Οι αμερικανοεβραιόδουλοι πολιτικοί ξεχνούν, εμείς ΟΧΙ!
«Εμάθατε στον Πειραιά επιδρομή μεγάλη, γκρεμίσανε τα σπίτια μας, πω-πω ζημιά μεγάλη / Μέρα και νύχτα ρίχνανε μπόμπες τα αεροπλάνα και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα / Σκορπούσανε το θάνατο και ρίχνανε αράδα και το λιμάνι γκρέμισαν και την Αγια Τριάδα / Μπόμπες πολλές ερίξανε μέσα στο τελωνείο και τον Περαία κάνανε σωστό νεκροταφείο»
(Από το σχετικό τραγούδι του Πειραιώτη ρεμπέτη Μιχάλη Γενίτσαρη).
Ο βομβαρδισμός του Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1944, από αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα, αποτελεί ένα από τα λησμονημένα σήμερα γεγονότα της Κατοχής. Ο συγγραφέας Χρ. Χρηστίδης αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του «Χρόνια Κατοχής 1941-44» (Αθήνα 1971, σελ. 467): «11/1/1944, μέρα Τρίτη, έγινε τρομαχτικός βομβαρδισμός του Πειραιά από τη συμμαχική αεροπορία. Μεγάλες καταστροφές στο κέντρο της πόλης –καταστράφηκε κι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα. Χειρότερο όμως, χιλιάδες ήταν τα θύματα, οι νεκροί κι οι τραυματίες. Επί πολλές μέρες οι εφημερίδες δημοσίευαν καταλόγους νεκρών και τραυματιών που ενταφιάζονταν, δίχως ν’ αναγνωριστούν, στα νεκροταφεία του Πειραιά και των συνοικισμών. Το νόημα αυτού του μακελειού έμεινε ανεξήγητο. Μάλλον θα επρόκειτο για στραβομάρα των αεροπόρων επιδρομέων που είχαν σκοπό να βομβαρδίσουν πλοία στο λιμάνι. Οι Πειραιώτες πανικόβλητοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τον Πειραιά».
Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης έγραψε για τον βομβαρδισμό του Πειραιά: «Στις 11 Ιανουαρίου του 1944 βομβαρδίστηκε από συμμαχικά αεροπλάνα ο Πειραιάς, και οι γύρω συνοικισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 1.000 και να τραυματιστούν ακόμη περισσότεροι Έλληνες. Στο λιμάνι προξενήθηκαν ελάχιστες ζημιές και την άλλη μέρα σε ομιλία του από το ραδιοσταθμό των Αθηνών ο πατέρας μου (ενν. ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης) καταδίκασε την πρωτοφανή σε αγριότητα επιδρομή… Για την ενέργεια αυτή των συμμαχικών αεροπλάνων διαμαρτυρήθηκε έντονα, χαρακτηρίζοντας την «πρωτάκουστο κακούργημα». Τις φράσεις αυτές ο σταθμός του Καΐρου τις θεώρησε προδοτικές και την ίδια γνώμη είχαν και οι δικαστές που καταδίκασαν τον πατέρα μου. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, αντί να εκφράσει τη λύπη της για την άστοχη ενέργεια που προκάλεσε τόσα θύματα, επιτέθηκε εναντίον του πάτερα μου ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι η επιχείρηση ήταν «επιτυχής». Τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1943, συμμαχικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει το γερμανικό αεροδρόμιο στο Χασάνι (Ελληνικά) και το αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης. Στο Ελληνικό η επίθεση έγινε την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, το μεσημέρι, και σκοτώθηκαν σαράντα και τραυματίστηκαν εξήντα Έλληνες, που έκαναν το θαλάσσιο λουτρό τους στην ακτή.
Για τους βομβαρδισμούς των δύο πόλεων δεν διαμαρτυρήθηκε ο πατέρας μου, γιατί θεώρησε ότι οι στόχοι που προσβλήθηκαν ήταν στρατιωτικοί και ότι ο θάνατος και ο τραυματισμός Ελλήνων κατοίκων της περιοχής ήταν αναγκαίο επακόλουθο της επιδρομής. Δεν μπορούσε όμως να σιωπήσει για την επίθεση εναντίον του Πειραιά, γιατί ενώ στο λιμάνι προξενήθηκαν ελάχιστες ζημιές, οι περισσότερες βόμβες έπεσαν στο κέντρο της πόλεως και στους γύρω συνοικισμούς» (Γεώργιος Ι. Ράλλης, Κοιτάζοντας πίσω, Εκδόσεις Ερμείας, σσ. 302-3). Η δήλωση του Ιωάννη Ράλλη είχε ως εξής: «Αεροπορική επιδρομή πρωτοφανούς αγριότητος έλαβε χώραν την μεσημβρίαν της σήμερον εις την γείτονα. Δεν πρόκειται περί πολεμικής επιχειρήσεως, αλλά περί τρομοκρατικής επιθέσεως εναντίον του ελληνικού λαού του Πειραιώς, πεσόντος θύμα της βαρβάρου αυτής ενεργείας. Δεν εβομβαρδίσθησαν στόχοι στρατιωτικοί, αλλ’ αυτή η καρδιά της πόλεως του Πειραιώς. Καθ’ εκατοντάδας θρηνούμεν τα θύματα της εξάλλου αυτής πράξεως των επιδρομέων. Εκκλησίαι, εν αις και ο καθεδρικός ναός, δημόσια και κοινωφελή ιδρύματα, ιδιωτικαί κατοικίαι και γραφεία εβλήθησαν μετά λύσσης και ασφαλώς εκ προμελέτης… Ρηγνύω κραυγήν διαμαρτυρίας ενώπιον της Ανθρωπότητος δια το επιτελεσθέν πρωτάκουστον ανοσιούργημα, το οποίον δεν είναι δυνατόν να αφεθή αστιγμάτιστον όταν σημάνη η ώρα της δικαιοσύνης». Mόνο σ’ ένα καταφύγιο που βομβαρδίστηκε, βρέθηκαν νεκρά 80 νεαρά κορίτσια της Επαγγελματικής Σχολής, που προσπάθησαν ν’ αποφύγουν τον θάνατο (βλ. περ. «Λαβύρινθος», τχ. 7, Ιανουάριος 2004).
Ένας μάρτυρας του βομβαρδισμού, ο Ιάκωβος Βαγιάκης, μαθητής τότε, γράφει στις αναμνήσεις του για τον βομβαρδισμό του Πειραιά: «Το πιο τραγικό περιστατικό όμως ήταν η κατάρρευση του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας που βρισκόταν στην τότε οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου και σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου, μεταξύ των οδών Καραολή – Δημητρίου και Ελ. Βενιζέλου. Στο υπόγειό του υπήρχε οργανωμένο καταφύγιο όπου κατέφυγαν μεταξύ των άλλων και όλες οι μαθήτριες, μαζί με τις δασκάλες τους, της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής Θηλέων του Δήμου Πειραιά (στεγαζόταν εκεί που σήμερα είναι το Δημαρχείο). Το κτίριο κατέρρευσε, το καταφύγιο άντεξε αλλά θάφτηκε κάτω από τα χαλάσματα των επάνω ορόφων, με αποτέλεσμα να θαφτούν ζωντανοί όλοι όσοι υπήρχαν στο καταφύγιο. Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό, γερμανικά στρατιωτικά τμήματα άρχισαν την προσπάθεια απομάκρυνσης των ερειπίων ώστε να ελευθερωθούν οι εγκλωβισμένοι. Ήταν σούρουπο σχεδόν της ίδιας ημέρας, όταν μαζί με τον φίλο μου, μακαρίτη σήμερα, Πέτρο Ρούσση… θελήσαμε να δούμε από κοντά σε ποιά κατάσταση βρισκόταν η πόλη. Βαδίσαμε στην κεντρική οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου προς την πλατεία Κοραή (Δημοτικού Θεάτρου). Κρατήρες βομβών ήταν διάσπαρτοι στην πόλη. Πτώματα εξείχαν απ’ αυτούς και ένα σωρό γκριμισμένα σπίτια ήταν γύρω μας. Θυμούμαι χαρακτηριστικά ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα διαγωνίως απέναντι του Δημοτικού Θεάτρου υπήρχε ένας τεράστιος κρατήρας από το βάθος του οποίου εξείχε ολόκληρο γυναικείο πόδι με γοβάκι. Κολώνες ηλεκτρικού ήταν πεσμένες και καλώδιά τους ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί. Καταλήξαμε στην γωνία των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου και Καραολή – Δημητρίου. Απ’ εκεί βλέπαμε τις προσπάθειες των γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων που με το φως προβολέων αυτοκινήτων προσπαθούσαν να αποσύρουν τα χαλάσματα από το καταφύγιο της Ηλεκτρικής. Συγχρόνως άλλα τμήματα περιφρουρούσαν τους γύρω χώρους ώστε να μην πλησιάσουν περίεργοι ή πλιατσικολόγοι. Όμως για κακή τύχη των εγκλωβισμένων σήμανε συναγερμός στις οκτώ για τον δεύτερο βομβαρδισμό. Μετά τους Αμερικανούς ήλθαν οι «σύμμαχοι» Άγγλοι. Ο επικεφαλής της προσπάθειας Γερμανός αξιωματικός σφύριξε, οι στρατιώτες συντάχθηκαν και απεχώρησαν. Όταν την επομένη κατάφεραν να απομακρύνουν τα ερείπια, τους βρήκαν όλους νεκρούς από ασφυξία…» (ανέκδοτη μαρτυρία του Ιάκωβου Βαγιάκη, Αρχείο Μ. Φαφαλιού – Κ. Χατζηπατέρα, ΕΛΙΑ).
Ο τραγικός επίλογος
Κατά τον βομβαρδισμό δεν επλήγησαν δημόσια κτίρια ή εγκαταστάσεις των Γερμανών αλλά εργατικές συνοικίες και εκκλησίες! Φαίνεται ότι αυτό ακριβώς επιζητούσαν οι Βρετανοί και οι Σύμμαχοι: να προκαλέσουν θύματα, να σπείρουν τον πανικό και την ανασφάλεια και να δημιουργήσουν τέτοιες καταστροφές, ώστε να εξεγερθούν οι πολίτες κατά των Γερμανών, που όφειλαν βάσει των διεθνών νόμων να παράσχουν προστασία και ασφάλεια στον πληθυσμό. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε και σε άλλους μαζικούς βομβαρδισμούς στην Ελλάδα (Ζάκυνθο, Βόλο, Χίο κ.α.), όπου και πάλι τα θύματα ήταν Έλληνες πολίτες και γυναικόπαιδα. Στην περίπτωση μάλιστα του βομβαρδισμού της Χίου τον Φεβρουάριο του 1944, ο άμεσος στόχος ήταν τότε το σουηδικό πλοίο «Βίριλ» του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, την ώρα που ξεφόρτωνε τρόφιμα και ενώ είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι της Χίου εκατοντάδες γυναικόπαιδα.
Ακόμη και η εξόριστη Κυβέρνηση Τσουδερού από το Κάιρο διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα εναντίον εκείνων που αποφάσισαν να πλήξουν τον λαό του Πειραιά, ωστόσο ποτέ δεν έλαβε μια σαφή εξήγηση για το ποιος ακριβώς ευθυνόταν για εκείνη την ενέργεια. Οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν την υπόθεση και τα εκατοντάδες θύματα του βομβαρδισμού καταχωρήθηκαν απλά ως «θύματα της γερμανικής Κατοχής».
Ο ναός της Αγίας Τριάδος χτίστηκε το 1850. Το μεσημέρι της 11ης Ιανουαρίου του 1944 βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους και κατεστράφη. Για τρεις ώρες, από τις 12 το μεσημέρι (ώρα που ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους), τα “συμμαχικά”αεροπλάνα, έκαναν στάχτη την πόλη. Στους δρόμους σκορπισμένα πτώματα, φριχτές εικόνες ακρωτηριασμένων παιδιών. Οι δρόμοι κλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκοι, που είχαν ανοίξει οι βόμβες.
Τα θύματα υπολογίστηκαν σε 5.500: Σχεδόν όλοι Ελληνες, μόνον 8 ήταν οι νεκροί Γερμανοί στρατιώτες.
Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της μέρας εκείνης, συγκαταλέγονται και 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Ακόμη 200 μαθήτριες που πέθαναν από ασφυξία στηΓαλλική Σχολή, 70 άτομα στο εστιατόριο του Βίρβου, γωνία Ρέπουλη και Βασ. Κωνσταντίνου, στο κτίριο Ταβλαδωράκη με το “Κοντινένταλ” και αλλού.
Ανάμεσα στους 70 του εστιατορίου και ο μετέπειτα (1975) εφημεριδοπώλης Δημήτριος Μαρκαντώνης, που καταπλακώθηκε, αλλά είναι ο μόνος που διασώθηκε,27 χρόνων τότε, αρραβωνιασμένος.
Στο ταφολόγιο του Δημοτικού Νεκροταφείου της Ανάστασης αναφέρονται τα ονόματα 492 νεκρών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μεταφέρθηκαν στο Α’ και Γ Νεκροταφείο Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να υπολογιστεί κι ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ίδιου βομβαρδισμού, που τάφηκαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία δίνονταν η μερίδα του συσσιτίου ή τα 30 δράμια ψωμιού. Ο κόσμος άρχισε να παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα, που είχε χαρακτηριστεί “ανοχύρωτη πόλη”.
Μεγάλες ζημιές έπαθε κι ο Σταθμός του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου. Ωστόσο, τα δρομολόγια διακόπηκαν μόνο για μία βδομάδα. Η εταιρeία του Αλεξ. Βλάγκαλη, τον επισκεύασε σύντομα.
Άθικτες έμειναν οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναύσταθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των γερμανικών αρχών κατοχής. Πιο τυχεροί στάθηκαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που εκρατούντο στις φυλακές της Κάστορος, όταν έπεσε ξυστά στο κτίριο βόμβα. Κάτω απ’ τον κίνδυνο να σκοτωθεί η φρουρά κι ο διευθυντής, ο τελευταίος άφησε ν’ ανοίξουν τα κελιά και να φύγουν οι κρατούμενοι.
(Από το σχετικό τραγούδι του Πειραιώτη ρεμπέτη Μιχάλη Γενίτσαρη).
Ο βομβαρδισμός του Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1944, από αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα, αποτελεί ένα από τα λησμονημένα σήμερα γεγονότα της Κατοχής. Ο συγγραφέας Χρ. Χρηστίδης αναφέρει σχετικά στο βιβλίο του «Χρόνια Κατοχής 1941-44» (Αθήνα 1971, σελ. 467): «11/1/1944, μέρα Τρίτη, έγινε τρομαχτικός βομβαρδισμός του Πειραιά από τη συμμαχική αεροπορία. Μεγάλες καταστροφές στο κέντρο της πόλης –καταστράφηκε κι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα. Χειρότερο όμως, χιλιάδες ήταν τα θύματα, οι νεκροί κι οι τραυματίες. Επί πολλές μέρες οι εφημερίδες δημοσίευαν καταλόγους νεκρών και τραυματιών που ενταφιάζονταν, δίχως ν’ αναγνωριστούν, στα νεκροταφεία του Πειραιά και των συνοικισμών. Το νόημα αυτού του μακελειού έμεινε ανεξήγητο. Μάλλον θα επρόκειτο για στραβομάρα των αεροπόρων επιδρομέων που είχαν σκοπό να βομβαρδίσουν πλοία στο λιμάνι. Οι Πειραιώτες πανικόβλητοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τον Πειραιά».
Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης έγραψε για τον βομβαρδισμό του Πειραιά: «Στις 11 Ιανουαρίου του 1944 βομβαρδίστηκε από συμμαχικά αεροπλάνα ο Πειραιάς, και οι γύρω συνοικισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 1.000 και να τραυματιστούν ακόμη περισσότεροι Έλληνες. Στο λιμάνι προξενήθηκαν ελάχιστες ζημιές και την άλλη μέρα σε ομιλία του από το ραδιοσταθμό των Αθηνών ο πατέρας μου (ενν. ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης) καταδίκασε την πρωτοφανή σε αγριότητα επιδρομή… Για την ενέργεια αυτή των συμμαχικών αεροπλάνων διαμαρτυρήθηκε έντονα, χαρακτηρίζοντας την «πρωτάκουστο κακούργημα». Τις φράσεις αυτές ο σταθμός του Καΐρου τις θεώρησε προδοτικές και την ίδια γνώμη είχαν και οι δικαστές που καταδίκασαν τον πατέρα μου. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, αντί να εκφράσει τη λύπη της για την άστοχη ενέργεια που προκάλεσε τόσα θύματα, επιτέθηκε εναντίον του πάτερα μου ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι η επιχείρηση ήταν «επιτυχής». Τον Ιούνιο και τον Οκτώβριο του 1943, συμμαχικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει το γερμανικό αεροδρόμιο στο Χασάνι (Ελληνικά) και το αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης. Στο Ελληνικό η επίθεση έγινε την τελευταία Κυριακή του Ιουνίου, το μεσημέρι, και σκοτώθηκαν σαράντα και τραυματίστηκαν εξήντα Έλληνες, που έκαναν το θαλάσσιο λουτρό τους στην ακτή.
Για τους βομβαρδισμούς των δύο πόλεων δεν διαμαρτυρήθηκε ο πατέρας μου, γιατί θεώρησε ότι οι στόχοι που προσβλήθηκαν ήταν στρατιωτικοί και ότι ο θάνατος και ο τραυματισμός Ελλήνων κατοίκων της περιοχής ήταν αναγκαίο επακόλουθο της επιδρομής. Δεν μπορούσε όμως να σιωπήσει για την επίθεση εναντίον του Πειραιά, γιατί ενώ στο λιμάνι προξενήθηκαν ελάχιστες ζημιές, οι περισσότερες βόμβες έπεσαν στο κέντρο της πόλεως και στους γύρω συνοικισμούς» (Γεώργιος Ι. Ράλλης, Κοιτάζοντας πίσω, Εκδόσεις Ερμείας, σσ. 302-3). Η δήλωση του Ιωάννη Ράλλη είχε ως εξής: «Αεροπορική επιδρομή πρωτοφανούς αγριότητος έλαβε χώραν την μεσημβρίαν της σήμερον εις την γείτονα. Δεν πρόκειται περί πολεμικής επιχειρήσεως, αλλά περί τρομοκρατικής επιθέσεως εναντίον του ελληνικού λαού του Πειραιώς, πεσόντος θύμα της βαρβάρου αυτής ενεργείας. Δεν εβομβαρδίσθησαν στόχοι στρατιωτικοί, αλλ’ αυτή η καρδιά της πόλεως του Πειραιώς. Καθ’ εκατοντάδας θρηνούμεν τα θύματα της εξάλλου αυτής πράξεως των επιδρομέων. Εκκλησίαι, εν αις και ο καθεδρικός ναός, δημόσια και κοινωφελή ιδρύματα, ιδιωτικαί κατοικίαι και γραφεία εβλήθησαν μετά λύσσης και ασφαλώς εκ προμελέτης… Ρηγνύω κραυγήν διαμαρτυρίας ενώπιον της Ανθρωπότητος δια το επιτελεσθέν πρωτάκουστον ανοσιούργημα, το οποίον δεν είναι δυνατόν να αφεθή αστιγμάτιστον όταν σημάνη η ώρα της δικαιοσύνης». Mόνο σ’ ένα καταφύγιο που βομβαρδίστηκε, βρέθηκαν νεκρά 80 νεαρά κορίτσια της Επαγγελματικής Σχολής, που προσπάθησαν ν’ αποφύγουν τον θάνατο (βλ. περ. «Λαβύρινθος», τχ. 7, Ιανουάριος 2004).
Ένας μάρτυρας του βομβαρδισμού, ο Ιάκωβος Βαγιάκης, μαθητής τότε, γράφει στις αναμνήσεις του για τον βομβαρδισμό του Πειραιά: «Το πιο τραγικό περιστατικό όμως ήταν η κατάρρευση του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας που βρισκόταν στην τότε οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου και σήμερα Ηρώων Πολυτεχνείου, μεταξύ των οδών Καραολή – Δημητρίου και Ελ. Βενιζέλου. Στο υπόγειό του υπήρχε οργανωμένο καταφύγιο όπου κατέφυγαν μεταξύ των άλλων και όλες οι μαθήτριες, μαζί με τις δασκάλες τους, της Επαγγελματικής και Οικοκυρικής Σχολής Θηλέων του Δήμου Πειραιά (στεγαζόταν εκεί που σήμερα είναι το Δημαρχείο). Το κτίριο κατέρρευσε, το καταφύγιο άντεξε αλλά θάφτηκε κάτω από τα χαλάσματα των επάνω ορόφων, με αποτέλεσμα να θαφτούν ζωντανοί όλοι όσοι υπήρχαν στο καταφύγιο. Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό, γερμανικά στρατιωτικά τμήματα άρχισαν την προσπάθεια απομάκρυνσης των ερειπίων ώστε να ελευθερωθούν οι εγκλωβισμένοι. Ήταν σούρουπο σχεδόν της ίδιας ημέρας, όταν μαζί με τον φίλο μου, μακαρίτη σήμερα, Πέτρο Ρούσση… θελήσαμε να δούμε από κοντά σε ποιά κατάσταση βρισκόταν η πόλη. Βαδίσαμε στην κεντρική οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου προς την πλατεία Κοραή (Δημοτικού Θεάτρου). Κρατήρες βομβών ήταν διάσπαρτοι στην πόλη. Πτώματα εξείχαν απ’ αυτούς και ένα σωρό γκριμισμένα σπίτια ήταν γύρω μας. Θυμούμαι χαρακτηριστικά ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα διαγωνίως απέναντι του Δημοτικού Θεάτρου υπήρχε ένας τεράστιος κρατήρας από το βάθος του οποίου εξείχε ολόκληρο γυναικείο πόδι με γοβάκι. Κολώνες ηλεκτρικού ήταν πεσμένες και καλώδιά τους ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί. Καταλήξαμε στην γωνία των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου και Καραολή – Δημητρίου. Απ’ εκεί βλέπαμε τις προσπάθειες των γερμανικών στρατιωτικών τμημάτων που με το φως προβολέων αυτοκινήτων προσπαθούσαν να αποσύρουν τα χαλάσματα από το καταφύγιο της Ηλεκτρικής. Συγχρόνως άλλα τμήματα περιφρουρούσαν τους γύρω χώρους ώστε να μην πλησιάσουν περίεργοι ή πλιατσικολόγοι. Όμως για κακή τύχη των εγκλωβισμένων σήμανε συναγερμός στις οκτώ για τον δεύτερο βομβαρδισμό. Μετά τους Αμερικανούς ήλθαν οι «σύμμαχοι» Άγγλοι. Ο επικεφαλής της προσπάθειας Γερμανός αξιωματικός σφύριξε, οι στρατιώτες συντάχθηκαν και απεχώρησαν. Όταν την επομένη κατάφεραν να απομακρύνουν τα ερείπια, τους βρήκαν όλους νεκρούς από ασφυξία…» (ανέκδοτη μαρτυρία του Ιάκωβου Βαγιάκη, Αρχείο Μ. Φαφαλιού – Κ. Χατζηπατέρα, ΕΛΙΑ).
Ο τραγικός επίλογος
Κατά τον βομβαρδισμό δεν επλήγησαν δημόσια κτίρια ή εγκαταστάσεις των Γερμανών αλλά εργατικές συνοικίες και εκκλησίες! Φαίνεται ότι αυτό ακριβώς επιζητούσαν οι Βρετανοί και οι Σύμμαχοι: να προκαλέσουν θύματα, να σπείρουν τον πανικό και την ανασφάλεια και να δημιουργήσουν τέτοιες καταστροφές, ώστε να εξεγερθούν οι πολίτες κατά των Γερμανών, που όφειλαν βάσει των διεθνών νόμων να παράσχουν προστασία και ασφάλεια στον πληθυσμό. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε και σε άλλους μαζικούς βομβαρδισμούς στην Ελλάδα (Ζάκυνθο, Βόλο, Χίο κ.α.), όπου και πάλι τα θύματα ήταν Έλληνες πολίτες και γυναικόπαιδα. Στην περίπτωση μάλιστα του βομβαρδισμού της Χίου τον Φεβρουάριο του 1944, ο άμεσος στόχος ήταν τότε το σουηδικό πλοίο «Βίριλ» του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, την ώρα που ξεφόρτωνε τρόφιμα και ενώ είχαν συγκεντρωθεί στο λιμάνι της Χίου εκατοντάδες γυναικόπαιδα.
Ακόμη και η εξόριστη Κυβέρνηση Τσουδερού από το Κάιρο διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα εναντίον εκείνων που αποφάσισαν να πλήξουν τον λαό του Πειραιά, ωστόσο ποτέ δεν έλαβε μια σαφή εξήγηση για το ποιος ακριβώς ευθυνόταν για εκείνη την ενέργεια. Οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν την υπόθεση και τα εκατοντάδες θύματα του βομβαρδισμού καταχωρήθηκαν απλά ως «θύματα της γερμανικής Κατοχής».
Ο ναός της Αγίας Τριάδος χτίστηκε το 1850. Το μεσημέρι της 11ης Ιανουαρίου του 1944 βομβαρδίστηκε από τους συμμάχους και κατεστράφη. Για τρεις ώρες, από τις 12 το μεσημέρι (ώρα που ο κόσμος βρισκόταν στους δρόμους), τα “συμμαχικά”αεροπλάνα, έκαναν στάχτη την πόλη. Στους δρόμους σκορπισμένα πτώματα, φριχτές εικόνες ακρωτηριασμένων παιδιών. Οι δρόμοι κλεισμένοι από ξύλα, κεραμίδια από τις στέγες, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και λάκκοι, που είχαν ανοίξει οι βόμβες.
Τα θύματα υπολογίστηκαν σε 5.500: Σχεδόν όλοι Ελληνες, μόνον 8 ήταν οι νεκροί Γερμανοί στρατιώτες.
Ανάμεσα στις χιλιάδες των θυμάτων της μέρας εκείνης, συγκαταλέγονται και 85 μαθήτριες μαζί με τις 15 δασκάλες τους της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας. Ακόμη 200 μαθήτριες που πέθαναν από ασφυξία στηΓαλλική Σχολή, 70 άτομα στο εστιατόριο του Βίρβου, γωνία Ρέπουλη και Βασ. Κωνσταντίνου, στο κτίριο Ταβλαδωράκη με το “Κοντινένταλ” και αλλού.
Ανάμεσα στους 70 του εστιατορίου και ο μετέπειτα (1975) εφημεριδοπώλης Δημήτριος Μαρκαντώνης, που καταπλακώθηκε, αλλά είναι ο μόνος που διασώθηκε,27 χρόνων τότε, αρραβωνιασμένος.
Στο ταφολόγιο του Δημοτικού Νεκροταφείου της Ανάστασης αναφέρονται τα ονόματα 492 νεκρών, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός των πτωμάτων που μεταφέρθηκαν στο Α’ και Γ Νεκροταφείο Αθηνών. Ακόμη, θα πρέπει να υπολογιστεί κι ένας σημαντικός αριθμός νεκρών του ίδιου βομβαρδισμού, που τάφηκαν χωρίς να δοθούν τα στοιχεία τους, προκειμένου οι συγγενείς να διατηρήσουν τα ατομικά δελτία τροφίμων, με τα οποία δίνονταν η μερίδα του συσσιτίου ή τα 30 δράμια ψωμιού. Ο κόσμος άρχισε να παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αθήνα, που είχε χαρακτηριστεί “ανοχύρωτη πόλη”.
Μεγάλες ζημιές έπαθε κι ο Σταθμός του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου. Ωστόσο, τα δρομολόγια διακόπηκαν μόνο για μία βδομάδα. Η εταιρeία του Αλεξ. Βλάγκαλη, τον επισκεύασε σύντομα.
Άθικτες έμειναν οι γερμανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Ναύσταθμου, το αεροδρόμιο, τα ναυπηγεία του Περάματος, μεταξύ αυτών και το μεγαλύτερο που κατασκεύαζε τσιμεντόπλοια για λογαριασμό των γερμανικών αρχών κατοχής. Πιο τυχεροί στάθηκαν οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που εκρατούντο στις φυλακές της Κάστορος, όταν έπεσε ξυστά στο κτίριο βόμβα. Κάτω απ’ τον κίνδυνο να σκοτωθεί η φρουρά κι ο διευθυντής, ο τελευταίος άφησε ν’ ανοίξουν τα κελιά και να φύγουν οι κρατούμενοι.
Δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο, ούτε μία υπενθύμιση στον Πειραιά εις μνήμην των ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ, την ώρα που τα μνημεία του εβραικού ολοκαυτώματος ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σε όλη τη χώρα!
ΓΙ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΘΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΘΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;;;
Ή θα το θάψετε, όπως θάφτηκε σχεδόν ολόκληρη η πόλη του Πειραιά από τους "συμμάχους";
ΟΥΤΕ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΔΕΝ ΣΕΒΑΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΑΛΗΤΕΣ (φωτογραφία αριστερά)!!!
Επρόκειτο ξεκάθαρα για ένα τυφλό χτύπημα, "πρόβα τζενεράλε" για τους αγριότερους βομβαρδισμούς που σημειώθηκαν αργότερα στη Γερμανία (Δρέσδη κλπ)!
Αν έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς...!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου