Πριν από ένα χρόνο υποστήριξα από τη θέση αυτή πως ένα νέο 1968
κυοφορείται και είναι επί θύραις. Όποιος νόμισε πως καθώς θα τελείωνε
την ανάγνωση των γραμμών του άρθρου εκείνου, θα έριχνε μια ματιά από το
παράθυρο του σπιτιού του και θα έβλεπε χιλιάδες ανθρώπους να
διαδηλώνουν, δεν γνωρίζει πώς διαμορφώνονται οι μαζικές συνειδήσεις και
πώς κυοφορούνται οι εξεγέρσεις.
Και όταν αναφέρομαι σε εξεγέρσεις δεν εννοώ την καθοδηγημένη καθεστωτική
αντίδραση τύπου «αντιεξουσιαστών» που βρίσκονται σήμερα στην υπηρεσία
του «συστήματος ΣΥΡΙΖΑ», αλλά...
την αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση που εκτονώνει την συμπίεση που υφίσταται η
κοινωνία. Δεν είναι επανάσταση αλλά εξέγερση. Δεν είναι αναγκαίο να
θέτει άμεσα πολιτικά προτάγματα, μπορεί να θέτει και πολιτισμικά.
Αυτό ήταν και ο περίφημος «Μάης του ’68». Από τις πολλές ερμηνείες που
του δόθηκαν, συγκλίνω περισσότερο στου διαπρεπούς μαρξιστή ιστορικού
Έρικ Χόμπσμπομ: η πρώτη γενιά του πολέμου που ριζοσπαστικοποιήθηκε
μαζικά προς τα αριστερά λειτούργησε ως πυροδότης κοινωνικών αλλαγών που
έμελλε να έρθουν. Η εξέγερσή της ήταν, όμως, «πολιτιστική».
Η επανάσταση ελάχιστα απασχολούσε τις προλεταριακές μάζες της Χρυσής
Εποχής, μετά από είκοσι χρόνια σε οικονομίες πλήρους απασχόλησης. Το ’68
μπορεί να υπήρξε συνεργός στη μετέπειτα επικράτηση του ατόμου επί της
κοινωνίας.
Οι εποχές αλλάζουν και τα κοινωνικά προτάγματα διαφοροποιούνται. Οι
κοινωνίες είναι συστήματα τα οποία έχουν μια ορισμένη αφομοιωτική
χωρητικότητα με βάση το σύστημα αξιών και οικονομικού και πολιτικού
παραδείγματος που πρεσβεύουν. Όταν τα συστήματα αυτά μπορούν να
αναπαραχθούν, παίρνουν παράταση ζωής. Όταν είναι ερμητικά κλειστά,
εκρήγνυνται.
Το ελληνικό σύστημα εξάντλησε τις αφομοιωτικές δυνατότητές του. Αψευδής
μάρτυς, η αδυναμία να προταθούν διαφορετικές πολιτικές από πολιτικά
κόμματα τα οποία υποτίθεται ότι βρίσκονται στα άκρα του πολιτικού
φάσματος. Αυτή η αδυναμία του στερεί τη δυνατότητα εκτόνωσης. Και το
οδηγεί στην τυφλή σύγκρουση καθώς εξέλιπε και η δυνατότητα ιδεολογικής
αναπαραγωγής του (διαμόρφωσης, δηλαδή, ψευδούς συνείδησης).
Οι ιδεολογικοί ινστρούχτορες που έχουν περιοριστεί στα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικοί.
Και το κοινωνικό περιθώριο που συντηρεί ο ΣΥΡΙΖΑ με κουπόνια για τα
κοινωνικά παντοπωλεία εξαντλεί, οσονούπω, τη δυνατότητα τρομοκρατικής
επιβολής του προς όφελος των πατρώνων του.
Ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα πέφτουν κάτω από το όριο της
φτώχειας· και όταν δεν έχεις να χάσεις παρά μόνο τις αλυσίδες σου, δεν
συγκρούεσαι απλώς, αλλά συγκρούεσαι και τυφλά. Αυτά δεν γίνονται ούτε
κατ’ επιταγήν ούτε βιαστικά. Ωριμάζουν. Και η κυοφορία τους συντελείται
σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία δεν έχει μια πειστική πολιτική,
οικονομική και ιδεολογική πρόταση στους πολίτες της.
Η Ελλάδα δεν είχε ποτέ ούτε τη διανόηση που θα διαμόρφωνε την κοινωνική
συνείδηση, ούτε την πολιτική παιδεία πάνω στην οποία θα «πατούσε» ο
λόγος μιας αληθινά προοδευτικής και όχι σιτιζόμενης στους κομματικούς
προθαλάμους πνευματικής τάξης. Δεν μπορεί να αποτελέσει πρωτοπορία. Αλλά
με την πρώτη σπίθα στην ευρωπαϊκή γειτονιά της, το εκρηκτικό μίγμα θα
ανάψει. Γι’ αυτό, οι ινστρούχτορες του κυβερνώντος κόμματος ας μην
επαναπαύονται στην ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
«Τα μνήματα είναι γεμάτα από αναντικατάστατους» έλεγε ο Τσόρτσιλ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την ψήφο των εκλογέων λόγω αντίδρασης στα μέτρα που
είχαν λάβει τα παραδοσιακά αστικά κόμματα της Μεταπολίτευσης (και το
ΠΑΣΟΚ εξελίχθηκε ως τέτοιο μετά τον Ανδρέα), αλλά και λόγω μιας
ομιχλώδους ιδεολογικής ηγεμονίας του. Δύσκολα μπορεί να κρατηθεί ένα
κόμμα στην εξουσία αν δεν έχει ένα –στοιχειωδώς πειστικό– αφήγημα. Και
τα δύο εξέλιπαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα μέτρα που παίρνει είναι τα ίδια (και
χειρότερα) των προκατόχων του, και το αφήγημά του τελείωσε νωρίς. Η
ιδεολογική και πολιτική προσπάθεια αναπαραγωγής του δημιουργεί αρνητικά
αντανακλαστικά. Η βαθιά ψυχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Πολάκης. Είναι το
αναφομοίωτο περιεχόμενο των ανακοινώσεών του που χαρακτηρίζουν φασίστα
και ρατσιστή κάθε έναν με τον οποίο διαφωνεί, τυπικά η ουσιαστικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει αυτήν τη στιγμή ούτε πολιτική ούτε ιδεολογία.
Αναζητά έναν εικονικό εχθρό. Τον βολεύει περισσότερο από τον καθένα η
ύπαρξη ακροτήτων φασιστικού και ρατσιστικού τύπου για να κυνηγάει
φαντάσματα και να συσπειρώνει τους οπαδούς του.
Η ελληνική κοινωνία, όμως δεν πείθεται και οι ιδεολογικοί ινστρούχτορές
του, συνήθως κάποιοι δημοσιογράφοι, είναι αδύνατον να επιφέρουν σοβαρά
αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτέλεσαν τις τελευταίες ημέρες και ο
σταλινικός τρόπος συκοφάντησης με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η
δημοσιογράφος του Alpha στη συνέντευξη του πρωθυπουργού, και η
απροκάλυπτη παρέμβαση στη δικαιοσύνη, στην υπόθεση Ντογιάκου (η Ελλάδα
δεν υπήρξε ποτέ κράτος δικαίου παρά μόνο à la carte) και η κυβερνητική
αντίδραση στην απόρριψη από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος της
προτεινόμενης από την κυβέρνηση διοίκησης της Τράπεζας Αττικής. Αναγκαία
διευκρίνιση: όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και όλοι
υφίστανται τις συνέπειές των. Αλλά δεν σας προβληματίζει η έφοδος της
οικονομικής αστυνομίας στο γραφείο της συζύγου του διοικητή της Τράπεζας
της Ελλάδος, την ίδια στιγμή με την απόρριψη της προτεινόμενης
διοίκησης της Τράπεζας Αττικής από τον κ. Στουρνάρα;
Αισθάνονται τόσο καθεστωτικοί και τόσο απροκάλυπτα κυρίαρχοι που δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα.
Το κυριότερο όμως παράδειγμα αδυναμίας άσκησης κυβερνητικής πολιτικής είναι η υπόθεση των προσφύγων Ωραιοκάστρου.
Σε ένα θέμα που είναι σίγουρο ότι θα επηρέαζε καταλυτικά τη ζωή τοπικών
κοινωνιών οι οποίες είναι φοβισμένες και αδύναμες από όσα συμβαίνουν
γύρω τους, η κυβέρνηση προέβη σε αφορισμούς του είδους «φασίστες» και
«ρατσιστές» εναντίον γονέων και παιδιών ενώ θα όφειλε να τους
προετοιμάσει για τις αλλαγές στην καθημερινότητά τους.
Δυστυχώς, η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει πως και οι δύο τρόποι
διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος (απομόνωση ή ενσωμάτωση) έχουν
αποτύχει, αλλά μεταξύ των δύο η προσπάθεια προσαρμογής των προσφύγων διά
τής –κατά το δυνατόν– εντάξεώς τους στην ελληνική κοινωνία –και όχι
απομόνωσής τους– είναι προτιμότερη. Το αν θα επιτευχθεί ή όχι είναι
ζητούμενο, αλλά η γκετοποίηση είναι σίγουρο ότι θα παράξει μόνο αρνητικά
αποτελέσματα.
Η ευκολία όμως με την οποία χαρακτηρίζονται όσοι εκφράζουν επιφυλάξεις
φασίστες και ρατσιστές είναι εντυπωσιακή και οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις.
Η κυβέρνηση χρειάζεται να τους διαμορφώσει και να τους συντηρήσει, για να βρει ιδεολογικό αντίπαλο, όπως επισημάναμε παραπάνω.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Δεν βρίσκεται στη σφαίρα της συνωμοσιολογίας η
παραδοχή ότι υπάρχει μια παγκόσμια τάση που επιδιώκει την αποδόμηση των
εθνικών κρατών και τη διαμόρφωση μια παγκόσμιας πολυπολιτισμικής
κοινωνίας στην οποία το άτομο θα έχει την ιδιότητα του παγκόσμιου
πολίτη.
Αν και αυτή είναι η κυρίαρχη τάση της παγκοσμιοποίησης που φαίνεται να
αποτυγχάνει, το χαρακτηριστικό της είναι ότι στο όνομα των αρχών που
πρεσβεύει, τα πολιτισμικά πρότυπα που επικρατούν στην ευρωπαϊκή ήπειρο
υφίστανται πίεση. Η ιδιαιτερότητα μιας θρησκευτικής ή εθνικής μειοψηφίας
πολλές φορές κυριαρχεί στο σχολείο ή σε κεντρικής εκδηλώσεις μιας
ευρωπαϊκής κοινωνίας. Στην ουσία αμφισβητείται το οικοδόμημα του
Διαφωτισμού, έστω και στις μεταμοντέρνες του μορφές. Και αν αυτό, σε
επίπεδο κοινωνίας, γίνεται ασυνείδητα, σε επίπεδο πολιτικής, οικονομικής
και πνευματικής ηγεσίας γίνεται συνειδητά.
Αυτή η αμφισβήτηση, όμως,
ενεργοποιεί το πολιτικό υποσυνείδητο των πολιτών. Είναι ζήτημα μιας
στοιχειώδους ποσοτικής μεταβολής για να περάσει η αντίδραση από το
υποσυνείδητο στο συνειδητό. Και τότε θα δούμε φαινόμενα πρωτόγνωρα. Αυτή
η στιγμή φαίνεται στον ορίζοντα.