Σκοπός της συνταγματικής επιταγής της προηγούμενης ακροάσεως του
ενδιαφερομένου, είναι αφενός μεν να παρασχεθεί στον διοικούμενο η
δυνατότητα
και επομένως την αποτελεσματικότητα, ευλογότερη και δικαιότερη λειτουργία της.
. Κοινοποιείται δε τουλάχιστον προ 5 πλήρων ημερών.
Αν ο διοικούμενος αρνηθεί ρητώς ή αφήσει να περάσει άπρακτος ο χρόνος
αυτός, θεωρείται ότι η επιταγή του άρθρου 20 § 2 Σ έχει εκπληρωθεί.
Προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης είναι
η παροχή στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο της δυνατότητας να πληροφορηθεί
τα στοιχεία, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν την έκδοση της δυσμενούς
γι’ αυτόν διοικητικής πράξεως ή στα οποία μπορεί να στηριχθεί η πράξη ή
ενέργεια αυτή.
Η παράλειψη της κλήσης του διοικουμένου καλύπτεται, εάν ο διοικούμενος
ανέπτυξε τις απόψεις του με υπόμνημα, εφόσον γνώριζε τα στοιχεία του
φακέλλου της αρμόδιας υπηρεσίας.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΥΘΥΝΗΣ:-
ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ 1. Οι υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων
Εσόδων υπέχουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για υπαίτια πράξη ή
παράλειψη, τρία διαφορετικά είδη ευθύνης ήτοι,
Α) πειθαρχική,
Β) ποινική και
Γ) αστική ευθύνη.
Α.
Η Πειθαρχική ευθύνη απορρέει από την ειδική έννομη σχέση η οποία συνδέει
τον υπάλληλο με το Κράτος, σχετίζεται με την ορθή εκτέλεση των
καθηκόντων του και επισύρει πειθαρχικές ποινές.
Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι το Κράτος λειτουργεί κατ’ εντολή όλων Ημών… Είναι η Εκτελεστική εξουσία κατ’ εντολή του Λαού!
Αυτό συνεπάγεται, ότι το πειθαρχικό έχει να κάνει με τη σχέση του
υπαλλήλου με το Κράτος, αλλά δεν είναι ανεξάρτητο με τη σχέση του με τον
πολίτη και εάν η εκτέλεση των καθηκόντων του αφορά στο σύνολο ενέργειες
που επιβαρύνουν τον πολίτη..
Η πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων ρυθμίζεται από τις διατάξεις του
πειθαρχικού δικαίου, το οποίο αποτελεί κομμάτι του δημοσιοϋπαλληλικού
δικαίου, και περιλαμβάνει δύο επιμέρους τμήματα
α) το ουσιαστικό πειθαρχικό δίκαιο το οποίο περιλαμβάνει τα
πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές ή κυρώσεις και β) το
διαδικαστικό πειθαρχικό δίκαιο το οποίο προβλέπει τα αρμόδια πειθαρχικά
όργανα καθώς και τη διαδικασία επιβολής των προβλεπομένων πειθαρχικών
ποινών.
Β.
Η ποινική ευθύνη των
υπαλλήλων γεννάται από πράξεις ή παραλείψεις τους που, βάσει των κανόνων
του ποινικού δικαίου, χαρακτηρίζονται ως αδικήματα και προσβάλλουν όχι
μόνο την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας αλλά και την ομαλή κοινωνική
συμβίωση.
Οι ποινές που επιβάλλονται σε περίπτωση ενεργοποίησης της ποινικής ευθύνης
είναι είτε χρηματικές κυρώσεις – πρόστιμα,
είτε ποινές στερητικές της ελευθερίας δηλ. φυλάκιση ή κάθειρξη, ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος.
Γ.
Τέλος,
όσον αφορά την
αστική ευθύνη των υπαλλήλων, αυτή σχετίζεται με τη ζημία που μπορεί να
προξενήσουν είτε στο Δημόσιο είτε στους διοικουμένους, με πράξεις ή
παραλείψεις τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Η ευθύνη βέβαια αυτή των υπαλλήλων υφίσταται μόνο έναντι του Δημοσίου
και όχι έναντι τρίτων προσώπων- διοικουμένων που τυχόν βλάπτονται.
Τούτο σημαίνει ότι οι διοικούμενοι δεν μπορούν, πλην εξαιρετικών
περιπτώσεων, να ασκήσουν ευθεία αγωγή αποζημίωσης κατά δημοσίων
υπαλλήλων για ζημία που τους προξένησαν οι τελευταίοι κατά την εκτέλεση
των καθηκόντων τους.
Μπορούν, όμως, να
καταθέσουν τέτοια αγωγή κατά του Δημοσίου, το οποίο είναι αστικώς
υπεύθυνο για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία προξένησαν οι
υπάλληλοί του, το οποίο δύναται στη συνέχεια να στραφεί αναγωγικά κατά
αυτών.
Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται έκδοση απόφασης των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων.
……..
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. (Ν.3528/2007- ΦΕΚ 26 A)
Άρθρο 24
Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του Κράτους, υ
πηρετεί μόνο το Λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
Άρθρο 25
1. Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών
ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Άρθρο 103 παρ. 1
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και
υπηρετούν το λαό οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα».
Άρθρο 4 παρ. 1 και 2
« Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»
Άρθρο 25 παρ. 1
«Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού
συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση
του Κράτους.
Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και
αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις
μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που
μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να
προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον
υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας»
Ν.4057/2012 (ΦΕΚ 54 Α) «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου»
Άρθρο δεύτερο
Το Μέρος Ε΄ του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007, Α΄ 26)
«…Άρθρο 107
1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι:
α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,
β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις
υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές
και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον
υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του
Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του
παρόντος,
ιγ) η μη έγκαιρη απάντηση σε αιτήσεις και αναφορές πολιτών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
κ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας,
Άρθρο 117
4. Πειθαρχική εξουσία μπορεί να ασκεί και ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης:
α) στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου για ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, αδικαιολόγητη μη
εξυπηρέτησή τους, μηέγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, άρνηση
συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), παράλειψη
ανάρτησης ή πλημμελή ανάρτηση
πράξεων που προβλέπονται από την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3861/2010
και μη εφαρμογή των περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης
της γραφειοκρατίας διατάξεων,
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (Ν. 2690/1999, όπως ισχύει)
Άρθρο 3
Αιτήσεις προς τη Διοίκηση
1. Αίτηση του ενδιαφερόμενου, για την έκδοση διοικητικής πράξης, απαιτείται όταν το προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις.
Άρθρο 4
Διεκπεραίωση των υποθέσεων από τη Διοίκηση
1.α. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να
διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για
τα αιτήματά τους μέσα σε
προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν
προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση
της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του
συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων. Αν
η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια
υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες, να τη
διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον
ενδιαφερόμενο.
Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η
αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία. Για υποθέσεις αρμοδιότητας περισσότερων
υπηρεσιών, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου
παρατείνεται κατά δέκα (10), ακόμη , ημέρες.
2. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής
αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει, εντός
πέντε (5) τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή τους, να γνωστοποιήσει
εγγράφως στον αιτούντα: α) τους λόγους της καθυστέρησης, β) τον υπάλληλο
που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την
παροχή πληροφοριών και γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παράγραφο 1
υποχρεώσεις αν το αίτημα είναι εμφανώς παράλογο, αόριστο, ακατάληπτο ή
επαναλαμβάνεται κατά τρόπο καταχρηστικό.
5. Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον
ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής όπου περιλαμβάνονται ο οικείος αριθμός
πρωτοκόλλου, η προθεσμία εντός της οποίας υφίσταται υποχρέωση προς
διεκπεραίωση της υπόθεσης,
καθώς και η επισήμανση ότι, σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών ορίων
που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, παρέχεται
δυνατότητα αποζημίωσης κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 7 και 8 του Ν.
1943/1991 (ΦΕΚ 50
Α’), όπως ισχύει.
Ν.3242/2004, άρθρο 7
Αποζημίωση πολιτών για τη μη τήρηση προθεσμιών διεκπεραίωσης υποθέσεων από τη διοίκηση
1. Οι παράγραφοι 7, 8 και 12 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50/Α΄)
αντικαθίστανται ως ακολούθως :
7. Σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών που προβλέπονται στις
διατάξεις του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45/Α΄), όπως ισχύουν, καταβάλλεται στον
αιτούντα, από τον οικείο φορέα, πλήρης αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή
αφαιρείται από το τυχόν, μεταγενεστέρως, επιδικαζόμενο ποσό, εφόσον
γίνει δεκτή από το αρμόδιο δικαστήριο σχετική αγωγική απαίτηση, κατά τις
περί αστικής ευθύνης διατάξεις.
8. Το ύψος του καταβλητέου χρηματικού ποσού που προβλέπεται στην
προηγούμενη παράγραφο καθορίζεται από τις Επιτροπές της παραγράφου 13
του παρόντος άρθρου μετά από εισήγηση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας
Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή της Περιφέρειας27, που
επιλαμβάνονται μετά από αίτηση του πολίτη.
Για τον καθορισμό του ύψους της καταβλητέας πλήρους αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη ιδίως:
α) το μέγεθος της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε από την καθυστέρηση,
β) οι συνθήκες στις οποίες οφείλεται η καθυστέρηση,
γ) το τυχόν υφιστάμενο σχετικό πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη. Η απόφαση της Επιτροπής, που εκδίδεται μέσα σε δύο
μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και μετά από εξέταση της
συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων, κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο,
καθώς και στην υπηρεσία που δεν ενήργησε μέσα στη νόμιμη προθεσμία και
αποτελεί εντολή καταβολής στον πολίτη του ορισθέντος ποσού.
Αν η καταβολή αυτή δεν γίνει μέσα σ’ έναν μήνα, από την κοινοποίηση
της απόφασης της Επιτροπής, το χρηματικό ποσό καταβάλλεται εντόκως.
Ο τόκος υπολογίζεται για κάθε μήνα με το επιτόκιο της Εθνικής Τράπεζας
της Ελλάδος, που ισχύει για τις καταθέσεις, επί προθεσμία διάρκειας ενός
έτους.
12. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο τρόπος
καταβολής του, κατά τις παραγράφους 7 και 8, χρηματικού ποσού, καθώς και
κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
………………………………………………..