Ο Επικούρειος Απόλλωνας πριν την αναστήλωση του 1902 |
Το παρακάτω διήγημα του Αλέξανδρου Βεϊνόγλου πήρε το Α΄Βραβείο στον διαγωνισμό της "Νέας Εστίας" και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13 της 1ης Ιουλίου 1928. Ένα εξαιρετικό διήγημα που με άγγιξε προσωπικά - κατ΄αρχήν - και μετά τοποιστορικά, και αυτός ήταν ο βασικότερος λόγος που το αναδημοσιεύω. Αφορά την εποχή της αρπαγής των αρχαιοτήτων του Επικούρειου Απόλλωνα στην Φιγαλία και την προσπάθεια αποτροπής της σύλησης από τον , μετέπειτα ιδρυτή και διοικητή της Εθνικής Χρηματιστηριακής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.
Στην συγκεκριμμένη περίοδο ο Σταύρου είναι οικονομικός σύμβουλος του Αλή Πασά της Ηπείρου, με αποτέλεσμα να είναι ένας άνθρωπος με κύρος και πυγμή.
Στην συγκεκριμμένη περίοδο ο Σταύρου είναι οικονομικός σύμβουλος του Αλή Πασά της Ηπείρου, με αποτέλεσμα να είναι ένας άνθρωπος με κύρος και πυγμή.
Για την κατανόηση του ακόλουθου διηγήματος, νομίζω απαραίτητο να σημειώσω ότι τον Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του 1812, ο Βαρώνος Χάλερ, ο Φόστερ, ο Λίκκχ, οι οποίοι με τον Κόκρελ είχαν ενεργήσει τον προηγούμενο χρόνο της εξαιρετικά επιτυχείς ανασκαφές της Αίγινας, μαζί με τον Λετονό Στάκελμπεργκ και τον Δανό Μπρέστεντ, τον τουρίστα Λέη και τον Άγγλο πρόξενο στο Τρικέρι Γκρόπιους, επιχείρησαν ανασκαφές στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, και ανακάλυψαν μία ζωφόρο 30 μέτρων, όμοια σχεδόν με εκείνη του ναού της Ολυμπίας που περιγράφηκε ο Παυσανίας.
Ο Άγγλος πρόξενος είχε συμφωνήσει με το βελλή, τον πασά του Μοριά, γιο του Αλή Πασά, πώς θα μοιραζόταν τα ευρήματα. Συνέπεσε όμως να καθαιρεθεί ο Βελής την ώρα που ετοίμαζαν να στείλουν τη ζωφόρο στη Ζάκυνθο, και έτσι ο πρώην πασάς, πιεζόμενος από την ανάγκη, δέχτηκε να του δώσουν 16.500 γρόσια μόνο, ενώ ο μετέπειτα Γεώργιος ‘Δ της Αγγλίας αγόρασε τα μάρμαρα εκείνα 375.000 φράγκα για το βρετανικό μουσείο.
Τις 16.500 γρόσια ο Βελλή πασάς έστειλε τον γραμματέα του Γεωργίου Σταύρου, τον κατόπιν ιδρυτή της Εθνικής Τράπεζας, να εισπράξει. Αυτός όμως, πατριώτης, μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, βλέποντας με σπαραγμό ψυχής να φυγαδεύονται τα εθνικά κειμήλια από την Ελλάδα, δοκίμασε να τα σώσει...
Το Σεπτέμβριο του 1798, εξαιτίας των λυπηρών γεγονότων που είχαν επακολουθήσει έπειτα από την άλωση της Πρέβεζας, περιμένεις από τριακόσιους Γάλλους, ο Αλή πασάς έστειλε μήνυμα στον πατέρα μου που είχε πάει στη Χίο για κληρονομικές υποθέσεις, να γυρίσει αμέσως στα Γιάννενα. Το μπρίκι που έφερνε την είδηση, λικνίζονται στα χιώτικα νερά και από τον κάμπο, μακριά, πριν ακόμα λάβουμε το μήνυμα, αισθανθήκαμε μιαν αόριστη ανησυχία, όταν το αντικρίσαμε. Σκοτίνα, μέσα στην ψυχή μου, και πολύ περισσότερο φαντάζομαι τον πατέρα μου, υπήρχε η βεβαιότης πώς το "Ασλάν" που είχαμε δει τόσες φορές να διασχίζει την ιωνική θάλασσα, είχε έρθει για μας. Άλλωστε, μόλις έλαβε γνώση ο πατέρας μου του γράμματος του Πασά, δεν δίστασε ένα λεπτό.
Φώναξε τη θεία μου τη Φρόσω:
- Φεύγουμε, της είπε. Γιώργο, πρόσθεσε γυρίζοντας εμένα, ετοιμάσου!
Θλιβερές, αξέχαστες στιγμές του αποχωρισμού! Με πόσο τρόμο η καρδιά μου των 12χρονων αναλογίζονταν το σκοτεινό Σεράγι με τα ψηλά ντουβάρια, έπειτα από το όνειρο που είχα περάσει για λίγες μέρες ανάμεσα στις φιστικιές και τις πορτοκαλιές...
Στις 6 το απόγευμα είμαστε στην παραλία. Τα δάκρυά μου με έπνιγαν. Αισθανόμουν συγκεχυμένα πώς με αγκάλιαζαν, πώς με φιλούσαν, πώς εμπιστευόταν στην Παναγία το ορφανό δίχως μάνα, πού πήγαινε να ζήσει κοντά στον Τεπενλή...
- Κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κυρ Σταύρο Τσαπαλάμο, κάποιος έλεγε στον πατέρα μου, μόνο σε μένα έχει εμπιστοσύνη ο πασάς, μόνο εσύ αν του πεις...
Απότομα με σήκωσαν, με έβαλαν στη βάρκα. Έπειτα, σχεδόν αμέσως, ένας σκοτεινός Κολοσσός. Ανεβήκαμε μία σκάλα. Είμαστε στο κατάστρωμα. Ο κυβερνήτης, τυλιγμένο στο Λευκό μεταξωτό του μανδύα με τις χρυσές φράντζες, ήρθε προς εμάς. Ο πατέρας μου άρχισε να του μιλά, να του μιλά... Ήρθε στιγμή που νόμισα πως δεν θα τελείωναν ποτέ την ομιλία τους.
Άξαφνα ο πατέρας μου έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου.
- Πήγαινε με τον Καντρή-μπέη, μου είπε με ύφος κουρασμένο. Θα σου δείξει, θα σου δείξει πολλά... Και να μην κλαις.
Ο κυβερνήτης με έπιασε από το χέρι. Σιγά-σιγά κάναμε τον γύρο του καταστρώματος. Μου εξηγούσε πολλά πράγματα, μισά ελληνικά, μισά τουρκικά. Τον άκουγα με ύφος μακρινό, αλλά δεν έκλαιγα πια. Τώρα είμαστε στην πρύμνη. Η θάλασσα από βάθυπράσινη γίνονταν λίγο-λίγο μαύρη. Το μπρίκι με Όλα του τα πανιά άφηνε πίσω το νησί της Βαλιντέ σουλτάνας. Το μάτι μου πλανήθηκε στους βράχους που υψώνονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Και άξαφνα άφηκα μία φωνή αγωνίας. Στην κορυφή μιανού λοφίσκου εφαίνονταν δύο γυναικείες σιλουέτες. Η μια, η μεγάλη, φορούσε μωβ, η μικρή κόκκινα. Ο αγέρας που φυσούσε από τη θάλασσα, φούσκωνε τα φουστάνια τους, τα έκανε θεόρατα σαν μπαλόνια. Νόμιζα πώς τα πετούσαν και έπειτα θα πέφταν να πνιγούν..- Θάλεια, φώναξα...
ΤΕΛΟς Α΄ ΜΕΡΟΥς
Οι θεότητες του Κοτύλλου (Β' Μέρος)!
Ο Κατρή-μπέης δίπλα μου άρχισε να γελά. Οι δύο σιλουέτες ακίνητες, βλέπανε το μπρίκι που έφευγε μακριά. Ο ήλιος δύοντας έριχνε τις τελευταίες ακτίνες στα φουστάνια τώρα. Της μητέρας και φαινόταν καφετί, της μικρής χρυσό. Αλλά σιγά-σιγά τα φανταστικά χρώματα μαραίνονταν. Σε μία στιγμή του κοριτσιού ξανάγινε κόκκινο, ένα κόκκινο όμως τραγικό σαν αίμα...
- Θάλεια! Ξανά φώναξα.
Τώρα πια σκοτείνιαζε. Το νησί ήταν μαύρο. Η νταντέλα των βράχων γίνονταν ανεπαίσθητη, μία γραμμή πιο έντονη που χώριζε τη θάλασσα από τον ουρανό.
Είχα αρχίσει να κλαίω...
Η ΔΙΗΓΗΣΗ
- Τσελεμπή, τσελεμπή!...
Ήταν η δεύτερη φορά που ο συνοδός μου με την κλαψιάρικα φωνή του, με είχε φωνάξει. Σήκωσα τα μάτια. Είχαμε φτάσει. Απορροφημένος από τις σκέψεις μου, δεν το είχα αντιληφθεί. Περίεργη, αλήθεια, ήταν η τύχη μου εγώ ο Γιώργος Σταύρος, ο γιος του Σταύρου Τσαπαλάμου, του Γραμματικού του Αλή Πασά, ανέβαινα τώρα αυτό το βουνό,- γιατί; για τις 16500 γρόσια του Βελλή Πασά, που του ρίχναν σαν ελεημοσύνη αυτοί οι τυχοδιώκτες. Α, όχι βέβαια! Θα έβλεπαν...
Κατέβηκα από το άλογο. Μοναχός πήρα ένα μονοπάτι. Σιγά-σιγά το περιτοίχισμα άρχισε να προβάλλει μπροστά μου. Ο ήλιος του Αυγούστου του δήμου μία απαστράπτουσα λευκότη. Η είσοδος, τετράγωνη υπερυψηλή, ανοίγονταν στη δεξιά άκρη. Μπήκα αδίστακτα. Σωροί από χώμα, σπόνδυλοι από κολώνες, συντρίμματα αγαλμάτων, ήσαν ριγμένα με αταξία σε όλα τα μέρη. Μερικοί Φιγαλιώτες δουλεύανε σε ένα λάκκο. Προχώρησα υπερπηδώντας τα εμπόδια. Είχα έρθει και το 1811, σχεδόν ένα χρόνο πριν. Τι διαφορά από τότε.
Τώρα η ακαταστασία έληγε. Μπροστά στα μάτια μου, θαμπωμένα παρουσιάστηκε μία απέραντη ζωφόρος... Πήγα κοντά. Αυτά ήταν που θα μας έκλεβαν οι Φράγκοι... Τα είχαν δέσει με χοντρά σκοινιά, αίτημα... Πλησίασα ακόμη περισσότερο. Ο πόλεμος των κενταύρων στο γάμο του Πυρίθοου, η μάχη του Θησέα κατά των Αμαζόνων... Όπως και της Αθήνας, του Σουνίου... Δύο κένταυροι που σηκώνουν ένα βράχο για να σκοτώσουν έναν ήρωα σκεπασμένο με την ασπίδα του: Είναι βουτηγμένος στη λάσπη ως τη μέση, και οι ανταγωνιστές του ως τα γόνατα... Οι δύο θεοί μέσα στο άρμα των ελαφιών... Άραγε ο Παυσανίας είχε πει την αλήθεια, άραγε αυτή η ζωφόρος είχε βγει από το εργαστήρι του Φειδία; Με αγωνία έβαζα το ερώτημα στον εαυτό μου. Οι πολύπτυχες, αλλόκοτες ενδυμασίες των θεοτήτων δεν είχαν τίποτα από την απέριττη φειδιάκη τέχνη: Με απογοήτευαν. Και αυτό το σχιστό, σχεδόν γκριζωπό μάρμαρο που θύμιζε το Θησείο...
Γύρισα το πρόσωπό μου αυτό άλογα: Ήταν μία κακή εντύπωση, μία κακή εντύπωση πολύ φυσική ύστερα από τις σκέψεις που είχα στο δρόμο. Προχώρησε λίγα βήματα, επεξεργαζόμουν κάτι άλλα μέρη της ζωφόρου, πιο πέρα. Ήταν ολωσδιόλου άθικτα αυτά, ακέραια...
Άξαφνα άκουσα μία φωνή κάπου κοντά, μία γυναικεία φωνή που με τάραξε. Πόσα χρόνια ήταν που δεν την είχα ακούσει! Και εδώ... Πάνω στο Κότυλο,στη Φιγάλεια... Πως είχε έρθει από το μυρωμένο νησί που η ανάμνηση του έμενε πάντα βαθιά χαραγμένη μέσα μου; Άφησα τη ζωφόρο και κοίταζα καλά-καλά γύρω μου. Τα ευρήματα ήταν ακουμπισμένα πάνω σε λοφίσκους από Χώματα. Τότε...Ώρμησα σε μία δίοδο σκεπασμένη με κισσό. Μία φωνή, άλλοι, απαντούσε τώρα στη φωνή εκείνη, μία φωνή τευτονική. Στην στροφή του δρόμου αντίκρισα τη ράχη του συντρόφου, έπειτα εκείνην...
- Θάλεια!
Σήκωσε το βλέμμα, εκείνο το βλέμμα που έλαμπε απαλά στις μαύρες και Στων ματιών της, που δεν είχε αφήσει ποτέ κανέναν άντρα ψυχρό. Σε ένα δευτερόλεπτο με είχε αναγνωρίσει.
- Γιώργο!
-Θάλεια... Ξαναείπα.
Ήμουν ολωσδιόλου κοντά της. Αυτό ήταν λοιπόν το κοριτσάκι που είχα γνωρίσει, η γυναίκα με την αέρινη γάζα που σκέπαζε τους γυμνούς της ώμους, με τη μουσλινένια ρόμπα, όλο ρουζ βούλλες;...
- πόσα χρόνια, πόσα χρόνια! Μουρμούρισε έκπληκτη, συγκινημένη.
-Το 99 έφυγα. Δέκα-τρία...
-Όχι, δέκα-τέσσερα, το 98 ήτανε...
Ο Γερμανός άρχισε να γελά με ένα γέλιο σαρκαστικό, αποκρουστικό.
- Λοιπόν;
Απότομα έστρεψα το βλέμμα μου. Ρετουσάριζε κάτι σκίτσα της ζωφόρου με νωχέλεια.
- Ο κύριος Βάγκνερ, ζωγράφος της αυτού υψηλότητας, του πρίγκηπος της βαυαρίας.
- Ενθουσιασμένος, είπε υποκλινόμενος.
- Ο κύριος Γεώργιος Σταύρος.
Εμείναμε λίγη ώρα ακίνητοι και οι τρεις. Έπειτα ο κύριος Βάγκνερ ξανακάθησε στο σκαμνί του χωρίς να ενοχληθεί καθόλου, με μια ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο. Η Θάλεια ήταν ταραγμένη. Η στάση του ζωγράφου την στεναχωρούσε. Τέλος είπε διστακτικά:
- Ώστε, εσείς είστε ο Γραμματικός του Βελλή Πασά;
- Ναι και ήρθα...
- Θέλετε να δείτε τη ζωοφόρο;
Αισθανόμουν πώς ήταν η μόνη προσφυγή στη στεναχώρια της.
- Πως...
Διασχίσαμε το διάδρομο Ε τον κισσό. Είμαστε πάλι στην μακριά θεωρία των λησμονημένων θεοτήτων. Η Θάλεια με το ομπρελίνο της μου έδειχνε τις ανάγλυφες παραστάσεις. Μόνο που το ομπρελίνο αυτό έτρεμε στο χέρι της.
- Τι τύχη ε; Δεν ξαναστάθηκε ποτέ, τόσες αρχαιολογικές επιτυχίες σε τόσο λίγο καιρό. Πέρσυ τα αιγινήτικα, φέτο αυτά εδώ...Ο ο βαρώνος Χάλερ έλεγε στο σύζυγό μου...
- Στο σύζυγό σου;
Την κοίταζα με μία οδυνηρή έκπληξη.
- Ναι, ο Γκρόπιους, ο πρόξενος στο Τρικέρι...
Γύρισε προς τη ζωοφόρο.
- Ώστε παντρεύτηκες
- Ναι, είπε με μία να δυνατή, αξιολύπητη φωνίτσα.
Νόμιζα πως θα έκλαιγε. Μα γιατί; γιατί;
- Τι φασαρία, επρόσθεσε πιο φυσικά, τι φασαρία! Εμείς έχουμε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις. Ο Φωβέλ από την Αθήνα, ο Φυρτβάγκλερ, ο Ύρλιχς...
- Τις διαπραγματεύσεις! Είπα.
Γύρισε και με κοίταξε. Τι δυστυχία, τι απελπισία γέμισε τα μάτια της!
- πόσο ευτυχισμένοι είμαστε τότε... Ψιθύρισα. Γιατί τώρα...
Άξαφνα δύο δάκρυα άρχισε να λάμπουν στα μάτια της. Έκλαιγε. Το στήθος της κλονιζόταν από λυγμούς.
- Τι έχεις, τι έχεις;
Με κοίταξε με αγωνία. Πέρασα το χέρι μου γύρω από τη μέση της. Η αδυναμία της ήταν μεγάλη. Αισθανόμουνα πως θα έπεφτε, αν δεν τη συγκρατούσα.
Την έβαλα και κάθισε σε ένα μάρμαρο. Κάθισα χάμω κοντά της. Τα μάτια μου είχαν υγρανθεί.
- Πες μου, είπε, πες μου τι έκανες από εκείνον τον καιρό...
- Τι έκανα...
- Τι έκανες...
Σήκωσα τους ώμους μου αδιαφορία.
- τι άλλο μπορούσε να γίνει ο γιος σου του Σταύρου Τσαπαλάμου παρά Γραμματικός του βελή Πασά;
- και σε έστειλε να πάρεις το μερίδιό του από τον μάρμαρα; Τι τύχη αυτή του Πασά! Να χάσει τη θέση του έτσι άξαφνα. Και τώρα θα φύγετε, θα πάτε στα Γιάννενα...
Τέλος Β΄Μέρους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου