Την επαύριο της καταστροφής των δίδυμων πύργων, θυμηθήκαμε ότι η «Αλ Κάιντα» οικοδομήθηκε χάρη στις καλές υπηρεσίες της CIA, για να καταπολεμηθεί ο κομμουνισμός στο Αφγανιστάν. Μετά τις βόμβες στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε η ώρα να ξαναδούμε και τον πόλεμο στο τουρκικό Κουρδιστάν.
Τρεις βδομάδες μετά τις τυφλές σφαγές της Κωνσταντινούπολης, τι γνωρίζουμε για τους αυτουργούς; Κατ' αρχάς η ανάληψη της ευθύνης έγινε και στις δύο περιπτώσεις με πανομοιότυπο τρόπο! Πρώτα, με τηλεφώνημα στο τοπικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Ανατόλια, για λογαριασμό -από κοινού- της Αλ Κάιντα και της τουρκικής οργάνωσης Ισλαμικό Μέτωπο των Ακριτών της Μεγάλης Ανατολής (IBDA-C). Και, λίγο αργότερα, με προκηρύξεις σταλμένες μέσω e-mail σε αραβικές εφημερίδες και δικτυακούς τόπους. Οι τελευταίες υπογράφονταν από την Ταξιαρχία Αμπού Χαφς αλ-Μάσρι της Αλ Κάιντα, χωρίς αναφορά στο τουρκικό σκέλος των βομβιστών (βλ. «Ε» 22.11.03).
Η δυαδική αυτή διεκδίκηση δεν κρύβει αναγκαστικά κάποια αντίφαση. Κατά πάσα πιθανότητα, η μεν «Ταξιαρχία» της Αλ Κάιντα αποτελεί τον κεντρικό μηχανισμό, τον επιφορτισμένο με την παροχή της τεχνογνωσίας και την επαφή με τα διεθνή ΜΜΕ, ενώ η αναφορά (και) στο εγχώριο IBDA-C εκπροσωπεί περισσότερο τον τοπικό πυρήνα που διεκπεραίωσε τις πολύνεκρες επιθέσεις.
Η μνημόνευση, άλλωστε, του Αμπού Χαφς -του εκπαιδευτή των «διεθνών ταξιαρχιών» της Αλ Κάιντα που σκοτώθηκε από τους Αμερικανούς στο Αφγανιστάν το Νοέμβριο του 2001- προσφέρει ένα πρόσθετο ερμηνευτικό κλειδί αυτής της διασύνδεσης.
Πολύ σημαντικότερες, ωστόσο, είναι οι πληροφορίες που ήρθαν στο φως για την ταυτότητα των ίδιων των βομβιστών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, και οι δύο καμικάζι της 15ης Νοεμβρίου (Μεσούτ Τσαμπούκ και Γκοκχέν Ελαλτουντάς) μεγάλωσαν στην πόλη Μπίνγκολ του τουρκικού Κουρδιστάν, όπως κι ένας ακόμη ύποπτος, ο εξαφανισμένος φίλος τους Αζάντ Εκιντζί. Επιτόπια ρεπορτάζ δυτικών εφημερίδων εντόπισαν σχέσεις είτε των ίδιων των βομβιστών είτε του στενού περιβάλλοντός τους με την ισλαμική οργάνωση Χεζμπολάχ (Κόμμα του Θεού) που έδρασε στην περιοχή την περασμένη δεκαετία, ως ένα ιδιότυπο παρακράτος εναντίον των κούρδων εθνικιστών.
Η «Εμβέλεια» και η «Επιστήμη»
«Πρόκειται για επανάληψη της ίδιας ιστορίας που είδαμε με τους Αμερικανούς και τους Ταλιμπάν», εξήγησε ο επικεφαλής του τοπικού γραφείου της Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ριντβάν Κιζγκίν. «Το τουρκικό κράτος δημιούργησε τη Χεζμπολάχ και σήμερα πληρώνει το τίμημα» («The Guardian» 27.11.03).
Οι απαρχές της τουρκικής Χεζμπολάχ (άσχετη με την ομώνυμη -και πολύ πιο γνωστή- πολιτικοστρατιωτική οργάνωση των σιιτών του Λιβάνου) παραμένουν σκοτεινές.
* Οι περισσότερες πηγές εντοπίζουν τις ρίζες της σε μια ομάδα που προερχόταν από τη νεολαία του Ερμπακάν και δραστηριοποιήθηκε στο Ντιαρμπακίρ στις αρχές του 1980, εμπνεόμενη από την νίκη της ισλαμικής επανάστασης στο γειτονικό Ιράν.
* Ανεπηρέαστη από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (12.9.1980), η ομάδα συνέχισε να λειτουργεί με επίκεντρο το βιβλιοπωλείο «Vahdet» του Ντιαρμπακίρ.
* Την έβγαλε καθαρή ακόμη κι όταν κάποιες «άκρες» της συνελήφθησαν το 1984 για ληστεία κοσμηματοπωλείου στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε άλλωστε στα χρόνια του Οζάλ, όταν ο παραδοσιακός κεμαλισμός παραχωρεί τη θέση του στη νέα κρατική ιδεολογία της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης».
* Την ίδια εποχή, η περιοχή γνωρίζει την ανάπτυξη του κουρδικού κινήματος, με το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα από το ΡΚΚ (15.8.84).
* Η σημαντικότερη εξέλιξη θα σημειωθεί μετά την πολιτική φιλελευθεροποίηση του 1987-90, με την ανάδυση μιας κουρδικής «κοινωνίας των πολιτών», συσπειρωμένης γύρω από πολιτιστικούς συλλόγους, έντυπα, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και -τελικά- έναν αυτοτελή πολιτικό φορέα: το Λαϊκό Εργατικό Κόμμα (ΗΕΡ). Συνεργαζόμενο με τους τούρκους σοσιαλδημοκράτες, το τελευταίο θα εκλέξει το 1991 16 βουλευτές στο Κοινοβούλιο της Αγκυρας.
**Αν και η σχέση όλου αυτού του κινήματος με το ΡΚΚ ήταν προφανής, άλλο τόσο οφθαλμοφανής ήταν και η απουσία πλήρους ταύτισής του με τον ένοπλο αγώνα. Απεναντίας, φάνηκε να προσφέρει τη μοναδική εναλλακτική λύση για ένα δημοκρατικό διακανονισμό του κουρδικού ζητήματος, απέναντι στο αντάρτικο του ΡΚΚ και τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» που ευαγγελίζονταν οι στρατηγοί.
Αντιμέτωπη μ' αυτή την αντίθεση που διαπερνά ολόκληρη την κουρδική κοινωνία, η ισλαμική ομάδα του Ντιαρμπακίρ βιώνει το 1987-91 μια κρίση προσανατολισμού.
**Μια πτέρυγά της, μ' επικεφαλής τον Φιντάν Γκουνγκόρ και κέντρο δράσης το βιβλιοπωλείο «Menzil» (Εμβέλεια), αποδέχεται τη σημασία της κουρδικής εθνικής ταυτότητας και προπαγανδίζει την «ουδετερότητα» των μελών της απέναντι στη σύγκρουση του κράτους με το ΡΚΚ.
* Μια άλλη, μ' επικεφαλής τον Χουσεΐν Βελίογλου κι ορμητήριο το βιβλιοπωλείο «Ilim» (Επιστήμη), αποφαίνεται ότι πάνω απ' όλα σημασία έχει η ενότητα της μουσουλμανικής «κοινότητας» -κι ότι, συνεπώς, ο κουρδικός εθνικισμός συνιστά τον κύριο εχθρό. Την άνοιξη του 1991, προκηρύξεις που υπογράφονται από μια «Πατριωτική Θρησκευτική Ενωση» διανέμονται σε τζαμιά και συνοικίες, καταγγέλλοντας «τις ψευτιές του Απο για ανεξαρτησία κι ελευθερία» και καλώντας τους ιμάμηδες και τον πληθυσμό «να πάρει μέρος στον αγώνα κατά του ΡΚΚ».
* Η διάσπαση θα επισφραγιστεί με αιματηρά επεισόδια και την ουσιαστική εξολόθρευση της μετριοπαθέστερης Menzil από την Ilim. Ο ίδιος ο Γκουνγκόρ θα σκοτωθεί μερικά χρόνια αργότερα απ' τους πρώην συντρόφους του στην Κωνσταντινούπολη.
Η «αντι-αντάρτικη Χεζμπολάχ»
Τον Οκτώβριο του 1991, η οργάνωση εγκαινίασε την εκστρατεία εξολόθρευσης των «οπαδών του ΡΚΚ» στα αστικά κέντρα. Ο επίσημος απολογισμός των τουρκικών αρχών αποδίδει στη Χεζμπολάχ 484 φόνους μεταξύ 1991 και 1999, από τους οποίους οι 427 διαπράχθηκαν την κρίσιμη τριετία 1992-94 -μέχρι, δηλαδή, το μετριοπαθές κουρδικό κίνημα να τεθεί κι επίσημα εκτός νόμου.
Αλλες, ανεπίσημες, καταμετρήσεις ανεβάζουν τα θύματα της οργάνωσης σε χίλια περίπου. Ανάμεσά τους κι ο βουλευτής του ΗΕΡ στο Μάρντιν, Μεχμέτ Σιντσάρ (4.9.1993) -ο πρώτος που δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους στη σύγχρονη τουρκική ιστορία. Ταυτόχρονα, και παρά την πλούσια «αντικαθεστωτική» φιλολογία της, η Ilim θα αποφύγει την παραμικρή αναμέτρηση με το στρατό ή την αστυνομία.
**Η σχέση της Χεζμπολάχ με την επίσημη «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία των αρχών ήταν κοινό μυστικό όταν επισκεφθήκαμε την περιοχή, την άνοιξη του 1992. Στο πανεπιστήμιο του Ντιαρμπακίρ, λ.χ., υπήρχε μια -τυπικά παράνομη- ομάδα ισλαμιστών φιοιτητών, γνωστή στους πάντες, η οποία είχε αναλάβει δημόσια την ευθύνη για τον πρώτο φόνο της οργάνωσης (ενός χριστιανού ασυροχαλδαίου στην πόλη Ιντιλ). Δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Yeni Ulke» (Νέα Χώρα) του ΗΕΡ, με τους οποίους συζητήσαμε τότε το ζήτημα, πίστευαν ότι η Χεζμπολάχ ξεκίνησε «από ανθρώπους ενδεχομένως καλοπροαίρετους», γρήγορα όμως διαβρώθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Για τον Χασάν Εζγκιούν, ρεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας, τα πράγματα ήταν αρκετά απλά: «Το τουρκικό κράτος εκμεταλλεύεται την έντονη θρησκευτικότητα των Κούρδων, για να καταπολεμήσει το εθνικό κουρδικό κίνημα».
* Τόσο οι υποστηρικτές του ΡΚΚ όσο και για το μεγαλύτερο μέρος του κουρδικού πληθυσμού της εμπόλεμης ζώνης, έκαναν ήδη από τότε λόγο όχι για «Χεζμπολάχ», αλλά για «Χεζμπολ-κόντρα». Παράρτημα, δηλαδή, της υπηρεσίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που είχε επιφορτιστεί με την καταπολέμηση των ανταρτών.
* Στις 16.2.1992 το αριστερό περιοδικό «Ikikbine Dogru» (Προς το 2000) αποκάλυψε, με βάση περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, ότι μέλη της Χεζμπολάχ εκπαιδεύονταν κάθε πρωί στα όπλα μέσα στο κτίριο των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του Ντιαρμπακίρ.
* Δύο μέρες μετά, ο ανταποκριτής του περιοδικού (και συντάκτης του άρθρου) Χαλίτ Γκιουνγκέν σκοτώθηκε στο γραφείο του από «αγνώστους». Ακολούθησε, στις 18 και 20 Νοεμβρίου 1992, η εξόντωση των δημοσιογράφων της αριστερής «Gercek» (Αλήθεια) Χατίπ Καπτσάκ και Ναμίκ Ταραντζί -στο Μάρντιν και το Ντιαρμπακίρ, αντίστοιχα. Και οι δύο ασχολούνταν με το ίδιο θέμα: τη διαπλοκή Χεζμπολάχ και υπηρεσιών ασφαλείας.
* Οι αρχές, από την πλευρά τους, όχι μόνο διέψευσαν κάθε σχέση αλλά αμφισβήτησαν κι αυτήν ακόμα την ύπαρξη της οργάνωσης. «Η επίσημη άποψη ήταν ότι όλοι αυτοί οι φόνοι διαπράττονται από το ΡΚΚ κι ότι το ίδιο διασπείρει ψευδείς πληροφορίες στην περιοχή, με σκοπό να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του πληθυσμού προς το κράτος», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο του δημοσιογράφου Ισμέτ Ιμσέτ για το κουρδικό αντάρτικο, που εκδόθηκε το 1992.
* Στο ίδιο βιβλίο καταγράφεται συνοπτικά μια σειρά από πληροφορίες, δημοσιευμένες σε τουρκικά ΜΜΕ και αποκαλυπτικές αυτής της συνεργασίας: κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις χωροφυλάκων κι ένοπλων ισλαμιστών στα περίχωρα του Ντιαρμπακίρ, επιδρομές της Χεζμπολάχ σε χωριά αμέσως μετά τον αφοπλισμό τους από το στρατό, απελευθέρωση εκτελεστών της οργάνωσης που είχαν συλληφθεί από πολίτες με κίνδυνο της ζωής τους, κ.ο.κ.
Η κοινοβουλευτική έκθεση
Σύμφωνα με τον Ιμσέτ, η καθοριστική τομή όσον αφορά τη στρατολόγηση των φονταμενταλιστών στον «αντισυμμοριακό αγώνα» σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1991, όταν μεγάλος αριθμός αστυνομικών με «ισλαμικά φρονήματα» μετατέθηκε ομαδικά από τη δυτική Τουρκία στις κουρδικές επαρχίες της «Νοτιοανατολής». Αν και -τυπικά τουλάχιστον- το μέτρο αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των ισλαμιστών αστυνομικών από τα νευραλγικά αστικά κέντρα της χώρας, στην πράξη έδωσε το πράσινο φως για την αξιοποίηση της Χεζμπολάχ εναντίον των «αυτονομιστών».
**Τα σημαντικότερα στοιχεία για το ζήτημα προήλθαν, ωστόσο, από την έκθεση της επίσημης τουρκικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που ανέλαβε το 1993-1995 να ερευνήσει τους «ανεξακρίβωτους φόνους» πολιτικού χαρακτήρα.
* «Στις 27 Ιουλίου 1993», σημειώνεται εκεί, «ο αστυνομικός διευθυντής κι ο αναπληρωτής νομάρχης του Μπάτμαν δήλωσαν στην Επιτροπή ότι είχαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες υπήρχε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης της Χεζμπολάχ στην περιοχή των χωριών Σέκου, Τσιτσεκλί και Γκιενολού, κι ότι στρατιωτικές μονάδες της ίδιας περιοχής παρείχαν υποστήριξη σ' αυτό το στρατόπεδο. Επίσης, ότι είχαν συζητήσει επ' αυτού με στελέχη της Χωροφυλακής κι ότι αρμόδια πρόσωπα του στρατού τούς είχαν πληροφορήσει πως οι μαχητές της οργάνωσης καταχράστηκαν επανειλημμένα με διάφορους τρόπους τη μεταξύ τους σχέση, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται αηδία για την οργάνωση και να έχουν περιορίσει τις σχέσεις τους μαζί της».
* Γλαφυρότεροι στις διατυπώσεις τους υπήρξαν -κατόπιν εορτής- κάποιοι επιφανείς πολιτικοί. «Ιδρυτής, προαγωγός και κυρίως χρήστης της Χεζμπολάχ στη νοτιοανατολική Τουρκία ήταν η ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων», δήλωσε λ.χ. στην εφημερίδα «Siyaz-Beyaz» (Ασπρο-Μαύρο) ο Φικρί Σαγλάρ, υπουργός Πολιτισμού το 1993-95.
* «Η Χεζμπολάχ επεκτάθηκε κι ενισχύθηκε με βάση μια απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας το 1985, κι ορισμένα από τα μέλη της εκπαιδεύτηκαν σε εγκαταστάσεις των υπηρεσιών ασφαλείας».
* Εξίσου εύγλωττος θα είναι, κατόπιν εορτής, κι ο τότε πρωθυπουργός Μεσούτ Γιλμάζ: «Η οργάνωση αυτή οπωσδήποτε είχε την ανοχή, την υποστήριξη και την προστασία ορισμένων κύκλων. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το κράτος απ' αυτά τα παράσιτα» («Turkish Daily News» 26.1.2000).
Παραμερισμός και «εξάρθρωση»
Το τέλος της συνεργασίας του σκληρού πυρήνα του κράτους με τη Χεζμπολάχ τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1995. Σύμφωνα με το συγγραφέα Φαΐκ Μπουλούτ, γνώστη των σχετικών υπηρεσιακών φακέλων, η αποστασιοποίηση αυτή συνδέεται με την αλλαγή ηγεσίας του στρατεύματος και την ανάληψη της ηγεσίας του τουρκικού ΓΕΣ από το στρατηγό Καρανταγί. Ο ίδιος ερευνητής εκτιμά σε 20.000 περίπου τους «συμπαθούντες» της Ilim εκείνη την εποχή («Turkish Daily News» 27.1.2000).
**Αλλες πηγές, πάλι, συνδέουν τη χαλάρωση των δεσμών ανάμεσα στις δύο πλευρές με τη σταδιακή απώλεια ελέγχου του κράτους πάνω στους ένοπλους ισλαμιστές, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον εξωτερικών παραγόντων για την οργάνωση (που καθιστούσε «αντιπαραγωγική» την παραπέρα συνεργασία μαζί της) αλλά και με το γεγονός ότι, ήδη από την άνοιξη του 1995, η στρατιωτική συντριβή του ΡΚΚ ήταν πια ορατή στον ορίζοντα.
**Οπως και να είχαν τα πράγματα, η απόσυρση της οργάνωσης του Βελίογλου από την ενεργό δράση αποτυπώνεται καθαρά στις επίσημες στατιστικές: μόλις 8 φόνοι το 1995, 3 το 1996, 9 το 1997, 5 το 1998 κι 22 το 1999. Αυτό που δεν αποτυπώνεται στα νούμερα, ωστόσο, είναι η ποιοτική μεταβολή των δραστηριοτήτων της. Διωγμένα από το εμπόλεμο Κουρδιστάν, τα στελέχη της μεταφέρουν το κέντρο της δράσης τους στο δυτικό τμήμα της χώρας -με στόχο, αυτή τη φορά, τους πάλαι ποτέ υποστηρικτές τους.
* Αποκαλυπτικό επ' αυτού μπορεί να θεωρηθεί ένα ρεπορτάζ της «Turkish Daily News» (6.2.1997), συνταγμένο με βάση τις «προειδοποιήσεις» μιας ανώνυμης «πηγής μέσα στην αστυνομία της Κωνσταντινούπολης». Σύμφωνα μ' αυτό, η Χεζμπολάχ «αναζητούσε νέους οικονομικούς πόρους» από ισλαμιστές επιχειρηματίες κουρδικής καταγωγής, κατά πάσα πιθανότητα πρώην χρηματοδότες της, που είχαν μεταφέρει τη δραστηριότητά τους στη δυτική Τουρκία. Αξιοποιώντας το Ραμαζάνι, άνθρωποι της οργάνωσης τους αποσπούσαν εκβιαστικά χρήματα, σαν θρησκευτική -δήθεν- «ελεημοσύνη».
* «Ο "χασάπης της Νοτιοανατολής", η Χεζμπολάχ, απειλεί τώρα τις πόλεις της δυτικής Τουρκίας», διακήρυσσε ο (τρομοκρατικός) τίτλος της εφημερίδας. Καθόλου τυχαία, τις ίδιες μέρες ο στρατός ανέλαβε να ξανασώσει τη χώρα -αυτή τη φορά, από τον ισλαμικό κίνδυνο- ανατρέποντας μ' ένα «λευκό πραξικόπημα» την κυβέρνηση Ερμπακάν.
**Με τον κλοιό να σφίγγει γύρω του (και, προφανώς, τη διαθεσιμότητα των «ενισχυτών» να στερεύει), ο ηγετικός πυρήνας της Χεζμπολάχ έβαλε μπροστά πιο δυναμικά μέσα: Μέσα στο τελευταίο πεντάμηνο του 1999, μια δεκαριά ισλαμιστές επιχειρηματίες κουρδικής καταγωγής εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, ενώ οι πιστωτικές τους κάρτες εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται τακτικά...
**Το μυστήριο λύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2000, όταν η αντιτρομοκρατική υπηρεσία ανακάλυψε την κεντρική γιάφκα της Χεζμπολάχ σ' ένα αριστοκρατικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης και σκότωσε, μετά τετράωρη μάχη, τον ίδιο το Βελίογλου.
**Παραδόξως, ενώ ο ηγέτης της οργάνωσης δέχτηκε 30 τουλάχιστον σφαίρες, οι δύο συγκάτοικοί του (ο στρατιωτικός της υπεύθυνος, Τζεμάλ Τουτσάκ, κι ο καθοδηγητής της στη Δυτ. Τουρκία, Εντίπ Γκιουμούς) συνελήφθησαν χωρίς ούτε μία αμυχή. Λίγο αργότερα ανακοινώθηκε ότι... συνεργάζονται με τις αρχές για ξήλωμα του «δικτύου του τρόμου».
* Ακολούθησε, επί βδομάδες, ένα τηλεοπτικό θρίλερ: καθημερινά ξεθάβονταν πτώματα θυμάτων της Χεζμπολάχ (κάπου 70 συνολικά) και φρικιαστικές λεπτομέρερειες κατέκλυσαν τα δελτία ειδήσεων, ενώ η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό σ' ολόκληρη τη χώρα συλλαμβάνοντας 2.000 άτομα.
Το Μέτωπο και η «Βάση»
Αυτά όσον αφορά τον ηγετικό πυρήνα του πάλαι ποτέ ισλαμικού παρακράτους. Οσο για τη μαζική του βάση, εκεί τα πράγματα φαίνεται πως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ενας απροσδιόριστος αριθμός ισλαμιστών (1.050 σύμφωνα με τις επίσημες αρχές, μεταξύ 2.000 και 10.000 κατά τους υπολογισμούς των τοπικών πηγών του BBC [21.11.03]) θα ακολουθήσει το γνωστό -πλέον- δρομολόγιο των πράσινων «διεθνών ταξιαρχιών»: Βοσνία, Σουδάν, Τσετσενία, Αφγανιστάν...
Στο μεσοδιάστημα, κάποιοι θα στρατολογηθούν από τους «ακρίτες» του IBDA-C. Το τελευταίο ιδρύθηκε το 1984, ευαγγελιζόμενο την επιστροφή στη θεοκρατία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πράξη, ακολούθησε μια πιο κλασική τρομοκρατική δραστηριότητα: από βομβιστικές επιθέσεις σε ποτοπωλεία και οίκους ανοχής μέχρι σποραδικές δολοφονίες δημοσιογράφων και διανοουμένων.
Αν πιστέψουμε τις πηγές που πρόσκεινται στις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας, η οργανωτική δομή του IBDA-C είναι εντελώς αποκεντρωμένη: κάθε πυρήνας οργανώνεται ανεξάρτητα, χωρίς κάποια δεδομένη ιεραρχία, κι επιλέγει μόνος του τα μέσα και τους στόχους του χωρίς επαφή με τους υπόλοιπους.
Κάτι σαν τοπική Αλ Κάιντα, δηλαδή...
Η δυαδική αυτή διεκδίκηση δεν κρύβει αναγκαστικά κάποια αντίφαση. Κατά πάσα πιθανότητα, η μεν «Ταξιαρχία» της Αλ Κάιντα αποτελεί τον κεντρικό μηχανισμό, τον επιφορτισμένο με την παροχή της τεχνογνωσίας και την επαφή με τα διεθνή ΜΜΕ, ενώ η αναφορά (και) στο εγχώριο IBDA-C εκπροσωπεί περισσότερο τον τοπικό πυρήνα που διεκπεραίωσε τις πολύνεκρες επιθέσεις.
Η μνημόνευση, άλλωστε, του Αμπού Χαφς -του εκπαιδευτή των «διεθνών ταξιαρχιών» της Αλ Κάιντα που σκοτώθηκε από τους Αμερικανούς στο Αφγανιστάν το Νοέμβριο του 2001- προσφέρει ένα πρόσθετο ερμηνευτικό κλειδί αυτής της διασύνδεσης.
Πολύ σημαντικότερες, ωστόσο, είναι οι πληροφορίες που ήρθαν στο φως για την ταυτότητα των ίδιων των βομβιστών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, και οι δύο καμικάζι της 15ης Νοεμβρίου (Μεσούτ Τσαμπούκ και Γκοκχέν Ελαλτουντάς) μεγάλωσαν στην πόλη Μπίνγκολ του τουρκικού Κουρδιστάν, όπως κι ένας ακόμη ύποπτος, ο εξαφανισμένος φίλος τους Αζάντ Εκιντζί. Επιτόπια ρεπορτάζ δυτικών εφημερίδων εντόπισαν σχέσεις είτε των ίδιων των βομβιστών είτε του στενού περιβάλλοντός τους με την ισλαμική οργάνωση Χεζμπολάχ (Κόμμα του Θεού) που έδρασε στην περιοχή την περασμένη δεκαετία, ως ένα ιδιότυπο παρακράτος εναντίον των κούρδων εθνικιστών.
Η «Εμβέλεια» και η «Επιστήμη»
«Πρόκειται για επανάληψη της ίδιας ιστορίας που είδαμε με τους Αμερικανούς και τους Ταλιμπάν», εξήγησε ο επικεφαλής του τοπικού γραφείου της Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ριντβάν Κιζγκίν. «Το τουρκικό κράτος δημιούργησε τη Χεζμπολάχ και σήμερα πληρώνει το τίμημα» («The Guardian» 27.11.03).
Οι απαρχές της τουρκικής Χεζμπολάχ (άσχετη με την ομώνυμη -και πολύ πιο γνωστή- πολιτικοστρατιωτική οργάνωση των σιιτών του Λιβάνου) παραμένουν σκοτεινές.
* Οι περισσότερες πηγές εντοπίζουν τις ρίζες της σε μια ομάδα που προερχόταν από τη νεολαία του Ερμπακάν και δραστηριοποιήθηκε στο Ντιαρμπακίρ στις αρχές του 1980, εμπνεόμενη από την νίκη της ισλαμικής επανάστασης στο γειτονικό Ιράν.
* Ανεπηρέαστη από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (12.9.1980), η ομάδα συνέχισε να λειτουργεί με επίκεντρο το βιβλιοπωλείο «Vahdet» του Ντιαρμπακίρ.
* Την έβγαλε καθαρή ακόμη κι όταν κάποιες «άκρες» της συνελήφθησαν το 1984 για ληστεία κοσμηματοπωλείου στην Κωνσταντινούπολη. Βρισκόμαστε άλλωστε στα χρόνια του Οζάλ, όταν ο παραδοσιακός κεμαλισμός παραχωρεί τη θέση του στη νέα κρατική ιδεολογία της «τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης».
* Την ίδια εποχή, η περιοχή γνωρίζει την ανάπτυξη του κουρδικού κινήματος, με το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα από το ΡΚΚ (15.8.84).
* Η σημαντικότερη εξέλιξη θα σημειωθεί μετά την πολιτική φιλελευθεροποίηση του 1987-90, με την ανάδυση μιας κουρδικής «κοινωνίας των πολιτών», συσπειρωμένης γύρω από πολιτιστικούς συλλόγους, έντυπα, οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και -τελικά- έναν αυτοτελή πολιτικό φορέα: το Λαϊκό Εργατικό Κόμμα (ΗΕΡ). Συνεργαζόμενο με τους τούρκους σοσιαλδημοκράτες, το τελευταίο θα εκλέξει το 1991 16 βουλευτές στο Κοινοβούλιο της Αγκυρας.
**Αν και η σχέση όλου αυτού του κινήματος με το ΡΚΚ ήταν προφανής, άλλο τόσο οφθαλμοφανής ήταν και η απουσία πλήρους ταύτισής του με τον ένοπλο αγώνα. Απεναντίας, φάνηκε να προσφέρει τη μοναδική εναλλακτική λύση για ένα δημοκρατικό διακανονισμό του κουρδικού ζητήματος, απέναντι στο αντάρτικο του ΡΚΚ και τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» που ευαγγελίζονταν οι στρατηγοί.
Αντιμέτωπη μ' αυτή την αντίθεση που διαπερνά ολόκληρη την κουρδική κοινωνία, η ισλαμική ομάδα του Ντιαρμπακίρ βιώνει το 1987-91 μια κρίση προσανατολισμού.
**Μια πτέρυγά της, μ' επικεφαλής τον Φιντάν Γκουνγκόρ και κέντρο δράσης το βιβλιοπωλείο «Menzil» (Εμβέλεια), αποδέχεται τη σημασία της κουρδικής εθνικής ταυτότητας και προπαγανδίζει την «ουδετερότητα» των μελών της απέναντι στη σύγκρουση του κράτους με το ΡΚΚ.
* Μια άλλη, μ' επικεφαλής τον Χουσεΐν Βελίογλου κι ορμητήριο το βιβλιοπωλείο «Ilim» (Επιστήμη), αποφαίνεται ότι πάνω απ' όλα σημασία έχει η ενότητα της μουσουλμανικής «κοινότητας» -κι ότι, συνεπώς, ο κουρδικός εθνικισμός συνιστά τον κύριο εχθρό. Την άνοιξη του 1991, προκηρύξεις που υπογράφονται από μια «Πατριωτική Θρησκευτική Ενωση» διανέμονται σε τζαμιά και συνοικίες, καταγγέλλοντας «τις ψευτιές του Απο για ανεξαρτησία κι ελευθερία» και καλώντας τους ιμάμηδες και τον πληθυσμό «να πάρει μέρος στον αγώνα κατά του ΡΚΚ».
* Η διάσπαση θα επισφραγιστεί με αιματηρά επεισόδια και την ουσιαστική εξολόθρευση της μετριοπαθέστερης Menzil από την Ilim. Ο ίδιος ο Γκουνγκόρ θα σκοτωθεί μερικά χρόνια αργότερα απ' τους πρώην συντρόφους του στην Κωνσταντινούπολη.
Η «αντι-αντάρτικη Χεζμπολάχ»
Τον Οκτώβριο του 1991, η οργάνωση εγκαινίασε την εκστρατεία εξολόθρευσης των «οπαδών του ΡΚΚ» στα αστικά κέντρα. Ο επίσημος απολογισμός των τουρκικών αρχών αποδίδει στη Χεζμπολάχ 484 φόνους μεταξύ 1991 και 1999, από τους οποίους οι 427 διαπράχθηκαν την κρίσιμη τριετία 1992-94 -μέχρι, δηλαδή, το μετριοπαθές κουρδικό κίνημα να τεθεί κι επίσημα εκτός νόμου.
Αλλες, ανεπίσημες, καταμετρήσεις ανεβάζουν τα θύματα της οργάνωσης σε χίλια περίπου. Ανάμεσά τους κι ο βουλευτής του ΗΕΡ στο Μάρντιν, Μεχμέτ Σιντσάρ (4.9.1993) -ο πρώτος που δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους στη σύγχρονη τουρκική ιστορία. Ταυτόχρονα, και παρά την πλούσια «αντικαθεστωτική» φιλολογία της, η Ilim θα αποφύγει την παραμικρή αναμέτρηση με το στρατό ή την αστυνομία.
**Η σχέση της Χεζμπολάχ με την επίσημη «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία των αρχών ήταν κοινό μυστικό όταν επισκεφθήκαμε την περιοχή, την άνοιξη του 1992. Στο πανεπιστήμιο του Ντιαρμπακίρ, λ.χ., υπήρχε μια -τυπικά παράνομη- ομάδα ισλαμιστών φιοιτητών, γνωστή στους πάντες, η οποία είχε αναλάβει δημόσια την ευθύνη για τον πρώτο φόνο της οργάνωσης (ενός χριστιανού ασυροχαλδαίου στην πόλη Ιντιλ). Δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Yeni Ulke» (Νέα Χώρα) του ΗΕΡ, με τους οποίους συζητήσαμε τότε το ζήτημα, πίστευαν ότι η Χεζμπολάχ ξεκίνησε «από ανθρώπους ενδεχομένως καλοπροαίρετους», γρήγορα όμως διαβρώθηκε από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Για τον Χασάν Εζγκιούν, ρεπόρτερ της ίδιας εφημερίδας, τα πράγματα ήταν αρκετά απλά: «Το τουρκικό κράτος εκμεταλλεύεται την έντονη θρησκευτικότητα των Κούρδων, για να καταπολεμήσει το εθνικό κουρδικό κίνημα».
* Τόσο οι υποστηρικτές του ΡΚΚ όσο και για το μεγαλύτερο μέρος του κουρδικού πληθυσμού της εμπόλεμης ζώνης, έκαναν ήδη από τότε λόγο όχι για «Χεζμπολάχ», αλλά για «Χεζμπολ-κόντρα». Παράρτημα, δηλαδή, της υπηρεσίας των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που είχε επιφορτιστεί με την καταπολέμηση των ανταρτών.
* Στις 16.2.1992 το αριστερό περιοδικό «Ikikbine Dogru» (Προς το 2000) αποκάλυψε, με βάση περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, ότι μέλη της Χεζμπολάχ εκπαιδεύονταν κάθε πρωί στα όπλα μέσα στο κτίριο των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του Ντιαρμπακίρ.
* Δύο μέρες μετά, ο ανταποκριτής του περιοδικού (και συντάκτης του άρθρου) Χαλίτ Γκιουνγκέν σκοτώθηκε στο γραφείο του από «αγνώστους». Ακολούθησε, στις 18 και 20 Νοεμβρίου 1992, η εξόντωση των δημοσιογράφων της αριστερής «Gercek» (Αλήθεια) Χατίπ Καπτσάκ και Ναμίκ Ταραντζί -στο Μάρντιν και το Ντιαρμπακίρ, αντίστοιχα. Και οι δύο ασχολούνταν με το ίδιο θέμα: τη διαπλοκή Χεζμπολάχ και υπηρεσιών ασφαλείας.
* Οι αρχές, από την πλευρά τους, όχι μόνο διέψευσαν κάθε σχέση αλλά αμφισβήτησαν κι αυτήν ακόμα την ύπαρξη της οργάνωσης. «Η επίσημη άποψη ήταν ότι όλοι αυτοί οι φόνοι διαπράττονται από το ΡΚΚ κι ότι το ίδιο διασπείρει ψευδείς πληροφορίες στην περιοχή, με σκοπό να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του πληθυσμού προς το κράτος», διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο βιβλίο του δημοσιογράφου Ισμέτ Ιμσέτ για το κουρδικό αντάρτικο, που εκδόθηκε το 1992.
* Στο ίδιο βιβλίο καταγράφεται συνοπτικά μια σειρά από πληροφορίες, δημοσιευμένες σε τουρκικά ΜΜΕ και αποκαλυπτικές αυτής της συνεργασίας: κοινές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις χωροφυλάκων κι ένοπλων ισλαμιστών στα περίχωρα του Ντιαρμπακίρ, επιδρομές της Χεζμπολάχ σε χωριά αμέσως μετά τον αφοπλισμό τους από το στρατό, απελευθέρωση εκτελεστών της οργάνωσης που είχαν συλληφθεί από πολίτες με κίνδυνο της ζωής τους, κ.ο.κ.
Η κοινοβουλευτική έκθεση
Σύμφωνα με τον Ιμσέτ, η καθοριστική τομή όσον αφορά τη στρατολόγηση των φονταμενταλιστών στον «αντισυμμοριακό αγώνα» σημειώθηκε το καλοκαίρι του 1991, όταν μεγάλος αριθμός αστυνομικών με «ισλαμικά φρονήματα» μετατέθηκε ομαδικά από τη δυτική Τουρκία στις κουρδικές επαρχίες της «Νοτιοανατολής». Αν και -τυπικά τουλάχιστον- το μέτρο αποσκοπούσε στην απομάκρυνση των ισλαμιστών αστυνομικών από τα νευραλγικά αστικά κέντρα της χώρας, στην πράξη έδωσε το πράσινο φως για την αξιοποίηση της Χεζμπολάχ εναντίον των «αυτονομιστών».
**Τα σημαντικότερα στοιχεία για το ζήτημα προήλθαν, ωστόσο, από την έκθεση της επίσημης τουρκικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που ανέλαβε το 1993-1995 να ερευνήσει τους «ανεξακρίβωτους φόνους» πολιτικού χαρακτήρα.
* «Στις 27 Ιουλίου 1993», σημειώνεται εκεί, «ο αστυνομικός διευθυντής κι ο αναπληρωτής νομάρχης του Μπάτμαν δήλωσαν στην Επιτροπή ότι είχαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες υπήρχε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης της Χεζμπολάχ στην περιοχή των χωριών Σέκου, Τσιτσεκλί και Γκιενολού, κι ότι στρατιωτικές μονάδες της ίδιας περιοχής παρείχαν υποστήριξη σ' αυτό το στρατόπεδο. Επίσης, ότι είχαν συζητήσει επ' αυτού με στελέχη της Χωροφυλακής κι ότι αρμόδια πρόσωπα του στρατού τούς είχαν πληροφορήσει πως οι μαχητές της οργάνωσης καταχράστηκαν επανειλημμένα με διάφορους τρόπους τη μεταξύ τους σχέση, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται αηδία για την οργάνωση και να έχουν περιορίσει τις σχέσεις τους μαζί της».
* Γλαφυρότεροι στις διατυπώσεις τους υπήρξαν -κατόπιν εορτής- κάποιοι επιφανείς πολιτικοί. «Ιδρυτής, προαγωγός και κυρίως χρήστης της Χεζμπολάχ στη νοτιοανατολική Τουρκία ήταν η ανώτατη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων», δήλωσε λ.χ. στην εφημερίδα «Siyaz-Beyaz» (Ασπρο-Μαύρο) ο Φικρί Σαγλάρ, υπουργός Πολιτισμού το 1993-95.
* «Η Χεζμπολάχ επεκτάθηκε κι ενισχύθηκε με βάση μια απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας το 1985, κι ορισμένα από τα μέλη της εκπαιδεύτηκαν σε εγκαταστάσεις των υπηρεσιών ασφαλείας».
* Εξίσου εύγλωττος θα είναι, κατόπιν εορτής, κι ο τότε πρωθυπουργός Μεσούτ Γιλμάζ: «Η οργάνωση αυτή οπωσδήποτε είχε την ανοχή, την υποστήριξη και την προστασία ορισμένων κύκλων. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το κράτος απ' αυτά τα παράσιτα» («Turkish Daily News» 26.1.2000).
Παραμερισμός και «εξάρθρωση»
Το τέλος της συνεργασίας του σκληρού πυρήνα του κράτους με τη Χεζμπολάχ τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1995. Σύμφωνα με το συγγραφέα Φαΐκ Μπουλούτ, γνώστη των σχετικών υπηρεσιακών φακέλων, η αποστασιοποίηση αυτή συνδέεται με την αλλαγή ηγεσίας του στρατεύματος και την ανάληψη της ηγεσίας του τουρκικού ΓΕΣ από το στρατηγό Καρανταγί. Ο ίδιος ερευνητής εκτιμά σε 20.000 περίπου τους «συμπαθούντες» της Ilim εκείνη την εποχή («Turkish Daily News» 27.1.2000).
**Αλλες πηγές, πάλι, συνδέουν τη χαλάρωση των δεσμών ανάμεσα στις δύο πλευρές με τη σταδιακή απώλεια ελέγχου του κράτους πάνω στους ένοπλους ισλαμιστές, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον εξωτερικών παραγόντων για την οργάνωση (που καθιστούσε «αντιπαραγωγική» την παραπέρα συνεργασία μαζί της) αλλά και με το γεγονός ότι, ήδη από την άνοιξη του 1995, η στρατιωτική συντριβή του ΡΚΚ ήταν πια ορατή στον ορίζοντα.
**Οπως και να είχαν τα πράγματα, η απόσυρση της οργάνωσης του Βελίογλου από την ενεργό δράση αποτυπώνεται καθαρά στις επίσημες στατιστικές: μόλις 8 φόνοι το 1995, 3 το 1996, 9 το 1997, 5 το 1998 κι 22 το 1999. Αυτό που δεν αποτυπώνεται στα νούμερα, ωστόσο, είναι η ποιοτική μεταβολή των δραστηριοτήτων της. Διωγμένα από το εμπόλεμο Κουρδιστάν, τα στελέχη της μεταφέρουν το κέντρο της δράσης τους στο δυτικό τμήμα της χώρας -με στόχο, αυτή τη φορά, τους πάλαι ποτέ υποστηρικτές τους.
* Αποκαλυπτικό επ' αυτού μπορεί να θεωρηθεί ένα ρεπορτάζ της «Turkish Daily News» (6.2.1997), συνταγμένο με βάση τις «προειδοποιήσεις» μιας ανώνυμης «πηγής μέσα στην αστυνομία της Κωνσταντινούπολης». Σύμφωνα μ' αυτό, η Χεζμπολάχ «αναζητούσε νέους οικονομικούς πόρους» από ισλαμιστές επιχειρηματίες κουρδικής καταγωγής, κατά πάσα πιθανότητα πρώην χρηματοδότες της, που είχαν μεταφέρει τη δραστηριότητά τους στη δυτική Τουρκία. Αξιοποιώντας το Ραμαζάνι, άνθρωποι της οργάνωσης τους αποσπούσαν εκβιαστικά χρήματα, σαν θρησκευτική -δήθεν- «ελεημοσύνη».
* «Ο "χασάπης της Νοτιοανατολής", η Χεζμπολάχ, απειλεί τώρα τις πόλεις της δυτικής Τουρκίας», διακήρυσσε ο (τρομοκρατικός) τίτλος της εφημερίδας. Καθόλου τυχαία, τις ίδιες μέρες ο στρατός ανέλαβε να ξανασώσει τη χώρα -αυτή τη φορά, από τον ισλαμικό κίνδυνο- ανατρέποντας μ' ένα «λευκό πραξικόπημα» την κυβέρνηση Ερμπακάν.
**Με τον κλοιό να σφίγγει γύρω του (και, προφανώς, τη διαθεσιμότητα των «ενισχυτών» να στερεύει), ο ηγετικός πυρήνας της Χεζμπολάχ έβαλε μπροστά πιο δυναμικά μέσα: Μέσα στο τελευταίο πεντάμηνο του 1999, μια δεκαριά ισλαμιστές επιχειρηματίες κουρδικής καταγωγής εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, ενώ οι πιστωτικές τους κάρτες εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται τακτικά...
**Το μυστήριο λύθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2000, όταν η αντιτρομοκρατική υπηρεσία ανακάλυψε την κεντρική γιάφκα της Χεζμπολάχ σ' ένα αριστοκρατικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης και σκότωσε, μετά τετράωρη μάχη, τον ίδιο το Βελίογλου.
**Παραδόξως, ενώ ο ηγέτης της οργάνωσης δέχτηκε 30 τουλάχιστον σφαίρες, οι δύο συγκάτοικοί του (ο στρατιωτικός της υπεύθυνος, Τζεμάλ Τουτσάκ, κι ο καθοδηγητής της στη Δυτ. Τουρκία, Εντίπ Γκιουμούς) συνελήφθησαν χωρίς ούτε μία αμυχή. Λίγο αργότερα ανακοινώθηκε ότι... συνεργάζονται με τις αρχές για ξήλωμα του «δικτύου του τρόμου».
* Ακολούθησε, επί βδομάδες, ένα τηλεοπτικό θρίλερ: καθημερινά ξεθάβονταν πτώματα θυμάτων της Χεζμπολάχ (κάπου 70 συνολικά) και φρικιαστικές λεπτομέρερειες κατέκλυσαν τα δελτία ειδήσεων, ενώ η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό σ' ολόκληρη τη χώρα συλλαμβάνοντας 2.000 άτομα.
Το Μέτωπο και η «Βάση»
Αυτά όσον αφορά τον ηγετικό πυρήνα του πάλαι ποτέ ισλαμικού παρακράτους. Οσο για τη μαζική του βάση, εκεί τα πράγματα φαίνεται πως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ενας απροσδιόριστος αριθμός ισλαμιστών (1.050 σύμφωνα με τις επίσημες αρχές, μεταξύ 2.000 και 10.000 κατά τους υπολογισμούς των τοπικών πηγών του BBC [21.11.03]) θα ακολουθήσει το γνωστό -πλέον- δρομολόγιο των πράσινων «διεθνών ταξιαρχιών»: Βοσνία, Σουδάν, Τσετσενία, Αφγανιστάν...
Στο μεσοδιάστημα, κάποιοι θα στρατολογηθούν από τους «ακρίτες» του IBDA-C. Το τελευταίο ιδρύθηκε το 1984, ευαγγελιζόμενο την επιστροφή στη θεοκρατία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πράξη, ακολούθησε μια πιο κλασική τρομοκρατική δραστηριότητα: από βομβιστικές επιθέσεις σε ποτοπωλεία και οίκους ανοχής μέχρι σποραδικές δολοφονίες δημοσιογράφων και διανοουμένων.
Αν πιστέψουμε τις πηγές που πρόσκεινται στις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας, η οργανωτική δομή του IBDA-C είναι εντελώς αποκεντρωμένη: κάθε πυρήνας οργανώνεται ανεξάρτητα, χωρίς κάποια δεδομένη ιεραρχία, κι επιλέγει μόνος του τα μέσα και τους στόχους του χωρίς επαφή με τους υπόλοιπους.
Κάτι σαν τοπική Αλ Κάιντα, δηλαδή...
«Ιππότες» ή «Ακρίτες» του Ισλάμ;
Η οργάνωση IBDA-C (Islami Buyuk Dogu Akincιlar Cephesi), που, από κοινού με την Αλ Κάιντα, ανέλαβε την ευθύνη για τις βομβιστικές επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρεται ως «Ισλαμικό Μέτωπο Ιπποτών της Μεγάλης Ανατολής». Η χρήση της ονομασίας «Ιππότες» από μια ακραία ισλαμική οργάνωση, ακούγεται κάπως περίεργα. Το ίδιο και η μετάφραση της ίδιας τουρκικής λέξης (Akincilar) από τα διεθνή αγγλόφωνα ΜΜΕ ως «Επιδρομέων» (Raiders).
Καταφύγαμε στο εξαίρετο τουρκοελληνικό λεξικό, Φαρούκ Τουντζάι- και η απορία μας λύθηκε:
«Akinci», διαβάζουμε εκεί, σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα: «επιδρομέας» αλλά και «ακρίτας». Αυτή η δεύτερη έννοια είναι προφανές ότι ταιριάζει στην περίπτωσή μας. Οι ακραίοι ισλαμιστές του IBDA-C εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους σαν την εμπροσθοφυλακή του μουσουλμανικού κόσμου, ταγμένη να «προστατεύει» την τουρκική «μεθόριο» του τελευταίου με τη χριστιανική Δύση.
Για την πολιτική ιστορία του όρου, αξίζει τέλος ν' αναφερθεί ότι με την ίδια ακριβώς λέξη («Ακρίτες») αυτοπροσδιοριζόταν, τη δεκαετία του '70, η επίσημη νεολαία του ισλαμικού Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας του Ερμπακάν. Νεολαία που αποτέλεσε και το φυτώριο από το οποίο ξεπήδησαν, τα επόμενα χρόνια, οι πρώτες ένοπλες φονταμενταλιστικές γκρούπες.
Οι «καλοί» τρομοκράτες
Οι ετήσιες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την τρομοκρατία διεθνώς (Patterns of Global Terrorism) έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μεταλλασσόμενες σχέσεις των ΗΠΑ απέναντι στις ισλαμικές ένοπλες ομάδες που δρουν στην Τουρκία.
Στην έκθεση του 1992 αναφέρεται η «ομιχλώδης Τουρκική Ισλαμική Τζιχάντ» ως φιλοϊρανική και «απειλή στα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Τουρκία».
Στην έκθεση του 1993 αναφέρεται μια τουρκική οργάνωση υποστηριζόμενη από την Τεχεράνη με το όνομα «Ισλαμική Δράση» (ή «Οργάνωση του Ισλαμικού Κινήματος»), καθώς και ότι ομάδες της Τουρκικής Χεζμπολάχ έστειλαν απειλητικά μηνύματα σε εφημερίδες και βιβλιοπωλεία για το βιβλίο του Ρουσντί.
Η έκθεση του 1994 αναφέρει πρώτη φορά το IBDA-C, μαζί με την Ισλαμική Τζιχάντ και την Οργάνωση του Ισλαμικού Κινήματος, ως «χαλαρά οργανωμένες τουρκικές ισλαμικές εξτρεμιστικές ομάδες, που μάχονται για μια ισλαμική κυβέρνηση στην Τουρκία και επιτίθενται σε στόχους του λαϊκού κράτους». Παρόμοια διατύπωση επαναλαμβάνεται και το 1995. Εδώ προστίθεται η πιθανότητα να ευθύνονται για την απόπειρα δολοφονίας ενός εξέχοντος στελέχους της εβραϊκής κοινότητας στην Αγκυρα.
Η έκθεση του 1996 δεν περιλαμβάνει ούτε λέξη για οποιαδήποτε ισλαμική οργάνωση. Το 1997 καταγράφεται μόνο η (φιλοϊρανική) Βασάτ. Σημειώνεται ότι οι ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις (Τουρκική Χεζμπολάχ και IBDA-C) γίνονται όλο και περισσότερο βίαιες. Αναφέρεται ότι το IBDA-C θεωρείται ύποπτο για τη βόμβα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το 1998 καταγράφονται πάλι η Τουρκική Χεζμπολάχ, η Οργάνωση Ισλαμικού Κινήματος και το IBDA-C. Οι συντάκτες της έκθεσης διαπιστώνουν με ανακούφιση ότι «τα αποτελεσματικά μέτρα ασφαλείας των Τούρκων φαίνεται ότι με τα χρόνια ελαχιστοποίησαν την απειλή από αυτές τις περιθωριακές ομάδες» και ως απόδειξη αναφέρουν τη σύλληψη του ηγέτη του IBDA-C Σαλί Μιρζαμπέογλου στην Κωνσταντινούπολη.
Και το 1999 θριαμβολογεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «οι τουρκικές αρχές συνεχίζουν να συλλαμβάνουν και να δικάζουν σκληρά τους ισλαμιστές τρομοκράτες». Διαπιστώνεται πάντως ότι η Τουρκική Χεζμπολάχ και το IBDA-C κατάφεραν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις μικρής σημασίας.
Το 2000 και πάλι αναφέρονται «ισχυρά πλήγματα από την τουρκική αστυνομία και δικαιοσύνη στις εγχώριες ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες, περιλαμβανομένης της Τουρκικής Χεζμπολάχ. (...) Τα μέλη της είναι κατά της Δύσης αλλά έχουν στόχο κυρίως τους Κούρδους που δεν θεωρούν αρκετά ισλαμιστές. Δεν έχουν στόχο Αμερικανούς πολίτες. Τον Οκτώβριο η αστυνομία με 723 επιχειρήσεις έλεγξε περισσότερους από 2.700 υπόπτους και συνέλαβε 1.700 απ' αυτούς. Αρχισε η δίκη 15 μελών της Χεζμπολάχ που κατηγορούνται για 156 δολοφονίες».
Η έκθεση του 2001 κατατάσσει την Τουρκική Χεζμπολάχ πρώτη φορά μεταξύ των δύο πλέον ενεργών τρομοκρατικών οργανώσεων της χώρας και επισημαίνει την ανάπτυξη των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της οργάνωσης, όπως διαφαίνεται από επιθέσεις στην αστυνομία του Νιγιάρμπακιρ. Το 2002, όμως, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και πάλι μας καθησυχάζει. Επαινεί την τουρκική αστυνομία για τις επιτυχίες της κατά των «εγχωρίων ισλαμικών οργανώσεων» και αποφαίνεται ότι «οι συλλήψεις αδυνάτισαν την Τουρκική Χεζμπολάχ».
Ούτε η Τουρκική Χεζμπολάχ ούτε το IBDA-C και οι άλλες ισλαμικές οργανώσεις περιλαμβάνονται στον κατάλογο των (περίπου 30) τρομοκρατικών οργανώσεων που συντάσσει από το 1997 κάθε δυο χρόνια το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Απλώς από το 2001 περιλαμβάνεται σε κάποιο «συμπληρωματικό» κατάλογο η Τουρκική Χεζμπολάχ. Ο λόγος της εύνοιας αυτής ομολογείται από το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που την παρουσιάζει «ως απάντηση στις θηριωδίες του ΡΚΚ κατά των μουσουλμάνων». Αν συνυπολογιστεί ότι στόχος της οργάνωσης δεν ήταν (παρά μόνο κατ' εξαίρεση) η Δύση, αλλά οι εγχώριοι αντίπαλοι των ΗΠΑ, μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο οι αρχές των ΗΠΑ άρχισαν να την περιλαμβάνουν τόσο αργά στις εκθέσεις τους και για ποιο λόγο σχεδόν αποσιωπούν τη δράση της που μετράει εκατοντάδες νεκρούς.
Οι ετήσιες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την τρομοκρατία διεθνώς (Patterns of Global Terrorism) έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μεταλλασσόμενες σχέσεις των ΗΠΑ απέναντι στις ισλαμικές ένοπλες ομάδες που δρουν στην Τουρκία.
Στην έκθεση του 1992 αναφέρεται η «ομιχλώδης Τουρκική Ισλαμική Τζιχάντ» ως φιλοϊρανική και «απειλή στα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Τουρκία».
Στην έκθεση του 1993 αναφέρεται μια τουρκική οργάνωση υποστηριζόμενη από την Τεχεράνη με το όνομα «Ισλαμική Δράση» (ή «Οργάνωση του Ισλαμικού Κινήματος»), καθώς και ότι ομάδες της Τουρκικής Χεζμπολάχ έστειλαν απειλητικά μηνύματα σε εφημερίδες και βιβλιοπωλεία για το βιβλίο του Ρουσντί.
Η έκθεση του 1994 αναφέρει πρώτη φορά το IBDA-C, μαζί με την Ισλαμική Τζιχάντ και την Οργάνωση του Ισλαμικού Κινήματος, ως «χαλαρά οργανωμένες τουρκικές ισλαμικές εξτρεμιστικές ομάδες, που μάχονται για μια ισλαμική κυβέρνηση στην Τουρκία και επιτίθενται σε στόχους του λαϊκού κράτους». Παρόμοια διατύπωση επαναλαμβάνεται και το 1995. Εδώ προστίθεται η πιθανότητα να ευθύνονται για την απόπειρα δολοφονίας ενός εξέχοντος στελέχους της εβραϊκής κοινότητας στην Αγκυρα.
Η έκθεση του 1996 δεν περιλαμβάνει ούτε λέξη για οποιαδήποτε ισλαμική οργάνωση. Το 1997 καταγράφεται μόνο η (φιλοϊρανική) Βασάτ. Σημειώνεται ότι οι ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις (Τουρκική Χεζμπολάχ και IBDA-C) γίνονται όλο και περισσότερο βίαιες. Αναφέρεται ότι το IBDA-C θεωρείται ύποπτο για τη βόμβα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το 1998 καταγράφονται πάλι η Τουρκική Χεζμπολάχ, η Οργάνωση Ισλαμικού Κινήματος και το IBDA-C. Οι συντάκτες της έκθεσης διαπιστώνουν με ανακούφιση ότι «τα αποτελεσματικά μέτρα ασφαλείας των Τούρκων φαίνεται ότι με τα χρόνια ελαχιστοποίησαν την απειλή από αυτές τις περιθωριακές ομάδες» και ως απόδειξη αναφέρουν τη σύλληψη του ηγέτη του IBDA-C Σαλί Μιρζαμπέογλου στην Κωνσταντινούπολη.
Και το 1999 θριαμβολογεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «οι τουρκικές αρχές συνεχίζουν να συλλαμβάνουν και να δικάζουν σκληρά τους ισλαμιστές τρομοκράτες». Διαπιστώνεται πάντως ότι η Τουρκική Χεζμπολάχ και το IBDA-C κατάφεραν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις μικρής σημασίας.
Το 2000 και πάλι αναφέρονται «ισχυρά πλήγματα από την τουρκική αστυνομία και δικαιοσύνη στις εγχώριες ισλαμικές τρομοκρατικές ομάδες, περιλαμβανομένης της Τουρκικής Χεζμπολάχ. (...) Τα μέλη της είναι κατά της Δύσης αλλά έχουν στόχο κυρίως τους Κούρδους που δεν θεωρούν αρκετά ισλαμιστές. Δεν έχουν στόχο Αμερικανούς πολίτες. Τον Οκτώβριο η αστυνομία με 723 επιχειρήσεις έλεγξε περισσότερους από 2.700 υπόπτους και συνέλαβε 1.700 απ' αυτούς. Αρχισε η δίκη 15 μελών της Χεζμπολάχ που κατηγορούνται για 156 δολοφονίες».
Η έκθεση του 2001 κατατάσσει την Τουρκική Χεζμπολάχ πρώτη φορά μεταξύ των δύο πλέον ενεργών τρομοκρατικών οργανώσεων της χώρας και επισημαίνει την ανάπτυξη των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της οργάνωσης, όπως διαφαίνεται από επιθέσεις στην αστυνομία του Νιγιάρμπακιρ. Το 2002, όμως, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και πάλι μας καθησυχάζει. Επαινεί την τουρκική αστυνομία για τις επιτυχίες της κατά των «εγχωρίων ισλαμικών οργανώσεων» και αποφαίνεται ότι «οι συλλήψεις αδυνάτισαν την Τουρκική Χεζμπολάχ».
Ούτε η Τουρκική Χεζμπολάχ ούτε το IBDA-C και οι άλλες ισλαμικές οργανώσεις περιλαμβάνονται στον κατάλογο των (περίπου 30) τρομοκρατικών οργανώσεων που συντάσσει από το 1997 κάθε δυο χρόνια το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Απλώς από το 2001 περιλαμβάνεται σε κάποιο «συμπληρωματικό» κατάλογο η Τουρκική Χεζμπολάχ. Ο λόγος της εύνοιας αυτής ομολογείται από το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που την παρουσιάζει «ως απάντηση στις θηριωδίες του ΡΚΚ κατά των μουσουλμάνων». Αν συνυπολογιστεί ότι στόχος της οργάνωσης δεν ήταν (παρά μόνο κατ' εξαίρεση) η Δύση, αλλά οι εγχώριοι αντίπαλοι των ΗΠΑ, μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο οι αρχές των ΗΠΑ άρχισαν να την περιλαμβάνουν τόσο αργά στις εκθέσεις τους και για ποιο λόγο σχεδόν αποσιωπούν τη δράση της που μετράει εκατοντάδες νεκρούς.
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2011/05/blog-post_4915.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου