποια δυσκολία στον μεταβολισμό της) και αυτό να τους δημιουργεί κάποια προβλήματα. Επιπλέον, η καφεινη ενδέχεται να επιδρά αρνητικά όταν υπάρχουν κάποιες ασθένειες. Τέλος, το θέμα της καφεΐνης κατά την εγκυμοσύνη βρίσκεται ακόμα υπό διερεύνηση.
Ευαισθησία στην καφεΐνη
Οι άνθρωποι διαφέρουν πολύ ως προς την ευαισθησία τους απέναντι στην καφεΐνη. Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μάλιστα και ένα «γονίδιο αργού μεταβολισμού» της καφεΐνης: τα άτομα με αυτό το γονίδιο αποβάλλουν την καφεΐνη πιο αργά.
Η καφεΐνη φθάνει στην κυκλοφορία του αίματος μέσα σε 30-45 λεπτά από την κατάποση. Διανέμεται σε όλο το νερό του σώματος, μεταβολίζεται και εκκρίνεται μέσω των ούρων. Ο μέσος χρόνος ημιζωής της καφεΐνης στο σώμα είναι 4 ώρες (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν μεταξύ 2-10 ωρών).
Κατά την εγκυμοσύνη επιβραδύνεται ο ρυθμός με τον οποίο μεταβολίζεται η καφεΐνη και οι έγκυες γυναίκες γενικά διατηρούν υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από το κανονικό. Οι έγκυες και τα άτομα που πάσχουν από κάποιες ασθένειες ή είναι ευαίσθητα στην καφεΐνη, πρέπει να προσέχουν και να διατηρούν την πρόσληψη καφεΐνης σε μέτρια επίπεδα.
Το ερώτημα για πιθανές επιδράσεις στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη (αν τακτικά προσλαμβάνεται σημαντική ποσότητα καφεΐνης) παραμένει ανοικτό. Λόγω του αργού ρυθμού μεταβολισμού της καφεΐνης στην εγκυμοσύνη, ενδείκνυται ο μετριασμός της πρόσληψης, από οποιαδήποτε πηγή, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
http://www.healthyliving.gr/
http://eleftheriskepsii.blogspot.gr/2012/12/blog-post_4974.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου