ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΛΕΓΑΝ ΠΩΣ Ο ΔΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΒΑΚΧΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΕΙΣΑΓΕΙ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΟΤΙΣΗΣ, ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΛΗΣΜΟΝΗΣ=(ΑΦΘΟΝΙΑΣ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ Η' ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΩΣΗ.
( ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΑΤΡΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΚΧΟΥ, ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ, ΜΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ.
ΠΙΝΟΥΝ, ΜΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ''ΙΕΡΗ ΜΑΝΙΑ'',
ΜΕΘΟΥΝ ΜΑ ΔΕΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΙ-ΑΝΑΓΕΝΝΙΟΝΤΑΙ.
Ο Βάκχος είναι ο θεός της μυστηριώδους νύχτας και, αντίθετα απο τον Απόλλωνα, είναι θεός του χειμώνα όπου ο σπόρος, ριγμένος βαθειά μέσα στη γη, αρχίζει να αναπτύσσεται με τη βοήθεια του υγρού στοιχείου, επαγγελλόμενος σε όλους την Άνοιξη.
Για αυτό στους Δελφούς τον χειμώνα σιγούσε ο Παιάνας, δηλαδή ο ύμνος προς τον Απόλλωνα και έδινε την θέση του στον Διθύραμβο, τον ύμνο προς τον θεό Βάκχο.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο Δίας μέσω του Βάκχου προσπάθησε να εισάγει στην ανθρωπότητα το διονυσιακό στοιχείο της πνευματικής διαπότισης, της θείας
πλησμονής-αφθονίας και της μεταμόρφωσης ή πνευματικής αναγέννησης που οδηγεί στην θέωση. Αυτο το πέτυχε με την συνεργασία της Σεμέλης.
Αλλά αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε αποπειραθεί κατι τέτοιο. Πολλοί μιλάνε για δύο Βάκχους και άλλοι για τρείς. Σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο τον Σικελιώτη που έζησε τον πρώτο αιώνα προ Χριστού, οι αρχαίοι πίστευαν πως υπήρχαν τρείς Βάκχοι ή τρεις διαδοχικές ενσαρκώσεις του βάκχου.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΟ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ,
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πάνω λοιπόν στο Παγγαίο μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το Θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό “αγνό”, γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες.
Πάνω λοιπόν στο Παγγαίο μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το Θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό “αγνό”, γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες.
Μέσα
στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο
πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον
άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του
νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο
Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που
προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός
έπρεπε ν’ απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και
καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό
αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός,
που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί
είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές
τελετές .
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός ο Διόνυσος Σαβάζιος των θρακών που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν στο να πιστέψουμε (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό) ότι ο Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν όμως ποτέ ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος νάχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο ευχάριστες αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν λοιπόν η διονυσιακή λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών. Από την άλλη όμως βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται “κατεχόμενος του θεού” όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός ο Διόνυσος Σαβάζιος των θρακών που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν στο να πιστέψουμε (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό) ότι ο Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν όμως ποτέ ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος νάχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο ευχάριστες αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν λοιπόν η διονυσιακή λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών. Από την άλλη όμως βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται “κατεχόμενος του θεού” όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Τώρα, είτε ή στιγματισμένες χάριν του Βρωμίου (Βάκχου) νύμφες θα σε κρατούν κοντά τους μέσα σ’ ανθισμένα λιβάδια, μαζί με τους σατύρους, είτε νεράϊδες με καλάθια στο κεφάλι θα σε ζητούν να πας κοντά τους, για να σέρνεις πρώτος την γιορταστική πορεία του Διονύσου με τις τελετουργικές δάδες. Γιατί έτσι αρέσει στους θεούς, να ζει με αιώνια μορφή εκείνος που αξιώνεται να λάβει την ανώτερη θεϊκή βούληση. Κι αυτή η θεϊκή βούληση δόθηκε σε σένα, που ακολούθησες τον σωστό δρόμο στη ζωή σου. Διότι δεν είναι εύκολο να ζήσει κανείς απλά στην ζωή του, όπως θα το ήθελε ο Θεός”.
Απηχεί λοιπόν αυτή η επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και κατ’ επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των “πρωτόγονων” ελληνικών Θρακικών φύλων, τα οποία εν τούτοις, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τη μέλλουσα ζωή και νάναι βέβαοι για την ύπαρξή της, μια βεβαιότητα που φαίνεται από τ’ ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές (όπως ο Ήρωας Ιππέας) που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι δηλαδή όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου, σύμβολα ελπίδας ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο αλλ’ ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και ίσως αρχίζει μετά τον τάφο.
Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, παρμένο άραγε?
Στην αρχή αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής. Πότε αυτή άρχισε να φροντίζει και για την ανάσταση των πιστών της; Δεν γνωρίζουμε. Όμως δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η διονυσιακή θρησκεία περίμενε ως την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας για να μεριμνήσει για την ανάσταση των πιστών της. Αυτή πρέπει πολύ νωρίτερα ν’ ακολούθησε το παράδειγμα του Ορφισμού. Η ορφική αντίληψη, γεννημένη και βγαλμένη μέσα από τους κόλπους της διονυσιακής θρησκείας άσκησε με τη σειρά της τη δική της επίδραση σ’ αυτή την τελευταία και της αποτύπωσε τις δικές της εσχατολογικές ανησυχίες.
ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ.
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΘΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΕΛΙΧΘΕΙ.
Ο Ορφέας, που θεωρούνταν σαν γιός του Βάκχου, ήταν ο πρώτος ιερέας του της διονυσιακής λατρείας.
Κέντρα των Ορφικών υπήρχαν πολλά : στην Θάσο στην Θράκη και στα Τέμπη.
Εκεί στα Τέμπη υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Διόνυσο-Ζαγρέα όπου κάθε χρόνο γινόταν γιορτές και οι εκλεκτοί μυούνταν στα μυστήρια του θεού.
Οι τάξεις των μυημένων ήταν τρείς.Οι άντρες είχαν:
''Πρώτος βαθμός'' Οι <<μύστες του Βάκχου βρέφους>>
''Δεύτερος βαθμός'' Οι <<μύστες του ηρωικού Ηρακλή >>
''Τρίτος βαθμός'' Οι <<μύστες του θυσιασμένου Βάκχου >>
Το ίδιο και οι γυναίκες είχαν τρείς βαθμούς μύησης.
''Πρώτος βαθμός'' Οι << Νύμφες-φίλες της Περσεφόνης >>
''Δεύτερος βαθμός'' Οι << Μυστικές ερωμένες της Αφροδίτης>>
''Τρίτος βαθμός'' Οι << Θρηνούσες την Περσεφόνη >>
Όλοι οι λάτρεις μαζευόταν από τις γύρω περιοχές στεφανωμένοι με κισσό και φορόντας δέρματα ελαφιού. Όταν έφταναν και οι μύστες άρχιζαν όλοι να τραγουδάνε έναν ύμνο για τον θεό.
Στο τέλος αναφωνούσαν <<ευοί Βάκχε, ευοί >>.
Καθώς προχωρούσε η μέρα οι χοροί και τα τραγούδια δυνάμωναν κάτω από τους ήχους των αυλών και των τυμπάνων, αλλά και της λύρας που ήταν το όργανο του Ορφέα. Όταν έπεφτε η νύχτα το σκηνικό άλλαζε, γιατί οι υποψήφιοι ετοιμάζονταν για την μύηση.
Αυτή γινόταν σε ένα υπόγειο άντρο, ένα θολωτό σπήλαιο όπου έμπαινε κανείς μέσα απο μια μυστική είσοδο. Η σπηλιά φωτιζόταν με δαδιά, και από φυσικές ρωγμές του εδάφους έβγαινε θερμός αέρας από τα έγκατα της γης.
Σε ένα βωμό έκαιγε δάφνη και η ατμόσφαιρα γινόταν πιο μυστηριακή με την παρουσία μιας Σφίγκας.
Το τι αποκαλυπτόταν εκεί στον υποψήφιο κάποιοι φρόντισαν να μην μας είναι γνωστό ακόμα...
Ο Βάκχος για τους Ορφικούς ήταν το ενοποιητικό στοιχείο
του
σύμπαντος. Το στοιχείο αυτό υπήρχε μέσα στον άνθρωπο και
έπρεπε να καλλιεργηθεί με τη μορφή του θείου βρέφους με τη
βοήθεια του Ερμή, του αγγελιαφόρου των θεών. Ο Βάκχος σαν γιός της Δήμητρας ήταν αδελφός της Περσεφόνης. Η Περσεφόνη που αντιπροσωπεύει την Ψυχή του Κόσμου, είχε ήδη θυσιαστεί. Είχε ήδη διαμοιραστεί στους ανθρώπους, ώστε να μπορεί κάθε άνθρωπος μετέχοντας της ατομικής ψυχής να κάνει το δικό του ταξίδι στον κόσμο της ύλης. Ο Βάκχος ερχόταν σαν απελευθερωτής.
Αυτό το θείο δράμα δεν λαβαίνει χώρα μόνο μέσα στον κόσμο, αλλά και μέσα στον άνθρωπο. Το διονυσιακό στοιχείο θα ενεργούσε σαν απελευθερωτής. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να λάβει χώρα η ιερογαμία ανάμεσα στον Βάκχο και την Περσεφόνη κι αυτο θα γινόταν πάλι μέσα στον μυημένο την κατάληλη στιγμή.
ΤΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΟΡΓΙΑ.
Η διονυσιακή λατρεία των Ορφικών πέρασε στους Δελφούς, όπου λέγεται πως ήταν θαμμένο το σώμα του Βάκχου, γιατί σύμφωνα με μια παράδοση ο Απόλλωνας πρόλαβε και πήρε το διαμελισμένο σώμα του και το έθαψε στους Δελφούς.
Κάθε δυό χρόνια γινόταν στις πλαγιές του Παρνασσού τα λεγόμενα Διονυσιακά Όργια ( από τη λέξη έργα, δηλαδη τελετές και ιερουργίες )
Σαν γιός της Δήμητρας και αδελφός της Περσεφόνης, ο Βάκχος έπαιζε μεγάλο ρόλο στα μυστικά δρώμενα των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Στην Ελευσίνα ήταν γνωστός σαν μυστικός Ίακχος ( ίακχος λεγόταν και η πομπή των Αθηναίων στα Ελευσίνια Μυστήρια )δηλαδή κύριος και γνώστης των ιαχών. Αυτές οι ιαχές ήταν λέξεις δίχως κανένα νόημα, ήταν όμως <<λέξεις δύναμης>> που εκφωνούσαν οι ιακχάζοντες λάτρεις του μέσα στην ιερή μανία τους.
Εδώ ο Ίακχος αντιπροσώπευε τον ''οίνο'' και η Δήμητρα τον ''άρτο'' αφού ήταν θεά των δημητριακών.
Από τις τελετές αυτές προήλθε το αρχαίο θέατρο, τα Μικρά και Μεγάλα Διονύσια. Τα Διονύσια όπως και τα Λήναια στην Αθήνα ήταν αφιερωμένα στον Διόνυσο.
Ο Βάκχος όπως προείπαμε ήταν θεός νυκτάλιος, γι' αυτο οι τελετές του ονομαζόταν νυκτάλια. Είναι ο νυχτερινός ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει τις μυστικές πτυχές του υποκειμενικού κόσμου του ανθρώπου.Με αυτό τον φωτισμό η ψυχή εξαγνίζεται, ζεί και πάλι την θεία ευδαιμονία και ενώνεται με το πνεύμα. Αντιπροσωπεύει επίσης την πορεία του Ήλιου από την φθινοπωρινή ισημερία έως την εαρινή ισημερία, γι' αυτό και όλες οι γιορτές πρός τιμήν του τελούνταν αυτό το διάστημα.
Η Διονυσιακή λατρεία μπόρεσε και ενέπνευσε τους αρχαίους Έλληνες και τόνωσε το ενδιαφέρον τους στο δωδεκάθεο. Ο Διόνυσος έφερε τα μέσα για την επίτευξη της πνευματικής αναγέννησης στον άνθρωπο. Από την λατρεία αυτή προήλθε όχι μόνο το θέατρο (τραγωδία και κωμωδία ) αλλά και η αγάπη προς την ελευθερία, πνευματική και σωματική. Κατά την διάρκεια των εορτών του ελευθερώνονταν οι δούλοι, και οι Ρωμαίοι ακόμα τον λάτρευαν ως ελευθερωτή ( Liber ).
ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΜΕΣΣΙΑΣ,
ΕΝΑΣ ΜΕΣΣΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου