Ζωγραφική αναπαράσταση μινωικού πλοίου. Ήδη από τις
αρχές της Πρωτομινωικής περιόδου, στα τέλη της 4ης προ
Χριστού χιλιετίας, οι Μινωίτες είχαν αρχίσει να εξερευνούν
τις θάλασσες σε αναζήτηση πρώτων υλών και εμπορικών
σταθμών.
Αυτή ήταν και η αρχή της Μινωικής
Θαλασσοκρατορίας. Στο εγχείρημά τους αυτό της
εξερεύνησης των άγνωστων ως τότε θαλασσών, οι Μινωίτες
αποδεδειγμένα δεν έμειναν εντός των ορίων της Μεσογείου
θαλάσσης, αλλά, περνώντας τον πορθμό του Γιβραλτάρ,
έφτασαν μέχρι και στα Βρετανικά Νησιά. Το ερώτημα όμως
είναι ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης
των δύο πολιτισμών; Αν και οι Μινωίτες ουδέποτε
προσπάθησαν να επιβάλουν τον πολιτισμό τους σε ξένους,
θα ήταν παράλογο να ισχυριζόμασταν ότι μία μακροχρόνια
σχέση μεταξύ δύο λαών θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς
να υπάρξουν στοιχεία επιρροής του
ενός πολιτισμού στον άλλον...
Γράφει ο Λεωνίδας Μανιάτης.
Έστω και εκ των υστέρων, οφείλω να προσθέσω στα όσα έγραψα σε προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Ο προϊστορικός πολιτισμός των Βρετανικών Νησιών και η άγνωστη ιστορίατου» ότι ταφικά μνημεία της Μεγάλης Βρετανίας, όπως το Bryn Celli Ddu και το Maeshowe, αν και, όπως έγραψα στο άρθρο που προανέφερα, όντως μοιάζουν – ειδικά ο δεύτερος – στην εμφάνιση και στην δομή με τους θολωτούς τάφους του Μυκηναϊκού πολιτισμού, υπάρχει ίσως και ένας ενδιάμεσος κρίκος που φέρνει τα δύο αυτά είδη μνημείων ακόμα πιο κοντά.
Ο λόγος σαφώς γίνεται για τους προγενέστερους των μυκηναϊκών θολωτούς τάφους του Μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη. Οι τάφοι αυτοί που δεν είχαν προλάβει να εξελιχθούν σε αυτό που θα εξελίσσονταν οι μεταγενέστεροι θολωτοί τάφοι των Μυκηναίων, σε σύγκριση με τα ταφικά μνημεία της Μεγάλης Βρετανίας που μελετήσαμε, εμφανίζουν πιο έντονες ομοιότητες. Αυτό φαίνεται εύκολα, αν δούμε ζωντανά ή σε φωτογραφία έναν μινωικό θολωτό τάφο, όπως αυτός στην περιοχή Απεσωκάρι στον νομό Ηρακλείου, στην Κρήτη. Είναι ένας τάφος κυκλικός στο σχήμα, χτισμένος με λίθους, τοποθετημένους με τρόπο εκφορικό, πάνω από την τετράγωνη είσοδο του οποίου δεν φαίνεται να υπήρχε η τριγωνική οπή που αργότερα θα χρησιμοποιείτο από τους Μυκηναίους για την καλύτερη κατανομή του βάρους των θολωτών τους τάφων. Επίσης, αν και πλέον έχει σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί, ο θολωτός τάφος στο Απεσωκάρι πρέπει στην αρχαιότητα να ήταν καλυμμένος με χώμα, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους.
Αρχαιολογικά κατάλοιπα του μινωικού θολωτού τάφου στην
θέση Καμηλάρι του νομού Ηρακλείου, στην Κρήτη.
Οι μινωικοί θολωτοί τάφοι που υπήρξαν πρότυπα και των
μεταγενέστερων μυκηναϊκών, εμφανίζονται στην αρχή της
Πρωτομινωικής εποχής, περί το 3600 προ Χριστού. Το
πέρασμα όμως στο δεύτερο ήμισυ της 4ης προχριστιανικής
χιλιετίας, δεν σηματοδοτεί μόνο την έναρξη της κατασκευής
θολωτών τάφων στην Κρήτη, αλλά και την έναρξη μίας
εποχής κατά την οποία τα μεγαλιθικά ταφικά μνημεία της
Μεγάλης Βρετανίας συνεχώς εξελίσσονται και ομοιάζουν,
όπως θα δούμε, όλο και περισσότερο με τους θολωτούς
τάφους που την ίδια εποχή κατασκευάζονταν στην Κρήτη.
Μήπως πρόκειται για ένα στοιχείο που τεκμηριώνει την
άμεση ή έμμεση επιρροή των Μινωιτών
στην Μεγάλη Βρετανία;
Όλα αυτά βέβαια ισχύουν και για το ταφικό μνημείο Maeshowe των νησιών Orkney της Σκωτίας. Το μινωικό μνημείο δηλαδή είναι πιο κοντά στο σκοτσέζικο απ’ ότι είναι το μεταγενέστερο μυκηναϊκό, πράγμα που συνεπάγεται πως κατά πάσαν πιθανότητα, οι Μινωίτες και όχι οι Μυκηναίοι ήταν αυτοί που ήρθαν πρώτοι σε επαφή με τους λαούς των Βρετανικών Νησιών και μοιράστηκαν μαζί τους την παράδοση που θέλησε και οι δύο αυτοί λαοί να χτίζουνε για τους νεκρούς τους παρόμοια ταφικά μνημεία. Ύστερα το γεγονός ότι ο εν λόγω μινωικός θολωτός τάφος χρονολογείται στην Πρωτομινωική εποχή και συγκεκριμένα, γύρω στο 2900 προ Χριστού, καθιστά πολύ μεγαλύτερη την πιθανότητα επιρροής των Μινωιτών της εποχής στους προϊστορικούς κατοίκους της Βρετανίας, τουλάχιστον όσον αφορά την κατασκευή των ταφικών τους μνημείων, πολλά εκ των οποίων χρονολογούνται και αυτά στους πρώτους αιώνες τις 3ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας. Αυτό βέβαια γίνεται ακόμα πιο πιθανό, αν συνυπολογίσουμε ότι οι πρώτοι μινωικοί θολωτοί τάφοι έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές της Πρωτομινωικής εποχής, στα μέσα της 4ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας και, ως εκ τούτου, είναι πάνω από 6 αιώνες αρχαιότεροι από τα δύο βρετανικά μνημεία που εξετάζουμε.
Επίσης άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι η μεγάλη κατασκευαστική μεγαλιθική δραστηριότητα στην προϊστορική Μεγάλη Βρετανία, αλλά σε μεγάλο βαθμό και αυτή στην απέναντι Ιρλανδία, αρχίζει περί το 3600 προ Χριστού και άρα συμπίπτει με την έναρξη της Προανακτορικής περιόδου στην Μινωική Κρήτη και με την έναρξη της προανακτορικής κατασκευαστικής δραστηριότητας στην κρητική μεγαλόνησο. Και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των μινωικών και βρετανικών κατασκευών, η κατασκευή μεγαλιθικών ταφικών μνημείων φαίνεται πως άρχισε σχεδόν ταυτόχρονα στην Κρήτη και την Μεγάλη Βρετανία, ενώ στην περίπτωση της Ιρλανδίας, όπου προϋπήρχε ταφική αρχιτεκτονική, αυτή ανανεώθηκε και πήρε μία εντελώς διαφορετική μορφή.
Επικεντρωνόμενοι όμως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας και συγκεκριμένα στην ταφική μεγαλιθική αρχιτεκτονική της, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αμέσως μετά το 3600, αρχίζουν να εμφανίζονται μεγαλιθικά ταφικά κατασκευάσματα σε διάφορες περιοχές της βρετανικής μεγαλονήσου. Διαπιστώνουμε όμως ότι τα πρώτα βρετανικά μεγαλιθικά ταφικά μνημεία μετά το 3600 προ Χριστού, κάθε άλλο είναι παρά «πιστά» αντίγραφα των μινωικών θολωτών τάφων. Και όντως δεν θα ήταν δυνατόν εν ριπή οφθαλμού οι προϊστορικοί Βρετανοί να πετύχαιναν ένα τέλειο αντίγραφο των μινωικών μνημείων που ίσως ακόμα να μην μπορούσαν ούτε καν να επισκεφτούν… Προϊόντος όμως του χρόνου, τα νεότερα βρετανικά ταφικά μνημεία, όπως θα διαπιστώσουμε, έρχονται όλο και πιο κοντά στα αντίστοιχα μινωικά…
Από τα μνημεία που άρχισαν να χτίζονται τότε στην Μεγάλη Βρετανία, τα πρωιμότερα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το West Kennet Long Barrow (χρονολογείται στο 3600 προ Χριστού), αν και υιοθετούν τον μνημειώδη μεγαλιθικό χαρακτήρα που δεν είχαν οι παλαιότεροι βρετανικοί τάφοι, σε τίποτα άλλο δεν θυμίζουν την αντίστοιχη μινωική αρχιτεκτονική, αφού και στο σχήμα και στην δομή και στον τρόπο κατασκευής παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές. Ίσως μάλιστα και η εισαγωγή του μνημειώδους χαρακτήρα, σε περίπτωση που δεν προήλθε από τους ίδιους τους κατοίκους της Μεγάλης Βρετανίας, να είχε ως τόπο προέλευσης την γειτονική Ιρλανδία και όχι την μακρινή Μινωική Κρήτη που τότε μόλις είχε μπει στην Προανακτορική της Εποχή. Ως εκ τούτου η πιθανότητα μινωικής επιρροής ήδη από τόσο νωρίς είναι εξαιρετικά ισχνή.
Η κατασκευή στην Μεγάλη Βρετανία μεγαλιθικών ταφικών
μνημείων όπως το ουαλικό Barclodiad y Gawres περί το
3500 προ Χριστού, αν και το εν λόγω μνημείο δεν έχει παρά
ελάχιστες ομοιότητες με τους μινωικούς θολωτούς τάφους,
θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα της σταδιακής
εξέλιξης των βρετανικών ταφικών μνημείων σύμφωνα με
αυτά τα μινωικά πρότυπα. Σε αυτό συνηγορούν τόσο η
πρωιμότητα του μνημείου, όσο και η συγκριτική του μελέτη
σε σχέση με τα μνημεία που θα ακολουθήσουν. Τέλος, το
ότι οι ομοιότητες του εν λόγω μνημείου με τα μινωικά
πρότυπα περιορίζονται μόνο στην εξωτερική
εμφάνιση του κτηρίου, προφανώς και οφείλεται στο
γεγονός ότι οι προϊστορικοί Βρετανοί της εποχής
προσπαθούσαν να μιμηθούν ένα πρότυπο για το οποίο
ενδεχομένως είχαν ακούσει απ' τους Μινωίτες, αλλά που
ποτέ τους δεν είχαν επισκεφτεί από κοντά.
Γενικά είναι δύσκολο να πούμε πως μινωική επιρροή στην ταφική αρχιτεκτονική της περιοχής μπορεί να έχουμε πριν το 3500 προ Χριστού. Με την είσοδο όμως στο δεύτερο ήμισυ της 4ης προχριστιανικής χιλιετίας, τόσο στην Ιρλανδία, όσο και στην Μεγάλη Βρετανία, εμφανίζεται ένας νέος τύπος ταφικού μεγαλιθικού μνημείου που είναι πολύ πιο κοντά στα μινωικά πρότυπα, διατηρώντας όμως ακόμα μεγάλες διαφορές από αυτά. Τάφοι που ανήκουν σε αυτό το είδος, όπως το ουαλικό μεγαλιθικό μνημείο Barclodiad y Gawres, υιοθετούν το κυκλικό σχήμα στον εξωτερικό λοφίσκο που σχηματίζουν, ενώ και εσωτερικά ο ταφικός χώρος παύει να είναι απλώς το τέλος του ταφικού διαδρόμου και αρχίζει να εκτίνεται στον χώρο προς τις άλλες τρεις κατευθύνσεις. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα η ομοιότητα με τα μινωικά ταφικά μνημεία είναι περιορισμένη, αφού ακόμα ο ταφικός θάλαμος αποτελεί ένα μικρό μέρος του εσωτερικού του τεχνητού λοφίσκου, η είσοδος στον χώρο γίνεται από μία τεράστια λίθινη θύρα που σε τίποτα δεν θυμίζει τα αιγιακά πρότυπα και τέλος το εσωτερικό του δεν αποκτά σχήμα κυκλικό, αλλά σταυροειδές. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι μία μινωική επιρροή δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί, αλλά και ότι δεν μπορεί να υπήρξε κάτι παραπάνω από εξαιρετικά περιορισμένη.
Η επόμενη φάση στην εξέλιξη του βρετανικού ταφικού μνημείου φαίνεται να αντιπροσωπεύεται από το άλλο ουαλικό μεγαλιθικό μνημείο που εξετάσαμε, το Bryn Celli Ddu, το οποίο χρονολογείται περίπου στο 3000 προ Χριστού. Το μνημείο αυτό, αν και εσωτερικά δεν μοιάζει και τόσο με τα αντίστοιχα μινωικά μνημεία της εποχής του, αφού ο εσωτερικός του χώρος είναι αρκετά περιορισμένος, εξωτερικά παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με αυτά, συμπεριλαμβανομένων και στοιχείων που οι μεταγενέστεροι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι δεν επρόκειτο να συνεχίσουν. Έτσι βλέπουμε το Bryn Celli Ddu να μην έχει δρόμο, όπως και πολλοί μινωικοί τάφοι, ούτε και τριγωνική οπή πάνω από την θύρα της εισόδου. Η δε είσοδος, όχι απλά αποκτά το σχήμα που έχουν, τόσο οι μινωικοί, όσο και οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι, αλλά υιοθετεί τις διαστάσεις που έχουν οι θύρες των μινωικών και όχι των μυκηναϊκών μνημείων. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο η είσοδος είναι δομημένη, με δύο κάθετους ίσου ύψους μονολίθους να στηρίζουν πάνω τους έναν οριζόντιο, σχηματίζοντας έτσι το σχήμα που είναι γνωστό στην αρχαιολογία ως τρίλιθο, απαντάται κάποιες φορές σε μινωικούς θολωτούς τάφους – όχι όμως και σε μυκηναϊκούς. Εδώ η μινωική επιρροή μοιάζει πολύ πιθανότερη, αλλά και πάλι σχετικά περιορισμένη.
Η διαδικασία μίμησης των μινωικών θολωτών τάφων από
τους κατοίκους της προϊστορικής Βρετανίας φαίνεται να
ολοκληρώθηκε με την κατασκευή του μεγαλιθικού ταφικού
μνημείου του Maeshowe που φαίνεται στην φωτογραφία.
Το εν λόγω ταφικό μνημείο, τόσο εσωτερικά, όσο και
εξωτερικά παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τα μινωικά
πρότυπα, μεταξύ των οποίων πρέπει να αναφέρουμε την
ύπαρξη δρόμου, το σχήμα και το μέγεθος της θύρας, το
σχήμα του τεχνητού λόφου, τον εκφορικό τρόπο
τοποθέτησης των λίθων, την διαμόρφωση του εσωτερικού
χώρου και τον τρόπο στέγασης του ταφικού θαλάμου.
Όλα αυτά κάνουν την μινωική επιρροή στην κατασκευή του
μνημείου ή έστω στην ιδέα του να κατασκευαστεί, αν όχι
βέβαιη, τουλάχιστον πάρα πολύ πιθανή.
Και τέλος, δύο αιώνες αργότερα, περί το 2800 προ Χριστού, εμφανίστηκαν στην Μεγάλη Βρετανία και ταφικά μνημεία όπως το σκοτσέζικο Maeshowe, το οποίο καταφέρνει να βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα μινωικά πρότυπα, απ’ ότι τα προγενέστερα αυτού βρετανικά ταφικά μνημεία. Ο τάφος αυτός διατηρώντας και τελειοποιώντας ως σχήμα της θύρας εισόδου το τρίλιθο κατά τα μινωικά πρότυπα, υιοθέτησε και την αιγιακή συνήθεια του δρόμου που αργότερα θα επαναληφθεί και στους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους. Ακόμα όμως, εισήγε τον εκφορικό τρόπο τοποθέτησης των λίθων που το απαρτίζουν, μεγάλωσε επαρκώς το μέγεθος του εσωτερικού του χώρου και, αν και, όπως θα δούμε παρακάτω, τετραγωνίστηκε ελαφρώς ως προς το σχήμα, στέγασε τον ταφικό χώρο με μία κάθετη λίθινη πλάκα, ακριβώς όπως συνηθιζόταν σε κάποιους τουλάχιστον από τους θολωτούς τάφους του μινωικού πολιτισμού, όπως λόγου χάριν συνέβαινε και σε θολωτό τάφο στην περιοχή Αρχάνες του νομού Ηρακλείου στην Κρήτη.
Αναφορικά τέλος με το ακόμα μεταγενέστερο (ενδεχομένως) ταφικό μνημείο Silbury Hill, το οποίο κατασκευάστηκε σε διάφορες φάσεις στα μέσα της 3ης προχριστιανικής χιλιετίας και του οποίου η κατασκευή φαίνεται να τελείωσε περί το 2400 προ Χριστού, πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ένα μνημείο τελείως διαφορετικού είδους, αλλά και άλλης εποχής. Η μελέτη του εν λόγω μνημείου που θα πρέπει να γίνει μάλλον ξεχωριστά, μαρτυρά μία δεύτερη απότομη «στροφή» της προϊστορικής βρετανικής αρχιτεκτονικής που παραπέμπει σε εξωγενή στοιχεία που δεν προέρχονται όμως ούτε από την γειτονική Ιρλανδία, ούτε από την μινωική Κρήτη, ούτε και από τον ευρύτερο αιγιακό χώρο, αλλά μάλλον από άλλους μεγάλους πρωτοϊστορικούς πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού, όπως λόγου χάριν η Αίγυπτος… Αυτό, αν και εν πρώτοις προκαλεί έκπληξη, δεν θα πρέπει να φαντάζει απίθανο, αφού, κατά την Εποχή του Χαλκού, δεν ήταν μόνο οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι αυτοί που χρειάζονταν τον κασσίτερο που ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορεύματα της εποχής και που υπήρχε σε άφθονες ποσότητες στα Βρετανικά Νησιά. Και ακόμα δεν ήταν μόνο αυτοί που είχαν τις ναυτικές ικανότητες και την πείρα για ένα τέτοιο ταξίδι… Πάντως εντύπωση κάνει και το ότι ανάλογη επιρροή από μη αιγιακό πολιτισμό φαίνεται ότι υπήρξε και μέσα από μνημεία που ολοκληρώθηκαν κατά το πρώτο ήμισυ της 3ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας όπως τα Thornborough Henges που σχηματίζουν μεταξύ τους την ίδια γωνία με τις Πυραμίδες της Γκίζα, στην Αίγυπτο, αλλά και από την ιρλανδική μυθική παράδοση, όπως διασώθηκε από το βιβλίο των Εισβολών («Lebor Gabála Érenn»), όπου, στην εξιστόρηση της μυθιστορίας των Βρετανικών Νησιών, εκτός από τους Έλληνες, γίνεται σαφής αναφορά και στους Αιγυπτίους… Γι’ αυτό το θέμα όμως, ενδεχομένως να αναφερθούμε λεπτομερώς σε άλλο άρθρο.
Η διαδικασία εξέλιξης των βρετανικών μεγαλιθικών μνημείων με βάση το
μινωικό πρότυπο από το 3.600 ως το 2.800 προ Χριστού.
Όσο για το για ποιον λόγο, ενώ μινωικά στοιχεία παρουσιάζονται ήδη από το 3500 προ Χριστού (αν όχι και πρωτύτερα), βρετανικά μνημεία με σημαντικές ομοιότητες με τα αντίστοιχα μινωικά παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά περί το 3000 προ Χριστού για να φτάσουν στην καλύτερη δυνατή μίμηση του μινωικού προτύπου το 2800 προ Χριστού, μπορούμε με κάποια σχετική ασφάλεια να δώσουμε την παρακάτω εξήγηση. Προφανώς δεν θα ήταν δυνατόν για τον νεαρό ακόμα προανακτορικό μινωικό πολιτισμό να επηρεάσει τόσο πολύ τόσο μακρινούς πολιτισμούς, αμέσως μετά την έναρξη της Εποχής του Χαλκού και την πρώτη επαφή μαζί τους. Ακόμα και αν στην Κρήτη, ήδη από τις αρχές της Προανακτορικής περιόδου εμφανίστηκαν οι πρώτοι μινωικοί θολωτοί τάφοι, θα ήταν δύσκολο σε διάστημα μερικών δεκαετιών ή και αιώνων να μεταφέρουν το είδος αυτό του θολωτού ταφικού μνημείου σε ένα τόσο μακρινό μέρος, όπως η Μεγάλη Βρετανία. Ακόμα πρέπει να τονιστεί ότι οι Μινωίτες, ακόμα και στην εποχή της μεγάλης ισχύος τους, κατά την 2η προχριστιανική χιλιετία, δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται να εξαπλώσουν τα πολιτισμικά ή τα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία (ανάκτορα, πολυώροφα κτήρια, ιερά κορυφής, δεξαμενές καθαρμών κοκ.) σε περιοχές εκτός της ίδιας της Κρήτης και των αποικιών τους στην περιοχή του Αιγαίου (όπως αυτή στην Θήρα). Ως εκ τούτου, είναι πιθανότερο οι ομοιότητες μεταξύ μινωικών και βρετανικών μνημείων να οφείλονται σε μίμηση από την πλευρά των Βρετανών, παρά σε πολιτισμική επιβολή από την πλευρά των Μινωιτών. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η εξέλιξη των βρετανικών μεγαλιθικών ταφικών μνημείων του τέλους της 4ης και των αρχών της 3ης προχριστιανικής χιλιετηρίδας η οποία φαίνεται να έλαβε χώρα σε τρείς φάσεις, να οφείλεται στην έμμεση επιρροή των Μινωιτών που μεγάλωνε κάθε φορά που οι δύο πολιτισμοί κατάφεραν να έρθουν πιο κοντά ο ένας με τον άλλο. Δηλαδή, σε πρώτη φάση οι προϊστορικοί κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας πρέπει να άκουσαν για τους μινωικούς θολωτούς τάφους, προφανώς από Μινωίτες εξερευνητές και εμπόρους που ταξίδευαν σε αναζήτηση κασσιτέρου και άλλων πολυτίμων εμπορευμάτων και να προσπάθησαν, κατόπιν εντολής κάποιου ντόπιου ηγεμόνα που θέλησε να αποκτήσει και αυτός έναν παρόμοιο τάφο, να κατασκευάσουν κάτι ανάλογο. Η πιστότητα βέβαια των «αντιγράφων» αυτών θα ήταν λογικά μικρή, όπως και ισχύει για μνημεία όπως το Barclodiad y Gawres. Στην συνέχεια, όταν οι εμπορικές σχέσεις Βρετανών και Μινωιτών είχαν εδραιωθεί, λογικά κάποια στιγμή και κάποιος Βρετανός θα έφτανε ως επισκέπτης στην Κρήτη. Εκεί θα είδε εξωτερικά τους μινωικούς θολωτούς τάφους και, έχοντας μία πρώτη εικόνα του πώς έμοιαζαν, μόλις θα γύριζε στην πατρίδα του, θα προσπαθούσε να τους μιμηθεί, χτίζοντας ένα μνημείο πολύ πιο κοντινό στα μινωικά πρότυπα, αλλά μόνο όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση· με άλλα λόγια, θα κατασκεύαζε κάτι σαν το Bryn Celli Ddu. Τέλος, ενώ οι σχέσεις των δύο λαών γίνονταν όλο και στενότερες μέσα από το εμπόριο του κασσιτέρου, κάποιοι Βρετανοί που έφτασαν ως την Κρήτη, προφανώς κατάφεραν να πάρουν άδεια από τις μινωικές αρχές και να εισέλθουν στον ιερό για τους Μινωίτες χώρο κάποιου κρητικού θολωτού τάφου. Και μετά την ψυχρολουσία του ότι εσωτερικά καμία σχέση δεν είχαν οι μινωικοί με τους βρετανικούς τάφους, ο επισκέπτης, γυρνώντας πίσω στην Μεγάλη Βρετανία, θα προσπαθούσε να διορθώσει τις σημαντικές αποκλείσεις από τα μινωικά πρότυπα στον εσωτερικό χώρο των παλαιότερων βρετανικών μνημείων, με το να κατασκευάσει νέα μνημεία, όπως το πολύ πιστότερο στα πρότυπα των Μινωιτών Maeshowe.
Όσο για το αν όντως θα μπορούσαν οι κάτοικοι των προϊστορικών Βρετανικών Νησιών να επισκεφτούν την Κρήτη, είτε με δικά τους μέσα, είτε με μέσα των Μινωιτών και για το αν πράγματι κάτι τέτοιο συνέβαινε, αν και πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν (ούτε όμως και στοιχεία που να το αποκλείουν), ακόμα και αυτή η περίπτωση δεν μπορεί και ούτε και πρέπει να αποκλειστεί με τρόπο κατηγορηματικό, αφού υπάρχουν αρχαία κείμενα [για παράδειγμα η Μελπομένη των Ιστοριών του Ηροδότου (παράγραφοι 33-35)] που υπονοούν την έλευση κατοίκων των Βρετανικών Νησιών στον ελλαδικό χώρο (σε σύνδεση πάντα και με τα ευρήματα του άρθρου για τον προϊστορικό πολιτισμό των Βρετανικών Νησιών). Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα που θα αναλυθεί σε άλλο μου άρθρο, όταν έρθει η ώρα…
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας για την προϊστορία της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και της Μινωικής Κρήτης, καθιστούν πιθανότατο τα μεγαλιθικά ταφικά μνημεία των δύο πολιτισμών που έχουν μεταξύ τους σημαντικές ομοιότητες και που χρονολογούνται περίπου στην ίδια ιστορική περίοδο να συνδέονται με μινωική πολιτισμική – αν μη τι άλλο – επιρροή στην Μεγάλη Βρετανία – πρωτίστως στην Σκωτία και στην Ουαλία και δευτερευόντως σε άλλα μέρη της μεγαλονήσου. Ως εκ τούτου τα μνημεία της Μεγάλης Βρετανίας που είδαμε και που μοιάζουν αρκετά με τους μινωικούς (και τους μεταγενέστερους μυκηναϊκούς) θολωτούς τάφους, με μία σχετική ασφάλεια θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν προϊόντα μίμησης των προϊστορικών Βρετανών οι οποίοι ήρθαν εμμέσως – ή ίσως και άμεσα – σε επαφή με τα μινωικά πρωτότυπα μέσω του εμπορείου τους με τους Μινωίτες που έφτασαν στην περιοχή σε αναζήτηση κασσιτέρου (ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε πλέον για την εποχή του Χαλκού) ή και για να εξερευνήσουν την περιοχή για άλλους λόγους.
Το εσωτερικό του βρετανικού μεγαλιθικού ταφικού μνημείου
Maeshowe, όπως φαίνεται στην φωτογραφία, αν και
ομοιάζει με τους μινωικούς θολωτούς τάφους στο ευρύχωρο
εσωτερικό του και στον εκφορικό τρόπο τοποθέτησης των
λίθων, παρουσιάζει τρεις διαφορές σε σχέση με τα μινωικά
του πρότυπα: τους τρεις πλαϊνούς χώρους (οι είσοδοι δύο εκ
των οποίων φαίνονται στην φωτογραφία), τον σχετικό
εσωτερικό τετραγωνισμό του ταφικού θαλάμου και την
ύπαρξη τεσσάρων καθέτων λίθινων γωνιακών
υποστηριγμάτων σε ρόλο πεσσών. Απ' τις διαφορές αυτές,
οι δύο τελευταίες φαίνεται πως έπαιξαν σπουδαίο
υποστηρικτικό ρόλο, όπως στην μυκηναϊκή περίπτωση
ανάλογο ρόλο θα έπαιζε η τριγωνική οπή πάνω από την
είσοδο. Γι' αυτόν τον λόγο ίσως, ενώ οι περισσότεροι
μινωικοί θολωτοί τάφοι έχουν καταρρεύσει, τα βρετανικά
ταφικά μνημεία άντεξαν στην πάροδο του χρόνου.
Οι διαφορές αυτές ακόμα, πρέπει να πούμε, θα πρέπει
μάλλον να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία ενός βρετανικού
"ρυθμού" θολωτού ταφικού μνημείου που εξελίχθηκε με
βάση τα πρότυπα του Μινωικού πολιτισμού.
Οι βρετανικές απομιμήσεις των μινωικών ταφικών μνημείων αρχικά βέβαια υπήρξαν πρόχειρες και πιστές μόνο ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση. Αργότερα όμως τα νεότερα οικοδομήματα αυξάνουν σε πιστότητα προς τα μινωικά πρότυπα, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως σχηματίζεται και ένας βρετανικός τύπος θολωτού ταφικού μνημείου που διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα μινωικά με τον μερικό τετραγωνισμό της θόλου (χωρίς ωστόσο εξωτερικά να μην φαίνεται κυκλικός) και με την χρήση τεσσάρων καθέτων μονολίθων που λειτουργώντας ως πεσσοί – θα έλεγε κανείς – βοηθούν στην καλύτερη υποστήριξη της θόλου, η οποία όμως κατά τ’ άλλα είναι κατασκευασμένη με λίθους τοποθετημένους κατά τρόπο εκφορικό, ακριβώς όπως συμβαίνει την ίδια εποχή στην Μινωική Κρήτη και αργότερα στην Μυκηναϊκή Ελλάδα.
Ίσως πάλι η πρωτοτυπία τους αυτή να προσθέσουν στο μινωικό οικοδόμημα τους τέσσερεις υποστηρικτικούς μονολίθους και να το τετραγωνίσουν ελαφρώς να έπαιξε υποστηρικτικά τον ίδιο ακριβώς ρόλο που έπαιξε στην Μυκηναϊκή Ελλάδα η ενσωμάτωση στο μινωικό πρότυπο της τριγωνικής οπής, πάνω από την είσοδο του μνημείου και γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους περισσότερους μινωικούς τάφους, οι θόλοι των οποίων κάποια στιγμή κατέρρευσαν, τόσο οι μυκηναϊκοί, όσο και οι βρετανικοί να άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου...
Σύγκριση εσωτερικού και πλαγίων χώρων του
Θησαυρού του Ατρέως (αριστερά) και του
Maeshowe (δεξιά).
Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που εντοπίζεται στο βρετανικό μεγαλιθικό μνημείο του Maeshowe και το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η ύπαρξη δίπλα στον κυρίως χώρο του ταφικού μνημείου τριών δευτερευόντων χώρων (έναν σε κάθε πλευρά εκτός από αυτήν της εισόδου), σε κάπως υψηλότερο επίπεδο από το δάπεδο του κεντρικού χώρου. Όσο για το αν το στοιχείο αυτό αποτελεί στοιχείο αμιγώς βρετανικό ή αιγιακό, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Αφ ενός μεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι χώροι αυτοί αποτελούν την μετεξέλιξη του παλαιότερου βρετανικού σταυρόσχημου τάφου, οι κεραίες του σταυρού του οποίου μετετράπησαν σε αυτούς τους μικρούς πλαϊνούς χώρους. Αφ εταίρου όμως, θα μπορούσε κάποιος άλλος να πει ότι στην πραγματικότητα οι χώροι αυτοί προήλθαν από τους μικρούς χώρους που βρίσκονταν δίπλα και σε επικοινωνία με τον θολωτό τάφο, τουλάχιστον στην μινωική περίπτωση (βλέπε και το σχεδιάγραμμα του θολωτού τάφου στο Απεσωκάρι στο τέλος του άρθρου) και που χρησίμευαν ως χώροι τοποθέτησης οστών από παλαιότερες ταφές. Οι χώροι αυτοί που στην μινωική περίπτωση ήταν μεταγενέστεροι του τάφου ίσως να χτίστηκαν εκ των προτέρων στην βρετανική περίπτωση για μελλοντική χρήση· αυτό όμως δεν είναι παρά μία εικασία. Χωρίς λοιπόν να είναι δυνατόν να καταλήξουμε με ασφάλεια σε κάποιο συμπέρασμα, θα προσθέσω στην όλη εξίσωση και άλλο ένα στοιχείο που περιπλέκει την κατάσταση ακόμα περισσότερο: ένας παρόμοιος, αλλά ίσος με το δάπεδο του κυρίως χώρου του τάφου πλαϊνός χώρος, ενσωματωμένος στον αρχικό τάφο και όχι κτισμένος εκ των υστέρων, εντοπίζεται ξανά σε κάποιους από τους μεταγενέστερους μυκηναϊκούς τάφους, όπως λόγου χάριν στον τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες, με την διαφορά ότι είναι μεγαλύτερος σε όγκο και μόνο ένας στον αριθμό (στα δεξιά της εισόδου). Θα ήταν άραγε δυνατόν η ομοιότητα αυτή μεταξύ των βρετανικών ταφικών μνημείων και των μυκηναϊκών θολωτών τάφων να συνεπάγεται την ύπαρξη ενός κοινού μινωικού «προγόνου»; Η λύση του μυστηρίου μας είναι ακόμα άγνωστη…
Φαίνεται λοιπόν πως κάτοικοι των περιοχών που συνθέτουν σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον στην περίπτωση των νησιών Orkney της Σκωτίας, είχαν δεχτεί μία σημαντικότατη επιρροή από τον Μινωικό πολιτισμό στις αρχές της Προανακτορικής περιόδου, είχαν δεχτεί και ενσωματώσει στον πολιτισμό τους κάποια στοιχεία του, όπως η ταφική του παράδοση και τελικά μπόρεσαν να συνεχίσουν την παράδοση αυτή ανεξάρτητα με την πηγή της επιρροής της, με έναν δικό τους τρόπο που μάλλον θα πρέπει να χαρακτηριστεί επιτυχής, δεδομένου του ότι τα ταφικά τους μνημεία είναι ακόμα σε πολύ καλή κατάσταση.
Σύγκριση Μινωικών, Βρετανικών & Μυκηναϊκών
θολωτών ταφικών μνημείων
Η χρήση του δρόμου στα θολωτά ταφικά μνημεία.
Εσωτερικό θολωτών τάφων.
Είσοδοι θολωτών τάφων.
Εξωτερικό θολωτών τάφων.
Σχεδιαγράμματα θολωτών τάφων.
paraxenolibrary
Το διαβάσαμε από το: ΕΡΕΥΝΑ – ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΙΝΩΙΤΕΣ ΔΙΔΑΞΑΝ ΤΟΥΣ ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ ΝΑ ΧΤΙΖΟΥΝ ΘΟΛΩΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2014/07/blog-post_6053.html#ixzz37pFdSfPQ
http://skotinoprosopo.blogspot.gr/2014/07/blog-post_20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου