Μια από τις μεγάλες ναυμαχίες της αρχαιότητας, στο πλαίσιο των περσικών πολέμων, που περνάει συνήθως σε δεύτερη μοίρα, λόγω των πολύ σημαντικότερων άλλων συγκρούσεων (Μαραθώνας, Θερμοπύλες, Σαλαμίνα, Πλαταιές), ήταν η ναυμαχία του Αρτεμισίου. Έγινε το 480 π.Χ., την ίδια μέρα, πιθανότατα, με τη μάχη των Θερμοπυλών κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο της Βόρειας Εύβοιας, όπου υπάρχει μια μεγάλη ακρογιαλιά, βόρεια από την Ιστιαία απέναντι από τον Παγασητικό Κόλπο. Το όνομα του, προέρχεται από τον μικρό ναό που ήταν αφιερωμένος στην Αρτέμιδα Προσηώα (που βρίσκεται προς την Ανατολή) και υπήρχε εκεί.
Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, θα πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με τη μάχη των Θερμοπυλών,με την οποία συνδέεται στενά. Η άμυνα στο Αρτεμίσιο, είχε νόημα και στρατηγικό σκοπό, μόνο εφόσον οι ελληνικές δυνάμεις στις Θερμοπύλες κατάφερναν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες και αντίστροφα. Δηλαδή οι ελληνικές και περσικές ενέργειες στην ευρύτερη περιοχή Θερμοπυλών – Αρτεμισίου, εντάσσονται σ” ένα ενιαίο σχέδιο άμυνας και επίθεσης. Αν ο ελληνικός στόλος έχανε στο Αρτεμίσιο, ο περσικός θα έμπαινε στον Μαλιακό Κόλπο και θα έπληττε τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Από την άλλη, μια περσική νίκη στις Θερμοπύλες, καθιστούσε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια στο Αρτεμίσιο περιττή και χωρίς καμία ουσία.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος (ελεύθερη απόδοση) «Αντικειμενικός σκοπός του αγώνα ήταν γι” αυτούς που αγωνίζονταν στη θάλασσα η άμυνα του Ευρίπου, όπως γι” αυτούς που βρίσκονταν μαζί με τον Λεωνίδα, ήταν η φρούρηση των Στενών (ενν. των Θερμοπυλών). Αυτοί λοιπόν έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλον, να μην αφήσουν τους βάρβαρους να εισχωρήσουν στην Ελλάδα, οι δε αντίπαλοί τους να καταστρέψουν τον ελληνικό στόλο και να γίνουν κύριοι του στενού (του Ευρίπου)» (Ηροδ. 8, 15).
Ενώ ο Ξέρξης κατέβαινε αργά, αλλά με ασφάλεια από τη Θέρμη (αρχαία πόλη στα ερείπια της οποίας χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο), ο αρχιναύαρχος Μεγαβάτης, αναχώρησε από τον Θερμαϊκό 11 μέρες αργότερα. Έφτασε μέσα σε μια μέρα στην ανατολική παραλία της Μαγνησίας, όχι μακριά από την νότια εσχατιά της. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραλίας, που σχηματίζουν οι πλαγιές του Πηλίου και της Όσσας, είναι ένα εντελώς απόκρημνο λιμάνι. Μόνο προς το νότιο μέρος της Κασθαναίας (πόλης που βρισκόταν στην περιοχή), υπήρχε ένας μικρός ανοιχτός κόλπος όπου ο στόλος των Περσών θέλησε να διανυκτερεύσει , πριν φύγει για τη Σηπιάδα, στη βόρεια ακτή της Μαγνησίας απέναντι από το Αρτεμίσιο. Αλλά, το επόμενο πρωί, χτυπήθηκε από σφοδρότατη καταιγίδα, που κράτησε 3 ολόκληρα μερόνυχτα και κατέστρεψε 400 περσικές τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία, ενώ στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους.
Μόλις την τέταρτη μέρα, αφού κόπασε ο αέρας, μπόρεσαν τα πλοία που γλίτωσαν να φτάσουν στους Αφέτες, κοντά στην είσοδο του Παγασητικού Κόλπου, στο σημερινό Τρίκερι.
Οι Αφέτες, όπου κατέπλευσε ο περσικός στόλος «νωρίς το δειλινό», της ίδιας μέρας κατά την οποία άρχισαν οι εχθροπραξίες στις Θερμοπύλες, βρισκόταν ή στον σημερινό όρμο της Ανδριαμής ή στον γειτονικό όρμο της Πλατανιάς, στη νότια περιοχή της χερσονήσου των Παγασών, βορειοανατολικά από τη θέση όπου είχε παραταχθεί ο ελληνικός στόλος. Ο περσικός στόλος , αποτελούνταν από 1.200 τριήρεις.
Η ελληνική ναυτική δύναμη η οποία στάλθηκε στο Αρτεμίσιο, είχε ναύαρχο τον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη. Ουσιαστικά όμως «κουμάντο» έκανε ο Θεμιστοκλής αν και τυπικά ήταν υποναύαρχος, όπως ήταν και ο Κορίνθιος Αδείμαντος.
Τη δύναμη αυτή συγκροτούσαν: 127 αττικές τριήρεις, με πληρώματα από την Αθήνα και τις Πλαταιές, παρόλο ότι οι τελευταίοι δεν είχαν ναυτική εμπειρία και ακόμα 40 τριήρεις των Κορινθίων, 20 από τα Μέγαρα, 20 αθηναϊκές επανδρωμένες όμως με Χαλκιδαίους, 18 των Αιγινητών, 12 των Σικυωνίων (του Κιάτου δηλαδή), 10 των Λακεδαιμονίων, 8 των Επιδαυρίων, 7 των Ερετριέων, 5 των Τροιζηνίων, 2 από τα Στύρα της Εύβοιας και 2 από την Κέα. Συνολικά 271 τριήρεις. Υπήρχαν επίσης 9 πεντηκόντοροι, που είχαν προσφέρει εν μέρει οι κάτοικοι της Κέας και εν μέρει οι Οπούντιοι Λοκροί. Ο αριθμός των αντρών αυτών των πληρωμάτων, ήταν γύρω στις 60.000, από τους οποίους τουλάχιστον 25.000 ήταν Αθηναίοι.
Η πρώτη σύγκρουση, έγινε πριν την άφιξη του «κύριου όγκου» του περσικού στόλου στους Αφέτες. Δέκα από τα καλύτερα περσικά πλοία (φοινικικά πιθανότατα), ξεκίνησαν νωρίτερα προς τη Σκιάθο για να παρατηρούν τις κινήσεις του ελληνικού στόλου. Παράλληλα όμως και τρεις ελληνικές τριήρεις, μία από την Αθήνα, μία από την Αίγινα και μία από την Τροιζήνα, είχαν σταλεί από πριν στα θεσσαλικά παράλια για να παρατηρήσουν τις κινήσεις των περσικών πλοίων.
Όταν συναντήθηκαν οι ρότες τους, τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων, νομίζοντας ότι πίσω από τις δέκα φοινικικές τριήρεις ακολουθεί ολόκληρος ο εχθρικός στόλος, τράπηκαν σε φυγή. Η αθηναϊκή τριήρης, με πλοίαρχο τον Φόρμο, κατάφερε να ξεφύγει και το πλήρωμά της ενώθηκε με τον στρατό του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Η τροιζηνιακή τριήρης που είχε κυβερνήτη τον Πραξίνο, αιχμαλωτίστηκε, το πλήρωμά της σφαγιάστηκε και ο ύπαρχός της Λέων αποκεφαλίστηκε. Η αιγινήτικη τριήρης, με κυβερνήτη τον Ασωνίδη καταλήφθηκε από τους εχθρούς. Το πλήρωμά της, πολέμησε γενναία. Ο ύπαρχός της Πυθέας, αγωνίστηκε τόσο ηρωικά, ώστε οι αντίπαλοι θαυμάζοντας την πολεμική αρετή και την ανδρεία του, κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να γιατρέψουν τις πληγές του (!).
Η άφιξη του πολυπληθούς περσικού στόλου στους Αφέτες, σίγουρα θορύβησε τους Έλληνες.
Ο Ηρόδοτος, αναφέρει κάποια περιστατικά, τα οποία μάλλον δεν ευσταθούν, ωστόσο είμαστε υποχρεωμένοι να τα αναφέρουμε.
Ο «πατέρας της ιστορίας» λοιπόν, αναφέρει ότι πανικόβλητοι οι Έλληνες, σκέφτηκαν να αποσυρθούν νότια προς την Κεντρική Ελλάδα καθώς ο φόβος τους, ήταν πολύ μεγάλος. Όταν οι Ευβοιώτες το κατάλαβαν, παρακάλεσαν τον Ευρυβιάδη να μείνει για λίγες μέρες, ώσπου να μεταφέρουν σε ασφαλές μέρος τις οικογένειες και τους δούλους τους. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος όμως, ήταν αμετάπειστος. Στράφηκαν έτσι προς τον Θεμιστοκλή και δίνοντάς του τριάντα τάλαντα, τον έπεισαν να μείνει ο στόλος και να ναυμαχήσει στο Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής, σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, έδωσε 5 τάλαντα στον Ευρυβιάδη, και 3 τάλαντα στον Αδείμαντο, λέγοντάς τους ότι είναι δικά του χρήματα. Έτσι, δωροδοκούμενοι («πληγέντες δώροισι», γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος), ο Ευρυβιάδης και ο Αδείμαντος, πείστηκαν να παραμείνουν στο Αρτεμίσιο.
Εδώ όμως, φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος, έπεσε θύμα της μεταγενέστερης αθηναϊκής προπαγάνδας, η οποία προσπάθησε να παρουσιάσει περίπου ως «πληρωμένη» τη συνεισφορά των υπόλοιπων στη ναυμαχία, αλλά και να μετριάσει την υστεροφημία του Θεμιστοκλή.
Κάτι ανάλογο άλλωστε, αναφέρεται και για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αν εξετάσει κάποιος ψύχραιμα τα πράγματα, θα δει ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, μοιάζει τελείως απίθανο να ήθελαν να εγκαταλείψουν το Αρτεμίσιο, αφήνοντας παντελώς απροστάτευτο τον Λεωνίδα και τους άνδρες του στις Θερμοπύλες. Μόνο στα πλαίσια ενός ταυτόχρονου ελιγμού προς το νότο κι από την ξηρά κι από τη θάλασσα, θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Φτάνοντας στους Αφέτες οι Πέρσες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα έμεναν να ναυμαχήσουν, σκέφτηκαν ότι αν πραγματοποιούσαν κατά μέτωπο επίθεση, ίσως τα ελληνικά πλοία κατάφερναν στη διάρκεια της νύχτας να διαφύγουν προς το νότο. Οι Πέρσες ήθελαν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τον ελληνικό στόλο.
Υπήρχε μια χαρακτηριστική αρχαία φράση για την καθολική ήττα των αντιπάλων, «μηδέ πυρφόρον εκφυγόντα» (ούτε ένας πυρφόρος, άνδρας που μετέφερε το πυρ δηλαδή να μην ξεφύγει). Έτσι, κατέστρωσαν το εξής σχέδιο περικύκλωσης των Ελλήνων.
«Ξεχώρισαν απ” όλα τα πλοία τους διακόσια και τα έστειλαν στο πέλαγος που απλώνεται πέρα από τη Σκιάθο, για να μην τα δουν οι αντίπαλοι τους, ότι έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας από τον Καφηρέα ( το γνωστό μας Κάβο Ντόρο) και γύρω από τη Γεραιστόν (τμήμα του όρους της Εύβοιας Όχη που καταλήγει σε ακρωτήριο στο νότιο άκρο της) και μέσα στον Εύριπο, έτσι ώστε εκείνοι να φθάσουν εκεί για να τους αποκόψουν την οδό της υποχώρησης κι έτσι να τους περικυκλώσουν, ενώ αυτοί (οι υπόλοιποι Πέρσες με το μεγαλύτερο τμήμα του στόλου τους) θα τους καταδίωκαν επιτιθέμενοι κατά μέτωπο)» (Ηροδ. 8, 7.). Οι Πέρσες μάλιστα σκόπευαν να μην επιτεθούν νωρίτερα εναντίον των Ελλήνων, πριν τους ενημερώσουν αυτοί που θα έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, ότι έφτασαν στον προορισμό τους.
Αν το περσικό σχέδιο είχε εφαρμοστεί χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Έλληνες, μάλλον τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για τους προγόνους μας, καθώς θα βρίσκονταν περικυκλωμένοι από τους Πέρσες, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής.
Το περσικό σχέδιο όμως, μαθεύτηκε από τους επικεφαλής του ελληνικού στόλου, χάρη στον Σκυλλία τον Σκιωναίο, που αυτομόλησε από τους Πέρσες και εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις.
Η Σκιώνη, ήταν αποικία των Ευβοιωτών στην Παλλήνη της Χαλκιδικής (σημερινή Χερσόνησο της Κασσάνδρας). Ο Σκυλλίας «δύτης των τότε ανθρώπων άριστος», κατά τον Ηρόδοτο, ήταν γνωστός για τις σπουδαίες κολυμβητικές του ικανότητες και επιδόσεις. Οι Πέρσες που το έμαθαν αυτό, τον συνέλαβαν για να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του ελληνικού στόλου.
Μάλιστα, διέσωσε πολλά αντικείμενα των Περσών μετά την καταστροφή μεγάλου μέρους του στόλου τους, όπως αναφέραμε παραπάνω, στο Πήλιο. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια τα οικειοποιήθηκε ο ίδιος.
Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, φαίνεται ότι σκόπευε από καιρό να λιποτακτήσει αλλά δεν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία. Όταν έμαθε τα σχέδια των Περσών, βούτηξε στη θάλασσα, έκοψε τα σχοινιά από τις άγκυρες των περσικών πλοίων, δημιουργώντας τους τεράστια προβλήματα. Χρησιμοποιώντας ένα καλάμι ως αναπνευστήρα κολύμπησε, χωρίς να ανέβει στην επιφάνεια της θάλασσας, από τους Αφέτες ως το Αρτεμίσιο, μία απόσταση 80 σταδίων (1 αρχαίο στάδιο = 184,87 μ. , δηλ. περ. 14.790 μ.) (!).
Μαζί του ήταν και η κόρη του Ύδνα ή Κύανα, δεινή κολυμβήτρια επίσης, που τον βοήθησε στο κατόρθωμά του. Τις πληροφορίες για την… υποβρύχια δράση του Σκυλλία και της Ύδνας, μας τις δίνει μόνο ο Παυσανίας. Ο Ηρόδοτος, αναφέρεται κι αυτός στα 80 στάδια που διήνυσε κάτω από τη θάλασσα ο Σκυλλίας, δεν κάνει μνεία στην Ύδνα και στη συνέχεια είναι επιφυλακτικός.
«Για τον άνθρωπο αυτό τώρα, διηγούνται κι άλλα πράγματα που μοιάζουν με ψέματα αλλά μερικά είναι αληθινά. Για το κατόρθωμα όμως αυτό, ας μου επιτραπεί να πω, ότι κατά την δική μου γνώμη έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλοίο. Και μόλις έφτασε, έδωσε αμέσως πληροφορίες στους στρατηγούς και για το ναυάγιο (ενν. των Περσών στο Πήλιο), πώς έγινε και για τα πλοία που είχαν σταλεί για να κάνουν τον περίπλου της Εύβοιας» (Ηροδ. 8, 8, ελεύθερη απόδοση).
Αναγνωρίζοντας την τεράστια προσφορά του Σκυλλία αλλά και της κόρης του Ύδνας, όπως γράφει ο Παυσανίας (συγγραφέας και περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα), αργότερα, με διάταγμα της Αμφικτυονίας, στήθηκαν στους Δελφούς, στον ιερότερο χώρο της αρχαίας Ελλάδας, ανδριάντες τους. Σήμερα, οι ανδριάντες αυτοί, πιθανότατα βρίσκονται στην Ιταλία όπου μεταφέρθηκαν από τους Ρωμαίους.
Προς τιμήν του Σκυλλία, έχει ανεγερθεί στη Νέα Σκιώνη Χαλκιδικής σχετικό μνημείο, ενώ το όνομα του φέρει ο ετήσιος διάπλους του Βόρειου Ευβοϊκού που ξεκίνησε το 2011 και συνεχίζεται ως σήμερα. Στον «Σκυλλία», οι κολυμβητές διανύουν απόσταση 14,5 χλμ.
Το εντυπωσιακό είναι, ότι ενώ στην Ελλάδα ο Σκυλλίας δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, θεωρείται διεθνώς ο πρώτος κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων, βατραχάνθρωπος, καταδύτης και «κυνηγός» ενάλιων θησαυρών σε όλη την παγκόσμια ιστορία!
Να επισημάνουμε ότι η WIKIPEDIA έχει κάνει ένα σοβαρότατο λάθος. Αναφέρει ως πηγή για την Ύδνα (Hydne, alternately called (yana) τον Pausanias, Spartan military leader (!) και το έργο του «Description of Greece, 10. 19. 1).
Γράφει δηλαδή για την Ύδνα, εναλλακτικά λεγόμενη Κύανα επικαλούμενη τον Σπαρτιάτη στρατιωτικό ηγέτη Παυσανία! Πρόκειται φυσικά, για τον περιηγητή Παυσανία του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ο Σπαρτιάτης «στρατιωτικός ηγέτης» Παυσανίας, νικητής της μάχης των Πλαταιών, δεν έγραψε κανένα έργο και πολύ περισσότερο, δεν έγραψε καμία «Περιγραφή της Ελλάδας». Το έργο του Παυσανία στο οποίο γίνεται αναφορά στη WIKIPEDIA, είναι το γνωστό μας «Ελλάδος Περιήγησις».
Το βασικό λάθος, έχει να κάνει δηλαδή, με το ότι ο περιηγητής Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) και όχι ο στρατιωτικός Παυσανίας (περ. 515 π.Χ. – 468 π.Χ.), κάνει αναφορά στον Σκυλλία και την Ύδνα.
Όταν οι Έλληνες πληροφορήθηκαν από τον Σκυλλία τις περσικές κινήσεις, φαίνεται ότι έστειλαν μερικά πλοία για τη φύλαξη του στενού του Ευρίπου (από την κυκλωτική κίνηση που είχαν επιχειρήσει οι Πέρσες) και παράλληλα, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν, τις απογευματινές ώρες, αιφνιδιαστικά στον περσικό στόλο στους Αφέτες.
Οι Πέρσες επιθεωρούσαν τα πλοία τους, θέλοντας παράλληλα και να παραπλανήσουν τους Έλληνες σχετικά με τις προθέσεις τους. Οι Έλληνες από την πλευρά τους, ήθελαν να εξακριβώσουν τις περσικές αντιδράσεις αλλά και να δοκιμάσουν τις δικές τους τακτικές.
Όταν οι Πέρσες είδαν τους Έλληνες να εξορμούν με λίγα πλοία, νόμισαν ότι είχαν καταληφθεί από μεγάλη μανία («πάγχυ σφι μανίην») και όρμισαν να τους περικυκλώσουν καθώς είχαν πολύ περισσότερα πλοία. Οι Ίωνες που είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους Έλληνες και είχαν στρατευθεί από τους Πέρσες παρά τη θέλησή τους φοβήθηκαν ότι ο ελληνικός στόλος θα πάθαινε πανωλεθρία. Τα περσικά πλοία, κύκλωσαν τα ελληνικά στο μέσο περίπου του στενού ανάμεσα στους Αφέτες και το Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι Έλληνες εφάρμοσαν τη λεγόμενη τακτική του διέκπλου (της διάσπασης της εχθρικής γραμμής κατά τη ναυμαχία και της προσβολής των αντιπάλων από τα πλάγια και τα νώτα).
Με το πρώτο σήμα των αρχηγών, αφού έστρεψαν τις πλώρες των πλοίων τους προς τους Πέρσες, πλησίασαν τις πρύμνες τους, τη μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να σχηματιστεί κύκλος και να είναι παρατεταγμένα σε κυκλοειδή διάταξη. Η ταχύτητα και η ακρίβεια των κινήσεων των ελληνικών πλοίων και η ετοιμότητα για την πραγματοποίηση του σχηματισμού του διέκπλου, αποδεικνύουν το υψηλό ηθικό και τις μεγάλες ικανότητες των αξιωματικών και των πληρωμάτων τους.
Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν. Η ναυμαχία κράτησε ως τον ερχομό της νύχτας, οπότε οι Έλληνες απέπλευσαν για το Αρτεμίσιο και οι Πέρσες για τους Αφέτες. Οι Έλληνες κυρίευσαν 30 εχθρικά πλοία. Το αριστείο της ναυμαχίας, πήρε ο Αθηναίος Λυκομήδης του Αιχραίου, που πρώτος κυρίευσε περσικό πλοίο. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αυτομόλησε προς τον ελληνικό στόλο ο Λήμνιος Αντίδωρος, ο μόνος Έλληνας που βρισκόταν στον περσικό. Για τον λόγο αυτό, του δόθηκε τιμητική θέση στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τη σύγκρουση αυτή «αναποφάσιστη», όμως πρόκειται σαφώς για μια καθαρή νίκη των Ελλήνων, λόγω της αιχμαλωσίας των εχθρικών πλοίων αλλά και το ότι διέθεταν πολύ μικρότερη ναυτική δύναμη από τους Πέρσες.
Στο μεταξύ, τα περσικά πλοία που έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, στη διάρκεια της νύχτας, καταστράφηκαν στις βραχώδεις ακτές της νοτιοανατολικής Εύβοιας κοντά στα Κοίλα από θυελλώδεις νότιους ανέμους και καταιγίδα. «Τους άρπαξε ο άνεμος και δεν ήξεραν πού τους πήγαινε και τέλος τους έριχνε έξω στα βράχια» (Ηροδ. 8, 13). Βέβαια ήταν τυχαίο το ότι ξέσπασε νυχτερινή θύελλα εκείνο το βράδυ, όμως το ότι οι Πέρσες διέταξαν τον περίπλου αγνοώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες των ελληνικών θαλασσών και τις ετησίες (μελτέμια) που πνέουν στη διάρκεια της εποχής που έγινε η ναυμαχία. Η καταστροφή των 200 περσικών πλοίων που έκαναν τον περίπλου, έδωσε μεγάλη χαρά στους Έλληνες, ενώ παράλληλα μείωσε αισθητά τη δύναμη του περσικού στόλου. Όπως γράφει ο Ηρόδοτος: «Και έγιναν όλα αυτά για να εξισωθεί το περσικό ναυτικό με το ελληνικό και να μην είναι υπέρτερο».
Την επόμενη ημέρα, έφτασαν άλλες 57 αθηναϊκές τριήρεις, προσφέροντας μεγάλη ενίσχυση στον ελληνικό στόλο.
Καθώς οι Πέρσες δεν έπαιρναν καμία πρωτοβουλία, οι Έλληνες απέπλευσαν από το Αρτεμίσιο την ίδια ώρα με την προηγούμενη μέρα θεωρώντας ιδανικές τις συνθήκες για επίθεση. Λίγο πριν τους Αφέτες, συνάντησαν τα πλοία των Κιλίκων τα οποία κατέστρεψαν χωρίς ο υπόλοιπος περσικός στόλος να κινηθεί. Έτσι, οι Έλληνες επέστρεψαν ασφαλείς και αλώβητοι στο Αρτεμίσιο!
Οι Πέρσες ναύαρχοι, είχαν εξοργιστεί από τις απώλειες και μάλιστα από μικρότερο αριθμό πλοίων. Έτσι, την τρίτη μέρα αποφάσισαν να επιτεθούν αυτοί. Ξεκίνησαν το μεσημέρι από τους Αφέτες και κινήθηκαν προς το Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες, αρχικά δεν αντέδρασαν. Μόνο όταν οι Πέρσες πήραν σχηματισμό ημικυκλίου με σκοπό να κυκλώσουν τα πλοία τους, αυτοί κινήθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν για να μην χάσουν τα στηρίγματά τους στις άκρες των πτερύγων τους, κοντά στις ακτές της Εύβοιας. Αμέσως μετά, ξέσπασε στα φουρτουνιασμένα νερά του Αρτεμισίου, μία σκληρή ναυμαχία. Αυτή τη φορά, η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη και οι αντίπαλοι ναυμαχούσαν το ίδιο γενναία ως αργά το βράδυ. Οι Πέρσες είχαν μεγαλύτερες απώλειες, αλλά και ο ελληνικός στόλος, είχε υποστεί σοβαρές ζημιές.
Τα μισά αθηναϊκά πλοία ήταν «τετρωμένα». Οι Αθηναίοι, διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη ναυμαχία, με κορυφαίο όλων τον Κλεινία του Αλκιβιάδου, πατέρα του γνωστού μας Αλκιβιάδη. Από την άλλη πλευρά, ξεχώρισαν οι Αιγύπτιοι, που κατέλαβαν μάλιστα και πέντε ελληνικά πλοία, οι Σιδώνιοι και άλλοι Φοίνικες.
Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο ελληνικό στρατόπεδο των Θερμοπυλών Αθηναίος Αβρώνιχος ο Λυσικλέους έφερε με τριηκόντορο την είδηση του θανάτου του Λεωνίδα και της νίκης των Περσών στις Θερμοπύλες.
Οι Έλληνες, ήταν πλέον επικίνδυνο να παραμείνουν στο Αρτεμίσιο. Αποφασίστηκε, ο στόλος να αναχωρήσει προς νότο, με εμπροσθοφυλακή τα κορινθιακά πλοία και οπισθοφυλακή τα αθηναϊκά. Οι Πέρσες, ένιωσαν μεγάλη έκπληξη, βλέποντας τους, ουσιαστικά νικητές της ναυμαχίας του Αρτεμισίου να αποχωρούν! Έτσι … φυλάκισαν τον άνδρα από την Ιστιαία που τους έφερε την είδηση (!).
Ο Θεμιστοκλής, εφαρμόζοντας τακτική ψυχολογικού πολέμου, αφού διάλεξε ταχύπλοα σκάφη, σταματούσε με αυτά στις ακτές, όπου υπήρχαν πόσιμα νερά ή όπου ήταν πιθανό να αποβιβαστούν τα πληρώματα του εχθρικού στόλου και έγραφε σε πέτρες εκκλήσεις προς τους Ίωνες να προσχωρήσουν στους Έλληνες ή τουλάχιστο να μην πολεμούν με ζήλο και να πείθουν τους Κάρες να κάνουν το ίδιο, έτσι ώστε να δημιουργούνται προβλήματα στους Πέρσες.
Οι Έλληνες ήταν οι νικητές της ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο στο στρατηγικό πεδίο. Επίσης, απόκτησαν μεγάλη πείρα και θάρρος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος «… παρόλους τους κινδύνους που αντιμετώπισαν, έμαθαν στην πράξη πως ούτε τα πολλά καράβια, ούτε τα στολίδια και η λαμπρότητα των θυρεών ούτε οι αλαζονικές κραυγές φέρνουν φόβο κανένα στους άνδρες που ξέρουν να παλεύουν, που έχουν θάρρος να πολεμούν».
Ο Πίνδαρος έγραψε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: «Εκεί τα παιδιά της Αθήνας έβαλαν το φωτεινό θεμέλιο της ελευθερίας».
Ουσιαστικά, ήταν νίκη των Αθηναίων επί των Περσών.
Χαρακτηριστικό, είναι το επίγραμμα, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη και χαράκτηκε σε μια στήλη στο Αρτεμίσιο: «Παντοδαπών ανδρών γενεάς Άσίης από χώρας παίδες Άθηναίων τώδέ ποτ” έν πελάγει ναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων, σήματα ταύτ” εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι».
«Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε
σ” αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν καταστράφηκε ο
στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα μνημεία προς τιμήν της παρθένου
Αρτέμιδος» είναι η μετάφραση του επιγράμματος.
http://www.pentapostagma.gr/2017/03/η-ναυμαχία-του-αρτεμισίου-480-π-χ.html
Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, θα πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με τη μάχη των Θερμοπυλών,με την οποία συνδέεται στενά. Η άμυνα στο Αρτεμίσιο, είχε νόημα και στρατηγικό σκοπό, μόνο εφόσον οι ελληνικές δυνάμεις στις Θερμοπύλες κατάφερναν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες και αντίστροφα. Δηλαδή οι ελληνικές και περσικές ενέργειες στην ευρύτερη περιοχή Θερμοπυλών – Αρτεμισίου, εντάσσονται σ” ένα ενιαίο σχέδιο άμυνας και επίθεσης. Αν ο ελληνικός στόλος έχανε στο Αρτεμίσιο, ο περσικός θα έμπαινε στον Μαλιακό Κόλπο και θα έπληττε τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Από την άλλη, μια περσική νίκη στις Θερμοπύλες, καθιστούσε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια στο Αρτεμίσιο περιττή και χωρίς καμία ουσία.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος (ελεύθερη απόδοση) «Αντικειμενικός σκοπός του αγώνα ήταν γι” αυτούς που αγωνίζονταν στη θάλασσα η άμυνα του Ευρίπου, όπως γι” αυτούς που βρίσκονταν μαζί με τον Λεωνίδα, ήταν η φρούρηση των Στενών (ενν. των Θερμοπυλών). Αυτοί λοιπόν έδιναν θάρρος ο ένας στον άλλον, να μην αφήσουν τους βάρβαρους να εισχωρήσουν στην Ελλάδα, οι δε αντίπαλοί τους να καταστρέψουν τον ελληνικό στόλο και να γίνουν κύριοι του στενού (του Ευρίπου)» (Ηροδ. 8, 15).
Η σφοδρή κακοκαιρία καταστρέφει 400 περσικές τριήρεις – Οι δυνάμεις των αντιπάλων – Η πρώτη σύγκρουση
Ενώ ο Ξέρξης κατέβαινε αργά, αλλά με ασφάλεια από τη Θέρμη (αρχαία πόλη στα ερείπια της οποίας χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο), ο αρχιναύαρχος Μεγαβάτης, αναχώρησε από τον Θερμαϊκό 11 μέρες αργότερα. Έφτασε μέσα σε μια μέρα στην ανατολική παραλία της Μαγνησίας, όχι μακριά από την νότια εσχατιά της. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραλίας, που σχηματίζουν οι πλαγιές του Πηλίου και της Όσσας, είναι ένα εντελώς απόκρημνο λιμάνι. Μόνο προς το νότιο μέρος της Κασθαναίας (πόλης που βρισκόταν στην περιοχή), υπήρχε ένας μικρός ανοιχτός κόλπος όπου ο στόλος των Περσών θέλησε να διανυκτερεύσει , πριν φύγει για τη Σηπιάδα, στη βόρεια ακτή της Μαγνησίας απέναντι από το Αρτεμίσιο. Αλλά, το επόμενο πρωί, χτυπήθηκε από σφοδρότατη καταιγίδα, που κράτησε 3 ολόκληρα μερόνυχτα και κατέστρεψε 400 περσικές τριήρεις και αρκετά φορτηγά πλοία, ενώ στοίχισε τη ζωή σε πολλούς ανθρώπους.
Μόλις την τέταρτη μέρα, αφού κόπασε ο αέρας, μπόρεσαν τα πλοία που γλίτωσαν να φτάσουν στους Αφέτες, κοντά στην είσοδο του Παγασητικού Κόλπου, στο σημερινό Τρίκερι.
Οι Αφέτες, όπου κατέπλευσε ο περσικός στόλος «νωρίς το δειλινό», της ίδιας μέρας κατά την οποία άρχισαν οι εχθροπραξίες στις Θερμοπύλες, βρισκόταν ή στον σημερινό όρμο της Ανδριαμής ή στον γειτονικό όρμο της Πλατανιάς, στη νότια περιοχή της χερσονήσου των Παγασών, βορειοανατολικά από τη θέση όπου είχε παραταχθεί ο ελληνικός στόλος. Ο περσικός στόλος , αποτελούνταν από 1.200 τριήρεις.
Η ελληνική ναυτική δύναμη η οποία στάλθηκε στο Αρτεμίσιο, είχε ναύαρχο τον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη. Ουσιαστικά όμως «κουμάντο» έκανε ο Θεμιστοκλής αν και τυπικά ήταν υποναύαρχος, όπως ήταν και ο Κορίνθιος Αδείμαντος.
Τη δύναμη αυτή συγκροτούσαν: 127 αττικές τριήρεις, με πληρώματα από την Αθήνα και τις Πλαταιές, παρόλο ότι οι τελευταίοι δεν είχαν ναυτική εμπειρία και ακόμα 40 τριήρεις των Κορινθίων, 20 από τα Μέγαρα, 20 αθηναϊκές επανδρωμένες όμως με Χαλκιδαίους, 18 των Αιγινητών, 12 των Σικυωνίων (του Κιάτου δηλαδή), 10 των Λακεδαιμονίων, 8 των Επιδαυρίων, 7 των Ερετριέων, 5 των Τροιζηνίων, 2 από τα Στύρα της Εύβοιας και 2 από την Κέα. Συνολικά 271 τριήρεις. Υπήρχαν επίσης 9 πεντηκόντοροι, που είχαν προσφέρει εν μέρει οι κάτοικοι της Κέας και εν μέρει οι Οπούντιοι Λοκροί. Ο αριθμός των αντρών αυτών των πληρωμάτων, ήταν γύρω στις 60.000, από τους οποίους τουλάχιστον 25.000 ήταν Αθηναίοι.
Η πρώτη σύγκρουση, έγινε πριν την άφιξη του «κύριου όγκου» του περσικού στόλου στους Αφέτες. Δέκα από τα καλύτερα περσικά πλοία (φοινικικά πιθανότατα), ξεκίνησαν νωρίτερα προς τη Σκιάθο για να παρατηρούν τις κινήσεις του ελληνικού στόλου. Παράλληλα όμως και τρεις ελληνικές τριήρεις, μία από την Αθήνα, μία από την Αίγινα και μία από την Τροιζήνα, είχαν σταλεί από πριν στα θεσσαλικά παράλια για να παρατηρήσουν τις κινήσεις των περσικών πλοίων.
Όταν συναντήθηκαν οι ρότες τους, τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων, νομίζοντας ότι πίσω από τις δέκα φοινικικές τριήρεις ακολουθεί ολόκληρος ο εχθρικός στόλος, τράπηκαν σε φυγή. Η αθηναϊκή τριήρης, με πλοίαρχο τον Φόρμο, κατάφερε να ξεφύγει και το πλήρωμά της ενώθηκε με τον στρατό του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Η τροιζηνιακή τριήρης που είχε κυβερνήτη τον Πραξίνο, αιχμαλωτίστηκε, το πλήρωμά της σφαγιάστηκε και ο ύπαρχός της Λέων αποκεφαλίστηκε. Η αιγινήτικη τριήρης, με κυβερνήτη τον Ασωνίδη καταλήφθηκε από τους εχθρούς. Το πλήρωμά της, πολέμησε γενναία. Ο ύπαρχός της Πυθέας, αγωνίστηκε τόσο ηρωικά, ώστε οι αντίπαλοι θαυμάζοντας την πολεμική αρετή και την ανδρεία του, κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να γιατρέψουν τις πληγές του (!).
Η δωροδοκία(;) του Θεμιστοκλή από τους Ευβοιώτες – Τι αναφέρει ο Ηρόδοτος
Η άφιξη του πολυπληθούς περσικού στόλου στους Αφέτες, σίγουρα θορύβησε τους Έλληνες.
Ο Ηρόδοτος, αναφέρει κάποια περιστατικά, τα οποία μάλλον δεν ευσταθούν, ωστόσο είμαστε υποχρεωμένοι να τα αναφέρουμε.
Ο «πατέρας της ιστορίας» λοιπόν, αναφέρει ότι πανικόβλητοι οι Έλληνες, σκέφτηκαν να αποσυρθούν νότια προς την Κεντρική Ελλάδα καθώς ο φόβος τους, ήταν πολύ μεγάλος. Όταν οι Ευβοιώτες το κατάλαβαν, παρακάλεσαν τον Ευρυβιάδη να μείνει για λίγες μέρες, ώσπου να μεταφέρουν σε ασφαλές μέρος τις οικογένειες και τους δούλους τους. Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος όμως, ήταν αμετάπειστος. Στράφηκαν έτσι προς τον Θεμιστοκλή και δίνοντάς του τριάντα τάλαντα, τον έπεισαν να μείνει ο στόλος και να ναυμαχήσει στο Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής, σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, έδωσε 5 τάλαντα στον Ευρυβιάδη, και 3 τάλαντα στον Αδείμαντο, λέγοντάς τους ότι είναι δικά του χρήματα. Έτσι, δωροδοκούμενοι («πληγέντες δώροισι», γράφει χαρακτηριστικά ο Ηρόδοτος), ο Ευρυβιάδης και ο Αδείμαντος, πείστηκαν να παραμείνουν στο Αρτεμίσιο.
Εδώ όμως, φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος, έπεσε θύμα της μεταγενέστερης αθηναϊκής προπαγάνδας, η οποία προσπάθησε να παρουσιάσει περίπου ως «πληρωμένη» τη συνεισφορά των υπόλοιπων στη ναυμαχία, αλλά και να μετριάσει την υστεροφημία του Θεμιστοκλή.
Κάτι ανάλογο άλλωστε, αναφέρεται και για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αν εξετάσει κάποιος ψύχραιμα τα πράγματα, θα δει ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, μοιάζει τελείως απίθανο να ήθελαν να εγκαταλείψουν το Αρτεμίσιο, αφήνοντας παντελώς απροστάτευτο τον Λεωνίδα και τους άνδρες του στις Θερμοπύλες. Μόνο στα πλαίσια ενός ταυτόχρονου ελιγμού προς το νότο κι από την ξηρά κι από τη θάλασσα, θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο.
Λίγο πριν τη ναυμαχία
Φτάνοντας στους Αφέτες οι Πέρσες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα έμεναν να ναυμαχήσουν, σκέφτηκαν ότι αν πραγματοποιούσαν κατά μέτωπο επίθεση, ίσως τα ελληνικά πλοία κατάφερναν στη διάρκεια της νύχτας να διαφύγουν προς το νότο. Οι Πέρσες ήθελαν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τον ελληνικό στόλο.
Υπήρχε μια χαρακτηριστική αρχαία φράση για την καθολική ήττα των αντιπάλων, «μηδέ πυρφόρον εκφυγόντα» (ούτε ένας πυρφόρος, άνδρας που μετέφερε το πυρ δηλαδή να μην ξεφύγει). Έτσι, κατέστρωσαν το εξής σχέδιο περικύκλωσης των Ελλήνων.
«Ξεχώρισαν απ” όλα τα πλοία τους διακόσια και τα έστειλαν στο πέλαγος που απλώνεται πέρα από τη Σκιάθο, για να μην τα δουν οι αντίπαλοι τους, ότι έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας από τον Καφηρέα ( το γνωστό μας Κάβο Ντόρο) και γύρω από τη Γεραιστόν (τμήμα του όρους της Εύβοιας Όχη που καταλήγει σε ακρωτήριο στο νότιο άκρο της) και μέσα στον Εύριπο, έτσι ώστε εκείνοι να φθάσουν εκεί για να τους αποκόψουν την οδό της υποχώρησης κι έτσι να τους περικυκλώσουν, ενώ αυτοί (οι υπόλοιποι Πέρσες με το μεγαλύτερο τμήμα του στόλου τους) θα τους καταδίωκαν επιτιθέμενοι κατά μέτωπο)» (Ηροδ. 8, 7.). Οι Πέρσες μάλιστα σκόπευαν να μην επιτεθούν νωρίτερα εναντίον των Ελλήνων, πριν τους ενημερώσουν αυτοί που θα έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, ότι έφτασαν στον προορισμό τους.
Αν το περσικό σχέδιο είχε εφαρμοστεί χωρίς να γίνει αντιληπτό από τους Έλληνες, μάλλον τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ άσχημα για τους προγόνους μας, καθώς θα βρίσκονταν περικυκλωμένοι από τους Πέρσες, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής.
Το περσικό σχέδιο όμως, μαθεύτηκε από τους επικεφαλής του ελληνικού στόλου, χάρη στον Σκυλλία τον Σκιωναίο, που αυτομόλησε από τους Πέρσες και εντάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις.
Σκυλλίας ο Σκιωναίος: Ο πρόδρομος των ΟΥΚάδων
Η Σκιώνη, ήταν αποικία των Ευβοιωτών στην Παλλήνη της Χαλκιδικής (σημερινή Χερσόνησο της Κασσάνδρας). Ο Σκυλλίας «δύτης των τότε ανθρώπων άριστος», κατά τον Ηρόδοτο, ήταν γνωστός για τις σπουδαίες κολυμβητικές του ικανότητες και επιδόσεις. Οι Πέρσες που το έμαθαν αυτό, τον συνέλαβαν για να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του ελληνικού στόλου.
Μάλιστα, διέσωσε πολλά αντικείμενα των Περσών μετά την καταστροφή μεγάλου μέρους του στόλου τους, όπως αναφέραμε παραπάνω, στο Πήλιο. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια τα οικειοποιήθηκε ο ίδιος.
Όπως γράφει ο Ηρόδοτος, φαίνεται ότι σκόπευε από καιρό να λιποτακτήσει αλλά δεν έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία. Όταν έμαθε τα σχέδια των Περσών, βούτηξε στη θάλασσα, έκοψε τα σχοινιά από τις άγκυρες των περσικών πλοίων, δημιουργώντας τους τεράστια προβλήματα. Χρησιμοποιώντας ένα καλάμι ως αναπνευστήρα κολύμπησε, χωρίς να ανέβει στην επιφάνεια της θάλασσας, από τους Αφέτες ως το Αρτεμίσιο, μία απόσταση 80 σταδίων (1 αρχαίο στάδιο = 184,87 μ. , δηλ. περ. 14.790 μ.) (!).
Μαζί του ήταν και η κόρη του Ύδνα ή Κύανα, δεινή κολυμβήτρια επίσης, που τον βοήθησε στο κατόρθωμά του. Τις πληροφορίες για την… υποβρύχια δράση του Σκυλλία και της Ύδνας, μας τις δίνει μόνο ο Παυσανίας. Ο Ηρόδοτος, αναφέρεται κι αυτός στα 80 στάδια που διήνυσε κάτω από τη θάλασσα ο Σκυλλίας, δεν κάνει μνεία στην Ύδνα και στη συνέχεια είναι επιφυλακτικός.
«Για τον άνθρωπο αυτό τώρα, διηγούνται κι άλλα πράγματα που μοιάζουν με ψέματα αλλά μερικά είναι αληθινά. Για το κατόρθωμα όμως αυτό, ας μου επιτραπεί να πω, ότι κατά την δική μου γνώμη έφτασε στο Αρτεμίσιο με πλοίο. Και μόλις έφτασε, έδωσε αμέσως πληροφορίες στους στρατηγούς και για το ναυάγιο (ενν. των Περσών στο Πήλιο), πώς έγινε και για τα πλοία που είχαν σταλεί για να κάνουν τον περίπλου της Εύβοιας» (Ηροδ. 8, 8, ελεύθερη απόδοση).
Αναγνωρίζοντας την τεράστια προσφορά του Σκυλλία αλλά και της κόρης του Ύδνας, όπως γράφει ο Παυσανίας (συγγραφέας και περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα), αργότερα, με διάταγμα της Αμφικτυονίας, στήθηκαν στους Δελφούς, στον ιερότερο χώρο της αρχαίας Ελλάδας, ανδριάντες τους. Σήμερα, οι ανδριάντες αυτοί, πιθανότατα βρίσκονται στην Ιταλία όπου μεταφέρθηκαν από τους Ρωμαίους.
Προς τιμήν του Σκυλλία, έχει ανεγερθεί στη Νέα Σκιώνη Χαλκιδικής σχετικό μνημείο, ενώ το όνομα του φέρει ο ετήσιος διάπλους του Βόρειου Ευβοϊκού που ξεκίνησε το 2011 και συνεχίζεται ως σήμερα. Στον «Σκυλλία», οι κολυμβητές διανύουν απόσταση 14,5 χλμ.
Το εντυπωσιακό είναι, ότι ενώ στην Ελλάδα ο Σκυλλίας δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός, θεωρείται διεθνώς ο πρώτος κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων, βατραχάνθρωπος, καταδύτης και «κυνηγός» ενάλιων θησαυρών σε όλη την παγκόσμια ιστορία!
Να επισημάνουμε ότι η WIKIPEDIA έχει κάνει ένα σοβαρότατο λάθος. Αναφέρει ως πηγή για την Ύδνα (Hydne, alternately called (yana) τον Pausanias, Spartan military leader (!) και το έργο του «Description of Greece, 10. 19. 1).
Γράφει δηλαδή για την Ύδνα, εναλλακτικά λεγόμενη Κύανα επικαλούμενη τον Σπαρτιάτη στρατιωτικό ηγέτη Παυσανία! Πρόκειται φυσικά, για τον περιηγητή Παυσανία του 2ου μ.Χ. αιώνα. Ο Σπαρτιάτης «στρατιωτικός ηγέτης» Παυσανίας, νικητής της μάχης των Πλαταιών, δεν έγραψε κανένα έργο και πολύ περισσότερο, δεν έγραψε καμία «Περιγραφή της Ελλάδας». Το έργο του Παυσανία στο οποίο γίνεται αναφορά στη WIKIPEDIA, είναι το γνωστό μας «Ελλάδος Περιήγησις».
Το βασικό λάθος, έχει να κάνει δηλαδή, με το ότι ο περιηγητής Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.) και όχι ο στρατιωτικός Παυσανίας (περ. 515 π.Χ. – 468 π.Χ.), κάνει αναφορά στον Σκυλλία και την Ύδνα.
Η ναυμαχία του Αρτεμισίου – Οι τρεις «φάσεις» της σύγκρουσης
Όταν οι Έλληνες πληροφορήθηκαν από τον Σκυλλία τις περσικές κινήσεις, φαίνεται ότι έστειλαν μερικά πλοία για τη φύλαξη του στενού του Ευρίπου (από την κυκλωτική κίνηση που είχαν επιχειρήσει οι Πέρσες) και παράλληλα, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν, τις απογευματινές ώρες, αιφνιδιαστικά στον περσικό στόλο στους Αφέτες.
Οι Πέρσες επιθεωρούσαν τα πλοία τους, θέλοντας παράλληλα και να παραπλανήσουν τους Έλληνες σχετικά με τις προθέσεις τους. Οι Έλληνες από την πλευρά τους, ήθελαν να εξακριβώσουν τις περσικές αντιδράσεις αλλά και να δοκιμάσουν τις δικές τους τακτικές.
Όταν οι Πέρσες είδαν τους Έλληνες να εξορμούν με λίγα πλοία, νόμισαν ότι είχαν καταληφθεί από μεγάλη μανία («πάγχυ σφι μανίην») και όρμισαν να τους περικυκλώσουν καθώς είχαν πολύ περισσότερα πλοία. Οι Ίωνες που είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους Έλληνες και είχαν στρατευθεί από τους Πέρσες παρά τη θέλησή τους φοβήθηκαν ότι ο ελληνικός στόλος θα πάθαινε πανωλεθρία. Τα περσικά πλοία, κύκλωσαν τα ελληνικά στο μέσο περίπου του στενού ανάμεσα στους Αφέτες και το Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι Έλληνες εφάρμοσαν τη λεγόμενη τακτική του διέκπλου (της διάσπασης της εχθρικής γραμμής κατά τη ναυμαχία και της προσβολής των αντιπάλων από τα πλάγια και τα νώτα).
Με το πρώτο σήμα των αρχηγών, αφού έστρεψαν τις πλώρες των πλοίων τους προς τους Πέρσες, πλησίασαν τις πρύμνες τους, τη μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να σχηματιστεί κύκλος και να είναι παρατεταγμένα σε κυκλοειδή διάταξη. Η ταχύτητα και η ακρίβεια των κινήσεων των ελληνικών πλοίων και η ετοιμότητα για την πραγματοποίηση του σχηματισμού του διέκπλου, αποδεικνύουν το υψηλό ηθικό και τις μεγάλες ικανότητες των αξιωματικών και των πληρωμάτων τους.
Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν. Η ναυμαχία κράτησε ως τον ερχομό της νύχτας, οπότε οι Έλληνες απέπλευσαν για το Αρτεμίσιο και οι Πέρσες για τους Αφέτες. Οι Έλληνες κυρίευσαν 30 εχθρικά πλοία. Το αριστείο της ναυμαχίας, πήρε ο Αθηναίος Λυκομήδης του Αιχραίου, που πρώτος κυρίευσε περσικό πλοίο. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αυτομόλησε προς τον ελληνικό στόλο ο Λήμνιος Αντίδωρος, ο μόνος Έλληνας που βρισκόταν στον περσικό. Για τον λόγο αυτό, του δόθηκε τιμητική θέση στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τη σύγκρουση αυτή «αναποφάσιστη», όμως πρόκειται σαφώς για μια καθαρή νίκη των Ελλήνων, λόγω της αιχμαλωσίας των εχθρικών πλοίων αλλά και το ότι διέθεταν πολύ μικρότερη ναυτική δύναμη από τους Πέρσες.
Στο μεταξύ, τα περσικά πλοία που έκαναν τον περίπλου της Εύβοιας, στη διάρκεια της νύχτας, καταστράφηκαν στις βραχώδεις ακτές της νοτιοανατολικής Εύβοιας κοντά στα Κοίλα από θυελλώδεις νότιους ανέμους και καταιγίδα. «Τους άρπαξε ο άνεμος και δεν ήξεραν πού τους πήγαινε και τέλος τους έριχνε έξω στα βράχια» (Ηροδ. 8, 13). Βέβαια ήταν τυχαίο το ότι ξέσπασε νυχτερινή θύελλα εκείνο το βράδυ, όμως το ότι οι Πέρσες διέταξαν τον περίπλου αγνοώντας τις ιδιαίτερες συνθήκες των ελληνικών θαλασσών και τις ετησίες (μελτέμια) που πνέουν στη διάρκεια της εποχής που έγινε η ναυμαχία. Η καταστροφή των 200 περσικών πλοίων που έκαναν τον περίπλου, έδωσε μεγάλη χαρά στους Έλληνες, ενώ παράλληλα μείωσε αισθητά τη δύναμη του περσικού στόλου. Όπως γράφει ο Ηρόδοτος: «Και έγιναν όλα αυτά για να εξισωθεί το περσικό ναυτικό με το ελληνικό και να μην είναι υπέρτερο».
Την επόμενη ημέρα, έφτασαν άλλες 57 αθηναϊκές τριήρεις, προσφέροντας μεγάλη ενίσχυση στον ελληνικό στόλο.
Καθώς οι Πέρσες δεν έπαιρναν καμία πρωτοβουλία, οι Έλληνες απέπλευσαν από το Αρτεμίσιο την ίδια ώρα με την προηγούμενη μέρα θεωρώντας ιδανικές τις συνθήκες για επίθεση. Λίγο πριν τους Αφέτες, συνάντησαν τα πλοία των Κιλίκων τα οποία κατέστρεψαν χωρίς ο υπόλοιπος περσικός στόλος να κινηθεί. Έτσι, οι Έλληνες επέστρεψαν ασφαλείς και αλώβητοι στο Αρτεμίσιο!
Οι Πέρσες ναύαρχοι, είχαν εξοργιστεί από τις απώλειες και μάλιστα από μικρότερο αριθμό πλοίων. Έτσι, την τρίτη μέρα αποφάσισαν να επιτεθούν αυτοί. Ξεκίνησαν το μεσημέρι από τους Αφέτες και κινήθηκαν προς το Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες, αρχικά δεν αντέδρασαν. Μόνο όταν οι Πέρσες πήραν σχηματισμό ημικυκλίου με σκοπό να κυκλώσουν τα πλοία τους, αυτοί κινήθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν για να μην χάσουν τα στηρίγματά τους στις άκρες των πτερύγων τους, κοντά στις ακτές της Εύβοιας. Αμέσως μετά, ξέσπασε στα φουρτουνιασμένα νερά του Αρτεμισίου, μία σκληρή ναυμαχία. Αυτή τη φορά, η σύγκρουση ήταν αμφίρροπη και οι αντίπαλοι ναυμαχούσαν το ίδιο γενναία ως αργά το βράδυ. Οι Πέρσες είχαν μεγαλύτερες απώλειες, αλλά και ο ελληνικός στόλος, είχε υποστεί σοβαρές ζημιές.
Τα μισά αθηναϊκά πλοία ήταν «τετρωμένα». Οι Αθηναίοι, διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη ναυμαχία, με κορυφαίο όλων τον Κλεινία του Αλκιβιάδου, πατέρα του γνωστού μας Αλκιβιάδη. Από την άλλη πλευρά, ξεχώρισαν οι Αιγύπτιοι, που κατέλαβαν μάλιστα και πέντε ελληνικά πλοία, οι Σιδώνιοι και άλλοι Φοίνικες.
Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο ελληνικό στρατόπεδο των Θερμοπυλών Αθηναίος Αβρώνιχος ο Λυσικλέους έφερε με τριηκόντορο την είδηση του θανάτου του Λεωνίδα και της νίκης των Περσών στις Θερμοπύλες.
Οι Έλληνες, ήταν πλέον επικίνδυνο να παραμείνουν στο Αρτεμίσιο. Αποφασίστηκε, ο στόλος να αναχωρήσει προς νότο, με εμπροσθοφυλακή τα κορινθιακά πλοία και οπισθοφυλακή τα αθηναϊκά. Οι Πέρσες, ένιωσαν μεγάλη έκπληξη, βλέποντας τους, ουσιαστικά νικητές της ναυμαχίας του Αρτεμισίου να αποχωρούν! Έτσι … φυλάκισαν τον άνδρα από την Ιστιαία που τους έφερε την είδηση (!).
Ο Θεμιστοκλής, εφαρμόζοντας τακτική ψυχολογικού πολέμου, αφού διάλεξε ταχύπλοα σκάφη, σταματούσε με αυτά στις ακτές, όπου υπήρχαν πόσιμα νερά ή όπου ήταν πιθανό να αποβιβαστούν τα πληρώματα του εχθρικού στόλου και έγραφε σε πέτρες εκκλήσεις προς τους Ίωνες να προσχωρήσουν στους Έλληνες ή τουλάχιστο να μην πολεμούν με ζήλο και να πείθουν τους Κάρες να κάνουν το ίδιο, έτσι ώστε να δημιουργούνται προβλήματα στους Πέρσες.
Αποτίμηση της ναυμαχίας του Αρτεμισίου
Οι Έλληνες ήταν οι νικητές της ναυμαχίας στο Αρτεμίσιο στο στρατηγικό πεδίο. Επίσης, απόκτησαν μεγάλη πείρα και θάρρος. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος «… παρόλους τους κινδύνους που αντιμετώπισαν, έμαθαν στην πράξη πως ούτε τα πολλά καράβια, ούτε τα στολίδια και η λαμπρότητα των θυρεών ούτε οι αλαζονικές κραυγές φέρνουν φόβο κανένα στους άνδρες που ξέρουν να παλεύουν, που έχουν θάρρος να πολεμούν».
Ο Πίνδαρος έγραψε για τη ναυμαχία του Αρτεμισίου: «Εκεί τα παιδιά της Αθήνας έβαλαν το φωτεινό θεμέλιο της ελευθερίας».
Ουσιαστικά, ήταν νίκη των Αθηναίων επί των Περσών.
Χαρακτηριστικό, είναι το επίγραμμα, που αποδίδεται στον Σιμωνίδη και χαράκτηκε σε μια στήλη στο Αρτεμίσιο: «Παντοδαπών ανδρών γενεάς Άσίης από χώρας παίδες Άθηναίων τώδέ ποτ” έν πελάγει ναυμαχία δαμάσαντες, έπεί στρατός ώλετο Μήδων, σήματα ταύτ” εθεσαν παρθένω Άρτέμιδι».
«Πολλών εθνών άνδρες από τις χώρες της Ασίας τα παιδιά των Αθηναίων κάποτε
σ” αυτό εδώ το πέλαγος κατανίκησαν σε ναυμαχία. Όταν καταστράφηκε ο
στρατός των Περσών έστησαν αυτά τα μνημεία προς τιμήν της παρθένου
Αρτέμιδος» είναι η μετάφραση του επιγράμματος.
http://www.pentapostagma.gr/2017/03/η-ναυμαχία-του-αρτεμισίου-480-π-χ.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου