(Γέργερη Κρήτης 14 Αυγούστου 1944)
‘’Όλες οι πόρτες να μείνουν ανοιχτές. Όποιος δεν υπακούσει θα εκτελείται…’’
Με βαριά καρδιά έβλεπαν οι άνθρωποι τους Γερμανούς να μπαινοβγαίνουν στα
σπίτια και ν’ αρπάζουν το βιος τους. Στάρια, κριθάρια, λάδια, μέχρι και
πατάτες και σταφίδες. Τίποτα δεν άφηναν. Άνοιξαν τις κασέλες,
λεηλάτησαν υφαντά και κεντήματα, άδειασαν τα νοικοκυριά.
Κανείς δεν ήξερε τότε πως το διαγούμισμα δεν ήταν τίποτα μπροστά σ΄εκείνο που επρόκειτο να συμβεί την επόμενη μέρα.
Ας αφήσουμε όμως να διηγηθεί τα γεγονότα ο δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης, έτσι όπως τα κατέγραψε τον Δεκέμβρη του 1980 όταν συνομίλησε με τον μοναδικό επιζώντα της σφαγής, τον Αλέκο Παπαδάκη.
‘’Γέργερη Κρήτης, 13 και 14 Αυγούστου 1944. Την ώρα που το γερμανικό θεριό ξεψυχούσε.
Η επόμενη μέρα, η μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, βρήκε το χωριό
βουτηγμένο στο πένθος. Λίγο πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια, μπροστά
στα μουρέλα της Κεράς, οι πρεσβευτές του πολιτισμού των Αρίων είχαν
δολοφονήσει 24 άνδρες.
Η συζήτηση με τον Παπαδάκη δεν ήταν μια απλή συνέντευξη, περισσότερο
έμοιαζε με αναπαράσταση ενός εγκλήματος. Ήταν τόσο καλός αφηγητής που,
όταν στεκόταν πάλι στον τόπο του μαρτυρίου κι άφηνε το δάκρυ να πέσει
στο χώμα, εκεί όπου κάποτε είχε τρέξει το αίμα του, ένας κρύος ιδρώτας
κυλούσε και στη δική μου ραχοκοκαλιά. (Μας λέει ο δημοσιογράφος Ν.
Ψιλάκης).
Ήταν σα να στέκονταν ακόμη αντίκρυ του οι στοιχειωμένοι στη σκέψη του
κατακτητές, σα να μην είχαν πάψει ποτέ να τον σημαδεύουν τα γερμανικά
πολυβόλα.
Είναι δύσκολο να μπει κανείς στην ψυχή του μελλοθάνατου. Να μάθει τι
σκέψεις περνούν από το μυαλό του την ώρα που χάσκουν μπροστά του οι
κάνες των όπλων.
Ακούω τον Αλέκο Παπαδάκη και μένω άναυδος:
‘’-Γονατίστε, μας φώναξαν οι Γερμανοί. Μα πριν γονατίσω, σκέφτηκα τα
παιδιά μου. Το σακάκι που φορούσα ήταν καινούργιο. Το μυαλό μου ήταν στα
παιδιά μου….’’
Τίποτε άλλο δεν σκέφτηκε ο μελλοθάνατος την ώρα που βρισκόταν μπροστά
στα γερμανικά πολυβόλα. Μόνο τα παιδιά του! Έβγαλε γρήγορα το καινούργιο
σακάκι και το πέταξε δυο μέτρα μπροστά. Ήξερε πως σε λίγη ώρα, όταν
εκείνος δεν θα ζούσε πια, θα έφταναν οι συγχωριανοί να μαζέψουν τα
πτώματα. Θα έβρισκαν άθικτο το σακάκι, θα το παρέδιδαν στην οικογένεια,
κάποιο από τα παιδιά του θα μπορούσε να το φορέσει να ζεσταθεί το
χειμώνα. Ήξερε ο Αλέκος πως οι σφαίρες των Γερμανών θα έπεφταν αλύπητα
στο σώμα του. Κόσκινο θα το έκαναν το κορμί του, κόσκινο και το
καινούργιο σακάκι!
-Τρία παιδιά είχα, ήμουν 36 χρονών, ήξερα πως ήταν δύσκολο να ζήσουν τα
παιδιά μου χωρίς εμένα. Φτώχεια παιδί μου, πείνα, στέρηση. Δεν είχαμε
ρούχα να βάλουμε, κι εγώ φορούσα καινούργιο σακάκι. Σκέψου πόσο πολύτιμο
θα ήταν για τα ορφανά μου, κάποιο θα μπορούσε να το φορέσει και να
ξεχειμωνιάσει. Σκέφτηκα λοιπόν, πως κανένα παιδί δεν μπορούσε να φορέσει
ένα σακάκι βαμμένο με το αίμα του πατέρα του.
Ας πάρουμε όμως τα πράματα από την αρχή.
Δεκατρείς Αυγούστου έφτασαν οι Γερμανοί στη Γέργερη και κύκλωσαν το
χωριό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν οι ορεσίβιοι του Ψηλορείτη
γερμανικές περιπόλους. Έρχονταν, έπαιρναν όσους έβρισκαν, τους οδηγούσαν
στην αγγαρεία, άλλοτε στο αεροδρόμιο και άλλοτε στα πυρομαχικά, άλλοτε
στις οχυρώσεις. Τους έβαζαν να δουλεύουν νηστικοί από την ανατολή έως τη
δύση κι ύστερα τους άφηναν να γυρίσουν ξεθεωμένοι στα σπίτια τους.
Εκείνη τη μέρα, 13 Αυγούστου, ζήτησαν φαγητό και φιλοξενία. Δεν είχαν
άλλη επιλογή οι χωρικοί, πήγαν οι γυναίκες κι ετοίμασαν ό,τι μπορούσαν
για να καλοταΐσουν τους (τάχατες) πολιτισμένους Ευρωπαίους, αυτούς που
είχαν ως αποστολή τους να μεταλαμπαδεύσουν στην απολίτιστη Ανατολή τον
πολιτισμό της Αρίας φυλής. Η λεηλασία δεν είχε αρχίσει ακόμα.
Όταν απόφαγαν κάλεσαν όλους τους κατοίκους, άντρες, γυναίκες και παιδιά,
ν΄αφήσουν τις πόρτες των σπιτιών τους ορθάνοιχτες και να μαζευτούν στον
κεντρικό δρόμο. Για ώρες μπαινόβγαιναν στα σπίτια των χωρικών οι
στρατιώτες και κουβαλούσαν στ΄αυτοκίνητα ό,τι πολύτιμο κι ό,τι φαγώσιμο
έβρισκαν.
Διαμαρτύρονταν οι άντρες, κλαίγανε οι γυναίκες καθώς έβλεπαν τους κόπους
τους να κάνουν φτερά, γνώριζαν ότι ο χειμώνας θα ήταν δύσκολος κι η
πείνα αβάσταχτη.
Κανείς δεν τους άκουσε. ‘’Πέτρινη είναι, παιδί μου, η καρδιά του
Γερμανού. Δεν κατέχει να κλαίει, δεν καταλαβαίνει τον πόνο των άλλων’’.
Ένας παλιός γνώριμος των Κρητικών, ο Νίκος Μαγιάσης, έλυνε κι έδενε
εκείνη τη μέρα. Επίσημα παρουσιαζόταν σαν διερμηνέας των Γερμανών. Όλοι ,
όμως , ήξεραν ότι ήταν μπουμπούκι από τα λίγα, βίος και πολιτεία,
συνεργάτης των κατακτητών κι αιμοσταγής δολοφόνος. Πολλά του
καταμαρτυρούσαν οι Κρητικοί. Σκότωνε, έσφαζε, ατίμαζε, έκλεβε,
λεηλατούσε. Ήταν αυτός που, μετά την απελευθέρωση, οδηγήθηκε στο
δικαστήριο των δωσιλόγων, οι ελληνικές αρχές τον κατηγορούσαν για
προδοσία, μα η δίκη δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένας αετός του Ψηλορείτη, ο
Βρέντζος ή Τηγανίτης, τον έσφαξε μέσα στα δικαστήρια του Ηρακλείου. Με
αυτόν τον τρόπο τον εκδικήθηκε για τον θάνατο του αδελφού του.
Αυτός λοιπόν, -συνεχίζει το ρεπορτάζ του ο δημοσιογράφος Ν. Ψιλάκης-, ο
Μαγιάσης, διάβασε φωναχτά τα ονόματα 40 αντρών. Τους συγκέντρωσαν στην
άκρη του δρόμου, τους έβαλαν στην γραμμή και τους οδήγησαν σε μιαν
αποθήκη. Τους κλείδωσαν, έβαλαν διπλοφρουρά στην πόρτα για να μη μπορεί
κανείς τους ν΄αποδράσει, και τους άφησαν έτσι όλο τη νύχτα.
Οι κατηγορίες που απήγγειλε ο Μαγιάσης ήταν οι συνηθισμένες, ότι τάχα οι
χωρικοί έκλεβαν λάστιχα αυτοκινήτων, βοηθούν τους αντάρτες, στέλνουν
τυριά και παξιμάδια στα λημέρια τους. Έτσι πρέπει ο γερμανικός στρατός
να τους τιμωρήσει.
Οι χωρικοί γνωρίζοντας ότι ο προδότης Μαγιάσης ήταν αργυρώνητος,
παραδόπιστος, τον φώναξαν την νύχτα σ΄ένα σπίτι και του έκαναν το
τραπέζι με ό, τι είχαν, φαγητό και κρασί. Με παρακάλια και υποσχέσεις
προσπάθησαν να σώσουν τους φυλακισμένους, όμως μόνο τους δεκατέσσερις
κατάφεραν να γλυτώσουν. Στην ιδιότυπη φυλακή έμειναν οι εικοσιπέντε, που
ήλπιζαν ότι θα γλύτωναν με αγγαρεία.
Την άλλη μέρα, 14 του Αυγούστου τους έβαλαν στην γραμμή και άρχισε η
θλιβερή πορεία στους δρόμους. Έξω από το χωριό στην θέση Κερά, άκουσαν
τον αξιωματικό να προστάζει ‘’αριστερά’’, τότε κατάλαβαν ότι
περπατούσαν σ΄ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.
Ο Αλέκος Παπαδάκης θυμάται και αναστενάζει….
‘’Μόλις μας είπαν να στρίψουμε αριστερά, ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα μάτια
μας βούρκωσαν. Αγκαλιάζαμε και φιλούσαμε ο ένας τον άλλο και ζητούσαμε
συγχώρεση.
Διαμαρτυρηθήκαμε στους Γερμανούς, τους ρωτήσαμε γιατί θα μας σκότωναν,
και μας είπαν πως είμαστε βάρβαρος λαός και πως, τελικά, θα
υποταχτούμε’’.
Ο Αλέκος Παπαδάκης είχε πάει μαζί με τον δημοσιογράφο Ν. Ψιλάκη στον
τόπο του μαρτυρίου όπου τώρα βρίσκεται μια μαρμάρινη επιγραφή, και
άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα, ενώ τα μάτια του έτρεχαν βρύσες τα
δάκρυα: ΕΝΤΑΥΘΑ ΤΗΝ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1944 ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΣΑΝ ΥΠΟ ΤΩΝ
ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΑΝΕΥ ΑΙΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗΣ ΟΙ ΚΑΤΩΘΙ 24 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΓΕΡΓΕΡΗΣ. ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΕΙΧΟΝ ΟΔΗΓΗΘΗ 25 ΕΛΛΗΝΕΣ
ΠΑΤΡΙΩΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΕΣΩΘΕΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΑΝ ΚΑΙ ΒΑΡΕΩΣ
ΤΡΑΜΑΤΙΣΘΕΙΣ.
-Εδώ είχαν στήσει τα πολυβόλα. Δυο πολυβόλα! Εδώ που στέκομαι τώρα ήταν
το εκτελεστικό απόσπασμα, να εδώ, εδώ στεκόταν ο επικεφαλής, ένας άγριος
Γερμαναράς, αμίλητος!
Στο βορεινό άκρο του μνημείου ,δίπλα ήταν μια μικρή ελιά, κατσιασμένη. Ο
κορμός της ήταν πλαγιασμένος, λες και μοχθούσε να σταθεί όρθια, να δει
τον ήλιο.
-Το βλέπεις αυτό το μουρέλο; Ακριβώς εδώ μπροστά με βάλανε να γονατίσω.
Ήταν τότες μικρές όλες οι ελιές εδώ γύρω. Όλες οι άλλες μεγαλώσανε, μα
τούτη δω απόμεινε όπως τη βλέπεις. Δε μεγάλωσε. Ίσως επειδή στον κορμό
της σφηνώθηκαν οι σφαίρες. Ακόμη φαίνονται τα σημάδια.
- Ήμουν στην άκρη κι ετοιμαζόμουν να γονατίσω, όταν ακούω τον Γιώργη
τον Κακουλάκη να με φωνάζει: ‘’Κουμπάρε Αλέκο, έλα κοντά μου, έλα να
ποθάνομε μαζί’’. Σύρθηκα , πήγα, τον είδα να σηκώνει τα χέρια και να
ψάλει. Δεν ξέρω τι έλεγε, ξέρω μόνο πως έλεγε λόγια της εκκλησίας. Εγώ
έκανα το σταυρό μου κι έλεγα πως σε λίγο θα βρισκόμουν στον άλλο κόσμο,
ας ερχόταν η Παναγιά να της παραδώσω την ψυχή μου.
-Πήρε θάρρος ένας άλλος , ο μακαρίτης ο Φραγκιάς, σηκώθηκε κι έβαλε τις
φωνές. ‘’Γιατί μας σκοτώνετε; Πρέπει να μας απαγγείλετε κατηγορία. Κι αν
εκάμαμε κακό να μας περάσετε από δίκη. Πως μπορείτε να μας εκτελέσετε
χωρίς κατηγορία και καταδίκη;. Κανείς δεν απάντησε. Στο τέλος εδέησε
ν΄ανοίξει το στόμα του ο επικεφαλής, τον κοίταξε άγρια, μας κοίταξε
άγρια και είπε: ‘’Είστε βάρβαρος λαός, θα υποταχτείτε…’’
Ο επικεφαλής στεκόταν ακίνητος, τα πολυβόλα παραταγμένα, ο λόχος
έτοιμος. Λέει ο Αλέκος: – Οι σφαίρες άρχισαν να πέφτουν. Σωριαστήκαμε ο
ένας πάνω στον άλλον. Ένιωθα το αίμα μου να τρέχει, ένιωθα να χάνομαι.
Μία σφαίρα τον βρήκε στα πλευρά. Μια άλλη είχε τρυπήσει την κοιλιά κι
είχε σφηνωθεί σ΄ένα σπόνδυλο, το αίμα κυλούσε ζεστό, έσμιγε με το αίμα
των άλλων. Λίγη ώρα μετά άκουγε μόνο βογγητά και βλαστήμιες γερμανικές.
Όταν σταμάτησε το κροτάλισμα των όπλων, εκείνος ήταν σαν χαμένος,
μισολιπόθυμος, μισοζώντανος. Ήξερε πως μετά θα άρχιζε η τελευταία πράξη,
η χαριστική βολή.
-Ένας Γερμανός με πιστόλι μας κάρφωσε από μια σφαίρα στα μηνίγγια. Στο
δικό μου κεφάλι βρέθηκε μια τραγιάσκα, κι αυτή με έσωσε. Το κεφάλι μου
ακουμπούσε στο σώμα του διπλανού, κολυμπούσα στα αίματα. Με πυροβόλησε. Η
σφαίρα πέρασε την τραγιάσκα, τραυμάτισε το κεφάλι μου, αλλά δεν
σφηνώθηκε, δεν τρύπησε το κόκκαλο, ξέφυγε.
Είχα ακόμη τις αισθήσεις μου όταν πέρασε ένας Γερμανός και μας κλωτσούσε
έναν- έναν. Έφαγα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά και τότε λιποθύμησα,
χωρίς να στενάξω ή να κουνηθώ. Η μύτη της αρβύλας μου είχε τρυπήσει το
έντερο, πονούσα φοβερά. Μήνες έκανα να συνέλθω, χρόνια και χρόνια με
βασάνιζε.
Μετά την εκτέλεση οι Γερμανοί πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σταμάτησαν
στο χωριό, βγήκε ο προδότης Μαγιάσης από το αυτοκίνητο. Με χαιρεκακία
είπε στους χωρικούς: ‘’Να πάτε να τους μαζέψετε και να τους χωματίσετε
γρήγορα, σκοτωμένοι είναι όλοι, με χαριστική βολή και οι εικοσιπέντε’’.
Ένας χωριανός είδε τον Αλέκο που βογκούσε, το πήρε και τον πήγε στο βουνό. Φωνάξανε τον παπά-Σπύρο που του έδεσε τις πληγές.
-Σε λίγο καιρό το σώμα μου βρωμούσε, έτρεχε πύο –συνεχίζει ο Αλέκος-,
δεκατέσσερις σφαίρες είχαν σφηνωθεί, τρεις από αυτές υπάρχουν ακόμη. Οι
Γερμανοί είχαν μάθει ότι είχα γλυτώσει και όλο πυρ και μανία έλεγαν ότι
όποιος με βοηθούσε θα του κάψουν το σπίτι. Έτσι με πήγαιναν από δω και
από κει.
Ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από τον τόπο του μαρτυρίου –λέει ο
δημοσιογράφος-, όταν ο Αλέκος γυρνά προς τα πίσω, στρέφει το κεφάλι, δεν
μπορεί να κρύψει τα δάκρυά του…
-Όταν πεθάνω θέλω να με θάψουν εδώ, δίπλα στο μεγάλο τάφο. Η θέση μου
είναι δίπλα στους νεκρούς συντρόφους μου. Σαράντα χρόνια πάνε από τότε.
Που να φανταζόμουνα πως θα ζούσα τόσο καιρό μετά….’’
Ο κυρ Αλέκος έχει από καιρό τώρα πάει κοντά στους νεκρούς συντρόφους
του. Έτσι δεν πληγώνεται για μία ακόμη φορά, ακούγοντας Γερμανούς
καθηγητές να αποκαλούν τον αγώνα των Κρητών ‘’βρώμικο και βάρβαρο’’.
Δεν πληγώνεται βλέποντας Έλληνες καθηγητές να ανοίγουν το Πανεπιστήμιο
για να βραβεύσουν τον υβριστή του περήφανου λαού, που δεν υποτάχτηκε
τότε στους βαρβάρους . Στην εποχή μας οι απόγονοι των τότε κατακτητών
δεν διαγουμίζουν μόνο τα σπίτια, παίρνοντας τρόφιμα και οικοσκευές,
λάδια και κεντήματα. Με τον κατάλληλο τρόπο παίρνουν ολόκληρα τα σπίτια,
την γη , τον αέρα και το νερό. ( Τα αρχαία άραγε;) Μπορεί ο δοσίλογος
Μαγιάσης να βρήκε την τιμωρία που του έπρεπε, άφησε όμως πίσω του άξιους
συνεχιστές, που παραδώσανε τον λαό συκοφαντημένο και σιδηροδέσμιο στους
πολιτισμένους άρπαγες.
Οι ντόπιοι Μαγιάσηδες έχοντας λεηλατήσει πρώτοι τον πλούτο της πατρίδας
μας, με τις offshore, τις μίζες, τα δωράκια και τα προνόμια,
επεξεργάζονται στο μυαλό τους τώρα τις πρακτικές της αγγαρείας, που
εφάρμοζαν οι κατακτητές. Μετά το πετσόκομμα των μισθών όσων έχουν ακόμη
δουλειά, γιατί να μην δουλεύουν δωρεάν; Το δέλεαρ είναι πολύτιμο. Μόρια
και πάλι μόρια, πολυδουλεμένα ή αχρησιμοποίητα, διακοσμητικά,
πλεονασματικά ή ειδικού σκοπού. Στο τέλος που θα μένουν οι
εργαζόμενοι(;) με τα μόρια των Μαγιάσηδων στα χέρια, γέροι και άρρωστοι,
καθώς θα πηγαίνουν στα νοσοκομεία για περίθαλψη, θα γνωρίζουν και την
επόμενη πρακτική των κατακτητών. Καμία θεραπεία στους έτσι και αλλιώς
εξοφλημένους.
Και πάνω που θα βγαίναμε από το Μνημόνιο………..
Με εκτίμηση,
Αγγελική Π.
http://olympia.gr/2014/11/21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου