«Ἠ πολυτέλεια εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ πλούτου, ἤ κάμνει τὸν πλοῦτον ἀναγκαῖον. Διαφθείρει τὸν πλούσιον καὶ ταυτοχρόνως τὸν πτωχὸν· τὸν πρῶτον διὰ τοῦ πλούτου, τὸν δεύτερον διὰ τῆς πλεονεξίας».
«Ἀκριβῶς ἡ δραστηριότης εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας, ἀκριβῶς ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἐπιδίωξις τοῦ κέρδους, ἀκριβῶς ἡ χλιδὴ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀνέσεως ἀντικαθιστοῦν τὰς προσωπικάς ὑπηρεσίας διὰ τοῦ χρήματος. Ἂν πληρώνετε τὰ πάντα μὲ χρῆμα, πολὺ συντόμως θὰ εἶσθε σιδηροδέσμιοι. Ἡ λέξις «τὰ οἰκονομικὰ» εἶναι μία λέξις δούλων. Εἰς ἕνα πραγματικὸν κράτος οἱ πολῖται ἐκτελοῦν τὰ πάντα διὰ τῶν χειρῶν των καὶ ὄχι διὰ τοῦ χρήματος».
«Σεῖς ὅμως, λαοὶ τῆς νεωτέρας ἐποχῆς (1762) δὲν ἔχετε δούλους ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι. Ἐξαγοράζετε τὴν ἐλευθερίαν των μὲ τὴν θυσίαν τῆς ἰδικῆς σας. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐπαινῆτε τὸ προτέρημα τοῦτο, εὑρίσκω εἰς αὐτὸ περισσότερον δειλίαν παρὰ ἀνθρωπισμὸν»
«Μὴ ἀνέχεσθε οὔτε ζαπλούτους ἀνθρώπους, οὔτε ἐπαίτας. Ἐκ τῶν πρώτων προέρχονται οἱ ὑπηρέται τῶν τυράννων, ἐκ τῶν δευτέρων οἱ τύραννοι»
***
Ἰδεολογίαι καί οὐτοπίαι
1. Δύο ἐκ τῶν σημαντικωτέρων κοινωνικῶν «προορισμῶν» ( ἤ, ἐπιστημονικώτερον: λειτουργιῶν) τοῦ ἀσυναρτήτου καὶ ἀτύπου ἀθροίσματος τῶν ἐπιλέκτων, καὶ ἰδίως τῶν διανοουμένων, εἶναι ἡ παραγωγὴ ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν.
«Ἡ θεωρία τῆς ἰδεολογίας πραγματεύεται τὴν ἀποκάλυψιν ψευδῶν καὶ συγκαλύψεων κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον συνειδητῶν, προερχομένων ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων κομματισμῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἐκ τῶν πολιτικῶν κομμάτων» [1]. Πράγματι ἡ ἰδεολογία δὲν εἶναι βεβαίως ταυτόσημος μὲ τὴν ἰδέαν. Ἰδεολογία, ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ ἐκλογίκευσις μίας ἰδέας πρὸς ἐπίτευξιν ἑνὸς συστήματος, ἑνὸς σκοποῦ. Δὲν εἶναι, ἑπομένως, « ἄδολος λογισμός», δὲν εἶναι ἐμπειρικῶς ἀδέσμευτος, ἄσκοπος, ἀμερόληπτος, ἀνιδιοτελής, ἀλλ’ ἀνήκει εἴτε εἰς τὴν ἐκλογικευμένην ἀξιολογίαν (wertrational) εἴτε εἰς τὴν ἐκλογικευμένην σκοπιμότητα (zweckrational).
Ὅ,τι δι’ ἕνα συγγραφέα εἶναι ἰδέα, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀδόλου λογισμοῦ, δύναται ν’ ἀποβῆ ἰδεολογία διὰ μίαν κοινωνικὴν ὁμάδα ἤ διὰ μίαν κοινωνικὴν τάξιν ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς ὑπερασπίσεως συμφερόντων. Ἐκ τούτου ἕπεται ὅτι πάντοτε αἱ ἰδέαι δημιουργοῦνται ὑπὸ τῶν ἐπιλέκτων καὶ σχεδὸν πάντοτε, προσαρμοζόμεναι ἡ διαστρεφόμεναι, καταντοῦν ἰδεολογίαι. Τὰ παραδείγματα εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλὰ σχεδὸν ὅλα. Ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία κατεσκευάσθη ἐκ διαφόρων καὶ μεταξὺ των ἀσχέτων δοξασιῶν ἀπὸ θρησκείας, ἀπὸ φιλοσοφίας, ἀπὸ ἐπιστήμας καὶ ἀπὸ μυθιστορήματα.
Πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιήθη ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἡ ρωμαϊκὴ φιλοσοφία, ὁ καθολικισμός, ὁ προτεσταντισμός, ὁ ἰουδαϊσμός, αἱ φυσικαὶ ἐπιστῆμαι, αἱ θεωρίαι τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ κ.λπ. μὲ τὸν ἰδεολογικὸν σκοπὸν τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν καὶ συμφερόντων τῆς ἰθυνούσης τάξεως, διὰ προσαρμογῶν, παραλείψεων, ἀποσιωπήσεων, παραπλανήσεων, διαστροφῶν ἤ, ἀντιθέτως, ἀποσπασματικῶν σφετερισμῶν τῶν ἰδεῶν αὐτονόμων καὶ ἀταξικῶν διανοουμένων.
Ἐνῷ οἱ ἀστοὶ ἐξέλεξαν ἐπιμελῶς ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Διαφωτισμοῦ πᾶν ὅ,τι συνέφερεν εἰς τὴν ἰδεολογίαν των, ἐλησμόνησαν ὅμως λ.χ. τὴν βασικὴν θεωρίαν τοῦ J.J.Rousseau περὶ τῆς volonte generale, εὐθέως στρεφομένην κατὰ τῆς volonte te tous, δηλαδὴ κατὰ τοῦ ἀστικοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς ἀμέσου δημοκρατίας καὶ οὐδέποτε ἔλαβον γνῶσιν τῶν ἀκολούθων χωρίων τοῦ Contrat Social: «Ὑπό τὴν αὐστηράν ἔννοιαν τῆς λέξεως οὐδέποτε ὑπῆρξε καὶ οὐδέποτε θὰ ὑπάρξη πραγματικὴ δημοκρατία. Ἡ διακυβέρνησις τῆς μειοψηφίας ὑπό τῆς πλειοψηφίας ἀντίκειται πρὸς τὴν φυσικὴν τάξιν». «Εἰς τὰς κρατικάς ὑποθέσεις οὐδὲν εἶναι ἐπικινδυνωδέστερον τῆς ἐπιρροῆς τῶν ἰδιωτικῶν συμφερόντων» (Αὐτόθι).
«Ἡ λαϊκὴ κυριαρχία δὲν ἐκφράζεται δι’ ἐκπροσωπήσεως, ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, καθ’ ὅν αὔτη δὲν εἶναι μεταβιβάσιμος. Οἱ βουλευταὶ οὔτε εἶναι οὔτε δύνανται νὰ εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς καθ’ ἥν ὁ λαὸς ἐκλέγει ἀντιπροσώπους, παύει νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἤσκουν αὐτοπροσώπως τὴν λαϊκὴν κυριαρχίαν, εἶναι δυνατὸν νὰ κτηθῆ ἡ ἐλευθερία τῇ ἀρωγῇ τῆς δουλείας;». Τὸ πλῆθος τοιούτων παραδειγμάτων θὰ ἠδύνατο ἴσως ν’ ἀπαρτίση μίαν πολύτομον «Ἱστορίαν τῶν Ἰδεολογιῶν».
2. Τὸ πρόβλημα τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν δὲν εἶναι νέον, οὔτε ἀφορᾶ μόνον τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν.
Ἡ ἀδιάλειπτος παρουσία τῶν διανοουμένων καὶ τῶν δημαγωγῶν εἰς ὅλους τούς λαοὺς καὶ εἰς ὅλους τούς αἰῶνας μαρτυρεῖ τὸν μακροχρόνιον βίον των καὶ τὴν ἀπαραίτητον κοινωνικὴν λειτουργίαν των, ἀπὸ τῶν πρώτων μάγων, θαυματοποιῶν, νομομαθῶν, ἰατρῶν καὶ ἱερέων τῶν πρωτογόνων κοινωνιῶν μέχρι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐπιστήμης, τῆς βιομηχανίας, τῶν τηλεπικοινωνιῶν καὶ τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας. Διότι ὁ ρόλος των ἑδράζεται ἀθεραπεύτως ἐπὶ τῶν φυσικῶν νόμων καὶ τῆς συνεχίσεως αὐτῶν -κατ’ ἄμεσον ἤ ἔμμεσον τρόπον- εἰς τὰς ἀνθρωπίνους κοινωνίας.
Ἡ θεωρία ὅμως περὶ τῆς ἰδεολογίας, ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω ἔννοιαν, ἐμφανίζεται εἰς τὴν νεωτέραν ἐποχὴν τὸ πρῶτον ὑπό του προδρόμου τοῦ Διαφωτισμοῦ Francis Bacon τῷ 1605. Ἐπιδιώκων οὗτος νὰ διαλύσῃ τὰς μεσαιωνικάς δεισιδαιμονίας καὶ πιστεύων εἰς τὸν ἀνθρώπινον ὀρθολογισμόν, ἐδίδασκεν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη πρόοδος δύναται νὰ ἐπιτευχθῆ διὰ τῆς καλῆς χρήσεως τοῦ ὀρθολογισμοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ κατηργοῦντο καὶ αἱ προκαταλήψεις. Τὰ σφάλματα πού προέρχονται ἀπὸ ἐσφαλμένας ἐξωτερικάς πηγάς δὲν ἔχουν, διὰ τὸν Bacon, μεγάλη σημασίαν. Μεγάλην σημασίαν ἔχουν, ἀντιθέτως, αἱ πηγαὶ πού ἑδρεύουν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀνήκει καὶ ἡ διάνοια, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ Bacon δὲν ἐθεώρει ὡς ἀδιάβλητον ὄργανον. Διότι οἱ ἐσφαλμέναι πηγαί, ὅταν προέρχονται ἐκ τῆς διανοίας, δυσκόλως ἐξουδετεροῦνται καὶ ἡ γνῶσις δὲν δύναται νὰ καθαρθῆ διὰ τῆς κριτικῆς καὶ νὰ φθάση εἰς τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Συνειδητοποιοῦντες ὅμως τὸν κίνδυνον τοῦτον, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπειλεῖται ἡ σκέψις μας, τὸν ἐξουδετεροῦμεν καὶ τὸν καθιστῶμεν ἀκίνδυνον, ἀφοῦ , τέλος, προσθέσωμεν καὶ τὴν κριτικήν μας ἐπὶ τῶν συμπερασμάτων μας. Σοβαρὰ παραπλανητικὰ ἐμπόδια διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς ἀληθείας, μέσῳ τῆς τοιαύτης νοητικῆς ἐπεξεργασίας, ἀναφέρει ὁ Bacon τέσσαρα:
1. Τὰ «εἴδωλα τοῦ (ἀνθρωπίνου) εἴδους» ( idola tribus). Ταῦτα δημιουργοῦνται ὑπὸ τῶν αἰσθήσεών μας καὶ τῆς διανοίας μας. Ἡ διάνοια ὅμως εἶναι παραμορφωτικὸς καθρέπτης. 2. Τὰ «εἴδωλα τοῦ σπηλαίου» ( idola specus), τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὰ προσωπικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ συμφέροντα ἑκάστου ἀτόμου, ὅπως τὰ βλέπει ἀπὸ τοῦ οἴκου του. Ὁ οἶκος του ὅμως ὁμοιάζει μὲ σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον δυσκόλως εἰσδύει τὸ φῶς. 3. Τὰ «εἴδωλα τῆς ἐπικοινωνίας» ( idola fori), (ἀγορᾶς) ἡ ὁποία βασίζεται ἐπὶ τῆς ἀνταλλαγῆς σκέψεων. Τὰ εἴδωλα ταῦτα εἶναι αἱ διαταραχαὶ τῆς καθαρᾶς γνώσεως. Καὶ τέλος 4. Τὰ «εἴδωλα τῆς πλατείας» ( idola theatric ) τὰ ὁποῖα ἐκπροσωποῦν τὰς ἰδέας πού βασίζονται εἰς παραδόσεις, εἰς αὐθεντίας καὶ εἰς ἐσφαλμένας θεωρίας τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου.
Οὕτως ὁ Bacon —παρατηρεῖ ὁ Geiger— προβάλλει εἰς ἕκαστον ἂνθρωπον ἕνα «ἐξομολογητικὸν καθρέπτην», διὰ νὰ ἐλέγχη τὴν συνείδησίν του ὡς πρὸς τὴν εἰλικρίνειαν της μέσῳ τῶν τεσσάρων αὐτῶν εἰδώλων, μὲ τὴν προϋπόθεσιν τῆς παρεκκλίσεως τῆς ἰδεολογίας ἀπὸ τῆς ἀληθείας. Μετὰ 166 ἔτη ὁ John Miller διετύπωσε τῷ 1771 τὴν «θεωρίαν τοῦ περιβάλλοντος», κατὰ τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον ἡ νοοτροπία, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη ψυχικὴ ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν περιβάλλον, δηλαδὴ κυρίως: ἀπὸ τὴν γονιμότητα ἤ τὸ ἄγονον τοῦ ἐδάφους· ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν προϊόντων του· ἀπὸ τὴν μορφὴν τῆς ἀναγκαίας ἐργασίας· ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐν κοινωνίᾳ βιούντων ἀνθρώπων· ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξιν τῶν τεχνικῶν ἱκανοτήτων· καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν. Εἰς τὰ στοιχεῖα ταῦτα ἀνταποκρίνονται αἱ συνήθειαι, αἱ τάσεις καὶ αἱ μορφαὶ τῆς σκέψεως.
Ἡ «θεωρία τοῦ περιβάλλοντος» ἐπηρέασεν ἀργότερον τὴν ἀνθρωπογεωγραφίαν τοῦ Friedrich Ratzel κ.ἄ. καί, μετὰ 80 ἔτη -μέσῳ τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοὺ- τὴν θεωρίαν τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ τοῦ Marx, καθ’ ἥν ἡ ἀνθρώπινη σκὲψις ἀποτελεῖ λειτουργίαν καὶ ἀντανάκλασιν τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως.
Ἀπὸ τῶν πρώτων, συνεπῶς, προσπαθειῶν πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ προβλήματος «Ἰδεολογία καὶ ἀλήθεια» προκὺπτει: α) διαχωρισμὸς μεταξὺ τῶν δύο τούτων ἐννοιῶν· β) ὁμοφωνία ὅτι πρόκειται περὶ δύο ἀνταγωνιζομένων παραγόντων· γ) δυσχέρεια περὶ τὴν ἐπικράτησιν τῆς ἀληθείας ἐπὶ τῆς ἰδεολογίας· δ) μόνιμος κίνδυνος ἐπικρατήσεως τῆς ἰδεολογίας ἐπὶ τῆς ἀληθείας.
3. Ἡ ἀπόστασις ὅμως τῆς ἰδεολογίας ἀπὸ τῆς ἀληθείας φθάνει εἰς τὰ ἀκρότατα ὅρια εἰς τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Τὸ πρῶτον μέρος τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας εἶναι ἡ ἀρνητικὴ ἀστικὴ κριτικὴ ἐπὶ τῆς φεουδαρχίας καὶ τῆς ἀπολυταρχίας. Τὸ δεύτερον μέρος εἶναι ἡ θετικὴ ἐμφάνισις τῶν ἀστικῶν ἀρχῶν τῆς νέας κοινωνίας. Τὸ τρίτον, τέλος, εἶναι ἡ δικαιολόγησις καὶ ἡ ἀπολογία τῶν ἀστικῶν ἀρετῶν μετὰ τὴν πραγματοποίησιν τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος καὶ τὴν ἀμφισβητησὶν του ἐκ μέρους τῆς «τετάρτης τάξεως». Τὰ τρία ταῦτα μέρη ἀποτελοῦν τὴν ἀστικὴν ἰδεολογίαν, δηλαδὴ τὴν συγκάλυψιν τόσον τῶν (ἀστικῶν) ψευδῶν, ὅσον καὶ τῶν ἀληθῶν προθέσεων καὶ ἐπιδιώξεων τῆς ἀστικῆς τάξεως διὰ τοῦ πασιδήλως παραλὸγου καὶ ἀφελοῦς δόγματος: « ὅλα τὰ ἐλαττώματα ἀνήκουν εἰς τὸ πρώην καθεστὼς· ὅλα τὰ προτερήματα ἀνήκουν εἰς τὴν ἀστικὴν τάξιν» [2].
Ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία τοῦ Διαφωτισμοῦ σημαίνει ὀπισθοδρόμησιν καὶ ἔναντι ταῦ Bacon καὶ τοῦ Miller, ἀλλὰ καὶ τοῦ Rousseau καὶ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους. Οἱ ἀστοὶ καὶ πάλιν «ἐλησμόνησαν» τὰ ἀκόλουθα χωρία: «Ἠ πολυτέλεια εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ πλούτου, ἤ κάμνει τὸν πλοῦτον ἀναγκαῖον. Διαφθείρει τὸν πλούσιον καὶ ταυτοχρόνως τὸν πτωχὸν· τὸν πρῶτον διὰ τοῦ πλούτου, τὸν δεύτερον διὰ τῆς πλεονεξίας». «Ἀκριβῶς ἡ δραστηριότης εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας, ἀκριβῶς ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἐπιδίωξις τοῦ κέρδους, ἀκριβῶς ἡ χλιδὴ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀνέσεως ἀντικαθιστοῦν τὰς προσωπικάς ὑπηρεσίας διὰ τοῦ χρήματος. Ἂν πληρώνετε τὰ πάντα μὲ χρῆμα, πολὺ συντόμως θὰ εἶσθε σιδηροδέσμιοι. Ἡ λέξις «τὰ οἰκονομικὰ» εἶναι μία λέξις δούλων. Εἰς ἕνα πραγματικὸν κράτος οἱ πολῖται ἐκτελοῦν τὰ πάντα διὰ τῶν χειρῶν των καὶ ὄχι διὰ τοῦ χρήματος». «Σεῖς ὅμως, λαοὶ τῆς νεωτέρας ἐποχῆς (1762) δὲν ἔχετε δούλους ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι. Ἐξαγοράζετε τὴν ἐλευθερίαν των μὲ τὴν θυσίαν τῆς ἰδικῆς σας. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐπαινῆτε τὸ προτέρημα τοῦτο, εὑρίσκω εἰς αὐτὸ περισσότερον δειλίαν παρὰ ἀνθρωπισμὸν» [3]. «Μὴ ἀνέχεσθε οὔτε ζαπλούτους ἀνθρώπους, οὔτε ἐπαίτας. Ἐκ τῶν πρώτων προέρχονται οἱ ὑπηρέται τῶν τυράννων, ἐκ τῶν δευτέρων οἱ τύραννοι».
Ὁ Πλάτων περιγράφει ἀντικειμενικῶς καὶ ὄχι ἰδεολογικῶς τὴν μετάβασιν ἀπὸ τῆς ἀριστοκρατίας (πολιτείας τῶν ἀρίστων) εἰς τὴν τιμοκρατίαν (ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ φιλόδοξοι, πού ἐπιδιώκουν τὴν κοινωνικὴν ἐπικράτησιν καὶ τὰς τιμάς)· ἀπὸ τῆς τιμοκρατίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, (ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ πλοῦτος)· ἀπὸ τῆς ὀλιγαρχίας εἰς τὴν δημοκρατίαν· ἀπὸ τῆς δημοκρατίας εἰς τὴν τυραννίαν. Οὐδεὶς ὅμως ἐκ τῶν ἀστῶν ἰδεολόγων ἔλαβεν ὑπὸ σημείωσιν δύο βασικάς διαφοράς τῆς ἀρχαίας Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τῆς συγχρόνου ἀστικῆς δημοκρατίας, ὅταν οἱ Γάλλοι ἀστοὶ ἀνηγόρευσαν ἑαυτοὺς εἰς ἀπογόνους τοῦ Περικλέους [4]: ὅτι ἡ Ἀθηναϊκὴ δημοκρατία δὲν εἶχε καθιερώσει τὴν ἴσην ψῆφον καὶ τὴν γενικὴν ψηφοφορίαν καὶ ὅτι ἦτο ἄμεσος καὶ ὄχι ἀντιπροσωπευτικὴ δημοκρατία. Ἐνῷ ἀκριβῶς εἰς τὰς ἀντιθέτους ἀρχὰς τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας —εἰς τὴν ἴσην ψῆφον καὶ εἰς τὸν κοινοβουλευτισμόν— ὀφείλονται τὰ κυριώτερα προβλήματά της.
Τὴν αὐτὴν «συγκάλυψιν» ἐπεχείρησαν οἱ ἀστοὶ ἰδεολόγοι καὶ εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ Ἀριστοτέλους. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, ὡς γνωστόν, ἡ μοναρχία ἐκφυλίζεται εἰς τυραννίαν· ἡ ἀριστοκρατία ἐκφυλίζεται εἰς ὀλιγαρχίαν· καὶ ἡ δημοκρατία εἰς δημαγωγίαν (ὀχλοκρατίαν). «Πολλοὶ θεσμοὶ φαινομενικῶς δημοκρατικοὶ —παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης— εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνοι, πού καταστρέφουν τὴν δημοκρατίαν. Πολλοὶ θεσμοί, φαινομενικῶς ὀλιγαρχικοί, καταστρέφουν τὴν ὀλιγαρχίαν. Ὅταν τὸ ἓν ἢ τὸ ἄλλο τῶν δύο αὐτῶν πολιτευμάτων κάμνη κατάχρησιν τῶν ἀρχῶν του, τότε θὰ προκύψουν κακαὶ κυβερνήσεις, αἱ ὁποῖαι τελικῶς δὲν θὰ εἶναι καν κυβερνήσεις».
«Ἡ πενία ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἱκανότητα τῆς διακυβερνήσεως καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ὑπακούουν ὡς δοῦλοι. Ἡ ἄκρα εὐημερία παρεμποδίζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ὑπάκουη εἰς οἱανδήποτε αὐθεντίαν καὶ τὸν διδάσκει νὰ κυβερνᾶ μὲ ὅλον τὸν δεσποτισμὸν ἑνὸς κυριάρχου. Εἰς τὸν δοῦλον παρατηρεῖται φθόνος, εἰς τὸν κυρίαρχον ματαιοδοξία». Ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα τῶν ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων κηρυσσομένων ἀληθειῶν ἔπραξαν οἱ ἀστοὶ ὑπὸ τὴν ἰδεολογίαν τοῦ οἰκονομικοῦ «φιλελευθερισμοῦ» ἀπὸ τοῦ 19ου αἰῶνος [5].
4. Δύο μορφαὶ ὑπὸ τὰς ὁποίας ἐμφανίζονται αἱ ἰδεολογίαι εἶναι ἡ ἀπάτη καὶ ἡ αὐταπάτη.
Ἡ πρώτη ἐκ τούτων συνίσταται εἰς τὴν συνειδητὴν συγκάλυψιν συμφερόντων ἔναντι τρίτων κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ Mannheim [6]. Ἡ δευτέρα ὅμως —ἡ αὐταπάτη— εἶναι μἡ συνειδητὴ ἀπάτη ἔναντι τοῦ ἰδίου ὑποκειμένου. Εἰς τὸ σημεΐον αὐτὸ προέκυψε διαφορὰ μεταξύ τοῦ Mannheim καὶ τοῦ Geiger. Κατὰ τὸν πρῶτον τὸ συγκεκαλυμένον ψεῦδος (ἀπάτη) ἀνήκει εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς ἰδεολογίας, ἀναγόμενης εἰς τὴν μερικὴν ἰδεολογίαν, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀφορῶσαν τὰ στενώτερα συμφέροντα τῶν ταξικῶν ἀνθρώπων (ἀστῶν κ.α.), ἐν διακρίσει πρὸς τὴν γενικὴν ἰδεολογίαν, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τὰς γενικωτέρας ἀρχὰς αὐτῶν περὶ τῆς κοινωνίας (κοινωνικὰ συστήματα). Κατὰ τὸν δεύτερον ἡ ἀπάτη δὲν συγκαταλέγεται εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀπατώντων (οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὴν ἀπάτην), ἀλλὰ εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀπατωμένων, τελούντων ἐν καλῇ πίστει.
Δὲν συζητεῖται ὅμως οὔτε παρὰ τοῦ πρώτου οὔτε παρὰ τοῦ δευτέρου ἡ περίπτωσις τῆς ὑποσυνειδήτου μετατροπῆς της πρὸς ἄλλους ἀπευθυνόμενης ἀπάτης εἰς αὐταπάτην, διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ψυχαναλυτικῆς «ὑπεραναπληρώσεως» ἂν ὁ ἀπατῶν θεωρήσῃ τὴν αὐταπάτην ὡς εὐχάριστον («ὑπεραναπλήρωσις») καίτοι γνωρίζει ὅτι πρόκειται περὶ αὐταπάτης. Δύο παραδείγματα: τοῦ ἀνθρώπου πού πιστεύει εἰς ὅλα τὰ εὐχάριστα, τὰ ὁποῖα τοῦ μεταδίδονται, ἀσχέτως ἂν τὰ θεωρῆ ψευδῆ καὶ δεύτερον τοῦ ἀνθρώπου πού καταντᾶ νὰ πιστεύη εἰς τὴν ἀλήθειαν τῶν ἰδίων του ψευδῶν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν καθημερινῶν τούτων «κρουσμάτων» καταλαμβάνει μέγαν ψυχολογικὸν καὶ κοινωνικὸν χῶρον, ἄνευ οὐδεμιᾶς ταξικῆς διακρίσεως.
Ἡ ἰδεολογία, ὡς ἀπάτη ἡ ὡς αὐταπάτη, σημαίνει ἀπόκλισιν ἀπὸ τῆς πραγματικότητος, διαστροφὴν τῆς πραγματικότητος. Ποία ὅμως ἡ ἔννοια τῆς «πραγματικότητος»; Τὴν «πραγματικότητα» ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος α) Διὰ τῶν αἰσθήσεων· β) διὰ τῆς διανοίας· γ) διὰ τῆς φαντασίας. Ἐκ τῶν τριῶν παραγόντων πρὸς διάγνωσιν τῆς «πραγματικότητος» εἷς καὶ μόνος εἶναι ὀρθολογικός: ἡ διάνοια. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ παράγοντες ὑπόκεινται εἰς σφάλματα καὶ οἱ τρεῖς στεροῦνται βεβαίων καὶ σταθερῶν κριτηρίων.
Αἱ αἰσθήσεις ὑπόκεινται εἰς παραισθήσεις (illusions) καὶ — ἐπὶ νοσηρῶν περιπτώσεων— εἰς ψευδαισθήσεις (hallucinations). Ἡ φαντασία εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ πάσης ἐμπειρικῆς πραγματικότητος καὶ ἀπὸ πάσης τυπικῆς λογικῆς καὶ —ἐπὶ νοσηρῶν περιπτώσεων— ἐκφυλίζεται εἰς φαντασίωσιν. Εἰς τὴν δημιουργικὴν ὅμως φαντασίαν ὀφείλεται ἡ πραγματικὸτης τῶν ποιητικῶν, μουσικῶν, καλλιτεχνικῶν, λογοτεχνικῶν καὶ τῶν πρωτοτύπων ἐπιστημονικῶν ἔργων, δηλαδὴ τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἐπὶ τοῦ πνευματικοῦ ἤ τοῦ ἐμπειρικοῦ κοινωνικοῦ πεδίου ἡ νοσηρὰ φαντασία δύναται νὰ ὁδηγήσῃ καὶ εἰς κοινωνικάς καὶ πολιτικάς καταστροφάς, διὸτι ἡ πτωχὴ φαντασία τοῦ «μέσου ἀνθρώπου» ἀποτελεῖ, ἀντιθέτως, παράγοντα ἀνεπαρκείας τῆς λογικῆς του καὶ τὸν καθιστᾶ εὐάλωτον εἰς ἰσοπεδωτικάς ἰδεολογίας. Ἡ ἀχαλίνωτος φαντασία εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχήν πεδίον καλλιέργειας οὐτοπιῶν.
Τέλος ἡ διάνοια ἤ, ἀκριβέστερον, ὁ νοῦς, εἶναι μὲν ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν κανόνων τῆς λογικῆς ἡ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ἀλλ’ ἡ μὲν κυριαρχία του ἐπί τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς φαντασίας εἶναι περιωρισμένη καί, τὸ συχνότερον, ἀνύπαρκτος, ἡ δὲ καθαρῶς λογική του λειτουργία ὑπόκειται, κατὰ τὴν ἐφαρμογήν της, καὶ εἰς καθαρῶς λογικὰ σφάλματα καὶ εἰς ἀλόγους ἀξιολογικάς κρίσεις καὶ εἰς σφάλματα διαγνώσεως καὶ ἐπεξεργασίας τοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ [7]. Ἐπὶ πλέον καὶ ἡ ἀντίστροφος ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς φαντασίας ἐπὶ τῆς διανοίας δύναται ν’ ἀποτελέση βάσιν ἰδεολογιῶν, διὰ τῆς σκόπιμου καὶ ὠργανωμένης ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀδυναμιῶν τούτων τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἐκ μέρους λ.χ. τῆς ἀστικῆς τάξεως.
Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας εἶναι διὰ τοὺς ἀστοὺς πράγματικότης, διότι οἱ ἀστοὶ γνωρίζουν ὅτι ὁ ὀρθολογισμὸς δὲν κυβερνᾶ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἀντιθέτως, τὰ ὑλικὰ συμφέροντα ἐφαρμόζουν τὸν ὀρθολογισμόν, ἀσχέτως ἂν τοῦτο ἰσχύει γενικῶς ἤ μόνον διὰ τοὺς ἀστούς. (Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν αὐταπατῶνται).
5. Ἄλλη ὅμως ἦτο ἡ θεωρία τῶν διανοουμένων τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡ ὁποία, κατόπιν τῆς ἀποκλίσεως τῶν ἀστῶν ἀπ’ αὐτῆς ἀπέβη διὰ τοὺς ἀστοὺς μὲν καθαρὰ μεταφυσική[8], διὰ τοὺς ἀπατωμένους δὲ ἐκ μίρους τῶν ἀστῶν, ἰδεολογία.
Μὲ ἄλλους λόγους οἱ ἀνελθόντες ἀστοί, οἱ ὁποῖοι ἐπιστευον τὴν θεωρίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, ὡς ἴδικην τῶν ἰδεολογίαν, παρητηθησαν ταύτης μόλις εὑρέθησαν εἰς τὴν Ἀρχήν, διότι αὐτὴ ἀπέβη οὐτοπία ἔναντί της νέας πραγματικότητος, δηλαδὴ ἔναντί της ἀστικῆς κυριαρχίας. Τὴν αὐτὴν ὅμως πάλαιαν θεωρίαν διδάσκουν εἰς τοὺς ἄλλους -ὴ ἀστούς- ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς φαινόμενον ἐπαναλαμβάνεται καὶ μὲ τὴν σοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν:
Μέχρι τῆς ἀνόδου τῆς μπολσεβικικης ὀλιγαρχίας εἰς τὴν Ἀρχήν, οἱ μαρξισταὶ ἡγέται, παρὰ τὰς μικροδιαφοράς των -καὶ αὔτας ἐν ὄψει τῆς ἐξουσίας- ἠσπάζοντο τὴν μαρξιστικὴν ἰδεολογίαν. Μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς Ἀρχῆς ὑπό τῆς μπολσεβικικῆς ὀλιγαρχίας ἐδημιουργήθη νέα ταξικὴ κοινωνία ὑπὸ τοὺς νέους κυριάρχους, οἱ ὁποῖοι, βεβαίως, δὲν ἔχουν οὐδεμίαν σχέσιν μὲ τὴν μαρξικὴν θεωρίαν ἤ μὲ τὸν «κομμουνισμὸν» ὁ ὁποῖος, εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν καὶ εἰς τὰς ἐν Εὐρώπῃ ἀποικίας της, εἶναι ἁπλῶς κρατικὸς καπιταλισμός. Τὴν αὐτὴν ὅμως παλαιάν μαρξικὴν θεωρίαν διδάσκουν οἱ πολιτικοὶ καὶ οἰκονομικοὶ μεγιστάνες τῆς νέας τάξεως εἰς τοὺς ἐργάτας καὶ ἀγρότας τῆς Αὐτοκρατορίας των καὶ τῶν ἄλλων χωρῶν ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Τρίτον παράδειγμα: οἱ σημερινοὶ μεγιστάνες τῶν καπιταλιστικῶν μονοπωλίων διήνυσαν καὶ αὐτοὶ τὴν θητείαν των εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἀστῶν καὶ τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας. Προαχθέντες εἰς μονοπωλιστάς τῆς οἰκονομικῆς των δυνάμεως ἀπέβησαν οἱ ἀσπονδότεροι ἐχθροὶ τῶν ἀστῶν. Παρητήθησαν ἑπομένως καὶ αὐτοὶ τῆς θεωρίας τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ οἰκονομικοῦ φιλελευθερισμοῦ , διότι αὖται ἀπέβησαν οὐτοπίαι ἔναντι τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ. «Συμμερίζονται», ὅμως, καὶ «συνιστοῦν» τὰς αὐτάς παλαιάς θεωρίας εἰς τοὺς ἀστοὺς ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Καὶ τέταρτον παράδειγμα: Οἱ σημερινοὶ μεγιστάνες τῶν κατωχυρωμένων ἐργατικῶν συνδικάτων ἐφοίτησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ ἐργοστάσιον καὶ εἰς τὴν σοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν. Προαχθέντες εἰς συνδικαλιστικοὺς ἠγέτας κατέστησαν συνεταῖροι τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ καὶ διῶκται τῶν ἐλευθέρων ἐπιχειρηματιῶν καὶ τῶν ἐλευθέρων ἐργατῶν. Βεβαίως οἱ συνδικαλιστικοὶ ἠγέται, πλούσιοι οἱ ἴδιοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλοῦν περὶ «σοσιαλισμοῦ» πρὸς τοὺς ἐργάτας. Ὁμιλοῦν, λοιπόν, περὶ «συνδικαλισμοῦ», ὄρου ἀποκρυφικοῦ, σημαίνοντος «σοσιαλισμὸν διὰ τοὺς ἐργάτας καὶ καπιταλισμὸν διὰ τοὺς ἠγέτας»: ἰδεολογία διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Αἱ θεωρίαι τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐκτὸς τῶν ὡς ἄνω περιπετειῶν τῶν ἐντός τῆς ἐμπειρικῆς πραγματικότητος, θεωροῦνται σήμερον καὶ καθ’ ἑαυτὰς ἀφελεῖς. Πρῶτον διότι πιστεύουν ὅτι μέσῳ τῆς μεταφυσικῆς ἐννοίας τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» εἶναι δυνατὸν ν’ ἀνευρεθῆ ἡ «ἀλήθεια», ὅτι ὁ «Ὀρθὸς Λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου», ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν ν’ ἀπογυμνωθῆ τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας, τῶν προκαταλήψεων, τῶν συναισθημάτων και τῶν παθῶν τῆς παλαιᾶς ἤδη Ψυχολογίας και τέλος τῶν κοινωνικῶν ἐπιρροῶν -καὶ αὐτῶν κατ’ ἄτομον διαφοριζομὲνων- διὰ νὰ κρίνη «ὀρθολογικῶς» καὶ «ἀντικειμενικῶς» φαινόμενα εἰς τὰ ὁποία συμμετέχει ὑποκειμενικῶς ὀ ἴδιος. Αἱ θεωρίαι τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀποτελοῦν σήμερον τὴν παραδοξοτέραν παραίσθησιν τῆς κοινωνικῆς Ἱστορίας.
6. Τὰ βασικὰ ἤδη δόγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ (Ἐλευθερία – Ἀδελφότης – Ἰσότης) χρησιμεύσαντα ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἰδεολογία τῶν ἀστῶν ἐναντίον τῆς φεουδαρχίας, ἀπέβησαν δόγματα τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος ἐναντίον τῆς ἀστικῆς τάξεως ὅταν οἱ προλετάριοι ἐζήτησαν παρ’ αὐτῆς τὴν ἐξόφλησιν τῆς ἀστικῆς συναλλαγματικῆς.
Οὐδὲν ὅμως ἐκ τῶν τριῶν τούτων δογμάτων, διὰ τῶν ὁποίων οἱ ἀστοὶ ὡδήγησαν καὶ τοὺς προλεταρίους εἰς τὴν κοινωνικὴν ἐπανάστασιν, ἔχει τὴν ἐλαχίστην σχέσιν μὲ τὸν «Ὀρθὸν Λόγον», διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, οὔτε τῆς ἐμπειρίας.
Οὐδὲν ἐκ τῶν δογμάτων γενικῶς ἤ ἐκ τῶν τριῶν τούτων δογμάτων εἰδικώτερον εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποδειχθῆ ὑπό του «Ὀρθοῦ Λόγου», ὁ ὁποῖος, ἄλλως τε, οὐδέποτε προσεκόμισε, οὔτε δι’ ἑαυτόν, πιστοποιητικὸν λογικῆς «νομιμοποιήσεως»: Ὁ «Ὀρθὸς Λόγος» εἶναι «ὀρθός» διότι κηρύσσει τὴν ἐλευθερίαν, τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀδελφότητα· καὶ ἐλευθερία, ἰσότης, καὶ ἀδελφότης εἶναι «ὀρθαί» ἤ «λογικαὶ» ἐπειδὴ τὰς κηρύσσει ὁ Ὀρθὸς Λόγος. Ὁ συλλογιστικὸς οὗτος τρόπος, πού καλεῖται εἰς τὴν Λογικὴν ἁπλῶς «φαῦλος κύκλος» καὶ εἰς τὴν Ψυχολογίαν παραίσθησις (illusion) ἀπέβη ἐν τούτοις ἰδεολογικὴ πραγματικότης πλήρης κοινωνικῶν συνεπειῶν, ὄχι βεβαίως λόγῳ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου», ἀλλὰ λόγῳ τοῦ βαρέος ἀλόγου φορτίου τῆς ἀστικῆς καὶ τῆς προλεταριακῆς ψυχῆς ὑπὸ τῶν πλεγμάτων μειονεκτικότητος, τῶν προκαταλήψεων, τῶν «ζωτικῶν ψευδῶν», τοῦ φθόνου και τῆς ἐκδικήσεως.
Ὅ,τι ἀπέμεινε μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ εἰδώλου τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» -μετὰ τῶν ἀνυπολογίστων κοινωνικῶν του συνεπειῶν- εὗρεν ἀντίθετον τὴν ἐμπειρίαν. Διότι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία ἐπεκαλέσθη, πλὴν τῆς Μεταφυσικῆς (του «Ὀρθοῦ Λόγου»), καί τὴν Φύσιν, τῆς ὁποίας ὅμως ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ Φυσική, ἐπίσης προϊόν του Διαφωτισμοῦ. Τὸ ὡς ἄνω βαρὺ φορτίον τῆς μεταξιώσεως τῶν ἀξιῶν (Ressentiment[9]) καὶ τοῦ ἀρνητισμοῦ, (Negativismus), πού πράγματι ἐδυνάστευσε καὶ κατηύθυνε τὴν ἀστικὴν ψυχήν, ἐστράφη καὶ εἰς τὴν Φύσιν, ἀλλ’ ἀθελήτως καί εἰς τὴν ἐπιστήμην ἐκείνην, ἡ ὁποία, ὡς ἐμπειρικὴ ἐπιστήμη, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ψεύδεται: ἐπεκαλέσθη τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Ἂν ὅμως ἡ ἐμπειρικῶς ἀνεύθυνος φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ ἠδύνατο νὰ κηρύξη πᾶσαν ἰδέαν, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ἀντιθέτως ἡ Φύσις -καί, κατ’ ἀκολουθίαν, ἡ Φυσική- δὲν ἦτο δυνατὸν ν’ ἀρνηθῆ τὴν ἐμπειρικὴν πραγματικότητα, δηλαδὴ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Αὐτοί δὲ ἀκριβῶς οἱ φυσικοὶ νόμοι, ἰσχύοντες τόσον διὰ τὴν Φύσιν, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀπεκαλύφθησαν ὡς ἀντίπαλοι παντὸς μὲν λόγου, ἰδιαίτατα δὲ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου». Οἱ φυσικοὶ νόμοι ἀρνοῦνται, πράγματι, πᾶσαν ἐλευθερίαν, πᾶσαν ἀδελφότητα καὶ πᾶσαν ἰσότητα εἰς τὸν φυσικὸν κόσμον: ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀστοὶ ἀρνοῦνται ἐν τῇ πράξει τὰ τρία αὐτὰ ἰδικὰ των δόγματα -ἀσχέτως ἂν τὰ παρουσιάζουν ὡς ἰδεολογίαν εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον.
7. Ἡ τοιαύτη ἐξέλιξις ὡδήγησεν, ὡς ἦτο ἑπόμενον, εἰς τὴν ἄρνησιν τῆς παλαιᾶς λογοκρατίας (Rationalismus) καί εἰς τὴν στροφήν πρὸς τὴν ἀλογοκρατίαν (Irrationalismus), ἡ ὁποία ἐπίσης ἀθελήτως ἐχρησίμευσεν εἰς ἄλλας ἰδεολογίας ὑπὸ τὴν αὐτήν (συγκαλυπτικήν) ἔννοιαν, δι’ ἄλλων μεταποιήσεων καὶ διαστροφῶν.
Ἐπὶ τῶν ἥμερών μας αἱ φιλοσοφικαὶ καὶ κοινωνιολογικοὶ ἀλογοκρατικαὶ θεωρίαι ἀπὸ τοῦ Nietzsche καὶ τοῦ Bergson μέχρι του Jaspers καὶ τῆς Ψυχαναλύσεως (Freud) καὶ τῆς Ἀτομικῆς (Adler) καί τῆς Ἀναλυτικῆς (Jung) Ψυχολογίας καὶ ἀπὸ τοῦ Gumplowicz μέχρι τοῦ Pareto καὶ τοῦ Sorel, ἀνέτρεψαν καθ’ ὁλοκληρίαν τὰς παντὸς εἴδους ἰδεολογίας καὶ ἐπέτρεψαν τὴν προσγείωσιν εἰς τὴν «πραγματικὴν πραγματικότητα».
Χαρακτηριστικόν τῆς τελευταίας ταύτης κατηγορίας τῶν ἀντιορθολογικῶν (ἀλογοκρατικῶν) θεωριῶν εἶναι ἡ διάλυσις τῶν αἰσιοδόξων καὶ προοδευτικῶν θεωριῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ κατὰ τὰς ὁποίας ἡ γνῶσις καί ἡ λογικὴ εἶναι προσιτὴ εἰς πάντα ἄνθρωπον καὶ ὅτι, διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἡ ἀνθρωπότης θὰ φθάση εἰς τὴν «χρυσῆν ἐποχήν», οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν λογικὰ ὄντα καὶ θ’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν δουλείαν εἰς τὰ ἔνστικτα καὶ εἰς τὰ ὁρμέμφυτα. Ἀντιθέτως ἡ ἀλογοκρατία διδάσκει ὅτι οἱασδήποτε ἀνθρωπίνης σκέψεως ἤ πράξεως τὸ ἀρχικὸν κίνητρον καὶ ἡ ἀρχικὴ προϋπόθεσις εἶναι πάντοτε ἄλογος, ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐκ τῶν ὑστέρων, ἐκλογικευθῆ.
Τὰ ἔνστικτα καὶ τὰ ὁρμέμφυτα (ἡ βούλησις) παρωθοῦν τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ λόγος. «Ἡ Ἀλήθεια εἶναι εἶδος σφάλματος χωρὶς τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ ζήση» Nietzsche. «Αἱ ἐσφαλμέναι κρίσεις μας εἶναι εἰς ἠμᾶς αἱ πλέον ἀπαραίτητοι» (Nietzsche).Ὄλαι αἱ παραισθήσεις εἶναι ἀπαραίτητοι. Ὁ Sorel ἀποκλείει τὴν δυνατότητα διὰ τὰς μάζας νὰ κατανοήσουν τὴν ἀντικειμενικὴν ἀλήθειαν. Αἱ μάζαι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τοὺς μύθους, οἱ ὁποῖοι πρέπει ν’ ἁπλοποιοῦν μονομερεῖς καὶ χονδροειδεῖς παραστάσεις.
Ἀκριβῶς διὰ τῆς μονομερείας των, διὰ τῶν διαστροφῶν καὶ διὰ τῶν ὑπερβολῶν ὡς πρὸς τὴν ἀντικειμενικὴν κατάστασιν, ὁ μῦθος λαμβάνει ἀδιστάκτως τὴν ὤθησιν πρὸς κοινωνικὴν δραστηριότητα. Αἱ θεωρίαι πού κινοῦν τὴν μᾶζαν δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐπιστημονικαὶ ἀλλὰ μία μῖξις πραγματολογικῆς γνώσεως καὶ μύθου. Ὅ,τι καθιστᾶ προσιτὴν τὴν θεωρίαν εἰς τὴν μᾶζαν δὲν εἶναι τὸ ἐπιστημονικόν, ἀλλὰ τὸ μυθολογικόν της περιεχόμενον. Ὅσον ὀλιγωτέρα ἀλήθεια καὶ ὅσον περισσότερος μῦθος, τόσον τὸ καλύτερον. Ἐκ τῆς «ψυχολογίας τοῦ βάθους» ὁ Freud καὶ ὁ Adler ἀποδίδουν τὰ κίνητρα τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ὑποσυνείδητον, ὁ δὲ Jung εἰς τοὺς ἀρχέτυπους.
Μεταξὺ τῶν κοινωνιολόγων τὴν πρωταρχικὴν σημασίαν ἀλόγων κινήτρων καὶ νοοτροπιῶν ἀποδίδουν ἰδίως ὁ Gumplowicz, ὁ Pareto καὶ ὁ Robert Michels. Εἰς τὴν περὶφημον φράσιν του: «κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως δρᾶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων σκέπτεται ἀνθρωπίνως» ὁ Gumplowicz χαρακτηρίζει τὴν ἀπόλυτον ἐξάρτησιν τῆς κοινωνικῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς φυσικῆς ἀνισότητος, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἑδράζονται καὶ αἱ κοινωνικαὶ τάξεις. Δὲν εἶναι συνεπῶς δυνατὸν νὰ καταργηθῆ ἡ κοινωνικὴ ἀνισότητος, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταργηθῆ ἡ φυσικὴ ἀνισότης.
Πᾶσα ἀταξικὴ κοινωνία, καὶ ἂν ἀκόμη, πρὸς στιγμήν, ὑπῆρχε, θὰ ἐξειλίσσετο, διὰ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ, ἀναποτρέπτως εἰς ταξικὴν κοινωνίαν. («Μόνον εἰς τὴν ἀθλιότητα εἴμεθα ὅλοι ἴσοι»). Ὁ δὲ κοινωνικὸς διαφορισμὸς εἶναι ἐπίσης ἀπότοκος τοῦ φυσικοῦ διαφορισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὴν φυσικὴν καὶ κοινωνικὴν νομοτέλειαν. Εἰς τὴν θεωρίαν αὐτὴν δὲν δύναται βεβαίως νὰ ὑπάρξη περιθώριον ἰδεολογίας διὰ τὸν Gumplowicz, ἀντιθέτως πᾶσα ἄλλη θεωρία, μὴ δεχόμενη τὴν αἰτιοκρατικὴν ἀντιστοιχίαν «φυσικοὶ νόμοι—κοινωνικοι νόμοι» θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ παρὰ τοῦ Gumplowicz ὡς ἰδεολογία. ἐν τούτοις οἱ μαρξισταὶ θεωρητικοὶ ἐχαρακτήρισαν τὴν θεωρίαν τοῦ Gumplowicz ὡς ἰδεολογίαν τῶν ἑκάστοτε κυριάρχων, συγκαλύπτοντες ὅμως τὴν πλήρη ἐφαρμογήν της καὶ ἐπὶ τῶν κομμουνιστικῶν κρατῶν.
Ἐπί της ἀλογοκρατικης βάσεως στηρίζεται καὶ ἡ συστηματικὴ κοινωνιολογία τοῦ Pareto, διὰ τῆς διακρίσεως τῶν λογικῶν ἀπὸ τῶν ἀλόγων ἐνεργειῶν, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ δεὺτεραι εἶναι αἱ πλεῖσται. Αἱ λογικαὶ ἐνέργειαι (Actions logiques) διέπονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς αἰτιότητος, ἡ δὲ ἐνέργεια συμφωνεῖ πρὸς τὸ κίνητρον ἤ ἐλατήριον (Motiv). Αἱ πλεῖσται ὅμως ἐνέργειαι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλογοι (Actions non logiques) καὶ κινοῦνται ἀπὸ τὰς ἀψιθυμίας καὶ τὰς θυμικάς κινήσεις (Affects καὶ Emotions).
Αἱ ἄλογοι ἐνέργειαι ὀργανοῦνται ὅμως, ἐκ τῶν ὕστερων, εἰς λογικάς ἐννοίας καὶ λογικὰ σχήματα καὶ συστήματα πρὸς (συγκαλυπτικήν) δικαιολογίαν τῶν ἀλόγων ἀψιθυμιῶν καὶ θυμικῶν παρορμήσεων καὶ τῶν βουλητικῶν ἀποφάσεων. (Ἰδεολογίαι). Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ ἀνάλυσις ἀποκαλύπτει τὰς φαινομενικάς (ψευδεῖς) δικαιολογίας πού συγκαλύπτουν διὰ τοῦ λογικοῦ μανδύου τὰς ἀλόγους ἐνεργείας (Derivata). (Ἰδεολογίαι). Μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς «λογικῆς» καλύπτρας ἀναφαίνονται τὰ πραγματικὰ κίνητρα, τὰ ὁποῖα ἀπομένουν καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι, εἰς τὴν πραγματικότητα, αἱ ἀψιθυμίαι καὶ αἱ θυμικαὶ κινήσεις (Residus). (Κριτικὴ τῶν Ἰδεολογιῶν). Τὰ τελευταῖα ταῦτα (τὰ Residus) εἶναι, διὰ τὸν Pareto, εἰς τὴν ἀνθρωπὶνὴν φύσιν πάντοτε τὰ ἴδια καὶ μόνον αἱ ἰδεολογικαί συγκαλύψεις (Derivata) μεταβάλλονται ἀναλόγως τῶν κοινωνικῶν συστημάτων, τῶν κοινωνικῶν τάξεων καὶ τῶν διαφόρων ἐποχῶν.
Παραπλήσια πρὸς τὰς ἰδέας τοῦ Pareto εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ Robert Michels περὶ τοῦ «χαλυβδίνου νόμου τῶν ὀλιγαρχιῶν» εἰς τὰ δημοκρατικὰ πολιτικὰ κόμματα καὶ εἰς τὰς συνδικαλιστικάς ὀργανώσεις.
8. Τὸ κεντρικώτερον —καὶ τὸ ἀσθενέστερον— ὑπόδειγμα τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις ἀτομικῆς ἤ ταξικῆς μορφῆς. Οὐδεμίαν σχέσιν μὲ τὸν «Ὀρθὸν Λόγον» ἔχει ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις — κρίσις ἀτομικῶς ἤ ὁμαδικῶς ὑποκειμενική — καὶ ὅμως αἱ ὀρθολογικαὶ θεωρίαι, ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι βρίθουν ἀξιολογικῶν κρίσεων.
Αὐτὸς οὗτος ὁ πλέον ἀμερόληπτος τελευταῖος ἀπόγονός τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἱδρυτὴς τῆς Κοινωνιολογίας Auguste Comte δὲν κατώρθωσε ν’ ἀποφύγη τὴν ἀξιολογικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν θεωρίαν του περὶ τῶν «τριῶν σταδίων» τῆς κοινωνικῆς ἐξελίξεως, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἑκάστοτε προκῦπτον στάδιον «ἀντικαθιστᾶ» τὸ ἑκάστοτε προγενέστερον: 1) Τὸ πρῶτον «στάδιον» τῆς ἀνθρωπότητος ἦτοι τὸ «θεολογικόν», εἰς τὴν κριτικὴν τοῦ ὁποίου ὁ Comte χρησιμοποιεῖ τὰς ἀθεϊστικάς ἰδεολογίας, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἀστισμὸς ὑπερήσπιζεν ἐπὶ φεουδαρχίας τὰ ταξικά του συμφέροντα (καίτοι ὁ Comte, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του, ἐπανῆλθεν εἰς τὸν καθολικισμόν). Ἐνῷ ἡ θρησκεία οὐδέποτε καί ἔκτοτε ἐξηφανίσθη, ἀλλὰ μᾶλλον περιῆλθεν εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀστῶν.
2) Τὸ θεολογικόν τοῦτο στάδιον «ἀντικατεστάθη» ὑπό τοῦ δευτέρου «σταδίου»: τοῦ «μεταφυσικοῦ». Τοῦτο ἀπαλλάσσεται τῆς θεολογικῆς κηδεμονίας, δέχεται τὴν αἰτιοκρατίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὰς λογικάς κατηγορίας, διατυπώνει ἀφηρημένας κοινωνικᾶς ἀρχάς -τὰ θρησκευτικὰ δόγματα, τὴν νομιμότητα, τὴν τάξιν, τὴν πειθαρχίαν, τὴν ἱεραρχίαν, τὸν ἐθνισμόν, τὴν αὐθεντίαν, τὴν ἐλευθερίαν, κλπ- διὰ τῶν ὁποίων ὅμως προβάλλει τὰς ἰδέας εἰς τὴν πραγματικότητα (ἀντὶ νὰ προβάλη τὴν πραγματικότητα εἰς τὰς ἰδέας), διότι προϋποθέτει τὴν ἑνότητα τῶν νόμων τῆς σκέψεως καὶ τῶν νόμων τοῦ σύμπαντος.
3) Τὸν δογματισμὸν τῶν δύο τούτων σταδίων «ἀντικαθιστᾶ», τέλος, τὸ «θετικὸν» στάδιον, τὸ ὁποῖον ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν «ὥριμον ἐξέλιξιν τῶν κοινωνιῶν». Εἰς τὸ «τελευταῖον» τοῦτο στάδιον ὁ Comte ἀποκλείει τὴν δυνατότητα καὶ τὴν ἀξίωσιν τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίση τὰς πρώτας αἰτίας τῆς Δημιουργίας (θεολογικάς ἤ μεταφυσικάς) καὶ καθιερώνει τὴν ἐμπειρίαν ὡς ἀνωτέραν τῆς ὑπερβατικῆς σκέψεως. Ἡ γνῶσις κτᾶται μόνον μὲ τὴν βοήθειαν ἐμπειρικῶν προσπαθειῶν καὶ ὄχι διὰ τῆς ἐνοράσεως (intuition). Τὸ μόνον κριτήριον τῆς ἀληθείας δὲν ἔγκειται εἰς τὴν προσαρμογὴν πρὸς μίαν θεωρίαν ἀλλ’ εἰς τὴν συμφωνίαν μὲ τὰ γεγονότα [10]. Ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς ὀργανώσεως εἶναι ὄχι τὸ δόγμα, ἀλλὰ τὸ πείραμα.
Ἡ γενικὴ πρόοδος προάγει τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῶν τριῶν σταδίων. Καὶ ἐνῶ ὁ Comte ἀπορρίπτει τὸν «παραισθητικὸν χαρακτήρα τῶν λογικῶν καὶ διαλεκτικῶν συλλογισμῶν» καὶ παρατηρεῖ ὅτι «οὐδεὶς ποτὲ ἠδυνήθη ν’ ἀπόδειξη λογικῶς τὴν ἀνυπαρξίαν τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τῆς Ἀθηνᾶς» -δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι, παρὰ ταῦτα, ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένη τέκνον τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» τόσον εἰς τὴν ἀξιολογικὴν ἐξύψωσιν τῆς ἐμπειρίας ὑπεράνω της ὑπερβατικῆς σκέψεως, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀξιολογικὴν ἐπίσης ἰδέαν τῆς «προόδου» -αἵτινες ἀνήκουν, ἀμφότεραι, εἰς τὴν ἀστικὴν ἰδεολογίαν -καί, πρὸ παντός, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸν μεταφυσικὸν καὶ ἐσχατολογικὸν χαρακτήρα τοῦ σχήματος τῶν τριῶν σταδίων, (διὰ τοῦ ὁποίου κατατάσσεται καὶ ὁ ἴδιος εἰς τους μεταφυσικούς), τὰ ὁποῖα «στάδια» οὐδέποτε ὕπηρξαν ἐν χρονικῇ διαδοχῇ), ἀλλὰ πάντοτε ἐν παραλλήλῳ συμβιώσει.
Αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις δὲν διαφέρουν, κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς θεωρίας τοῦ Pareto, ἀπὸ τὰ ὡς ἄνω Residus, κατὰ τὸ ὅτι προέρχονται ἐπίσης ἐξ ἀψιθυμιῶν καὶ θυμικῶν παρορμήσεων («ἀρέσουν» ἤ δὲν «ἀρέσουν»). Διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχουν ἀναγκαίως καὶ ἐκ τῶν προτέρων συγκαλυπτικήν σκοπιμότητα καί, ἑπομένως, παρὰ τὴν ἐνδεχομένην λογικὴν των ὀργάνωσιν, δὲν ἀποτελοῦν ἰδεολογίαν. Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ἡ κρίσις εἶναι ἀποκλειστικῶς ὑποκειμενικὴ ὡς λ.χ. αἱ αἰσθητικαί κρίσεις ἐπὶ τῶν καλλιτεχνικῶν ἔργων, αἱ ἀτομικαὶ συναισθηματικαὶ κρίσεις, αἱ ἀποφάνσεις ἐπὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν ἡ ἐπὶ τῶν ὑποκειμενικῶν διαθέσεων ἤ προτιμήσεων ὡς πρὸς τὴν μόδαν, τὴν δίαιταν, τὴν ἐνδυμασίαν καὶ ὡς πρὸς ἄλλα παρόμοια ἀντικείμενα.
Ἄλλως ὅμως ἑρμηνεύονται καὶ ἄλλην σημασίαν ἔχουν αἱ αὐταί, ὡς ἄνω, κρίσεις, ὅταν λ.χ. δι’ αὐτῶν σκοπεῖται ἐμμέσως ἡ ὑποστήριξις ὡρισμένων ζωγράφων, ὡρισμένου οἴκου ραπτικῆς, ὡρισμένου ἀνθοπωλείου, ὡρισμένων φυσιολατρικῶν σωματείων, ὡρισμένων ἰατρῶν ἤ ἰνστιτούτων καλλονῆς, ὡρισμένων βιβλίων ἤ ἄλλων ἔργων, ὁπότε παύουν νὰ εἶναι ἀμερόληπτοι, γίνονται -διὰ τῆς σκοπιμότητος- μεροληπτικαὶ καὶ ἀνήκουν ἐμφανῶς εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἐνδιαφερομένων.
Εἶναι εὔκολον ἤδη νὰ φαντασθῆ τις ποίαν διαταραχὴν καὶ ποίαν σύγχυσιν ἐπιφέρουν αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις ἀμφοτέρων τῶν ὡς ἄνω κατηγοριῶν ἐπὶ τῶν σοβαρῶν ἥ καὶ κρισίμων θεμάτων τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀκόμη καὶ τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως, ἀπὸ τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου μέχρι τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ τοῦ φασισμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνθοπωλείου μέχρι τῆς λαιμητόμου: «Πολὺ ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Taine ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τῆς ἀδελφότητος καὶ τῆς ἐλευθερίας αἱ ὁποῖαι ἦσαν τότε λίαν δημοφιλεῖς, οἱ Ἰακωβῖνοι κατὼρθωσαν νὰ ἐνθρονίσουν ἕνα δεσποτισμὸν ἀντάξιον τῆς Δαχομέης, ἕνα δικαστήριον ὅμοιον μὲ τὴν ἱεράν ἐξέτασιν καὶ νὰ γίνουν αἴτιοι δι’ ἀνθρωπίνας ἑκατόμβας ὁμοίας μὲ ἐκείνας τοῦ Μεξικοῦ».
«Τὸ ἔμβλημα τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἀδελφότητος, δὲν χρησιμεύει ἤδη παρὰ διὰ νὰ καλύψῃ μὲ μίαν νόμιμον δικαιολογίαν τὰ αἰσθήματα πλεονεξίας, ζηλοφθονίας καὶ μίσους ἔναντι παντὸς ἀνωτέρου, τὰ ὁποῖα οὐδεμία πειθαρχία δύναται νὰ χαλιναγώγηση. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἡ Γαλλικὴ ἐπανάστασις κατέληξεν, ἐντὸς τόσον ὀλίγου χρόνου, εἰς τὴν ἀταξίαν, εἰς βιαιότητας καὶ εἰς τὴν ἀναρχίαν»
Ἀξιολογικὴ κρίσις εἶναι, κατὰ ταῦτα, ἡ ὡς ἀντικειμενικὴ ἐμφανιζόμενη ὑποκειμενικὴ σχέσις μεταξὺ ἑνὸς προσώπου καὶ ἑνὸς ἀντικειμένου ( ὑλικοῦ ἤ ἰδεατοῦ) ὑπὸ τὴν μορφὴν μίας ψευδοαντικειμενικῆς καὶ ψευδοθεωρητικῆς διατυπώσεως μὲ τὴν ἀξίωσιν ἀντικειμενικῆς ἰσχύος. Ὡς «ἀπὸδειξις» τῆς «ἀληθείας» καὶ τῆς «ὀρθότητος» μίας ἀξιολογικῆς κρίσεως χρησιμεύει — αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ περιορισμών— ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἐπικράτησίς της εἰς συλλογικὰ πρόσωπα καὶ πρὸ παντὸς εἰς τὴν μᾶζαν.
Ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις εἶναι δογματική. Στερεῖται λογικῶς παντὸς νοήματος ἐκ τοῦ ἁπλοῦ γεγονότος ὅτι ἡ «ἀξία» δὲν εἶναι ἀντικειμενικὸν γεγονὸς ἀλλ’ ὑποκειμενικὴ διάθεσις καὶ φήμη καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει οὐδεμίαν θέσιν εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἁπλῶς αὐθαίρετον ἀπὸφανσιν. Οὔτε εἶναι δυνατὸν ν’ ἀναλυθῆ καὶ νὰ ἐλεγχθῆ διὰ τῶν λογικῶν ἐπιστημονικῶν μεθόδων τῆς ἐπάγωγης καὶ τῆς ἀπαγωγῆς διότι δὲν προσκομίζει στοιχεῖα ἀντικειμενικὰ δυνάμενα νὰ ὑπαχθοῦν εἰς τὰς λογικάς κατηγορίας. Ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις ὡς ὑποκειμενικὴ κρίσις δὲν ἔχει ἀνάγκην οὐδεμιᾶς αἰτιολογίας, διότι εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἄλογος εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν καὶ ἰδεολογία εἰς τὴν δευτέραν. Θὰ ἠδὺνατο νὰ ἐκφρασθῆ μόνον μὲ μίαν ταυτολογίαν: «Ἡ ἀξία εἶναι ἀξία». Ἤ: «ἀποδίδω ἀξίαν εἰς ἕνα πρόσωπον ἤ εἰς μίαν ἴδεαν, διότι μοῦ ἀρέσει». Ὅπερ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ταυτολογικήν ἐξίσωσιν: «Ἐγώ εἶμαι ἐγώ».
9. Γεγονὸς ὅμως καὶ δὴ κοινωνικὸν γεγονὸς δύνανται ν’ ἀποβοῦν αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις διὰ τῶν φύσει ἀλόγων ἀψιθυμιῶν, θυμικῶν παρορμήσεων, παραισθήσεων καὶ αὐταπατῶν, ὅταν αὗται διαδοθοῦν καὶ ἐπικρατήσουν εἰς κοινωνικάς μάζας, ὁπότε συνιστοῦν κοινωνικὴν πραγματικότητα καὶ ὑπόκεινται εἰς τὴν ψυχολογίαν τῶν μαζῶν.
Διὰ τὴν κοινωνικῶς θεμελιώδη αὐτὴν κατηγορίαν τῆς μάζης, ἀνεξάντλητος εἶναι ὁ πρωτοτυπώτερος, γονιμώτερος καὶ πάντοτε σύγχρονος Gustave Le Bon, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν μορφωμένον «μέσον ἄνθρωπον»: «Δὲν πρέπει, ἐξ ἄλλου, νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ ἀπόδειξις τῆς ὀρθότητος μίας ἰδέας δύναται νὰ προκαλέση ἀποτελέσματα, ἀκόμη καὶ εἰς τὰ καλλιεργημένα πνεύματα. Τοῦτο δυνάμεθα ν’ ἀντιληφθῶμεν εὐκόλως ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ σαφεστέρα ἀπόδειξις ἐλαχίστην ἀσκεῖ ἐπίδρασιν εἰς τους περισσοτέρους ἀνθρώπους. Τὸ πασίδηλον δύναται ν’ ἀναγνωρισθῆ μόνον ἀπὸ τὸν μορφωμένον ἀκροατήν, ἀλλὰ καὶ οὗτος συντόμως θὰ ἐπανέλθη, διὰ τοῦ ὑποσυνείδητοῦ του, εἰς τὰς ἀρχικάς του ἀντιλήψεις. Ἂν τὸν ἐπανίδετε μετὰ πάροδον ὀλίγων ἡμερῶν, θὰ σᾶς παραθέσῃ τὰ παλαιά του ἐπιχειρήματα ἀκριβῶς μὲ τὰς αὐτά λέξεις. Πράγματι εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν προγενεστέρων ἰδεῶν του, πού μετετράπησαν εἰς συναισθήματα. Μόνον αὐτὰ ἐπιδροῦν εἰς τὰ βαθύτερα κίνητρα τῶν πράξεών μας καὶ τῶν λόγων μας» (Le Bon, Α 51).
«Ἡ κατωτέρα συλλογιστικὴ ἱκανότης τῶν μαζῶν, ὅπως καὶ ἡ ἀνωτέρα, βασίζεται εἰς συνειρμοὺς ἰδεῶν. Αἱ συνειρμικαὶ ὅμως ἰδέαι τῶν μαζῶν ἔχουν μεταξὺ των φαινομενικὸν μόνον σύνδεσμον ὁμοιότητος ἤ διαδοχῆς. Συνδέονται μεταξὺ των ὅπως αἱ ἰδέαι ἑνὸς ἐσκιμώου ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ὁ πάγος, σῶμα διαφανές, διαλύεται ἐντός τοῦ στόματος, συμπεραίνει ὅτι καὶ ἡ ὕαλος, σῶμα ὁμοίως διαφανές, διαλύεται ἐπίσης εἰς τὸ στόμα- ἤ ὅπως ὁ ἄγριος φαντάζεται ὅτι τρώγων τὴν καρδίαν ἑνὸς ἀνδρείου ἐχθροῦ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γενναιότητά του. Συνειρμὸς ἀνόμοιων πραγμάτων τὰ ὁποῖα διέπονται ὑπὸ γενικῶν μόνον σχέσεων καὶ ἄμεσος γενίκευσις τῶν ἰδιαιτέρων περιστατικῶν, αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ὁμαδικῆς ψυχολογίας» (53).
«Περιττὸν νὰ προστεθῆ ὅτι ἡ ἀδυναμία τῆς μάζης νὰ σκεφθῆ ὀρθῶς, τὴν στερεῖ παντὸς κριτικοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τῆς ἱκανότητος νὰ διακρίνη τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τῆς πλάνης καὶ νὰ διαμορφώνη ἀκριβῆ κρίσιν. Αἱ κρίσεις τὰς ὁποίας ἀποδέχεται ἡ μᾶζα εἶναι κρίσεις ἐπιβαλλόμεναι ἔξωθεν εἰς αὐτὴν καὶ οὐδέποτε κρίσεις σχηματισθεῖσαι διὰ τῆς λογικῆς διεργασίας καὶ συζητησεως[11] (54). «Herber Spencer ἀπέδειξεν ὅτι ἡ μὸρφωσις δὲν καθιστᾶ τὸν ἀνθρωπον οὔτε ἠθικώτερον οὔτε εὐτυχέστερον, καὶ ὅτι οὗτος δὲν μεταβάλλει τὰ κληρονομικά του ἔνστικτα καὶ τὰ πάθη του. Οἱ στατιστικοὶ ἐπεκύρωσαν τὰς ἀπόψεις ταύτας, διαπιστώσαντες ὅτι ἡ ἐγκληματικότης αὐξάνει μὲ τὴν γενίκευσιν τῆς μορφώσεως ἤ, τουλάχιστον, μίας ὡρισμένης μορφώσεως καὶ ὅτι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς κοινωνίας, οἱ ἀναρχικοί, στρατολογοῦνται συχνὰ μεταξὺ τῶν ἀριστούχων τῶν σχολῶν».
Ὁ Adolph Guiyot παρετηρησεν ὅτι ἔναντι χιλίων ἀγραμμάτων ἐγκληματιῶν ὑπάρχουν τρεῖς χιλιάδες ἐγγραμμάτων καὶ ὅτι ἐντὸς πεντήκοντα ἐτῶν ἡ ἀναλογία τῶν 217 ἐγκληματιῶν ἀνὰ 100.000 κατοίκων μετεβληθη εἰς 552, ὅπερ σημαίνει αὔξησιν 133% (75). «Ὁ μέγας παράγων ἐξελίξεως τῶν λαῶν οὐδέποτε ἦτο ἡ ἀλήθεια ἀλλὰ ἡ πλάνη. Καὶ ἂν σήμερον (τῷ 1895) αὐξάνεται ἡ δὺναμις τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὸ γεγονός, ὅτι οὗτος ἀποτελεῖ ἀκόμη τὴν μόνην ζῶσαν αὐταπάτην. Αἱ ἐπιστημονικαί ἀποδείξεις οὐδόλως παρεμποδίζουν τὴν προοδευτικήν του πορείαν» [12] (92).
«Αἱ μάζαι οὐδέποτε ἐδίψασαν δι’ ἀληθείας. Ἀποστρέφονται τὰ πασιφανῆ γεγονότα, πού τὰς δυσαρεστοῦν καὶ προτιμοῦν νὰ θεοποιοῦν τὴν πλάνην, ἂν αὕτη τὰς γοητεύει. Ἐκεῖνος ὅστις γνωρίζει νὰ προκαλῆ εἰς αὐτάς αὐταπάτας γίνεται εὐκόλως ὁ κύριός των καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ τὰς λυτρώση ἀπὸ τὰς αὐταπάτας εἶναι πάντοτε τὸ θῦμα των» (92). Οἱ νόμοι τῆς ὀρθολογιστικῆς λογικῆς οὐδεμίαν ἐπιρροὴν ἔχουν εἰς αὐτάς» (94).
«Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐλευθερίας, ἀλλ’ ἡ ἀνάγκη τῆς δουλείας πού κυριαρχεῖ εἰς τὴν ψυχὴν τῶν μαζῶν» (101). «Ὁ Ναπολέων Ι ἐλεγεν ὅτι μία καὶ μόνη σοβαρὰ μορφὴ ρητορικῆς ὑπάρχει: ἡ ἐπανάληψις. Ἡ ἁπλῆ διαβεβαίωσις καταλήγει, διὰ τῆς ἐπαναλήψεως, νὰ καθιερωθῆ εἰς τὰ πνεύματα ὡς ἂν ἦτο ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια. Οὕτως ἐξηγεῖται ἡ καταπληκτικὴ δύναμις τῆς διαφημίσεως» (105).
«Ὅσον περισσότερον λακωνικὴ καὶ ἀπηλλαγμένη ἐνδείξεων καὶ ἀποδείξεων εἶναι μία διαβεβαίωσις, τόσον μεγαλύτερον κῦρος διαθέτει» (104). Οἱ δημαγωγοὶ παραλαμβάνουν μίαν ἀνωτέραν ἰδέαν, τὴν παραμορφώνουν καὶ δημιουργοῦν μίαν αἱρεσιν, ἡ ὁποία προκαλεῖ νέαν παραμόρφωσιν καὶ αὕτη παραδίδεται ἀκόμη περισσότερον παραμορφωμένη εἰς τὰς μάζας [13]. Ὅταν αὕτη καταστῆ λαϊκὴ ἀλήθεια, ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀνέρχεται κατὰ τινα τρόπον, εἰς τὰ ὑψηλότερα στρώματα τῆς κοινωνίας» [14] (108).
Οἱ θεοί, οἱ ἥρωες καὶ τὰ δόγματα ἐπιβάλλονται χωρὶς νὰ γίνωνται ἀντικείμενα συζητήσεων. Καὶ σβύνουν ἀπὸ τῆς στιγμῆς, καθ’ ἥν ἀρχίζουν νὰ τὰ συζητοῦν» (111). Οἱ μόνοι πραγματικοὶ τύραννοι τῆς ἀνθρωπότητος ὑπῆρξαν πάντοτε αἱ σκιαὶ τῶν νεκρῶν ἤ αἱ αὐταπάται, τὰς ὁποίας ἐδημιούργησεν αὐτὴ αὕτη ἡ ἀνθρωπότης» (123). «Ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη προσπαθειῶν διὰ τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σοσιαλιστικοῦ ἰδανικοῦ, θ’ ἀποδειχθῆ ἡ κενότης τῶν ὑποσχέσεών του καὶ οὕτως ἡ νέα πίστις θὰ χάση διὰ μιᾶς κάθε γόητρον» (124).
10. Ὡς «πεποιθήσεις» νοοῦνται γνῶμαι πού σχηματίζονται κατόπιν αὐστηρᾶς ἐπιλογῆς τοῦ ἐμπειρικοῦ ὕλικου , βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἀντικειμενικῆς» ἀληθείας (« ἐμπειρικόν ἀντικείμενον»), καὶ διὰ τῆς ἐπὶ τοῦ ὑλικοῦ τούτου ἐφαρμογῆς τῶν νόμων τῆς λογικῆς («γνωστικὸν ἀντικείμενον»).
Τὸ πόρισμα τῆς τοιαύτης ἐρεύνης εἶναι ἐπιστημονικόν, ἀλλὰ δύναται νὰ παρασκευασθῆ μόνον εἰς ἐπιστημονικὰ ἐργαστήρια καὶ μόνον ὑπὸ τῶν ἐπιστημόνων μολονότι, εἰς τὴν περιοχὴν λ.χ. τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, ὁ ἐπιστήμων ὡς ἄνθρωπος, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι μεροληπτικός, διότι συναποτελεῖ καὶ ὁ ἴδιος τόσον τὸ «ἐμπειρικὸν ἀντικείμενον», ὅσον καὶ τὸ «γνωστικὸν ἀντικείμενον» [15]. Οὐδεμίαν ὅμως τοιαύτην ἐγγύησιν ἀληθείας καὶ λογικῆς ἀποτελεῖ ὁ «μέσος ἄνθρωπος» διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν ἰδίων του πεποιθήσεων: Διότι, πρῶτον, δὲν γνωρίζει, δὲν δύναται καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἐρευνήση τὸ ἐμπειρικὸν ὑλικόν.
Διότι, δεύτερον, δὲν γνωρίζει, δὲν δύναται καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἐφαρμόση τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς. Καὶ διότι — τρίτον — θεωρεῖ ὄχι μόνον ὡς περιττὴν ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπιζημίαν, διὰ τὰς ἀξιολογικάς του κρίσεις, τὴν προβολὴν τοῦ ἰδίου του προσώπου ὡς ἐμπειρικοῦ καὶ γνωστικοῦ ἀντικειμένου ἐνώπιον τοῦ φακοῦ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς λογικῆς. Ἐν συμπεράσματι ὁ «μέσος ἄνθρωπος» στρέφεται ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν ψυχολογικῶν κινδύνων, πού ἀπειλοῦν νὰ διαλύσουν τὸ «ζωτικόν του ψεῦδος», τὴν « Ἀγριόπαπιαν» τοῦ Ibsen. Εἶναι ὁ Monsieur Toutlemonde, ὁ Jedermann, ὁ Common Sens, ἡ « χρυσῆ μετριότης».
Εἰς ταῦτα πρέπει νὰ προστίθεται πάντοτε τὸ ἐνδεχόμενον σφαλμάτων καὶ εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἐμπειρικοῦ ὕλικου καὶ εἰς τὸν χειρισμὸν τῶν κανόνων τῆς λογικῆς καὶ ἡ διάδοσις τῆς ἐξειδικεύσεως, ἡ ὁποία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰς γενικάς ἀρχὰς τῆς σκέψεως καὶ στενεύει τὸ « ὀπτικόν πεδίον» διὰ τὸν σχηματισμὸν θεμελιωμένων πεποιθήσεων ἐπὶ τοῦ ψυχικοῦ, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ , τοῦ οἰκονομικοῦ καὶ τοῦ πολιτικοῦ πεδίου. Ὁ σχηματισμὸς πεποιθήσεων περιπλέκεται ὅμως καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι αἱ πεποιθήσεις αἰ σχηματιζόμεναι ἐφ’ ἑνὸς ἑκάστου ἐκ τῶν ὡς ἄνω πεδίων δὲν εἶναι ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτόνομοι, ἀλλὰ σχηματίζονται καὶ ἐξ ἐπιρροῶν τῶν ἄλλων πεδίων, εἰς τρόπον ὥστε ν’ ἀποτελοῦν ἤ τυχαίαν καὶ πρόσκαιρον ἑνότητα συνειδήσεως ἤ, ἀντιθέτως διάσπασιν τῆς προσωπικότητος, μέχρι τῶν νευρώσεων καὶ τῶν ψυχώσεων.
Οὕτως αἰ πεποιθήσεις εἶναι κατ’ ἀνάγκην ρευσταὶ καί, ἀναλόγως τοῦ ἐμπειρικοῦ ἤ τοῦ ἀξιολογικοῦ των ἀντικειμένου, εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον, ἀξιολογικαὶ κρίσεις. Εἰς κάπως ἀνώτερον καὶ σταθερώτερον ἐπίπεδον εὑρίσκονται αἱ θρησκευτικαί, αἱ ἐπιστημονικαὶ καὶ αἱ ἠθικαὶ πεποιθήσεις, μετὰ ἐξονυχιστικὴν πάντως ψυχολογικὴν καὶ ψυχαναλυτικὴν ἀνάλυσιν ἑνὸς ἑκάστου φορέως των, διὰ νὰ διαψευσθοῦν, κατὰ τὸ δυνατόν, οἱ κάτωθι ἀφορισμοὶ τοῦ Le Bon:
«Ὄχι μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ζωήν, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς νοήσεως τὰ ὑποσυνείδητα φαινόμενα διαδραματίζουν προέχοντα ρόλον. Ἡ συνειδητὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος ἀντιπροσωπεύει λίαν ἀσθενῆ συμμετοχὴν ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ὑποσυνείδητον ζωήν της. Ὁ πλέον λεπτολὸγος ἀναλυτής, ὁ πλέον διεισδυτικὸς παρατηρητής, μόνον ἐλάχιστον ἀριθμὸν ὑποσυνειδήτων κινήτρων, πού τὸν καθοδηγοῦν, δύναται ν’ ἀνακάλυψη. Ὄπισθεν τῶν ὁμολογημένων αἰτίων τῶν πράξεών μας, ὑπάρχουν κρύφια αἴτια, τὰ ὁποῖα ἁγνοοῦμεν. Αἱ περισσότεραι καθημεριναὶ πράξεις μας εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα κρύφιων κινήτρων, πού μᾶς διαφεύγουν». «Μία συγκέντρωσις σοφῶν ἤ καλλιτεχνῶν δὲν ἐκφέρει εἰς τὰ γενικὰ θέματα κρίσεις αἰσθητῶς διαφόρους μίας συνελεύσεως κτιστῶν». «Ἐντός τῆς μάζης, τὸ ἐπαναλαμβάνω, οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἐξισώνονται».
Ἡ συχνότης τῶν σφαλμάτων εἰς τὰς διαφόρους πεποιθήσεις ἐξαρτᾶται, ἑπομένως, ἐκ τῆς σταθερότητος ἤ ρευστὸτητος τῶν βασικῶν ἰδεῶν καὶ ἐκ τῆς στερεᾶς ἤ χαλαρᾶς διαρθρώσεως τῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν πού τὰς ἐκπροσωποῦν: Μία θρησκευτικὴ ἤ μεταφυσικὴ πίστις εἶναι στερεωτέρα ἀπὸ μίαν ἠθικὴν ἤ ἐπιστημονικὴν πεποίθησιν. Ἀμφὸτεραι αὗται αἱ πεποιθήσεις εἶναι στερεώτεραι ἀπὸ τὰς πεποιθήσεις τοῦ ἁπλοῦ «μέσου ἀνθρώπου». Τὸ ἀντίθετον παράδειγμα -τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πολυκρατίας καὶ τῶν συνεχῶς μεταβαλλόμενων ἰδεών- συνεπάγεται τὴν γενικὴν ρευστότητα τῶν παντὸς εἴδους πεποιθήσεων.
Θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ λεχθῆ ὅτι αἱ πεποιθήσεις -ὄχι, βεβαίως, λογικῶς θεμελιούμεναι- ἦσαν, εἰς παρελθούσας ἐποχάς, στερεώτεραι: δηλαδὴ ἦσαν ὑποκειμενικαὶ ἐπίμονοι ἀξιολογικαὶ κρίσεις καὶ ἐπίμονοι ἰδεολογίιαι. Εἰς τὴν ἐποχήν μας, τῆς κοινωνικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς πολυκρατίας, ἔγιναν «ἐλαστικωώεραι», τουτέστιν συμβατικώτεραι καὶ προσαρμοστικώτεραι. Ἀντὶ τῶν πεποιθήσεων ὁ «μέσος ἄνθρωπος» ἀσπάζεται τὴν προσαρμογήν (Conformism), τὴν ἄσχετον «πρὸς τὸ τί» προσαρμογήν. Πρόκειται, κατὰ τὸν Vierkandt, περὶ μάσκας, περὶ ἀπάτης, καὶ περὶ ψευδῶν πεποιθήσεων, ἑδραζομένων ἐπὶ τῶν «μηχανισμῶν τῆς ἀπάτης».
Ἡ μεταβίβασις τῶν πεποιθήσεων δὲν ἐκδηλοῦται διὰ λογικῶν ἀλλά, τὸ πολύ, διὰ λογικοφανῶν ἐπιχειρημάτων, χωρὶς ταῦτα νὰ ὑποστοῦν λογικὴν ἐξέτασιν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν μεταδοτικῶν μεθόδων τῶν ἀξιολογικῶν κρίσεων, τουτέστι διὰ μύθων, φημῶν καὶ διαδόσεων, διὰ ψευδῶν ἑρμηνειῶν, διὰ τῆς ὑπερβολῆς, τῆς ὑποβολῆς, τῆς μιμήσεως, τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἐπαναλήψεως, διὰ τῶν ὁποίων κατασκευάζεται ψευδὴς εἰκὠν τῆς πραγματικότητος.
Ἡ ἑρμηνεία τῶν γεγονότων ἤ τῶν ἄλλων πεποιθήσεων εἶναι, κατὰ τὸ πλεῖστον, ψευδής, διότι ἐπηρεάζεται ὑπὸ τῶν ὑποκειμενικῶν ψυχολογικῶν ἤ πνευματικῶν κριτηρίων τοῦ ἑρμηνεύοντος ἤ ὑπὸ τοῦ γοήτρου καὶ τῆς αὐθεντίας τοῦ ἑρμηνευομένου. Ἄλλος παραμορφωτικὸς παράγων τῆς ἀληθείας καὶ τῆς λογικῆς τῶν πεποιθήσεων εἶναι τὸ ὁλόκληρον ἤ τὸ τμηματικὸν ψυχολογικὸν ψορτίον τοῦ συνειδητοῦ ( ἀναμνήσεις, συνήθειαι, δοξασίαι, προσδοκίαι, ἐπιθυμίαι) ἤ τοῦ ὑποσυνείδητου ( ἀπωθήσεις, πλέγματα μειονεκτικότητος, νευρώσεις καὶ ψυχώσεις).
Αὐτὴ αὔτη ἡ ἁπλὴ ἐμπειρικὴ παρατήρησις τοῦ «μέσου ἀνθρώπου», ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἀκλόνητος ἀπόδοσις τῆς ἐμπειρικῆς «ἀληθείας», ὑπόκειται εἰς πλάνας (« αἱ αἰσθήσεις μᾶς ἀπατοῦν») καὶ ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐνεργοῦ πνευματικῆς παρουσίας καὶ τῆς στιγμιαίας ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ παρατηρητοῦ, ἥτις ἔχει ἄμεσον ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς προσοχῆς καὶ τῆς ἀντιλήψεώς του. Εἶναι γνωστὸν εἰς τὰ δικαστήρια τὸ παράδειγμα τοῦ «αὐτόπτου μάρτυρος» ὁ ὁποῖος, καλῇ τῇ πἰστει, καταθέτει παραμορφωμένα ἤ ἀνυπόστατα γεγονότα [16].
Εἰς τὴν μείωσιν τῆς πνευματικῆς παρουσίας καὶ εἰς τὴν ἰσοπεδωτικήν μετατροπὴν τῆς ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ ἀτόμου κατὰ τὴν μαζοποίησίν του ὀφείλεται τὸ παρὰ τοῦ Le Bon παρατηρηθὲν φαινόμενον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπίλεκτοι ἐπιστήμονες καὶ λαϊκὰ μέλη τῶν συλλόγων τῶν ἐνόρκων, μαζοποιούμενοι, ἐκφράζουν τὰς αὐτάς γνώμας, παρὰ τὴν μεγάλην μεταξὺ τῶν ἀπόστασιν ὡς πρὸς τὴν παιδείαν, τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν κοινωνικὴν των θέσιν [17].
Τὸ αὐτὸ ὡς ἄνω φαινόμενον μαρτυρικῶν καταθέσεων ἤ αὐτόπτων μαρτύρων ἀναφέρει καὶ ὁ G. Von Gneist ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὴν κοινὴν γνώμην: Ἡ κατάστασις ἐπιδεινοῦται ὅταν μία τοπικὴ κοινὴ γνώμη συζητεῖ τὴν περιπτωσιολογίαν μίας ὑποθέσεως… Τότε ἐμφανίζονται κατὰ δεκάδας μάρτυρες καταθέτοντες ἐνόρκως περὶ γεγονότων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἤκουσαν κάτι, τὸ ὀποῖον συγχέουν μὲ τὰς ἰδίας των ἀντιλήψεις». « Ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν ν’ ἀντιληφθῶμεν τὸ παρατηροῦμεν μὲ μεγαλυτέραν προσοχήν, παρὰ πράγματα ἔναντι τῶν ὁποίων εἴμεθα οὐδέτεροι».
Τέλος ἡ κατάστασις τῶν πεποιθήσεων ἐπιδεινοῦται ὄχι μόνον διὰ τοῦ ὡς ἄνω φορτίου τοῦ συνειδητοῦ καὶ τοῦ ὑποσυνειδήτου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς εἰσβολῆς αὐτουσίων ἀξιολογικῶν κρίσεων ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀντιθετικῶν ζευγῶν ὡς λ.χ.: εὐτυχία-δυστυχία, ἐπιτυχία-ἀποτυχία, τιμὴ-ἀτίμωσις, ἀναγνώρισις-παραγνώρισις, καὶ λοιπῶν. Εἰς τὰ ἀντιθετικὰ ταῦτα ζεύγη ἡ πρώτη σειρὰ ἀξιολογεῖται θετικῶς, ἡ δὲ δευτέρα ἀρνητικῶς. Πλὴν τοῦ ὅτι μία ἑκάστη λεκτικὴ σημασία ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν κρίνεται ὑποκειμενικῶς, καὶ ἡ ἀξιολόγησις ἀπονέμεται ἐπίσης αὐθαιρέτως εἰς πάντα παραλήπτην: α) διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐταπάτης, β) διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἀπάτης [18].
11. Ἄν ὁρίσωμεν τὰς ἀξιολογικάς κρίσεις (Werturteile) ὡς ὀργάνωσιν τῶν προκαταλήψεων (Vorurteile) καὶ τὰς πεποιθήσεις ὡς ὀργάνωσιν τῶν ἀξιολογικῶν κρίσεων, δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν τὰς νοοτροπίας (Mentalites) ὡς ὀργάνωσιν τῶν πεποιθήσεων.
Ἂν ὅμως αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις καὶ αἱ πεποιθήσεις θεωρηθοῦν ὡς κατηγορίαι περιλαμβάνουσαι ἄτομα καὶ ὁμάδας, τότε αἱ νοοτροπίαι δέον νὰ θεωρηθοῦν ὡς συνθετικαί, διότι ἀφοροῦν μόνον κοινάς καὶ μονίμους πεποιθήσεις σταθερῶν κοινωνικῶν ὁμάδων [19]. Ἡ «νοοτροπία» ἀποβαίνει οὕτω καθαρῶς κοινωνικοψυχολογικη κατηγορία διαιρούμενη εἴτε καθέτως: εἰς «φεουδαρχικὴν νοοτροπίαν», «μεγαλοαστικὴν νοοτροπίαν», «ἀστικήν νοοτροπίαν», «μικροαστικὴν νοοτροπίαν», «ἀγροτικὴν νοοτροπίαν», «ἐργατικὴν νοοτροπίαν» κλπ., εἴτε ὁριζοντίως: εἰς «ἐπαγγελματικην νοοτροπίαν» μὲ τὰς διακλαδώσεις της: «ἐμπορικην νοοτροπίαν», «διδασκαλικὴν νοοτροπίαν», «ὑπαλληλικὴν νοοτροπίαν», «δικηγορικὴν νοοτροπίαν», «καλλιτεχνικὴν νοοτροπίαν», κλπ. — εις «κρατικὴν νοοτροπίαν» μὲ τὰς διακλαδώσεις της: εἰς «κυβερνητικὴν νοοτροπίαν», «βουλευτικήν νοοτροπίαν», «δικαστικὴν νοοτροπίαν», «δημοσιοϋπαλληλικήν» ἤ «γραφειοκρατικὴν νοοτροπίαν», «ἀστυνομικὴν νοοτροπίαν», «στρατιωτικὴν νοοτροπίαν» κλπ.
Ὁ Mierendorff παρέχει πάντως τὸν σαφέστερον ὁρισμὸν τῆς νοοτροπίας: «Κατὰ τὴν προσαρμογήν του πρὸς ἕνα ἐπαγγελματικὸν κύκλον ἤ πρὸς μίαν κοινωνικὴν τάξιν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μίαν τυποποιημένην ἐμπειρίαν καὶ ἰδιαιτέραν στάσιν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς μίαν τυποποιημένην διαμὸρφωσιν τῆς κοινωνικοπολιτιστικης του προσωπικότητος. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μία ὑποκειμενικὴ διανοητική, ψυχικὴ καὶ κοινωνικὴ προδιάθεσις, ἥτις χαρακτηρίζεται ὡς νοοτροπία. Ἑκάστη κοινωνικὴ κατηγορία ἀναπτύσσει ἰδιαιτέραν νοοτροπίαν ἡ ὁποία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἰδεολογίαν, περιορίζεται εἰς καθωρισμένον κύκλον».
Ἡ «νοοτροπία» -πρέπει νὰ προστεθῇ- εἶναι μᾶλλον αἰτιοκρατικὴ καὶ γνωστικὴ καὶ δὲν περιέχει σκοπιμότητα, ὅπως ἡ ἰδεολογία, δύναται ν’ ἀποτελέση ὅμως τὸ ὕποβαθρον τῆς ἰδεολογίας διὰ τῶν προκαταλήψεων, ἀξιολογικῶν κρίσεων καὶ πεποιθήσεων, -δηλαδὴ διὰ τῶν αὐτῶν ἐνδεχομένων παραισθήσεων τῆς ἰδεολογίας- πού περιέχονται καὶ εἰς τὴν «νοοτροπίαν».
Ἡ «μεγάλη ἰδέα» τὴν ὁποίαν τρέφει -παραισθητικῶς- πᾶς ἐπαγγελματίας διὰ τὸ ἐπάγγελμά του καὶ ἡ ὑποτίμησις ἄλλων ἐπαγγελμάτων βασιζόμενη, ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἰς πλέγματα μειονεκτικότητος, ἔχουν, ὡς γνωστόν, καὶ τὴν κωμικὴν των ὄψιν εἰς πολλὰ ἔργα τῆς διεθνοῦς λογοτεχνίας -μέχρις ὅτου, βεβαίως, διὰ τῆς ἐπεκτεινομένης κοινωνικῆς ἰσοπεδώσεως, ἐκλείψη καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ τιμή. Κατὰ τὴν ἐπαγγελματικὴν νοοτροπίαν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ «μέσου ἀνθρώπου», αἱ ἀξιολογικαὶ ἀποστάσεις μεταξὺ τῶν ἐπαγγελμάτων βαθμιαίως συστέλλονται ἤ καταργοῦνται, διότι κατὰ τὰς ποσοτικάς οἰκονομικάς ἀρχὰς τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας λ.χ. ὁ ἀρχιεργάτης τυπογραφείου, μὲ μηνιαῖον μισθὸν 30.000 δραχμῶν εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ καταταχθῆ εἰς τοὺς «ἄρχοντας», ὁ δὲ πτωχὸς δικηγόρος εἰς τούς «προλεταρίους». Ἡ γενικὴ ὅμως ὀργάνωσις τῶν γενικῶν πεποιθήσεων ἀτόμων καὶ ὁμάδων εἶναι ἡ ἰδεολογία καὶ ὄχι ἡ νοοτροπία.
12. Παρὰ τὴν μέχρι τοῦδε ἀνάλυσιν καὶ κριτικὴν τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθοῦν αὖται πληρέστερον, ἂν δὲν ληφθοῦν ὓπ’ ὄψιν δύο εἰσέτι φαινόμενα. ἐκ τούτων τὸ πρῶτον ὀνομάζομεν «αὐτονομίαν τῶν λέξεων», τὸ δεύτερον εἶναι ἡ συζήτησις.
«Ὁ ὀξυδερκὴς Toqueville -γράφει ὁ Le Bon- παρατηρεῖ ὅτι τὸ ἔργον τῆς Ὑπατείας καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπὶ Ναπολέοντος Ι συνίστατο κυρίως εἰς τὴν νέαν λεκτικὴν ἐπένδυσιν τῶν περισσοτέρων θεσμῶν τοῦ παλαιοῦ ( φεουδαρχικοῦ-ἀπολυταρχικοῦ ) καθεστῶτος (Ancien Regime) διὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τῶν παλαιῶν λέξεων, πού ἀνακαλοῦν εἰς τὴν φαντασίαν θλιβερᾶς εἰκόνας, δι’ ἄλλων λέξεων, τῶν ὁποίων ὁ νεωτερισμὸς ἠμπόδιζε τοιαύτας ἀναπολήσεις: Ἡ δεκάτη ὠνομάσθη «φόρος τῆς ἐγγείου ἰδιοκτησίας». Ὁ φόρος τοῦ ἅλατος «μονοπωλιακὸς δασμός». Αἱ διάφοροι εἰσφοραὶ «ἔμμεσοι φόροι». Αἱ καταβολαὶ τῶν συντεχνιῶν «φόρος ἐπιτηδεύματος» κλπ.
Μὲ τρεῖς νέας λέξεις ὁ αὐτὸς Ναπολέων Ἰ εἶχε τρεῖς ἐπιτυχίας: «Μὲ τὸ νὰ γίνω καθολικὸς -εἶπεν ὁ Ναπολέων εἰς τὸ Conseil d’ Etat- ἐτερμάτισα τὸν πόλεμον τῆς Βανδέας. Μὲ τὸ νὰ γίνω μουσουλμάνος ἐπεβλήθην εἰς τὴν Αἴγυπτον. Μὲ τὸ νὰ γίνω παπικὸς ἐκέρδισα τοὺς ἱερωμένους εἰς τὴν Ἰταλίαν. Ἄν ἐκυβέρνων λαὸν Ἰουδαίων, θὰ ἀνήγειρον τὸν ναὸν τοῦ Σολομῶντος».
α) Δὲν εἶναι, βεβαίως, τυχαῖον διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων ὅτι ἡ δεσποτεία τῶν λέξεων χρονολογεῖται ἀπὸ τῶν πρωτογόνων κοινωνιῶν καὶ ἦτο τὸ ἰσχυρότερον μέσον κυριαρχίας τῶν μάγων, τῶν ἱερέων, τῶν νομομαθῶν καὶ τῶν ἰατρῶν οἱ ὁποῖοι, ἀρχικῶς, συνεχωνεύοντο εἰς τὸ πρόσωπον τῶν μάγων. Διὰ μαγικῶν λέξεων εὐλογοῦντο ἤ διώκοντο οἱ ἄνθρωποι, ἐξωρκίζοντο οἱ δαίμονες καί ἐκυβερνῶντο οἱ λαοί. Αἱ θρησκεῖαι ἐξετόπισαν τὴν ἀρχαίαν μαγείαν και τὴν ἀντικατέστησαν μὲ τὴν σχέσιν πρὸς τὴν θεότητα, διὰ τῆς θεσπίσεως τῶν δογμάτων, δηλαδὴ δι’ ἄλλων λέξεων.
Τέλος ὁ αἰὼν τοῦ «Διαφωτισμοῦ» («Ere des Lumieres») ἐξετόπισε -φαινομενικῶς- τὴν θρησκείαν διὰ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» καί, ἐν συνεχείᾳ, ἐξετόπισε τὸν «Ὀρθὸν Λόγον» μετὰ τῶν ἰδεολογικῶν καί οὐτοπιστικῶν του ἐπενδύσεων, διὰ τῆς δημαγωγικῆς μαγείας, δηλαδὴ δι’ ἄλλων λέξεων.
β) Ἐπίσης καί ἡ σύμπτωσις αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων. Διότι καὶ ἡ πρώτη μαγεία τῶν λέξεων (τῶν πρωτογόνων) και ἡ τελευταία, (ἡ δημαγωγικὴ μαγεία), ὀφείλεται εἰς τὴν αὐτὴν αἰτίαν: εἰς τὴν ἀπουσίαν τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος ἐφοβεῖτο τὰς ἀόρατους δυνάμεις, διότι δὲν τὰς ἐγνώριζε καί τὰς ἐξώρκιζε διὰ λέξεων. Ὁ «μέσος ἄνθρωπος» τῆς ἀστικῆς κοινωνίας, ὁ ἄνθρωπος τῆς μάζης, γίνεται ἕρμαιον τῶν λέξεων τῶν δημαγωγῶν, ἐπίσης διότι δὲν τοὺς γνωρίζει (δηλαδή, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, διότι δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του). Χωρὶς νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὴν ἐπίμονον, ὅσον καὶ ὀρθὴν θεωρίαν τοῦ Le Bon, καθ’ ἥν ἡ μᾶζα αὐτομάτως μεταβάλλεται εἰς πρωτόγονον ὀρδὴν καὶ συνεπῶς εὑρίσκεται ipso facto ἐπὶ τοῦ ἐπιπέδου τῶν πρωτογόνων, θ’ ἀκολουθήσωμεν ἄλλην ὁδόν, μέσῳ τῆς γνωσιολογικῆς μεθόδου.
γ) Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖον διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων ὅτι ἡ λέξις «λόγος» σημαίνει ταυτοχρόνως τὴν λέξιν, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτίαν: Εἰς τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους «λόγος» σημαίνει τὴν αἰτίαν, τὴν αἰτιοκρατίαν, τὸ νόημα, τὸν ὁρισμόν, τὴν λογικήν, τὴν Ratio, τὴν Raison, τὴν Vernunft. Τὴν αὐτὴν ἔννοιαν τῆς αἰτίας ἔχει ὁ «λόγος» καί εἰς τὰ Εὐαγγέλια: « Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καί ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καί Θεὸς ἢν ὁ λόγος» (ἀπόλυτος ταυτότης Θεοῦ καί αἰτίας τῆς δημιουργίας). Εἰς τὴν γερμανικὴν μετὰφρασιν τῶν Εὐαγγελίων ὁ «λόγος» δὲν ἀποδίδεται καν διὰ τῆς ἀντιστοίχου λέξεως Vernunft, ἀλλὰ διὰ τῆς λέξεως «λέξις»: Am Anfang war das Wort…». Οὕτω χρησιμοποιοῦνται καί διὰ τὸν ἐξορκισμὸν τοῦ Σατανᾶ λέξεις ὡς ἐπικλήσεις πρὸς τὴν ἀρχικὴν αἰτίαν τοῦ κόσμου, δηλαδὴ πρός τὸν Θεὸν (μεταξὺ τῶν ὁποίων καί ἡ λέξις «Σατανᾶς» ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Κακοῦ).
δ) Ἴσως ἐπειδὴ «λέξις» σημαίνει καὶ «λόγος» ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς αἰτίας καὶ ἐπειδὴ τὰ αἴτια τῆς δημιουργίας εἶναι ταυτοχρόνως ἄγνωστα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἀπέκτησαν μαγικὴν ἰδιότητα καὶ αἱ λέξεις. Ἤ ἀντιστρόφως: ἐπειδὴ ὡς «λόγος» ἐκλαμβάνονται, ἀνακριβῶς, καὶ αἱ «λέξεις», -χωρὶς αἰτιοκρατίαν- παρερμηνεύονται, αἱ κεναὶ λέξεις, ὡς φορεῖς αἰτιοκρατίας καὶ οὕτω δημιουργοῦνται αἱ παραισθήσεις τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐμπειρικῆς πραγματικότητος, διὰ τῶν ὁποίων δημιουργοῦνται ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι.
ε) Ἡ ὅλη δομὴ πάσης γραμματικῆς δεικνύει σαφῶς τὸν ζωντανὸν ρόλον τῶν λέξεων, ὅσον καὶ τὴν λογικὴν των ὀργάνωσιν. Ἡ λέξις παρεμβάλλεται μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης συνειδήσεως καὶ τῶν ἐμπειρικῶν ἀντικειμένων ἀλλά, κατὰ τὴν διαδρομὴν ταύτην, ὑφίσταται ὑποσυνείδητους ἤ συνειδητὰς ἤ σκόπιμους ἀλλοιώσεις. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, παράλογον τὸ λεχθὲν ὅτι « αἱ λέξεις ἐφευρέθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ μὴ συνεννοοῦνται μεταξὺ των οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι διὰ νὰ συνεννοοῦνται». Αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἔχει πιθανῶς καὶ ὁ μῦθος τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, κατὰ τὸν ὀποῖον ὁ Θεὸς προεκάλεσεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους σύγχυσιν γλωσσῶν, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν αὐθάδειαν των ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῆ εἰκόνα τοῦ πύργου τῆς Βαβὲλ ἀποτελοῦν αἱ σημεριναὶ μεγαλουπόλεις, εἰς τὰς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μὲν σύγχυσις γλωσσῶν, ὑπάρχει ὅμως κάτι χειρότερον: ἡ σύγχυσις λέξεων καί ἐννοιῶν καὶ «ὁ πολιτισμὸς πηγὴ δυστυχίας» [20].
Διὰ τῶν λέξεων οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζουν καὶ ἐπηρεάζονται ἄνευ λογικῆς ἀναλύσεως καὶ λογικῆς θεμελιώσεως (χωρὶς νὰ ὑπολογισθοῦν καί αἱ ἄδηλοι ψυχοπαθολογικαί περιπτώσεις). « Ἡ λέξις δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον, ἀλλὰ τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον γίνεται ἀντικείμενον τῆς συνειδήσεως μας μέσῳ τῆς λέξεως». Μία λέξις δύναται νὰ σημαίνη πλείονα ἀντικείμενα καὶ ἕν ἀντικείμενον εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκφράζεται διὰ πλειόνων λέξεων. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις ἐπέρχονται ἀκούσιαι ἤ σκόπιμοι ἀλλοιώσεις τῆς πραγματικότητος τόσον εἰς τοὺς ἐπηρεάζοντας ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἐπηρεαζομένους, αἵτινες προκαλοῦν ἀλλοιώσεις τῶν συμπερασμάτων.
«Μοναρχικοί, ριζοσπάσται, ἰμπεριαλισταί, σοσιαλισταί κλπ. ἔχουν ἕνα ἰδανικὸν ἀπολύτως ταὐτόσημον καὶ τὸ ἰδανικὸν αὐτὸ βασίζεται μοναδικῶς εἰς τὴν νοητικὴν ὑφήν τῆς φυλῆς μας, ἐφ’ ὅσον, ὑπὸ διαφορετικὰ ὀνόματα (λέξεις), ἀνευρίσκομεν εἰς ἀλλὰ ἔθνη τὸ ἀντίθετον ἰδανικόν. Τὸ ὄνομα πού δίδεται εἰς γνώμας, αἱ ἀπατηλαὶ προσαρμογαι, δὲν μεταβάλλουν τὴν βάσιν τῶν πραγμάτων. Οἱ ἀστοὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, διαποτισμένοι ἀπὸ τὴν λατινικὴν φιλολογίαν, υἱοθέτησαν τοὺς νόμους τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, τὰς δέσμας τῶν λεκτόρων της καὶ τὰς τηβέννους της, ἀλλὰ τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἔγιναν Ρωμαῖοι ἐκ μόνου τοῦ λόγου, ὅτι εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν μιᾶς πανισχύρου ἱστορικῆς ὑποβολῆς».
στ) Μεταδοτικὰ εἶναι ὅλα τὰ λογικὰ καὶ ἄλογα περιεχόμενα τῆς συνειδήσεως: τουτέστιν ἀντιλήψεις, παραστάσεις, ἀναμνήσεις, σκέψεις πού ὑπόκεινται εἰς σφάλματα, ἀλλὰ καὶ συναισθηματικαὶ καὶ θυμικαὶ κινήσεις καὶ παρορμήσεις, βουλητικαὶ ἐνέργειαι, ἐνστικτώδεις λειτουργίαι, διαθέσεις καὶ προκαταλήψεις, δηλαδὴ αἱ ἄλογοι καταστάσεις τῆς συνειδήσεως. Ὅλα αὐτὰ τὰ λογικὰ καὶ ἄλογα στοιχεῖα τῆς ἀτομικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ψυχολογίας ἐπηρεάζουν τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν λέξεων, εἴτε ὡς ἐπηρεάζοντας εἴτε ὡς ἐπηρεαζόμενους.
Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν περιεχομένων τῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ ἐπηρεασμοῦ ἄλλων συνειδήσεων ὑπάρχει ἀπόστασις, ἡ ὁποία καλύπτεται διὰ τῆς μεταδόσεως. Μετάδοσις ὅμως, κυρίως καὶ πρωτίστως, οὐδὲν ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ μεσολάβησις λέξεων. Καὶ αἱ λέξεις εἶναι αὐτόνομοι, δηλαδὴ -ἀκουσίως ἡ σκοπίμως- παραμορφωτικαὶ τῆς ἀληθείας ἤ πραγματικότητος καὶ κατ’ ἔξοχην παράγων τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν. Εἴδωλα, σύμβολα, εἰκόνες, μεταφοραί καὶ συνθήματα (slogans) ἁπλοποιοῦν τὴν νοθείαν τῆς πραγματικότητος καὶ τὴν παράλυσιν τῆς λογικῆς διὰ μαγικῶν λέξεων καὶ τέλος ἡ ἀφηρημένη σκέψις -ἀνεξέλεγκτος καὶ ἀνεύθυνος- προσφέρεται ἰδιαιτέρως, δι’ ἄλλων λέξεων, εἰς τὴν δρᾶσιν τῶν ἰδεολόγων καὶ τῶν οὐτοπιστῶν:
Mit Worten lässt sich trefflich straiten
Mit Worten ein System bereiten
An Worte lässt sich trefflich glauben
Von einem Wort lässt sich kein Jota rauben!
Goethe, Faust
ζ) Βασικὴν σημασίαν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον τῶν λέξεων ἔχει ἡ ἐκλογὴ των. Ὑπάρχουν «μάγοι» φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων, Ὁ Schopenhauer, ὁ Nietzsche, «μάγοι» συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Stefan Zweig κ.α. «μάγοι» ρήτορες καὶ ἀρθρογράφοι, ἐνῷ δὲν ὑπάρχουν «μάγοι» ἐπιστήμονες -καὶ τοῦτο ἀκριβῶς ἀποδεικνύει τὸ ἀσυμβίβαστον τῆς μαγείας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Πλὴν τοῦ μεγίστου ὅμως τίτλου τοῦ «μάγου» συγγραφέως, τοῦ ὁποίου ἡ ἀξία εἶναι πηγαία καὶ ἐξυψώνει τὸν πολιτισμόν, ὑπάρχουν καὶ «μάγοι» ταχυδακτυλουργοί, πού τὸν καταρρίπτουν: Ὅλως διάφοροι εἶναι αἱ ἀρχαὶ ἐπιλογῆς τῶν συναρπαστικῶν λέξεων τῶν δημαγωγῶν, τῶν ρητόρων καὶ τῶν ἐφημερίδων, πού ἐμφανίζονται εἰς τὰ κοινοβούλια, εἰς τὰς συγκεντρώσεις, εἰς τὰς καταχωρήσεις, εἰς τὰς ἀγγελίας καὶ εἰς τὰς διαφημίσεις προσώπων καὶ προϊόντων.
Ἡ ἐκλογὴ τῶν πλέον ἐντυπωσιακῶν καὶ λογικῶς κενῶν λέξεων, εἰκόνων, συμβόλων καὶ συνθημάτων ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων ταχυδακτυλουργῶν ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῶν ἐπηρεαζόμενων ὄχι μόνον διὰ τῆς ἐπαναλήψεως, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ὁ Le Bon, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἀλόγων, ὡς ἄνω, περιεχομένων τῆς συνειδήσεως τῶν ἐπηρεαζόμενων, ἐκ προοιμίων στερουμένων πάσης ἱκανότητος λογικῆς ἀναλύσεως. Διότι αἱ λογικῶς ἀθεμελίωτοι λέξεις, αἱ εἰκόνες, τὰ σύμβολα καὶ τὰ συνθήματα εἶναι ἀφ’ ἑαυτῶν ἀπρόσιτα καὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν λογικὴν ἀνάλυσιν. Θὰ ἦτο ὡς νὰ ἐλέγομεν «ἡ κυανῆ σκέψις» ἤ «τὸ παράλογον μῆλον». ἐν τούτοις τὰ ἄλογα ταῦτα στοιχεῖα ὑπὸ τῶν ὁποίων διέπεται καὶ ἐπηρεάζεται ὁ «μέσος ἄνθρωπος», ἀποτελοῦν τὸν «κοινὸν νοῦν».
«Ὁ κοινὸς νοῦς -γράφει ὁ Bouthoul- παίζει τὸν ρόλον γενικοῦ συστήματος ἐνδείξεων, πρὸς τὸ ὁποῖον συμμορφοῦνται αἱ πράξεις μας καὶ αἱ σκέψεις μας. Ἀλλ’ εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν ἡ ἐντύπωσις τοῦ αὐταποδείκτου, τὴν ὁποίαν ἀποκομίζομεν ἀπὸ τὰς ἀληθείας τοῦ «κοινοῦ νοῦ », βασίζεται πρὸ παντὸς εἰς τὴν συνήθειαν καὶ εἰς τὴν ἐπανάληψιν. Ἀποτελεῖ, λόγου χάριν, σήμερον μίαν ἀλήθειαν τοῦ «κοινοῦ νοῦ » ὅτι ἡ γῆ περιστρέφεται περὶ τὸν ἥλιον. Ἀλλὰ πόσοι μεταξὺ τῶν συγχρόνων μας γνωρίζουν τὴν ἐπιστημονικὴν ἀπόδειξιν τοῦ γεγονότος τούτου καὶ πρὸ παντὸς τὰς κριτικάς, αἱ ὁποῖαι κατέληξαν νὰ προτιμήσουν τὸ σύστημα τοῦ Κοπερνίκου ἔναντι τοῦ προτέρου συστήματος;».
Ὁ Walter Lippman (Ἀμερικανὸς δημοσιολόγος μεγάλης πείρας) ἀποδίδει πρωτεύουσαν σημασίαν εἰς τὴν «λεκτικὴν φύσιν τῶν γνωμῶν»: «Ἡ καταθλιπτικὴ πλειονότης τῶν ἀνθρώπων δὲν στηρίζει τὴν κρίσιν της ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἤ τῶν γεγονότων, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐντυπώσεων της ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ τῶν γεγονότων». «Μεταξύ του κόσμου καὶ ἠμῶν -συνεχίζει ὁ Lippman- παρεμβάλλονται ἀδιαλείπτως τὰ «Cliches», τὰ «στερεότυπα». «Μόνη ἡ δύναμις τῶν λέξεων -προσθέτει ὁ Maisonneuve- διαμορφώνει, διὰ τῶν χειρισμῶν της, ἕν μέσον προπαγάνδας καὶ συστηματικῆς διαστροφής [21].
Ὅπως γεννῶνται, οὕτω καὶ θνήσκουν αἱ λέξεις. Ὁλόκληρα ταξικά, ἐπαγγελματικά, ἐποχικά, φυλετικά, ἐθνικά, ἀτομικά, λεξιλόγια ἐξαφανίζονται μετὰ τῶν φορέων των, ὅταν οὗτοι καταρρεύσουν. Βεβαίως καὶ οἱ νεολογισμοὶ ἔχουν τὴν ἰδίαν τύχην. Οὐδέποτε ὅμως αἱ λέξεις -πλὴν τῶν ἐπιστημονικῶν «τεχνικῶν ὅρων»- παύουν ν’ ἀνταποκρίνωνται πρὸς τοὺς ψυχολογικοὺς (καὶ ὄχι πρὸς τοὺς λογικοὺς) νόμους καὶ ν’ ἀποτελοῦν συγκαλυπτικὸν καὶ παραπλανητικὸν παράγοντα εἰς τὴν λογικοφανῆ ἐμφάνισιν τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν.
η) Αὐταί αὖται αἱ μεμονωμέναι λέξεις, ὅταν ἐκφράζουν ἀξιολογικάς κρίσεις, σημαίνουν ἰδεολογικαά ἡ οὐτοπικάς κρίσεις. Λέξεις πού συμπυκνώνουν τὰ ἄλογα ψυχολογικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου – ἔνστικτα, ὁρμέμφυτα καὶ πάθη- ἐκπροσωποῦν ὁλοκλήρους ἰδεολογίας καὶ οὐτοπίας. Ὀλίγαι λέξεις: «Ἐλευθερία», «ἰσότης», «δικαιοσύνη», «πρόοδος», «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», ἐπέφεραν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὰς μεγαλυτέρας ἀναστατώσεις, ἁπλῶς καὶ μόνον διότι ἄλλαι ἦσαν αἱ ἐπιδιώξεις των καὶ ἄλλη ἡ λογικὴ των σημασία. Οὐδεμία ἐκ τῶν λέξεων τούτων ὑπέστη ποτέ, εἰς τὴν συνείδησιν τῶν ὀπαδῶν των, μίαν ἐξαντλητικὴν λογικὴν ἀνὰλυσιν καὶ κριτικήν, ἐκτὸς τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν αἱ ὁποῖαι ὅμως εἶναι ψυχολογικῶς ἀπρόσιτοι εἰς τὸν μέσον ἂνθρωπον διότι οὗτος προβεβουλευμένως ἀνθίσταται εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἡ ἀποτυχία τῶν λέξεων τούτων εἰς τὴν πραγματικότητα, μετὰ τὴν Γαλλικὴν ἐπανάστασιν, εἰς οὐδὲν ἠμπὸδισε τὴν ἐπάνοδον τῶν αὐτῶν λέξεων ὑπὸ τὴν ἰδεολογίαν τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ.
«Ἡ δύναμις τῶν λέξεων συνδέεται μὲ τὰς εἰκόνας πού προκαλοῦν τὴν ἀναπόλησιν των καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν πραγματικὴν των σημασίαν. Αἱ λέξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι ἀνεπαρκέστερον προσδιωρισμένη, ἐνεργοῦν πολλάκις μὲ ἔντασιν, ὡς λ.χ. αἱ λέξεις «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», «ἰσότης», «ἐλευθερία» κλπ. τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι τόσον ἀσαφής, ὥστε ὁλόκληροι τόμοι δὲν ἀρκοῦν νὰ τὴν καθορίσουν. Καὶ ὅμως μία πραγματικῶς μαγικὴ δύναμις συνδέεται μὲ τὰς μικράς συλλαβάς των, ὡς ἂν περιεῖχον τὴν λύσιν ὅλων τῶν προβλημάτων. Συνενώνουν ποικίλους ὑποσυνείδητους πόθους καὶ τὴν ἐπιθυ-μίαν της πραγματοποιήσεως των».
Καὶ ὅμως οὐδεὶς κατώρθωσε νὰ δώση τὸν ὁρισμὸν οἱασδήποτε ἐκ τῶν ἐννοιῶν καὶ λέξεων τούτων. «Ἐλευθερία» εἶναι μία λέξις, ἡ ὁποία προϋποθέτει ὅτι ὑπῆρξε ἤ ὑπάρχει ἤ δύναται νὰ ὑπάρξῃ μία πραγματικότης, εἰς τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ἡ «ἐλευθερία». Τοιαύτη πραγματικότης οὐδέποτε ὑπῆρξε, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι πᾶσα ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς περιορίζει κατ’ ἀνάγκην τὰς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων, διότι ἐπί τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων πρόκειται ν’ ἀσκηθῆ. Ὑπάρχουν εἰς τὴν πραγματικότητα «ἐλευθερίαι» -εἰς τὸν πληθυντικόν- ἀλληλοσυγκρουόμεναι, ἀλληλοπεριοριζόμεναι ἤ ἀλληλοκαταργούμεναι, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει «ἐλευθερία» [22].
Ἐκ τούτων συνάγεται εἰς ποία ὕψη ἀνέρχονται αἱ ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι ὅταν πράγμα ἀνυπόστατον, ὡς ἡ «ἐλευθερία», χαρακτηρίζεται προσθέτως καὶ ὡς «ὕψιστον ἀγαθόν», ἐνῷ πρόκειται περὶ ἁπλῆς ἀξιολογικῆς κρίσεως. Ἡ «ἐλευθερία» -εἰς ἐνικόν- ἀποκαλύπτεται οὕτω ὡς λέξις κενή, περιλαμβάνουσα ἐπιθυμίας καὶ θυμικάς παρορμήσεις παντὸς εἴδους. Εἰς μίαν ὁμήγυριν ἀνθρώπων διεκδικούντων τὴν «ἐλευθερίαν» εἶναι ἀμφίβολον ἂν δύο ἄτομα ἀποδίδουν τὸ αὐτὸ περιεχόμενον εἰς τὴν λέξιν «ἐλευθερία», ὅπως καὶ εἰς τὰς ἀλλας παρεμφερεῖς λέξεις. Εἰς τὰς ἐμπειρικάς διαψεύσεις τῶν μαζικῶν παραισθήσεων ὀφείλεται ὁ μηχανισμὸς τῆς συνεχοῦς ἀλληλεξοντώσεως τῶν δημοκόπων πρὸς μετατόπισιν εὐθυνῶν κατὰ τὴν Γαλλικὴν ἐπανάστασιν καί εἰς τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα.
θ) Καθαρῶς ἀξιολογικὴ καί, συνεπῶς, ἰδεολογικὴ ἤ οὐτοπιστική κρίσις εἶναι καὶ ἡ λέξις «ἰσότης». Ἐκτός τοῦ βασικοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ Ἰσοτης εἶναι ἀδύνατος διότι θὰ ἀντέβαινε πρὸς τὸν φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν διαφορισμὸν -ὁ ὁποῖος στρέφεται κατὰ πάσης ἰσοπεδώσεως- ἀπαιτεῖται, διὰ τὸν προσδιορισμὸν τῆς ἐννοίας τῆς ἰσότητος, νὰ δηλωθῆ ποῖος, τί, ὡς πρὸς τί καὶ ἀπὸ ποίας ἀπόψεως ὑπέκειτο εἰς τὴν ἰσότητα. Καὶ πάλιν, συνεπῶς, ὑπάρχουν «ἰσότητες», ἀλλ’ ὄχι «ἰσότης».
Αὐτὸς οὗτος ὁ J.J. Rousseau δέν δέχεται ἀπολύτως τὴν ἰσότητα, ἀλλὰ τὴν ἀντικατάστασιν τῆς φυσικῆς ἀνισὸτητος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ μίας ἠθικῆς καὶ νομικῆς ἰσότητος «ἰσότης ἔναντι τῶν νόμων». «Οἳ ἄνθρωποι δύνανται νὰ εἶναι ἄνισοι ὡς πρὸς τὴν δύναμιν των καὶ ὡς πρὸς τὰς ἱκανότητας των ἀλλά, διὰ τῶν συμβάσεων καὶ τοῦ δικαίου, καθίστανται ὅλοι ἴσοι». Εἰς ἄλλην θέσιν ὁ Rousseau θεωρεῖ τὴν ἰσότητα ὡς ἀπαραίτητον «διότι ἄνευ αὐτῆς δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἐλευθερία» [23].
Ἦτο ὅμως πολὺ ἐνωρὶς διὰ τὸν Rousseau καὶ τὴν ἐποχήν του νὰ διερωτηθῆ ἀντιστρόφως: πῶς ὅμως θὰ διετηρεῖτο ἡ ἰσότης, ἂν ὑπῆρχε πράγματι ἡ ἐλευθερία; Τὴν ἀπάντησιν ἔδωκε θεωρητικῶς καὶ ἐμπράκτως ὁ φιλελεύθερος καπιταλισμὸς τῆς μαγχεστριανῆς σχολῆς διὰ τῆς ἐξαθλιώσεως τοῦ προλεταριάτου, μετὰ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα. Ἀλλὰ καὶ πῶς -ἀντιστρόφως- θὰ διετηρεῖτο ἡ ἐλευθερία, ἂν ὑπῆρχε πράγματι ἡ ἰσότης;
Πᾶσα κίνησις τῆς ἐλευθερίας ἀνατρέπει τὴν ἰσότητα. Μία καὶ μόνη μὴ ἰδεολογικὴ καὶ μὴ οὐτοπιστικὴ ἀπάντησις εἶναι δυνατὸν νὰ λύση τὸν ἀστικὸν τραγέλαφον: ὅτι «ἐλευθερία» καὶ «ἰσότης» εἶναι ὡς λέξεις μὲν κεναί, ὡς ἔννοιαι ὅμως ἄντικρυς ἀντίθετοι, ἀναιροῦσαι ἡ μία τὴν ἄλλην. Ἡ πραγματικότης ἀπέδειξεν ὅτι ἀμφότεροι αὖται αἱ λέξεις ἦσαν ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι, διὰ τῆς ἐμπράκτου παρὰ πάντων διαστροφῆς τῶν. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ διὰ τὴν ἰδεολογικὴν ἐπίσης υἱοθέτησιν τῆς «ἐλευθερίας» καὶ τῆς «ἰσότητος» ὑπὸ τῶν θεωρητικῶν καὶ δημαγωγῶν τοῦ προλεταριάτου ἐν τῇ ἀστικῇ -ἐννοεῖται- κοινωνία, μέχρις ὅτου αἱ δύο αὖται λέξεις διεγράφησαν καὶ ἀπὸ τὸ λεξιλόγιον ἀκόμη τῶν εὐτυχῶν κατοίκων τῶν κομμουνιστικῶν κρατῶν: Διότι, προφανῶς, «ἐπραγματοποιήθησαν» ὑπὸ τὴν δικτατορίαν τοῦ «προλεταριάτου», δηλαδὴ διὰ τῆς μπολσεβικικῆς κομματικῆς ὀλιγαρχίας.
ι) Εἰς τὴν ἰσότητα ἀκολουθεῖ, ὡς ἀπόρροια αὐτῆς, ἡ «δικαιοσύνη», ἡ ὁποία νομικῶς σημαίνει τὴν ἰσότητα ἐνώπιον τῶν νόμων, καὶ -ἀπό του «κοινωνικοῦ κράτους» καὶ ἐντεύθεν- ἡ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη», ἡ ὁποία σημαίνει τὴν οἰκονομικὴν καὶ τὴν κοινωνικὴν ἰσότητα. Ἡ δὲ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη» εἶναι δικαιοσύνη, διότι ἡ ἰσότης εἶναι «δικαία» καὶ ἡ ἀνισότης «ἄδικος». Εἶναι δὲ -καὶ ἀντιστρόφως- ἄδικος ἡ ἀνισότης καὶ δικαία ἡ ἰσότης, διότι τοῦτο ἀποφαίνεται ἡ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη».
Εἰς τὸν φαῦλον τοῦτον κύκλον τῶν ἀναποδείκτων ἰσχυρισμῶν, χωρὶς ἴχνος ἀναλύσεως, ἐρεύνης καὶ λογικῆς, οὐδεὶς ἐκ τῶν ἐνδιαφερομένων ἰδεολόγων τῆς ἰσότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἄλλοτε τῶν ἀστῶν καὶ νῦν τῶν ἐργατῶν, ἐσκέφθη ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα ἀδικία ἀπὸ τὴν ἰσότητα καὶ μεγαλύτερα δικαιοσύνη ἀπὸ τὴν ἀνισότητα, ὅταν ἰσοπεδοῦνται ἀνώτεραι ἀξίαι ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω ἤ ἐπιλέγονται εἰς τὰς ἀνωτέρας βαθμίδας τῆς κοινωνίας πρόσωπα κατώτερα ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω. Ὅ,τι δηλαδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐπιθυμοῦν εἰς τὰς τάξεις των καὶ εἰς τὰς ὀργανώσεις των καὶ εἰς τὰς ἐκπροσωπήσεις των τόσον οἱ ἀστοὶ ὅσον καὶ οἱ ἐργάται: διότι οὐδεμία κοινωνία εἶναι δυνατὸν νὰ βασισθῆ ἐπὶ τῆς ἰσοπεδώσεως καὶ πᾶσα κοινωνία βασίζεται ἐπὶ τοῦ φυσικοῦ καὶ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ.
κ) Ἄλλη θαυματουργὸς λέξις τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν εἶναι ἡ λέξις «πρόοδος». Ἡ λέξις αὕτη ἔχει πραγματικὸν περιεχόμενον εἰς τὰς φυσικάς ἐπιστημας, ὅπου δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἀξιολογικῶν κρίσεων, εἰς βαθμὸν μάλιστα ὥστε μερικοὶ τεχνικοί, βλέποντες τὴν λεξικρατίαν τῶν ἰδεολόγων, τὴν λεξιμαχίαν τῶν δημοκόπων καὶ τὴν λεξιθηρίαν τῶν διανοουμένων καὶ τῶν λογοτεχνῶν, νὰ πιστεύσουν ἐν μέρει, ἀφελῶς, ὅτι δύνανται νὰ λύσουν τὰ κοινωνικὰ προβλήματα διὰ μαθηματικῶν τύπων καί οὕτως εἰπεῖν, ν’ ἀναλάβουν τὴν διεύθυνσιν τῆς κοινωνίας ὑπὸ τὴν μὸρφήν τῶν Managers[24].
Μεγαλυτέραν ὅμως παραίσθησιν- ἐμφανίζουν οἱ πιστεύοντες πράγματι εἰς τὴν «πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος» ἤ ἄλλων ἀφηρημένων ἀνθρωπίνων σχηματισμῶν ἤ ἀφηρημένων ἐννοιῶν, πού προέρχονται ἐκ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ὀνείρων: ὅ,τι οἱ μὲν ὀνομάζουν «πρόοδον», ἄλλοι τὸ ὀνομάζουν «ὀπισθοδρόμησιν», ὅ,τι οἱ μὲν ὀνομάζουν «ἀκμήν», ἄλλοι τὸ ὀνομάζουν «παρακμήν». Συγκεκριμένον -μολονότι ὑποκειμενικόν- νόημα δύναται νὰ ἔχη λ.χ. ἡ «πρόοδος τῶν ἐπιχειρήσεων» διὰ τὸν ἀστὸν καὶ ἡ «πρόοδος τοῦ συνδικαλισμοῦ» διὰ τὸν μισθωτὸν- ἀλλ’ αἱ «πρόοδοι» αὖται, στερούμεναι ἀπατῶν καὶ αὐταπατῶν, στεροῦνται καὶ τῶν ἀλόγων ἐκείνων λέξεων καὶ συνθημάτων, πού ἔχουν ἀπήχησιν εἰς τὰς μάζας.
λ) Τέλος ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν λέξεων, πού ἐπραγματεύθημεν ἀνωτέρω, εἶναι ἡ λέξις «δημοκρατίας».
«Οἱ ἄνθρωποι τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, πού ἐφαντάζοντο ὅτι ἀντέγραφον τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας καὶ τοὺς Ρωμαίους, ἔδιδαν εἰς ἀρχαίας λέξεις νόημα, τὸ ὁποῖον οὐδέποτε εἶχον. Ποία ὁμοιότης ἠδύνατο νὰ ὑπάρξη μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν θεσμῶν καὶ ἐκείνων, πού δεικνύουν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις; Τί ἦτο τότε δημοκρατία, ἂν ὄχι εἷς οὐσιαστικῶς ἀριστοκρατικὸς θεσμός, διαμορφωμένος ἀπὸ μίαν συνένωσιν μικρῶν δεσποτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκυριάρχουν ἐπὶ πλήθους δούλων»; (Le Bon, Α 87).
Αἱ διαφοραὶ ἦσαν πολὺ περισσότεραι καὶ βαθύτεραι καὶ αἱ παραισθήσεις μεγαλύτεραι: 1. Οἱ ἀρχαῖοι “Ἕλληνες ἦσαν πρωτότυπα κατακτητικὰ φῦλα, τὰ ὁποία ἔδωσαν εἰς ἑαυτὰ καὶ μόνον τὴν δημοκρατίαν, κατόπιν τῆς κατακτήσεως βαρβάρων λαῶν. Ἐνῷ οἱ ἀστοὶ τῆς Εὐρώπης ἦσαν ὑποτελεῖς καὶ ἐλαβον τὴν «δημοκρατίαν» δι’ ἐπαναστάσεως ἀπὸ μίαν τάξιν ἀπείρως ἀνωτέραν των. 2. Οἱ Ἕλληνες καθιέρωσαν τὴν δημοκρατίαν ὡς ἐλεύθεροι, ἐνῷ οἱ ἀστοὶ ὡς ἀπελεύθεροι. Γεγονὸς τεραστίας σημασίας ὡς πρὸς τὰ πλέγματα μειονεκτικότητος. 3. Ὁ δῆμος περιελάμβανε μόνον τοὺς ἐλευθέρους, ὄχι ὁλόκληρον τὸν πληθυσμὸν ἤ ὄλας τὰς τάξεις. Ἑπομένως καὶ ἡ ψῆφος ἦτο μερικὴ καὶ ἄνισος. Εἰς αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἄνισον ψῆφον ὠφείλετο ἡ ἐν παντὶ ποιοτική ἐπιλογή. Ἐνῷ ἀντιθέτως εἰς τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν ἡ ψηφοφορία περιλαμβάνει ὅλον τὸν «λαόν», ἑπομένως ἡ ψῆφος εἶναι γενικὴ καὶ ἴση, ἄγουσα ἀδηρίτως πρὸς ποσοτικὴν μαζοποίησιν καί, ἑπομένως, πρὸς ποσοτικάς ἀξίας. -4. Οὐδεμία, συνεπῶς, ἐκ τῶν ἐκπροσωπευτικῶν λέξεων τῆς ἀστικῆς κοινωνίας -ἐλευθερία, ἰσότης, δικαιοσύνη, πρόοδος, δημοκρατία- εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθῆ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς κλασσικῆς Ἑλληνικῆς δημοκρατίας.
μ) Εἰς τὴν μαζοποίησιν τῆς κοινωνίας ἀντιστοιχεῖ κατ’ ἀνάγκην ἡ μαζοποίησις τῶν γλωσσῶν. Αἱ κατώτεραι τάξεις διαθέτουν πολὺ ὀλιγωτέρας ἐννοίας καί, συνεπῶς, ἀπείρως πτωχότερον λεξιλόγιον καὶ πτωχοτέραν γραμματικὴν καὶ σύνταξιν ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν λογίαν γλώσσαν τῶν μορφωμένων. Ὅσον περισσότερον, συνεπῶς, ἀνέρχονται κοινωνικῶς, οἰκονομικῶς καὶ πολιτικῶς αἱ μᾶζαι, ὅσον περισσότερον ἀποτείνονται εἰς αὐτάς οἱ δημαγωγοί, τόσον περισσότερον αἱ μᾶζαι ἐπιβάλλουν τὴν ἴδικην των γλῶσσαν καὶ εἰς τὰς ἀλλας τάξεις τῆς κοινωνίας. Ὁ «δημοτικισμὸς» εἶναι διεθνὲς φαινόμενον.
«Νεκρὰ» ὀνομάζεται ἡ γλῶσσα τῆς ἀρχούσης τάξεως. «Ζωντανὴ» ὀνομάζεται ἡ γλῶσσα τῶν ἀνερχομένων. Ἡ πρώτη ὑπερτερεῖ εἰς ἐκλογικευμένας ἐννοίας καὶ λέξεις -ἀπαραίτητους διὰ τὸν ὀργανωτικὸν καὶ κυριαρχικόν της ρόλον- ἡ δευτέρα ὑπερέχει εἰς θυμικάς καὶ συναισθηματικάς λέξεις, (ἐξ οὗ λόγου καὶ κρίνεται ὀρθῶς ὡς καταλληλωτέρα διὰ τὴν ποίησιν, διὰ τὴν λογοτεχνίαν καί, φυσικῷ τῷ λὸγω διὰ τὴν δημαγωγίαν).
Ὁ «δημοτικισμὸς» ὕπηρξε παντοῦ κίνημα τῆς ἀστικῆς τάξεως ἐκ τριῶν λόγων: α) ἐκ τοῦ γνωστοῦ ὑποκειμενικοῦ πλέγματος μειονεκτικότητος ἔναντι τῆς ἄκρως διαφορισμένης, πλουσίας, περιτέχνου, πολυπλόκου καὶ εὐγενοῦς γλώσσης τῶν φεουδαρχικῶν αὐλῶν, ἡ ὁποία προωρίζετο νὰ ἐκφράζη τὸν πολιτισμὸν των, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν ἄκρως λεπτομερικευμένην ἐθιμοτυπίαν. β) ἐκ τῆς ἀντικειμενικῆς ἀνάγκης νέων λέξεων πρὸς κάλυψιν νέων ἰδεῶν ἐπὶ παντὸς ἀστικοῦ πεδίου: τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν, τῶν τεχνικῶν ἐφευρέσεων, τῆς νομοθεσίας, τῆς οἰκονομίας, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἀστικῆς λογοτεχνίας καὶ Τέχνης,
γ) ἐκ τῆς ἰδεολογικῆς (δημαγωγικῆς) ἀστικῆς σκοπιμότητος ὅπως, διὰ μιᾶ νέας ρεαλιστικῆς καὶ ἁπλουστευμένης ἐπὶ τὸ χυδαιότερον γλώσσης, ἐπιδειχθῆ -πρῶτον- ἡ ἐφαρμογὴ τῶν «δημοκρατικῶν ἀρχῶν» (ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης) καὶ -δεύτερον- ὅπως, διὰ τῆς «ζωντανῆς» δημοτικῆς γλώσσης, κινητοποιηθοῦν τὰ ἄλογα θυμικὰ καὶ συναισθηματικὰ ψυχολογικὰ κίνητρα τῶν κάτω τάξεων ὑπὲρ τῆς εἰκονικῆς «ἐλευθερίας», « ἰσότητος» καὶ «ἀδελφότητος» μεταξὺ τῶν ἀστῶν καὶ τῶν προλεταρίων.
Εἰς τὸ τρίτον τοῦτο σημεῖον ὁ ἀστὸς ἀπέτυχεν, ὡς γνωστόν, καθ’ ὁλοκληρίαν. Ὅπως εἰς ἄλλας ἀστικάς ἀρχάς, οὕτω καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, ὁ ἀστὸς ὑπῆρξεν ὁ διδάσκαλος τῶν κομμουνιστῶν, ἐφ’ ὅσον οὗτος, διὰ τῶν ἀρχῶν του, ὑπῆρξεν ὁ δημιουργός τῆς κοινωνικῆς μαζοποιησεως. Διότι μόνον ἡ προηγηθεῖσα μαζοποίησις κατέστησεν ἀναγκαῖαν καὶ ἀναπότρεπτον τὴν χρῆσιν τῶν πλέον ἁπλοϊκῶν, χυδαίων, κενῶν λέξεων διὰ τὴν ἐπίκλησιν τῶν μαζικῶν ἀλόγων στοιχείων.
Ὅτι ὁ πλοῦτος τῶν λέξεων δημιουργεῖ πλοῦτον ἐννοιῶν εἶναι ἀξίωμα διὰ τὴν ψυχολογίαν τῶν γλωσσῶν: Οἱ κομμουνισταί, συνεπῶς, ὄχι μόνον ἐδέχθησαν τὸ νέον «ζωντανὸν» ἀστικὸν λεξιλόγιον, ἀλλὰ καὶ ἐφαρμόζουν εἰς τοὺς λόγους των καὶ εἰς τὰ ἐντυπὰ των μίαν συστηματικήν καὶ ὠργανωμένην ἀποβλάκωσιν τῶν μαζῶν διὰ τοῦ προγραμματικοῦ περιορισμοῦ τῶν λέξεων εἰς ὀλίγα καὶ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενα συνθήματα (Schlagwoerter, Slogans).
Ἡ γερμανικὴ «καθαρεύουσα» (Hochdeutsch) διαθέτει 300.000 λέξεις. Αἱ τοπικαὶ διάλεκτοι διαθέτουν 5.000-6.000 λέξεις. Τὰ κομμουνιστικὰ ἔντυπα καὶ οἱ λόγοι διαθέτουν ἀκόμη ὀλιγωτέρας λέξεις. Ἡ ἑλληνικὴ γραφομένη δημοτικὴ εἰς μή λογοτεχνικὰ κείμενα δανείζεται ἀπὸ τὴν καθαρεύουσαν ὄλας τὰς λέξεις πού ἐκφράζουν ἀφηρημένας ἐννοίας. Ἡ κομμουνιστικὴ δημοτική, πού ἀπευθύνεται εἰς τὰς μάζας, ἀντιθέτως ἀποφεύγει συστηματικῶς τὰς ἀφηρημένας ἐννοίας καὶ τὰς ἀντιστοίχους λέξεις πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἐμπόδιση αὐτὴν ταύτην τὴν λειτουργίαν τῆς σκέψεως τῶν ὀπαδῶν της, ἡ ὁποία, (ἐπὶ μὴ θυμικῶν καὶ μὴ συναισθηματικῶν θεμάτων), διατυποῦται ἀκριβῶς διὰ τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν καὶ τῶν ἀφηρημένων λέξεων.
Ἀντὶ τούτων δημιουργεῖ πλῆθος νεολογισμῶν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῶν ὑβριστικῶν ἐπιθέτων, πρὸς θυμικὴν καὶ συναισθηματικὴν κατανάλωσιν τῶν προπαγανδιζομένων μαζῶν, ἡ ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ λεκτικοῦ ἀποκρυφισμοῦ τῶν ἐγκληματιῶν (Argot) πρὸς συνθηματικὴν συνεννόησιν. Ἐνῷ ἡ χρῆσις πλειόνων λέξεων δι’ ἕν ἀντικείμενον σημαίνει ἐννοιολογικὸν πλοῦτον καὶ ἀκριβῆ προσδιορισμὸν ὅλων τῶν ἀποχρώσεων τοῦ αὐτοῦ ἀντικειμένου, -ἀντιθέτως ἡ χρῆσις μίας ἤ ὀλίγων λέξεων διὰ πλείονα ἀντικείμενα σημαίνει ἐννοιολογικὴν ἔνδειαν, ἀνακριβῆ προσδιορισμὸν ἑνὸς ἑκάστου ἀντικειμένου, παραγνώρισιν τῶν ἀποχρώσεων, σύγχυσιν ἐννοιῶν καί, τελικῶς, πνευματικὴν ἰσοπέδωσιν. Ὅταν τοιαῦτα φαινόμενα δὲν ὀφείλωνται εἰς ἁπλὴν ἀγραμματοσύνην, ἀλλὰ κατευθύνονται συνειδητῶς παρ’ ἐνδιαφερομένων κομμάτων ἤ ὀργανώσεων πρὸς ἐξυπηρέτησιν συμφερόντων ὑπὸ μορφὴν θεωριῶν, πρόκειται ἀποδεδειγμένως περὶ ἰδεολογίας, ὑπὸ τὴν γνωστήν ἤδη ἔννοιαν τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν καὶ κρύφιων σκοπῶν.
Εἰς τὸν ἀστώτερον τῶν ἀστῶν -τὸν ἀμερικανὸν ἀστὸν- παρατηροῦνται παρόμοια γλωσσικὰ φαινόμενα, ὅπως εἰς τὸ προλεταριάτον: Βεβαίως τὸ ἀγγλικὸν προλεταριάτον οὐδέποτε ἐγνώρισε καὶ οὐδέποτε ὡμίλησε τὴν ἐπίλεκτον καθαρεύουσαν γλῶσσαν τῆς Oxford καὶ τοῦ Cambridge. Οἱ Ἄγγλοι ἀστοὶ ὁμιλοῦν μίαν μέσην «καθομιλουμένην», μὲ πᾶσαν προσπάθειαν προσαρμογῆς πρὸς τοὺς κοινωνικοὺς καὶ γλωσσικοὺς «καλοὺς τρόπους», οὐδέποτε ὅμως ὡμίλησαν τὴν γλώσσαν τῶν προλεταρίων. Ἡ διαφανὴς αἰτία εἶναι ὅτι ἡ ἀγγλικὴ ἀστικὴ τάξις -παρὰ τὰς ἀντιθέτους ἀρχὰς της- ἐμαθήτευσεν εἰς τὴν φεουδαρχίαν, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώριζε, καὶ οὐδέποτε διέκοψε τὴν ἱστορικὴν συνέχειαν, καὶ συνεπῶς, τὸν αὐτοέλεγχόν της διὰ τῶν παλαιοτέρων κριτηρίων.
Ὅλως ἀντιθέτως ἡ ἐν Ἀμερικῇ ἱδρυθεῖσα κοινωνία: α) συγκειμένη ἀρχικῶς ἐκ πτωχῶν καὶ ἀνομοιογενῶν μεταναστῶν πάσης προελεύσεως· β) οὐδέποτε γνωρίσασα τὴν πλουσίαν καὶ ὀρθὴν ἀγγλικὴν γλώσσαν· γ) ἄνευ αὐτοχθόνων παραδόσεων· δ) χωρὶς κοινωνικὸν διαφορισμὸν· ε) μὲ ἰσοπεδωτικὸν πνεῦμα· στ) εὐθέως εἰσελθοῦσα εἰς τὸν καπιταλισμόν· ζ) ἀπηλλαγμένη παντὸς συγκριτικοῦ κριτηρίου ἐκ τῆς (ἀνυπάρκτου) παλαιᾶς ἀριστοκρατίας, -ἑπόμενον ἦτο νὰ σχηματίσῃ ἀνάλογον πτωχήν, ἀγελαίαν, καὶ ἰσοπεδωμένην γλῶσσαν, εἰς τρόπον ὥστε νὰ θεωροῦνται ὡς «πραγματικὴ» ἀριστοκρατία τῆς Ἀμερικῆς οἱ πρῶτοι Ἄγγλοι μετανάσται τοῦ May Flower καὶ ὡς μητρόπολις τῆς ἀγγλικῆς καθαρευούσης τὸ Boston. Τὸ αὐτὸ φαινόμενον παρατηρεῖται εἰς τὴν ἄλλοτε πλουσίαν ρωσσικὴν γλῶσσαν ἀπὸ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ κομμουνισμοῦ.
13. Ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως τῆς «αὐτονομίας τῶν λέξεων» καθίσταται ἤδη δυνατὸν νὰ προσδιορισθῆ καὶ ὁ πραγματικὸς ρόλος τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτειακοῦ θεσμοῦ τῆς συζητήσεως, τὸν ὁποῖον ὁ Hauriou χαρακτηρίζει ὡς «τὴν ἐποχὴν τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ» [25].
Ἡ «συζήτησις» -ὑποδιαίρεσις τῆς «συνομιλίας» διεξάγεται βεβαίως διὰ λέξεων καὶ συνεπῶς ἐπιφορτίζεται ἐκ τῶν προτέρων δι’ ὅλων τῶν ἀνεπαρκειῶν, ἀδυναμιῶν, παρανοήσεων καὶ διαστροφῶν τῶν ἐννοιῶν μέσῳ τῶν λέξεων. Κατὰ τὰς θεωρίας τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡ συζήτησις πρϋπέθετεν ἐλευθέραν ἀνταλλαγὴν ἀτομικῶν γνωμῶν, αὐτονόμων ἀτόμων, κοινῶν βασικῶν ἀρχῶν (ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης) καὶ κοινὸν συμφέρον μεταξὺ τῶν συζητητῶν, διὰ νὰ «διαλάμψη -διὰ τοῦ ὀρθολογισμοῦ- ἡ ἀλήθεια», «πρὸς τὸ καλόν της κοινωνίας».
Ἀπεκλείετο ἀντιθέτως πάσα ἀτομικὴ ὑπηκοότης πρὸς οἱανδήποτε ὠργανωμένην κοινωνικὴν ὁμάδα, καὶ πᾶς ἐντεῦθεν ὁμαδικὸς ἐπηρεασμὸς τοῦ ἀτόμου βάσει τῆς ἀρχῆς τῶν φιλοσόφων του Διαφωτισμοῦ, καθ’ ἥν «ὁ ὀρθὸς λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τους ἀνθρώπους ἐξ ἴσου». Πῶς νὰ ἐννοήσουν, εἰς τὴν ἰδεολογικὴν καὶ οὐτοπιστικὴν των μέθην, οἱ τότε Ἱεροφάνται τοῦ «Ὑπέρτατου Ὄντος» δηλαδὴ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου»- ὅτι αὐτὸ τὸ ἀκροτελεύτιον «ἐξ ἴσου» ἐσήμαινε τὴν ἀναίρεσιν τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καὶ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν κοινωνικῶν τάξεων καὶ τῆς μάζης;
Τὴν τοιαύτην ἑρμηνείαν τοῦ ὀρθολογικοῦ πλάσματος τῆς «συζητήσεως» ἐστήριξε -πλὴν τοῦ μύθου τῆς φιλοσοφικῆς [26], κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἐλευθερίας- καὶ ἡ οἰκονομικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτομικοῦ συναγωνισμοῦ : ὅπως εἰς τὸν οἰκονομικοό ἐλεύθερον συναγωνισμὸν τῶν ἀτομικῶν ἐπιχειρήσεων θὰ ἐπεκράτει ὁ ἱκανώτερος, οὕτω καὶ εἰς τὸν λογικὸν ἐλεύθερον συναγωνισμὸν τῶν γνωμῶν θ’ ἀνεδεικνύετο ὁ λογικώτερος (ὁ ὁποῖος θὰ «ἔπειθε» καὶ τοὺς ἄλλους). Ἀλλὰ καὶ ὁ μῦθος οὗτος κατέρρευσεν ὅταν ὁ ἀτομικὸς καὶ ἐλεύθερος οἰκονομικὸς συναγωνισμὸς κατέληξεν ἀκριβῶς διὰ τοῦ ἰδίου του μηχανισμοῦ (τῆς ἀπορροφήσεως τῶν ἀσθενέστερων ἐπιχειρήσεων ὑπὸ τῶν ἰσχυρωτέρων) εἰς τὰ καπιταλιστικὰ μονοπώλια.
Ἐκ τῶν 8 εἰδῶν «δημοκρατικῆς» συζητήσεως, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Bernsdorf, τὰ 7 εἶναι ὠργανωμένα καὶ κατευθυνόμενα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὸν τρόπον τῆς ὀργανώσεως, ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῆς συζητήσεως καὶ ὑπὸ τῶν ἀτομικῶν θυμικῶν, συναισθηματικῶν καὶ συμφεροντολογικῶν ἐλατηρίων καὶ σκοπῶν τῶν συζητητῶν. Ἀντικειμενικὴ συζήτησις εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη μόνον ὄχι ἁπλῶς μεταξὺ ἐπιστημόνων, ἀλλ’ ὑπὸ ἐπιστημόνων μὲ καθαρὰν ἐπιστημονικὴν συνείδησιν καὶ χαρακτηρολογικὸν ἠρωϊσμὸν -σπάνιον καὶ εἰς τοὺς ἐπιστήμονας, ὅπως καὶ εἰς τὸν «μέσον ἄνθρωπον»- καί, δεύτερον, μὲ πλήρη ἀνεξαρτησίαν ἀπὸ οἱωνδήποτε συμφερόντων, ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν.
Κατόπιν τούτων εἶναι εὐνόητον ποίαν ἐσωτερικὴν ὑφήν καὶ ποίαν ὄψιν παρουσιάζουν αἱ κοινοβουλευτικαί συζητήσεις, ὄπισθεν τῶν ὁποίων, ἐκ τῶν προτέρων, εὑρίσκονται ὠργανωμένα συμφέροντα. Κατὰ τὴν θεωρίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ διὰ τῶν συζητήσεων τούτων μεταξὺ τῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων, διερμηνέων τῆς γενικῆς βουλήσεως καὶ ὄχι τῶν κομμάτων, -τὰ ὁποῖα δὲν ἀναγνωρίζονται ἐπισήμως ὑπὸ τῶν δημοκρατικῶν πολιτευμάτων- τεκμαίρεται τελικῶς, διὰ τῆς πλειοψηφίας, ἡ βούλησις τῆς Πολιτείας καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἐπικράτησιν τοῦ δικαίου ἔναντι τῆς βίας.
Ἡ ἀρχὴ ὅμως τῆς πλειοψηφίας ὡς λογικῆς ἀποδείξεως τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθότητος ἵσταται καὶ πίπτει μετὰ τῆς προϋποθέσεως καθ’ ἤν «ὁ ὀρθὸς λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τους ἀνθρώπους ἐξ ἴσου»: Θεωρία ἐπικρατήσασα ὡς ἰδεολογία -εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν μεγάλων (καὶ ἀνεύθυνων) μεταφυσικῶν συνθέσεων, διαλυθεῖσα ὅμως εἰς τὴν ἐποχήν μας διὰ τῶν κάπως κοπιωδεστέρων (καὶ ὑπευθύνων) ἐπιστημονικῶν ἀναλύσεων. Μέχρι τοῦ σημείου ὄχι μόνον ν’ ἀπορρίπτεται τὸ δόγμα τῆς -τυχαίας ἐκάστοτε- πλειοψηφίας ὡς ex professo φορέως τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου», ἀλλὰ καὶ ν’ ἀμφισβητεῖται ριζικῶς ἡ ὕπαρξις καὶ ἡ λειτουργία τοῦ «Ὀρθοῦ λόγου» εἰς τὴν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν. Ἡ πλειοψηφία ἀποτελεῖ, κατὰ ταῦτα, ἁπλῶς κοινωνικὴν σύμβασιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῶν συμφερόντων καὶ ὄχι ἀπόφανσιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ «ὀρθολογισμοῦ».
Ἀλλά καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε κάποιος W.G.Hamilton, ἐκδόσας κάποιο κυνικὸν συνταγολόγιον κοινοβουλευτικῶν τεχνασμάτων πρὸς ἐπικράτησιν τῶν κοινοβουλευτικῶν ρητόρων -συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς δολιότητος καὶ τῆς ἀπάτης, οὐδέποτε ἐκ τῶν βασικῶν ὡς ἄνω ἰδεολογικῶν προϋποθέσεων ἐτηρήθη ποτὲ εἰς τὰς κοινοβουλευτικὸς συζητήσεις καὶ ἀποφάσεις ἐφ’ ὅσον, ἀντὶ τῆς ἐκπροσωπήσεως τῆς γενικῆς βουλήσεως παρὰ τῶν ἀτομικῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων, καὶ ἀντὶ τῆς ἐλευθέρας πλειοψηφίας (Volonte Generale) ὑπάρχουν ὠργανωμένα κόμματα μὲ αὐστηράν ἐσωτερικὴν πειθαρχίαν καὶ ὄπισθεν τῶν κομμάτων ὑπάρχουν ὠργανωμένα καὶ δὴ ταξικὰ συμφέροντα, τὰ ὁποία προδικάζουν τὰς «γνώμας» τῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων.
Διαπραγματεύσεις, συμβιβασμοὶ καὶ συνδυασμοὶ οὐδόλως σκοποῦν τὴν λογικὴν συζήτησιν πρὸς εὕρεσιν τῆς «ἀληθείας» καὶ τῆς «δικαιοσύνης», ἀλλ’ ἀποτελοῦν ἀντιθέτως δυναμικάς μόνον ἀναμετρήσεις, βασιζομένας εἰς ἐπηρεασμὸν τῶν μαζῶν διὰ τῶν μέσων δημοσιότητος, εἰς τὴν ὑποβολήν, εἰς τὴν ὑπερβολήν, εἰς τὴν ἐπιβολὴν καὶ εἰς τὴν ἐπίκλησιν ἄλλων συμφερόντων, ἤ θυμικῶν καὶ συναισθηματικῶν στοιχείων καὶ παθῶν.
Ἐπὶ πλέον, κατόπιν τῶν ὀλιγαρχικῶν φαινομένων τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ καὶ συνδικαλισμοῦ, ἀκολουθεῖ ἤδη καὶ ὁ κοινοβουλευτισμὸς τὰς αὐτάς ὀλιγαρχικάς μεθόδους, διὰ τοῦ περιορισμοῦ τοῦ λόγου καὶ τῆς συζητήσεως εἰς τὴν λαϊκὴν ἀντιπροσωπείαν καὶ διὰ τῆς παραπομπῆς τῶν κρισίμων θεμάτων εἰς ὀλιγομελεῖς, « ἐξειδικευμένας» καὶ εὐκολώτερον κατευθυνομένας ὑπὸ τῆς κομματικῆς ἡγεσίας, κοινοβουλευτικάς ἐπιτροπάς.
@Εὐαγγέλος Λεμπέσης (1094-1968) καθηγητής κοινωνιολογίας, αρθογράφος, συγγραφέας
[1]. Karl Mannheim, B, 660. Κατὰ ταῦτα διαφέρει ἡ ἰδεολογία (Ideologie) ἀπὸ τῆς εἰλικρινοῦς Ἰδέας. Ἡ καθιερωμένη ἑλληνικὴ λέξις «ἰδεολογία» καὶ «ἰδεολόγος» ὡς χαρακτηριστική τῆς εἰλικρινοῦς προσκολλήσεως ἑνὸς ἀτόμου ἡ ὁμάδος πρὸς μίαν Ἰδέαν, εἶναι ἐσφαλμένη. Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην ἡ λέξις «ἰδεολόγος» καὶ «ἰδεολογία» θὰ ἐπρεπεν ἴσως ν’ ἀντικατασταθῆ διὰ τῶν λέξεων «ἰδεαλισμὸς» καὶ «ἰδεαλιστής». Μία κοινωνικοψυχολογική ἀνάλυσις θὰ ὡδήγει ἴσως εἰς ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα: Μήπως ὁ ἐμπειρικὸς καὶ ἐμπορικὸς λαὸς μας θέτει εἰς τὴν αὐτὴν μοὶραν τὸν ἰδεαλιστὴν καὶ τὸν ἰδεολόγον ἐκ τοῦ λόγου ὅτι δὲν πιστεύει εἰς τὴν δυνατότητα ὑπάρξεως ἰδεαλιστῶν; Μήπως διότι θεωρεῖ τὸν ὅρον «ἰδεολόγος» ἁπλῶς συμφέροντα, φρονῶν ὅτι ὁ ἰδεολόγος, ὑπὸ τὸν μανδύαν τοῦ ἰδεαλσιτοῦ, ἀσκεῖ ἀσφαλέστερον τὸ ἔργον τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν κλπ. ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ Mannheim; Ἐρωτήματα διὰ τὴν ἑλληνικὴν κοινωνιολογίαν.
[2]. Geiger C 12-15. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς δόγμα ἔστρεψε κατὰ τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος καὶ ὑπὲρ τῶν πολυμόρφων σοσιαλισμῶν τὸ προλεταριάτον.
[3]. Rousseau, αὐτόθι. Σημειωτέον ὅτι ὁ Rousseau ἀπηυθὺνετο κυρίως εἰς πολίτας τοῦ ἀστικοῦ καὶ δημοκρατικοῦ Καντονίου τῆς Γενεύης, δι’ ὅ καὶ αἱ ἐπικρίσεις του δὲν ἀφοροῦν μόνον τοὺς Γάλλους εὐγενεῖς τοῦ Ancien Regime, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄρχουσαν ἀστικὴν τάξιν τῆς πατρίδος του.
[4]. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Γάλλοι διανοούμενοι τοῦ 18ου αἰῶνος, — τῶν ὁποίων προηγηθησαν οἱ Ἄγγλοι, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ περὶφημον βιβλίον τοῦ Montesquieu «L’ esprit des lois»— ὅπως καὶ ἡ Ἰταλικὴ ‘Ἀναγέννησις, εἶχον ἐγκύψει εἰς τὰς ἰδέας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων φιλοσόφων, οἱ δὲ Γάλλοι ἐγκυκλοπαιδισταὶ ἐθεώρουν ἑαυτοὺς πνευματικῶς ὡς ἀπογόνους των.
[5]. Βεβαίως καὶ ὁ οἰκονομικὸς φιλελευθερισμός, ὡς θεωρία, δὲν ἦτο δημιούργημα τῶν ἀστῶν, ἀλλὰ σειρᾶς Ἄγγλων διανοουμένων (φιλοσόφων) καὶ τοῦ Καλβινικοῦ προτεσταντισμοῦ (πουριτανισμοῦ). Μόνον ἡ ἐκλεκτικὴ μεταποίησις καὶ διαστροφὴ τῆς θεωρίας (ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συγκαλύψεως συμφεροντολογικῶν σκοπῶν) ὁ οἰκονομικὸς φιλελευθερισμὸς ἀποτελεῖ ἰδεολογίαν. Βεβαίως καὶ τὴν συνειδητὴν μεταποίησιν τῆς θεωρίας εἰς ταξικὴν ἰδεολογίαν ἐκτελοῦν, ἐπίσης, διανοούμενοι ἀλλ’ εἶναι, ἐξ ὁρισμοῦ, φανερὸν ὅτι οἱ διανοούμενοι οὗτοι δὲν ἀνήκουν εἰς τὸ ἄτυπον ἄθροισμα τῶν ἐπίλεκτων. Εἶναι οἱ μόνοι ἀληθῶς «ἀστοὶ (ταξικοὶ) διανοούμενοι». Τὸ φαινόμενον ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς τὴν προλεταριακὴν (ταξικὴν) διανόησιν (Μὰρξ καὶ μαρξισταὶ διανοούμενοι). Τὸ σύνηθες γεγονὸς ὅτι πᾶσα ταξικὴ ἰδεολογία ἐμφανίζεται ὡς ἐκπροσωποῦσα ὄχι μίαν τάξιν, ἀλλὰ «τὴν κοινωνίαν» ὁλόκληρον, εἶναι, ἀντιθέτως, αὐτόφωρος συγκάλυψις τῶν ἀληθῶν σκοπῶν της καί ἀπόδειξις τῆς ταξικῆς της ἰδεολογίας.
[6]. Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἀνήκει ἡ πρὸς τοὺς ἀστοὺς ἀπευθυνθεῖσα φράσις τοῦ Marx «ἠπατημένοι ἀπατεῶνες» (Betrogene Betrueger). Τὴν αὐτήν, βεβαίως, φιλοφροσύνην ἔχουν πᾶν δικαίωμα ν’ ἀνταποδώσουν — καί δὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας— οἱ ἀστοὶ εἰς τοὺς μαρξιστάς.
[7]. Le Bon A 121: «Ἡ ἀκριβὴς ἡμέρα τοῦ θανάτου μίας μεγάλης δοξασίας εἶναι ἡ ἡμέρα καθ’ ἢν ἀρχίζει νὰ συζητεῖται ἡ ἀξία της. Πᾶσα γενικὴ δοξασία, ὡς πλάσμα τῆς φαντασίας, διαρκεῖ μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι δὲν ὑποβάλλεται εἰς οὐδενός εἴδους ἔλεγχον».
[8]. Εἰς τὴν πλημμελῆ αὐτὴν λειτουργίαν τοῦ λογικοῦ μηχανισμοῦ ὀφείλονται, ἄλλως τε, κατὰ τὸ πλεῖστον καὶ αἱ συζητήσεις μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων. Ὡς πρὸς τὴν ἔντιμον ἀναζήτησιν τῆς ἀληθείας ὅμως τὸ πρῶτον προσὸν τοῦ ἐπιστήμονος φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ γενναιότης ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπως θαυμάσια ἀνέπτυξεν ὁ Max Weber εἰς τὴν περίφημον πραγματείαν τοῦ «Wissenschaft als Beruf» 573-78.
[9]. Ressentiment: «Νοθεία τῶν ἀξιῶν, ὑποτίμησις καὶ ἄρνησις τῶν ἰσχυουσῶν ἀξιῶν, ἐξύψωσις κατωτέρων ἀξιῶν, ἀναγνώρισις τῶν μὴ ἀξιῶν ὡς ἀξιῶν» (Sombart, G I, 56), von Martin, E 421. Nietzsche Α, Β).
[10]. Ἀλλὰ τὰ «γεγονότα» δὲν εἶναι γεγονότα, ὅπως ἡ «πραγματικότης» δὲν εἶναι πραγματικότης: εἶναι αὐτὸς οὗτος ὁ στίβος συναντήσεως ὅλων τῶν θεωριῶν, ἰδεοκρατικῶν, ἐμπειρικῶν καὶ ψυχολογικῶν, ἀναλόγως τῆς ἀφετηρίας των καὶ τῶν τάσεων των. Ὁ Comte ὑπονοεῖ ἑπομένως τὴν ἐμπειρικὴν ἁπλῶς ἑρμηνείαν τῶν «γεγονότων».
[11]. Ὁ Le Bon ἔγραφε τῷ 1895. Τὰ συμπεράσματα του ἐπεκυρώθησαν μετέπειτα ὑπό τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους ( Freud, Adler, Jung), τὴν ὁποίαν περιλαμβάνει, ἐν σπέρματι πρὸ αὐτῶν καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Le Bon ὁ ὁποῖος δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς πρωτοπόρος, διὰ τῆς ὅλης θεωρίας του περὶ τῆς κοινωνικῆς ἐκτάσεως καί πρωταρχικῆς σημασίας τοῦ ὑποσυνειδήτου: «Ὄχι μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ζωήν, ἀλλ’ ἀκόμη καί εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς νοήσεως τὰ ὑποσυνείδητα φαινόμενα διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλον. Ἡ συνειδητὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος ἀντιπροσωπεύει πολὺ ἀσθενῆ συμμετοχήν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ὑποσυνείδητον» (Le Bon, Α20). Εἰς τὴν περίπωσιν αὐτὴν δύναται μάλιστα νὰ λεχθῆ, ὅτι τὸ γαλατικὸν πνεῦμα τοῦ «μέτρου» κατώρθωσε ν’ ἀποφύγη πολλάς πανσεξουαλιστικάς τερατολογίας τοῦ Freud (βλ. Emil Ludwig, Freud ohne Maske, ἔλλ. ἔκδ. «Ὁ Φρόϋντ χωρὶς μάσκα»).
[12]. Ἐπίσης καὶ εἰς τὸ σημεΐον αὐτὸ ἀπεδείχθη προφητικὸς ὁ Le Bon. Διότι, πράγματι, ὄχι αἱ ἀντισοσιαλιστικαὶ καὶ ἀντικομμουνιστικαὶ θεωρίαι, ὅσον ἡ ἀποτυχία τῶν σοσιαλιστικῶν καὶ κὸμμουνιστικῶν πειραμάτων, ἀπὸ τοῦ 1917 ἐπέφεραν ἀνάσχεσιν τῶν σχετικῶν ἰδεολογιῶν.
[13]. Οἱ παρακολουθησαντες τὰς ἀτελευτήτους διαμάχας μεταξὺ τοῦ Marx, τοῦ Μπακούνιν, τοῦ Proudhon, τοῦ Dühring καὶ πλείστων ἄλλων περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ σοσιαλισμοῦ· τὰς ὁμοίας διαμάχας μεταξὺ τῶν μαρξιστικῶν θεωρητικῶν καὶ πολιτικῶν Bernstein, Kautsky, Lenin, Trotzki, Rosa Luxemburg, Hilferding, κ.α. περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ μαρξισμοῦ· καὶ τὰς ὁμοίας διαμάχας τῶν Stalin, Trotzki, Chrustschew περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ κομμουνισμοῦ, τοῦ λενινισμοῦ, τοῦ σταλινισμοῦ, τοῦ τροτσκισμοῦ , διακρίνουν τὴν ὀρθότητα τῆς ὡς ἄνω θεωρίας τοῦ Le Bon.
[14]. Εἰς τὴν ἁπλῆν καὶ λακωνικὴν αὐτὴν φράσιν τοῦ Le Bon διατυποῦται ἡ ὅλη κοινωνιολογικὴ θεωρία περὶ τῆς ἐκ τῶν ἄνω ἀνατροπῆς τῶν κυριάρχων κοινωνικῶν τάξεων, μεθ’ ὅλων τῶν φαινομένων τῆς ἐκ τῶν κάτω ψυχολογικῆς καὶ ἰδεολογικῆς των διαβρώσεως.
[15]. Εἰς αὐτὴν ἄλλως τε τὴν κατηγορίαν ἀνήκουν οἱ διανοούμενοι παντὸς «Διαφωτισμοῦ» καὶ πάσης ἰδεολογίας καὶ οὐτοπίας. Πρβλ. Willy Hellpach, A 84. Β 67 ἑπ. 74 ἑπ.
[16]. Le Bon, 34. Καθηγητὴς τοῦ ἐν Ἀθήναις, νομίζω, Πανεπιστημίου προέβη παλαιότερον εἰς τὸ ἀκόλουθον πείραμα: ἐσκηνοθὲτησεν ἀναταραχὴν φοιτητῶν εἰς τὰ τελευταῖα θρανία τῆς αἰθούσης τῶν παραδόσεων καὶ ἐκάλεσε τους μὴ ἀναμεμιγμένους εἰς τὴν ἀναταραχὴν φοιτητάς νὰ καταθέσουν τί συνέβη καὶ πόσοι ἦταν οἱ ταραξὶαι Ὅλοι αὐτοὶ οἱ «αὐτόπται μάρτυρες» κατέθεσαν ὅλως διαφορετικὰ ἀπ’ ἀλληλων στοιχεῖα.
[17]. Le Bon, A 141-148. Ἐκ τῆς διαπιστώσεως ταύτης, ἐκ τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν ἐνόρκων παρὰ τῶν ὑποκειμενικῶν των βιοτικῶν ὅρων, ἐντυπώσεων καὶ συναισθημάτων, ἐκ τῆς ἐπιεικίας των καὶ ἐκ τοῦ ἐπηρεασμοῦ των ὑπὸ τῶν δικηγόρων, ὡρμήθη ἡ διεθνὴς κίνηαις ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τῶν ὁρκωτῶν δικαστηρίων.
[18]. Τὴν ἀξιολογίαν ταύτην περιλαμβάνουν ὀλαι αἱ ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι τῶν ἐπαναστατικῶς ἀνερχομένων ἀτόμων καὶ τάξεων, εἰς τὰς ὁποίας ὀργιάζει ἡ μεταξίωσις (Ressentiment) καὶ τὰ ἐπιθετικὰ ἔνστικτα τῶν μειονεκτικῶν καὶ τῶν νευρωτικῶν. (Freud Β, 148-154).
[19]. Διὰ τὰς ἀτομικάς ἰδιοσυγκρασίας ἡ παλαιὰ Ψυχολογία διαθέτει τὸν ὅρον «ἀτομικὸς χαρακτὴρ» ἤ «ψυχολογικὸς τύπος» (Kretschmer, Jaentsch), ἀγνοεῖ ὅμως τὰς «νοοτροπίας», πιθανῶς διότι αὗται ἀποτελοῦν συλλογικὰ φαινόμενα καὶ ἀνήκουν εἰς τὴν κοινωνικὴν ψυχολογίαν. Ἐπίσης «νοοτροπίαν» δὲν γνωρίζει οὔτε ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους (Freud, Adler, Jung). Ἀπόκλισιν ἀπὸ τῆς κλασσικῆς Ψυχολογίας καὶ προσέγγισιν πρὸς τὴν ἔννοιαν τῆς «νοοτροπίας» ἀποτελεῖ Ὁ Κarl Jaspers (Ρsychologie der Weltanschauungen, 1919), διὰ τῆς κατατάξεως τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὰς κοσμοθεωρίας των καὶ ὁ Ε. Spranger (Lebensformen, 1925) κατὰ τὰς ἰθυνούσας ἀξίας των. Παρὰ ταῦτα ἡ «νοοτροπία», ὑπὸ τὴν κοινωνιολογικήν ἔννοιαν, οὐδὲν ἄλλο εἶναι, παρὰ ἡ ἀνέκαθεν γνώστη ὁμαδικὴ ψυχολογία, ἡ βασιζόμενη ἐπὶ τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως, οἵαν ἄλλως τε ἐπικαλεῖται καὶ ὁ Bouthoul εἰς ὁλόκληρον τὸ εἰδικόν ἐπὶ τοῦ θέματος ἔργον του: «Les mentalites» (1952).
[20]. Ἐκ τοῦ ἐρασιτεχνικοῦ προσωπικοῦ μου ἀρχείου τῶν λέξεων παραθέτω, ὡς παραδείγματα, ὀλίγας λέξεις τριῶν κατηγοριῶν: Ι. Λέξεις ἄνευ ἀξιολογήσεως χρησιμοποιούμεναι δι’ ἀσχέτους ἤ διαφόρους μεταξὺ των ἐννοίας: «Freud», «Komplex», «Βίωμα», Ἀφηρημένη Τέχνη», «Ὑπαρξισμός», «Ἡ ἐποχή μας», «Στὴν ἐποχὴ τῆς ἀτομικῆς βόμβας», «Δυναμικός», «Δυναμισμός», «Περιβάλλον», «Θεωρία τῆς σχετικότητας» («Ὅλα εἶναι σχετικά, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀϊνστάιν»: ἀπάντησις σερβιτόρου παρατηρηθέντος λόγῳ ρυπαρότητος). «Κοινωνικὴ δικαιοσύνη», «Κοινωνικὸν κράτος», «Κράτος δικαίου», «Ψυχανάλυσις», «Desirs refoules», «Σύμπλεγμα κατωτερὸτητος» (μετὰ τοῦ ὁποίου συνδυάζεται τὸ ἀνυπόστατον «σύμπλεγμα ἀνωτερότητος»), «Φιλόσοφος», «Κοινωνιολόγος», «Δημοσιολόγος», «Διανοούμενος», «Πρόοδος», «Ρωμαντικός», «Ρεαλιστὴς» ( ὁ ἀπηλλαγμένος «προλήψεων» ὑπὸ τὰς ὁποίας νοοῦνται συχνὰ καὶ αἱ ἠθικαὶ ἀρχαί). «Ἰδεολόγος» ( ὁ αἰθεροβάμων, ὁ οὐτοπιστής), «Σώψυχα-ξώψυχα», «Προοδευτικὸς» ( ὁ συνοδοιπόρος τῶν κομμουνιστῶν), «Ἱκανὸς» ( ὁ ἐπιτυγχάνων, ἀσχέτως πῶς).
II. Λέξεις θετικῆς καί, κατ’ ἄλλους, ἀρνητικῆς ἀξιολογήσεως: «Προοδευτικός», «Συγχρονισμένος», «Μοντέρνος», «Φρόνιμος» (ὑπὸ τὰς διαφόρους ἐννοίας τοῦ ψυχραίμου, τοῦ συντηρητικοῦ, τοῦ συμφεροντολόγου, τοῦ εὐφυοῦς, τοῦ προσαρμοζόμενου καὶ τοῦ δειλοῦ), «Ζωντανὸς ἄνθρωπος» (ὑπὸ τὰς διαφόρους ἐννοίας τοῦ ζωτικοῦ, τοῦ ἐργατικοῦ, τοῦ θαρραλέου, τοῦ ἠθικῶς ἀδιστάκτου, τοῦ ἀδιάφορου ἔναντι τῆς κοινῆς γνώμης, τοῦ ψυχικῶς ἀναισθήτου, τοῦ «πατῶντος ἐπὶ πτωμάτων»), «Ἐπαναστάτης», «Smart», «Snob».
III. Λέξεις (φανερᾶς ἤ συγκεκαλυμμένης) ἀρνητικῆς καί, κατ’ ἄλλους, θετικῆς ἀξιολογήσεως:«Ἀπροσάρμοστος»,«Ἀντιδραστικός»,«Ἀρτηριοσκληήωτος», «Ὀπισθοδρομικός», «Καθαρευουσιὰνόος»,«Καθυστερημένος»,«Σχολαστικός»,«Σκουριασμένες ἰδέες»,«Περίεργος», «Παράξενος».
[21]. Maisonneuve αὐτ. Ὁ Maisonneuve, 80, ἀναφέρει ἒρευναν ἐπὶ τῶν στερεοτύπων ὑπὸ τοῦ Ἀμερικάνου Sergent περί τῆς συναισθηματικῆς ἀξίας τῶν λέξεων τὰς ὁποίας μετεχειρίσθησαν δύο ἀμερικανικαί ἐφημερίδες ἀντιθέτων πολιτικῶν φρονημάτων, ἐπὶ τῶν αὐτῶν καθημερινῶν γεγονότων. Ὁ κατάλογος τῶν στερεοτύπων ὑπεβλήθη εἰς διακοσίους ἀναγνώστας, ἀνήκοντας εἰς διαφορετικάς κοινωνικάς ὁμάδας. Κατὰ τὸν μέσον ὅρον τῶν ἐρωτηθέντων ἀναγνωστῶν ἐβαθμολογήθησαν παρ’ αὐτῶν μὲ + 100 αἱ εὐχάριστοι λέξεις καὶ μὲ —100 αἱ δυσάρεστοι. Ὁ ἐπίσης Ἀμερικανὸς καθηγητής τῆς Κοινωνιολογίας Riesman, 101-103 («Ἡ μάστιξ τῆς λέξεως»), ὅπως καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸ βιβλίον του, ἀσκεῖ δριμεῖαν κριτικὴν κατὰ τοιούτων «κριτηρίων» (βλ. καὶ 13 πρόλογος Helmut Schelsky) 38, 85, 86 ἑπ., 88, 95-97, 134, 161.
[22]. J.J.Rousseau. Livr II, Chap Ι.: «Τόσον περισσότερον περιορίζεται ἡ ἐλευθερία, ὅσον περισσότερον ἀναπτύσσεται τὸ Κράτος».
[23]. J.J.Rousseau.1. Livr II, Chap XΙ.: – 2. Οὐδὲν σύνθημα ἐκ τῶν ὡς ἄνω πραγματευομένων εἶναι τόσον πεφορτισμένον ὑπὸ τῶν πλεγμάτων μειονεκτικότητος, τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μίσους ἐναντίον τῶν ἀνωτέρων, τῶν καλυτέρων, ὅσο ἡ «ἰσότης».
[24]. Burnham, Α 99, 239. Οὕτως οί ολίγοι οὗτοι τεχνικοί προσεχώρησαν εἰς τήν ίδεολογίαν καί τήν οὐτοπίαν ὅταν μετεβλήθησαν εἰς «τεχνοκράτας« έγκαταλείψαντες τάς φυσικάς έπιστήμας καί προσχωρήσαντες εἰς τὴν πολιτικήν, διὰ τὴν ὁποίαν ἦσαν ὅλως ἀκατάλληλοι. (Fr. Bülow, C 459-60).
[25]. Hauriou (είς Bernsdorf, Α 98). Αὐτή ἡ λέξις Parlament εἰς ὀλας τὰς εὐρωπαϊκάς γλώσσας σημαίνει ἐν κυριολεξίᾳ ἁπλῶς «ὁμιλητήριον», λίαν μετριοπαθὴς χαρακτηρισμὸς πρὸς ἀποφυγὴν τῆς βαρείας εὐθύνης τοῦ «βουλεύεσθαι» (Κοινοβούλιον, Βουλή, Βουλευτήριον).
[26]. Εἶναι ἀναμφιβόλως λίαν ἀτυχής ἡ γνώμη τοῦ H. Nohl (εἰς Bernsdorf, Α 96) καθ’ ἢν ὁ ἱδρυτής, οὕτως εἰπεῖν, τῆς θεωρίας ταύτης εἶναι ὁ Σωκράτης διὰ τῆς διαλεκτικῆς του, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκ τῆς θέσεως καὶ ἀντιθέσεως προκύπτει, διὰ τῆς συνθέσεως, ἡ ἀλήθεια. Διότι ὁ Σωκράτης ἐννοεῖ βεβαίως τὴν συζήτησιν μεταξὺ ἀνιδιοτελῶν φιλοσόφων καὶ οὐδόλως μεταξὺ τῶν «Citoyens», οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὴν ἰσχύν τοῦ ὀρθολογισμοῦ « εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου» ἀλλ’ ἀντιθέτως ἦτο ὁ δημιουργὸς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας, οὐδέποτε ἐκήρυξε τὸν ὀρθολογισμὸν ὑπὸ τὴν ἔννοιαν καὶ μὲ τὴν ἰδεολογικήν σκοπιμότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ — ἐξ ὧν λόγων ἡ φιλοσοφία του οὐδέποτε κατέστη ταξικὴ ἢ μαζικὴ ἰδεολογία — καὶ οὐδέποτε καὶ εἰς οὐδὲν ἐχρησίμευσεν εἰς δημοκόπους.
http://terrapapers.com/?p=39687«Ἀκριβῶς ἡ δραστηριότης εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας, ἀκριβῶς ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἐπιδίωξις τοῦ κέρδους, ἀκριβῶς ἡ χλιδὴ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀνέσεως ἀντικαθιστοῦν τὰς προσωπικάς ὑπηρεσίας διὰ τοῦ χρήματος. Ἂν πληρώνετε τὰ πάντα μὲ χρῆμα, πολὺ συντόμως θὰ εἶσθε σιδηροδέσμιοι. Ἡ λέξις «τὰ οἰκονομικὰ» εἶναι μία λέξις δούλων. Εἰς ἕνα πραγματικὸν κράτος οἱ πολῖται ἐκτελοῦν τὰ πάντα διὰ τῶν χειρῶν των καὶ ὄχι διὰ τοῦ χρήματος».
«Σεῖς ὅμως, λαοὶ τῆς νεωτέρας ἐποχῆς (1762) δὲν ἔχετε δούλους ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι. Ἐξαγοράζετε τὴν ἐλευθερίαν των μὲ τὴν θυσίαν τῆς ἰδικῆς σας. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐπαινῆτε τὸ προτέρημα τοῦτο, εὑρίσκω εἰς αὐτὸ περισσότερον δειλίαν παρὰ ἀνθρωπισμὸν»
«Μὴ ἀνέχεσθε οὔτε ζαπλούτους ἀνθρώπους, οὔτε ἐπαίτας. Ἐκ τῶν πρώτων προέρχονται οἱ ὑπηρέται τῶν τυράννων, ἐκ τῶν δευτέρων οἱ τύραννοι»
***
Ἰδεολογίαι καί οὐτοπίαι
1. Δύο ἐκ τῶν σημαντικωτέρων κοινωνικῶν «προορισμῶν» ( ἤ, ἐπιστημονικώτερον: λειτουργιῶν) τοῦ ἀσυναρτήτου καὶ ἀτύπου ἀθροίσματος τῶν ἐπιλέκτων, καὶ ἰδίως τῶν διανοουμένων, εἶναι ἡ παραγωγὴ ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν.
«Ἡ θεωρία τῆς ἰδεολογίας πραγματεύεται τὴν ἀποκάλυψιν ψευδῶν καὶ συγκαλύψεων κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον συνειδητῶν, προερχομένων ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων κομματισμῶν καὶ ἰδιαιτέρως ἐκ τῶν πολιτικῶν κομμάτων» [1]. Πράγματι ἡ ἰδεολογία δὲν εἶναι βεβαίως ταυτόσημος μὲ τὴν ἰδέαν. Ἰδεολογία, ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ ἐκλογίκευσις μίας ἰδέας πρὸς ἐπίτευξιν ἑνὸς συστήματος, ἑνὸς σκοποῦ. Δὲν εἶναι, ἑπομένως, « ἄδολος λογισμός», δὲν εἶναι ἐμπειρικῶς ἀδέσμευτος, ἄσκοπος, ἀμερόληπτος, ἀνιδιοτελής, ἀλλ’ ἀνήκει εἴτε εἰς τὴν ἐκλογικευμένην ἀξιολογίαν (wertrational) εἴτε εἰς τὴν ἐκλογικευμένην σκοπιμότητα (zweckrational).
Ὅ,τι δι’ ἕνα συγγραφέα εἶναι ἰδέα, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἀδόλου λογισμοῦ, δύναται ν’ ἀποβῆ ἰδεολογία διὰ μίαν κοινωνικὴν ὁμάδα ἤ διὰ μίαν κοινωνικὴν τάξιν ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς ὑπερασπίσεως συμφερόντων. Ἐκ τούτου ἕπεται ὅτι πάντοτε αἱ ἰδέαι δημιουργοῦνται ὑπὸ τῶν ἐπιλέκτων καὶ σχεδὸν πάντοτε, προσαρμοζόμεναι ἡ διαστρεφόμεναι, καταντοῦν ἰδεολογίαι. Τὰ παραδείγματα εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλὰ σχεδὸν ὅλα. Ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία κατεσκευάσθη ἐκ διαφόρων καὶ μεταξὺ των ἀσχέτων δοξασιῶν ἀπὸ θρησκείας, ἀπὸ φιλοσοφίας, ἀπὸ ἐπιστήμας καὶ ἀπὸ μυθιστορήματα.
Πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιήθη ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἡ ρωμαϊκὴ φιλοσοφία, ὁ καθολικισμός, ὁ προτεσταντισμός, ὁ ἰουδαϊσμός, αἱ φυσικαὶ ἐπιστῆμαι, αἱ θεωρίαι τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ κ.λπ. μὲ τὸν ἰδεολογικὸν σκοπὸν τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν καὶ συμφερόντων τῆς ἰθυνούσης τάξεως, διὰ προσαρμογῶν, παραλείψεων, ἀποσιωπήσεων, παραπλανήσεων, διαστροφῶν ἤ, ἀντιθέτως, ἀποσπασματικῶν σφετερισμῶν τῶν ἰδεῶν αὐτονόμων καὶ ἀταξικῶν διανοουμένων.
Ἐνῷ οἱ ἀστοὶ ἐξέλεξαν ἐπιμελῶς ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Διαφωτισμοῦ πᾶν ὅ,τι συνέφερεν εἰς τὴν ἰδεολογίαν των, ἐλησμόνησαν ὅμως λ.χ. τὴν βασικὴν θεωρίαν τοῦ J.J.Rousseau περὶ τῆς volonte generale, εὐθέως στρεφομένην κατὰ τῆς volonte te tous, δηλαδὴ κατὰ τοῦ ἀστικοῦ ἀτομικισμοῦ καὶ ὑπὲρ τῆς ἀμέσου δημοκρατίας καὶ οὐδέποτε ἔλαβον γνῶσιν τῶν ἀκολούθων χωρίων τοῦ Contrat Social: «Ὑπό τὴν αὐστηράν ἔννοιαν τῆς λέξεως οὐδέποτε ὑπῆρξε καὶ οὐδέποτε θὰ ὑπάρξη πραγματικὴ δημοκρατία. Ἡ διακυβέρνησις τῆς μειοψηφίας ὑπό τῆς πλειοψηφίας ἀντίκειται πρὸς τὴν φυσικὴν τάξιν». «Εἰς τὰς κρατικάς ὑποθέσεις οὐδὲν εἶναι ἐπικινδυνωδέστερον τῆς ἐπιρροῆς τῶν ἰδιωτικῶν συμφερόντων» (Αὐτόθι).
«Ἡ λαϊκὴ κυριαρχία δὲν ἐκφράζεται δι’ ἐκπροσωπήσεως, ἐκ τοῦ αὐτοῦ λόγου, καθ’ ὅν αὔτη δὲν εἶναι μεταβιβάσιμος. Οἱ βουλευταὶ οὔτε εἶναι οὔτε δύνανται νὰ εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ λαοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς καθ’ ἥν ὁ λαὸς ἐκλέγει ἀντιπροσώπους, παύει νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἤσκουν αὐτοπροσώπως τὴν λαϊκὴν κυριαρχίαν, εἶναι δυνατὸν νὰ κτηθῆ ἡ ἐλευθερία τῇ ἀρωγῇ τῆς δουλείας;». Τὸ πλῆθος τοιούτων παραδειγμάτων θὰ ἠδύνατο ἴσως ν’ ἀπαρτίση μίαν πολύτομον «Ἱστορίαν τῶν Ἰδεολογιῶν».
2. Τὸ πρόβλημα τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν δὲν εἶναι νέον, οὔτε ἀφορᾶ μόνον τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν.
Ἡ ἀδιάλειπτος παρουσία τῶν διανοουμένων καὶ τῶν δημαγωγῶν εἰς ὅλους τούς λαοὺς καὶ εἰς ὅλους τούς αἰῶνας μαρτυρεῖ τὸν μακροχρόνιον βίον των καὶ τὴν ἀπαραίτητον κοινωνικὴν λειτουργίαν των, ἀπὸ τῶν πρώτων μάγων, θαυματοποιῶν, νομομαθῶν, ἰατρῶν καὶ ἱερέων τῶν πρωτογόνων κοινωνιῶν μέχρι τῆς ἐποχῆς τῆς ἐπιστήμης, τῆς βιομηχανίας, τῶν τηλεπικοινωνιῶν καὶ τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας. Διότι ὁ ρόλος των ἑδράζεται ἀθεραπεύτως ἐπὶ τῶν φυσικῶν νόμων καὶ τῆς συνεχίσεως αὐτῶν -κατ’ ἄμεσον ἤ ἔμμεσον τρόπον- εἰς τὰς ἀνθρωπίνους κοινωνίας.
Ἡ θεωρία ὅμως περὶ τῆς ἰδεολογίας, ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω ἔννοιαν, ἐμφανίζεται εἰς τὴν νεωτέραν ἐποχὴν τὸ πρῶτον ὑπό του προδρόμου τοῦ Διαφωτισμοῦ Francis Bacon τῷ 1605. Ἐπιδιώκων οὗτος νὰ διαλύσῃ τὰς μεσαιωνικάς δεισιδαιμονίας καὶ πιστεύων εἰς τὸν ἀνθρώπινον ὀρθολογισμόν, ἐδίδασκεν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη πρόοδος δύναται νὰ ἐπιτευχθῆ διὰ τῆς καλῆς χρήσεως τοῦ ὀρθολογισμοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ κατηργοῦντο καὶ αἱ προκαταλήψεις. Τὰ σφάλματα πού προέρχονται ἀπὸ ἐσφαλμένας ἐξωτερικάς πηγάς δὲν ἔχουν, διὰ τὸν Bacon, μεγάλη σημασίαν. Μεγάλην σημασίαν ἔχουν, ἀντιθέτως, αἱ πηγαὶ πού ἑδρεύουν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀνήκει καὶ ἡ διάνοια, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ Bacon δὲν ἐθεώρει ὡς ἀδιάβλητον ὄργανον. Διότι οἱ ἐσφαλμέναι πηγαί, ὅταν προέρχονται ἐκ τῆς διανοίας, δυσκόλως ἐξουδετεροῦνται καὶ ἡ γνῶσις δὲν δύναται νὰ καθαρθῆ διὰ τῆς κριτικῆς καὶ νὰ φθάση εἰς τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν. Συνειδητοποιοῦντες ὅμως τὸν κίνδυνον τοῦτον, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπειλεῖται ἡ σκέψις μας, τὸν ἐξουδετεροῦμεν καὶ τὸν καθιστῶμεν ἀκίνδυνον, ἀφοῦ , τέλος, προσθέσωμεν καὶ τὴν κριτικήν μας ἐπὶ τῶν συμπερασμάτων μας. Σοβαρὰ παραπλανητικὰ ἐμπόδια διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς ἀληθείας, μέσῳ τῆς τοιαύτης νοητικῆς ἐπεξεργασίας, ἀναφέρει ὁ Bacon τέσσαρα:
1. Τὰ «εἴδωλα τοῦ (ἀνθρωπίνου) εἴδους» ( idola tribus). Ταῦτα δημιουργοῦνται ὑπὸ τῶν αἰσθήσεών μας καὶ τῆς διανοίας μας. Ἡ διάνοια ὅμως εἶναι παραμορφωτικὸς καθρέπτης. 2. Τὰ «εἴδωλα τοῦ σπηλαίου» ( idola specus), τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν εἰς τὰ προσωπικὰ ἐνδιαφέροντα καὶ συμφέροντα ἑκάστου ἀτόμου, ὅπως τὰ βλέπει ἀπὸ τοῦ οἴκου του. Ὁ οἶκος του ὅμως ὁμοιάζει μὲ σπήλαιον, εἰς τὸ ὁποῖον δυσκόλως εἰσδύει τὸ φῶς. 3. Τὰ «εἴδωλα τῆς ἐπικοινωνίας» ( idola fori), (ἀγορᾶς) ἡ ὁποία βασίζεται ἐπὶ τῆς ἀνταλλαγῆς σκέψεων. Τὰ εἴδωλα ταῦτα εἶναι αἱ διαταραχαὶ τῆς καθαρᾶς γνώσεως. Καὶ τέλος 4. Τὰ «εἴδωλα τῆς πλατείας» ( idola theatric ) τὰ ὁποῖα ἐκπροσωποῦν τὰς ἰδέας πού βασίζονται εἰς παραδόσεις, εἰς αὐθεντίας καὶ εἰς ἐσφαλμένας θεωρίας τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου.
Οὕτως ὁ Bacon —παρατηρεῖ ὁ Geiger— προβάλλει εἰς ἕκαστον ἂνθρωπον ἕνα «ἐξομολογητικὸν καθρέπτην», διὰ νὰ ἐλέγχη τὴν συνείδησίν του ὡς πρὸς τὴν εἰλικρίνειαν της μέσῳ τῶν τεσσάρων αὐτῶν εἰδώλων, μὲ τὴν προϋπόθεσιν τῆς παρεκκλίσεως τῆς ἰδεολογίας ἀπὸ τῆς ἀληθείας. Μετὰ 166 ἔτη ὁ John Miller διετύπωσε τῷ 1771 τὴν «θεωρίαν τοῦ περιβάλλοντος», κατὰ τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον ἡ νοοτροπία, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη ψυχικὴ ἰδιοσυγκρασία τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν περιβάλλον, δηλαδὴ κυρίως: ἀπὸ τὴν γονιμότητα ἤ τὸ ἄγονον τοῦ ἐδάφους· ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν προϊόντων του· ἀπὸ τὴν μορφὴν τῆς ἀναγκαίας ἐργασίας· ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐν κοινωνίᾳ βιούντων ἀνθρώπων· ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξιν τῶν τεχνικῶν ἱκανοτήτων· καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν. Εἰς τὰ στοιχεῖα ταῦτα ἀνταποκρίνονται αἱ συνήθειαι, αἱ τάσεις καὶ αἱ μορφαὶ τῆς σκέψεως.
Ἡ «θεωρία τοῦ περιβάλλοντος» ἐπηρέασεν ἀργότερον τὴν ἀνθρωπογεωγραφίαν τοῦ Friedrich Ratzel κ.ἄ. καί, μετὰ 80 ἔτη -μέσῳ τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοὺ- τὴν θεωρίαν τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ τοῦ Marx, καθ’ ἥν ἡ ἀνθρώπινη σκὲψις ἀποτελεῖ λειτουργίαν καὶ ἀντανάκλασιν τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως.
Ἀπὸ τῶν πρώτων, συνεπῶς, προσπαθειῶν πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ προβλήματος «Ἰδεολογία καὶ ἀλήθεια» προκὺπτει: α) διαχωρισμὸς μεταξὺ τῶν δύο τούτων ἐννοιῶν· β) ὁμοφωνία ὅτι πρόκειται περὶ δύο ἀνταγωνιζομένων παραγόντων· γ) δυσχέρεια περὶ τὴν ἐπικράτησιν τῆς ἀληθείας ἐπὶ τῆς ἰδεολογίας· δ) μόνιμος κίνδυνος ἐπικρατήσεως τῆς ἰδεολογίας ἐπὶ τῆς ἀληθείας.
3. Ἡ ἀπόστασις ὅμως τῆς ἰδεολογίας ἀπὸ τῆς ἀληθείας φθάνει εἰς τὰ ἀκρότατα ὅρια εἰς τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Τὸ πρῶτον μέρος τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας εἶναι ἡ ἀρνητικὴ ἀστικὴ κριτικὴ ἐπὶ τῆς φεουδαρχίας καὶ τῆς ἀπολυταρχίας. Τὸ δεύτερον μέρος εἶναι ἡ θετικὴ ἐμφάνισις τῶν ἀστικῶν ἀρχῶν τῆς νέας κοινωνίας. Τὸ τρίτον, τέλος, εἶναι ἡ δικαιολόγησις καὶ ἡ ἀπολογία τῶν ἀστικῶν ἀρετῶν μετὰ τὴν πραγματοποίησιν τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος καὶ τὴν ἀμφισβητησὶν του ἐκ μέρους τῆς «τετάρτης τάξεως». Τὰ τρία ταῦτα μέρη ἀποτελοῦν τὴν ἀστικὴν ἰδεολογίαν, δηλαδὴ τὴν συγκάλυψιν τόσον τῶν (ἀστικῶν) ψευδῶν, ὅσον καὶ τῶν ἀληθῶν προθέσεων καὶ ἐπιδιώξεων τῆς ἀστικῆς τάξεως διὰ τοῦ πασιδήλως παραλὸγου καὶ ἀφελοῦς δόγματος: « ὅλα τὰ ἐλαττώματα ἀνήκουν εἰς τὸ πρώην καθεστὼς· ὅλα τὰ προτερήματα ἀνήκουν εἰς τὴν ἀστικὴν τάξιν» [2].
Ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία τοῦ Διαφωτισμοῦ σημαίνει ὀπισθοδρόμησιν καὶ ἔναντι ταῦ Bacon καὶ τοῦ Miller, ἀλλὰ καὶ τοῦ Rousseau καὶ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους. Οἱ ἀστοὶ καὶ πάλιν «ἐλησμόνησαν» τὰ ἀκόλουθα χωρία: «Ἠ πολυτέλεια εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ πλούτου, ἤ κάμνει τὸν πλοῦτον ἀναγκαῖον. Διαφθείρει τὸν πλούσιον καὶ ταυτοχρόνως τὸν πτωχὸν· τὸν πρῶτον διὰ τοῦ πλούτου, τὸν δεύτερον διὰ τῆς πλεονεξίας». «Ἀκριβῶς ἡ δραστηριότης εἰς τὸ ἐμπόριον καὶ εἰς τὰς τέχνας, ἀκριβῶς ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἐπιδίωξις τοῦ κέρδους, ἀκριβῶς ἡ χλιδὴ καὶ ἡ ἀγάπη τῆς ἀνέσεως ἀντικαθιστοῦν τὰς προσωπικάς ὑπηρεσίας διὰ τοῦ χρήματος. Ἂν πληρώνετε τὰ πάντα μὲ χρῆμα, πολὺ συντόμως θὰ εἶσθε σιδηροδέσμιοι. Ἡ λέξις «τὰ οἰκονομικὰ» εἶναι μία λέξις δούλων. Εἰς ἕνα πραγματικὸν κράτος οἱ πολῖται ἐκτελοῦν τὰ πάντα διὰ τῶν χειρῶν των καὶ ὄχι διὰ τοῦ χρήματος». «Σεῖς ὅμως, λαοὶ τῆς νεωτέρας ἐποχῆς (1762) δὲν ἔχετε δούλους ἀλλ’ εἶσθε δοῦλοι. Ἐξαγοράζετε τὴν ἐλευθερίαν των μὲ τὴν θυσίαν τῆς ἰδικῆς σας. Ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐπαινῆτε τὸ προτέρημα τοῦτο, εὑρίσκω εἰς αὐτὸ περισσότερον δειλίαν παρὰ ἀνθρωπισμὸν» [3]. «Μὴ ἀνέχεσθε οὔτε ζαπλούτους ἀνθρώπους, οὔτε ἐπαίτας. Ἐκ τῶν πρώτων προέρχονται οἱ ὑπηρέται τῶν τυράννων, ἐκ τῶν δευτέρων οἱ τύραννοι».
Ὁ Πλάτων περιγράφει ἀντικειμενικῶς καὶ ὄχι ἰδεολογικῶς τὴν μετάβασιν ἀπὸ τῆς ἀριστοκρατίας (πολιτείας τῶν ἀρίστων) εἰς τὴν τιμοκρατίαν (ὅπου ἐπικρατοῦν οἱ φιλόδοξοι, πού ἐπιδιώκουν τὴν κοινωνικὴν ἐπικράτησιν καὶ τὰς τιμάς)· ἀπὸ τῆς τιμοκρατίας εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, (ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ πλοῦτος)· ἀπὸ τῆς ὀλιγαρχίας εἰς τὴν δημοκρατίαν· ἀπὸ τῆς δημοκρατίας εἰς τὴν τυραννίαν. Οὐδεὶς ὅμως ἐκ τῶν ἀστῶν ἰδεολόγων ἔλαβεν ὑπὸ σημείωσιν δύο βασικάς διαφοράς τῆς ἀρχαίας Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τῆς συγχρόνου ἀστικῆς δημοκρατίας, ὅταν οἱ Γάλλοι ἀστοὶ ἀνηγόρευσαν ἑαυτοὺς εἰς ἀπογόνους τοῦ Περικλέους [4]: ὅτι ἡ Ἀθηναϊκὴ δημοκρατία δὲν εἶχε καθιερώσει τὴν ἴσην ψῆφον καὶ τὴν γενικὴν ψηφοφορίαν καὶ ὅτι ἦτο ἄμεσος καὶ ὄχι ἀντιπροσωπευτικὴ δημοκρατία. Ἐνῷ ἀκριβῶς εἰς τὰς ἀντιθέτους ἀρχὰς τῆς ἀστικῆς δημοκρατίας —εἰς τὴν ἴσην ψῆφον καὶ εἰς τὸν κοινοβουλευτισμόν— ὀφείλονται τὰ κυριώτερα προβλήματά της.
Τὴν αὐτὴν «συγκάλυψιν» ἐπεχείρησαν οἱ ἀστοὶ ἰδεολόγοι καὶ εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ Ἀριστοτέλους. Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, ὡς γνωστόν, ἡ μοναρχία ἐκφυλίζεται εἰς τυραννίαν· ἡ ἀριστοκρατία ἐκφυλίζεται εἰς ὀλιγαρχίαν· καὶ ἡ δημοκρατία εἰς δημαγωγίαν (ὀχλοκρατίαν). «Πολλοὶ θεσμοὶ φαινομενικῶς δημοκρατικοὶ —παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης— εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνοι, πού καταστρέφουν τὴν δημοκρατίαν. Πολλοὶ θεσμοί, φαινομενικῶς ὀλιγαρχικοί, καταστρέφουν τὴν ὀλιγαρχίαν. Ὅταν τὸ ἓν ἢ τὸ ἄλλο τῶν δύο αὐτῶν πολιτευμάτων κάμνη κατάχρησιν τῶν ἀρχῶν του, τότε θὰ προκύψουν κακαὶ κυβερνήσεις, αἱ ὁποῖαι τελικῶς δὲν θὰ εἶναι καν κυβερνήσεις».
«Ἡ πενία ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀποκτήσουν τὴν ἱκανότητα τῆς διακυβερνήσεως καὶ τοὺς ἀναγκάζει νὰ ὑπακούουν ὡς δοῦλοι. Ἡ ἄκρα εὐημερία παρεμποδίζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ὑπάκουη εἰς οἱανδήποτε αὐθεντίαν καὶ τὸν διδάσκει νὰ κυβερνᾶ μὲ ὅλον τὸν δεσποτισμὸν ἑνὸς κυριάρχου. Εἰς τὸν δοῦλον παρατηρεῖται φθόνος, εἰς τὸν κυρίαρχον ματαιοδοξία». Ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα τῶν ὑπὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων κηρυσσομένων ἀληθειῶν ἔπραξαν οἱ ἀστοὶ ὑπὸ τὴν ἰδεολογίαν τοῦ οἰκονομικοῦ «φιλελευθερισμοῦ» ἀπὸ τοῦ 19ου αἰῶνος [5].
4. Δύο μορφαὶ ὑπὸ τὰς ὁποίας ἐμφανίζονται αἱ ἰδεολογίαι εἶναι ἡ ἀπάτη καὶ ἡ αὐταπάτη.
Ἡ πρώτη ἐκ τούτων συνίσταται εἰς τὴν συνειδητὴν συγκάλυψιν συμφερόντων ἔναντι τρίτων κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ Mannheim [6]. Ἡ δευτέρα ὅμως —ἡ αὐταπάτη— εἶναι μἡ συνειδητὴ ἀπάτη ἔναντι τοῦ ἰδίου ὑποκειμένου. Εἰς τὸ σημεΐον αὐτὸ προέκυψε διαφορὰ μεταξύ τοῦ Mannheim καὶ τοῦ Geiger. Κατὰ τὸν πρῶτον τὸ συγκεκαλυμένον ψεῦδος (ἀπάτη) ἀνήκει εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς ἰδεολογίας, ἀναγόμενης εἰς τὴν μερικὴν ἰδεολογίαν, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀφορῶσαν τὰ στενώτερα συμφέροντα τῶν ταξικῶν ἀνθρώπων (ἀστῶν κ.α.), ἐν διακρίσει πρὸς τὴν γενικὴν ἰδεολογίαν, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τὰς γενικωτέρας ἀρχὰς αὐτῶν περὶ τῆς κοινωνίας (κοινωνικὰ συστήματα). Κατὰ τὸν δεύτερον ἡ ἀπάτη δὲν συγκαταλέγεται εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀπατώντων (οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὴν ἀπάτην), ἀλλὰ εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀπατωμένων, τελούντων ἐν καλῇ πίστει.
Δὲν συζητεῖται ὅμως οὔτε παρὰ τοῦ πρώτου οὔτε παρὰ τοῦ δευτέρου ἡ περίπτωσις τῆς ὑποσυνειδήτου μετατροπῆς της πρὸς ἄλλους ἀπευθυνόμενης ἀπάτης εἰς αὐταπάτην, διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ψυχαναλυτικῆς «ὑπεραναπληρώσεως» ἂν ὁ ἀπατῶν θεωρήσῃ τὴν αὐταπάτην ὡς εὐχάριστον («ὑπεραναπλήρωσις») καίτοι γνωρίζει ὅτι πρόκειται περὶ αὐταπάτης. Δύο παραδείγματα: τοῦ ἀνθρώπου πού πιστεύει εἰς ὅλα τὰ εὐχάριστα, τὰ ὁποῖα τοῦ μεταδίδονται, ἀσχέτως ἂν τὰ θεωρῆ ψευδῆ καὶ δεύτερον τοῦ ἀνθρώπου πού καταντᾶ νὰ πιστεύη εἰς τὴν ἀλήθειαν τῶν ἰδίων του ψευδῶν. Ὁ ἀριθμὸς τῶν καθημερινῶν τούτων «κρουσμάτων» καταλαμβάνει μέγαν ψυχολογικὸν καὶ κοινωνικὸν χῶρον, ἄνευ οὐδεμιᾶς ταξικῆς διακρίσεως.
Ἡ ἰδεολογία, ὡς ἀπάτη ἡ ὡς αὐταπάτη, σημαίνει ἀπόκλισιν ἀπὸ τῆς πραγματικότητος, διαστροφὴν τῆς πραγματικότητος. Ποία ὅμως ἡ ἔννοια τῆς «πραγματικότητος»; Τὴν «πραγματικότητα» ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος α) Διὰ τῶν αἰσθήσεων· β) διὰ τῆς διανοίας· γ) διὰ τῆς φαντασίας. Ἐκ τῶν τριῶν παραγόντων πρὸς διάγνωσιν τῆς «πραγματικότητος» εἷς καὶ μόνος εἶναι ὀρθολογικός: ἡ διάνοια. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ παράγοντες ὑπόκεινται εἰς σφάλματα καὶ οἱ τρεῖς στεροῦνται βεβαίων καὶ σταθερῶν κριτηρίων.
Αἱ αἰσθήσεις ὑπόκεινται εἰς παραισθήσεις (illusions) καὶ — ἐπὶ νοσηρῶν περιπτώσεων— εἰς ψευδαισθήσεις (hallucinations). Ἡ φαντασία εἶναι ἐλευθέρα ἀπὸ πάσης ἐμπειρικῆς πραγματικότητος καὶ ἀπὸ πάσης τυπικῆς λογικῆς καὶ —ἐπὶ νοσηρῶν περιπτώσεων— ἐκφυλίζεται εἰς φαντασίωσιν. Εἰς τὴν δημιουργικὴν ὅμως φαντασίαν ὀφείλεται ἡ πραγματικὸτης τῶν ποιητικῶν, μουσικῶν, καλλιτεχνικῶν, λογοτεχνικῶν καὶ τῶν πρωτοτύπων ἐπιστημονικῶν ἔργων, δηλαδὴ τοῦ πολιτισμοῦ. Ἐνῷ, ἀντιθέτως, ἐπὶ τοῦ πνευματικοῦ ἤ τοῦ ἐμπειρικοῦ κοινωνικοῦ πεδίου ἡ νοσηρὰ φαντασία δύναται νὰ ὁδηγήσῃ καὶ εἰς κοινωνικάς καὶ πολιτικάς καταστροφάς, διὸτι ἡ πτωχὴ φαντασία τοῦ «μέσου ἀνθρώπου» ἀποτελεῖ, ἀντιθέτως, παράγοντα ἀνεπαρκείας τῆς λογικῆς του καὶ τὸν καθιστᾶ εὐάλωτον εἰς ἰσοπεδωτικάς ἰδεολογίας. Ἡ ἀχαλίνωτος φαντασία εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχήν πεδίον καλλιέργειας οὐτοπιῶν.
Τέλος ἡ διάνοια ἤ, ἀκριβέστερον, ὁ νοῦς, εἶναι μὲν ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν κανόνων τῆς λογικῆς ἡ τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ἀλλ’ ἡ μὲν κυριαρχία του ἐπί τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς φαντασίας εἶναι περιωρισμένη καί, τὸ συχνότερον, ἀνύπαρκτος, ἡ δὲ καθαρῶς λογική του λειτουργία ὑπόκειται, κατὰ τὴν ἐφαρμογήν της, καὶ εἰς καθαρῶς λογικὰ σφάλματα καὶ εἰς ἀλόγους ἀξιολογικάς κρίσεις καὶ εἰς σφάλματα διαγνώσεως καὶ ἐπεξεργασίας τοῦ ἐμπειρικοῦ ὑλικοῦ [7]. Ἐπὶ πλέον καὶ ἡ ἀντίστροφος ἀποφασιστικὴ ἐπιρροὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς φαντασίας ἐπὶ τῆς διανοίας δύναται ν’ ἀποτελέση βάσιν ἰδεολογιῶν, διὰ τῆς σκόπιμου καὶ ὠργανωμένης ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀδυναμιῶν τούτων τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἐκ μέρους λ.χ. τῆς ἀστικῆς τάξεως.
Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτὸ τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας εἶναι διὰ τοὺς ἀστοὺς πράγματικότης, διότι οἱ ἀστοὶ γνωρίζουν ὅτι ὁ ὀρθολογισμὸς δὲν κυβερνᾶ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἀντιθέτως, τὰ ὑλικὰ συμφέροντα ἐφαρμόζουν τὸν ὀρθολογισμόν, ἀσχέτως ἂν τοῦτο ἰσχύει γενικῶς ἤ μόνον διὰ τοὺς ἀστούς. (Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν αὐταπατῶνται).
5. Ἄλλη ὅμως ἦτο ἡ θεωρία τῶν διανοουμένων τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡ ὁποία, κατόπιν τῆς ἀποκλίσεως τῶν ἀστῶν ἀπ’ αὐτῆς ἀπέβη διὰ τοὺς ἀστοὺς μὲν καθαρὰ μεταφυσική[8], διὰ τοὺς ἀπατωμένους δὲ ἐκ μίρους τῶν ἀστῶν, ἰδεολογία.
Μὲ ἄλλους λόγους οἱ ἀνελθόντες ἀστοί, οἱ ὁποῖοι ἐπιστευον τὴν θεωρίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, ὡς ἴδικην τῶν ἰδεολογίαν, παρητηθησαν ταύτης μόλις εὑρέθησαν εἰς τὴν Ἀρχήν, διότι αὐτὴ ἀπέβη οὐτοπία ἔναντί της νέας πραγματικότητος, δηλαδὴ ἔναντί της ἀστικῆς κυριαρχίας. Τὴν αὐτὴν ὅμως πάλαιαν θεωρίαν διδάσκουν εἰς τοὺς ἄλλους -ὴ ἀστούς- ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς φαινόμενον ἐπαναλαμβάνεται καὶ μὲ τὴν σοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν:
Μέχρι τῆς ἀνόδου τῆς μπολσεβικικης ὀλιγαρχίας εἰς τὴν Ἀρχήν, οἱ μαρξισταὶ ἡγέται, παρὰ τὰς μικροδιαφοράς των -καὶ αὔτας ἐν ὄψει τῆς ἐξουσίας- ἠσπάζοντο τὴν μαρξιστικὴν ἰδεολογίαν. Μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς Ἀρχῆς ὑπό τῆς μπολσεβικικῆς ὀλιγαρχίας ἐδημιουργήθη νέα ταξικὴ κοινωνία ὑπὸ τοὺς νέους κυριάρχους, οἱ ὁποῖοι, βεβαίως, δὲν ἔχουν οὐδεμίαν σχέσιν μὲ τὴν μαρξικὴν θεωρίαν ἤ μὲ τὸν «κομμουνισμὸν» ὁ ὁποῖος, εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν καὶ εἰς τὰς ἐν Εὐρώπῃ ἀποικίας της, εἶναι ἁπλῶς κρατικὸς καπιταλισμός. Τὴν αὐτὴν ὅμως παλαιάν μαρξικὴν θεωρίαν διδάσκουν οἱ πολιτικοὶ καὶ οἰκονομικοὶ μεγιστάνες τῆς νέας τάξεως εἰς τοὺς ἐργάτας καὶ ἀγρότας τῆς Αὐτοκρατορίας των καὶ τῶν ἄλλων χωρῶν ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Τρίτον παράδειγμα: οἱ σημερινοὶ μεγιστάνες τῶν καπιταλιστικῶν μονοπωλίων διήνυσαν καὶ αὐτοὶ τὴν θητείαν των εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἀστῶν καὶ τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας. Προαχθέντες εἰς μονοπωλιστάς τῆς οἰκονομικῆς των δυνάμεως ἀπέβησαν οἱ ἀσπονδότεροι ἐχθροὶ τῶν ἀστῶν. Παρητήθησαν ἑπομένως καὶ αὐτοὶ τῆς θεωρίας τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ οἰκονομικοῦ φιλελευθερισμοῦ , διότι αὖται ἀπέβησαν οὐτοπίαι ἔναντι τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ. «Συμμερίζονται», ὅμως, καὶ «συνιστοῦν» τὰς αὐτάς παλαιάς θεωρίας εἰς τοὺς ἀστοὺς ὡς ἰδεολογίαν διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Καὶ τέταρτον παράδειγμα: Οἱ σημερινοὶ μεγιστάνες τῶν κατωχυρωμένων ἐργατικῶν συνδικάτων ἐφοίτησαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ ἐργοστάσιον καὶ εἰς τὴν σοσιαλιστικὴν ἰδεολογίαν. Προαχθέντες εἰς συνδικαλιστικοὺς ἠγέτας κατέστησαν συνεταῖροι τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ καὶ διῶκται τῶν ἐλευθέρων ἐπιχειρηματιῶν καὶ τῶν ἐλευθέρων ἐργατῶν. Βεβαίως οἱ συνδικαλιστικοὶ ἠγέται, πλούσιοι οἱ ἴδιοι, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλοῦν περὶ «σοσιαλισμοῦ» πρὸς τοὺς ἐργάτας. Ὁμιλοῦν, λοιπόν, περὶ «συνδικαλισμοῦ», ὄρου ἀποκρυφικοῦ, σημαίνοντος «σοσιαλισμὸν διὰ τοὺς ἐργάτας καὶ καπιταλισμὸν διὰ τοὺς ἠγέτας»: ἰδεολογία διὰ τοὺς ἀπατωμένους.
Αἱ θεωρίαι τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐκτὸς τῶν ὡς ἄνω περιπετειῶν τῶν ἐντός τῆς ἐμπειρικῆς πραγματικότητος, θεωροῦνται σήμερον καὶ καθ’ ἑαυτὰς ἀφελεῖς. Πρῶτον διότι πιστεύουν ὅτι μέσῳ τῆς μεταφυσικῆς ἐννοίας τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» εἶναι δυνατὸν ν’ ἀνευρεθῆ ἡ «ἀλήθεια», ὅτι ὁ «Ὀρθὸς Λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου», ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν ν’ ἀπογυμνωθῆ τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας, τῶν προκαταλήψεων, τῶν συναισθημάτων και τῶν παθῶν τῆς παλαιᾶς ἤδη Ψυχολογίας και τέλος τῶν κοινωνικῶν ἐπιρροῶν -καὶ αὐτῶν κατ’ ἄτομον διαφοριζομὲνων- διὰ νὰ κρίνη «ὀρθολογικῶς» καὶ «ἀντικειμενικῶς» φαινόμενα εἰς τὰ ὁποία συμμετέχει ὑποκειμενικῶς ὀ ἴδιος. Αἱ θεωρίαι τοῦ Διαφωτισμοῦ ἀποτελοῦν σήμερον τὴν παραδοξοτέραν παραίσθησιν τῆς κοινωνικῆς Ἱστορίας.
6. Τὰ βασικὰ ἤδη δόγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ (Ἐλευθερία – Ἀδελφότης – Ἰσότης) χρησιμεύσαντα ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἰδεολογία τῶν ἀστῶν ἐναντίον τῆς φεουδαρχίας, ἀπέβησαν δόγματα τοῦ ἐργατικοῦ κινήματος ἐναντίον τῆς ἀστικῆς τάξεως ὅταν οἱ προλετάριοι ἐζήτησαν παρ’ αὐτῆς τὴν ἐξόφλησιν τῆς ἀστικῆς συναλλαγματικῆς.
Οὐδὲν ὅμως ἐκ τῶν τριῶν τούτων δογμάτων, διὰ τῶν ὁποίων οἱ ἀστοὶ ὡδήγησαν καὶ τοὺς προλεταρίους εἰς τὴν κοινωνικὴν ἐπανάστασιν, ἔχει τὴν ἐλαχίστην σχέσιν μὲ τὸν «Ὀρθὸν Λόγον», διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, οὔτε τῆς ἐμπειρίας.
Οὐδὲν ἐκ τῶν δογμάτων γενικῶς ἤ ἐκ τῶν τριῶν τούτων δογμάτων εἰδικώτερον εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποδειχθῆ ὑπό του «Ὀρθοῦ Λόγου», ὁ ὁποῖος, ἄλλως τε, οὐδέποτε προσεκόμισε, οὔτε δι’ ἑαυτόν, πιστοποιητικὸν λογικῆς «νομιμοποιήσεως»: Ὁ «Ὀρθὸς Λόγος» εἶναι «ὀρθός» διότι κηρύσσει τὴν ἐλευθερίαν, τὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀδελφότητα· καὶ ἐλευθερία, ἰσότης, καὶ ἀδελφότης εἶναι «ὀρθαί» ἤ «λογικαὶ» ἐπειδὴ τὰς κηρύσσει ὁ Ὀρθὸς Λόγος. Ὁ συλλογιστικὸς οὗτος τρόπος, πού καλεῖται εἰς τὴν Λογικὴν ἁπλῶς «φαῦλος κύκλος» καὶ εἰς τὴν Ψυχολογίαν παραίσθησις (illusion) ἀπέβη ἐν τούτοις ἰδεολογικὴ πραγματικότης πλήρης κοινωνικῶν συνεπειῶν, ὄχι βεβαίως λόγῳ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου», ἀλλὰ λόγῳ τοῦ βαρέος ἀλόγου φορτίου τῆς ἀστικῆς καὶ τῆς προλεταριακῆς ψυχῆς ὑπὸ τῶν πλεγμάτων μειονεκτικότητος, τῶν προκαταλήψεων, τῶν «ζωτικῶν ψευδῶν», τοῦ φθόνου και τῆς ἐκδικήσεως.
Ὅ,τι ἀπέμεινε μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ εἰδώλου τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» -μετὰ τῶν ἀνυπολογίστων κοινωνικῶν του συνεπειῶν- εὗρεν ἀντίθετον τὴν ἐμπειρίαν. Διότι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀστικὴ ἰδεολογία ἐπεκαλέσθη, πλὴν τῆς Μεταφυσικῆς (του «Ὀρθοῦ Λόγου»), καί τὴν Φύσιν, τῆς ὁποίας ὅμως ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἡ Φυσική, ἐπίσης προϊόν του Διαφωτισμοῦ. Τὸ ὡς ἄνω βαρὺ φορτίον τῆς μεταξιώσεως τῶν ἀξιῶν (Ressentiment[9]) καὶ τοῦ ἀρνητισμοῦ, (Negativismus), πού πράγματι ἐδυνάστευσε καὶ κατηύθυνε τὴν ἀστικὴν ψυχήν, ἐστράφη καὶ εἰς τὴν Φύσιν, ἀλλ’ ἀθελήτως καί εἰς τὴν ἐπιστήμην ἐκείνην, ἡ ὁποία, ὡς ἐμπειρικὴ ἐπιστήμη, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ψεύδεται: ἐπεκαλέσθη τοὺς φυσικοὺς νόμους.
Ἂν ὅμως ἡ ἐμπειρικῶς ἀνεύθυνος φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ ἠδύνατο νὰ κηρύξη πᾶσαν ἰδέαν, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, ἀντιθέτως ἡ Φύσις -καί, κατ’ ἀκολουθίαν, ἡ Φυσική- δὲν ἦτο δυνατὸν ν’ ἀρνηθῆ τὴν ἐμπειρικὴν πραγματικότητα, δηλαδὴ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Αὐτοί δὲ ἀκριβῶς οἱ φυσικοὶ νόμοι, ἰσχύοντες τόσον διὰ τὴν Φύσιν, ὅσον καὶ διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀπεκαλύφθησαν ὡς ἀντίπαλοι παντὸς μὲν λόγου, ἰδιαίτατα δὲ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου». Οἱ φυσικοὶ νόμοι ἀρνοῦνται, πράγματι, πᾶσαν ἐλευθερίαν, πᾶσαν ἀδελφότητα καὶ πᾶσαν ἰσότητα εἰς τὸν φυσικὸν κόσμον: ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ἀστοὶ ἀρνοῦνται ἐν τῇ πράξει τὰ τρία αὐτὰ ἰδικὰ των δόγματα -ἀσχέτως ἂν τὰ παρουσιάζουν ὡς ἰδεολογίαν εἰς τὸν ἀνθρώπινον κόσμον.
7. Ἡ τοιαύτη ἐξέλιξις ὡδήγησεν, ὡς ἦτο ἑπόμενον, εἰς τὴν ἄρνησιν τῆς παλαιᾶς λογοκρατίας (Rationalismus) καί εἰς τὴν στροφήν πρὸς τὴν ἀλογοκρατίαν (Irrationalismus), ἡ ὁποία ἐπίσης ἀθελήτως ἐχρησίμευσεν εἰς ἄλλας ἰδεολογίας ὑπὸ τὴν αὐτήν (συγκαλυπτικήν) ἔννοιαν, δι’ ἄλλων μεταποιήσεων καὶ διαστροφῶν.
Ἐπὶ τῶν ἥμερών μας αἱ φιλοσοφικαὶ καὶ κοινωνιολογικοὶ ἀλογοκρατικαὶ θεωρίαι ἀπὸ τοῦ Nietzsche καὶ τοῦ Bergson μέχρι του Jaspers καὶ τῆς Ψυχαναλύσεως (Freud) καὶ τῆς Ἀτομικῆς (Adler) καί τῆς Ἀναλυτικῆς (Jung) Ψυχολογίας καὶ ἀπὸ τοῦ Gumplowicz μέχρι τοῦ Pareto καὶ τοῦ Sorel, ἀνέτρεψαν καθ’ ὁλοκληρίαν τὰς παντὸς εἴδους ἰδεολογίας καὶ ἐπέτρεψαν τὴν προσγείωσιν εἰς τὴν «πραγματικὴν πραγματικότητα».
Χαρακτηριστικόν τῆς τελευταίας ταύτης κατηγορίας τῶν ἀντιορθολογικῶν (ἀλογοκρατικῶν) θεωριῶν εἶναι ἡ διάλυσις τῶν αἰσιοδόξων καὶ προοδευτικῶν θεωριῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ κατὰ τὰς ὁποίας ἡ γνῶσις καί ἡ λογικὴ εἶναι προσιτὴ εἰς πάντα ἄνθρωπον καὶ ὅτι, διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἡ ἀνθρωπότης θὰ φθάση εἰς τὴν «χρυσῆν ἐποχήν», οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν λογικὰ ὄντα καὶ θ’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν δουλείαν εἰς τὰ ἔνστικτα καὶ εἰς τὰ ὁρμέμφυτα. Ἀντιθέτως ἡ ἀλογοκρατία διδάσκει ὅτι οἱασδήποτε ἀνθρωπίνης σκέψεως ἤ πράξεως τὸ ἀρχικὸν κίνητρον καὶ ἡ ἀρχικὴ προϋπόθεσις εἶναι πάντοτε ἄλογος, ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐκ τῶν ὑστέρων, ἐκλογικευθῆ.
Τὰ ἔνστικτα καὶ τὰ ὁρμέμφυτα (ἡ βούλησις) παρωθοῦν τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ λόγος. «Ἡ Ἀλήθεια εἶναι εἶδος σφάλματος χωρὶς τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ ζήση» Nietzsche. «Αἱ ἐσφαλμέναι κρίσεις μας εἶναι εἰς ἠμᾶς αἱ πλέον ἀπαραίτητοι» (Nietzsche).Ὄλαι αἱ παραισθήσεις εἶναι ἀπαραίτητοι. Ὁ Sorel ἀποκλείει τὴν δυνατότητα διὰ τὰς μάζας νὰ κατανοήσουν τὴν ἀντικειμενικὴν ἀλήθειαν. Αἱ μάζαι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τοὺς μύθους, οἱ ὁποῖοι πρέπει ν’ ἁπλοποιοῦν μονομερεῖς καὶ χονδροειδεῖς παραστάσεις.
Ἀκριβῶς διὰ τῆς μονομερείας των, διὰ τῶν διαστροφῶν καὶ διὰ τῶν ὑπερβολῶν ὡς πρὸς τὴν ἀντικειμενικὴν κατάστασιν, ὁ μῦθος λαμβάνει ἀδιστάκτως τὴν ὤθησιν πρὸς κοινωνικὴν δραστηριότητα. Αἱ θεωρίαι πού κινοῦν τὴν μᾶζαν δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἐπιστημονικαὶ ἀλλὰ μία μῖξις πραγματολογικῆς γνώσεως καὶ μύθου. Ὅ,τι καθιστᾶ προσιτὴν τὴν θεωρίαν εἰς τὴν μᾶζαν δὲν εἶναι τὸ ἐπιστημονικόν, ἀλλὰ τὸ μυθολογικόν της περιεχόμενον. Ὅσον ὀλιγωτέρα ἀλήθεια καὶ ὅσον περισσότερος μῦθος, τόσον τὸ καλύτερον. Ἐκ τῆς «ψυχολογίας τοῦ βάθους» ὁ Freud καὶ ὁ Adler ἀποδίδουν τὰ κίνητρα τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸ ὑποσυνείδητον, ὁ δὲ Jung εἰς τοὺς ἀρχέτυπους.
Μεταξὺ τῶν κοινωνιολόγων τὴν πρωταρχικὴν σημασίαν ἀλόγων κινήτρων καὶ νοοτροπιῶν ἀποδίδουν ἰδίως ὁ Gumplowicz, ὁ Pareto καὶ ὁ Robert Michels. Εἰς τὴν περὶφημον φράσιν του: «κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως δρᾶ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων σκέπτεται ἀνθρωπίνως» ὁ Gumplowicz χαρακτηρίζει τὴν ἀπόλυτον ἐξάρτησιν τῆς κοινωνικῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς φυσικῆς ἀνισότητος, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἑδράζονται καὶ αἱ κοινωνικαὶ τάξεις. Δὲν εἶναι συνεπῶς δυνατὸν νὰ καταργηθῆ ἡ κοινωνικὴ ἀνισότητος, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταργηθῆ ἡ φυσικὴ ἀνισότης.
Πᾶσα ἀταξικὴ κοινωνία, καὶ ἂν ἀκόμη, πρὸς στιγμήν, ὑπῆρχε, θὰ ἐξειλίσσετο, διὰ τοῦ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ, ἀναποτρέπτως εἰς ταξικὴν κοινωνίαν. («Μόνον εἰς τὴν ἀθλιότητα εἴμεθα ὅλοι ἴσοι»). Ὁ δὲ κοινωνικὸς διαφορισμὸς εἶναι ἐπίσης ἀπότοκος τοῦ φυσικοῦ διαφορισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τὴν φυσικὴν καὶ κοινωνικὴν νομοτέλειαν. Εἰς τὴν θεωρίαν αὐτὴν δὲν δύναται βεβαίως νὰ ὑπάρξη περιθώριον ἰδεολογίας διὰ τὸν Gumplowicz, ἀντιθέτως πᾶσα ἄλλη θεωρία, μὴ δεχόμενη τὴν αἰτιοκρατικὴν ἀντιστοιχίαν «φυσικοὶ νόμοι—κοινωνικοι νόμοι» θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ παρὰ τοῦ Gumplowicz ὡς ἰδεολογία. ἐν τούτοις οἱ μαρξισταὶ θεωρητικοὶ ἐχαρακτήρισαν τὴν θεωρίαν τοῦ Gumplowicz ὡς ἰδεολογίαν τῶν ἑκάστοτε κυριάρχων, συγκαλύπτοντες ὅμως τὴν πλήρη ἐφαρμογήν της καὶ ἐπὶ τῶν κομμουνιστικῶν κρατῶν.
Ἐπί της ἀλογοκρατικης βάσεως στηρίζεται καὶ ἡ συστηματικὴ κοινωνιολογία τοῦ Pareto, διὰ τῆς διακρίσεως τῶν λογικῶν ἀπὸ τῶν ἀλόγων ἐνεργειῶν, ἐκ τῶν ὁποίων αἱ δεὺτεραι εἶναι αἱ πλεῖσται. Αἱ λογικαὶ ἐνέργειαι (Actions logiques) διέπονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς αἰτιότητος, ἡ δὲ ἐνέργεια συμφωνεῖ πρὸς τὸ κίνητρον ἤ ἐλατήριον (Motiv). Αἱ πλεῖσται ὅμως ἐνέργειαι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄλογοι (Actions non logiques) καὶ κινοῦνται ἀπὸ τὰς ἀψιθυμίας καὶ τὰς θυμικάς κινήσεις (Affects καὶ Emotions).
Αἱ ἄλογοι ἐνέργειαι ὀργανοῦνται ὅμως, ἐκ τῶν ὕστερων, εἰς λογικάς ἐννοίας καὶ λογικὰ σχήματα καὶ συστήματα πρὸς (συγκαλυπτικήν) δικαιολογίαν τῶν ἀλόγων ἀψιθυμιῶν καὶ θυμικῶν παρορμήσεων καὶ τῶν βουλητικῶν ἀποφάσεων. (Ἰδεολογίαι). Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἡ ἀνάλυσις ἀποκαλύπτει τὰς φαινομενικάς (ψευδεῖς) δικαιολογίας πού συγκαλύπτουν διὰ τοῦ λογικοῦ μανδύου τὰς ἀλόγους ἐνεργείας (Derivata). (Ἰδεολογίαι). Μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν τῆς «λογικῆς» καλύπτρας ἀναφαίνονται τὰ πραγματικὰ κίνητρα, τὰ ὁποῖα ἀπομένουν καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι, εἰς τὴν πραγματικότητα, αἱ ἀψιθυμίαι καὶ αἱ θυμικαὶ κινήσεις (Residus). (Κριτικὴ τῶν Ἰδεολογιῶν). Τὰ τελευταῖα ταῦτα (τὰ Residus) εἶναι, διὰ τὸν Pareto, εἰς τὴν ἀνθρωπὶνὴν φύσιν πάντοτε τὰ ἴδια καὶ μόνον αἱ ἰδεολογικαί συγκαλύψεις (Derivata) μεταβάλλονται ἀναλόγως τῶν κοινωνικῶν συστημάτων, τῶν κοινωνικῶν τάξεων καὶ τῶν διαφόρων ἐποχῶν.
Παραπλήσια πρὸς τὰς ἰδέας τοῦ Pareto εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ Robert Michels περὶ τοῦ «χαλυβδίνου νόμου τῶν ὀλιγαρχιῶν» εἰς τὰ δημοκρατικὰ πολιτικὰ κόμματα καὶ εἰς τὰς συνδικαλιστικάς ὀργανώσεις.
8. Τὸ κεντρικώτερον —καὶ τὸ ἀσθενέστερον— ὑπόδειγμα τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις ἀτομικῆς ἤ ταξικῆς μορφῆς. Οὐδεμίαν σχέσιν μὲ τὸν «Ὀρθὸν Λόγον» ἔχει ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις — κρίσις ἀτομικῶς ἤ ὁμαδικῶς ὑποκειμενική — καὶ ὅμως αἱ ὀρθολογικαὶ θεωρίαι, ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι βρίθουν ἀξιολογικῶν κρίσεων.
Αὐτὸς οὗτος ὁ πλέον ἀμερόληπτος τελευταῖος ἀπόγονός τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἱδρυτὴς τῆς Κοινωνιολογίας Auguste Comte δὲν κατώρθωσε ν’ ἀποφύγη τὴν ἀξιολογικὴν ἐπιρροὴν εἰς τὴν θεωρίαν του περὶ τῶν «τριῶν σταδίων» τῆς κοινωνικῆς ἐξελίξεως, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἑκάστοτε προκῦπτον στάδιον «ἀντικαθιστᾶ» τὸ ἑκάστοτε προγενέστερον: 1) Τὸ πρῶτον «στάδιον» τῆς ἀνθρωπότητος ἦτοι τὸ «θεολογικόν», εἰς τὴν κριτικὴν τοῦ ὁποίου ὁ Comte χρησιμοποιεῖ τὰς ἀθεϊστικάς ἰδεολογίας, διὰ τῶν ὁποίων ὁ ἀστισμὸς ὑπερήσπιζεν ἐπὶ φεουδαρχίας τὰ ταξικά του συμφέροντα (καίτοι ὁ Comte, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του, ἐπανῆλθεν εἰς τὸν καθολικισμόν). Ἐνῷ ἡ θρησκεία οὐδέποτε καί ἔκτοτε ἐξηφανίσθη, ἀλλὰ μᾶλλον περιῆλθεν εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἀστῶν.
2) Τὸ θεολογικόν τοῦτο στάδιον «ἀντικατεστάθη» ὑπό τοῦ δευτέρου «σταδίου»: τοῦ «μεταφυσικοῦ». Τοῦτο ἀπαλλάσσεται τῆς θεολογικῆς κηδεμονίας, δέχεται τὴν αἰτιοκρατίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὰς λογικάς κατηγορίας, διατυπώνει ἀφηρημένας κοινωνικᾶς ἀρχάς -τὰ θρησκευτικὰ δόγματα, τὴν νομιμότητα, τὴν τάξιν, τὴν πειθαρχίαν, τὴν ἱεραρχίαν, τὸν ἐθνισμόν, τὴν αὐθεντίαν, τὴν ἐλευθερίαν, κλπ- διὰ τῶν ὁποίων ὅμως προβάλλει τὰς ἰδέας εἰς τὴν πραγματικότητα (ἀντὶ νὰ προβάλη τὴν πραγματικότητα εἰς τὰς ἰδέας), διότι προϋποθέτει τὴν ἑνότητα τῶν νόμων τῆς σκέψεως καὶ τῶν νόμων τοῦ σύμπαντος.
3) Τὸν δογματισμὸν τῶν δύο τούτων σταδίων «ἀντικαθιστᾶ», τέλος, τὸ «θετικὸν» στάδιον, τὸ ὁποῖον ἀνταποκρίνεται πρὸς τὴν «ὥριμον ἐξέλιξιν τῶν κοινωνιῶν». Εἰς τὸ «τελευταῖον» τοῦτο στάδιον ὁ Comte ἀποκλείει τὴν δυνατότητα καὶ τὴν ἀξίωσιν τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίση τὰς πρώτας αἰτίας τῆς Δημιουργίας (θεολογικάς ἤ μεταφυσικάς) καὶ καθιερώνει τὴν ἐμπειρίαν ὡς ἀνωτέραν τῆς ὑπερβατικῆς σκέψεως. Ἡ γνῶσις κτᾶται μόνον μὲ τὴν βοήθειαν ἐμπειρικῶν προσπαθειῶν καὶ ὄχι διὰ τῆς ἐνοράσεως (intuition). Τὸ μόνον κριτήριον τῆς ἀληθείας δὲν ἔγκειται εἰς τὴν προσαρμογὴν πρὸς μίαν θεωρίαν ἀλλ’ εἰς τὴν συμφωνίαν μὲ τὰ γεγονότα [10]. Ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς ὀργανώσεως εἶναι ὄχι τὸ δόγμα, ἀλλὰ τὸ πείραμα.
Ἡ γενικὴ πρόοδος προάγει τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν καὶ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἐξέλιξιν τῶν τριῶν σταδίων. Καὶ ἐνῶ ὁ Comte ἀπορρίπτει τὸν «παραισθητικὸν χαρακτήρα τῶν λογικῶν καὶ διαλεκτικῶν συλλογισμῶν» καὶ παρατηρεῖ ὅτι «οὐδεὶς ποτὲ ἠδυνήθη ν’ ἀπόδειξη λογικῶς τὴν ἀνυπαρξίαν τοῦ Ἀπόλλωνος ἤ τῆς Ἀθηνᾶς» -δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι, παρὰ ταῦτα, ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένη τέκνον τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» τόσον εἰς τὴν ἀξιολογικὴν ἐξύψωσιν τῆς ἐμπειρίας ὑπεράνω της ὑπερβατικῆς σκέψεως, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἀξιολογικὴν ἐπίσης ἰδέαν τῆς «προόδου» -αἵτινες ἀνήκουν, ἀμφότεραι, εἰς τὴν ἀστικὴν ἰδεολογίαν -καί, πρὸ παντός, δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸν μεταφυσικὸν καὶ ἐσχατολογικὸν χαρακτήρα τοῦ σχήματος τῶν τριῶν σταδίων, (διὰ τοῦ ὁποίου κατατάσσεται καὶ ὁ ἴδιος εἰς τους μεταφυσικούς), τὰ ὁποῖα «στάδια» οὐδέποτε ὕπηρξαν ἐν χρονικῇ διαδοχῇ), ἀλλὰ πάντοτε ἐν παραλλήλῳ συμβιώσει.
Αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις δὲν διαφέρουν, κατ’ ἐφαρμογὴν τῆς θεωρίας τοῦ Pareto, ἀπὸ τὰ ὡς ἄνω Residus, κατὰ τὸ ὅτι προέρχονται ἐπίσης ἐξ ἀψιθυμιῶν καὶ θυμικῶν παρορμήσεων («ἀρέσουν» ἤ δὲν «ἀρέσουν»). Διαφέρουν ὅμως κατὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχουν ἀναγκαίως καὶ ἐκ τῶν προτέρων συγκαλυπτικήν σκοπιμότητα καί, ἑπομένως, παρὰ τὴν ἐνδεχομένην λογικὴν των ὀργάνωσιν, δὲν ἀποτελοῦν ἰδεολογίαν. Εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ἡ κρίσις εἶναι ἀποκλειστικῶς ὑποκειμενικὴ ὡς λ.χ. αἱ αἰσθητικαί κρίσεις ἐπὶ τῶν καλλιτεχνικῶν ἔργων, αἱ ἀτομικαὶ συναισθηματικαὶ κρίσεις, αἱ ἀποφάνσεις ἐπὶ φυσικῶν ἐπιστημῶν ἡ ἐπὶ τῶν ὑποκειμενικῶν διαθέσεων ἤ προτιμήσεων ὡς πρὸς τὴν μόδαν, τὴν δίαιταν, τὴν ἐνδυμασίαν καὶ ὡς πρὸς ἄλλα παρόμοια ἀντικείμενα.
Ἄλλως ὅμως ἑρμηνεύονται καὶ ἄλλην σημασίαν ἔχουν αἱ αὐταί, ὡς ἄνω, κρίσεις, ὅταν λ.χ. δι’ αὐτῶν σκοπεῖται ἐμμέσως ἡ ὑποστήριξις ὡρισμένων ζωγράφων, ὡρισμένου οἴκου ραπτικῆς, ὡρισμένου ἀνθοπωλείου, ὡρισμένων φυσιολατρικῶν σωματείων, ὡρισμένων ἰατρῶν ἤ ἰνστιτούτων καλλονῆς, ὡρισμένων βιβλίων ἤ ἄλλων ἔργων, ὁπότε παύουν νὰ εἶναι ἀμερόληπτοι, γίνονται -διὰ τῆς σκοπιμότητος- μεροληπτικαὶ καὶ ἀνήκουν ἐμφανῶς εἰς τὴν ἰδεολογίαν τῶν ἐνδιαφερομένων.
Εἶναι εὔκολον ἤδη νὰ φαντασθῆ τις ποίαν διαταραχὴν καὶ ποίαν σύγχυσιν ἐπιφέρουν αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις ἀμφοτέρων τῶν ὡς ἄνω κατηγοριῶν ἐπὶ τῶν σοβαρῶν ἥ καὶ κρισίμων θεμάτων τῆς κοινωνικῆς συμβιώσεως, ἀκόμη καὶ τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως, ἀπὸ τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου μέχρι τοῦ κομμουνισμοῦ καὶ τοῦ φασισμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνθοπωλείου μέχρι τῆς λαιμητόμου: «Πολὺ ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Taine ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως τῆς ἀδελφότητος καὶ τῆς ἐλευθερίας αἱ ὁποῖαι ἦσαν τότε λίαν δημοφιλεῖς, οἱ Ἰακωβῖνοι κατὼρθωσαν νὰ ἐνθρονίσουν ἕνα δεσποτισμὸν ἀντάξιον τῆς Δαχομέης, ἕνα δικαστήριον ὅμοιον μὲ τὴν ἱεράν ἐξέτασιν καὶ νὰ γίνουν αἴτιοι δι’ ἀνθρωπίνας ἑκατόμβας ὁμοίας μὲ ἐκείνας τοῦ Μεξικοῦ».
«Τὸ ἔμβλημα τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἀδελφότητος, δὲν χρησιμεύει ἤδη παρὰ διὰ νὰ καλύψῃ μὲ μίαν νόμιμον δικαιολογίαν τὰ αἰσθήματα πλεονεξίας, ζηλοφθονίας καὶ μίσους ἔναντι παντὸς ἀνωτέρου, τὰ ὁποῖα οὐδεμία πειθαρχία δύναται νὰ χαλιναγώγηση. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἡ Γαλλικὴ ἐπανάστασις κατέληξεν, ἐντὸς τόσον ὀλίγου χρόνου, εἰς τὴν ἀταξίαν, εἰς βιαιότητας καὶ εἰς τὴν ἀναρχίαν»
Ἀξιολογικὴ κρίσις εἶναι, κατὰ ταῦτα, ἡ ὡς ἀντικειμενικὴ ἐμφανιζόμενη ὑποκειμενικὴ σχέσις μεταξὺ ἑνὸς προσώπου καὶ ἑνὸς ἀντικειμένου ( ὑλικοῦ ἤ ἰδεατοῦ) ὑπὸ τὴν μορφὴν μίας ψευδοαντικειμενικῆς καὶ ψευδοθεωρητικῆς διατυπώσεως μὲ τὴν ἀξίωσιν ἀντικειμενικῆς ἰσχύος. Ὡς «ἀπὸδειξις» τῆς «ἀληθείας» καὶ τῆς «ὀρθότητος» μίας ἀξιολογικῆς κρίσεως χρησιμεύει — αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ περιορισμών— ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἐπικράτησίς της εἰς συλλογικὰ πρόσωπα καὶ πρὸ παντὸς εἰς τὴν μᾶζαν.
Ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις εἶναι δογματική. Στερεῖται λογικῶς παντὸς νοήματος ἐκ τοῦ ἁπλοῦ γεγονότος ὅτι ἡ «ἀξία» δὲν εἶναι ἀντικειμενικὸν γεγονὸς ἀλλ’ ὑποκειμενικὴ διάθεσις καὶ φήμη καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει οὐδεμίαν θέσιν εἰς τὴν πραγματικότητα, ἀλλ’ ἀποτελεῖ ἁπλῶς αὐθαίρετον ἀπὸφανσιν. Οὔτε εἶναι δυνατὸν ν’ ἀναλυθῆ καὶ νὰ ἐλεγχθῆ διὰ τῶν λογικῶν ἐπιστημονικῶν μεθόδων τῆς ἐπάγωγης καὶ τῆς ἀπαγωγῆς διότι δὲν προσκομίζει στοιχεῖα ἀντικειμενικὰ δυνάμενα νὰ ὑπαχθοῦν εἰς τὰς λογικάς κατηγορίας. Ἡ ἀξιολογικὴ κρίσις ὡς ὑποκειμενικὴ κρίσις δὲν ἔχει ἀνάγκην οὐδεμιᾶς αἰτιολογίας, διότι εἶναι καθ’ ἑαυτὴν ἄλογος εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν καὶ ἰδεολογία εἰς τὴν δευτέραν. Θὰ ἠδὺνατο νὰ ἐκφρασθῆ μόνον μὲ μίαν ταυτολογίαν: «Ἡ ἀξία εἶναι ἀξία». Ἤ: «ἀποδίδω ἀξίαν εἰς ἕνα πρόσωπον ἤ εἰς μίαν ἴδεαν, διότι μοῦ ἀρέσει». Ὅπερ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ταυτολογικήν ἐξίσωσιν: «Ἐγώ εἶμαι ἐγώ».
9. Γεγονὸς ὅμως καὶ δὴ κοινωνικὸν γεγονὸς δύνανται ν’ ἀποβοῦν αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις διὰ τῶν φύσει ἀλόγων ἀψιθυμιῶν, θυμικῶν παρορμήσεων, παραισθήσεων καὶ αὐταπατῶν, ὅταν αὗται διαδοθοῦν καὶ ἐπικρατήσουν εἰς κοινωνικάς μάζας, ὁπότε συνιστοῦν κοινωνικὴν πραγματικότητα καὶ ὑπόκεινται εἰς τὴν ψυχολογίαν τῶν μαζῶν.
Διὰ τὴν κοινωνικῶς θεμελιώδη αὐτὴν κατηγορίαν τῆς μάζης, ἀνεξάντλητος εἶναι ὁ πρωτοτυπώτερος, γονιμώτερος καὶ πάντοτε σύγχρονος Gustave Le Bon, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν μορφωμένον «μέσον ἄνθρωπον»: «Δὲν πρέπει, ἐξ ἄλλου, νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ ἀπόδειξις τῆς ὀρθότητος μίας ἰδέας δύναται νὰ προκαλέση ἀποτελέσματα, ἀκόμη καὶ εἰς τὰ καλλιεργημένα πνεύματα. Τοῦτο δυνάμεθα ν’ ἀντιληφθῶμεν εὐκόλως ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ σαφεστέρα ἀπόδειξις ἐλαχίστην ἀσκεῖ ἐπίδρασιν εἰς τους περισσοτέρους ἀνθρώπους. Τὸ πασίδηλον δύναται ν’ ἀναγνωρισθῆ μόνον ἀπὸ τὸν μορφωμένον ἀκροατήν, ἀλλὰ καὶ οὗτος συντόμως θὰ ἐπανέλθη, διὰ τοῦ ὑποσυνείδητοῦ του, εἰς τὰς ἀρχικάς του ἀντιλήψεις. Ἂν τὸν ἐπανίδετε μετὰ πάροδον ὀλίγων ἡμερῶν, θὰ σᾶς παραθέσῃ τὰ παλαιά του ἐπιχειρήματα ἀκριβῶς μὲ τὰς αὐτά λέξεις. Πράγματι εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν προγενεστέρων ἰδεῶν του, πού μετετράπησαν εἰς συναισθήματα. Μόνον αὐτὰ ἐπιδροῦν εἰς τὰ βαθύτερα κίνητρα τῶν πράξεών μας καὶ τῶν λόγων μας» (Le Bon, Α 51).
«Ἡ κατωτέρα συλλογιστικὴ ἱκανότης τῶν μαζῶν, ὅπως καὶ ἡ ἀνωτέρα, βασίζεται εἰς συνειρμοὺς ἰδεῶν. Αἱ συνειρμικαὶ ὅμως ἰδέαι τῶν μαζῶν ἔχουν μεταξὺ των φαινομενικὸν μόνον σύνδεσμον ὁμοιότητος ἤ διαδοχῆς. Συνδέονται μεταξὺ των ὅπως αἱ ἰδέαι ἑνὸς ἐσκιμώου ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ὁ πάγος, σῶμα διαφανές, διαλύεται ἐντός τοῦ στόματος, συμπεραίνει ὅτι καὶ ἡ ὕαλος, σῶμα ὁμοίως διαφανές, διαλύεται ἐπίσης εἰς τὸ στόμα- ἤ ὅπως ὁ ἄγριος φαντάζεται ὅτι τρώγων τὴν καρδίαν ἑνὸς ἀνδρείου ἐχθροῦ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γενναιότητά του. Συνειρμὸς ἀνόμοιων πραγμάτων τὰ ὁποῖα διέπονται ὑπὸ γενικῶν μόνον σχέσεων καὶ ἄμεσος γενίκευσις τῶν ἰδιαιτέρων περιστατικῶν, αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ὁμαδικῆς ψυχολογίας» (53).
«Περιττὸν νὰ προστεθῆ ὅτι ἡ ἀδυναμία τῆς μάζης νὰ σκεφθῆ ὀρθῶς, τὴν στερεῖ παντὸς κριτικοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τῆς ἱκανότητος νὰ διακρίνη τὴν ἀλήθειαν ἀπὸ τῆς πλάνης καὶ νὰ διαμορφώνη ἀκριβῆ κρίσιν. Αἱ κρίσεις τὰς ὁποίας ἀποδέχεται ἡ μᾶζα εἶναι κρίσεις ἐπιβαλλόμεναι ἔξωθεν εἰς αὐτὴν καὶ οὐδέποτε κρίσεις σχηματισθεῖσαι διὰ τῆς λογικῆς διεργασίας καὶ συζητησεως[11] (54). «Herber Spencer ἀπέδειξεν ὅτι ἡ μὸρφωσις δὲν καθιστᾶ τὸν ἀνθρωπον οὔτε ἠθικώτερον οὔτε εὐτυχέστερον, καὶ ὅτι οὗτος δὲν μεταβάλλει τὰ κληρονομικά του ἔνστικτα καὶ τὰ πάθη του. Οἱ στατιστικοὶ ἐπεκύρωσαν τὰς ἀπόψεις ταύτας, διαπιστώσαντες ὅτι ἡ ἐγκληματικότης αὐξάνει μὲ τὴν γενίκευσιν τῆς μορφώσεως ἤ, τουλάχιστον, μίας ὡρισμένης μορφώσεως καὶ ὅτι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς κοινωνίας, οἱ ἀναρχικοί, στρατολογοῦνται συχνὰ μεταξὺ τῶν ἀριστούχων τῶν σχολῶν».
Ὁ Adolph Guiyot παρετηρησεν ὅτι ἔναντι χιλίων ἀγραμμάτων ἐγκληματιῶν ὑπάρχουν τρεῖς χιλιάδες ἐγγραμμάτων καὶ ὅτι ἐντὸς πεντήκοντα ἐτῶν ἡ ἀναλογία τῶν 217 ἐγκληματιῶν ἀνὰ 100.000 κατοίκων μετεβληθη εἰς 552, ὅπερ σημαίνει αὔξησιν 133% (75). «Ὁ μέγας παράγων ἐξελίξεως τῶν λαῶν οὐδέποτε ἦτο ἡ ἀλήθεια ἀλλὰ ἡ πλάνη. Καὶ ἂν σήμερον (τῷ 1895) αὐξάνεται ἡ δὺναμις τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὸ γεγονός, ὅτι οὗτος ἀποτελεῖ ἀκόμη τὴν μόνην ζῶσαν αὐταπάτην. Αἱ ἐπιστημονικαί ἀποδείξεις οὐδόλως παρεμποδίζουν τὴν προοδευτικήν του πορείαν» [12] (92).
«Αἱ μάζαι οὐδέποτε ἐδίψασαν δι’ ἀληθείας. Ἀποστρέφονται τὰ πασιφανῆ γεγονότα, πού τὰς δυσαρεστοῦν καὶ προτιμοῦν νὰ θεοποιοῦν τὴν πλάνην, ἂν αὕτη τὰς γοητεύει. Ἐκεῖνος ὅστις γνωρίζει νὰ προκαλῆ εἰς αὐτάς αὐταπάτας γίνεται εὐκόλως ὁ κύριός των καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ τὰς λυτρώση ἀπὸ τὰς αὐταπάτας εἶναι πάντοτε τὸ θῦμα των» (92). Οἱ νόμοι τῆς ὀρθολογιστικῆς λογικῆς οὐδεμίαν ἐπιρροὴν ἔχουν εἰς αὐτάς» (94).
«Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἐλευθερίας, ἀλλ’ ἡ ἀνάγκη τῆς δουλείας πού κυριαρχεῖ εἰς τὴν ψυχὴν τῶν μαζῶν» (101). «Ὁ Ναπολέων Ι ἐλεγεν ὅτι μία καὶ μόνη σοβαρὰ μορφὴ ρητορικῆς ὑπάρχει: ἡ ἐπανάληψις. Ἡ ἁπλῆ διαβεβαίωσις καταλήγει, διὰ τῆς ἐπαναλήψεως, νὰ καθιερωθῆ εἰς τὰ πνεύματα ὡς ἂν ἦτο ἀποδεδειγμένη ἀλήθεια. Οὕτως ἐξηγεῖται ἡ καταπληκτικὴ δύναμις τῆς διαφημίσεως» (105).
«Ὅσον περισσότερον λακωνικὴ καὶ ἀπηλλαγμένη ἐνδείξεων καὶ ἀποδείξεων εἶναι μία διαβεβαίωσις, τόσον μεγαλύτερον κῦρος διαθέτει» (104). Οἱ δημαγωγοὶ παραλαμβάνουν μίαν ἀνωτέραν ἰδέαν, τὴν παραμορφώνουν καὶ δημιουργοῦν μίαν αἱρεσιν, ἡ ὁποία προκαλεῖ νέαν παραμόρφωσιν καὶ αὕτη παραδίδεται ἀκόμη περισσότερον παραμορφωμένη εἰς τὰς μάζας [13]. Ὅταν αὕτη καταστῆ λαϊκὴ ἀλήθεια, ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀνέρχεται κατὰ τινα τρόπον, εἰς τὰ ὑψηλότερα στρώματα τῆς κοινωνίας» [14] (108).
Οἱ θεοί, οἱ ἥρωες καὶ τὰ δόγματα ἐπιβάλλονται χωρὶς νὰ γίνωνται ἀντικείμενα συζητήσεων. Καὶ σβύνουν ἀπὸ τῆς στιγμῆς, καθ’ ἥν ἀρχίζουν νὰ τὰ συζητοῦν» (111). Οἱ μόνοι πραγματικοὶ τύραννοι τῆς ἀνθρωπότητος ὑπῆρξαν πάντοτε αἱ σκιαὶ τῶν νεκρῶν ἤ αἱ αὐταπάται, τὰς ὁποίας ἐδημιούργησεν αὐτὴ αὕτη ἡ ἀνθρωπότης» (123). «Ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη προσπαθειῶν διὰ τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σοσιαλιστικοῦ ἰδανικοῦ, θ’ ἀποδειχθῆ ἡ κενότης τῶν ὑποσχέσεών του καὶ οὕτως ἡ νέα πίστις θὰ χάση διὰ μιᾶς κάθε γόητρον» (124).
10. Ὡς «πεποιθήσεις» νοοῦνται γνῶμαι πού σχηματίζονται κατόπιν αὐστηρᾶς ἐπιλογῆς τοῦ ἐμπειρικοῦ ὕλικου , βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς «ἀντικειμενικῆς» ἀληθείας (« ἐμπειρικόν ἀντικείμενον»), καὶ διὰ τῆς ἐπὶ τοῦ ὑλικοῦ τούτου ἐφαρμογῆς τῶν νόμων τῆς λογικῆς («γνωστικὸν ἀντικείμενον»).
Τὸ πόρισμα τῆς τοιαύτης ἐρεύνης εἶναι ἐπιστημονικόν, ἀλλὰ δύναται νὰ παρασκευασθῆ μόνον εἰς ἐπιστημονικὰ ἐργαστήρια καὶ μόνον ὑπὸ τῶν ἐπιστημόνων μολονότι, εἰς τὴν περιοχὴν λ.χ. τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, ὁ ἐπιστήμων ὡς ἄνθρωπος, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι μεροληπτικός, διότι συναποτελεῖ καὶ ὁ ἴδιος τόσον τὸ «ἐμπειρικὸν ἀντικείμενον», ὅσον καὶ τὸ «γνωστικὸν ἀντικείμενον» [15]. Οὐδεμίαν ὅμως τοιαύτην ἐγγύησιν ἀληθείας καὶ λογικῆς ἀποτελεῖ ὁ «μέσος ἄνθρωπος» διὰ τὸν σχηματισμὸν τῶν ἰδίων του πεποιθήσεων: Διότι, πρῶτον, δὲν γνωρίζει, δὲν δύναται καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἐρευνήση τὸ ἐμπειρικὸν ὑλικόν.
Διότι, δεύτερον, δὲν γνωρίζει, δὲν δύναται καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἐφαρμόση τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς. Καὶ διότι — τρίτον — θεωρεῖ ὄχι μόνον ὡς περιττὴν ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπιζημίαν, διὰ τὰς ἀξιολογικάς του κρίσεις, τὴν προβολὴν τοῦ ἰδίου του προσώπου ὡς ἐμπειρικοῦ καὶ γνωστικοῦ ἀντικειμένου ἐνώπιον τοῦ φακοῦ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς λογικῆς. Ἐν συμπεράσματι ὁ «μέσος ἄνθρωπος» στρέφεται ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν ψυχολογικῶν κινδύνων, πού ἀπειλοῦν νὰ διαλύσουν τὸ «ζωτικόν του ψεῦδος», τὴν « Ἀγριόπαπιαν» τοῦ Ibsen. Εἶναι ὁ Monsieur Toutlemonde, ὁ Jedermann, ὁ Common Sens, ἡ « χρυσῆ μετριότης».
Εἰς ταῦτα πρέπει νὰ προστίθεται πάντοτε τὸ ἐνδεχόμενον σφαλμάτων καὶ εἰς τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἐμπειρικοῦ ὕλικου καὶ εἰς τὸν χειρισμὸν τῶν κανόνων τῆς λογικῆς καὶ ἡ διάδοσις τῆς ἐξειδικεύσεως, ἡ ὁποία ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰς γενικάς ἀρχὰς τῆς σκέψεως καὶ στενεύει τὸ « ὀπτικόν πεδίον» διὰ τὸν σχηματισμὸν θεμελιωμένων πεποιθήσεων ἐπὶ τοῦ ψυχικοῦ, τοῦ ἠθικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ , τοῦ οἰκονομικοῦ καὶ τοῦ πολιτικοῦ πεδίου. Ὁ σχηματισμὸς πεποιθήσεων περιπλέκεται ὅμως καὶ ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι αἱ πεποιθήσεις αἰ σχηματιζόμεναι ἐφ’ ἑνὸς ἑκάστου ἐκ τῶν ὡς ἄνω πεδίων δὲν εἶναι ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτόνομοι, ἀλλὰ σχηματίζονται καὶ ἐξ ἐπιρροῶν τῶν ἄλλων πεδίων, εἰς τρόπον ὥστε ν’ ἀποτελοῦν ἤ τυχαίαν καὶ πρόσκαιρον ἑνότητα συνειδήσεως ἤ, ἀντιθέτως διάσπασιν τῆς προσωπικότητος, μέχρι τῶν νευρώσεων καὶ τῶν ψυχώσεων.
Οὕτως αἰ πεποιθήσεις εἶναι κατ’ ἀνάγκην ρευσταὶ καί, ἀναλόγως τοῦ ἐμπειρικοῦ ἤ τοῦ ἀξιολογικοῦ των ἀντικειμένου, εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον, ἀξιολογικαὶ κρίσεις. Εἰς κάπως ἀνώτερον καὶ σταθερώτερον ἐπίπεδον εὑρίσκονται αἱ θρησκευτικαί, αἱ ἐπιστημονικαὶ καὶ αἱ ἠθικαὶ πεποιθήσεις, μετὰ ἐξονυχιστικὴν πάντως ψυχολογικὴν καὶ ψυχαναλυτικὴν ἀνάλυσιν ἑνὸς ἑκάστου φορέως των, διὰ νὰ διαψευσθοῦν, κατὰ τὸ δυνατόν, οἱ κάτωθι ἀφορισμοὶ τοῦ Le Bon:
«Ὄχι μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ζωήν, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς νοήσεως τὰ ὑποσυνείδητα φαινόμενα διαδραματίζουν προέχοντα ρόλον. Ἡ συνειδητὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος ἀντιπροσωπεύει λίαν ἀσθενῆ συμμετοχὴν ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ὑποσυνείδητον ζωήν της. Ὁ πλέον λεπτολὸγος ἀναλυτής, ὁ πλέον διεισδυτικὸς παρατηρητής, μόνον ἐλάχιστον ἀριθμὸν ὑποσυνειδήτων κινήτρων, πού τὸν καθοδηγοῦν, δύναται ν’ ἀνακάλυψη. Ὄπισθεν τῶν ὁμολογημένων αἰτίων τῶν πράξεών μας, ὑπάρχουν κρύφια αἴτια, τὰ ὁποῖα ἁγνοοῦμεν. Αἱ περισσότεραι καθημεριναὶ πράξεις μας εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα κρύφιων κινήτρων, πού μᾶς διαφεύγουν». «Μία συγκέντρωσις σοφῶν ἤ καλλιτεχνῶν δὲν ἐκφέρει εἰς τὰ γενικὰ θέματα κρίσεις αἰσθητῶς διαφόρους μίας συνελεύσεως κτιστῶν». «Ἐντός τῆς μάζης, τὸ ἐπαναλαμβάνω, οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἐξισώνονται».
Ἡ συχνότης τῶν σφαλμάτων εἰς τὰς διαφόρους πεποιθήσεις ἐξαρτᾶται, ἑπομένως, ἐκ τῆς σταθερότητος ἤ ρευστὸτητος τῶν βασικῶν ἰδεῶν καὶ ἐκ τῆς στερεᾶς ἤ χαλαρᾶς διαρθρώσεως τῶν κοινωνικῶν σχηματισμῶν πού τὰς ἐκπροσωποῦν: Μία θρησκευτικὴ ἤ μεταφυσικὴ πίστις εἶναι στερεωτέρα ἀπὸ μίαν ἠθικὴν ἤ ἐπιστημονικὴν πεποίθησιν. Ἀμφὸτεραι αὗται αἱ πεποιθήσεις εἶναι στερεώτεραι ἀπὸ τὰς πεποιθήσεις τοῦ ἁπλοῦ «μέσου ἀνθρώπου». Τὸ ἀντίθετον παράδειγμα -τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πολυκρατίας καὶ τῶν συνεχῶς μεταβαλλόμενων ἰδεών- συνεπάγεται τὴν γενικὴν ρευστότητα τῶν παντὸς εἴδους πεποιθήσεων.
Θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ λεχθῆ ὅτι αἱ πεποιθήσεις -ὄχι, βεβαίως, λογικῶς θεμελιούμεναι- ἦσαν, εἰς παρελθούσας ἐποχάς, στερεώτεραι: δηλαδὴ ἦσαν ὑποκειμενικαὶ ἐπίμονοι ἀξιολογικαὶ κρίσεις καὶ ἐπίμονοι ἰδεολογίιαι. Εἰς τὴν ἐποχήν μας, τῆς κοινωνικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς πολυκρατίας, ἔγιναν «ἐλαστικωώεραι», τουτέστιν συμβατικώτεραι καὶ προσαρμοστικώτεραι. Ἀντὶ τῶν πεποιθήσεων ὁ «μέσος ἄνθρωπος» ἀσπάζεται τὴν προσαρμογήν (Conformism), τὴν ἄσχετον «πρὸς τὸ τί» προσαρμογήν. Πρόκειται, κατὰ τὸν Vierkandt, περὶ μάσκας, περὶ ἀπάτης, καὶ περὶ ψευδῶν πεποιθήσεων, ἑδραζομένων ἐπὶ τῶν «μηχανισμῶν τῆς ἀπάτης».
Ἡ μεταβίβασις τῶν πεποιθήσεων δὲν ἐκδηλοῦται διὰ λογικῶν ἀλλά, τὸ πολύ, διὰ λογικοφανῶν ἐπιχειρημάτων, χωρὶς ταῦτα νὰ ὑποστοῦν λογικὴν ἐξέτασιν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν μεταδοτικῶν μεθόδων τῶν ἀξιολογικῶν κρίσεων, τουτέστι διὰ μύθων, φημῶν καὶ διαδόσεων, διὰ ψευδῶν ἑρμηνειῶν, διὰ τῆς ὑπερβολῆς, τῆς ὑποβολῆς, τῆς μιμήσεως, τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἐπαναλήψεως, διὰ τῶν ὁποίων κατασκευάζεται ψευδὴς εἰκὠν τῆς πραγματικότητος.
Ἡ ἑρμηνεία τῶν γεγονότων ἤ τῶν ἄλλων πεποιθήσεων εἶναι, κατὰ τὸ πλεῖστον, ψευδής, διότι ἐπηρεάζεται ὑπὸ τῶν ὑποκειμενικῶν ψυχολογικῶν ἤ πνευματικῶν κριτηρίων τοῦ ἑρμηνεύοντος ἤ ὑπὸ τοῦ γοήτρου καὶ τῆς αὐθεντίας τοῦ ἑρμηνευομένου. Ἄλλος παραμορφωτικὸς παράγων τῆς ἀληθείας καὶ τῆς λογικῆς τῶν πεποιθήσεων εἶναι τὸ ὁλόκληρον ἤ τὸ τμηματικὸν ψυχολογικὸν ψορτίον τοῦ συνειδητοῦ ( ἀναμνήσεις, συνήθειαι, δοξασίαι, προσδοκίαι, ἐπιθυμίαι) ἤ τοῦ ὑποσυνείδητου ( ἀπωθήσεις, πλέγματα μειονεκτικότητος, νευρώσεις καὶ ψυχώσεις).
Αὐτὴ αὔτη ἡ ἁπλὴ ἐμπειρικὴ παρατήρησις τοῦ «μέσου ἀνθρώπου», ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἀκλόνητος ἀπόδοσις τῆς ἐμπειρικῆς «ἀληθείας», ὑπόκειται εἰς πλάνας (« αἱ αἰσθήσεις μᾶς ἀπατοῦν») καὶ ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ἐνεργοῦ πνευματικῆς παρουσίας καὶ τῆς στιγμιαίας ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ παρατηρητοῦ, ἥτις ἔχει ἄμεσον ἐπίδρασιν ἐπὶ τῆς προσοχῆς καὶ τῆς ἀντιλήψεώς του. Εἶναι γνωστὸν εἰς τὰ δικαστήρια τὸ παράδειγμα τοῦ «αὐτόπτου μάρτυρος» ὁ ὁποῖος, καλῇ τῇ πἰστει, καταθέτει παραμορφωμένα ἤ ἀνυπόστατα γεγονότα [16].
Εἰς τὴν μείωσιν τῆς πνευματικῆς παρουσίας καὶ εἰς τὴν ἰσοπεδωτικήν μετατροπὴν τῆς ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ ἀτόμου κατὰ τὴν μαζοποίησίν του ὀφείλεται τὸ παρὰ τοῦ Le Bon παρατηρηθὲν φαινόμενον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπίλεκτοι ἐπιστήμονες καὶ λαϊκὰ μέλη τῶν συλλόγων τῶν ἐνόρκων, μαζοποιούμενοι, ἐκφράζουν τὰς αὐτάς γνώμας, παρὰ τὴν μεγάλην μεταξὺ τῶν ἀπόστασιν ὡς πρὸς τὴν παιδείαν, τὴν μόρφωσιν καὶ τὴν κοινωνικὴν των θέσιν [17].
Τὸ αὐτὸ ὡς ἄνω φαινόμενον μαρτυρικῶν καταθέσεων ἤ αὐτόπτων μαρτύρων ἀναφέρει καὶ ὁ G. Von Gneist ἐν συσχετισμῷ πρὸς τὴν κοινὴν γνώμην: Ἡ κατάστασις ἐπιδεινοῦται ὅταν μία τοπικὴ κοινὴ γνώμη συζητεῖ τὴν περιπτωσιολογίαν μίας ὑποθέσεως… Τότε ἐμφανίζονται κατὰ δεκάδας μάρτυρες καταθέτοντες ἐνόρκως περὶ γεγονότων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἤκουσαν κάτι, τὸ ὀποῖον συγχέουν μὲ τὰς ἰδίας των ἀντιλήψεις». « Ὅ,τι ἐπιθυμοῦμεν ν’ ἀντιληφθῶμεν τὸ παρατηροῦμεν μὲ μεγαλυτέραν προσοχήν, παρὰ πράγματα ἔναντι τῶν ὁποίων εἴμεθα οὐδέτεροι».
Τέλος ἡ κατάστασις τῶν πεποιθήσεων ἐπιδεινοῦται ὄχι μόνον διὰ τοῦ ὡς ἄνω φορτίου τοῦ συνειδητοῦ καὶ τοῦ ὑποσυνειδήτου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς εἰσβολῆς αὐτουσίων ἀξιολογικῶν κρίσεων ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀντιθετικῶν ζευγῶν ὡς λ.χ.: εὐτυχία-δυστυχία, ἐπιτυχία-ἀποτυχία, τιμὴ-ἀτίμωσις, ἀναγνώρισις-παραγνώρισις, καὶ λοιπῶν. Εἰς τὰ ἀντιθετικὰ ταῦτα ζεύγη ἡ πρώτη σειρὰ ἀξιολογεῖται θετικῶς, ἡ δὲ δευτέρα ἀρνητικῶς. Πλὴν τοῦ ὅτι μία ἑκάστη λεκτικὴ σημασία ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν κρίνεται ὑποκειμενικῶς, καὶ ἡ ἀξιολόγησις ἀπονέμεται ἐπίσης αὐθαιρέτως εἰς πάντα παραλήπτην: α) διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς αὐταπάτης, β) διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἀπάτης [18].
11. Ἄν ὁρίσωμεν τὰς ἀξιολογικάς κρίσεις (Werturteile) ὡς ὀργάνωσιν τῶν προκαταλήψεων (Vorurteile) καὶ τὰς πεποιθήσεις ὡς ὀργάνωσιν τῶν ἀξιολογικῶν κρίσεων, δυνάμεθα νὰ ὁρίσωμεν τὰς νοοτροπίας (Mentalites) ὡς ὀργάνωσιν τῶν πεποιθήσεων.
Ἂν ὅμως αἱ ἀξιολογικαὶ κρίσεις καὶ αἱ πεποιθήσεις θεωρηθοῦν ὡς κατηγορίαι περιλαμβάνουσαι ἄτομα καὶ ὁμάδας, τότε αἱ νοοτροπίαι δέον νὰ θεωρηθοῦν ὡς συνθετικαί, διότι ἀφοροῦν μόνον κοινάς καὶ μονίμους πεποιθήσεις σταθερῶν κοινωνικῶν ὁμάδων [19]. Ἡ «νοοτροπία» ἀποβαίνει οὕτω καθαρῶς κοινωνικοψυχολογικη κατηγορία διαιρούμενη εἴτε καθέτως: εἰς «φεουδαρχικὴν νοοτροπίαν», «μεγαλοαστικὴν νοοτροπίαν», «ἀστικήν νοοτροπίαν», «μικροαστικὴν νοοτροπίαν», «ἀγροτικὴν νοοτροπίαν», «ἐργατικὴν νοοτροπίαν» κλπ., εἴτε ὁριζοντίως: εἰς «ἐπαγγελματικην νοοτροπίαν» μὲ τὰς διακλαδώσεις της: «ἐμπορικην νοοτροπίαν», «διδασκαλικὴν νοοτροπίαν», «ὑπαλληλικὴν νοοτροπίαν», «δικηγορικὴν νοοτροπίαν», «καλλιτεχνικὴν νοοτροπίαν», κλπ. — εις «κρατικὴν νοοτροπίαν» μὲ τὰς διακλαδώσεις της: εἰς «κυβερνητικὴν νοοτροπίαν», «βουλευτικήν νοοτροπίαν», «δικαστικὴν νοοτροπίαν», «δημοσιοϋπαλληλικήν» ἤ «γραφειοκρατικὴν νοοτροπίαν», «ἀστυνομικὴν νοοτροπίαν», «στρατιωτικὴν νοοτροπίαν» κλπ.
Ὁ Mierendorff παρέχει πάντως τὸν σαφέστερον ὁρισμὸν τῆς νοοτροπίας: «Κατὰ τὴν προσαρμογήν του πρὸς ἕνα ἐπαγγελματικὸν κύκλον ἤ πρὸς μίαν κοινωνικὴν τάξιν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μίαν τυποποιημένην ἐμπειρίαν καὶ ἰδιαιτέραν στάσιν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς μίαν τυποποιημένην διαμὸρφωσιν τῆς κοινωνικοπολιτιστικης του προσωπικότητος. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μία ὑποκειμενικὴ διανοητική, ψυχικὴ καὶ κοινωνικὴ προδιάθεσις, ἥτις χαρακτηρίζεται ὡς νοοτροπία. Ἑκάστη κοινωνικὴ κατηγορία ἀναπτύσσει ἰδιαιτέραν νοοτροπίαν ἡ ὁποία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἰδεολογίαν, περιορίζεται εἰς καθωρισμένον κύκλον».
Ἡ «νοοτροπία» -πρέπει νὰ προστεθῇ- εἶναι μᾶλλον αἰτιοκρατικὴ καὶ γνωστικὴ καὶ δὲν περιέχει σκοπιμότητα, ὅπως ἡ ἰδεολογία, δύναται ν’ ἀποτελέση ὅμως τὸ ὕποβαθρον τῆς ἰδεολογίας διὰ τῶν προκαταλήψεων, ἀξιολογικῶν κρίσεων καὶ πεποιθήσεων, -δηλαδὴ διὰ τῶν αὐτῶν ἐνδεχομένων παραισθήσεων τῆς ἰδεολογίας- πού περιέχονται καὶ εἰς τὴν «νοοτροπίαν».
Ἡ «μεγάλη ἰδέα» τὴν ὁποίαν τρέφει -παραισθητικῶς- πᾶς ἐπαγγελματίας διὰ τὸ ἐπάγγελμά του καὶ ἡ ὑποτίμησις ἄλλων ἐπαγγελμάτων βασιζόμενη, ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἰς πλέγματα μειονεκτικότητος, ἔχουν, ὡς γνωστόν, καὶ τὴν κωμικὴν των ὄψιν εἰς πολλὰ ἔργα τῆς διεθνοῦς λογοτεχνίας -μέχρις ὅτου, βεβαίως, διὰ τῆς ἐπεκτεινομένης κοινωνικῆς ἰσοπεδώσεως, ἐκλείψη καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ τιμή. Κατὰ τὴν ἐπαγγελματικὴν νοοτροπίαν ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ «μέσου ἀνθρώπου», αἱ ἀξιολογικαὶ ἀποστάσεις μεταξὺ τῶν ἐπαγγελμάτων βαθμιαίως συστέλλονται ἤ καταργοῦνται, διότι κατὰ τὰς ποσοτικάς οἰκονομικάς ἀρχὰς τῆς ἀστικῆς ἰδεολογίας λ.χ. ὁ ἀρχιεργάτης τυπογραφείου, μὲ μηνιαῖον μισθὸν 30.000 δραχμῶν εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ καταταχθῆ εἰς τοὺς «ἄρχοντας», ὁ δὲ πτωχὸς δικηγόρος εἰς τούς «προλεταρίους». Ἡ γενικὴ ὅμως ὀργάνωσις τῶν γενικῶν πεποιθήσεων ἀτόμων καὶ ὁμάδων εἶναι ἡ ἰδεολογία καὶ ὄχι ἡ νοοτροπία.
12. Παρὰ τὴν μέχρι τοῦδε ἀνάλυσιν καὶ κριτικὴν τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νοηθοῦν αὖται πληρέστερον, ἂν δὲν ληφθοῦν ὓπ’ ὄψιν δύο εἰσέτι φαινόμενα. ἐκ τούτων τὸ πρῶτον ὀνομάζομεν «αὐτονομίαν τῶν λέξεων», τὸ δεύτερον εἶναι ἡ συζήτησις.
«Ὁ ὀξυδερκὴς Toqueville -γράφει ὁ Le Bon- παρατηρεῖ ὅτι τὸ ἔργον τῆς Ὑπατείας καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπὶ Ναπολέοντος Ι συνίστατο κυρίως εἰς τὴν νέαν λεκτικὴν ἐπένδυσιν τῶν περισσοτέρων θεσμῶν τοῦ παλαιοῦ ( φεουδαρχικοῦ-ἀπολυταρχικοῦ ) καθεστῶτος (Ancien Regime) διὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τῶν παλαιῶν λέξεων, πού ἀνακαλοῦν εἰς τὴν φαντασίαν θλιβερᾶς εἰκόνας, δι’ ἄλλων λέξεων, τῶν ὁποίων ὁ νεωτερισμὸς ἠμπόδιζε τοιαύτας ἀναπολήσεις: Ἡ δεκάτη ὠνομάσθη «φόρος τῆς ἐγγείου ἰδιοκτησίας». Ὁ φόρος τοῦ ἅλατος «μονοπωλιακὸς δασμός». Αἱ διάφοροι εἰσφοραὶ «ἔμμεσοι φόροι». Αἱ καταβολαὶ τῶν συντεχνιῶν «φόρος ἐπιτηδεύματος» κλπ.
Μὲ τρεῖς νέας λέξεις ὁ αὐτὸς Ναπολέων Ἰ εἶχε τρεῖς ἐπιτυχίας: «Μὲ τὸ νὰ γίνω καθολικὸς -εἶπεν ὁ Ναπολέων εἰς τὸ Conseil d’ Etat- ἐτερμάτισα τὸν πόλεμον τῆς Βανδέας. Μὲ τὸ νὰ γίνω μουσουλμάνος ἐπεβλήθην εἰς τὴν Αἴγυπτον. Μὲ τὸ νὰ γίνω παπικὸς ἐκέρδισα τοὺς ἱερωμένους εἰς τὴν Ἰταλίαν. Ἄν ἐκυβέρνων λαὸν Ἰουδαίων, θὰ ἀνήγειρον τὸν ναὸν τοῦ Σολομῶντος».
α) Δὲν εἶναι, βεβαίως, τυχαῖον διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων ὅτι ἡ δεσποτεία τῶν λέξεων χρονολογεῖται ἀπὸ τῶν πρωτογόνων κοινωνιῶν καὶ ἦτο τὸ ἰσχυρότερον μέσον κυριαρχίας τῶν μάγων, τῶν ἱερέων, τῶν νομομαθῶν καὶ τῶν ἰατρῶν οἱ ὁποῖοι, ἀρχικῶς, συνεχωνεύοντο εἰς τὸ πρόσωπον τῶν μάγων. Διὰ μαγικῶν λέξεων εὐλογοῦντο ἤ διώκοντο οἱ ἄνθρωποι, ἐξωρκίζοντο οἱ δαίμονες καί ἐκυβερνῶντο οἱ λαοί. Αἱ θρησκεῖαι ἐξετόπισαν τὴν ἀρχαίαν μαγείαν και τὴν ἀντικατέστησαν μὲ τὴν σχέσιν πρὸς τὴν θεότητα, διὰ τῆς θεσπίσεως τῶν δογμάτων, δηλαδὴ δι’ ἄλλων λέξεων.
Τέλος ὁ αἰὼν τοῦ «Διαφωτισμοῦ» («Ere des Lumieres») ἐξετόπισε -φαινομενικῶς- τὴν θρησκείαν διὰ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου» καί, ἐν συνεχείᾳ, ἐξετόπισε τὸν «Ὀρθὸν Λόγον» μετὰ τῶν ἰδεολογικῶν καί οὐτοπιστικῶν του ἐπενδύσεων, διὰ τῆς δημαγωγικῆς μαγείας, δηλαδὴ δι’ ἄλλων λέξεων.
β) Ἐπίσης καί ἡ σύμπτωσις αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων. Διότι καὶ ἡ πρώτη μαγεία τῶν λέξεων (τῶν πρωτογόνων) και ἡ τελευταία, (ἡ δημαγωγικὴ μαγεία), ὀφείλεται εἰς τὴν αὐτὴν αἰτίαν: εἰς τὴν ἀπουσίαν τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Ὁ πρωτόγονος ἄνθρωπος ἐφοβεῖτο τὰς ἀόρατους δυνάμεις, διότι δὲν τὰς ἐγνώριζε καί τὰς ἐξώρκιζε διὰ λέξεων. Ὁ «μέσος ἄνθρωπος» τῆς ἀστικῆς κοινωνίας, ὁ ἄνθρωπος τῆς μάζης, γίνεται ἕρμαιον τῶν λέξεων τῶν δημαγωγῶν, ἐπίσης διότι δὲν τοὺς γνωρίζει (δηλαδή, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, διότι δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτό του). Χωρὶς νὰ ἐπικαλεσθῶμεν τὴν ἐπίμονον, ὅσον καὶ ὀρθὴν θεωρίαν τοῦ Le Bon, καθ’ ἥν ἡ μᾶζα αὐτομάτως μεταβάλλεται εἰς πρωτόγονον ὀρδὴν καὶ συνεπῶς εὑρίσκεται ipso facto ἐπὶ τοῦ ἐπιπέδου τῶν πρωτογόνων, θ’ ἀκολουθήσωμεν ἄλλην ὁδόν, μέσῳ τῆς γνωσιολογικῆς μεθόδου.
γ) Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖον διὰ τὴν δημιουργίαν παραισθήσεων ὅτι ἡ λέξις «λόγος» σημαίνει ταυτοχρόνως τὴν λέξιν, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτίαν: Εἰς τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους «λόγος» σημαίνει τὴν αἰτίαν, τὴν αἰτιοκρατίαν, τὸ νόημα, τὸν ὁρισμόν, τὴν λογικήν, τὴν Ratio, τὴν Raison, τὴν Vernunft. Τὴν αὐτὴν ἔννοιαν τῆς αἰτίας ἔχει ὁ «λόγος» καί εἰς τὰ Εὐαγγέλια: « Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καί ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καί Θεὸς ἢν ὁ λόγος» (ἀπόλυτος ταυτότης Θεοῦ καί αἰτίας τῆς δημιουργίας). Εἰς τὴν γερμανικὴν μετὰφρασιν τῶν Εὐαγγελίων ὁ «λόγος» δὲν ἀποδίδεται καν διὰ τῆς ἀντιστοίχου λέξεως Vernunft, ἀλλὰ διὰ τῆς λέξεως «λέξις»: Am Anfang war das Wort…». Οὕτω χρησιμοποιοῦνται καί διὰ τὸν ἐξορκισμὸν τοῦ Σατανᾶ λέξεις ὡς ἐπικλήσεις πρὸς τὴν ἀρχικὴν αἰτίαν τοῦ κόσμου, δηλαδὴ πρός τὸν Θεὸν (μεταξὺ τῶν ὁποίων καί ἡ λέξις «Σατανᾶς» ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Κακοῦ).
δ) Ἴσως ἐπειδὴ «λέξις» σημαίνει καὶ «λόγος» ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς αἰτίας καὶ ἐπειδὴ τὰ αἴτια τῆς δημιουργίας εἶναι ταυτοχρόνως ἄγνωστα καὶ ἀνεξιχνίαστα, ἀπέκτησαν μαγικὴν ἰδιότητα καὶ αἱ λέξεις. Ἤ ἀντιστρόφως: ἐπειδὴ ὡς «λόγος» ἐκλαμβάνονται, ἀνακριβῶς, καὶ αἱ «λέξεις», -χωρὶς αἰτιοκρατίαν- παρερμηνεύονται, αἱ κεναὶ λέξεις, ὡς φορεῖς αἰτιοκρατίας καὶ οὕτω δημιουργοῦνται αἱ παραισθήσεις τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐμπειρικῆς πραγματικότητος, διὰ τῶν ὁποίων δημιουργοῦνται ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι.
ε) Ἡ ὅλη δομὴ πάσης γραμματικῆς δεικνύει σαφῶς τὸν ζωντανὸν ρόλον τῶν λέξεων, ὅσον καὶ τὴν λογικὴν των ὀργάνωσιν. Ἡ λέξις παρεμβάλλεται μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης συνειδήσεως καὶ τῶν ἐμπειρικῶν ἀντικειμένων ἀλλά, κατὰ τὴν διαδρομὴν ταύτην, ὑφίσταται ὑποσυνείδητους ἤ συνειδητὰς ἤ σκόπιμους ἀλλοιώσεις. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, παράλογον τὸ λεχθὲν ὅτι « αἱ λέξεις ἐφευρέθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ μὴ συνεννοοῦνται μεταξὺ των οἱ ἄνθρωποι καὶ ὄχι διὰ νὰ συνεννοοῦνται». Αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἔχει πιθανῶς καὶ ὁ μῦθος τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ, κατὰ τὸν ὀποῖον ὁ Θεὸς προεκάλεσεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους σύγχυσιν γλωσσῶν, διὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν αὐθάδειαν των ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀκριβῆ εἰκόνα τοῦ πύργου τῆς Βαβὲλ ἀποτελοῦν αἱ σημεριναὶ μεγαλουπόλεις, εἰς τὰς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μὲν σύγχυσις γλωσσῶν, ὑπάρχει ὅμως κάτι χειρότερον: ἡ σύγχυσις λέξεων καί ἐννοιῶν καὶ «ὁ πολιτισμὸς πηγὴ δυστυχίας» [20].
Διὰ τῶν λέξεων οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζουν καὶ ἐπηρεάζονται ἄνευ λογικῆς ἀναλύσεως καὶ λογικῆς θεμελιώσεως (χωρὶς νὰ ὑπολογισθοῦν καί αἱ ἄδηλοι ψυχοπαθολογικαί περιπτώσεις). « Ἡ λέξις δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον, ἀλλὰ τὸ ἐξωτερικὸν ἀντικείμενον γίνεται ἀντικείμενον τῆς συνειδήσεως μας μέσῳ τῆς λέξεως». Μία λέξις δύναται νὰ σημαίνη πλείονα ἀντικείμενα καὶ ἕν ἀντικείμενον εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκφράζεται διὰ πλειόνων λέξεων. Εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις ἐπέρχονται ἀκούσιαι ἤ σκόπιμοι ἀλλοιώσεις τῆς πραγματικότητος τόσον εἰς τοὺς ἐπηρεάζοντας ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἐπηρεαζομένους, αἵτινες προκαλοῦν ἀλλοιώσεις τῶν συμπερασμάτων.
«Μοναρχικοί, ριζοσπάσται, ἰμπεριαλισταί, σοσιαλισταί κλπ. ἔχουν ἕνα ἰδανικὸν ἀπολύτως ταὐτόσημον καὶ τὸ ἰδανικὸν αὐτὸ βασίζεται μοναδικῶς εἰς τὴν νοητικὴν ὑφήν τῆς φυλῆς μας, ἐφ’ ὅσον, ὑπὸ διαφορετικὰ ὀνόματα (λέξεις), ἀνευρίσκομεν εἰς ἀλλὰ ἔθνη τὸ ἀντίθετον ἰδανικόν. Τὸ ὄνομα πού δίδεται εἰς γνώμας, αἱ ἀπατηλαὶ προσαρμογαι, δὲν μεταβάλλουν τὴν βάσιν τῶν πραγμάτων. Οἱ ἀστοὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, διαποτισμένοι ἀπὸ τὴν λατινικὴν φιλολογίαν, υἱοθέτησαν τοὺς νόμους τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, τὰς δέσμας τῶν λεκτόρων της καὶ τὰς τηβέννους της, ἀλλὰ τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ἔγιναν Ρωμαῖοι ἐκ μόνου τοῦ λόγου, ὅτι εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν μιᾶς πανισχύρου ἱστορικῆς ὑποβολῆς».
στ) Μεταδοτικὰ εἶναι ὅλα τὰ λογικὰ καὶ ἄλογα περιεχόμενα τῆς συνειδήσεως: τουτέστιν ἀντιλήψεις, παραστάσεις, ἀναμνήσεις, σκέψεις πού ὑπόκεινται εἰς σφάλματα, ἀλλὰ καὶ συναισθηματικαὶ καὶ θυμικαὶ κινήσεις καὶ παρορμήσεις, βουλητικαὶ ἐνέργειαι, ἐνστικτώδεις λειτουργίαι, διαθέσεις καὶ προκαταλήψεις, δηλαδὴ αἱ ἄλογοι καταστάσεις τῆς συνειδήσεως. Ὅλα αὐτὰ τὰ λογικὰ καὶ ἄλογα στοιχεῖα τῆς ἀτομικῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ψυχολογίας ἐπηρεάζουν τοὺς ἀνθρώπους διὰ τῶν λέξεων, εἴτε ὡς ἐπηρεάζοντας εἴτε ὡς ἐπηρεαζόμενους.
Ἀλλὰ μεταξὺ τῶν περιεχομένων τῆς συνειδήσεως καὶ τοῦ ἐπηρεασμοῦ ἄλλων συνειδήσεων ὑπάρχει ἀπόστασις, ἡ ὁποία καλύπτεται διὰ τῆς μεταδόσεως. Μετάδοσις ὅμως, κυρίως καὶ πρωτίστως, οὐδὲν ἄλλο εἶναι παρὰ ἡ μεσολάβησις λέξεων. Καὶ αἱ λέξεις εἶναι αὐτόνομοι, δηλαδὴ -ἀκουσίως ἡ σκοπίμως- παραμορφωτικαὶ τῆς ἀληθείας ἤ πραγματικότητος καὶ κατ’ ἔξοχην παράγων τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν. Εἴδωλα, σύμβολα, εἰκόνες, μεταφοραί καὶ συνθήματα (slogans) ἁπλοποιοῦν τὴν νοθείαν τῆς πραγματικότητος καὶ τὴν παράλυσιν τῆς λογικῆς διὰ μαγικῶν λέξεων καὶ τέλος ἡ ἀφηρημένη σκέψις -ἀνεξέλεγκτος καὶ ἀνεύθυνος- προσφέρεται ἰδιαιτέρως, δι’ ἄλλων λέξεων, εἰς τὴν δρᾶσιν τῶν ἰδεολόγων καὶ τῶν οὐτοπιστῶν:
Mit Worten lässt sich trefflich straiten
Mit Worten ein System bereiten
An Worte lässt sich trefflich glauben
Von einem Wort lässt sich kein Jota rauben!
Goethe, Faust
ζ) Βασικὴν σημασίαν διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον τῶν λέξεων ἔχει ἡ ἐκλογὴ των. Ὑπάρχουν «μάγοι» φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Πλάτων, Ὁ Schopenhauer, ὁ Nietzsche, «μάγοι» συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Stefan Zweig κ.α. «μάγοι» ρήτορες καὶ ἀρθρογράφοι, ἐνῷ δὲν ὑπάρχουν «μάγοι» ἐπιστήμονες -καὶ τοῦτο ἀκριβῶς ἀποδεικνύει τὸ ἀσυμβίβαστον τῆς μαγείας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Πλὴν τοῦ μεγίστου ὅμως τίτλου τοῦ «μάγου» συγγραφέως, τοῦ ὁποίου ἡ ἀξία εἶναι πηγαία καὶ ἐξυψώνει τὸν πολιτισμόν, ὑπάρχουν καὶ «μάγοι» ταχυδακτυλουργοί, πού τὸν καταρρίπτουν: Ὅλως διάφοροι εἶναι αἱ ἀρχαὶ ἐπιλογῆς τῶν συναρπαστικῶν λέξεων τῶν δημαγωγῶν, τῶν ρητόρων καὶ τῶν ἐφημερίδων, πού ἐμφανίζονται εἰς τὰ κοινοβούλια, εἰς τὰς συγκεντρώσεις, εἰς τὰς καταχωρήσεις, εἰς τὰς ἀγγελίας καὶ εἰς τὰς διαφημίσεις προσώπων καὶ προϊόντων.
Ἡ ἐκλογὴ τῶν πλέον ἐντυπωσιακῶν καὶ λογικῶς κενῶν λέξεων, εἰκόνων, συμβόλων καὶ συνθημάτων ὑπὸ τῶν ἐνδιαφερομένων ταχυδακτυλουργῶν ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῶν ἐπηρεαζόμενων ὄχι μόνον διὰ τῆς ἐπαναλήψεως, τὴν ὁποίαν ἀναφέρει ὁ Le Bon, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἀλόγων, ὡς ἄνω, περιεχομένων τῆς συνειδήσεως τῶν ἐπηρεαζόμενων, ἐκ προοιμίων στερουμένων πάσης ἱκανότητος λογικῆς ἀναλύσεως. Διότι αἱ λογικῶς ἀθεμελίωτοι λέξεις, αἱ εἰκόνες, τὰ σύμβολα καὶ τὰ συνθήματα εἶναι ἀφ’ ἑαυτῶν ἀπρόσιτα καὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν λογικὴν ἀνάλυσιν. Θὰ ἦτο ὡς νὰ ἐλέγομεν «ἡ κυανῆ σκέψις» ἤ «τὸ παράλογον μῆλον». ἐν τούτοις τὰ ἄλογα ταῦτα στοιχεῖα ὑπὸ τῶν ὁποίων διέπεται καὶ ἐπηρεάζεται ὁ «μέσος ἄνθρωπος», ἀποτελοῦν τὸν «κοινὸν νοῦν».
«Ὁ κοινὸς νοῦς -γράφει ὁ Bouthoul- παίζει τὸν ρόλον γενικοῦ συστήματος ἐνδείξεων, πρὸς τὸ ὁποῖον συμμορφοῦνται αἱ πράξεις μας καὶ αἱ σκέψεις μας. Ἀλλ’ εἰς τελευταίαν ἀνάλυσιν ἡ ἐντύπωσις τοῦ αὐταποδείκτου, τὴν ὁποίαν ἀποκομίζομεν ἀπὸ τὰς ἀληθείας τοῦ «κοινοῦ νοῦ », βασίζεται πρὸ παντὸς εἰς τὴν συνήθειαν καὶ εἰς τὴν ἐπανάληψιν. Ἀποτελεῖ, λόγου χάριν, σήμερον μίαν ἀλήθειαν τοῦ «κοινοῦ νοῦ » ὅτι ἡ γῆ περιστρέφεται περὶ τὸν ἥλιον. Ἀλλὰ πόσοι μεταξὺ τῶν συγχρόνων μας γνωρίζουν τὴν ἐπιστημονικὴν ἀπόδειξιν τοῦ γεγονότος τούτου καὶ πρὸ παντὸς τὰς κριτικάς, αἱ ὁποῖαι κατέληξαν νὰ προτιμήσουν τὸ σύστημα τοῦ Κοπερνίκου ἔναντι τοῦ προτέρου συστήματος;».
Ὁ Walter Lippman (Ἀμερικανὸς δημοσιολόγος μεγάλης πείρας) ἀποδίδει πρωτεύουσαν σημασίαν εἰς τὴν «λεκτικὴν φύσιν τῶν γνωμῶν»: «Ἡ καταθλιπτικὴ πλειονότης τῶν ἀνθρώπων δὲν στηρίζει τὴν κρίσιν της ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἤ τῶν γεγονότων, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐντυπώσεων της ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ τῶν γεγονότων». «Μεταξύ του κόσμου καὶ ἠμῶν -συνεχίζει ὁ Lippman- παρεμβάλλονται ἀδιαλείπτως τὰ «Cliches», τὰ «στερεότυπα». «Μόνη ἡ δύναμις τῶν λέξεων -προσθέτει ὁ Maisonneuve- διαμορφώνει, διὰ τῶν χειρισμῶν της, ἕν μέσον προπαγάνδας καὶ συστηματικῆς διαστροφής [21].
Ὅπως γεννῶνται, οὕτω καὶ θνήσκουν αἱ λέξεις. Ὁλόκληρα ταξικά, ἐπαγγελματικά, ἐποχικά, φυλετικά, ἐθνικά, ἀτομικά, λεξιλόγια ἐξαφανίζονται μετὰ τῶν φορέων των, ὅταν οὗτοι καταρρεύσουν. Βεβαίως καὶ οἱ νεολογισμοὶ ἔχουν τὴν ἰδίαν τύχην. Οὐδέποτε ὅμως αἱ λέξεις -πλὴν τῶν ἐπιστημονικῶν «τεχνικῶν ὅρων»- παύουν ν’ ἀνταποκρίνωνται πρὸς τοὺς ψυχολογικοὺς (καὶ ὄχι πρὸς τοὺς λογικοὺς) νόμους καὶ ν’ ἀποτελοῦν συγκαλυπτικὸν καὶ παραπλανητικὸν παράγοντα εἰς τὴν λογικοφανῆ ἐμφάνισιν τῶν ἰδεολογιῶν καὶ τῶν οὐτοπιῶν.
η) Αὐταί αὖται αἱ μεμονωμέναι λέξεις, ὅταν ἐκφράζουν ἀξιολογικάς κρίσεις, σημαίνουν ἰδεολογικαά ἡ οὐτοπικάς κρίσεις. Λέξεις πού συμπυκνώνουν τὰ ἄλογα ψυχολογικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου – ἔνστικτα, ὁρμέμφυτα καὶ πάθη- ἐκπροσωποῦν ὁλοκλήρους ἰδεολογίας καὶ οὐτοπίας. Ὀλίγαι λέξεις: «Ἐλευθερία», «ἰσότης», «δικαιοσύνη», «πρόοδος», «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», ἐπέφεραν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὰς μεγαλυτέρας ἀναστατώσεις, ἁπλῶς καὶ μόνον διότι ἄλλαι ἦσαν αἱ ἐπιδιώξεις των καὶ ἄλλη ἡ λογικὴ των σημασία. Οὐδεμία ἐκ τῶν λέξεων τούτων ὑπέστη ποτέ, εἰς τὴν συνείδησιν τῶν ὀπαδῶν των, μίαν ἐξαντλητικὴν λογικὴν ἀνὰλυσιν καὶ κριτικήν, ἐκτὸς τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν αἱ ὁποῖαι ὅμως εἶναι ψυχολογικῶς ἀπρόσιτοι εἰς τὸν μέσον ἂνθρωπον διότι οὗτος προβεβουλευμένως ἀνθίσταται εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ἡ ἀποτυχία τῶν λέξεων τούτων εἰς τὴν πραγματικότητα, μετὰ τὴν Γαλλικὴν ἐπανάστασιν, εἰς οὐδὲν ἠμπὸδισε τὴν ἐπάνοδον τῶν αὐτῶν λέξεων ὑπὸ τὴν ἰδεολογίαν τοῦ σοσιαλισμοῦ, τοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ τοῦ κομμουνισμοῦ.
«Ἡ δύναμις τῶν λέξεων συνδέεται μὲ τὰς εἰκόνας πού προκαλοῦν τὴν ἀναπόλησιν των καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν πραγματικὴν των σημασίαν. Αἱ λέξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι ἀνεπαρκέστερον προσδιωρισμένη, ἐνεργοῦν πολλάκις μὲ ἔντασιν, ὡς λ.χ. αἱ λέξεις «δημοκρατία», «σοσιαλισμός», «ἰσότης», «ἐλευθερία» κλπ. τῶν ὁποίων ἡ ἔννοια εἶναι τόσον ἀσαφής, ὥστε ὁλόκληροι τόμοι δὲν ἀρκοῦν νὰ τὴν καθορίσουν. Καὶ ὅμως μία πραγματικῶς μαγικὴ δύναμις συνδέεται μὲ τὰς μικράς συλλαβάς των, ὡς ἂν περιεῖχον τὴν λύσιν ὅλων τῶν προβλημάτων. Συνενώνουν ποικίλους ὑποσυνείδητους πόθους καὶ τὴν ἐπιθυ-μίαν της πραγματοποιήσεως των».
Καὶ ὅμως οὐδεὶς κατώρθωσε νὰ δώση τὸν ὁρισμὸν οἱασδήποτε ἐκ τῶν ἐννοιῶν καὶ λέξεων τούτων. «Ἐλευθερία» εἶναι μία λέξις, ἡ ὁποία προϋποθέτει ὅτι ὑπῆρξε ἤ ὑπάρχει ἤ δύναται νὰ ὑπάρξῃ μία πραγματικότης, εἰς τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ἡ «ἐλευθερία». Τοιαύτη πραγματικότης οὐδέποτε ὑπῆρξε, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, διὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι πᾶσα ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς περιορίζει κατ’ ἀνάγκην τὰς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων, διότι ἐπί τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων πρόκειται ν’ ἀσκηθῆ. Ὑπάρχουν εἰς τὴν πραγματικότητα «ἐλευθερίαι» -εἰς τὸν πληθυντικόν- ἀλληλοσυγκρουόμεναι, ἀλληλοπεριοριζόμεναι ἤ ἀλληλοκαταργούμεναι, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει «ἐλευθερία» [22].
Ἐκ τούτων συνάγεται εἰς ποία ὕψη ἀνέρχονται αἱ ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι ὅταν πράγμα ἀνυπόστατον, ὡς ἡ «ἐλευθερία», χαρακτηρίζεται προσθέτως καὶ ὡς «ὕψιστον ἀγαθόν», ἐνῷ πρόκειται περὶ ἁπλῆς ἀξιολογικῆς κρίσεως. Ἡ «ἐλευθερία» -εἰς ἐνικόν- ἀποκαλύπτεται οὕτω ὡς λέξις κενή, περιλαμβάνουσα ἐπιθυμίας καὶ θυμικάς παρορμήσεις παντὸς εἴδους. Εἰς μίαν ὁμήγυριν ἀνθρώπων διεκδικούντων τὴν «ἐλευθερίαν» εἶναι ἀμφίβολον ἂν δύο ἄτομα ἀποδίδουν τὸ αὐτὸ περιεχόμενον εἰς τὴν λέξιν «ἐλευθερία», ὅπως καὶ εἰς τὰς ἀλλας παρεμφερεῖς λέξεις. Εἰς τὰς ἐμπειρικάς διαψεύσεις τῶν μαζικῶν παραισθήσεων ὀφείλεται ὁ μηχανισμὸς τῆς συνεχοῦς ἀλληλεξοντώσεως τῶν δημοκόπων πρὸς μετατόπισιν εὐθυνῶν κατὰ τὴν Γαλλικὴν ἐπανάστασιν καί εἰς τὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα.
θ) Καθαρῶς ἀξιολογικὴ καί, συνεπῶς, ἰδεολογικὴ ἤ οὐτοπιστική κρίσις εἶναι καὶ ἡ λέξις «ἰσότης». Ἐκτός τοῦ βασικοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ Ἰσοτης εἶναι ἀδύνατος διότι θὰ ἀντέβαινε πρὸς τὸν φυσικὸν καὶ κοινωνικὸν διαφορισμὸν -ὁ ὁποῖος στρέφεται κατὰ πάσης ἰσοπεδώσεως- ἀπαιτεῖται, διὰ τὸν προσδιορισμὸν τῆς ἐννοίας τῆς ἰσότητος, νὰ δηλωθῆ ποῖος, τί, ὡς πρὸς τί καὶ ἀπὸ ποίας ἀπόψεως ὑπέκειτο εἰς τὴν ἰσότητα. Καὶ πάλιν, συνεπῶς, ὑπάρχουν «ἰσότητες», ἀλλ’ ὄχι «ἰσότης».
Αὐτὸς οὗτος ὁ J.J. Rousseau δέν δέχεται ἀπολύτως τὴν ἰσότητα, ἀλλὰ τὴν ἀντικατάστασιν τῆς φυσικῆς ἀνισὸτητος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ μίας ἠθικῆς καὶ νομικῆς ἰσότητος «ἰσότης ἔναντι τῶν νόμων». «Οἳ ἄνθρωποι δύνανται νὰ εἶναι ἄνισοι ὡς πρὸς τὴν δύναμιν των καὶ ὡς πρὸς τὰς ἱκανότητας των ἀλλά, διὰ τῶν συμβάσεων καὶ τοῦ δικαίου, καθίστανται ὅλοι ἴσοι». Εἰς ἄλλην θέσιν ὁ Rousseau θεωρεῖ τὴν ἰσότητα ὡς ἀπαραίτητον «διότι ἄνευ αὐτῆς δὲν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἐλευθερία» [23].
Ἦτο ὅμως πολὺ ἐνωρὶς διὰ τὸν Rousseau καὶ τὴν ἐποχήν του νὰ διερωτηθῆ ἀντιστρόφως: πῶς ὅμως θὰ διετηρεῖτο ἡ ἰσότης, ἂν ὑπῆρχε πράγματι ἡ ἐλευθερία; Τὴν ἀπάντησιν ἔδωκε θεωρητικῶς καὶ ἐμπράκτως ὁ φιλελεύθερος καπιταλισμὸς τῆς μαγχεστριανῆς σχολῆς διὰ τῆς ἐξαθλιώσεως τοῦ προλεταριάτου, μετὰ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα. Ἀλλὰ καὶ πῶς -ἀντιστρόφως- θὰ διετηρεῖτο ἡ ἐλευθερία, ἂν ὑπῆρχε πράγματι ἡ ἰσότης;
Πᾶσα κίνησις τῆς ἐλευθερίας ἀνατρέπει τὴν ἰσότητα. Μία καὶ μόνη μὴ ἰδεολογικὴ καὶ μὴ οὐτοπιστικὴ ἀπάντησις εἶναι δυνατὸν νὰ λύση τὸν ἀστικὸν τραγέλαφον: ὅτι «ἐλευθερία» καὶ «ἰσότης» εἶναι ὡς λέξεις μὲν κεναί, ὡς ἔννοιαι ὅμως ἄντικρυς ἀντίθετοι, ἀναιροῦσαι ἡ μία τὴν ἄλλην. Ἡ πραγματικότης ἀπέδειξεν ὅτι ἀμφότεροι αὖται αἱ λέξεις ἦσαν ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι, διὰ τῆς ἐμπράκτου παρὰ πάντων διαστροφῆς τῶν. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ διὰ τὴν ἰδεολογικὴν ἐπίσης υἱοθέτησιν τῆς «ἐλευθερίας» καὶ τῆς «ἰσότητος» ὑπὸ τῶν θεωρητικῶν καὶ δημαγωγῶν τοῦ προλεταριάτου ἐν τῇ ἀστικῇ -ἐννοεῖται- κοινωνία, μέχρις ὅτου αἱ δύο αὖται λέξεις διεγράφησαν καὶ ἀπὸ τὸ λεξιλόγιον ἀκόμη τῶν εὐτυχῶν κατοίκων τῶν κομμουνιστικῶν κρατῶν: Διότι, προφανῶς, «ἐπραγματοποιήθησαν» ὑπὸ τὴν δικτατορίαν τοῦ «προλεταριάτου», δηλαδὴ διὰ τῆς μπολσεβικικῆς κομματικῆς ὀλιγαρχίας.
ι) Εἰς τὴν ἰσότητα ἀκολουθεῖ, ὡς ἀπόρροια αὐτῆς, ἡ «δικαιοσύνη», ἡ ὁποία νομικῶς σημαίνει τὴν ἰσότητα ἐνώπιον τῶν νόμων, καὶ -ἀπό του «κοινωνικοῦ κράτους» καὶ ἐντεύθεν- ἡ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη», ἡ ὁποία σημαίνει τὴν οἰκονομικὴν καὶ τὴν κοινωνικὴν ἰσότητα. Ἡ δὲ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη» εἶναι δικαιοσύνη, διότι ἡ ἰσότης εἶναι «δικαία» καὶ ἡ ἀνισότης «ἄδικος». Εἶναι δὲ -καὶ ἀντιστρόφως- ἄδικος ἡ ἀνισότης καὶ δικαία ἡ ἰσότης, διότι τοῦτο ἀποφαίνεται ἡ «κοινωνικὴ δικαιοσύνη».
Εἰς τὸν φαῦλον τοῦτον κύκλον τῶν ἀναποδείκτων ἰσχυρισμῶν, χωρὶς ἴχνος ἀναλύσεως, ἐρεύνης καὶ λογικῆς, οὐδεὶς ἐκ τῶν ἐνδιαφερομένων ἰδεολόγων τῆς ἰσότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἄλλοτε τῶν ἀστῶν καὶ νῦν τῶν ἐργατῶν, ἐσκέφθη ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερα ἀδικία ἀπὸ τὴν ἰσότητα καὶ μεγαλύτερα δικαιοσύνη ἀπὸ τὴν ἀνισότητα, ὅταν ἰσοπεδοῦνται ἀνώτεραι ἀξίαι ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω ἤ ἐπιλέγονται εἰς τὰς ἀνωτέρας βαθμίδας τῆς κοινωνίας πρόσωπα κατώτερα ἐκ τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω. Ὅ,τι δηλαδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐπιθυμοῦν εἰς τὰς τάξεις των καὶ εἰς τὰς ὀργανώσεις των καὶ εἰς τὰς ἐκπροσωπήσεις των τόσον οἱ ἀστοὶ ὅσον καὶ οἱ ἐργάται: διότι οὐδεμία κοινωνία εἶναι δυνατὸν νὰ βασισθῆ ἐπὶ τῆς ἰσοπεδώσεως καὶ πᾶσα κοινωνία βασίζεται ἐπὶ τοῦ φυσικοῦ καὶ κοινωνικοῦ διαφορισμοῦ.
κ) Ἄλλη θαυματουργὸς λέξις τῶν ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν εἶναι ἡ λέξις «πρόοδος». Ἡ λέξις αὕτη ἔχει πραγματικὸν περιεχόμενον εἰς τὰς φυσικάς ἐπιστημας, ὅπου δὲν ὑπάρχουν περιθώρια ἀξιολογικῶν κρίσεων, εἰς βαθμὸν μάλιστα ὥστε μερικοὶ τεχνικοί, βλέποντες τὴν λεξικρατίαν τῶν ἰδεολόγων, τὴν λεξιμαχίαν τῶν δημοκόπων καὶ τὴν λεξιθηρίαν τῶν διανοουμένων καὶ τῶν λογοτεχνῶν, νὰ πιστεύσουν ἐν μέρει, ἀφελῶς, ὅτι δύνανται νὰ λύσουν τὰ κοινωνικὰ προβλήματα διὰ μαθηματικῶν τύπων καί οὕτως εἰπεῖν, ν’ ἀναλάβουν τὴν διεύθυνσιν τῆς κοινωνίας ὑπὸ τὴν μὸρφήν τῶν Managers[24].
Μεγαλυτέραν ὅμως παραίσθησιν- ἐμφανίζουν οἱ πιστεύοντες πράγματι εἰς τὴν «πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος» ἤ ἄλλων ἀφηρημένων ἀνθρωπίνων σχηματισμῶν ἤ ἀφηρημένων ἐννοιῶν, πού προέρχονται ἐκ τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ὀνείρων: ὅ,τι οἱ μὲν ὀνομάζουν «πρόοδον», ἄλλοι τὸ ὀνομάζουν «ὀπισθοδρόμησιν», ὅ,τι οἱ μὲν ὀνομάζουν «ἀκμήν», ἄλλοι τὸ ὀνομάζουν «παρακμήν». Συγκεκριμένον -μολονότι ὑποκειμενικόν- νόημα δύναται νὰ ἔχη λ.χ. ἡ «πρόοδος τῶν ἐπιχειρήσεων» διὰ τὸν ἀστὸν καὶ ἡ «πρόοδος τοῦ συνδικαλισμοῦ» διὰ τὸν μισθωτὸν- ἀλλ’ αἱ «πρόοδοι» αὖται, στερούμεναι ἀπατῶν καὶ αὐταπατῶν, στεροῦνται καὶ τῶν ἀλόγων ἐκείνων λέξεων καὶ συνθημάτων, πού ἔχουν ἀπήχησιν εἰς τὰς μάζας.
λ) Τέλος ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν λέξεων, πού ἐπραγματεύθημεν ἀνωτέρω, εἶναι ἡ λέξις «δημοκρατίας».
«Οἱ ἄνθρωποι τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, πού ἐφαντάζοντο ὅτι ἀντέγραφον τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας καὶ τοὺς Ρωμαίους, ἔδιδαν εἰς ἀρχαίας λέξεις νόημα, τὸ ὁποῖον οὐδέποτε εἶχον. Ποία ὁμοιότης ἠδύνατο νὰ ὑπάρξη μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν θεσμῶν καὶ ἐκείνων, πού δεικνύουν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις; Τί ἦτο τότε δημοκρατία, ἂν ὄχι εἷς οὐσιαστικῶς ἀριστοκρατικὸς θεσμός, διαμορφωμένος ἀπὸ μίαν συνένωσιν μικρῶν δεσποτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκυριάρχουν ἐπὶ πλήθους δούλων»; (Le Bon, Α 87).
Αἱ διαφοραὶ ἦσαν πολὺ περισσότεραι καὶ βαθύτεραι καὶ αἱ παραισθήσεις μεγαλύτεραι: 1. Οἱ ἀρχαῖοι “Ἕλληνες ἦσαν πρωτότυπα κατακτητικὰ φῦλα, τὰ ὁποία ἔδωσαν εἰς ἑαυτὰ καὶ μόνον τὴν δημοκρατίαν, κατόπιν τῆς κατακτήσεως βαρβάρων λαῶν. Ἐνῷ οἱ ἀστοὶ τῆς Εὐρώπης ἦσαν ὑποτελεῖς καὶ ἐλαβον τὴν «δημοκρατίαν» δι’ ἐπαναστάσεως ἀπὸ μίαν τάξιν ἀπείρως ἀνωτέραν των. 2. Οἱ Ἕλληνες καθιέρωσαν τὴν δημοκρατίαν ὡς ἐλεύθεροι, ἐνῷ οἱ ἀστοὶ ὡς ἀπελεύθεροι. Γεγονὸς τεραστίας σημασίας ὡς πρὸς τὰ πλέγματα μειονεκτικότητος. 3. Ὁ δῆμος περιελάμβανε μόνον τοὺς ἐλευθέρους, ὄχι ὁλόκληρον τὸν πληθυσμὸν ἤ ὄλας τὰς τάξεις. Ἑπομένως καὶ ἡ ψῆφος ἦτο μερικὴ καὶ ἄνισος. Εἰς αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἄνισον ψῆφον ὠφείλετο ἡ ἐν παντὶ ποιοτική ἐπιλογή. Ἐνῷ ἀντιθέτως εἰς τὴν ἀστικὴν κοινωνίαν ἡ ψηφοφορία περιλαμβάνει ὅλον τὸν «λαόν», ἑπομένως ἡ ψῆφος εἶναι γενικὴ καὶ ἴση, ἄγουσα ἀδηρίτως πρὸς ποσοτικὴν μαζοποίησιν καί, ἑπομένως, πρὸς ποσοτικάς ἀξίας. -4. Οὐδεμία, συνεπῶς, ἐκ τῶν ἐκπροσωπευτικῶν λέξεων τῆς ἀστικῆς κοινωνίας -ἐλευθερία, ἰσότης, δικαιοσύνη, πρόοδος, δημοκρατία- εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθῆ ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς κλασσικῆς Ἑλληνικῆς δημοκρατίας.
μ) Εἰς τὴν μαζοποίησιν τῆς κοινωνίας ἀντιστοιχεῖ κατ’ ἀνάγκην ἡ μαζοποίησις τῶν γλωσσῶν. Αἱ κατώτεραι τάξεις διαθέτουν πολὺ ὀλιγωτέρας ἐννοίας καί, συνεπῶς, ἀπείρως πτωχότερον λεξιλόγιον καὶ πτωχοτέραν γραμματικὴν καὶ σύνταξιν ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν λογίαν γλώσσαν τῶν μορφωμένων. Ὅσον περισσότερον, συνεπῶς, ἀνέρχονται κοινωνικῶς, οἰκονομικῶς καὶ πολιτικῶς αἱ μᾶζαι, ὅσον περισσότερον ἀποτείνονται εἰς αὐτάς οἱ δημαγωγοί, τόσον περισσότερον αἱ μᾶζαι ἐπιβάλλουν τὴν ἴδικην των γλῶσσαν καὶ εἰς τὰς ἀλλας τάξεις τῆς κοινωνίας. Ὁ «δημοτικισμὸς» εἶναι διεθνὲς φαινόμενον.
«Νεκρὰ» ὀνομάζεται ἡ γλῶσσα τῆς ἀρχούσης τάξεως. «Ζωντανὴ» ὀνομάζεται ἡ γλῶσσα τῶν ἀνερχομένων. Ἡ πρώτη ὑπερτερεῖ εἰς ἐκλογικευμένας ἐννοίας καὶ λέξεις -ἀπαραίτητους διὰ τὸν ὀργανωτικὸν καὶ κυριαρχικόν της ρόλον- ἡ δευτέρα ὑπερέχει εἰς θυμικάς καὶ συναισθηματικάς λέξεις, (ἐξ οὗ λόγου καὶ κρίνεται ὀρθῶς ὡς καταλληλωτέρα διὰ τὴν ποίησιν, διὰ τὴν λογοτεχνίαν καί, φυσικῷ τῷ λὸγω διὰ τὴν δημαγωγίαν).
Ὁ «δημοτικισμὸς» ὕπηρξε παντοῦ κίνημα τῆς ἀστικῆς τάξεως ἐκ τριῶν λόγων: α) ἐκ τοῦ γνωστοῦ ὑποκειμενικοῦ πλέγματος μειονεκτικότητος ἔναντι τῆς ἄκρως διαφορισμένης, πλουσίας, περιτέχνου, πολυπλόκου καὶ εὐγενοῦς γλώσσης τῶν φεουδαρχικῶν αὐλῶν, ἡ ὁποία προωρίζετο νὰ ἐκφράζη τὸν πολιτισμὸν των, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν ἄκρως λεπτομερικευμένην ἐθιμοτυπίαν. β) ἐκ τῆς ἀντικειμενικῆς ἀνάγκης νέων λέξεων πρὸς κάλυψιν νέων ἰδεῶν ἐπὶ παντὸς ἀστικοῦ πεδίου: τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν, τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν, τῶν τεχνικῶν ἐφευρέσεων, τῆς νομοθεσίας, τῆς οἰκονομίας, τῆς πολιτικῆς, τῆς ἀστικῆς λογοτεχνίας καὶ Τέχνης,
γ) ἐκ τῆς ἰδεολογικῆς (δημαγωγικῆς) ἀστικῆς σκοπιμότητος ὅπως, διὰ μιᾶ νέας ρεαλιστικῆς καὶ ἁπλουστευμένης ἐπὶ τὸ χυδαιότερον γλώσσης, ἐπιδειχθῆ -πρῶτον- ἡ ἐφαρμογὴ τῶν «δημοκρατικῶν ἀρχῶν» (ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης) καὶ -δεύτερον- ὅπως, διὰ τῆς «ζωντανῆς» δημοτικῆς γλώσσης, κινητοποιηθοῦν τὰ ἄλογα θυμικὰ καὶ συναισθηματικὰ ψυχολογικὰ κίνητρα τῶν κάτω τάξεων ὑπὲρ τῆς εἰκονικῆς «ἐλευθερίας», « ἰσότητος» καὶ «ἀδελφότητος» μεταξὺ τῶν ἀστῶν καὶ τῶν προλεταρίων.
Εἰς τὸ τρίτον τοῦτο σημεῖον ὁ ἀστὸς ἀπέτυχεν, ὡς γνωστόν, καθ’ ὁλοκληρίαν. Ὅπως εἰς ἄλλας ἀστικάς ἀρχάς, οὕτω καὶ εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, ὁ ἀστὸς ὑπῆρξεν ὁ διδάσκαλος τῶν κομμουνιστῶν, ἐφ’ ὅσον οὗτος, διὰ τῶν ἀρχῶν του, ὑπῆρξεν ὁ δημιουργός τῆς κοινωνικῆς μαζοποιησεως. Διότι μόνον ἡ προηγηθεῖσα μαζοποίησις κατέστησεν ἀναγκαῖαν καὶ ἀναπότρεπτον τὴν χρῆσιν τῶν πλέον ἁπλοϊκῶν, χυδαίων, κενῶν λέξεων διὰ τὴν ἐπίκλησιν τῶν μαζικῶν ἀλόγων στοιχείων.
Ὅτι ὁ πλοῦτος τῶν λέξεων δημιουργεῖ πλοῦτον ἐννοιῶν εἶναι ἀξίωμα διὰ τὴν ψυχολογίαν τῶν γλωσσῶν: Οἱ κομμουνισταί, συνεπῶς, ὄχι μόνον ἐδέχθησαν τὸ νέον «ζωντανὸν» ἀστικὸν λεξιλόγιον, ἀλλὰ καὶ ἐφαρμόζουν εἰς τοὺς λόγους των καὶ εἰς τὰ ἐντυπὰ των μίαν συστηματικήν καὶ ὠργανωμένην ἀποβλάκωσιν τῶν μαζῶν διὰ τοῦ προγραμματικοῦ περιορισμοῦ τῶν λέξεων εἰς ὀλίγα καὶ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενα συνθήματα (Schlagwoerter, Slogans).
Ἡ γερμανικὴ «καθαρεύουσα» (Hochdeutsch) διαθέτει 300.000 λέξεις. Αἱ τοπικαὶ διάλεκτοι διαθέτουν 5.000-6.000 λέξεις. Τὰ κομμουνιστικὰ ἔντυπα καὶ οἱ λόγοι διαθέτουν ἀκόμη ὀλιγωτέρας λέξεις. Ἡ ἑλληνικὴ γραφομένη δημοτικὴ εἰς μή λογοτεχνικὰ κείμενα δανείζεται ἀπὸ τὴν καθαρεύουσαν ὄλας τὰς λέξεις πού ἐκφράζουν ἀφηρημένας ἐννοίας. Ἡ κομμουνιστικὴ δημοτική, πού ἀπευθύνεται εἰς τὰς μάζας, ἀντιθέτως ἀποφεύγει συστηματικῶς τὰς ἀφηρημένας ἐννοίας καὶ τὰς ἀντιστοίχους λέξεις πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἐμπόδιση αὐτὴν ταύτην τὴν λειτουργίαν τῆς σκέψεως τῶν ὀπαδῶν της, ἡ ὁποία, (ἐπὶ μὴ θυμικῶν καὶ μὴ συναισθηματικῶν θεμάτων), διατυποῦται ἀκριβῶς διὰ τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν καὶ τῶν ἀφηρημένων λέξεων.
Ἀντὶ τούτων δημιουργεῖ πλῆθος νεολογισμῶν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῶν ὑβριστικῶν ἐπιθέτων, πρὸς θυμικὴν καὶ συναισθηματικὴν κατανάλωσιν τῶν προπαγανδιζομένων μαζῶν, ἡ ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ λεκτικοῦ ἀποκρυφισμοῦ τῶν ἐγκληματιῶν (Argot) πρὸς συνθηματικὴν συνεννόησιν. Ἐνῷ ἡ χρῆσις πλειόνων λέξεων δι’ ἕν ἀντικείμενον σημαίνει ἐννοιολογικὸν πλοῦτον καὶ ἀκριβῆ προσδιορισμὸν ὅλων τῶν ἀποχρώσεων τοῦ αὐτοῦ ἀντικειμένου, -ἀντιθέτως ἡ χρῆσις μίας ἤ ὀλίγων λέξεων διὰ πλείονα ἀντικείμενα σημαίνει ἐννοιολογικὴν ἔνδειαν, ἀνακριβῆ προσδιορισμὸν ἑνὸς ἑκάστου ἀντικειμένου, παραγνώρισιν τῶν ἀποχρώσεων, σύγχυσιν ἐννοιῶν καί, τελικῶς, πνευματικὴν ἰσοπέδωσιν. Ὅταν τοιαῦτα φαινόμενα δὲν ὀφείλωνται εἰς ἁπλὴν ἀγραμματοσύνην, ἀλλὰ κατευθύνονται συνειδητῶς παρ’ ἐνδιαφερομένων κομμάτων ἤ ὀργανώσεων πρὸς ἐξυπηρέτησιν συμφερόντων ὑπὸ μορφὴν θεωριῶν, πρόκειται ἀποδεδειγμένως περὶ ἰδεολογίας, ὑπὸ τὴν γνωστήν ἤδη ἔννοιαν τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν καὶ κρύφιων σκοπῶν.
Εἰς τὸν ἀστώτερον τῶν ἀστῶν -τὸν ἀμερικανὸν ἀστὸν- παρατηροῦνται παρόμοια γλωσσικὰ φαινόμενα, ὅπως εἰς τὸ προλεταριάτον: Βεβαίως τὸ ἀγγλικὸν προλεταριάτον οὐδέποτε ἐγνώρισε καὶ οὐδέποτε ὡμίλησε τὴν ἐπίλεκτον καθαρεύουσαν γλῶσσαν τῆς Oxford καὶ τοῦ Cambridge. Οἱ Ἄγγλοι ἀστοὶ ὁμιλοῦν μίαν μέσην «καθομιλουμένην», μὲ πᾶσαν προσπάθειαν προσαρμογῆς πρὸς τοὺς κοινωνικοὺς καὶ γλωσσικοὺς «καλοὺς τρόπους», οὐδέποτε ὅμως ὡμίλησαν τὴν γλώσσαν τῶν προλεταρίων. Ἡ διαφανὴς αἰτία εἶναι ὅτι ἡ ἀγγλικὴ ἀστικὴ τάξις -παρὰ τὰς ἀντιθέτους ἀρχὰς της- ἐμαθήτευσεν εἰς τὴν φεουδαρχίαν, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώριζε, καὶ οὐδέποτε διέκοψε τὴν ἱστορικὴν συνέχειαν, καὶ συνεπῶς, τὸν αὐτοέλεγχόν της διὰ τῶν παλαιοτέρων κριτηρίων.
Ὅλως ἀντιθέτως ἡ ἐν Ἀμερικῇ ἱδρυθεῖσα κοινωνία: α) συγκειμένη ἀρχικῶς ἐκ πτωχῶν καὶ ἀνομοιογενῶν μεταναστῶν πάσης προελεύσεως· β) οὐδέποτε γνωρίσασα τὴν πλουσίαν καὶ ὀρθὴν ἀγγλικὴν γλώσσαν· γ) ἄνευ αὐτοχθόνων παραδόσεων· δ) χωρὶς κοινωνικὸν διαφορισμὸν· ε) μὲ ἰσοπεδωτικὸν πνεῦμα· στ) εὐθέως εἰσελθοῦσα εἰς τὸν καπιταλισμόν· ζ) ἀπηλλαγμένη παντὸς συγκριτικοῦ κριτηρίου ἐκ τῆς (ἀνυπάρκτου) παλαιᾶς ἀριστοκρατίας, -ἑπόμενον ἦτο νὰ σχηματίσῃ ἀνάλογον πτωχήν, ἀγελαίαν, καὶ ἰσοπεδωμένην γλῶσσαν, εἰς τρόπον ὥστε νὰ θεωροῦνται ὡς «πραγματικὴ» ἀριστοκρατία τῆς Ἀμερικῆς οἱ πρῶτοι Ἄγγλοι μετανάσται τοῦ May Flower καὶ ὡς μητρόπολις τῆς ἀγγλικῆς καθαρευούσης τὸ Boston. Τὸ αὐτὸ φαινόμενον παρατηρεῖται εἰς τὴν ἄλλοτε πλουσίαν ρωσσικὴν γλῶσσαν ἀπὸ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ κομμουνισμοῦ.
13. Ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀναλύσεως τῆς «αὐτονομίας τῶν λέξεων» καθίσταται ἤδη δυνατὸν νὰ προσδιορισθῆ καὶ ὁ πραγματικὸς ρόλος τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτειακοῦ θεσμοῦ τῆς συζητήσεως, τὸν ὁποῖον ὁ Hauriou χαρακτηρίζει ὡς «τὴν ἐποχὴν τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ» [25].
Ἡ «συζήτησις» -ὑποδιαίρεσις τῆς «συνομιλίας» διεξάγεται βεβαίως διὰ λέξεων καὶ συνεπῶς ἐπιφορτίζεται ἐκ τῶν προτέρων δι’ ὅλων τῶν ἀνεπαρκειῶν, ἀδυναμιῶν, παρανοήσεων καὶ διαστροφῶν τῶν ἐννοιῶν μέσῳ τῶν λέξεων. Κατὰ τὰς θεωρίας τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡ συζήτησις πρϋπέθετεν ἐλευθέραν ἀνταλλαγὴν ἀτομικῶν γνωμῶν, αὐτονόμων ἀτόμων, κοινῶν βασικῶν ἀρχῶν (ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης) καὶ κοινὸν συμφέρον μεταξὺ τῶν συζητητῶν, διὰ νὰ «διαλάμψη -διὰ τοῦ ὀρθολογισμοῦ- ἡ ἀλήθεια», «πρὸς τὸ καλόν της κοινωνίας».
Ἀπεκλείετο ἀντιθέτως πάσα ἀτομικὴ ὑπηκοότης πρὸς οἱανδήποτε ὠργανωμένην κοινωνικὴν ὁμάδα, καὶ πᾶς ἐντεῦθεν ὁμαδικὸς ἐπηρεασμὸς τοῦ ἀτόμου βάσει τῆς ἀρχῆς τῶν φιλοσόφων του Διαφωτισμοῦ, καθ’ ἥν «ὁ ὀρθὸς λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τους ἀνθρώπους ἐξ ἴσου». Πῶς νὰ ἐννοήσουν, εἰς τὴν ἰδεολογικὴν καὶ οὐτοπιστικὴν των μέθην, οἱ τότε Ἱεροφάνται τοῦ «Ὑπέρτατου Ὄντος» δηλαδὴ τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου»- ὅτι αὐτὸ τὸ ἀκροτελεύτιον «ἐξ ἴσου» ἐσήμαινε τὴν ἀναίρεσιν τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καὶ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν κοινωνικῶν τάξεων καὶ τῆς μάζης;
Τὴν τοιαύτην ἑρμηνείαν τοῦ ὀρθολογικοῦ πλάσματος τῆς «συζητήσεως» ἐστήριξε -πλὴν τοῦ μύθου τῆς φιλοσοφικῆς [26], κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ἐλευθερίας- καὶ ἡ οἰκονομικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτομικοῦ συναγωνισμοῦ : ὅπως εἰς τὸν οἰκονομικοό ἐλεύθερον συναγωνισμὸν τῶν ἀτομικῶν ἐπιχειρήσεων θὰ ἐπεκράτει ὁ ἱκανώτερος, οὕτω καὶ εἰς τὸν λογικὸν ἐλεύθερον συναγωνισμὸν τῶν γνωμῶν θ’ ἀνεδεικνύετο ὁ λογικώτερος (ὁ ὁποῖος θὰ «ἔπειθε» καὶ τοὺς ἄλλους). Ἀλλὰ καὶ ὁ μῦθος οὗτος κατέρρευσεν ὅταν ὁ ἀτομικὸς καὶ ἐλεύθερος οἰκονομικὸς συναγωνισμὸς κατέληξεν ἀκριβῶς διὰ τοῦ ἰδίου του μηχανισμοῦ (τῆς ἀπορροφήσεως τῶν ἀσθενέστερων ἐπιχειρήσεων ὑπὸ τῶν ἰσχυρωτέρων) εἰς τὰ καπιταλιστικὰ μονοπώλια.
Ἐκ τῶν 8 εἰδῶν «δημοκρατικῆς» συζητήσεως, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Bernsdorf, τὰ 7 εἶναι ὠργανωμένα καὶ κατευθυνόμενα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὸν τρόπον τῆς ὀργανώσεως, ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῆς συζητήσεως καὶ ὑπὸ τῶν ἀτομικῶν θυμικῶν, συναισθηματικῶν καὶ συμφεροντολογικῶν ἐλατηρίων καὶ σκοπῶν τῶν συζητητῶν. Ἀντικειμενικὴ συζήτησις εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη μόνον ὄχι ἁπλῶς μεταξὺ ἐπιστημόνων, ἀλλ’ ὑπὸ ἐπιστημόνων μὲ καθαρὰν ἐπιστημονικὴν συνείδησιν καὶ χαρακτηρολογικὸν ἠρωϊσμὸν -σπάνιον καὶ εἰς τοὺς ἐπιστήμονας, ὅπως καὶ εἰς τὸν «μέσον ἄνθρωπον»- καί, δεύτερον, μὲ πλήρη ἀνεξαρτησίαν ἀπὸ οἱωνδήποτε συμφερόντων, ἰδεολογιῶν καὶ οὐτοπιῶν.
Κατόπιν τούτων εἶναι εὐνόητον ποίαν ἐσωτερικὴν ὑφήν καὶ ποίαν ὄψιν παρουσιάζουν αἱ κοινοβουλευτικαί συζητήσεις, ὄπισθεν τῶν ὁποίων, ἐκ τῶν προτέρων, εὑρίσκονται ὠργανωμένα συμφέροντα. Κατὰ τὴν θεωρίαν τοῦ Διαφωτισμοῦ διὰ τῶν συζητήσεων τούτων μεταξὺ τῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων, διερμηνέων τῆς γενικῆς βουλήσεως καὶ ὄχι τῶν κομμάτων, -τὰ ὁποῖα δὲν ἀναγνωρίζονται ἐπισήμως ὑπὸ τῶν δημοκρατικῶν πολιτευμάτων- τεκμαίρεται τελικῶς, διὰ τῆς πλειοψηφίας, ἡ βούλησις τῆς Πολιτείας καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἐπικράτησιν τοῦ δικαίου ἔναντι τῆς βίας.
Ἡ ἀρχὴ ὅμως τῆς πλειοψηφίας ὡς λογικῆς ἀποδείξεως τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθότητος ἵσταται καὶ πίπτει μετὰ τῆς προϋποθέσεως καθ’ ἤν «ὁ ὀρθὸς λόγος ἐδόθη εἰς ὅλους τους ἀνθρώπους ἐξ ἴσου»: Θεωρία ἐπικρατήσασα ὡς ἰδεολογία -εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν μεγάλων (καὶ ἀνεύθυνων) μεταφυσικῶν συνθέσεων, διαλυθεῖσα ὅμως εἰς τὴν ἐποχήν μας διὰ τῶν κάπως κοπιωδεστέρων (καὶ ὑπευθύνων) ἐπιστημονικῶν ἀναλύσεων. Μέχρι τοῦ σημείου ὄχι μόνον ν’ ἀπορρίπτεται τὸ δόγμα τῆς -τυχαίας ἐκάστοτε- πλειοψηφίας ὡς ex professo φορέως τοῦ «Ὀρθοῦ Λόγου», ἀλλὰ καὶ ν’ ἀμφισβητεῖται ριζικῶς ἡ ὕπαρξις καὶ ἡ λειτουργία τοῦ «Ὀρθοῦ λόγου» εἰς τὴν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν. Ἡ πλειοψηφία ἀποτελεῖ, κατὰ ταῦτα, ἁπλῶς κοινωνικὴν σύμβασιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῶν συμφερόντων καὶ ὄχι ἀπόφανσιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τοῦ «ὀρθολογισμοῦ».
Ἀλλά καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε κάποιος W.G.Hamilton, ἐκδόσας κάποιο κυνικὸν συνταγολόγιον κοινοβουλευτικῶν τεχνασμάτων πρὸς ἐπικράτησιν τῶν κοινοβουλευτικῶν ρητόρων -συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς δολιότητος καὶ τῆς ἀπάτης, οὐδέποτε ἐκ τῶν βασικῶν ὡς ἄνω ἰδεολογικῶν προϋποθέσεων ἐτηρήθη ποτὲ εἰς τὰς κοινοβουλευτικὸς συζητήσεις καὶ ἀποφάσεις ἐφ’ ὅσον, ἀντὶ τῆς ἐκπροσωπήσεως τῆς γενικῆς βουλήσεως παρὰ τῶν ἀτομικῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων, καὶ ἀντὶ τῆς ἐλευθέρας πλειοψηφίας (Volonte Generale) ὑπάρχουν ὠργανωμένα κόμματα μὲ αὐστηράν ἐσωτερικὴν πειθαρχίαν καὶ ὄπισθεν τῶν κομμάτων ὑπάρχουν ὠργανωμένα καὶ δὴ ταξικὰ συμφέροντα, τὰ ὁποία προδικάζουν τὰς «γνώμας» τῶν λαϊκῶν ἀντιπροσώπων.
Διαπραγματεύσεις, συμβιβασμοὶ καὶ συνδυασμοὶ οὐδόλως σκοποῦν τὴν λογικὴν συζήτησιν πρὸς εὕρεσιν τῆς «ἀληθείας» καὶ τῆς «δικαιοσύνης», ἀλλ’ ἀποτελοῦν ἀντιθέτως δυναμικάς μόνον ἀναμετρήσεις, βασιζομένας εἰς ἐπηρεασμὸν τῶν μαζῶν διὰ τῶν μέσων δημοσιότητος, εἰς τὴν ὑποβολήν, εἰς τὴν ὑπερβολήν, εἰς τὴν ἐπιβολὴν καὶ εἰς τὴν ἐπίκλησιν ἄλλων συμφερόντων, ἤ θυμικῶν καὶ συναισθηματικῶν στοιχείων καὶ παθῶν.
Ἐπὶ πλέον, κατόπιν τῶν ὀλιγαρχικῶν φαινομένων τοῦ μονοπωλιστικοῦ καπιταλισμοῦ καὶ συνδικαλισμοῦ, ἀκολουθεῖ ἤδη καὶ ὁ κοινοβουλευτισμὸς τὰς αὐτάς ὀλιγαρχικάς μεθόδους, διὰ τοῦ περιορισμοῦ τοῦ λόγου καὶ τῆς συζητήσεως εἰς τὴν λαϊκὴν ἀντιπροσωπείαν καὶ διὰ τῆς παραπομπῆς τῶν κρισίμων θεμάτων εἰς ὀλιγομελεῖς, « ἐξειδικευμένας» καὶ εὐκολώτερον κατευθυνομένας ὑπὸ τῆς κομματικῆς ἡγεσίας, κοινοβουλευτικάς ἐπιτροπάς.
@Εὐαγγέλος Λεμπέσης (1094-1968) καθηγητής κοινωνιολογίας, αρθογράφος, συγγραφέας
[1]. Karl Mannheim, B, 660. Κατὰ ταῦτα διαφέρει ἡ ἰδεολογία (Ideologie) ἀπὸ τῆς εἰλικρινοῦς Ἰδέας. Ἡ καθιερωμένη ἑλληνικὴ λέξις «ἰδεολογία» καὶ «ἰδεολόγος» ὡς χαρακτηριστική τῆς εἰλικρινοῦς προσκολλήσεως ἑνὸς ἀτόμου ἡ ὁμάδος πρὸς μίαν Ἰδέαν, εἶναι ἐσφαλμένη. Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ταύτην ἡ λέξις «ἰδεολόγος» καὶ «ἰδεολογία» θὰ ἐπρεπεν ἴσως ν’ ἀντικατασταθῆ διὰ τῶν λέξεων «ἰδεαλισμὸς» καὶ «ἰδεαλιστής». Μία κοινωνικοψυχολογική ἀνάλυσις θὰ ὡδήγει ἴσως εἰς ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα: Μήπως ὁ ἐμπειρικὸς καὶ ἐμπορικὸς λαὸς μας θέτει εἰς τὴν αὐτὴν μοὶραν τὸν ἰδεαλιστὴν καὶ τὸν ἰδεολόγον ἐκ τοῦ λόγου ὅτι δὲν πιστεύει εἰς τὴν δυνατότητα ὑπάρξεως ἰδεαλιστῶν; Μήπως διότι θεωρεῖ τὸν ὅρον «ἰδεολόγος» ἁπλῶς συμφέροντα, φρονῶν ὅτι ὁ ἰδεολόγος, ὑπὸ τὸν μανδύαν τοῦ ἰδεαλσιτοῦ, ἀσκεῖ ἀσφαλέστερον τὸ ἔργον τῆς συγκαλύψεως ψευδῶν κλπ. ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ Mannheim; Ἐρωτήματα διὰ τὴν ἑλληνικὴν κοινωνιολογίαν.
[2]. Geiger C 12-15. Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς δόγμα ἔστρεψε κατὰ τοῦ ἀστικοῦ καθεστῶτος καὶ ὑπὲρ τῶν πολυμόρφων σοσιαλισμῶν τὸ προλεταριάτον.
[3]. Rousseau, αὐτόθι. Σημειωτέον ὅτι ὁ Rousseau ἀπηυθὺνετο κυρίως εἰς πολίτας τοῦ ἀστικοῦ καὶ δημοκρατικοῦ Καντονίου τῆς Γενεύης, δι’ ὅ καὶ αἱ ἐπικρίσεις του δὲν ἀφοροῦν μόνον τοὺς Γάλλους εὐγενεῖς τοῦ Ancien Regime, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄρχουσαν ἀστικὴν τάξιν τῆς πατρίδος του.
[4]. Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ Γάλλοι διανοούμενοι τοῦ 18ου αἰῶνος, — τῶν ὁποίων προηγηθησαν οἱ Ἄγγλοι, ὅπως ἀποδεικνύει τὸ περὶφημον βιβλίον τοῦ Montesquieu «L’ esprit des lois»— ὅπως καὶ ἡ Ἰταλικὴ ‘Ἀναγέννησις, εἶχον ἐγκύψει εἰς τὰς ἰδέας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων φιλοσόφων, οἱ δὲ Γάλλοι ἐγκυκλοπαιδισταὶ ἐθεώρουν ἑαυτοὺς πνευματικῶς ὡς ἀπογόνους των.
[5]. Βεβαίως καὶ ὁ οἰκονομικὸς φιλελευθερισμός, ὡς θεωρία, δὲν ἦτο δημιούργημα τῶν ἀστῶν, ἀλλὰ σειρᾶς Ἄγγλων διανοουμένων (φιλοσόφων) καὶ τοῦ Καλβινικοῦ προτεσταντισμοῦ (πουριτανισμοῦ). Μόνον ἡ ἐκλεκτικὴ μεταποίησις καὶ διαστροφὴ τῆς θεωρίας (ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συγκαλύψεως συμφεροντολογικῶν σκοπῶν) ὁ οἰκονομικὸς φιλελευθερισμὸς ἀποτελεῖ ἰδεολογίαν. Βεβαίως καὶ τὴν συνειδητὴν μεταποίησιν τῆς θεωρίας εἰς ταξικὴν ἰδεολογίαν ἐκτελοῦν, ἐπίσης, διανοούμενοι ἀλλ’ εἶναι, ἐξ ὁρισμοῦ, φανερὸν ὅτι οἱ διανοούμενοι οὗτοι δὲν ἀνήκουν εἰς τὸ ἄτυπον ἄθροισμα τῶν ἐπίλεκτων. Εἶναι οἱ μόνοι ἀληθῶς «ἀστοὶ (ταξικοὶ) διανοούμενοι». Τὸ φαινόμενον ἐπαναλαμβάνεται καὶ εἰς τὴν προλεταριακὴν (ταξικὴν) διανόησιν (Μὰρξ καὶ μαρξισταὶ διανοούμενοι). Τὸ σύνηθες γεγονὸς ὅτι πᾶσα ταξικὴ ἰδεολογία ἐμφανίζεται ὡς ἐκπροσωποῦσα ὄχι μίαν τάξιν, ἀλλὰ «τὴν κοινωνίαν» ὁλόκληρον, εἶναι, ἀντιθέτως, αὐτόφωρος συγκάλυψις τῶν ἀληθῶν σκοπῶν της καί ἀπόδειξις τῆς ταξικῆς της ἰδεολογίας.
[6]. Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἀνήκει ἡ πρὸς τοὺς ἀστοὺς ἀπευθυνθεῖσα φράσις τοῦ Marx «ἠπατημένοι ἀπατεῶνες» (Betrogene Betrueger). Τὴν αὐτήν, βεβαίως, φιλοφροσύνην ἔχουν πᾶν δικαίωμα ν’ ἀνταποδώσουν — καί δὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας— οἱ ἀστοὶ εἰς τοὺς μαρξιστάς.
[7]. Le Bon A 121: «Ἡ ἀκριβὴς ἡμέρα τοῦ θανάτου μίας μεγάλης δοξασίας εἶναι ἡ ἡμέρα καθ’ ἢν ἀρχίζει νὰ συζητεῖται ἡ ἀξία της. Πᾶσα γενικὴ δοξασία, ὡς πλάσμα τῆς φαντασίας, διαρκεῖ μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι δὲν ὑποβάλλεται εἰς οὐδενός εἴδους ἔλεγχον».
[8]. Εἰς τὴν πλημμελῆ αὐτὴν λειτουργίαν τοῦ λογικοῦ μηχανισμοῦ ὀφείλονται, ἄλλως τε, κατὰ τὸ πλεῖστον καὶ αἱ συζητήσεις μεταξὺ τῶν ἐπιστημόνων. Ὡς πρὸς τὴν ἔντιμον ἀναζήτησιν τῆς ἀληθείας ὅμως τὸ πρῶτον προσὸν τοῦ ἐπιστήμονος φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ γενναιότης ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅπως θαυμάσια ἀνέπτυξεν ὁ Max Weber εἰς τὴν περίφημον πραγματείαν τοῦ «Wissenschaft als Beruf» 573-78.
[9]. Ressentiment: «Νοθεία τῶν ἀξιῶν, ὑποτίμησις καὶ ἄρνησις τῶν ἰσχυουσῶν ἀξιῶν, ἐξύψωσις κατωτέρων ἀξιῶν, ἀναγνώρισις τῶν μὴ ἀξιῶν ὡς ἀξιῶν» (Sombart, G I, 56), von Martin, E 421. Nietzsche Α, Β).
[10]. Ἀλλὰ τὰ «γεγονότα» δὲν εἶναι γεγονότα, ὅπως ἡ «πραγματικότης» δὲν εἶναι πραγματικότης: εἶναι αὐτὸς οὗτος ὁ στίβος συναντήσεως ὅλων τῶν θεωριῶν, ἰδεοκρατικῶν, ἐμπειρικῶν καὶ ψυχολογικῶν, ἀναλόγως τῆς ἀφετηρίας των καὶ τῶν τάσεων των. Ὁ Comte ὑπονοεῖ ἑπομένως τὴν ἐμπειρικὴν ἁπλῶς ἑρμηνείαν τῶν «γεγονότων».
[11]. Ὁ Le Bon ἔγραφε τῷ 1895. Τὰ συμπεράσματα του ἐπεκυρώθησαν μετέπειτα ὑπό τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους ( Freud, Adler, Jung), τὴν ὁποίαν περιλαμβάνει, ἐν σπέρματι πρὸ αὐτῶν καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Le Bon ὁ ὁποῖος δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς πρωτοπόρος, διὰ τῆς ὅλης θεωρίας του περὶ τῆς κοινωνικῆς ἐκτάσεως καί πρωταρχικῆς σημασίας τοῦ ὑποσυνειδήτου: «Ὄχι μόνον εἰς τὴν ὀργανικὴν ζωήν, ἀλλ’ ἀκόμη καί εἰς τὴν λειτουργίαν τῆς νοήσεως τὰ ὑποσυνείδητα φαινόμενα διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλον. Ἡ συνειδητὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος ἀντιπροσωπεύει πολὺ ἀσθενῆ συμμετοχήν, ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ὑποσυνείδητον» (Le Bon, Α20). Εἰς τὴν περίπωσιν αὐτὴν δύναται μάλιστα νὰ λεχθῆ, ὅτι τὸ γαλατικὸν πνεῦμα τοῦ «μέτρου» κατώρθωσε ν’ ἀποφύγη πολλάς πανσεξουαλιστικάς τερατολογίας τοῦ Freud (βλ. Emil Ludwig, Freud ohne Maske, ἔλλ. ἔκδ. «Ὁ Φρόϋντ χωρὶς μάσκα»).
[12]. Ἐπίσης καὶ εἰς τὸ σημεΐον αὐτὸ ἀπεδείχθη προφητικὸς ὁ Le Bon. Διότι, πράγματι, ὄχι αἱ ἀντισοσιαλιστικαὶ καὶ ἀντικομμουνιστικαὶ θεωρίαι, ὅσον ἡ ἀποτυχία τῶν σοσιαλιστικῶν καὶ κὸμμουνιστικῶν πειραμάτων, ἀπὸ τοῦ 1917 ἐπέφεραν ἀνάσχεσιν τῶν σχετικῶν ἰδεολογιῶν.
[13]. Οἱ παρακολουθησαντες τὰς ἀτελευτήτους διαμάχας μεταξὺ τοῦ Marx, τοῦ Μπακούνιν, τοῦ Proudhon, τοῦ Dühring καὶ πλείστων ἄλλων περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ σοσιαλισμοῦ· τὰς ὁμοίας διαμάχας μεταξὺ τῶν μαρξιστικῶν θεωρητικῶν καὶ πολιτικῶν Bernstein, Kautsky, Lenin, Trotzki, Rosa Luxemburg, Hilferding, κ.α. περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ μαρξισμοῦ· καὶ τὰς ὁμοίας διαμάχας τῶν Stalin, Trotzki, Chrustschew περὶ τὴν ἰδέαν τοῦ κομμουνισμοῦ, τοῦ λενινισμοῦ, τοῦ σταλινισμοῦ, τοῦ τροτσκισμοῦ , διακρίνουν τὴν ὀρθότητα τῆς ὡς ἄνω θεωρίας τοῦ Le Bon.
[14]. Εἰς τὴν ἁπλῆν καὶ λακωνικὴν αὐτὴν φράσιν τοῦ Le Bon διατυποῦται ἡ ὅλη κοινωνιολογικὴ θεωρία περὶ τῆς ἐκ τῶν ἄνω ἀνατροπῆς τῶν κυριάρχων κοινωνικῶν τάξεων, μεθ’ ὅλων τῶν φαινομένων τῆς ἐκ τῶν κάτω ψυχολογικῆς καὶ ἰδεολογικῆς των διαβρώσεως.
[15]. Εἰς αὐτὴν ἄλλως τε τὴν κατηγορίαν ἀνήκουν οἱ διανοούμενοι παντὸς «Διαφωτισμοῦ» καὶ πάσης ἰδεολογίας καὶ οὐτοπίας. Πρβλ. Willy Hellpach, A 84. Β 67 ἑπ. 74 ἑπ.
[16]. Le Bon, 34. Καθηγητὴς τοῦ ἐν Ἀθήναις, νομίζω, Πανεπιστημίου προέβη παλαιότερον εἰς τὸ ἀκόλουθον πείραμα: ἐσκηνοθὲτησεν ἀναταραχὴν φοιτητῶν εἰς τὰ τελευταῖα θρανία τῆς αἰθούσης τῶν παραδόσεων καὶ ἐκάλεσε τους μὴ ἀναμεμιγμένους εἰς τὴν ἀναταραχὴν φοιτητάς νὰ καταθέσουν τί συνέβη καὶ πόσοι ἦταν οἱ ταραξὶαι Ὅλοι αὐτοὶ οἱ «αὐτόπται μάρτυρες» κατέθεσαν ὅλως διαφορετικὰ ἀπ’ ἀλληλων στοιχεῖα.
[17]. Le Bon, A 141-148. Ἐκ τῆς διαπιστώσεως ταύτης, ἐκ τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν ἐνόρκων παρὰ τῶν ὑποκειμενικῶν των βιοτικῶν ὅρων, ἐντυπώσεων καὶ συναισθημάτων, ἐκ τῆς ἐπιεικίας των καὶ ἐκ τοῦ ἐπηρεασμοῦ των ὑπὸ τῶν δικηγόρων, ὡρμήθη ἡ διεθνὴς κίνηαις ὑπὲρ τῆς καταργήσεως τῶν ὁρκωτῶν δικαστηρίων.
[18]. Τὴν ἀξιολογίαν ταύτην περιλαμβάνουν ὀλαι αἱ ἰδεολογίαι καὶ οὐτοπίαι τῶν ἐπαναστατικῶς ἀνερχομένων ἀτόμων καὶ τάξεων, εἰς τὰς ὁποίας ὀργιάζει ἡ μεταξίωσις (Ressentiment) καὶ τὰ ἐπιθετικὰ ἔνστικτα τῶν μειονεκτικῶν καὶ τῶν νευρωτικῶν. (Freud Β, 148-154).
[19]. Διὰ τὰς ἀτομικάς ἰδιοσυγκρασίας ἡ παλαιὰ Ψυχολογία διαθέτει τὸν ὅρον «ἀτομικὸς χαρακτὴρ» ἤ «ψυχολογικὸς τύπος» (Kretschmer, Jaentsch), ἀγνοεῖ ὅμως τὰς «νοοτροπίας», πιθανῶς διότι αὗται ἀποτελοῦν συλλογικὰ φαινόμενα καὶ ἀνήκουν εἰς τὴν κοινωνικὴν ψυχολογίαν. Ἐπίσης «νοοτροπίαν» δὲν γνωρίζει οὔτε ἡ ψυχολογία τοῦ βάθους (Freud, Adler, Jung). Ἀπόκλισιν ἀπὸ τῆς κλασσικῆς Ψυχολογίας καὶ προσέγγισιν πρὸς τὴν ἔννοιαν τῆς «νοοτροπίας» ἀποτελεῖ Ὁ Κarl Jaspers (Ρsychologie der Weltanschauungen, 1919), διὰ τῆς κατατάξεως τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὰς κοσμοθεωρίας των καὶ ὁ Ε. Spranger (Lebensformen, 1925) κατὰ τὰς ἰθυνούσας ἀξίας των. Παρὰ ταῦτα ἡ «νοοτροπία», ὑπὸ τὴν κοινωνιολογικήν ἔννοιαν, οὐδὲν ἄλλο εἶναι, παρὰ ἡ ἀνέκαθεν γνώστη ὁμαδικὴ ψυχολογία, ἡ βασιζόμενη ἐπὶ τῆς κοινωνικῆς διαρθρώσεως, οἵαν ἄλλως τε ἐπικαλεῖται καὶ ὁ Bouthoul εἰς ὁλόκληρον τὸ εἰδικόν ἐπὶ τοῦ θέματος ἔργον του: «Les mentalites» (1952).
[20]. Ἐκ τοῦ ἐρασιτεχνικοῦ προσωπικοῦ μου ἀρχείου τῶν λέξεων παραθέτω, ὡς παραδείγματα, ὀλίγας λέξεις τριῶν κατηγοριῶν: Ι. Λέξεις ἄνευ ἀξιολογήσεως χρησιμοποιούμεναι δι’ ἀσχέτους ἤ διαφόρους μεταξὺ των ἐννοίας: «Freud», «Komplex», «Βίωμα», Ἀφηρημένη Τέχνη», «Ὑπαρξισμός», «Ἡ ἐποχή μας», «Στὴν ἐποχὴ τῆς ἀτομικῆς βόμβας», «Δυναμικός», «Δυναμισμός», «Περιβάλλον», «Θεωρία τῆς σχετικότητας» («Ὅλα εἶναι σχετικά, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Ἀϊνστάιν»: ἀπάντησις σερβιτόρου παρατηρηθέντος λόγῳ ρυπαρότητος). «Κοινωνικὴ δικαιοσύνη», «Κοινωνικὸν κράτος», «Κράτος δικαίου», «Ψυχανάλυσις», «Desirs refoules», «Σύμπλεγμα κατωτερὸτητος» (μετὰ τοῦ ὁποίου συνδυάζεται τὸ ἀνυπόστατον «σύμπλεγμα ἀνωτερότητος»), «Φιλόσοφος», «Κοινωνιολόγος», «Δημοσιολόγος», «Διανοούμενος», «Πρόοδος», «Ρωμαντικός», «Ρεαλιστὴς» ( ὁ ἀπηλλαγμένος «προλήψεων» ὑπὸ τὰς ὁποίας νοοῦνται συχνὰ καὶ αἱ ἠθικαὶ ἀρχαί). «Ἰδεολόγος» ( ὁ αἰθεροβάμων, ὁ οὐτοπιστής), «Σώψυχα-ξώψυχα», «Προοδευτικὸς» ( ὁ συνοδοιπόρος τῶν κομμουνιστῶν), «Ἱκανὸς» ( ὁ ἐπιτυγχάνων, ἀσχέτως πῶς).
II. Λέξεις θετικῆς καί, κατ’ ἄλλους, ἀρνητικῆς ἀξιολογήσεως: «Προοδευτικός», «Συγχρονισμένος», «Μοντέρνος», «Φρόνιμος» (ὑπὸ τὰς διαφόρους ἐννοίας τοῦ ψυχραίμου, τοῦ συντηρητικοῦ, τοῦ συμφεροντολόγου, τοῦ εὐφυοῦς, τοῦ προσαρμοζόμενου καὶ τοῦ δειλοῦ), «Ζωντανὸς ἄνθρωπος» (ὑπὸ τὰς διαφόρους ἐννοίας τοῦ ζωτικοῦ, τοῦ ἐργατικοῦ, τοῦ θαρραλέου, τοῦ ἠθικῶς ἀδιστάκτου, τοῦ ἀδιάφορου ἔναντι τῆς κοινῆς γνώμης, τοῦ ψυχικῶς ἀναισθήτου, τοῦ «πατῶντος ἐπὶ πτωμάτων»), «Ἐπαναστάτης», «Smart», «Snob».
III. Λέξεις (φανερᾶς ἤ συγκεκαλυμμένης) ἀρνητικῆς καί, κατ’ ἄλλους, θετικῆς ἀξιολογήσεως:«Ἀπροσάρμοστος»,«Ἀντιδραστικός»,«Ἀρτηριοσκληήωτος», «Ὀπισθοδρομικός», «Καθαρευουσιὰνόος»,«Καθυστερημένος»,«Σχολαστικός»,«Σκουριασμένες ἰδέες»,«Περίεργος», «Παράξενος».
[21]. Maisonneuve αὐτ. Ὁ Maisonneuve, 80, ἀναφέρει ἒρευναν ἐπὶ τῶν στερεοτύπων ὑπὸ τοῦ Ἀμερικάνου Sergent περί τῆς συναισθηματικῆς ἀξίας τῶν λέξεων τὰς ὁποίας μετεχειρίσθησαν δύο ἀμερικανικαί ἐφημερίδες ἀντιθέτων πολιτικῶν φρονημάτων, ἐπὶ τῶν αὐτῶν καθημερινῶν γεγονότων. Ὁ κατάλογος τῶν στερεοτύπων ὑπεβλήθη εἰς διακοσίους ἀναγνώστας, ἀνήκοντας εἰς διαφορετικάς κοινωνικάς ὁμάδας. Κατὰ τὸν μέσον ὅρον τῶν ἐρωτηθέντων ἀναγνωστῶν ἐβαθμολογήθησαν παρ’ αὐτῶν μὲ + 100 αἱ εὐχάριστοι λέξεις καὶ μὲ —100 αἱ δυσάρεστοι. Ὁ ἐπίσης Ἀμερικανὸς καθηγητής τῆς Κοινωνιολογίας Riesman, 101-103 («Ἡ μάστιξ τῆς λέξεως»), ὅπως καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸ βιβλίον του, ἀσκεῖ δριμεῖαν κριτικὴν κατὰ τοιούτων «κριτηρίων» (βλ. καὶ 13 πρόλογος Helmut Schelsky) 38, 85, 86 ἑπ., 88, 95-97, 134, 161.
[22]. J.J.Rousseau. Livr II, Chap Ι.: «Τόσον περισσότερον περιορίζεται ἡ ἐλευθερία, ὅσον περισσότερον ἀναπτύσσεται τὸ Κράτος».
[23]. J.J.Rousseau.1. Livr II, Chap XΙ.: – 2. Οὐδὲν σύνθημα ἐκ τῶν ὡς ἄνω πραγματευομένων εἶναι τόσον πεφορτισμένον ὑπὸ τῶν πλεγμάτων μειονεκτικότητος, τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μίσους ἐναντίον τῶν ἀνωτέρων, τῶν καλυτέρων, ὅσο ἡ «ἰσότης».
[24]. Burnham, Α 99, 239. Οὕτως οί ολίγοι οὗτοι τεχνικοί προσεχώρησαν εἰς τήν ίδεολογίαν καί τήν οὐτοπίαν ὅταν μετεβλήθησαν εἰς «τεχνοκράτας« έγκαταλείψαντες τάς φυσικάς έπιστήμας καί προσχωρήσαντες εἰς τὴν πολιτικήν, διὰ τὴν ὁποίαν ἦσαν ὅλως ἀκατάλληλοι. (Fr. Bülow, C 459-60).
[25]. Hauriou (είς Bernsdorf, Α 98). Αὐτή ἡ λέξις Parlament εἰς ὀλας τὰς εὐρωπαϊκάς γλώσσας σημαίνει ἐν κυριολεξίᾳ ἁπλῶς «ὁμιλητήριον», λίαν μετριοπαθὴς χαρακτηρισμὸς πρὸς ἀποφυγὴν τῆς βαρείας εὐθύνης τοῦ «βουλεύεσθαι» (Κοινοβούλιον, Βουλή, Βουλευτήριον).
[26]. Εἶναι ἀναμφιβόλως λίαν ἀτυχής ἡ γνώμη τοῦ H. Nohl (εἰς Bernsdorf, Α 96) καθ’ ἢν ὁ ἱδρυτής, οὕτως εἰπεῖν, τῆς θεωρίας ταύτης εἶναι ὁ Σωκράτης διὰ τῆς διαλεκτικῆς του, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐκ τῆς θέσεως καὶ ἀντιθέσεως προκύπτει, διὰ τῆς συνθέσεως, ἡ ἀλήθεια. Διότι ὁ Σωκράτης ἐννοεῖ βεβαίως τὴν συζήτησιν μεταξὺ ἀνιδιοτελῶν φιλοσόφων καὶ οὐδόλως μεταξὺ τῶν «Citoyens», οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὴν ἰσχύν τοῦ ὀρθολογισμοῦ « εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἴσου» ἀλλ’ ἀντιθέτως ἦτο ὁ δημιουργὸς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας, οὐδέποτε ἐκήρυξε τὸν ὀρθολογισμὸν ὑπὸ τὴν ἔννοιαν καὶ μὲ τὴν ἰδεολογικήν σκοπιμότητα τοῦ Διαφωτισμοῦ — ἐξ ὧν λόγων ἡ φιλοσοφία του οὐδέποτε κατέστη ταξικὴ ἢ μαζικὴ ἰδεολογία — καὶ οὐδέποτε καὶ εἰς οὐδὲν ἐχρησίμευσεν εἰς δημοκόπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου