Ίσως το πρώτο πρόσωπο της Ελληνικής φιλοσοφίας που ασχολήθηκε συστηματικά με την πνευματική άσκηση, δηλαδή την πνευματική εκγύμναση είναι
ο Σωκράτης. Οι πηγές παρουσιάζουν τον Σωκράτη σαν κάποιον που δεν
απέρριπτε εν γένει την ευτυχία και τις απολαύσεις της ζωής, αρκεί όλα
αυτά να μην ήταν εμπόδιο για κάποιον να ακολουθήσει μία ενάρετη ζωή και
να γνωρίσει τον αληθινό εαυτό του. Σε αυτό το σημείο διαφέρει αρκετά από
τους μεταγενέστερους φιλοσόφους των Ελληνιστικών χρόνων, οι οποίοι
πίστευαν ότι για να αποδείξει την αξία του ένας φιλόσοφος έπρεπε ακόμα
και να επιδιώκει τα βάσανα και τα μαρτύρια τόσο στο σώμα όσο και στη
ψυχή του.
Στον Φαίδωνα,
ο Σωκράτης αναλύει σε μεγάλο βαθμό τι ακριβώς εμπεριέχει ένας ασκητικός
τρόπος ζωής ο οποίος αποφεύγει να εκδηλώνεται με ακραίο και σφοδρό
τρόπο, μία αντίληψη που είναι αρκετά διαδεδομένη στο σύγχρονο κόσμο. Δεν
αναφέρει ότι ο φιλόσοφος θα πρέπει να απορρίπτει τις ανέσεις της ζωής,
αλλά ούτε και να είναι δέσμιός τους. Ένας φιλόσοφος δεν θα πρέπει να
έχει το μυαλό του στην τροφή και το ποτό, αλλά φυσικά χρειάζεται να φάει
όσο πρέπει.
Ο
Σωκράτης δεν είχε κάτι εναντίον της φυσικής ανάγκης του ανθρώπου να
τραφεί ή να πιει, ή στην εγγενή τάση του ανθρώπου προς την ηδονή.
Καυτηρίαζε όμως την ευχαρίστηση που επιδιώκει κάποιος να εισπράξει
ικανοποιώντας κάθε μορφής ανάγκη ανάγοντας την ίδια την ηδονή σαν εκείνο
τον ρυθμιστικό παράγοντα όλων των ανθρώπινων επιλογών και πράξεων
φθάνοντας να την εξορθολογήσει για να εξυπηρετήσει προσωπικούς σκοπούς . Στον
ίδιο δρόμο σκέψης, ο φιλόσοφος θα πρέπει να είναι αποσπασμένος από τις
απολαύσεις, είτε αυτές μεταφράζονται σε ένα ζευγάρι καινούρια σανδάλια
είτε στην ίδια την επιθυμία της κάθε είδους απόλαυσης, καθώς η κατάχρηση
της ίδιας της επιθυμίας εγκυμονούσε σύμφωνα με τον Σωκράτη πολλούς
κινδύνους για την υποδούλωση της ψυχής στο σώμα.
Όμως
ακόμα και σήμερα είναι αρκετά διαδεδομένη η άποψη ότι ο φιλοσοφημένος
τρόπος ζωής ή διαφορετικά ο τρόπος ζωής ενός πολεμιστή, ενός ασκητή
είναι ασύμβατος και ξένος προς την ανθρώπινη φύση. Φαινομενικά μία
τέτοια στάση ζωής ερμηνεύεται από το σύγχρονο άνθρωπο σαν αρρωστημένη ή
και ακόμα εχθρική προς τη ζωή—θα αναλύσουμε αργότερα γιατί—αλλά δεν
είναι ακριβώς έτσι. Ο φιλόσοφος δεν είναι αποσπασμένος από τις
απολαύσεις της ζωής ακολουθώντας επιταγές ηθικής που τις επιβάλλει ο
ίδιος στον εαυτό του ή τις επιβάλλουν σε αυτόν. Απλά είναι εστιασμένος
σε διαφορετικά πράγματα χωρίς όμως να προσκολλάται σε αυτά.
Στην
ίδια διαστρεβλωμένη οπτική κατέταξε ο Δυτικός πολιτισμός τον Βουδισμό
και τη διδασκαλία του προβάλλοντάς τον σαν μία εκκεντρική συμπεριφορά
απέναντι στον σύγχρονο κόσμο που φθάνει να γίνεται παθητική και αδρανής.
Ο Julius Evola, ιδιαίτερα στο έργο του “Η Διδασκαλία της Αφυπνίσεως” [La Dottrina del Risveglio]
αποδεικνύει με επιτυχία ότι όχι μόνο ότι αυτές οι προσεγγίσεις δεν
είναι ορθές, αλλά και καταφέρνει με άμεσο τρόπο να αποδώσει το
πραγματικό νόημα του ασκητισμού/άσκησης, μία τόσο ευάλωτη και
παρεξηγημένη λέξη από εκείνους που παρατηρούν το Βουδισμό μόνο
εξωτερικά. Είναι κυρίαρχη η εικόνα εκείνη του Σωκράτη, όσο και του
Βουδιστή μοναχού που παρουσιάζονται ο πρώτος ξυπόλυτος, ρακένδυτος και
εκκεντρικός να φιλοσοφεί όλη μέρα στην Αγορά και ο δεύτερος ενδεδυμένος
με τον πορτοκαλί μανδύα του να παρακαλεί για το φαγητό του.
Μέσα
όμως σε αυτές τις συμπεριφορές κρύβεται κάτι πολύ περισσότερο από μία
φαινομενική και κακώς νοούμενη αδιαφορία. Τηρουμένων των αναλογιών και
χωρίς καμία διάθεση ταύτισης μεταξύ της συμπεριφοράς του Σωκράτη και των
εννοιών του Βουδισμού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μερικές από τις
πτυχές που αφορούν το πρωταρχικό και αυθεντικό περιεχόμενο της λέξης
άσκησης/ασκητισμού που φαίνονται ότι μοιράζονται εξίσου (Σωκράτης και
Βουδισμός). Σε καμία περίπτωση δεν υπονοούμε ότι τα θεμελιώδη στοιχεία
ενός ολοκληρωμένου συστήματος άσκησης είτε θα εξαντληθούν εδώ είτε ότι
αυτά αποτελούν μονοπώλιο της σωκρατικής άσκησης και της Ανατολής καθώς
εμφανίζονται και μπορούν να αναγνωριστούν και σε άλλες παραδόσεις, όπως
στον σαμανισμό.
Η
αξία του ασκητισμού, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε είναι δυνατόν να ειδωθεί
μέσα από ένα ευρύτερο πρίσμα θεώρησης του σύμπαντος, απελευθερωμένος
τόσο από εκείνες τις σύγχρονες προσεγγίσεις που τον παρουσιάζουν σαν
εκκεντρικό και παθητικό, όσο και από κάθε μορφή θρησκευτικής διάκρισης.
Στη “Διδασκαλία της Αφυπνίσεως”
ο Evola επιχειρεί να παρουσιάσει αυτό που θεωρεί το αυθεντικό μήνυμα
της διδασκαλίας του Βουδισμού σαν το Άρειο ασκητικό μονοπάτι που είναι ο
προορισμός του πνευματικού “πολεμιστή” ο οποίος αναζητά την
απελευθέρωσή του από αυτόν τον δεσμευτικό κόσμο. Πέραν όμως αυτού σκοπός
μας είναι να δείξουμε πώς μία ανάλογη στάση ζωής, μία δηλαδή ασκητική
στάση ζωής—με την πρωταρχική σημασία του όρου είναι πολύ επίκαιρη και
μπορεί να εφοδιάσει τον σύγχρονο άνθρωπο με όλα τα κατάλληλα εργαλεία
και όργανα για την ανάπτυξη της προσωπικής του εσωτερικής δύναμης που θα
τον βοηθήσει να ζει με πλήρη επίγνωση την κάθε στιγμή.
Μπορεί
άραγε ένας άνθρωπος να απελευθερωθεί από την ανθρώπινη φύση του μέσω
ενός ασκητικού τρόπου ζωής (με την αρχική σημασία της λέξης) και να
παραμείνει άνθρωπος; Κάποιος θα απαντούσε ότι αυτό γίνεται αν ο άνθρωπος
μεταμορφωθεί σε κάτι απόκοσμο, όπου το πιο απόκοσμο στοιχείο της
ύπαρξής του θα είναι το να φαίνεται σαν άνθρωπος, αλλά δεν θα έχει καμία
σχέση με αυτόν. Ο
δρόμος της πνευματικής άσκησης και της φιλοσοφίας δεν πρέπει να
σταματάει μπροστά στο αδιέξοδο της θεωρητικολογίας που πολλές φορές την
παρουσιάζει σαν κάτι το ακραίο και το άπιαστο. Ο άνθρωπος δεν θα πρέπει
να καταφεύγει στην πνευματική άσκηση για να ξεφύγει από την
καθημερινότητα της ζωής του, αλλά να την ακολουθήσει σαν εκείνον τον
αληθινό και αποτελεσματικό δρόμο που οδηγεί στην προσωπική του αφύπνιση
και στην επιμέλεια του ίδιου του του εαυτού. Με τον ίδιο τρόπο
που για να αποκτήσει κάποιος ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο θα πρέπει να
εκτελεί πράξεις-έργα μέσω της άσκησης, έτσι και για να απελευθερωθεί η
πνευματικότητά του από τα δεσμά της θεωρητικολογίας χρειάζεται να
εξασκείται και να εκγυμνάζεται με μία σειρά από δραστηριότητες.
Στο βιβλίο του “Η Διδασκαλία της Αφυπνίσεως,”
ο Evola περιγράφει με έναν πολύ εύστοχο τρόπο το πώς ο Δυτικός
πολιτισμός έχει προσδώσει στη λέξη άσκηση ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο που
όχι μόνο αποκλίνει της αρχικής της σημασίας (δηλ. “εκγύμναση”), αλλά
πολλές φορές γίνεται συνώνυμο απέχθειας και αποστροφής, μία συμπεριφορά
που είναι ξένη προς τον σύγχρονο πολιτισμό. Συγκεκριμένα αναφέρει: “Με
την ανάπτυξη του Δυτικού πολιτισμού, ωστόσο, ο όρος άσκηση (ή τα
παράγωγά του) έχει πάρει, καθώς γνωρίζουμε, μία ιδιαίτερη σημασία που
διαφέρει από την αρχική. Όχι μόνο υποθέτει μία αποκλειστικά θρησκευτική
σημασία, αλλά από το γενικό ύφος της πίστης και του θρησκευτικού
δόγματος που έχει έρθει να κυριαρχήσει ανάμεσα στο Δυτικό κόσμο, ο
ασκητισμός είναι άρρηκτα δεμένος με ιδέες που έχουν να κάνουν με νέκρωση
και ταπείνωση της σάρκας καθώς και με επίπονη, οδυνηρή απάρνηση του
κόσμου: έχει έτσι φθάσει να αντιπροσωπεύει τη μέθοδο με την οποία αυτή η
πίστη συνήθως συνηγορεί και υποστηρίζεται σαν την πλέον κατάλληλη για
την απόκτηση “σωτηρίας” και την συμφιλίωση του ανθρώπου με τον δημιουργό
του, παραφορτωμένος πάντα με πρωταρχικές αμαρτίες.”
Ακόμα
και όταν χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη άσκηση και τα παράγωγά της για
να δηλώσει το σύγχρονο περιεχόμενό της, αναφέρει ο Evola στη “Διδασκαλία της Αφυπνίσεως,”
υπονοεί την απλή ιδέα της εκγυμνάσεως, της έντονης και σφοδρής
εφαρμογής ενέργειας με την απουσία όμως της έλλειψης προσωπικότητας και
αδρανοποίησης του καθαρά ατομικού και ηδονιστικού στοιχείου. Ο ίδιος
υπενθυμίζει στον αναγνώστη του ότι η αυθεντική και πρωταρχική σημασία
του όρου του ασκητισμού είναι η “πρακτική εξάσκηση” ή η
“πειθαρχία”—κάποιος ακόμα μπορούσε να αναφέρει τη “μάθηση.”
Το
παράδειγμα του Σωκράτη όπως θα δούμε στη συνέχεια αφορά—κυρίως μέσα από
την οπτική του Πλάτωνα—την παρουσίαση της φιλοσοφίας σαν μία μορφή
άσκησης, μία πειθαρχημένη χειραφέτηση του πεπερασμένου της ανθρώπινης
ύπαρξης, ένα είδος εικονικού θανάτου. Πρόκειται για την ανάδειξη και
ανάπτυξη ενός “φιλοσοφημένου εαυτού”, όχι όμως με την έννοια της
ανθρώπινης ύπαρξης, του ανθρωπίνου σώματος ή ακόμα και της ψυχής, αλλά
σαν ένα αντικείμενο μετά-φυσικής, έξω από τα όρια του αντιληπτού κόσμου
και όχι μέρος αυτού. Ο Σωκράτης λοιπόν αποτελεί θα λέγαμε το πρώτο
γνωστό παράδειγμα ενός “φιλοσοφημένου εαυτού,” που μέσα από τη
φιλοσοφία-άσκηση έθεσε τον άνθρωπο σαν το σύνορο της υπέρβασης.
Δεν
πρόκειται αποκλειστικά για μία κατάλυση της βιολογικής υπόστασης, για
μία αποστροφή προς το ανθρώπινο σώμα, για μία επιθυμία ακόμα και
επιδίωξη ενός σιωπηλού μαρτυρίου που θα λειτουργήσει σαν εκείνο το μέσο
εξιλέωσης για τον ίδιο τον άνθρωπο ή για τους γύρω του, όπως λανθασμένα
διαδίδονται τέτοιες αντιλήψεις σήμερα. Αντίθετα, πρόκειται για μία κατάλυση αυτού που εδώ και αιώνες διαιωνίζεται σαν Κανονικός Άνθρωπος,—που
δεν είναι ούτε άνθρωπος, αλλά ούτε και μη-άνθρωπος—δηλαδή ένα
απροσδιόριστο όν που κινείται και πολύ περισσότερο σκέφτεται βάσει ενός
συστηματοποιημένου ορθολογισμού.
Η υπέρβαση του Κανονικού Ανθρώπου δεν
βασίζεται στην εμπειρία της προσωπικής ύπαρξης ή του “γνώθι σαυτόν”
μέσα από τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις τρίτων. Ζούμε σε έναν κόσμο
που περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας υιοθετώντας την εικόνα για
τον εαυτό μας μέσα από την αναπαράσταση και την αντίληψη ενός άλλου
ατόμου για εμάς, ταυτιζόμαστε με ένα μέρος της συνείδησης ενός άλλου
ανθρώπου ή θεού, και γινόμαστε ένα απλό αντικείμενο μέσα σε μία ή πολλές
κατηγορίες. Ο Evola σημειώνει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι
εξοικειωμένος πολύ περισσότερο στη συστηματική περιφρόνηση της
“υπαρξιακής” άποψης των πραγμάτων, ενώ αντίθετα κέντρο της προσοχής του
αποτελεί η προσωπική διάσταση ως “γίγνεσθαι»,” “ζωή,” “κίνηση,”
“ανάπτυξη” και ιστορία.” Η χειρότερη πλευρά ίσως αυτής της κατάστασης
είναι ότι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει δώσει σε αυτή την πραγματικότητα
όχι μόνο τη ζωή του, αλλά την έχει ανάγει σε αξία, σε κάτι που υπάρχει
αξιωματικά απορρίπτοντας οτιδήποτε διαφορετικό.
Με
λίγα λόγια πρόκειται για μία δημιουργία από έξω προς τα μέσα. Στην
περίπτωση που δεν ενεργοποιήσουμε την ύπαρξή μας από μέσα προς τα έξω,
να αποκτήσουμε βαθιά τον έλεγχο του εαυτού μας, να επιμεληθούμε του
εαυτού μας—όπως το παράδειγμα του Σωκράτη ή ενός οποιοδήποτε άλλου
ασκητή—τότε δεν καταφέρνουμε τίποτα άλλο παρά να στοιχειώνουμε σε αυτή
τη δημιουργία σαν ένα φάντασμα.
Οι
δύο ιδέες-κλειδιά στον Βουδισμό για μία ολοκληρωμένη άσκηση είναι η
ιδέα της απάρνησης και της αποκήρυξης, οι οποίες όμως έχουν ερμηνευθεί
από το Δυτικό πολιτισμό με έναν αρκετά επιφανειακό και εξωτερικό τρόπο.
Θεωρούνται σχεδόν συνώνυμα μίας παθητικής συμπεριφοράς προς την
πραγματικότητα, ενός αποχωρισμού και διάστασης από πράγματα, καταστάσεις
και απολαύσεις που είναι επιθυμητές, σχεδόν ένα είδος μαζοχισμού όπως
αναφέρει ο Evola.
Είναι
συνήθως εκείνη η οδός που σαν ένα καταφύγιο θα οδηγήσει σε ένα ασφαλές
περιβάλλον τους απόκληρους, τους ανέντακτους, τους αταίριαστους τόσο με
το περιβάλλον τους όσο και με το σώμα τους, εκείνους που επιλέγουν μία
ολοκληρωτικά αρρωστημένη απάρνηση. Αν το μοντέλο αυτό της απάρνησης
ειδωθεί κάτω από το πέπλο ενός θρησκευτικού οράματος που βαφτίζεται στην
συγκεκριμένη περίπτωση σαν “η αγάπη του θεού” τότε μιλάμε για μία βίαιη
απόσπαση από την πραγματικότητα και όλα εκείνα που φυσιολογικά ένας
άνθρωπος επιθυμεί. Οι παραπάνω δύο αντιλήψεις για τον Evola δεν είναι
τίποτα άλλο παρά μερικές από τις συνέπειες του χαμηλού επιπέδου που
διέπει την “Μαύρη Εποχή” που ζούμε, δηλαδή την εποχή της Kali-Yuga.
Ο
Evola θεωρούσε πως η ιστορία έχει έναν επαναλαμβανόμενο, κυκλικό
χαρακτήρα. Επηρεασμένος από την Ινδουιστική παράδοση σύμφωνα με την
οποία υπάρχουν τέσσερεις εποχές (τέσσερα τεταρτημόρια ενός κύκλου) σε
ένα συνεχώς επαναλαμβανόμενο κύκλο καταστροφής και δημιουργίας,
υποστήριζε ότι η εποχή που ζούμε είναι το τελευταίο κομμάτι αυτού του
κύκλου, δηλαδή η εποχή της Kali-Yuga την οποία διέπει παρακμή και
διάσπαση. Σύμφωνα με τον Evola, η τελευταία εποχή (yuga) της ιστορίας
του κόσμου, δηλαδή η σύγχρονη ιστορία δεν ξεκινάει το 1600, αλλά τον 4ο
αι. π.Κ.Ε., όπου εμφανίζεται και η προ-σωκρατική φιλοσοφία κάτι που ο
ίδιος θεωρεί πως είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός σε αυτόν τον τελευταίο
κύκλο.
Οι
πηγές που αναφέρονται στο βίο του Σωκράτη αποκαλύπτουν στοιχεία του
ασκητισμού σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής φιλοσοφίας.
Συγκεκριμένα περιγράφουν ασκήσεις πειθαρχίας που χαρακτηρίζονται από
ιδιαίτερα υψηλή διανοητική και πνευματική συγκέντρωση και από συνεχή
έλεγχο τόσο των σωματικών όσο και των πνευματικών λειτουργιών. Τα
κείμενα του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα μέσω των οποίων έχουμε κυρίως
πρόσβαση για την κατανόηση του Σωκρατικού ασκητικού δρόμου αποκαλύπτουν
την έννοια της απόσχισης, της απόστασης και του αποχωρισμού, μία
συνειδητή επιλογή με την απουσία συναισθηματισμών, εξαναγκασμών,
θρησκευτικών οραμάτων και προσδοκιών. Ας δούμε περιληπτικά μερικά
χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Μία
απαγκιστρωμένη ζωή χαρίζει μία εσωτερική ελευθερία που εξωτερικά
φαίνεται ότι είναι παθητική και αδρανής, αλλά όλα αυτά όπως είπαμε είναι
μέρος μίας πολεμικής του σύγχρονου κόσμου στην παραδοσιακή έννοια του
ασκητισμού. Ο Σωκράτης βαδίζοντας στο δικό του πνευματικό δρόμο υπήρξε
ένας ενεργός πολίτης όσο και οπλίτης, παρακινούσε και μάλιστα συμβούλευε
όσους τον περιτριγύριζαν να μην αμελούν την ψυχή τους με έναν
αντίστοιχο τρόπο που και ο Βούδας προέτρεπε τους μαθητές του να
“εργάζονται προς τη νίκη.” Παρόλο αυτά, ο ίδιος ήταν προσωπικά όχι μόνο
αποστασιοποιημένος από την ενεργή δράση στα κοινά της πόλης, αλλά
προέτρεπε και τους συμπολίτες του να απέχουν από την επιδίωξη μίας
πολιτικής καριέρας και πολιτικής δραστηριοποίησης που ερχόταν σε
αντίθεση με το μονοπάτι της πνευματικής αφύπνισης.
Δεν
αδιαφορούσε για τα κοινά της πόλης του, αλλά ήταν απαγκιστρωμένος από
αυτά, χωρίς προσκολλήσεις και παροδικές εμμονές. Ο φαινομενικά
αποστασιοποιημένος τρόπος ζωής του που δεν συμφωνούσε με το πρότυπο του
ενεργού πολίτη στην εποχή του δεν ήρθε σε αντιπαράθεση με όσες φορές
κλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στα κοινά της πόλης. Μετά την
ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την επιβολή μίας
ολιγαρχικής κυβέρνησης στην Αθήνα από τους Σπαρτιάτες, ο Σωκράτης
εκλέγεται στη Βουλή των πεντακοσίων. Από αυτή τη θέση εμφάνισε ακλόνητη
αποφασιστικότητα ενάντια στη θέληση των τριάντα τυράννων αλλά και του
λαού, γιατί παρέμεινε σταθερός σε ό, τι εκείνος θεωρούσε δίκαιο. Επίσης
συμμετείχε στη δίκη των δέκα Αθηναίων στρατηγών της ναυμαχίας των
Αργινουσών, όντας ο μόνος που εναντιώθηκε στην καταδικαστική απόφαση.
Ο
Σωκράτης σύμφωνα με τις πηγές περνούσε αρκετή ώρα διαλογιζόμενος ακόμα
και στην Αγορά και σε ορισμένες περιπτώσεις έπεφτε σε τόσο βαθύ
εκστατικό διαλογισμό που δεν κινούσε το σώμα του για αρκετή ώρα. Με αυτή
την εικόνα φαίνεται να ήταν αρκετά εξοικειωμένοι και οι συμπολίτες του
καθώς όπως αναφέρεται στο Συμπόσιο δεν
τους φαίνεται καθόλου παράξενο όταν εκείνος έφθασε αργοπορημένος στο
σπίτι του Αγάθωνα αφού στο δρόμο του για εκεί είχε σταθεί σε ένα κοντινό
σπίτι και διαλογιζόταν.
Η
στάση αυτή της εσωτερικής απόσπασης και ουδετερότητας από τον κόσμο
ακολουθούσε τον Σωκράτη ακόμα και σε καταστάσεις που ήταν αρκετά
δύσκολες και συναισθηματικά επιβαρυμένες. Ο Αλκιβιάδης στοΣυμπόσιο διηγείται
ότι στην πολιορκία της Ποτίδαιας το 432π.Κ.Ε ο Σωκράτης ήταν ικανός να
υπομένει με καρτερικότητα όλες τις αντίξοες συνθήκες και τις κακουχίες
μίας εκστρατείας. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας λέγεται ότι
είχε πέσει σε βαθύ διαλογισμό σε ένα σημείο για μία ολόκληρη μέρα και
νύχτα μέχρι που το πρωί o ήλιος τον “ξύπνησε.” Σε όλο αυτό το χρόνο η
συνείδησή του ήταν απούσα ή καλύτερα ήταν στραμμένη προς τα μέσα.
Σε
ό,τι αφορά τη φυσική απόσπαση ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε τον πλήρη
έλεγχο: κατά τη διάρκεια των πολεμικών εκστρατειών περπατούσε χωρίς
παπούτσια πάνω στο χιόνι, άντεχε το δριμύ ψύχος φορώντας μόνο ένα απλό
ρούχο και ξεπερνούσε όλους τους συμπολεμιστές του στην αντοχή ακόμα και
όταν η λήψη τροφής ήταν ανύπαρκτη. Είχε τον ολοκληρωτικό έλεγχο ακόμα
και όταν έπινε αφού ποτέ δεν μεθούσε. Και όταν ακόμα πολύ όμορφοι νεαροί
Αθηναίοι όπως ο Αλκιβιάδης αποζητούσαν τον έρωτά του, εκείνος δεν
ανταποκρινόταν στις προτάσεις τους ακόμα και αν μοιραζόταν το ίδιο
κρεβάτι μαζί τους. Δεν τον ενδιέφεραν ούτε τα χρήματα, ούτε η δύναμη και
η προσωπική προβολή. Μάλιστα, στην πολιορκία που αναφέραμε παραπάνω
ήταν εκείνος που έσωσε τον τραυματισμένο Αλκιβιάδη μεταφέροντάς τον
εκτός πεδίου μάχης μαζί με όλα του τα όπλα. Για αυτό του το ανδραγάθημα
οι στρατηγοί ήθελαν να το δώσουν βραβείο γενναιότητας, αλλά εκείνος
ευγενικά το παραχώρησε στον Αλκιβιάδη.
Όντας
Αθηναίος πολίτης, ο Σωκράτης συμμετείχε σε τρεις εκστρατείες της πόλης
του κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου στις οποίες αναφέραμε
ότι επέδειξε έναν βαθύ και ουσιαστικό ηρωισμό που αναγνωρίστηκε όχι από
τους συμπολεμιστές του, αλλά και από τον ίδιο τον εχθρό. Κατ’
αντιστοιχία με τα βουδιστικά κείμενα, οι πηγές παρουσιάζουν για τον
Σωκράτη αναλογίες ανάμεσα στην πνευματική άσκηση και τις αρετές ενός
πολεμιστή, οι οποίες καταρρίπτουν γενικότερα το μύθο της αποσπασμένης
συμπεριφοράς στην πρώτη περίπτωση, αλλά και το μύθο της υποτιθέμενης
“ευνουχισμένης Ανατολικής ακινησίας” στην περίπτωση για παράδειγμα των
Ιαπώνων πολεμιστών.
Σε
μία προσπάθεια της Αθήνας να ελέγξει τη Βοιωτία, το 424π.Κ.Ε. οι
Αθηναίοι συγκρούστηκαν με τους Βοιωτούς στο Δήλιο, αλλά αναγκάστηκαν σε
άτακτη οπισθοχώρηση. Ο Σωκράτης εφαρμόζοντας τις ιδιότητες ενός ασκητή,
ενώ φαινομενικά παρουσιάζεται να μεταφέρεται και να εμπλέκεται στη
δράση—μάλιστα στην οπισθοχώρηση αυτή έσωσε και το γνωστό ιστορικό
Ξενοφώντα—στην πραγματικότητα επιδεικνύοντας μία καθολική ψυχραιμία και
ανωτερότητα γίνεται ίδιος ο μαέστρος της δράσης και για αυτό το λόγο
υποχώρησε με ασφάλεια μέσα από τον ίδιο τον εχθρό που δεν τον ακούμπησε
καν.
Ο Αλκιβιάδης που αναφέρει χαρακτηριστικά το περιστατικό στο Συμπόσιο επιβεβαιώνει
το τεράστιο πνευματικό δυναμικό του δασκάλου του που είναι στενά και
άρρηκτα δεμένο με το γεγονός ότι η δράση του δεν προσδιορίζεται από τον
εαυτό του σε σχέση με το σώμα του, τα συναισθήματά του, τις αντιλήψεις
του. Είναι απαγκιστρωμένος, φαίνεται ότι στέκεται ακίνητος, ενώ
προχωράει ελεύθερος. Σε ένα σύγχρονο παράδειγμα για το ιδανικό της
αταραξίας και της απόσχισης στο Βουδισμό, αναφέρει ο Evola, ότι “ο
ηρωισμός των Ιαπώνων, ο οποίος ανετράφει και εκπαιδεύτηκε για μιάμιση
χιλιετία από τη Βουδιστική διδασκαλία, έδειξε αλάνθαστα πως ο Βουδισμός
δεν είναι το όπιο το οποίο όλοι αρχικά φανταζόντουσαν.”
Από
αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα μπορούμε να δούμε μία αντιστοιχία στην
έκταση που γίνεται αντιληπτός και εφαρμόσιμος ο δρόμος της αναχώρησης
στον Βουδισμό. Ο Evola τον αντιλαμβάνεται σαν μία τριπλή απόσπαση, μία φυσική, νοητική και μία αμφότερα φυσική και νοητική. Το
παράδειγμα του Σωκράτη ίσως να αντιπροσωπεύει για την αρχαιότητα την
πιο τέλεια και γνωστή πραγμάτωση της διπλής απόσπασης, της φυσικής και
νοητικής. Η αντιστοιχία της φυσικής και νοητικής απόσπαση τους
Σωκράτη με τη Βουδιστική παράδοση αφορά τον διαλογισμό του σώματος, τον
έλεγχο της αναπνοής, το σταμάτημα της σκέψης περνώντας από την απλή
φυσική κυριαρχία στην ψυχική και πνευματική κυριαρχία.
Είτε πρόκειται για μία κυριολεκτική αναχώρηση σαν μία πραγματική εγκατάλειψη εστίας ή σαν μία συμβολική, η “μοναχική
ζωή ορθά επιτυγχάνεται από κάθε άποψη, όταν ό,τι είναι στο παρελθόν
παραμερίζεται, ό,τι είναι μελλοντικό εγκαταλείπεται και όταν η θέληση
και το πάθος στο παρόν βρίσκονται ολοκληρωτικά υπό έλεγχο,” συμπληρώνει
ο Evola. Ο ασκητισμός βιώνεται σαν μία ηρωισμός που δεν χρειάζεται
πραγματωθεί μέσα από σπουδαίες και βαρυσήμαντες πράξεις.
Ακόμα
και η αναρρίχηση ενός βουνού—κάτι αρκετά προσφιλές στον Evola—είναι από
μόνη της μίας μορφής πρόκλησης όπου ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να
δοκιμάσει το κουράγιο του, την επιμονή του και τον ηρωισμό του σαν το
μοναδικό σκοπό αυτής της πράξης. Είτε πρόκειται για την επιμέλεια της
ψυχής όπως στην περίπτωση του Σωκράτη είτε πρόκειται για την άνοδο ενός
βουνού η θεμελιώδης προσέγγιση της Βουδιστικής άσκησης είναι εκείνη όπου
ο “ορειβάτης απορρίπτει όλες τις “μυθολογίες” και προχωρά με μέσα
καθαρής δύναμης, αγνοεί όλες τις ψευδαισθήσεις και απαλλάσσει τον εαυτό
του από κάθε υπολειμματική ανθρώπινη αδυναμία, λειτουργώντας μονάχα με
καθαρή γνώση.”
Η
θεώρηση της πραγματικότητας πρέπει να είναι αδιάφορη, δηλαδή να μην
φέρει διακριτικά σημεία ή σημάδια που την χαρακτηρίζουν ουσιαστικά. Στο
ίδιο σκεπτικό τα πράγματα δεν είναι απαραίτητα σωστά ή λάθος γεγονός που
οδηγεί στην ψυχραιμία και την αταραξία του νου. Ο Evola κάνει λόγο για
μία κατάσταση “εσωτερικής ουδετερότητας”: “μην αφήσετε τον δικό σας
ατάραχο νου να ενοχληθεί από τον πόνο, ούτε να απορρίψετε μία απλή
ευχαρίστηση, αλλά να εμμείνετε σε αυτή δίχως προσκόλληση.
Ο
πόθος είναι επιβλαβής και η αποστροφή είναι επιβλαβής: και υπάρχει ένας
μέσος δρόμος με τον οποίο αποφεύγεται ο πόθος και με τον οποίο
αποφεύγεται η αποστροφή: ένας δρόμος που δίνει θέα και όραμα, που οδηγεί
στην ηρεμία, που συμβάλλει στην καθαρή όραση.” Με τον ίδιο τρόπο τις
ενέργειες κάποιου που βρίσκεται στο μονοπάτι της αφύπνισης χρειάζεται να
τις χαρακτηρίζει η ισορροπία: τα σχοινιά δεν θα πρέπει να είναι ούτε
πολύ τεντωμένα, αλλά ούτε και πολύ χαλαρά. Το στοιχείο αυτό φαίνεται να
το διατηρεί σε υψηλό βαθμό και ο Σωκράτης ακόμα και όταν βρίσκεται
μπροστά στο θάνατό του τον οποίο όπως περιγράφεται στον “Φαίδωνα” δεν φοβάται καθόλου.
Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό της πνευματικότητας του Σωκράτη δεν είναι κάτι άλλο από αυτό που εκείνος ονόμαζε δαιμόνιο. Στην Απολογία αναφέρει
ότι πρόκειται για μία “θεία-πνευματική φωνή” που άκουγε πάντα μέσα του
από μικρή ακόμα ηλικία. Ο Σωκράτης ακολουθούσε αυτή την εσωτερική φωνή
με την οποία βρισκόταν σε συνεχή διάλογο υποστηρίζοντας μάλιστα στη δίκη
του ότι και η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν κάτι καλό εφόσον το δαιμόνιό του δεν είχε κάποια αντίρρηση σε αυτό.
Πολλοί
μελετητές ωστόσο δεν μπορούν εύκολα να δεχθούν το γεγονός ότι ο
Σωκράτης έδινε έμφαση στη λογική και στη κριτική σκέψη και την ίδια
στιγμή ακολουθούσε αυτό που όπως υποστήριζε ο ίδιος του έλεγε το
δαιμόνιό του. Είναι
δύσκολο για αυτούς να δεχθούν ότι η έμφαση στη λογική και κριτική σκέψη
είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την πνευματικότητα και όχι με την άκριτη
και στείρα αμφισβήτηση. Πρόκειται
για μία άλλη διαστρεβλωμένη εικόνα του Σωκράτη σαν φιλοσόφου που πολλοί
σύγχρονοι δάσκαλοι προάγουν και προτρέπουν τους νέους να υιοθετήσουν·
την ελευθερία να αμφισβητούν ελεύθερα, αλλά παθητικά.
Στην Απολογία αναφέρει
ότι κάποτε ένας φίλος του πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει αν
υπήρχε κάποιος περισσότερο σοφός από το Σωκράτη. Η απάντηση ήταν
αρνητική. Ο Σωκράτης δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό καθώς γνώριζε ότι
δεν ήξερε τίποτα. Αντί να αποδεχθεί τα λόγια του μαντείου και να
προσπαθήσει να ερμηνεύσει το περιεχόμενό τους, ο Σωκράτης αντίθετα
διαλέγει την οδό της προσωπικής αναζήτησης και άσκησης για να αναζητήσει
την αλήθεια.
Η
άποψη του μαντείου πρέπει να δοκιμαστεί και να επιβεβαιωθεί μετά από
προσωπική έρευνα που ξεκινά από το δικό του εσωτερικό μονοπάτι. Μετά από
αρκετή σκέψη και ρωτώντας τους συμπολίτες του κατέληξε ότι όντως δεν
υπήρχε κανείς πιο σοφός από τον ίδιο γιατί ενώ εκείνος αναγνώριζε το
γεγονός ότι δεν ξέρει τίποτα, οι συμπολίτες του δεν ήξεραν τίποτα, αλλά
εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι ήξεραν. Έτσι λοιπόν ήταν ο πιο σοφός
γιατί ήταν και ο πιο ταπεινός. Η ανθρώπινη σοφία είχε ελάχιστη έως
καθόλου αξία. Θεωρούσε ότι υπήρχε μεγάλη απόσταση μεταξύ θεών και
ανθρώπων και υποστήριζε ότι “ο πιο σοφός άνθρωπος είναι για το θείο ό,τι
είναι και ένας πίθηκος για τον άνθρωπο.”
Ο
Σωκράτης δεν υιοθέτησε την σύγχρονη και μη-παραδοσιακή πνευματικότητα
και άσκηση που δίνει έμφαση στην υποτιθέμενη ένωση του ανθρώπου με το
θείο. Η
συγκεκριμένη λανθασμένη συμπεριφορά ενισχύθηκε από την μονοδιάστατη
προσέγγιση του κάθε μορφής ασκητισμού όχι μόνο από τον Χριστιανισμό,
αλλά και από διαφορετικά συστήματα πίστης ή ομάδες που προωθούν την ιδέα
μίας ή περισσοτέρων δυνάμεων (θεών;) που ενσκήπτουν με συμπόνια πάνω
από την ανθρωπότητα ώστε να την οδηγήσουν στην πνευματική της λύτρωση
τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, ο
στόχος της διδασκαλίας του Σωκράτη ήταν ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό λοιπόν που εφαρμόζει ο Σωκράτης δεν είναι τίποτα άλλο από μία στοχαστική διαδικασία μία άσκηση στην προσπάθειά του να βρει την αλήθεια απελευθερωμένος από κάθε μορφής σύστημα. Η
αλήθεια είναι αυτή που είναι και για αυτό χρησιμοποιούσε τα μέσα που
είχε διαθέσιμα για να την ανακαλύψει, τόσο στον εαυτό του, όσο και στους
συμπολίτες του. Μία από τις περίφημες τεχνικές ή ασκήσεις που
χρησιμοποιούσε στη διδασκαλία του ήταν η λεγόμενη μαιευτική μέθοδος όπου
με συνεχείς ερωτο-απαντήσεις προσπαθούσε να εκμαιεύσει την αλήθεια από
τους συνομιλητές του. Αυτό που έκανε δεν ήταν τίποτα άλλο από το
υποδύεται τον ρόλο της προσωπικής συνείδησης του συνομιλητή του κάνοντας
διάλογο με αυτόν κάτι που είναι αρκετά ουσιαστικό για το μονοπάτι της
αφύπνισης.
Ο Evola αναπτύσσει αυτό το σημείο λέγοντας ότι “ουσιαστικό, μάλλον, είναι να
φέρεις έναν άνθρωπο σε αντιπαράθεση με μία αμείλικτη ανάλυση του ίδιου
του του εαυτού, της εξαρτημένης φύσης της συνήθους ύπαρξης σε αυτό τον
κόσμο ή κάθε άλλο κόσμο και να τον ρωτήσεις: “Μπορείς να πεις: Είμαι
αυτός; Μπορείς πραγματικά να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου με αυτό που
επιθυμείς;” Αυτή είναι η στιγμή της θεμελιώδους δοκιμασίας, αυτή είναι η
λυδία λίθος για να διακρίνει κανείς τα “ευγενή όντα” από τα μεσαία
όντα. Ο Evola συμπεραίνει ότι τα ευγενή όντα δεν αναγνωρίζουν τον
εαυτό τους σε αυτή την εξαρτημένη φύση της συνήθους ύπαρξης και αυτό
δείχνει καθαρά μία άλλη σημασία της Άρειας όπως ονομάζει απαρνήσεως, που
βασίζεται σε “γνώση” και συνοδεύεται από μία χειρονομία περιφρόνησης
και μία αίσθηση υπερβατικής αξιοπρέπειας.
“Ένας τέτοιος, άνθρωπος, λοιπόν,”συνεχίζει ο συγγραφέας της “Διδασκαλίας της Αφυπνίσεως,”
δεν απορρίπτει τη ζωή-τη ζωή η οποία είναι συνυφασμένη με τον
θάνατο—για “αυτοτιμωρία”, “ταπείνωση” και νέκρωση,” βιάζονται και
μαστιγώνοντας με τον τρόπο αυτό την ίδια του την ύπαρξη, αλλά αντίθετα
επειδή είναι πολύ μικρή για αυτόν, όταν θυμάται τον εαυτό του, την
αισθάνεται ως ανεπαρκή προς την πραγματική του φύση. Σε μια τέτοια
στιγμή είναι φυσικό κάποιος να απαρνηθεί, να αποκοπεί, να σταματήσει να
παίρνει μέρος στο παιχνίδι αυτό.
Το
μοναδικό συναίσθημα που δύναται να υπάρξει τότε είναι αυτό της
περιφρόνησης, τότε που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι έχει εξαπατηθεί και
τελικά ανακαλύπτει τον δημιουργό και πρωτεργάτη της απάτης: είναι σαν
τον τυφλό άνθρωπο, που ενώ ψάχνει έναν άσπρο καθαρό μανδύα, αποδέχεται
έναν ελεεινό ξεβαμμένο ο οποίος του δίνεται και όπου όταν τα μάτια του
είναι ανοικτά, γεμάτος φρίκη στρέφεται ενάντια σ’ αυτόν που τον έκανε να
τον φορέσει και αισχροκέρδησε εις βάρος του […]
Στο
μονοπάτι της αφυπνίσεως, το σημείο της αναχώρησης είναι θετικό: δεν
είναι το βίαιο λύγισμα του ανθρωπίνου όντος που μονάχα συνειδητοποίησε
ότι είναι άνθρωπος βοηθούμενος και υποκινούμενος από θρησκευτικά είδωλα
κι αποκαλυπτικά, μεσσιανικά ή υπεργήινα ουράνια οράματα.”
Ο
Σωκράτης μέσα από το έργο του Πλάτωνα παρουσιάζει σαν γενεσιουργό αιτία
της κρίσης της εποχής του την απουσία επιμέλειας-φροντίδας του ατόμου
σαν μία πολιτική και ηθική οντότητα. Αυτή η αδιαφορία ενισχύθηκε αρκετά
από τους πολιτικούς χειρισμούς και τον αποπροσανατολισμό που βίωσε η
Αθήνα την εποχή της δημοκρατίας. Το μονοπάτι της άσκησης του Σωκράτη και
η προβολή των ασκητικών αξιών όπως περιγράφθηκαν παραπάνω ήταν απάντηση
στο πρόβλημα αυτό ενσωματώνοντας αυτές σε μία φιλοσοφική πρακτική που
σκοπό είχε το συνεχή εσωτερικό διάλογο του πολίτη με τον εαυτό του. Ήταν
ένα είδος θα λέγαμε ασκητικής παρρησίας με
σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας με ένα αρκετά πραγματιστικό
περιεχόμενο εφόσον επιδίωκε την αριστεία όχι μόνο κατά τη δράση αλλά και
πέρα από αυτή.
Στα
πλαίσια της Βουδιστικής διδασκαλίας και ο Evola αναγνωρίζει ότι υπάρχει
μία κοινή παράδοση στις αξίες του ασκητισμού που αποτελούν έως κάποιο
βαθμό μία σχολή θελήσεως είτε αυτή εμφανίζεται σαν απόσπαση πέρα από τη
δράση είτε ως απόσπαση κατά τη δράση και για τη δράση. Ο Evola καλεί
κατά κάποιο τρόπο τον σύγχρονο άνθρωπο να ξαναθυμηθεί και να παράγει
εκείνη την ύψιστη κληρονομιά του όπου “ο Ολύμπιος τρόπος θέασης της ζωής
στον οποίο κάθε αληθινή ασκητική αξία είναι στενά και άρρηκτα δεμένη,
είναι από τη μεριά του ο ανώτερος, ο ύψιστος, ο πλέον αρχέγονος και ο
πλέον Αριος τρόπος θέασης της ζωής σε ολόκληρη τη Δύση.”
Συνοψίζοντας
τις σκέψεις μας εδώ θα ήταν προσωπική παράβλεψη να μην αναφέρω κάποιες
ενδιαφέρουσες αντιστοιχίες στον φιλόσοφο-ασκητή Σωκράτη και στο
φιλόσοφο-ασκητή Evola. Η στάση του Evola απέναντι στην πολιτική ζωή
θυμίζει αρκετά εκείνη του Σωκράτη καθώς και ο ίδιος πρέσβευε την
απόσπαση από αυτήν περιγράφοντάς την με τη λέξη “απολιτεία” έναν όρο που
δανείστηκε από τους Στωικούς. Τόσο στο έργο του “Άνθρωποι Ανάμεσα στα
Ερείπια [Gli Uomini e le Rovine] όσο και στο “Ιππεύοντας Τη Τίγρη”
[Cavalcare la Tigre], ο Evola περιγράφει την έννοια της απολιτείας ή της
απολιτικής στάσης σαν την απαραίτητη προϋπόθεση για όσους θελήσουν να
“συμβαδίσουν” στην εποχή της Kali-Yuga, χωρίς όμως απολιτεία να
συγχέεται με απάθεια ή απουσία οποιασδήποτε δραστηριότητας.
Απηχώντας
τη στάση του Σωκράτη, η σύγχρονη απολιτεία δεν αφορά τόσο
συγκεκριμένους πολιτικούς σκοπούς, όσο τις επιπτώσεις που έχει μία
τέτοια ανάμειξη για τον καθένα όταν επιλέγει το μονοπάτι της Αφύπνισης.
Αν και είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα από μόνο του θα ήταν παράληψη να μην
παραθέσουμε λίγες από τις σκέψεις του Evola στο πώς εκλαμβάνεται την
έννοια της απολιτείας στο σύγχρονο κόσμο.
Από
το “Ιππεύοντας τη Τίγρη”: “Ο πραγματικά αποστασιοποιημένος άνθρωπος δεν
είναι ούτε ένας επαγγελματίας και πολεμοχαρής παρείσακτος, ούτε
αντιρρησίας συνείδησης, ούτε αναρχικός. Από τη στιγμή που υπάρχει το
δεδομένο ότι η ζωή και οι δραστηριότητες μέσα σε αυτήν δεν περιορίζουν
την ύπαρξή του, θα μπορούσε να παρουσιάσει τις αρετές ενός πολεμιστή ο
οποίος, για να δράσει και να επιτύχει ένα σκοπό δεν επιζητά εκ των
προτέρων μία υπερβατική αιτιολόγηση και μία οιονεί θεολογική διαβεβαίωση
για χάρη του σκοπού του. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα μιλούσαμε για μία
εθελοντική υποχρέωση ου αφορά “το άτομο,” και όχι το είναι το οποίο—αν
και έχει συμμετοχή—παρόλο αυτά παραμένει απομονωμένο. “
“Απολιτεία” είναι η εσωτερική απόσταση, απρόσβλητη από την κοινωνία και τις “αξίες” της· δεν
δέχεται να δεσμεύεται από τίποτα πνευματικό ή ηθικό. Από τη στιγμή που
αυτό έχει σταθεροποιηθεί, οι δραστηριότητες εκείνες που για άλλους θα
προϋπέθεταν τέτοια όρια, θα μπορούσαν να ασκηθούν μέσα σε ένα
διαφορετικό πνεύμα.» Απολιτεία, η αποστασιοποίηση δεν συνεπάγεται
αναγκαστικά συγκεκριμένες επιτπώσεις στον τομέα την αληθινής και απλής
δραστηριότητας.” [μτφρ. δική μου από την αγγλική μετάφραση του βιβλίου].
Οι
ασκητικές αξίες τόσο στο βίο του Σωκράτη και στο Βουδισμό παρουσιάζουν
τον άνθρωπο σαν έναν πολεμιστή που συγκεντρώνεται και εξασκείται συνεχώς
με τα μέσα που έχει διαθέσιμα και όχι αυτά που θα μπορούσε να έχει.
Έτσι και η αλήθεια είναι αυτή που είναι και όχι αυτή που θα έπρεπε να
είναι ή θα μπορούσε να είναι. Ο πολεμιστής-ασκητής χρησιμοποιεί τα όπλα
που έχει διαθέσιμα. Τόσο απλά.
Και
αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την αληθινή δράση, η οποία τον κάνει να
φαίνεται στον έξω κόσμο, όχι σαν κάποιο που δρα παθητικά, αλλά αντίθετα
σαν εκείνο που δρα ενεργητικά. Νομίζω ότι τη Βουδιστική ρήση “εκείνος
που προχωράει στέκεται ακίνητος—εκείνος, ο οποίος στέκεται ακίνητος
προχωράει” περιγράφει με αρκετή ακρίβεια το παρακάτω απόσπασμα από Συμπόσιο,
την ώρα που ο Σωκράτης παρόλο που οπισθοχωρεί στο πεδίο της μάχης στο
Δήλιο δραστηριοποιείται, δεν δρα, αλλά αντίθετα εμπνέει την κίνηση και
διευθύνει τη δράση.
«περπατούσε […] ρίχνοντας
λοξές ματιές, παρατηρώντας ακτινωτά με ηρεμία και τους συμμάχους και
τους εχθρούς, παρέχοντας πειστικά εχέγγυα στον καθένα, ακόμη και από
πολύ μεγάλη απόσταση, πως, όποιος επιτεθεί στον άντρα αυτό, θα
αντιμετωπιστεί με ισχυρή και σθεναρή άμυνα. Γι’ αυτό και αποχώρησε με
ασφάλεια, τόσο ο ίδιος, όσο κι ο φίλος του. Γιατί,κατά κανόνα, δεν
επιτίθενται καθόλου εναντίον εκείνων που τέτοια στάση κρατούν στον
πόλεμο, παρά καταδιώκουν εκείνους που το βάζουν στα πόδια έχοντας
στρέψει ολοσχερώς τα νώτα τους και δεν κοιτάζουν πίσω.» (Συμπόσιο, 221b).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου