Της Βάνας Καραγιάννη.
Το τοπίο καθρεφτίζεται στον ουράνιο θόλο καθαρό και γαλήνιο.
Θαρρείς πως μένει ανέκφραστο και ασυγκίνητο από όσα διαδραματίζονται
εκεί κοντά του. Στέκεται αδιάφορο και ακίνητο απέναντι σε ανθρώπους,
γεγονότα και σκηνές που εναλλάσονται με τρομακτική ταχύτητα, στο
οικουμενικό πλατώ της μεγαλύτερης κοσμογυρισμένης κινηματογραφικής
ταινίας, που λέγεται
«Ζωή».
Πρόκειται για μια ταινία εξαιρετικά μεγάλου μήκους, μα που στο τέλος,
όλως αιφνιδίως, σου αφήνει την αίσθηση, πώς ήταν υπερβολικά σύντομη. Οι
ηθοποιοί, πρωταγωνιστές αλλά και κομπάρσοι, θαρρείς, πώς είναι ασύλληπτα
αμέτρητοι.
Ο σκηνοθέτης είναι άγνωστος, πλην όμως, ο διασημότερος
στη λίστα, και σύμφωνα με τις πιο αξιόπιστες φήμες, φαίνεται να
σχετίζεται με το πρόσωπο του σεναριογράφου. Η παραγωγή διεξάγεται,
με έξοδα αγνώστης συνοδείας του σκηνοθέτη, και όσο για τους τόπους
γυρίσματος των σκηνών, σου δίνουν την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι
εξωπραγματικό, σαν εικονική πραγματικότητα. Σκηνικά, κουστούμια, εφέ,
μουσική και χορευτική επένδυση, όλα συντελούν σε ένα συναρπαστικό
υπερθέαμα, σε μια μαγευτική υπερπαραγωγή, σε μία αληθινή έκσταση, που
συνεπαίρνει και τον πιο αδιάφορο και ανέραστο θεατή.
Το σενάριο εξελίσσεται, ιλιγγιωδώς, μπροστά στα αποσβολωμένα μάτια του
κοινού, και ακόμα και ο πιο έμπειρος θιασιώτης του σινεμά στέκεται,
παντελώς, ανήμπορος να κατατάξει την πλοκή του, αποκλειστικά, σε μία,
μόνο, από τις ταξινομημένες κατηγορίες των ταινιών.
Η σκηνή μιας
ανυπέρβλητης χαράς, που χοροπηδάει ζωηρά μέσα στα σπλάχνα σου, παρέχει,
τόσο φυσικά και αβίαστα, την καλοκουρνιασμένη θέση της, σε μια
ολοσκότεινη και παγωμένη χαραμάδα της θλίψης σου, σε μια απύθμενη άβυσσο
του πόνου και της μοναξιάς σου … για να επιτρέψει και πάλι έπειτα
στην χαρά να επιστρέψει, με τέτοια βεβαιότητα που το αστράπτον φως θα
αντικαταστήσει και πάλι το χαοτικό σκότος την απαρχή της ημέρας … και
ύστερα πάλι απ’ την ανάποδη …
Και να σου πάλι, με ένα κοσμικό χαμόγελο χαράς, να επιθυμείς να κλείσεις
μέσα στην αγκαλιά σου ολάκερο τον κόσμο, κι ύστερα, να σου πάλι, ξανά,
να βυθίζεσαι στην τρικυμιώδη θάλασσα των παθών και των βασάνων σου,
εκπλιπαρώντας γοερά με δάκρυα και στεναγμούς για την πολυπόθητη σωτηρία
σου, μήπως και εμφανιστεί «απο μηχανής θεός» κάποιος ναυαγοσώστης να
γλιτώσει την ψυχή σου απο τον επικείμενο πνιγμό της.
“ Virtual reality ”, λοιπόν, η ζωή σου και εσύ επιλέγεις, να ταυτίζεσαι με το ρόλο σου, αυτόν του πρωταγωνιστή,
γιατί ναι, είσαι πρωταγωνιστής, κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό, αλλά,
μέσα στην πυρακτωμένη σου λαχτάρα να αποδώσεις καλύτερα τον
ακριβοπληρωμένο ρόλο σου, ξεχνάς ότι, στην τελική, δεν είσαι παρά ένας
ηθοποιός.
Ξεχνάς ότι δεν πρόκειται, παρά μονάχα, για έναν ρόλο.
Μες στην ταινία γίνε πρωταγωνιστής, μα, μέσα σου, ας είσαι πάντοτε ένας σιωπηλός, ουδέτερος θεατής.
Ο θεατής γνωρίζει πώς πρόκειται για ταινία, γνωρίζει πως πρόκειται για
εικονική πραγματικότητα, για μια ψευδαίσθηση, όσο κι αν η σημερινή
τεχνολογία και οι σύγχρονοι μέθοδοι προβολής, τύπου 3D, επιθυμούν να σε
βουλιάξουν, να σε παρασύρουν μαζί τους στα κινηματογραφικά δρώμενα, στα
πολυποίκιλα μεταβαλλόμενα συναισθήματα, στις αστραπιαία εναλασσόμενες
εικόνες και στις καλοστημένες υλιστικές παγίδες των αισθήσεων. Μη
λησμονάς πως πρόκειται για μια ψευδαίσθηση, ακριβώς ίδια με αυτή που σε
περιτιλύγει, σαν ξυπνάς από ένα μακρύ και περιπετειώδες όνειρο το πρωί.
Κανένας ρόλος σου δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα.
Τώρα παίζεις σε κωμωδία και αύριο σε δράμα. Τώρα υποδύεσαι τον χαρούμενο και αύριο τον δυστυχισμένο.
Και όταν μάθεις και γίνεις καλός θεατής, όταν εξασκηθείς να είσαι
σιωπηλός και βαθυστόχαστος παρατηρητής του πρωταγωνιστικού σου ρόλου,
τότε, θα διαπιστώσεις, ξαφνικά και ανέλπιστα, πως η χαρά δεν ξεχωρίζει
από τη θλίψη, πως είναι και οι δυό εγκόσμια εδέσματα πασπαλισμένα με
αρκετή δόση ματαιότητας, ψίθυροι πλάνης, ένας βοερός απόηχος μιας ρηχής
πραγματικότητας!
Θα διαπιστώσεις ότι και οι δύο ρόλοι δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση!!
Κι αν καταφέρεις και συρθείς αθόρυβα μέσα από τις μικρές σχισμές της
ευτυχίας και της δυστυχίας σου, και βγεις ακέραιος και ζωντανός, μια
βαθιά απεραντοσύνη θα περιμένει εκεί να σε προυπαντήσει, ένας κόσμος,
διαφορετικός, ζωντανός, ακέραιος, αλώβητος και ισχυρός, μία «δονούμενη
παλλόμενη ακινησία» …
Μια τέτοια γαλήνια ακινησία, που εμπρός της στέκονται αδύναμοι τόσο ο
πόνος, όσο και αυτή ακόμη η εγκόσμια χαρά, να ταράξουν τα νερά της, να
την συγκινήσουν, έστω, στο ελάχιστο, αφού αυτή είναι η ύψιστη γαλήνη, η
ύψιστη χαρά και ευτυχία.
Αυτός ο «εξωπραγματικός», ο ατάραχος κόσμος που βρίσκεται πάντα εκεί, ο
εσωτερικός σου θεατής, έχει, μονίμως, τη δυνατότητα να συμμετέχει στη
σκηνοθεσία της ταινίας, δεν είναι, όμως, ηθοποιός. Παρακουλουθεί
σιωπηλός την εξέλιξη της πλοκής, τον ρόλο σου, τους άλλους ρόλους, τα
σκηνικά, έχοντας τη δυνατότητα να ανακόψει, οποιαδήποτε στιγμή, κάθε
σκηνή, να την τροποποιήσει ή να δημιουργήσει μία άλλη.
Το τοπίο, μονάχα τώρα, εξηγείται γιατί δεν αντιδρά, γιατί σωπαίνει.
Φαίνεται πώς λικνίζεται στις ρυθμικές δονήσεις μιάς αλλιώτικης,
απόκοσμης και βαθιάς, πολύ βαθιάς ουσίας …