Ο αρχηγός των μνηστήρων, ο Αντίνοος, είναι ο πρώτος που έπεσε νεκρός από βολή του Οδυσσέα.
O Λαερτιάδης το υποσχέθηκε. Κανείς τους δεν θα σωθεί..
Έφτασε η ώρα της πλερωμής για τ’ ανομήματά τους.
Η ύβρη τους είναι πια υπόθεση της Τίσης, της Νέμεσης, ήτοι της Θείας Δίκης.
Ο Οδυσσέας γίνεται ο φυσικός αυτουργός, ο αποφασιστικός εκτελεστής αυτής της υπόθεσης της Δικαιοσύνης.
Η ρίζα του κακού θα ξεριζωθεί:
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους:
«Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω
πια από την Τροία, γι΄ αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου,
και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες,
κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο,
και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη,
μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα ΄ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα!
Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!»
Μετά τη μνηστηροφονία
Η πρώτη που βλέπει τους μνηστήρες νεκρούς, τον Οδυσσέα ανάμεσά τους άγριο λιοντάρι να στέκεται λουσμένο μες στο αίμα, είναι η πιστή, του παλατιού η βάγια, η Ευρύκλεια, τροφός του Οδυσέα:
«Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα
στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο — σαν το λιόντα,
που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι
το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα
λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλύει η τρομάρα.
Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια».
Το θέαμα τη χαροποίησε, αγάλλιασε η ψυχή της τόσο, που τσιρίδα θέλει να βγάλει από χαρά, από ενθουσιασμό μεγάλο!
«Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα,
τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει
από χαρά.....»
Ο Οδυσσέας δεν επιτρέπει στην ψυχή φωνή ευτυχίας να βγάλει.
Τη βάγια αστραπιαία κράτησε, σεβόμενος τον ηθικό κανόνα:
πως ο νεκρός, εχθρός κι ας είναι, λύπη, σιωπή χρειάζεται, κομπασμό κι έπαρση καμία.
Ο ζωντανός έχει ανάγκη τη χαρά, το θαυμασμό και κύρια την αγάπη!
«.......μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντάς της,
και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
«Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις·
δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!
Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ΄ άνομά τους έργα
τους δάμασαν......
μον΄ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες.
ποιες απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.»
Κι η βάγια η Ευρύκλεια μαρτυρά γι’ αυτές που πίστη για είκοσι συναπτά χρόνια κατάθεταν στα πρόσωπα, στο βιος του παλατιού, που σφετερίζονταν άλλοι, μα και για κείνες, τις λιγότερες, που αυτόν τον «ξεψηφούσαν»:
«Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια:
Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες
σκλάβες· αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν,
να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους.
Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη,
μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους
την Πηνελόπη....»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη:
«.........· πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα
εδώ να ρθουν — αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.»
Ο Οδυσσέας έχει πάρει την απόφαση, να συνεχίσει το έργο που άρχισε, τη δικαιοσύνη ξανά να φέρει, να διαλύσει κάθε ελπίδα του άδικου κι άνομου, πως μπορεί να μην πιαστεί «στου χαλασμού τα δίχτυα»...
Θα πατάξει κι όλα τα ζιζάνια που φύτρωσαν στα ριζά του δέντρου της αδικίας, που υψώθηκε με αναίδεια κι ασέβεια στα μάρμαρα του παλατιού της Ιθάκης.
Χαρά Νάστου
The Mythologists
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου