Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
«Εμένα δε με ενδιαφέρει ο θάνατος. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να μη διαπράξω κάτι άδικο κι ανόσιο.»[1]σελ.67
«Δεν υπάρχει για τον καλό άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει.»[1]σελ.91
Ο
Σωκράτης ίσως έγινε πιο γνωστός για αυτά που έκανε, παρά για αυτά που
έλεγε. Η θανάτωσή του συχνά θεωρείται σαν ένα μεγάλο έγκλημα των
Αθηναίων κατά της ελευθερίας του λόγου και μία από τις μεγαλύτερες
ειρωνείες της Ιστορίας. Γιατί ακόμα και να εντάξουμε την δίκη και την
εκτέλεσή του στο ιστορικό πλαίσιο μιας δημοκρατίας που προσπαθούσε να
επανακαθοριστεί, έχοντας μόλις βγει από την άκρως απολυταρχική κυριαρχία
των Τριάντα Τυράννων, και που γι’ αυτό ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος
του τραγικού πρόσφατου παρελθόντος της με την εξόντωση κάθε ύποπτου για
αντι-δημοκρατικά πιστεύω πνευματικού ανθρώπου (ο Σωκράτης είχε κακές παρέες),
πώς μπορούμε να δικαιολογήσουμε ένα τόσο αχρείαστο θάνατο, ενός
φιλοσόφου που θα κατέληγε να θεωρείται ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας;
Η εκτέλεσή του σημάδεψε τους μαθητές του, και πιο σημαντικά, τον
Πλάτωνα, στο έργο του οποίου η παρουσία του δασκάλου του κυριαρχεί. Η
κύρια πηγή που έχουμε για το τι ειπώθηκε στη δίκη είναι η Απολογία Σωκράτους που
έγραψε ο Πλάτωνας. Το έργο γράφτηκε λίγα χρόνια μετά τη δίκη, και
φυσικά δεν είναι μια ακριβής λέξη προς λέξη περιγραφή της ομιλίας του
Σωκράτη, αλλά επειδή κατά τη συγγραφή του το θέμα ήταν νωπό στη μνήμη
των Αθηναίων και πολλοί από τους παρόντες στη δίκη σίγουρα είχαν
πρόσβαση στο Πλατωνικό κείμενο, θεωρείται αξιόπιστη πηγή, όσον αφορά τα
κεντρικά σημεία υπεράσπισης και το πνεύμα των περιστατικών που
εξελίχτηκαν.
Μεγάλο
ρόλο στην επιρροή που είχαν τα τελευταία γεγονότα της ζωής του
φιλοσόφου έπαιξε η στάση του απέναντι στον θάνατο που ήξερε ότι ερχόταν.
Ο Σωκράτης είχε πολλές ευκαιρίες να γλιτώσει. Θα μπορούσε να φύγει από
την πόλη με το που έμαθε την κατηγορία εναντίον του, αφού σίγουρα ήξερε
ότι δεν είχε πολλές ελπίδες ενάντια σε ένα καθεστώς που δεν ενδιαφερόταν
τόσο για την αλήθεια όσο για το πώς θα βρει τρόπο να εξωραΐσει τα δικά
του εγκλήματα και να καλύψει την εκδικητικότητά του με την πρόφαση της
κατηγορίας του αθεϊσμού. Η φυγή ήταν συνηθισμένη ενέργεια όταν η αθώωση
ήταν αμφίβολη˙ αυτήν επέλεξε και ο Αριστοτέλης αργότερα, όταν
κατηγορήθηκε από τον Ευρυμέδων τον Ιεροφάντη για ασέβεια προς τους θεούς
αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και έφυγε για την
Χαλκίδα.
Ο
Σωκράτης λοιπόν εμφανίστηκε στη δίκη του για να αντιμετωπίσει το
κατηγορητήριο αλλά και αυτό που παρουσιάζει ο ίδιος σαν την πραγματική
αιτία της θανάτωσής του, την κακοφημία και τις συκοφαντίες που λέγονταν
εις βάρος του, που προέρχονταν από μίσος επειδή έδειχνε, για αυτούς που
παρίσταναν τους σοφούς, ότι δεν ήξεραν τίποτα. Στην απολογία του (όπως
μας την αφηγούνται ο Πλάτωνας αλλά και ο Ξενοφώντας), έδειξε προκλητική
και ειρωνική στάση απέναντι στους κατήγορούς του και στους δικαστές,
αλλά και περηφάνια και θάρρος.
Δικαιολόγησε
τον βίο του λέγοντας πως ο θεός τον πρόσταζε να έχει τη στάση ζωής που
είχε, και πάντα έκανε ό,τι αυτός όριζε, κατά τη δική του πάντα αντίληψη,
όπως του φανερώνονταν «με χρησμούς και με όνειρα και με κάθε τρόπο, με
τον οποίο κάθε θεϊκή ύπαρξη ορίζει οτιδήποτε στους ανθρώπους να
πράττουν»[1]σελ.69, είτε όταν ζούσε φιλοσοφώντας και εξετάζοντας τον εαυτό του και τους άλλους είτε κατά τη δίκη του. «Υπάρχει μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο… Πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα.»[1]σελ.65.
«Εκείνοι ονομάζουν αυτούς που προλέγουν το μέλλον με σημεία ‘πουλιά’,
‘μύθους’, οιωνούς’ και ‘μάντεις’, ενώ εγώ το ονομάζω ‘δαιμόνιο’»[3]σελ.135.
Το δαιμόνιό του πάντα τον εμπόδιζε αν ήταν να κάνει κάτι που δεν ήταν
σωστό, αλλά δεν τον σταμάτησε ούτε όταν ξεκίνησε από το σπίτι του για να
πάει στη δίκη, ούτε κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ενώ πολλές
φορές ενώ μιλούσε τον ανάγκαζε να σωπαίνει. Γι’ αυτό και δεν ετοίμασε
λόγο από πριν για να τον εκφωνήσει μπροστά στους δικαστές. «Δυο φορές
κιόλας, που προσπάθησα να σκεφτώ την απολογία μου, το δαιμόνιο με
απέτρεψε»[3]σελ.131.
Γιατί να προετοιμαστεί εξάλλου αφού, όπως λέει, μιλάει στους δικαστές
όπως μιλάει στην αγορά, με λόγια απλά και λέγοντας ειλικρινά αυτά που
σκέφτεται; «Δε σου φαίνομαι ότι έχω περάσει τη ζωή μου μελετώντας την
απολογία μου;…Επειδή έχω ζήσει χωρίς να κάνω ποτέ κάτι άδικο»[3]σελ.129. «Σωστά λοιπόν, οι θεοί με απέτρεψαν τότε να σκεφτώ τον λόγο μου»[3]σελ.133.
Σύμφωνα
με αυτόν, ό,τι του συμβαίνει, είναι για το καλό του (και θέλημα θεού),
κι ας θεωρείται από άλλους κακό. Και όπως θα ήταν λάθος να εγκαταλείψει
τη θέση του στον πόλεμο (είχε πολεμήσει στην Ποτίδαια, στην Αμφίπολη και
στο Δήλιο) αφού του το είχε ορίσει ο θεός αλλά και οι εκλεγμένοι από
τους Αθηναίους άρχοντες, έτσι και τώρα θα έκανε πολύ άσχημα να ξεφύγει
από τη δίκη του. Η συνεχείς αναφορές του στον θεό, φυσικά δεν είναι
τυχαία, αφού ήθελε να διαψεύσει το κατηγορητήριο, που μιλούσε για αθεΐα.
Όσο για τον φόβο του θανάτου (όπως είδαμε κι αλλού),
αυτός δεν αρμόζει στην φιλοσοφική ζωή, αφού υποδηλώνει ότι ο θάνατος
είναι το χειρότερο κακό, κάτι που ένας φιλόσοφος δεν μπορεί να νομίζει
ότι γνωρίζει. Το να φοβάσαι τον θάνατο λοιπόν είναι σαν να παριστάνεις
ότι ξέρεις κάτι που δεν ξέρεις («Και δεν είναι αμάθεια αυτό επονείδιστη, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει εκείνα που δεν γνωρίζει;»[1]σελ.57).
Γιατί ένα από τα δύο είναι ο θάνατος: Είτε δεν είναι τίποτα και απλά
όποιος πεθαίνει δεν έχει καμία συναίσθηση του γεγονότος, είτε συμβαίνει
κάποια «μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο».
Είτε δηλαδή είναι σαν ύπνος χωρίς όνειρα, και η αιωνιότητα έτσι
φαντάζει σαν μία μόνο νύχτα, είτε η αναχώρηση σε άλλο τόπο θα τον πάει
εκεί που είναι όλοι οι νεκροί και όπου θα έβρισκε την παρέα του Ομήρου,
του Ορφέα και του Ησίοδου. «Εγώ πάντως, πολλές φορές θα ήθελα να πεθάνω
αν όλα αυτά αληθεύουν»[1]σελ.89.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο Σωκράτης αδιαφορούσε για τη ζωή ή ότι δεν την
χαιρόταν, αντιθέτως έλεγε πως έζησε την καλύτερη δυνατή ζωή και μάλιστα
χάρη στους νόμους και τους πολίτες της Αθήνας (και την αυτοκτονία τη
θεωρούσε ανεπίτρεπτη). Καλωσόριζε όμως τον θάνατο επειδή ήταν η
κλιμάκωση της ζωής του, μένοντας συνεπής στην φιλοσοφία του και σε αυτά
που έκρινε ότι ο θεός απαιτούσε από αυτόν. «Για μένα είναι φυσικό ένας
άνθρωπος που αφιέρωσε πραγματικά τη ζωή του στη φιλοσοφία να μη
λιποψυχεί την ώρα που πρόκειται να πεθάνει και να ευελπιστεί πως, όταν
πεθάνει, θα έχει εκεί τα μεγαλύτερα αγαθά»[4]σελ.81.
Αυτό
που θέλει είναι, όσο μπορεί, να ωφελήσει τους συμπολίτες του χωρίς να
υπολογίζει τον κίνδυνο αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Και το μόνο που τον
ενδιαφέρει είναι αν η συμπεριφορά του είναι του καλού ή του κακού
ανθρώπου˙ όχι η γνώμη του κόσμου. «Δεν υποχωρώ σε τίποτα που να είναι αντίθετο στο δίκαιο από το φόβο του θανάτου»[1]σελ.65.
«Αν με θανατώσετε, και είμαι πράγματι αυτός που λέω εγώ, δεν θα με βλάψετε τόσο όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας.
Γιατί εμένα σε τίποτα δεν θα μπορούσαν να με βλάψουν ούτε ο Μέλητος
ούτε ο Άνυτος [κατήγοροί του]. Δεν θα είχαν τη δυνατότητα, γιατί πιστεύω
ότι δεν γίνεται ο χειρότερος άνθρωπος να βλάψει έναν καλύτερο. Θα
μπορούσε βέβαια να με σκοτώσει ίσως ή να με εξορίσει ή και να μου
στερήσει τα πολιτικά μου δικαιώματα. Αυτά τα πράγματα ίσως αυτός ή και
κάποιος άλλος να τα θεωρεί μεγάλα κακά. Όχι όμως εγώ. Θεωρώ πολύ
χειρότερο να κάνει κανείς ό,τι κάνει αυτός τώρα, προσπαθώντας να
σκοτώσει άδικα έναν άνθρωπο. Τώρα λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, δεν
απολογούμαι καθόλου για χάρη του εαυτού μου, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά
για χάρη σας, για να μην αμαρτήσετε, καταδικάζοντάς με, προς τον θεό,
περιφρονώντας αυτό που σας έδωσε»[1]σελ.63.
Λίγο
πριν κλείσει την υπεράσπισή του, και αφού έχει επιχειρηματολογήσει
εναντίον των κατηγοριών, εκφράζει την περιφρόνησή του για τα παρακάλια που
συνηθίζεται να κάνουν οι κατηγορούμενοι σε αυτό το σημείο. Κάποιος
άλλος, λέει, και ίσως και οι ίδιοι αυτοί στους οποίους απευθύνεται,
μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του, για να γλιτώσει τις κατηγορίες, ότι
«θα παρακαλούσε και θα ικέτευε τους δικαστές με πολλά δάκρυα, φέρνοντας
στο βήμα και τα παιδιά του, για να τον λυπηθούν όσο το δυνατόν
περισσότερο, και άλλους πολλούς συγγενείς και φίλους ενώ εγώ δεν θα κάνω
τίποτα από όλα αυτά, παρόλο που διατρέχω, όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο
κίνδυνο. Ίσως λοιπόν κανείς, αν αναλογιστεί αυτά τα πράγματα, να γίνει
πιο σκληρός απέναντί μου και να οργιστεί γι’ αυτά και να δώσει με οργή
την ψήφο του»[1]σελ.71.
Ξέρει πολύ καλά λοιπόν ότι τα λεγόμενά του μπορεί να εξοργίσουν το
ακροατήριό του και να είναι εις βάρος του. Αναφέρει ότι έχει τρεις
γιους, «αλλά όμως κανέναν απ’ αυτούς δεν ανέβασα στο βήμα για να σας
παρακαλέσω να με αθωώσετε. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτα απ’ αυτά; Όχι
από υπεροψία, άνδρες Αθηναίοι, ούτε για να σας ντροπιάσω. Αν
αντιμετωπίζω τον θάνατο θαρραλέα είναι άλλη υπόθεση. Για τη φήμη όμως,
και τη δική μου και την δική σας και ολόκληρης της πόλης, δεν νομίζω ότι
είναι πρέπον να κάνω τέτοια πράγματα. Δεν είναι πρέπον στην ηλικία μου
αλλά και στο όνομα που έχω αποκτήσει, αληθινό ή ψεύτικο. Γιατί, υπάρχει η
γνώμη ότι ο Σωκράτης σε κάτι διαφέρει από το πλήθος των ανθρώπων…Πολλές
φορές έχω δει ανθρώπους, που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν
σπουδαίοι, κάνουν πράγματα ανάρμοστα, σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι
φοβερό αν πεθάνουν, ως εάν επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν δεν τους
σκοτώνατε εσείς. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη»[1]σελ.73.
«Εκτός
από το θέμα της φήμης, άνδρες, δεν μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να
παρακαλεί κανείς τον δικαστή, ούτε παρακαλώντας τον να αθωώνεται, αλλά
εξηγώντας του και πείθοντάς τον»[1]σελ.75.
Γιατί ο δικαστής δεν βρίσκεται στη θέση που κατέχει για να απονείμει
δικαιοσύνη κάνοντας χάρες, αλλά για να κρίνει και να εφαρμόζει τους
νόμους. «Αν σας έπειθα παρακαλώντας σας, θα σας έκανα να παραβείτε τον
όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μην πιστεύετε ότι υπάρχουν
θεοί»[1]σελ.75.
Ούτε στην ηλικία του αρμόζουν τα παρακάλια. Αν καταδικαστεί τώρα, το
τέλος του θα είναι πιο εύκολο και ανώδυνο για αυτόν και τους φίλους του.
Γιατί αν δεν πεθάνει τώρα, 70 χρόνων, τα γηρατειά θα τον κάνουν να
ξεχνάει ό,τι έχει μάθει και να μαθαίνει δυσκολότερα, και θα τον βρουν οι
αρρώστιες. Και αφού μέχρι τώρα έχει ζήσει ενάρετα και όπως αυτός ήθελε,
και δεν θα αφήσει τίποτα δυσάρεστο ή άσχημο πίσω του, οι φίλοι του δεν
θα έχουν κάτι για να λυπηθούν για το χαμό του. Προτιμάει το θάνατο από
το να συνεχίσει να ζει ανελεύθερος, ή να ζητιανέψει για να κερδίσει
χειρότερη ζωή από τον θάνατο[3]σελ.133.
Έχοντας
λοιπόν ολοκληρώσει την απολογία του, έχει δείξει ανωτερότητα σε ένα
δικαστήριο που έχει συνηθίσει να δέχεται παρακάλια (κάτι που ίσως φάνηκε
υπεροπτικό και άρα προσβλητικό), έχει αντιμετωπίσει τον κατήγορό του
Μέλητο με περιφρόνηση και ειρωνεία στην σύντομη ανάκρισή του (σε μια
επιχειρηματολογία που μπορεί οι δικαστές να εξέλαβαν ως ρητορική
επιδεξιότητα ενός ενόχου που θέλει να αποπροσανατολίσει το ακροατήριό
του) και έχει κατηγορήσει τη δημοκρατικότητα του τότε πολιτεύματος και
άρα, έμμεσα, και την αξίωση των δικαστών του να αποφασίσουν σωστά για τη
μοίρα του (και είδαμε ότι στο φόντο της δίκης υπήρχε η υποψία
σύμπλευσης του Σωκράτη με τους Τυράννους και με τον προδότη Αλκιβιάδη).
Η
ψηφοφορία των 500 δικαστών έρχεται εις βάρος του με μόνο 30 ψήφους
διαφορά, οπότε αποφασίζεται η ενοχή του Σωκράτη. Τώρα, απευθύνεται άλλη
μια φορά στους ίδιους δικαστές για να προτείνει την ποινή που πιστεύει
ότι του αξίζει, προσπαθώντας να τους πείσει να του την αποδώσουν (ο
νόμος δεν όριζε ποινή για το αδίκημά του). Όμως αυτό δεν μπορεί να το
κάνει, γιατί η πρόταση οποιασδήποτε ποινής θα ισοδυναμούσε με παραδοχή
της ενοχής του.
Και τι εναλλακτική ποινή θα μπορούσε να προτείνει άλλωστε; Φυλάκιση; Αυτό θα σήμαινε να ζει σαν δούλος εκείνων που θα ορίζονταν φύλακές του. Χρηματική ποινή;
Λεφτά ο ίδιος δεν είχε, άρα μέχρι να βρει θα έπρεπε να μείνει
φυλακισμένος, που σημαίνει ότι θα έμενε στη φυλακή σαν δούλος μέχρι να
πεθάνει. Εξορία; Όπου και να πήγαινε θα
συναντούσε την ίδια αντιμετώπιση, και μάλιστα σε λιγότερο ευνομούμενη
πόλη της Ελλάδας. Δεν θα μπορούσε να φύγει από την Αθήνα και «να ζήσει
κάπου ήσυχα σωπαίνοντας», γιατί αυτό θα σήμαινε ότι παρακούει τον θεό
«και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος.»[1]σελ.81.
Ακόμα και αθώο να τον κρίνανε, και να τον αφήνανε ελεύθερο χωρίς ποινή,
αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναενοχλήσει κανέναν με τις
ερωτήσεις του, πάλι δε θα σταματούσε να γυρίζει τους δρόμους και να
εξετάζει τον εαυτό του και τους Αθηναίους. «Εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω
σ’ ό,τι κάνω, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνω πολλές φορές»[1]σελ.61.
Και
για να δείξει ότι δεν αλλάζει γνώμη για τη στάση ζωής του ούτε έχει την
διάθεση να αναγνωρίσει την ενοχή του μετά την απόφαση των δικαστών,
προτείνει σαν αντίτιμο των ενεργειών του, αντί για κάποια ποινή, την
δωρεάν ισόβια σίτισή του στο Πρυτανείο. Αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να
ιδωθεί σαν τιμωρία, αλλά ήταν μια μεγάλη τιμή που οι Αθηναίοι
επιφύλασσαν στους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων και στους ευεργέτες της
πόλης. Οι δικαστές σίγουρα αυτό το πήραν σαν μεγάλη προσβολή και
πρόκληση, αλλά και ένδειξη υπεροψίας και εγωισμού, αφού ο Σωκράτης τους
έδειχνε ότι δεν αναγνώριζε την ενοχή του ακόμα κι όταν είχε ήδη
αποφασιστεί από το αρμόδιο δημοκρατικό δικαστικό όργανο.
Για
να μην φανεί όμως ότι δεν τον ενδιαφέρει η ζωή ή ότι επιθυμεί τον
θάνατο, λέει πως αν είχε χρήματα θα πρότεινε ένα χρηματικό ποσό που θα
μπορούσε να πληρώσει, και έτσι προτείνει το πολύ μικρό ποσό της μίας
ασημένιας «μνας», που μπορούσε να διαθέσει. Ξέροντας ότι το ποσό θα
φανεί ανεπαρκές (και άρα πρόκληση όπως το αίτημά του για δωρεάν σίτιση
στο Πρυτανείο), και ότι οι φίλοι του θα εγγυηθούν για αυτόν, προτείνει
στο τέλος 30 μνες.
Μάλλον
ήταν πολύ αργά για μια ειλικρινή πρόταση εναλλακτικής ποινής ων μετά
από όλα όσα είπε κατά την απολογία του και την ειρωνική του στάση, που
φαίνεται ότι δεν άρεσε στους δικαστές. Ο Ξενοφώντας μας δίνει τη γνώμη
του για την καταδίκη: «Εκθειάζοντας τον εαυτό του στο δικαστήριο,
προκάλεσε φθόνο κι έκανε επομένως τους δικαστές να τον καταδικάσουν σε
θάνατο»[3]σελ.145.
Το αίτημά του για αποπληρωμή της ενοχής του δεν έγινε δεκτό (πόσο
μάλλον το αίτημα για δωρεάν σίτιση), και η νέα ετυμηγορία ζητούσε τον
θάνατο του φιλοσόφου, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη διαφορά στις ψήφους
αυτήν την φορά. Έχει τώρα μια τελευταία δυνατότητα να μιλήσει στους
παρευρισκόμενους, πριν μεταφερθεί στο κελί του. Βρίσκει την ευκαιρία να
επιπλήξει τους δικαστές και να τους αποδώσει ενοχές για την άδικη
καταδίκη, να εξηγήσει τη στάση του στη δίκη και στη διάρκεια της ζωής
του, αλλά και να μιλήσει ξανά για την σωστή αντιμετώπιση ενός
επικείμενου θανάτου.
Αν
περίμεναν, λέει στους δικαστές, λίγο ακόμα και δεν τον θανατώνανε, λίγο
καιρό μετά αυτό θα είχε γίνει από μόνο του (ήτανε πια 70 χρονών). Κάνανε κακό στους εαυτούς τουςγιατί
τώρα οι εχθροί τους, για να τους κακολογήσουν και μόνο, θα πουν ότι «ο
Σωκράτης είναι σοφός» και ότι τον αδικήσανε, σκοτώνοντας έναν μεγάλο
Αθηναίο. Και να μην νομίζουν, λέει, ότι ο λόγος της καταδίκης του ήταν η αποτυχία του να τους πείσει, λέγοντάς τους ό,τι θα ήθελαν να ακούσουν και κάνοντας τα πάντα για να γλιτώσει το θάνατο. «Καταδικάστηκα…επειδή δεν μπόρεσα να φανώ θρασύς και αναιδής,
και επειδή δεν θέλησα να σας πω πράγματα που θα ακούγατε πολύ
ευχαρίστως, να κλαίω και να οδύρομαι, να πράττω και να λέω πολλά άλλα,
κατά τη γνώμη μου ανάξιά μου, σαν αυτά που έχετε συνηθίσει να ακούτε από
άλλους»[1]σελ.83.
«Ούτε
σε δίκη ούτε σε πόλεμο ούτε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση πρέπει εγώ ή
άλλος κανένας να μηχανεύεται πώς, με κάθε μέσο, θα αποφύγει το
θάνατο…γιατί μπορεί κανείς να αποφύγει το θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα
του και ικετεύοντας τους εχθρούς» Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γλιτώσει
κανείς το θάνατο, αν έχει το θράσος να πει και να πράξει οτιδήποτε.
Είναι πολύ δυσκολότερο να αποφύγει την κακή ζωή. «Γιατί το κακό τρέχει
γρηγορότερα από τον θάνατο. Εμένα τώρα, αργό και γέροντα, με έχει
προφτάσει το πιο αργό από τα δύο˙ τους κατήγορούς μου όμως, που είναι
φοβεροί και γρήγοροι, το χειρότερο, η κακία…Εγώ θα υπομείνω την ποινή
μου, το ίδιο κι εκείνοι»[1]σελ.85.
Αναφερόμενος στον Άνυτο λέει «να ένας άνδρας πολύ περήφανος, λες κι
έχει κάνει κάποιο μεγάλο και λαμπρό κατόρθωμα…δεν ξέρει ότι όποιος από
τους δυο μας έχει κάνει, κάτω από το βλέμμα της αιωνιότητας, τα πιο
ωφέλιμα και τα πιο όμορφα πράγματα, αυτός είναι και ο νικητής»[3]σελ.145.
Τον χαρακτήρισε ασθενική ψυχή με δουλοπρεπή ενασχόληση, και προφήτευσε
την κακή τύχη του γιου του, αφού αυτός θα έχει μόνο κακές συμβουλές να
του δώσει. «Δεν κρατάω καμιά κακία…αλλά επειδή πίστευαν [οι κατήγοροι]
ότι έτσι θα με έβλαπταν, γι’ αυτό τον λόγο είναι αξιοκατάκριτοι»[1]σελ.91.
Όταν
κατάλαβε ότι οι φίλοι του ήταν δακρυσμένοι, τους ρώτησε: «αλήθεια
δακρύζετε τώρα; Δεν ξέρατε από παλιά πως αφότου γεννήθηκα ήμουν από τη
φύση καταδικασμένος σε θάνατο; Αν, βέβαια, πέθαινα πριν την ώρα μου, τη
στιγμή που τα αγαθά έρρεαν προς το μέρος μου, τότε είναι φανερό πως εγώ
και οι φίλοι μου θα έπρεπε να λυπόμαστε. Αν όμως τελειώνω τη ζωή μου, τη
στιγμή που δεν προσδοκώ πια παρά δυσκολίες, τότε νομίζω πως όλοι μας
πρέπει να χαιρόμαστε για την καλή μου τύχη»[3]σελ.143.
Ο Απολλόδωρος του είπε «Αυτό που με στενοχωρεί τρομερά, Σωκράτη, είναι
που σε βλέπω να πεθαίνεις άδικα» -«Αγαπημένε μου Απολλόδωρε, θα
προτιμούσες λοιπόν να με δεις να πεθαίνω δίκαια;»[3]σελ.143
Η Γνώση δίνει το σύμβολο της νίκης στον Σωκράτη (λεπτομέρεια από μωσαϊκό του Bernardino di Betto στον καθεδρικό της Σιένα, 1504)
Απέχοντας
από το να παραδεχτεί δικό του φταίξιμο ακόμα και τώρα που το τέλος ήταν
σίγουρο, είπε στους παρόντες Αθηναίους: «τους γιους μου, όταν γίνουν
έφηβοι, να τους τιμωρήσετε» ενοχλώντας τους όπως και ο ίδιος αυτούς, και
αν οι γιοι του νομίζουν ότι είναι κάτι ενώ δεν είναι, να τους
επικρίνουν. Δεν έδειξε κανένα ίχνος μετάνοιας, και επιδοκίμασε το
φιλοσοφικό του έργο, λέγοντας πως ό,τι έκανε αυτός, αυτό ευχόταν να
κάνουν άλλοι και στα παιδιά του, για να γίνουν καλύτεροι.
Τα
τελευταία λόγια του στη δίκη, ίσως με μία διάθεση υστεροφημίας, ήταν:
«Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να
ζήσετε. Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε
όλους εκτός από τον θεό»[1]σελ.93.
Σχεδόν
ένα μήνα μετά, όταν ο Κρίτων πηγαίνει να επισκεφτεί τον φίλο του μια
μέρα πριν εκτελεστεί, τον βρίσκει να κοιμάται ήρεμα και εκπλήσσεται «με
πόση ευκολία και πραότητα» υπομένει την καταδίκη που του αποδώσανε άδικα
οι Αθηναίοι. «Και άλλοι Σωκράτη, σε μεγάλη ηλικία πέφτουν σε τέτοιες
συμφορές, αλλά η ηλικία δεν τους κάνει να μην αγανακτούν με την κακή
τους τύχη.» «Έχεις δίκιο», του απαντάει, αλλά «θα ήταν ανόητο να
αγανακτώ στην ηλικία μου, επειδή πρέπει πια να πεθάνω»σελ.111.
Πιστεύει ότι δεν έχει πραγματικό λόγο να ανησυχεί. Είδε ένα όνειρο με
«κάποια γυναίκα με ωραίο σώμα και όμορφο πρόσωπο, ντυμένη στα άσπρα, που
ήλθε κοντά μου, με φώναξε και μου είπε: Σωκράτη, σε τρεις μέρες θα
φτάσεις στην εύφορη Φθία»σελ.113.
Πρόκειται για Ομηρική αναφορά, όπου ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα (Ι:363)
μιλάει για επιστροφή σε τρεις μέρες «στη Φθία την πλούσια», η οποία
θεωρείται μια ονειρική γη, μια ιδεατή, εύφορη χώρα, καλλιγύναικος και
ευτυχισμένη.
Όταν
ο Κρίτων του λέει πως θα ήταν εύκολο να δραπετεύσει με τη βοήθεια των
φίλων του, δεν τους ακολούθησε «ρωτώντας τους σε ποιο μέρος εκτός της
Αττικής, δεν θα τον έβρισκε ο θάνατος»[3]σελ.141. Εξάλλου, αν πήγαινε στη Θεσσαλία όπου ο Κρίτων είχε φίλους, «εκεί είναι γνωστό ότι επικρατεί πολύ μεγάλη αταξία και ακολασία»[2]σελ.145και
οι ντόπιοι ίσως να διασκέδαζαν και να τον περιγελούσαν ακούγοντας με
ποιο γελοίο τρόπο απέδρασε μεταμφιεσμένος, φορώντας δέρμα ζώου όπως
συνηθίζουν να μεταμφιέζονται όσοι δραπετεύουν. Η ντροπή του θα μεγάλωνε
από το γεγονός ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία, και τόλμησε να εξευτελιστεί
με τέτοιο τρόπο ενώ του είχαν μείνει λίγα χρόνια ζωής έτσι κι αλλιώς.
Για να αποφύγει τέτοια σχόλια λοιπόν, θα κατέφευγε σε κολακείες, με το
να γίνεται ευχάριστος σε όλους, καταντώντας να ζει δουλικά. Κανένας
πουθενά δεν θα του έδειχνε εμπιστοσύνη, αφού θα τον θεωρούσαν εχθρό που
περιφρόνησε την πρώτη του πατρίδα, άρα ίσως περιφρονήσει και τη δεύτερη.
Και
όταν ο Φαίδων τον είδε την τελευταία μέρα της ζωής του, αναφέρει: «Δε
με κατέλαβε οίκτος. Μου έδινε, βλέπεις, την εντύπωση ανθρώπου
ευτυχισμένου»[4]σελ.65.
Αφού ήπιε το κώνειο και το σώμα του άρχισε να παγώνει, είπε τα
τελευταία του λόγια: «Χρωστάμε, Κρίτωνα, έναν κόκορα στον Ασκληπιό. Να
του τον δώσετε, μην το αμελήσετε»[4]σελ.267.
Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός της Ιατρικής, και ο Σωκράτης εδώ μάλλον εννοεί
πως χρωστάει ευγνωμοσύνη στον θεό για την θεραπεία από την ασθένεια του
σώματος, τώρα που απαλλάσσεται η ψυχή του από αυτό.
Ο
Ξενοφώντας κλείνει την αφήγησή του με το εξής: «Και εύκολο θάνατο
πέτυχε και το πιο δύσκολο κομμάτι της ζωής απέφυγε. Μπροστά στον θάνατο
δεν αποχαυνώθηκε, αλλά καλοδιάθετος τον δέχτηκε και τον αντιμετώπισε»[3]σελ.145.
Πηγές:
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ