Ποιος ήταν ο Ιησούς; Γιατί δεν υπάρχει καμία ιστορική και αρχαιολογική απόδειξη της ύπαρξής του; Ποιος έγραψε τα Ευαγγέλια; Γιατί γράφθηκαν στα Ελληνικά και όχι στα Εβραϊκά ή στα Αραμαϊκά; Πώς η έγινε η Ρώμη το κέντρο της χριστιανικής θρησκείας; Γιατί οι πρώτοι χριστιανοί Πάπες και οι πρώτοι άγιοι ήταν όλοι μέλη της αυτοκρατορικής Ρωμαϊκής οικογένειας των Φλαβίων;
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που ο ερευνητής Joseph Atwill και συγγραφέας του ανατρεπτικού βιβλίουCaesar‘s Messiah: The Roman Conspiracy to Invent Jesus (Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού) προσπαθεί να ρίξει φως παρουσιάζοντας νέους δρόμους στην κατανόηση της δημιουργίας του χριστιανισμού, στη φύση της Καινής Διαθήκης, στο ποιος ήταν και αν υπήρχε ο πραγματικός Ιησούς και υποστηρίζονται ότι η Δευτέρα Παρουσία έχει ήδη γίνει. Με λίγα λόγια ο συγγραφέας μαζί με μία ομάδα αξιόλογων ιστορικών και ερευνητών της εποχής που παρουσιάστηκε ο χριστιανισμός σαν μια «νέα» θρησκεία στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποδεικνύει μέσα από τις πηγές ότι δεν υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο σε αυτό σήμερα αποκαλείται ο Ιησούς Χριστός και ότι απλά πρόκειται για μία εφεύρεση της Ρωαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας και συγκεκριμένα της οικογένειας των ΦλαβίωνΌχι μόνο αυτό, αλλά ο χριστιανισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από όλες τις σύγχρονες για την εποχή εκείνη παγανιστικές θρησκείες, αλλά ντυμένος με άλλο όνομα. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κατασκευασμένο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και μάλιστα υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις για αυτό το γεγονός, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Joseph Atwill και η ομάδα του.
Ο λόγος που είχε η αυτοκρατορική οικογένεια των Φλαβίων να κατασκευάσει στην ουσία μία «νέα» θρησκεία ήταν ο εξής: να προσφέρει ένα όραμα στο πρόσωπο ενός «ειρηνικού Μεσσία» που θα ήταν μία εναλλακτική παρουσία σε σύγκριση με τους επαναστατικούς ηγέτες του Ισραήλ τον πρώτο αιώνα και οι οποίοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή στην πολιτική σταθερότητα και ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Με λίγα λόγια ο χριστιανισμός δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό εργαλείο για τον έλεγχο των μαζών εκείνης της εποχής, συνεχίζοντας να επιτελεί τον ίδιο σκοπό λιγότερο ή περισσότερο ακόμα και σήμερα. Αυτό το συμπέρασμα του Joseph Atwill βασίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη και σύγκριση ανάμεσα στα Ευαγγέλια και το έργο του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου Φλαβίου όπου φαίνεται να υπάρχει άμεση σχέση.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ίσως μερικοί αναγνώστες βρουν το περιεχόμενο του έργου του προκλητικό, αλλά όπως αναφέρει ο ίδιος «το βιβλίο μου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κριτική στην πίστη των σύγχρονων χριστιανών. Ένιωσα ότι είχα υποχρέωση να παρουσιάσω τα αποτελέσματα των ερευνών μου, εφόσον θεωρώ πως αυτά θα ρίξουν φως στις ρίζες και το λόγο που υπάρχει σήμερα αντι-σημιτισμός και στον τρόπο που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την προπαγάνδα για να ελέγχουν τις μάζες.»
«Αν και δεν είμαι κοντά πλέον στην Καθολική πίστη,» συνεχίζει ο συγγραφέας, «η μελέτη μου για τον χριστιανισμό δεν σταμάτησε ποτέ.» «Στη διάρκεια της ζωής μου έχω διαβάσει περίπου 600-700 βιβλία σχετικά με τον ιστορική Ιησού και τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αλλά κανένα από αυτά δεν με έκανε να κατανοήσω και να μάθω κάτι ουσιαστικό σχετικά με το πώς παρουσιάστηκε η θρησκεία αυτή ή ποιος ήταν ο ιδρυτής της.»
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι όσο περισσότερο διάβαζε σχετικά με τις ρίζες του χριστιανισμού έβλεπε όλο και περισσότερο ότι το πώς ξεκίνησε η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ακόμα ένα ζήτημα ανοικτό. Ο Atwill βρίσκεται εκτός της αρκετά διαδεδομένης άποψης λοιπόν ότι ο χριστιανισμός ξεκίνησε σαν κίνημα από τις κατώτερες τάξεις κάποιων επαναστατικών Ιουδαίων διδασκάλων τον 1ο αι. κ.Ε.
Αυτό που έκανε τον Atwill περισσότερο σκεπτικιστή είναι το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια στιγμή που οι ακόλουθοι του Ιησού οργανώνονταν μέσα στα πλαίσια μίας θρησκείας οδηγώντας τα μέλη της να «γυρίσουν και το άλλο μάγουλο» και να δώσουν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι,» μία άλλη Ιουδαϊκή ομάδα διενεργούσε έναν θρησκευτικό πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και βρισκόταν στην αναζήτηση ενός Μεσσία που θα είχε στρατιωτικό ηγετικό ρόλο.
Ο Atwill συμπληρώνει: «Φαίνεται πιθανό για μένα ότι δύο διαμετρικά αντίθετες μορφές του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού προέρχονται από την Ιουδαία την ίδια εποχή. Για αυτό το λόγο άρχισα να έχω ενδιαφέρον για τα κείμενα της Νεκρής Θάλασσας.» Αυτό που τον βοήθησε σε αυτό είναι ότι ξεκίνησε να μελετάει στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.
Τότε ήταν που ο συγγραφέας βρέθηκε μπροστά σε κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μελέτη του: «όταν διάβαζα το έργο του Ιώσηπου Φλαβίου, Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων και ιδιαίτερα το σημείο που περιγράφεται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο το 70κ.Ε., θυμάμαι ότι παρατήρησα κάποιες ενδιαφέρουσες παράλληλες αναφορές μεταξύ της εκστρατείας του Τίτου και του έργου του Ιησού.
Προσπάθησα να προσεγγίσω τα Ευαγγέλια με μία νέα ματιά, σαν να μην τα είχα ξαναδιαβάσει ποτέ στη ζωή μου και αφήνοντας πίσω μου κάθε προκατάληψη ή σχηματισμένη ιδέα που είχα για αυτά.» Αυτό ήταν και που οδήγησε τον συγγραφέα στην συγγραφή του βιβλίου του αντιλαμβανόμενος το συμβολικό περιεχόμενο των Ευαγγελίων τα οποία αποκάλυπταν τη μυστική ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Αυτή η προσέγγιση βοήθησε τον συγγραφέα να αναγνωρίσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και των δύο κειμένων.
Αυτό που ακολουθεί είναι μία σύντομη σχετικά περίληψη αυτού που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του “Caesar’s Messiah”: «η κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι έναςφανταστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας και όχι ένα ιστορικό πρόσωπο. Στα Ελληνικά—που αποτελούν και τη γλώσσα των Ευαγγελίων— η λέξη Ιησούς αναφέρεται στον Σωτήρα και η λέξη Χριστός αναφέρεται στον Μεσσία, και ο τίτλος του Χριστού ήταν ήδη γνωστός στους Εβραίους πολύ πριν τον υποτιθέμενο ερχομό του Ιησού. Επιπλέον, μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια αρχαιολογική απόδειξηαποδεκτή ευρέως για την ιστορικότητα του Ιησού και ό,τι πραγματικά γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για αυτό το πρόσωπο είναι μέσα από την αφήγηση των Ευαγγελίων.
Αν και τα Ευαγγέλια, συνεχίζει ο συγγραφέας, φαίνεται να είναι μία ιστορική αφήγηση αυτό που είναι στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα και όχι και τόσο γνωστό είδος φανταστικής λογοτεχνίας που ονομάζεταιτυπολογία. Η τυπολογία συνδέεται με την συγγραφή απλών ιστοριών που βασίζουν την αφήγησή τους από τον έναν χαρακτήρα στην ιστορία ενός άλλου χαρακτήρα με αρχετυπικό τρόπο. Μόλις κάποιος κατανοήσει ότι τα Ευαγγέλια αποτελούν ένα δείγμα τυπολογικής λογοτεχνίας, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι κάθε επεισόδιο της δράσης του Ιησού ήταν βασισμένο σε περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου στην Ιουδαία.
Η τυπολογία που συνδέει τον Ιησού και τον Τίτο στα Ευαγγέλια δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κάποιος και το γεγονός ότι έχει παραβλεφθεί εδώ και 2,000 είναι απίστευτο. Αυτή η παράβλεψη είναι ιδιαίτερα περίεργη στο γεγονός ότι τα Ευαγγέλια είναι διαμορφωμένα πάνω σε μία άμεση σύνδεση μεταξύ του Ιησού και του Τίτου και των προφητειών που αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου.
Και ενώ οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων είναι θεϊκός, στην ουσία δεν είναι αυτό που είπε ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν ο Μεσσίας, και μάλιστα απέφυγε να το παραδεχθεί. Ο Ιησούς αντίθετα έλεγε ότι «ο Υιός του Ανθρώπου»–ένας τίτλος που αποδιδόταν στον Ιουδαϊκό Μεσσία και προέρχεται από τις προφητείες του Δανιήλ—θα ερχόταν πριν από τη γενιά στην οποία μιλούσε.
Εφόσον οι Εβραίοι εκείνης της εποχής θεωρούσαν μία γενιά σαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό που έλεγε ο Ιησούς είναι ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα εμφανιστεί μέσα σε 40 χρόνια από την μέρα του δικού του θανάτου, το Πάσχα του 33κ.Ε. Ο Ιησούς επίσης προέβλεψε καθαρά το τι θα συμβεί με τον ερχομό του Υιού του Θεού. Προφήτεψε ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Υιού του Ανθρώπου οι πόλεις της Γαλιλαίας θα καταστραφούν, η Ιερουσαλήμ θα περιβληθεί με ένα τοίχος, και ο Ναός θα καταστραφεί.
Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο Ιησούς, οι Χριστιανοί ερμήνευσαν αυτή την επίσκεψη του Υιου του Ανθρώπου σαν τη «Δευτέρα παρουσία» του Ιησού Χριστού. Όμως, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με αυτή την άποψη—ο Ιησούς δεν εμφανίστηκε μέσα σε αυτό το διάστημα για το οποίο μίλησε. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα λέγοντας ότι ο Ιησούς θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά αυτό είναι βέβαια παράλογο. Ο Ιησούς ήταν αρκετά ακριβής όταν έλεγε ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει μέσα σε 40 χρόνια μετά τη δική του εποχή. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, ποιος είναι ο Υιός του Ανθρώπου που ο Ιησούς πρόβλεψε ότι οι χριστιανοί θα λατρεύουν για 2,000 χρόνια; Το πραγματικό όνομα του Χριστούς—του Μεσσία—είναι Τίτος Φλάβιος.
Το μοναδικό άτομο στην ιστορία που εκπλήρωσε όλες τις προβλέψεις που έκανε ο Ιησούς οι οποίες αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου—και τις εκπλήρωσε ακριβώς μέσα στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο—ήταν ο αυτοκράτορας Τίτος Φλάβιος. Ο Τίτος κατέστρεψε τις πόλεις της Γαλιλαίας, όπως είχε προβλέψει ο Ιησούς. Όντως έχτισε γύρω από τη Ιερουσαλήμ ένα τείχος και κατέστρεψε τον Ναό, όπως είχε προβλέψει ο Ιησούς «χωρίς να αφήσει πέτρα επί πέτρας» (σημ. για να γιορτάσουν ανάλογους στρατιωτικούς θριάμβους, αλλά και για λόγους προπαγάνδας, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ένα θριαμβετικό τόξο ανεγερθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Σε ένα από τα διακοσμητικά ανάφλυφα—βλέπε εικόνα—απεικονίζεται σκηνή μεταφοράς λάφυρων που προέρχονται από το Ναό του Σολομώντα.)
Στην πραγματικότητα, η εκστρατεία του Τίτου τελείωσε με την καταστροφή της πόλης Μασάντα το Πάσχα του 73κ.Ε., ακριβώς 40 χρόνια μετά την σταύρωση του Ιησού. Επιπλέον, οι προβλέψεις του Ιησού σχετικά με τον Υιό του Ανθρώπου απηχούνται σε όλους τους ιστορικούς της εποχής του Τίτου. Κάθε ένας από αυτούς υποστήριζε ότι ο Τίτος ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας που οι προφητείες στην Ιουδαϊκή λογοτεχνία προέλεγαν—οι ίδιες προφητείες που ο Ιησούς ανέφερε στις δικές του προβλέψεις σχετικά με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
Έχοντας βάση αυτά, δεν προξενεί και έκπληξη ότι τα περιστατικά που αφορούν τη ζωή του Ιησού βασίζονταν πάνω στην εκστρατεία του Τίτου. Ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι ο πρώτος Χριστιανός Πάπας και οι άγιοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής του Τίτου. Αυτό που προξενεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι οι Χριστιανοί και οι ειδικοί έχουν παραβλέψει κάτι τόσο προφανές, όπως το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια υποστηρίζουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους ιστορικούς της αυλής του Φλαβίου—ότι δηλ. ο Τίτος είναι ο Χριστός.
Τώρα λοιπόν γνωρίζετε, συνεχίζει ο Atwill, την πραγματική ταυτότητα του Υιού του Ανθρώπου. Αν θέλετε να μάθετε την πραγματική ταυτότητα του Ιουδαίου Μεσσία που σταυρώθηκε στον σταυρό—του οποίου το όνομα δεν είναι Ιησούς—έχω αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφαίλαιο σχετικό στο βιβλίο μου. Σας προσκαλώ να το αγοράσετε και να συζητήσετε μαζί μου τις ιδέες μου στο μπλογκ μου:http://caesarsmessiah.com/blog/»
Το βιβλίο του Atwill include Caesar’s Messiah αυτή τη στιγμή βρίσκεται στις πρώτες θέσεις πωλήσεων στην Αμερική στην κατηγορία βιβλίων θρησκευτικής ιστορίας και έχει ήδη μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Συνδυαστικά με το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης και ένα επεξηγηματικό ντοκιμαντέρ του οποίου ένα σύντομο τρέιλερ μπορείτε να δείτε εδώ:
http://www.terrapapers.com/?p=21454
http://okloios.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7949.html
Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που ο ερευνητής Joseph Atwill και συγγραφέας του ανατρεπτικού βιβλίουCaesar‘s Messiah: The Roman Conspiracy to Invent Jesus (Ο Μεσσίας του Καίσαρα: η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού) προσπαθεί να ρίξει φως παρουσιάζοντας νέους δρόμους στην κατανόηση της δημιουργίας του χριστιανισμού, στη φύση της Καινής Διαθήκης, στο ποιος ήταν και αν υπήρχε ο πραγματικός Ιησούς και υποστηρίζονται ότι η Δευτέρα Παρουσία έχει ήδη γίνει. Με λίγα λόγια ο συγγραφέας μαζί με μία ομάδα αξιόλογων ιστορικών και ερευνητών της εποχής που παρουσιάστηκε ο χριστιανισμός σαν μια «νέα» θρησκεία στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποδεικνύει μέσα από τις πηγές ότι δεν υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο σε αυτό σήμερα αποκαλείται ο Ιησούς Χριστός και ότι απλά πρόκειται για μία εφεύρεση της Ρωαϊκής αυτοκρατορικής εξουσίας και συγκεκριμένα της οικογένειας των ΦλαβίωνΌχι μόνο αυτό, αλλά ο χριστιανισμός δεν είναι κάτι διαφορετικό από όλες τις σύγχρονες για την εποχή εκείνη παγανιστικές θρησκείες, αλλά ντυμένος με άλλο όνομα. Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν κατασκευασμένο μυθιστορηματικό χαρακτήρα και μάλιστα υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις για αυτό το γεγονός, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Joseph Atwill και η ομάδα του.
Ο λόγος που είχε η αυτοκρατορική οικογένεια των Φλαβίων να κατασκευάσει στην ουσία μία «νέα» θρησκεία ήταν ο εξής: να προσφέρει ένα όραμα στο πρόσωπο ενός «ειρηνικού Μεσσία» που θα ήταν μία εναλλακτική παρουσία σε σύγκριση με τους επαναστατικούς ηγέτες του Ισραήλ τον πρώτο αιώνα και οι οποίοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή στην πολιτική σταθερότητα και ειρήνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Με λίγα λόγια ο χριστιανισμός δεν αποτελούσε τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό εργαλείο για τον έλεγχο των μαζών εκείνης της εποχής, συνεχίζοντας να επιτελεί τον ίδιο σκοπό λιγότερο ή περισσότερο ακόμα και σήμερα. Αυτό το συμπέρασμα του Joseph Atwill βασίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη και σύγκριση ανάμεσα στα Ευαγγέλια και το έργο του Ιουδαίου ιστορικού Ιώσηπου Φλαβίου όπου φαίνεται να υπάρχει άμεση σχέση.
Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ίσως μερικοί αναγνώστες βρουν το περιεχόμενο του έργου του προκλητικό, αλλά όπως αναφέρει ο ίδιος «το βιβλίο μου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση κριτική στην πίστη των σύγχρονων χριστιανών. Ένιωσα ότι είχα υποχρέωση να παρουσιάσω τα αποτελέσματα των ερευνών μου, εφόσον θεωρώ πως αυτά θα ρίξουν φως στις ρίζες και το λόγο που υπάρχει σήμερα αντι-σημιτισμός και στον τρόπο που οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την προπαγάνδα για να ελέγχουν τις μάζες.»
«Αν και δεν είμαι κοντά πλέον στην Καθολική πίστη,» συνεχίζει ο συγγραφέας, «η μελέτη μου για τον χριστιανισμό δεν σταμάτησε ποτέ.» «Στη διάρκεια της ζωής μου έχω διαβάσει περίπου 600-700 βιβλία σχετικά με τον ιστορική Ιησού και τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αλλά κανένα από αυτά δεν με έκανε να κατανοήσω και να μάθω κάτι ουσιαστικό σχετικά με το πώς παρουσιάστηκε η θρησκεία αυτή ή ποιος ήταν ο ιδρυτής της.»
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι όσο περισσότερο διάβαζε σχετικά με τις ρίζες του χριστιανισμού έβλεπε όλο και περισσότερο ότι το πώς ξεκίνησε η συγκεκριμένη θρησκεία ήταν ακόμα ένα ζήτημα ανοικτό. Ο Atwill βρίσκεται εκτός της αρκετά διαδεδομένης άποψης λοιπόν ότι ο χριστιανισμός ξεκίνησε σαν κίνημα από τις κατώτερες τάξεις κάποιων επαναστατικών Ιουδαίων διδασκάλων τον 1ο αι. κ.Ε.
Αυτό που έκανε τον Atwill περισσότερο σκεπτικιστή είναι το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια στιγμή που οι ακόλουθοι του Ιησού οργανώνονταν μέσα στα πλαίσια μίας θρησκείας οδηγώντας τα μέλη της να «γυρίσουν και το άλλο μάγουλο» και να δώσουν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι,» μία άλλη Ιουδαϊκή ομάδα διενεργούσε έναν θρησκευτικό πόλεμο εναντίον των Ρωμαίων και βρισκόταν στην αναζήτηση ενός Μεσσία που θα είχε στρατιωτικό ηγετικό ρόλο.
Ο Atwill συμπληρώνει: «Φαίνεται πιθανό για μένα ότι δύο διαμετρικά αντίθετες μορφές του μεσσιανικού Ιουδαϊσμού προέρχονται από την Ιουδαία την ίδια εποχή. Για αυτό το λόγο άρχισα να έχω ενδιαφέρον για τα κείμενα της Νεκρής Θάλασσας.» Αυτό που τον βοήθησε σε αυτό είναι ότι ξεκίνησε να μελετάει στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.
Τότε ήταν που ο συγγραφέας βρέθηκε μπροστά σε κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μελέτη του: «όταν διάβαζα το έργο του Ιώσηπου Φλαβίου, Ιστορία των Ιουδαϊκών Πολέμων και ιδιαίτερα το σημείο που περιγράφεται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο το 70κ.Ε., θυμάμαι ότι παρατήρησα κάποιες ενδιαφέρουσες παράλληλες αναφορές μεταξύ της εκστρατείας του Τίτου και του έργου του Ιησού.
Προσπάθησα να προσεγγίσω τα Ευαγγέλια με μία νέα ματιά, σαν να μην τα είχα ξαναδιαβάσει ποτέ στη ζωή μου και αφήνοντας πίσω μου κάθε προκατάληψη ή σχηματισμένη ιδέα που είχα για αυτά.» Αυτό ήταν και που οδήγησε τον συγγραφέα στην συγγραφή του βιβλίου του αντιλαμβανόμενος το συμβολικό περιεχόμενο των Ευαγγελίων τα οποία αποκάλυπταν τη μυστική ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Αυτή η προσέγγιση βοήθησε τον συγγραφέα να αναγνωρίσει τα τυπολογικά χαρακτηριστικά και των δύο κειμένων.
Αυτό που ακολουθεί είναι μία σύντομη σχετικά περίληψη αυτού που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του “Caesar’s Messiah”: «η κεντρική ιδέα του έργου είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι έναςφανταστικός μυθιστορηματικός χαρακτήρας και όχι ένα ιστορικό πρόσωπο. Στα Ελληνικά—που αποτελούν και τη γλώσσα των Ευαγγελίων— η λέξη Ιησούς αναφέρεται στον Σωτήρα και η λέξη Χριστός αναφέρεται στον Μεσσία, και ο τίτλος του Χριστού ήταν ήδη γνωστός στους Εβραίους πολύ πριν τον υποτιθέμενο ερχομό του Ιησού. Επιπλέον, μέχρι τώρα δεν υπάρχει κάποια αρχαιολογική απόδειξηαποδεκτή ευρέως για την ιστορικότητα του Ιησού και ό,τι πραγματικά γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για αυτό το πρόσωπο είναι μέσα από την αφήγηση των Ευαγγελίων.
Αν και τα Ευαγγέλια, συνεχίζει ο συγγραφέας, φαίνεται να είναι μία ιστορική αφήγηση αυτό που είναι στην πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα και όχι και τόσο γνωστό είδος φανταστικής λογοτεχνίας που ονομάζεταιτυπολογία. Η τυπολογία συνδέεται με την συγγραφή απλών ιστοριών που βασίζουν την αφήγησή τους από τον έναν χαρακτήρα στην ιστορία ενός άλλου χαρακτήρα με αρχετυπικό τρόπο. Μόλις κάποιος κατανοήσει ότι τα Ευαγγέλια αποτελούν ένα δείγμα τυπολογικής λογοτεχνίας, είναι εύκολο να αντιληφθεί ότι κάθε επεισόδιο της δράσης του Ιησού ήταν βασισμένο σε περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου στην Ιουδαία.
Η τυπολογία που συνδέει τον Ιησού και τον Τίτο στα Ευαγγέλια δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπίσει κάποιος και το γεγονός ότι έχει παραβλεφθεί εδώ και 2,000 είναι απίστευτο. Αυτή η παράβλεψη είναι ιδιαίτερα περίεργη στο γεγονός ότι τα Ευαγγέλια είναι διαμορφωμένα πάνω σε μία άμεση σύνδεση μεταξύ του Ιησού και του Τίτου και των προφητειών που αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου.
Και ενώ οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας των Ευαγγελίων είναι θεϊκός, στην ουσία δεν είναι αυτό που είπε ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν ο Μεσσίας, και μάλιστα απέφυγε να το παραδεχθεί. Ο Ιησούς αντίθετα έλεγε ότι «ο Υιός του Ανθρώπου»–ένας τίτλος που αποδιδόταν στον Ιουδαϊκό Μεσσία και προέρχεται από τις προφητείες του Δανιήλ—θα ερχόταν πριν από τη γενιά στην οποία μιλούσε.
Εφόσον οι Εβραίοι εκείνης της εποχής θεωρούσαν μία γενιά σαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό που έλεγε ο Ιησούς είναι ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα εμφανιστεί μέσα σε 40 χρόνια από την μέρα του δικού του θανάτου, το Πάσχα του 33κ.Ε. Ο Ιησούς επίσης προέβλεψε καθαρά το τι θα συμβεί με τον ερχομό του Υιού του Θεού. Προφήτεψε ότι κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Υιού του Ανθρώπου οι πόλεις της Γαλιλαίας θα καταστραφούν, η Ιερουσαλήμ θα περιβληθεί με ένα τοίχος, και ο Ναός θα καταστραφεί.
Στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τι ακριβώς εννοούσε ο Ιησούς, οι Χριστιανοί ερμήνευσαν αυτή την επίσκεψη του Υιου του Ανθρώπου σαν τη «Δευτέρα παρουσία» του Ιησού Χριστού. Όμως, υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα με αυτή την άποψη—ο Ιησούς δεν εμφανίστηκε μέσα σε αυτό το διάστημα για το οποίο μίλησε. Οι Χριστιανοί προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτό το πρόβλημα λέγοντας ότι ο Ιησούς θα έρθει κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά αυτό είναι βέβαια παράλογο. Ο Ιησούς ήταν αρκετά ακριβής όταν έλεγε ότι ο Υιός του Ανθρώπου θα έρθει μέσα σε 40 χρόνια μετά τη δική του εποχή. Έτσι, γεννάται το ερώτημα, ποιος είναι ο Υιός του Ανθρώπου που ο Ιησούς πρόβλεψε ότι οι χριστιανοί θα λατρεύουν για 2,000 χρόνια; Το πραγματικό όνομα του Χριστούς—του Μεσσία—είναι Τίτος Φλάβιος.
Το μοναδικό άτομο στην ιστορία που εκπλήρωσε όλες τις προβλέψεις που έκανε ο Ιησούς οι οποίες αφορούν τον Υιό του Ανθρώπου—και τις εκπλήρωσε ακριβώς μέσα στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο—ήταν ο αυτοκράτορας Τίτος Φλάβιος. Ο Τίτος κατέστρεψε τις πόλεις της Γαλιλαίας, όπως είχε προβλέψει ο Ιησούς. Όντως έχτισε γύρω από τη Ιερουσαλήμ ένα τείχος και κατέστρεψε τον Ναό, όπως είχε προβλέψει ο Ιησούς «χωρίς να αφήσει πέτρα επί πέτρας» (σημ. για να γιορτάσουν ανάλογους στρατιωτικούς θριάμβους, αλλά και για λόγους προπαγάνδας, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, ένα θριαμβετικό τόξο ανεγερθηκε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Σε ένα από τα διακοσμητικά ανάφλυφα—βλέπε εικόνα—απεικονίζεται σκηνή μεταφοράς λάφυρων που προέρχονται από το Ναό του Σολομώντα.)
Στην πραγματικότητα, η εκστρατεία του Τίτου τελείωσε με την καταστροφή της πόλης Μασάντα το Πάσχα του 73κ.Ε., ακριβώς 40 χρόνια μετά την σταύρωση του Ιησού. Επιπλέον, οι προβλέψεις του Ιησού σχετικά με τον Υιό του Ανθρώπου απηχούνται σε όλους τους ιστορικούς της εποχής του Τίτου. Κάθε ένας από αυτούς υποστήριζε ότι ο Τίτος ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας που οι προφητείες στην Ιουδαϊκή λογοτεχνία προέλεγαν—οι ίδιες προφητείες που ο Ιησούς ανέφερε στις δικές του προβλέψεις σχετικά με τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
Έχοντας βάση αυτά, δεν προξενεί και έκπληξη ότι τα περιστατικά που αφορούν τη ζωή του Ιησού βασίζονταν πάνω στην εκστρατεία του Τίτου. Ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς ότι ο πρώτος Χριστιανός Πάπας και οι άγιοι ήταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής του Τίτου. Αυτό που προξενεί έκπληξη είναι το γεγονός ότι οι Χριστιανοί και οι ειδικοί έχουν παραβλέψει κάτι τόσο προφανές, όπως το γεγονός ότι τα Ευαγγέλια υποστηρίζουν ακριβώς τα ίδια πράγματα με τους ιστορικούς της αυλής του Φλαβίου—ότι δηλ. ο Τίτος είναι ο Χριστός.
Τώρα λοιπόν γνωρίζετε, συνεχίζει ο Atwill, την πραγματική ταυτότητα του Υιού του Ανθρώπου. Αν θέλετε να μάθετε την πραγματική ταυτότητα του Ιουδαίου Μεσσία που σταυρώθηκε στον σταυρό—του οποίου το όνομα δεν είναι Ιησούς—έχω αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφαίλαιο σχετικό στο βιβλίο μου. Σας προσκαλώ να το αγοράσετε και να συζητήσετε μαζί μου τις ιδέες μου στο μπλογκ μου:http://caesarsmessiah.com/blog/»
Το βιβλίο του Atwill include Caesar’s Messiah αυτή τη στιγμή βρίσκεται στις πρώτες θέσεις πωλήσεων στην Αμερική στην κατηγορία βιβλίων θρησκευτικής ιστορίας και έχει ήδη μεταφραστεί και στα Γερμανικά. Συνδυαστικά με το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης και ένα επεξηγηματικό ντοκιμαντέρ του οποίου ένα σύντομο τρέιλερ μπορείτε να δείτε εδώ:
http://www.terrapapers.com/?p=21454
http://okloios.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7949.html