Το Β” μέρος της συνταρακτικής και άκρως λεπτομερούς αλλα και αντικειμενικής μελέτης του δημοσιογράφου-μελετητή Ανδρέα Μακρίδη από το sitalkisking.blogspot.gr
Επιμέλεια αναδημοσίευσης Μανόλης Λίβας
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ E” ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΥΨΗΛΑΝΤΗ: ΕΝΑΣ ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ «ΕΝ ΟΧΕΤΟΙΣ ΔΑΚΡΥΩΝ» (Μέρος Β” )
Νουθεσίες, προειδοποιήσεις, απειλές, κατάρες και ύβρεις περιλαμβάνει ο αφορισμός του Υψηλάντη και του Μιχαήλ Βόδα– και μαζί μ’ αυτούς, των επαναστατών που τους ακολουθούσαν. Από την στιγμή που συντάχθηκε, υπό τις συνθήκες που είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, διχάζει τους αναγνώστες του σε δύο παρατάξεις.
Είναι κατ’ αρχήν εκείνοι που θεωρούν τον Πατριάρχη Γρηγόριο, «προδότη και αντεπαναστάτη». Στην αρχή ήσαν ελάχιστοι, αλλά στον αιώνα μας έγιναν πολλοί. Και είναι κι εκείνοι, κυρίως προσκείμενοι στους εκκλησιαστικούς κύκλους, που ήθελαν τον Πατριάρχη έναν αφανή ήρωα της Επανάστασης, έναν ιεράρχη που αφόριζε, την ώρα που ενδόμυχα ευχόταν, τον θρίαμβο των Ελλήνων. Μια προσεκτική ανάγνωση των πατριαρχικών κειμένων και των μαρτυριών της εποχής, μας δίνει την δυνατότητα διατύπωσης μιας τρίτης εκδοχής, την οποία και παρουσιάζουμε.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
Ο αφορισμός, ξεκινά με ένα κήρυγμα υπέρ της ηθικής και της ευγνωμοσύνης. Της ευγνωμοσύνης την οποία οφείλουν στον Σουλτάνο, οι δύο ηγέτες της Επανάστασης, οι δύο εκπρόσωποι των κυριότερων οίκων της φαναριώτικης αριστοκρατίας, που ενωμένοι δίνουν τη μάχη για το αναστημένο Γένος. Ο Υψηλάντης χρεώνεται με «κακία» απέναντι στην «κραταιά και αήττητον βασιλεία» την «κοινήν ημών ευεργέτιδος και τροφού», η οποία είναι «από Θεού τεταγμένη» κατά την δουλική κοσμοθεώρηση που είχε αναγκαστικά αναπτύξει η Εκκλησία μετά την Άλωση.
Στην «κακία», την «αγνωμοσύνη» και «θρασύτητα» του Υψηλάντη, προστίθεται και ένας εύγλωττος παραλληλισμός με το πρόσωπο του Ιούδα- ενώ για τον Μιχαήλ Σούτσο, επιφυλάσσονται οι ίδιοι χαρακτηρισμοί και κατηγορίες περί «κακοβουλίας» και «τερατώδους αχαριστίας». Και οι δύο είναι «απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι», που προσέλκυσαν «κακοήθεις και ανοήτους» που διέσπειραν και αποστόλους (υπαινιγμός για τους αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας) «δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας (…) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους».
Οι παραπάνω καταγγελίες ωστόσο, δεν λειτουργούν αυτόνομα. Επιστρατεύονται προκειμένου να πλαισιώσουν το πραγματικό πλαίσιο του αφορισμού, που δεν είναι άλλο παρά η κατάρρευση της χίμαιρας περί ρωσικής βοήθειας και η απειλή εκτεταμένων σφαγών εκ μέρους του Σουλτάνου. Οι συντάκτες του αφορισμού, γνωρίζουνε πολύ καλά πως απευθύνονται σε μυημένους- οι πληροφορίες όμως που θα δώσουν, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να φανερώσουν στον Σουλτάνο την πρότερη γνώση της ηγεσίας της Εκκλησίας για τους συνωμοτικούς μηχανισμούς. Ας δούμε τις σχετικές περικοπές:
«Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να ενθαρρύνωσι τους ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της ρωσσικής δυνάμεως, προβαλλόμενοι, ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά των» πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος Πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος την βδελυρίαν και προσεπιπλέον η Α.Ε. (σ.σ. Αυτού Εξοχότης) ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα διατρέχοντα, υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς εξ αρχής τον αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών. Και τόσον εκ της ειδοποιήσεως ταύτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από μέρους των Μουχαφίσιδων των βασιλικών Σερχατίων, και από άλλους πιστούς ομογενείς επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον Κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου».
Ο Πατριάρχης και όσοι συνέπραξαν μαζί του στην σύνταξη του αφορισμού, αφιερώνουν μία παράγραφο στην ρωσική στάση, προκειμένου να ενημερώσουν τους αποδέκτες τους για το νέο αυτό, συντριπτικό δεδομένο. Ο Γρηγόριος, όπως αποδείξαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, γνωρίζει πολύ καλά τις υποσχέσεις του Υψηλάντη για ρωσική βοήθεια, τις επαγγελίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν οι μυήσεις της Φιλικής. Τώρα λοιπόν, που οι προσδοκίες αυτές έχουν καταρρεύσει και που ο ρώσος πρέσβυς, βαρώνος Στρογγανώφ, ως εκπρόσωπος της Ρωσίας που εγγυάτο τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών, έχει προτρέψει τον Σουλτάνο σε καταστολή, ο Πατριάρχης σπεύδει να σημάνει συναγερμό και να προλάβει την επέκταση της εξέγερσης
Τα δεδομένα είναι συντριπτικά σε βάρος των επαναστατών και τίποτα δεν μαρτυρά, πως ο Γρηγόριος θα ήταν δυνατόν τις στιγμές εκείνες, να δρα απλώς για τον κατευνασμό του Σουλτάνου. Με βάση την προϊστορία του και τους ενδοιασμούς που είχε εξ αρχής για το επαναστατικό εγχείρημα, το πλέον πιθανό είναι, πως προσπαθεί πράγματι να προλάβει τα χειρότερα που θα έρχονταν, από την επαναστατική εμπλοκή των υπολοίπων Ελλήνων. Υπάρχουν άλλωστε και οι απειλές του Σουλτάνου, οι οποίες επίσης επισκοπούνται στον αφορισμό:
«Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσι τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών, (μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ!) αμέσως θέλει εξαφθή η δικαία οργή του κράτους του καθ’ ημών, και ο θυμός της εκδικήσεως γενικός των Εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία δια του εκδοθέντος και επ’ ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού».
Εδώ απαντούμε το δεύτερο επιχείρημα του Πατριαρχείου ενάντια στην Επανάσταση. Δεν είναι ίσως, τυχαίο, πως έρχεται δεύτερο χρονικά στην κατάταξη των επιχειρημάτων, όπως επίσης και ότι στον πυρήνα του, βρίσκεται η απειλή ενός «άδικου και παράλογου» θανάτου, για τους αθώους στους οποίους ο Σουλτάνος θα εκχύσει την οργή του. Και ναι μεν, ο θάνατος του αθώου είναι ένας «άδικος» θάνατος. Γιατί όμως είναι «παράλογος»; Πού κολλάει το επιχείρημα του «παραλόγου»; Μα φυσικά, στο πρώτο επιχείρημα του αφοριστικού, που αφορά την στάση της Ρωσίας. Αυτό είναι το βασικό δεδομένο που παρακίνησε το άτυπο Συμβούλιο των Ρωμιών της Πόλης, να δώσει την εντολή για την σύνταξη του αφορισμού, και όχι η σφαγή των Ελλήνων, όπως συχνά υποστηρίζεται.
Το πατριαρχικό κείμενο, καταλήγει με τις γνωστές κατάρες που συνοδεύουν την πράξη του αφορισμού- μία βαρύτατη θρησκευτική ενέργεια, που παρεκτράπη κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του Γένους, σε πολιτική και δικαστική: «Ως παραβάται δε, των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως ενάντιοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τελκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικιοι αναθέματι…». Όσοι δε, αρχιερείς και ιερείς ακολουθήσουν τους επαναστάτες στο εγχείρημά τους μετά απ’ τον αφορισμό και δεν δείξουν ενεργή διάθεση να πατάξουν τα «αποστατικά φρονήματα», καταδικάζονται σε έκπτωση κάθε ιεροπραξίας «και τω πυρί της γεέννης ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας».
Φυσικά,
τίποτε από τα παραπάνω δεν πρόκειται να συμβεί. Ο Υψηλάντης θα
εξομολογηθεί και θα κοινωνήσει πριν το θάνατό του- και θα ταφεί στο
ελληνορθόδοξο κοιμητήριο της Βιέννης, ενώ η Ελλαδική Εκκλησία θα
συνεχίσει να αναγνωρίζεται απ’ το Πατριαρχείο μαζί με τους ιερείς και
αρχιερείς της που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση. Μία παράδοση μάλιστα,
που αναφέρει ο γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη, Μιχαήλ Οικονόμος,
υποστηρίζει πως τη νύχτα της 13ης Μαρτίου του 1821, υπήρξε άρση του
αφορισμού σε κρυφή τελετή στο Πατριαρχείο. Ακόμα κι αν έγινε κάτι
τέτοιο, που δεν πιστοποιείται από άλλη πηγή, ήταν καθ’ όλα μια
λεπτομέρεια που αφορούσε μονάχα εκείνους που συμμετείχαν. Γιατί η σχέση
του κειμένου με τα αισθήματα Ρωμιών της Πόλης, εκφράζεται δωρικά και
καταλυτικά από τον γραμματέα του Δ. Υψηλάντη, Ιωάννη Φιλήμονα: «Ο
γενικός συνοδικός Αφορισμός, υπεγράφη επί αυτού του ιερού θυσιαστηρίου
και ανεγνώσθη φρικιώντων των ακροατών και αυτών αναμφιβόλων των
υπογραψάντων Πατριαρχών και αρχιερέων».
Αξίζει πλάι στα παραπάνω, να αναφέρουμε και άλλη μία σημαντική παράμετρο, που πάντα παραβλέπεται από τους επικριτές του Πατριάρχη: Ο αφορισμός, χρησιμοποιεί εξίσου βαρύτατες εκφράσεις και κατά της Φιλικής Εταιρείας και των όρκων υπακοής προς αυτήν. «Η επιμονή του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής, πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι ολεθρία και θεομίσητος, είναι φανερόν. Εξ εναντίας η αθέτησις του όρκου αυτού, απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής και σωτηριώδης» αναφέρεται χαρακτηριστικά. Και όμως: ανάμεσα στους υπογράφοντες τον αφορισμό, απαντούμε τον προστάτη του Παπαφλέσσα, Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο, τον επίσκοπο Ρέοντος, Διονύσιο, με λαμπρή επαναστατική δραστηριότητα αργότερα, αλλά και τον μαθηματικό και επίσκοπο Ανδριανουπόλεως, Δωρόθεο Πρώιο, έναν από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Την 11η Μαρτίου του 1821, οι άνθρωποι αυτοί καταδικάζουν τους εαυτούς τους, ή ιδέες εξαιρετικά συγγενικές με τις δικές τους.
Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Οικονόμο, κατά την συνεδρίαση των 72 εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης της Πόλης, όπου αποφασίστηκε η καταδίκη της Επανάστασης, ο Μέγας Δραγουμάνος, Κωνσταντίνος Μουρούζης, πρότεινε να μεταβούν οι αρχιερείς στις επαρχίες τους, προκειμένου να προτρέψουν τους συμπατριώτες τους να απόσχουν της επαναστατικής κίνησης. Ο επίσκοπος Δέρκων, Γρηγόριος, πρότεινε στον Πατριάρχη να μεταβεί στην Πελοπόννησο, προκειμένου να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο Γρηγόριος αρνείται: «Γνωρίζω μεν, ότι το μέτρον, ει παρεδέχετο, ην σωτήριον δια τα ολίγων αγίων γερόντων άτομα. Αλλ’ εν ενδεχομένη, ή μάλλον βεβαία αποτυχία της αποστολής των, το κακόν ήθελε λάβει μείζονα επίτασιν και ηθέλομεν γίνει ημείς, Άγιε Δέρκων, αίτιοι μεγάλης σφαγής του αθώου λαού και μεγίστης αιματοχυσίας, χάριν της ιδικής μας σωτηρίας. Και η Υψηλή Πύλη ως δικαιολογίαν της ωμότητός της ήθελ’ έχει την ιδικήν μας διαγωγήν. Αι ημέραι ημών εμετρήθησαν, Άγιε Δέρκων, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου, του καλέσαντος ημάς εις την δεινοτάτην ταύτην δοκιμασίαν, ην οφείλομεν και με το ίδιον ημών αίμα να ελαφρύνωμεν. Γνωρίζω τι μας περιμένει. Είναι ήδη προαποφασισμένον…».
Η παραπάνω διήγηση, ενέχει ένα στοιχείο ρομαντισμού και οι διάλογοι που παραθέτει ο Οικονόμος, ενδέχεται να μην είναι αποτυπωμένοι με απόλυτη ακρίβεια. Αξίζει όμως να κρατήσουμε την άρνηση του Πατριάρχη, όχι ως στοιχείο «πατριωτισμού και αυτοθυσίας», αλλ’ ως στοιχείο πρακτικής σκέψης: Ο Γρηγόριος αντιλαμβάνεται πως ακόμα και με την φυσική παρουσία των συνοδικών αρχιερέων στις πατρικές τους εστίες, η Επανάσταση πιθανότατα δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Ο Σουλτάνος σε μια τέτοια περίπτωση, πολύ απλά θα θεωρούσε ότι οι αρχιερείς σκαρφίστηκαν μια τέτοια κίνηση, προκειμένου να αποδράσουν από την Κωνσταντινούπολη και η μανία του θα μεγάλωνε- ενώ αδιαμφισβήτητα θα βεβαιωνόταν πως πίσω από την Επανάσταση κρυβόταν η ηγεσία της Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς ο Πατριάρχης, που αγαπά την Εκκλησία, επιθυμεί να το αποφύγει.
Ο Γρηγόριος λοιπόν, αρνείται να αποστείλει τους συνοδικούς αρχιερείς στις επαρχίες τους. Οφείλει όμως να αποστείλει τα αφοριστικά στις κατά τόπους Εκκλησίες. Και αυτό θα γίνει με τρεις συγκεκριμένους επισκόπους, οι οποίοι θα μεταφέρουνε μαζί τους και συνοδευτικές επιστολές για τους κατά τόπους ομολόγους τους.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΑ
Ευθύς αμέσως μετά την σύνταξη και ανάγνωση του αφορισμού, την 11η Μαρτίου 1821 (23η με το νέο ημερολόγιο), ο Γρηγόριος αποστέλλει το αφοριστικό κείμενο στη Μολδοβλαχία και στην Ελλάδα. Ας δούμε την επιστολή που απέστειλε ο Γρηγόριος στην περιοχή που εκδηλωνόταν το επαναστατικό εγχείρημα, όπως την σώζει ο αγωνιστής Ηλίας Φωτεινός στο έργο του «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως»:
Γρηγόριος ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης.
Ιερώτατε Μητροπολίτα…υπέρτιμε και έξαρχε πλαγηνών, εν αγίω πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος κύριε (ο δείνα) χάρις είη σοι τη Ιερότητι και ειρήνη παρά θεού.
Πόσον διετάραξε τας καρδίας ου μόνον των εκκλησιαστικών, αλλά και πάντων ων εν τη βασιλευούση κατοίκων ομογενών από μικρού έως μεγάλου, το απροσδόκητον αποστατικόν αυτόθι κίνημα, αδυνατούμεν γραφή παραδούναι. Όλοι πενθούντες και σκυθρωπάζοντες, μένομεν εκστατικότες, ότι και της εκκλησίας και της θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένης κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, έφθασεν επί τοσούτον αγνώμων και αχάριστος να φανή, ο επί την Ηγεμονείαν αυτήν, ως μη ώφειλε, προαχθείς Μιχαήλ και με ο πρόσχημα της ελευθερίας να κηρυχθή τω πράγματι και τη αληθεία εχθρός του γένους επίσημος, συμφωνήσας τω φυγάδι εκείνω και επίσης αγνώμονι Αλεξάνδρω τω Υψηλάντη. Αυτοί μήτε τα προς θεόν όσια, μήτε τα προς ανθρώπους δίκαια διατηρήσαντες, καταπατήσαντες και θρησκευτικά και ηθικά, ου μόνον εξηπάτησαν τους αυτόθι ουτιδανούς και αφελέστερους, αλλά και το γένος όλον ασυνειδότως εσυκοφάντησαν, προβαλλόμενοι το κακοηθέστατον σχέδιον αυτό, ως εθνικόν. Αλλ’ η θεία πρόνοια και η επαγρύπνησις της κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, δια των κατά τόπους φωραθέντων γραμμάτων, και εξ αυτής της επαγγελτικώς δοθείσης ειδοποιήσεως του εξοχωτάτου Πρέσβεως της Ρωσσίας, ανεκάλυψε την σκηνήν, και εγνώσθη η βάσις και η αρχή πόθεν, και εφωράθη το ψεύδος του προβλήματος, και η απάτη, την οποίαν αναισχύντως μεταχειρίζονται, ως έχοντες δήθεν συνεργόν εις τοιούτους σκοπούς ολεθρίους την Ρωσσικήν δύναμιν, καθώς ταύτα πάντα διεκηρύχθησαν και δια του επίτηδες επ’ αυτή τη υποθέσει εκδοθέντος, και σήμερα επ’ ακροάσει κινή πάντων ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού.
Το βασιλικόν κράτος επεχείρησεν ευτάκτως την ανατροπήν του κακοήθους σχεδίου, και η αγία του χριστού εκκλησία κατά χρέος απαραίτητον επαγρυπνούσα υπέρ των απανταχού ομογενών, εξέδωκε γράμματα, και διένειμε δι’ εξάρχων, υπαγορεύουσα πάσι τοις ομογενέσι κοινώς τε και κατά μέρος τα σωτήρια, και στηρίζουσα πάντας, εις το πιστόν του Ρεαγιαλικίου, και τα χρέη της ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής. Εκείνους δε τους πρωτουργούς και τους αμεταμελήτους αυτοίς κατακολουθούντας και συμφωνούντας αραίς αλύτοις καθυποβάλλει και αναθέμασιν, ως προφανώς ολετήρας, και την έκχυσιν τόσων και τόσων αθώων αιμάτων ομογενώς ασπλάγχνως και απανθρώπως επιθυμήσαντας. Τοιαύτα γράμματα στέλλωνται προσφόρως και εις την Επαρχίαν της Ιερότητός σου, και των Θεοφιλεστάτων Επισκόπων σου, εκ των οποίων γραμμάτων και ακριβέστερον πληροφορείσαι. Ιδίως δε γράφοντες και δια της παρούσης εντελλόμεθά σοι εκκλησιαστικώς να διασαλπίσης εις όλους τους υπό την πνευματικήν σου προστασίαν χριστιανούς τας εννοίας των εκκλησιαστικών μας γραμμάτων, να αγωνισθής εκ παντός τρόπου εις το ν’ αποδείξης την πλάνην, εις την οποίαν ευρίσκονται, να διαλύσης τους ματαίους στοχασμούς των, και τέλος πάντων, ν’ αποδείξης, ότι με την επιμονήν αύτών εις το απονενοημένον τούτο κίνημα, διοργανίζουσι τον όλεθρον όλου του γένους, να πληροφορήσης αυτούς, ότι αν δεν διορθώσωσι το σφάλμα με μίαν τελείαν και ειλικρινή μεταμέλειαν, η εκκλησία τους έχει αποκεκομμένους της των πιστών ολομελείας, και αποβλήτους και ενόχους τω αιωνίω αναθέματι.
Προ πάντων δε προσεκτικώτατος έσο η Ιερότης σου αγαπητέ αδελφέ! Εννόησον, ότι έχεις να δως απολογίαν επί του αδεκάστου βήματος του κυρίου ημών εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της ετάσεως περί όλων των αυτόθι ομογενών και των αλλαχού ευρισκομένων, και εξαιτίας αυτών κακόν τι υποστησομένων. Εκ της χειρός σου εκζητηθήσεται το αίμα αυτών, αν μη και λόγω και έργω, δεν προφθάσης την αναγκαίαν θεραπείαν και διόρθωσιν, αν δεν εκτελέσης τα αρχιερατικά χρέη σου, μεταπείθων τους εξαπατηθέντας, αποδεχόμενος και συγχωρών τους μετανοούντας, και των όρκων εκείνων των Σατανικών απαλλάττων, μισών, αποστρεφόμενος, καταδιώκων, και κατατρέχων τους λιποτακτήσαντας, και κατά πάντα συμφρονών τη του θεού εκκλησία, και τη εφ’ ημάς Θεοδότω κραταιά βασιλεία. Καθότι εάν, ο μη γένοιτο, αντιδιατεθής και άλλα παρά τα εκκλησιαστικώς γραφόμενα επιχειρήσης, ή λόγω, ή έργω, ή διανοία, σε έχομεν εξ εκείνης της ώρας έκπτωτον του Αρχιερατικού βαθμού, αυτοκατάκριτον, και μέλος αλλότριον και ξένον της εκκλησίας του θεού, και καθαιρέσει αμετακλήτω ένοχον. Διό περιπόθητε αδελφέ! Αγωνίσθητι όσον το δυνατόν, δια ν’ αποφύγης τον ψυχικόν κίνδυνον, ότι εν οχετοίς δακρύων και το στελλόμενόν σοι Συνοδικόν γράμμα επί του θείου επεγράφη θυσιαστηρίου. Ούτως εξεκαύθη η δικαία της εκκλησίας αγανάκτησις κατά των κατά των κοινών φθορέων και λυμεώνων. Περιμένομεν να χαροποιηθώμεν με τας ταχείας αποκρίσεις σου, δηλωτικάς της αισίας των γραφομένων αποπερατώσεως, δια να σε καταστέψωμεν και με τας κοινάς ημών ευχάς και ευφημίας. Η δε του θεού χάρις είη μετά της Αρχιερωσύνης σου.
αωκα’ Μαρτίου 1α
Οι παραπάνω υπογραμμίσεις, έχουν γίνει βεβαίως από μας. Τυπικά, η επιστολή του Πατριάρχη, αποτελεί μια μικρογραφία του μεγάλου αφορισμού και που αποσπάσματά του παραθέσαμε πιο πάνω. Στην πράξη, έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε τα εξής:
1.Καταγγέλλοντας και καθυβρίζοντας τυπικά τους επαναστάτες, Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ (Βόδα) Σούτσο, ο Γρηγόριος σπεύδει να παρουσιάσει τους υποστηρικτές τους ως «ουτιδανούς» μεν, αλλά αφελείς. Οι πρωτεπαναστάτες κατηγορούνται πως «παρουσίασαν το κακοηθέστατο σχέδιό τους ως εθνικό»- και με τον τρόπο αυτό, ο Γρηγόριος αθωώνει το υπόλοιπο έθνος ως αμέτοχο των ενεργειών τους.
2.Παρότι γνωρίζει την επαναστατική προετοιμασία στην Ελλάδα, ο Γρηγόριος στην συγκεκριμένη συνοδευτική επιστολή του αφορισμού του, περιορίζει τους επαναστάτες στους «αυτόθι», δηλαδή στους διαμένοντες στη Μολδοβλαχία. Είναι φανερό, πως ο Πατριάρχης προσπαθεί να παρουσιάσει στους Οθωμανούς το επαναστατικό εγχείρημα, όσο το δυνατόν συρρικνωμένο και ανίσχυρο.
3.Αμέσως μετά, κοινοποιείται η καταδίκη της Επανάστασης εκ μέρους της Ρωσίας- κάτι που δεν είχε ακόμα γνωστοποιηθεί στη Μολδοβλαχία, λόγω καθυστέρησης αναγραφής και αναπαραγωγής των ειδήσεων, αλλά και διακίνησης των εφημερίδων με τα μέσα της εποχής.
4.Ο τοπικός επίσκοπος (η μπάλα παίρνει και τον επίσκοπο Ιασίου, Βενιαμίν Κωστάκε που είχε ευλογήσει τον Υψηλάντη) καλείται να αποτρέψει την σφαγή των αθώων, που απειλείται εάν δεν υπάρξει «η αναγκαία θεραπεία και διόρθωση»
5.Ο Πατριάρχης τέλος, διαβεβαιώνει πως ο αφορισμός συνετάχθη «εν οχετοίς δακρύων». Σπεύδει βεβαίως στη συνέχεια να διευκρινίσει, πως τα δάκρυα οφείλονται στην «αγανάκτηση της Εκκλησίας» και μόνον- ωστόσο το μήνυμά του περνά αλώβητο, και όποιος είχε στοιχειώδη νοημοσύνη, μπορούσε πολύ καλά να το αντιληφθεί.
Το μήνυμα του Πατριάρχη είναι ωμό και πράγματι αναβλύζει μέσα από ποταμούς δακρύων: «Ανακρούσατε πρύμνα». Αυτό που ο ίδιος ο Υψηλάντης προσπάθησε να κάνει στην αρχή αλλά δεν πρόλαβε, όταν διαπίστωσε την προδοσία του μυστικού της Φιλικής στον Σουλτάνο, το επιχειρεί πολύ αργότερα ο Πατριάρχης, με έναν επιτακτικό, όσο και δραματικό τρόπο.
Ο αφορισμός από μόνος του, λογικά θα είχε αδιαμφισβήτητες επιπτώσεις στο φρόνημα των επαναστατών, αν όχι κατ’ ευθείαν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την σχέση τους με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Έλληνες δεν ήσαν πλειοψηφία στην Μολδοβλαχία, ακόμα κι αν ήσαν πολυπληθείς. Όσο δε, για τους υπόλοιπους αλλοεθνείς συμπαραστάτες του Υψηλάντη, αυτοί, είτε ανήκαν στο χώρο της βαλκανικής κλεφτουριάς, είτε λειτουργούσαν ως στρατιωτικά σώματα διαφόρων τοπικών αξιωματούχων. Σε τέτοιες συνθήκες, ο κατώτερος κοιτά τον ανώτερό του και αναλόγως προσδιορίζει τη θέση του.
Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως ο αφορισμός είχε επίπτωση για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Φιλήμων ωστόσο, είναι κατά τι πιο αναλυτικός: «Και εκεί μεν αποτέλεσμα ουσιώδες επήνεγκον ταύτα δια το πνεύμα των ιθαγενών αρχόντων και την σύντονον επενέργειαν των διαφόρων προξένων, περιλαμβανομένου μεταξύ αυτών και του ρωσσικού Αλεξάνδρου Πίνη, δυτικού τω δόγματι». Ο πρώτος κλονισμός έρχεται λοιπόν για τις τοπικές ελίτ, για το αρχοντολόι που περίμενε την επιτυχία του Υψηλάντη για να αναλάβει την εξουσία, κατά τις υποσχέσεις του Αρχηγού της Φιλικής. Ο αφορισμός του Πατριάρχη, υποψιάζει τους προεστούς αυτούς πως κάτι δεν πάει καλά κι αρχίζουν να κρατούν αποστάσεις. Μαζί, έρχονται και οι διαβεβαιώσεις των προξενείων της Ιεράς Συμμαχίας πως η ελληνική επανάσταση αποδοκιμάζεται. Και ανάμεσά τους, στέκει και ο ρώσος πρόξενος: Όση προσπάθεια κι αν κάνει ο Φιλήμων να απαλύνει τις εντυπώσεις του κειμένου του, με την πληροφορία πως ο Πίνης ήταν «δυτικός τω δόγματι» η ουσία παραμένει.
Ο αγωνιστής Παναγιώτης Καλεβράς, (υμνητής του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αλλά σφοδρός επικριτής του Γρηγορίου Ε’), περιγράφει με τα μελανότερα δυνατά χρώματα, την επίπτωση του αφορισμού στο στράτευμα του Υψηλάντη:
«Ο Πατριάρχης (ύστερα από τη σύσκεψή του με τον Σεϊχ-ιλ-ισλάμη και τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας), μεταβάς εις το Πατριαρχείον την αυτήν νύκτα, εξέδωκεν αφορισμόν καθ’ όλων των χριστιανών, όσοι λάβωσιν όπλα ανά χείρας εναντίον της Τουρκικής Δυναστείας τον δ’ αφορισμόν διέταξε να εκφωνήσωσι άπασαι αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βλαχομπογδανίας και απάσης της Ελλάδος. Τούτου δε διαταχθέντος, συνέβησαν πολλαί κατακραυγαί κατά του Πατριάρχου και μάλιστα εις την εν Ιασίω Εκκλησίαν κατεβίβασαν από του άμβωνος οι Έλληνες τον τολμήσαντα να εκφωνήση τον αφορισμόν αρχιμανδρίτην και κατεσπάραξαν αυτόν κρυφίως, διακόψαντες εις τέσσαρα κομμάτια. Επομένως η του αφορισμού είδησις, έφθασεν εις τον στρατόν του Υψηλάντου και παρευθείς ενεκρώθη ο ζήλος του πολέμου καθ’ όλον το στρατόπεδον συγκροτούμενον ως επί το πλείστον υπό Βλάχων, Σέρβων, Βουλγάρων και Ελλήνων, απωλεσάντων πάσαν στρατιωτικήν πειθαρχίαν, απελπισθέντων, τραπέντων εις ληστείας και εις φυγήν. Ταύτα συνέβησαν ένεκα του αποτροπαίου εκείνου αφορισμού, εξ ου εκινδύνευσε σύμπαν το έθνος».
Όπως έχουμε αναφέρει και στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, δεν θεωρούμε τις μαρτυρίες του Καλεβρά αξιόπιστες. Στην συγκεκριμένη ωστόσο αξίζει να σταθούμε, στο βαθμό που επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, έστω και μερικώς. Γιατί είναι υπερβολικό και παράλογο να υποστηρίξει κάποιος, πως ξαφνικά το πολυεθνικό στράτευμα του Υψηλάντη έχασε την πειθαρχία του εξαιτίας των πατριαρχικών επιστολών μονάχα. Είναι ωστόσο λογικό να υποθέσει κανείς, πως ο τοπικός θεοσεβούμενος πληθυσμός που τροφοδοτούσε με τρόφιμα τους βαλκάνιους επαναστάτες, υπό την υποκίνηση των προεστών του, θα διαμόρφωνε πλέον ένα εχθρικό προς αυτούς περιβάλλον, αναγκάζοντάς τους να προβούν σε ληστείες…
Ας δούμε μιαν άλλη, πιο φλεγματική περιγραφή, που μας δίνει ο αυστριακός Κάρολος Goll, άτυπος ανταποκριτής της αυστριακής εφημερίδας “Allgemaine Zeitung” που εκδιδόταν στο Άουγκσμπουργκ της σημερινής Βαυαρίας. Την παραθέτει ο Γεώργιος Λάιος στο έργο του με τίτλο «Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821»:
«Την ίδια μέρα (σ.σ. 8 Απριλίου 1821, πιθανότατα με το νέο ημερολόγιο), διαβάστηκε η προκήρυξη του ηγεμόνα Καλλιμάχη μαζί με τον αφορισμό του Πατριάρχη, σε δυο εκκλησίες. Αλλά στη δεύτερη εκκλησία, όταν η ανάγνωση μπροστά στο λαό είχε φθάσει μέχρι τη μέση, εισόρμησε μέσα ο Γιωργάκης Ολύμπιος και απαγόρεψε να διαβαστεί παρακάτω. Σ΄αυτήν την προκήρυξη, που είναι ένα ολόκληρο φύλλο, γνωστοποιείται στον Μητροπολίτη, στους Επισκόπους, στους Βογιάρους και στο λαό η αποπλανητική επίθεση του Υψηλάντη και διαβεβαιούται ότι η Πύλη και η Ρωσία ευρίσκονται σε αρμονικές σχέσεις. Επομένως, όχι μόνο δεν πρέπει να παρασυρθούν με το μέρος των επαναστατών παρά πρέπει να αρπάξουν τα όπλα και να εξοντώσουν τον κοινό εχθρό. Γενικά η προκήρυξη υπόσχεται ηγεμονική αμοιβή σε κείνους που θα το κάμουν αυτό, ενώ αντιθέτως θάνατος και χαμός τους περιμένει εκείνους, που άμεσα ή έμμεσα θα πάρουν το μέρος του Υψηλάντη. Αλλά η προκήρυξη αυτή, έμεινε χωρίς καμιά επίδραση, τόσο στο Μητροπολίτη, όσο και στους Βογιάρους. Μόνο οι Βογιάροι δευτέρας τάξεως και η εμπορική τάξη απεφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να περιμένουν την εξέλιξη των γεγονότων. Αντιθέτως τις τελευταίες ημέρες κατέφθασαν νεαροί Έλληνες από την Οδησσό, από τη Βιέννη, από τη Βουδαπέστη και επερίμεναν την άφιξη του Υψηλάντη για να αναλάβουν υπηρεσία…
(…) Στις 10 Απριλίου το απόγευμα, ήρθε το ταχυδρομείο και έφερε την εφημερίδα που δημοσιεύει τη δήλωση και την απάντηση των Μοναρχών για το Θόδωρο (σ.σ. τον Βλαδιμηρέσκου) και για τον Υψηλάντη. Η κατάπληξη που κατέλαβε τους Έλληνες υπήρξε απερίγραπτη, προ παντός του Σκουφά, ο οποίος έχει νοικιάσει την ταχυδρομική συγκοινωνία εδώ και στη Μολδαυία. Από όλες τις μεριές ακούεται να λένε: «είμαστε χαμένοι!» και οι περισσότεροι από εκείνους, που μέχρι τη στιγμή αυτή εμάζευαν στρατό για τον Υψηλάντη, έβγαλαν διαβατήρια για τις αυστριακές χώρες…»
Οι επιπτώσεις του αφορισμού στους επαναστάτες είναι σαφείς. Η χαριστική βολή ωστόσο, δεν έρχεται από τον Πατριάρχη, αλλά απ’ την είδηση της καταδίκης της Επανάστασης εκ μέρους της Ιεράς Συμμαχίας, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης. Όταν ακόμα και ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαος Σκουφάς, πέφτει απ’ τα σύννεφα, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το ηθικό άλλων ελλήνων αγωνιστών και αλλοεθνών, με μικρότερη ιστορία στους ώμους τους.
Αν όμως την κραυγή της απελπισίας την βγάζει από τα σωθικά του ένας πρωτεπαναστάτης σαν τον Σκουφά, πώς δεν θα την άκουγαν να βαραίνει τις καρδιές τους οι Δραγουμάνοι και ο Πατριάρχης; Κυρίως ωστόσο, την συνειδητοποίηση της επερχόμενης ήττας την βιώνει ο ηγέτης των Βλάχων, Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος θα αποστατήσει και θα εκτελεστεί από τον Υψηλάντη, μετά την συντριβή στο Δραγατσάνι…
Στις ατίθασες ιδιοσυγκρασίες ωστόσο, ο ενθουσιασμός, ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, μπορούν να αντιπαραβληθούν με τη λογική. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αναστάσιου Παπά, γιου του εθνομάρτυρα Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος στις 18 Απριλίου γράφει από την Βιέννη στον αδελφό του, πως κατεβαίνει για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων. Η ρομαντική αυτή επιστολή, που μας γνωστοποιεί και πάλι ο Λάιος, αντανακλά ένα αρχέτυπο που οδήγησε εκατοντάδες άλλους νέους στην Επανάσταση, Έλληνες και Ευρωπαίους, για τους ίδιους λόγους:
«Το αποφάσισα, ναι, το αποφάσισα! Έχετε γεια! Σπεύδω προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών! Εκεί με περιμένει το στεφάνι ενός πραγματικού στρατιώτη, ή ίσως ακόμα και ο θάνατος. Αλλά για μένα είναι το ίδιο. Ο θάνατος για την Πατρίδα είναι το γλυκύτερο χάρισμα. Ας γίνει ό,τι μου κλώθει η μοίρα μου. Αν πεθάνω, μη λυπάσαι αδερφέ μου! Για την Πατρίδα πεθαίνω ευχαρίστως. Το ξέρεις πόσες φορές έδειξα τόλμη στη ζωή μου απλώς για να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα τον έμαθα κάπως, μπορούσα λοιπόν να μείνω αδιάφορος; Αυτό μη μου το ζητάτε, γιατί κάνετε θανάσιμο αμάρτημα. Χτες εδιάβασα τις κατάρες και τους εξορκισμούς του Πατριάρχη και της Συνόδου ενάντια στους επαναστάτες και σε κείνους που τους ακολουθούν. Αλλά τέτοιοι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατά διαταγή του Σουλτάνου. Ο σκοπός μας είναι ιερός και τέτοιες γυναικείες κατάρες δεν τον πιάνουν. Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την, ότι σε μένα θα βρει ένα πραγματικό παλληκάρι και μάλιστα πολύ γρήγορα. Έτσι μου λέει η θεία Πρόνοια»…
ΟΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
Η παλληκαριά αντιπαρατίθεται στους «γυναικείους αφορισμούς» και τα σκιρτήματα της καρδιάς στη νοημοσύνη της φρόνησης. Με ανθρώπους σαν τον Παπά θα προχωρήσει ο Υψηλάντης μέχρι το τέλος και τέτοιοι άνθρωποι θα σπεύσουν αργότερα, απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης, για να συμπολεμήσουν με τους Έλληνες. Ας δούμε όμως, τι τύχη είχαν οι τρεις υπόλοιπες αποστολές του Πατριαρχείου προς την Ελλάδα, όπως τις περιγράφει ο Φιλήμων:
«…ίνα λάβωσι δημοσιότητα πλατυτέραν ταύτα πάντα, ειδικοί έξαρχοι απεστάλησαν μετά πάσης σπουδής και κατά πάσας τας διευθύνσεις, φέροντες και ετέρας του πατριάρχου εγκυκλίους, νουθετικάς προς τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς προϊσταμένους. Ειδικώτερον δε, εκ των αρχιερέων διετάγησαν δια την αυτήν υπηρεσίαν τρεις και ανεχώρησαν απνευστί, ο μεν Ρέοντος Διονύσιος εις την Πελοπόννησον, ο δε Ναυπάκτου και Άρτης, Άνθιμος εις την Στερεάν και τις άλλος εις το Αιγαίον, ως τα μάλλον ύποπτα μέρη (…) Εν τη Πελοποννήσω όμως, τω Αιγαίω και πολλαίς της στερεάς επαρχίαις τα τοιαύτα εξενώτισαν. Εν δε τη Αιτωλία και Ακαρνανία, Άρτη και Ασπροποτάμω, Αγραία και Κρήτη, Ολύμπω και εφεξής, καίτοι αναγνωσθέντα, ηκούσθησαν ως «φωνή βοώντος εν ερήμω», διότι βραδύτερον επανέστησαν και αύται. Ουχί άρα χάττια και φιρμάνια, αφοριστικά και εγκύκλιοι, τα μεν απάτη στυγερά, τα δε βίας εσχάτης έργα, απετέλεσαν την ακινησίαν των άλλων επαρχιών, αλλά μόνη η κατά πολλούς λόγους επικειμένη αδυναμία. Τις ποτέ των ορθοδόξων Ελλήνων ουκ εσεβάσθη εν πνεύματι καρδίας τας πράξεις και νουθεσίας του πατριάρχου; Αλλά και τις εξ αυτών ηγνόει επί της παρούσης εποχής, ότι οι λόγοι του πατριάρχου ήσαν αλλότριοι όλως του πνεύματος της εκκλησίας, επιβεβλημένη θέλησις του τυράννου;»
Ο γραμματέας του Δημήτριου Υψηλάντη, μαρτυρεί ότι «κάθε Έλληνας γνώριζε, πως οι λόγοι του Πατριάρχη ήταν τελείως ξένοι με το πνεύμα της Εκκλησίας- επιβεβλημένη θέληση του τυράννου». Αυτό βεβαίως, δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν τα απεσταλμένα αφοριστικά, να προκαλέσουν ψυχικό κλονισμό, σε κείνους που ανέμεναν την εκπλήρωση των επαγγελιών των Φιλικών. Όπως υπογραμμίσαμε στην μονογραφία που αφιερώσαμε στον Παπαφλέσσα στο παρόν ιστολόγιο, οι προεστοί της Πελοποννήσου ήσαν πλέον ιδιαίτερα καχύποπτοι απέναντι στις υποσχέσεις αυτές, καθώς ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε κατηγορηματικά αρνηθεί οιαδήποτε ανάμειξη, στον απεσταλμένο των προεστών, Ιωάννη Παπαρηγόπουλο. Δεδομένου ότι η αποστολή των αφοριστικών επιστολών και των συνοδευτικών εγκυκλίων του Πατριάρχη έγινε «απνευστί», μπορεί κανείς να υποθέσει πως εντός μίας εβδομάδας από την 11η Μαρτίου, η αποκάλυψη της χίμαιρας των Φιλικών θα λάμβανε χώρα στην Πελοπόννησο. Τι συνέβη λοιπόν;
Ο Φιλήμων αναφέρει πως οι επιστολές προς τον Μωρηά, «εξενώτισαν» (ξεράθηκαν;)- χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Το σίγουρο είναι πως ο διαβιβαστής τους, ο επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, που οδηγήθηκε κι αυτός στην προσυπογραφή του αφορισμού της Επανάστασης, συμμετέχει το 1823 στην Επιτροπή που συνέταξε για λογαριασμό της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (1823), τον πρώτο ποινικό κώδικα της ελεύθερης Ελλάδας, πλάι στον Βενιαμίν Λέσβιο, τους ιερομονάχους Γεράσιμο Παπαδόπουλο και Γρηγόριο Κωνσταντά, τον επίσκοπο Ταλαντίου και τους αγωνιστές Πανούτζο Νοταρά, Ιωάννη Ζαΐμη, Γεώργιο Αινιάν και Ιωάννη Κοντουμά. Είναι λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό, πως όταν ο Διονύσιος είδε τον αναβρασμό τον οποίον είχε δημιουργήσει ο Παπαφλέσας στο Μωρηά, απλώς άφησε τα αφοριστικά του στην άκρη.
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου και Άρτης, Άνθιμος, σύμφωνα με τον Φιλήμονα, πρόλαβε να διαβιβάσει στην Στερεά Ελλάδα τις επιστολές του Γρηγορίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο επαναστατικός χείμαρρος που ξεπήδησε από την Πελοπόννησο, δεν θα ήταν δυνατόν να ανακοπεί από τις ψεύτικες κατάρες ενός εκβιαζόμενου Πατριάρχη- πόσο δε μάλλον, όταν ο Υψηλάντης είχε σαφώς προειδοποιήσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για την εξέλιξη αυτή.
«Τοιαύτα έγγραφα εκίνησαν άλλοτε τους ευλαβείς λαούς της Ελλάδος κατά των κλεπτών. Αλλ’ οι καιροί δεν ήσαν οι αυτοί, και ο σημερινός αγών ήτον υψηλής φύσεως. Δια τούτο, ούτε αι εκκλησιαστικαί αύται παραινέσεις ησύχασαν ως άλλοτε τους Έλληνας, ούτε αι απειλαί τους ετάραξαν, ούτε οι αφορισμοί και αι κατάραι τους αφώπλισαν» αναφέρει χαρακτηριστικά, ο επικεφαλής του «αγγλικού» κόμματος στην Ελλάδα, Σπυρίδων Τρικούπης.
Δύο μέρες μετά την πρώτη αποστολή επιστολών, ο Γρηγόριος προβαίνει και σε μία δεύτερη. Αυτή τη φορά, δεν ζητά κατάσβεση της Επανάστασης, αλλά απαντητική αναφορά εκ μέρους του Παλαιών Πατρών Γερμανού, (πρώτου τη τάξει στους αρχιερείς του Μωρηά), πως στις επαρχίες της Ελλάδας βασιλεύει η τάξη. Πάνω από κάθε τι, ο Γρηγόριος αντιλαμβάνεται πως πρέπει να κερδίσει χρόνο στην προσπάθεια κατευνασμού του Σουλτάνου. Γνωρίζουμε, πως ο Πατριάρχης εμπιστεύτηκε δύο τέτοιες επιστολές στον Ρήγα Παλαμήδη, βεκίλη του Μωρηά στην Υψηλή Πύλη, αλλά ούτε κι αυτές έφθασαν στον προορισμό τους. Διασώζεται η μία απ’ αυτές ωστόσο- και έχει ενδιαφέρον: Πλέον της ενημέρωσης για την ρωσική στάση και την οργή του Σουλτάνου, (πανομοιότυπης με εκείνην που διαπιστώσαμε στις προηγούμενες επιστολές), ο Πατριάρχης προσθέτει και μία ακόμη παράγραφο:
Η Εκκλησία επιτήδεια γράμματα πανταχού καταρτίζουσα τους ομογενείς εις το πιστόν του ρεαγιαλικίου, εκ των οποίων παρά πόδας σταλήσονται και εις αυτά τα μέρη. Εν τοσούτω ημείς εδώκαμεν εγγύησιν και δια το Γένος και κατ’ εξοχήν δια τους κατά τόπον αρχιερείς, δια να διαλυθώσι δε αι αναφυείσαι υπόνοιαι, είναι ανάγκη, άμα τω λαβείν η ιερότης σου, να απέλθης εις Τριπολιτζάν και συγκαλεσάμενος όλους τους αρχιερείς της Πελοποννήσου να υπογράψητε κοινήν αναφοράν ολοσφράγιστον, δηλωτικήν της κοινής αυτόθι ησυχίας και άκρας ευπειθείας εις το βασίλειον κράτος και να την προφθάσης εις χείρας μας, δια να εμφανισθή εις το κραταιόν δοβλέτι, προς παράστασιν της των ομογενών αθωότητος, έως ότου να προφθασθώσι και τα γενικώτερα εντεύθεν γράμματα με επίτηδες έξαρχον. Πόσον αναγκαία είναι αυτή η πράξις και σωτηριώδης, γνωρίζεις εκ των ολίγων. Εν δε ταις αναφοραίς ανάγκη να γίνεται παράκλησις εκ μέρους της Πελοποννήσου, δια να εμφανισθούν και εις αυτό το βασίλειον κράτος. Ποίησον λοιπόν ως σοι γράφοντες παρακελευόμεθα και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι περιμένομεν κατά πρώτον μετά των αναφορών και την αποτελεσματικήν σου απόκρισιν, η δε του Θεού χάρις είη μετά της ιερότητός σου.
Ο Γρηγόριος προτείνει λοιπόν στον Παλαιών Πατρών Γερμανό την αποστολή κοινής αναφοράς εκ μέρους όλων των αρχιερέων της Πελοποννήσου, πως στις επαρχίες τους βασιλεύει ησυχία και «άκρα ευπείθεια»- και πως οι αρχιερείς ζητούν ακρόαση από τον Σουλτάνο. Η κίνηση αυτή, θεωρείται από τον Γρηγόριο ακόμη πιο επιτακτική και από την ενεργό ανάσχεση του επαναστατικού κινήματος, για την οποία ο Πατριάρχης δεν αναφέρει τίποτε ευθέως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι ενώ η αποστολή Παλαμήδη γίνεται δύο μέρες μετά από την αποστολή των τριών αρχιερέων με τα αφοριστικά, ο Γρηγόριος αναμένει τον Παλαμήδη να φθάσει πρώτος στο Μωρηά- δείγμα πως ο βεκίλης θα ακολουθούσε μια διαδικασία «εξπρές». Γιατί άραγε ο Πατριάρχης δεν ακολουθούσε την ίδια διαδικασία και με τους επισκόπους του; Σκοπιμότητα, ή απλώς αυτοσχεδιασμός;
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστολές αυτές δεν φθάνουν στον προορισμό τους. Κι αυτές που έφθασαν, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα στην Ελλάδα. Το γεγονός ωστόσο, πως η συντριπτική πλειοψηφία των εξεγερμένων Ελλήνων, παρακάμπτει τον αφορισμό χωρίς να μνησικακεί ενάντια στον Πατριάρχη Γρηγόριο, δείχνει και το μέγεθος της κατανόησής της για τις συνθήκες που εκείνος αντιμετώπισε. Κι αν κάποιοι διατηρούσαν ενδοιασμούς, ο απαγχονισμός του Γρηγορίου κατόπιν της άρνησής του να διαφύγει απ’ την Κωνσταντινούπολη, άρκεσε για να αποκατασταθεί πλήρως στην συνείδηση του επαναστατημένου έθνους.
Στα δύο αυτά μας αφιερώματα, καλύψαμε το κεφάλαιο της εναντίωσης του Γρηγορίου Ε’ στον Υψηλάντη, κατόπιν της σχετικής απόφασης των εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης της Πόλης. Σε μελλοντικές μας αναρτήσεις, θα δούμε τι επακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη μόλις μεταλαμπαδεύτηκε η Επανάσταση στον Μωρηά, αλλά και την ευλογία της Εκκλησίας στον ετοιμοθάνατο Υψηλάντη- δείγμα του ότι οι ποινές του αφορισμού δεν ίσχυσαν γι’ αυτόν, καθώς δεν αφορούσανε ποτέ, την ουσία της διαγωγής του.
Ανδρέας Μακρίδης
http://maiandros-lykaon.gr/
Επιμέλεια αναδημοσίευσης Μανόλης Λίβας
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ E” ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΥΨΗΛΑΝΤΗ: ΕΝΑΣ ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ «ΕΝ ΟΧΕΤΟΙΣ ΔΑΚΡΥΩΝ» (Μέρος Β” )
Νουθεσίες, προειδοποιήσεις, απειλές, κατάρες και ύβρεις περιλαμβάνει ο αφορισμός του Υψηλάντη και του Μιχαήλ Βόδα– και μαζί μ’ αυτούς, των επαναστατών που τους ακολουθούσαν. Από την στιγμή που συντάχθηκε, υπό τις συνθήκες που είδαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, διχάζει τους αναγνώστες του σε δύο παρατάξεις.
Είναι κατ’ αρχήν εκείνοι που θεωρούν τον Πατριάρχη Γρηγόριο, «προδότη και αντεπαναστάτη». Στην αρχή ήσαν ελάχιστοι, αλλά στον αιώνα μας έγιναν πολλοί. Και είναι κι εκείνοι, κυρίως προσκείμενοι στους εκκλησιαστικούς κύκλους, που ήθελαν τον Πατριάρχη έναν αφανή ήρωα της Επανάστασης, έναν ιεράρχη που αφόριζε, την ώρα που ενδόμυχα ευχόταν, τον θρίαμβο των Ελλήνων. Μια προσεκτική ανάγνωση των πατριαρχικών κειμένων και των μαρτυριών της εποχής, μας δίνει την δυνατότητα διατύπωσης μιας τρίτης εκδοχής, την οποία και παρουσιάζουμε.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
Ο αφορισμός, ξεκινά με ένα κήρυγμα υπέρ της ηθικής και της ευγνωμοσύνης. Της ευγνωμοσύνης την οποία οφείλουν στον Σουλτάνο, οι δύο ηγέτες της Επανάστασης, οι δύο εκπρόσωποι των κυριότερων οίκων της φαναριώτικης αριστοκρατίας, που ενωμένοι δίνουν τη μάχη για το αναστημένο Γένος. Ο Υψηλάντης χρεώνεται με «κακία» απέναντι στην «κραταιά και αήττητον βασιλεία» την «κοινήν ημών ευεργέτιδος και τροφού», η οποία είναι «από Θεού τεταγμένη» κατά την δουλική κοσμοθεώρηση που είχε αναγκαστικά αναπτύξει η Εκκλησία μετά την Άλωση.
Στην «κακία», την «αγνωμοσύνη» και «θρασύτητα» του Υψηλάντη, προστίθεται και ένας εύγλωττος παραλληλισμός με το πρόσωπο του Ιούδα- ενώ για τον Μιχαήλ Σούτσο, επιφυλάσσονται οι ίδιοι χαρακτηρισμοί και κατηγορίες περί «κακοβουλίας» και «τερατώδους αχαριστίας». Και οι δύο είναι «απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι», που προσέλκυσαν «κακοήθεις και ανοήτους» που διέσπειραν και αποστόλους (υπαινιγμός για τους αποστόλους της Φιλικής Εταιρείας) «δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας (…) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός του γένους».
Οι παραπάνω καταγγελίες ωστόσο, δεν λειτουργούν αυτόνομα. Επιστρατεύονται προκειμένου να πλαισιώσουν το πραγματικό πλαίσιο του αφορισμού, που δεν είναι άλλο παρά η κατάρρευση της χίμαιρας περί ρωσικής βοήθειας και η απειλή εκτεταμένων σφαγών εκ μέρους του Σουλτάνου. Οι συντάκτες του αφορισμού, γνωρίζουνε πολύ καλά πως απευθύνονται σε μυημένους- οι πληροφορίες όμως που θα δώσουν, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να φανερώσουν στον Σουλτάνο την πρότερη γνώση της ηγεσίας της Εκκλησίας για τους συνωμοτικούς μηχανισμούς. Ας δούμε τις σχετικές περικοπές:
«Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να ενθαρρύνωσι τους ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της ρωσσικής δυνάμεως, προβαλλόμενοι, ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά των» πρόβλημα διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος ενταύθα εξοχώτατος Πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν, καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος την βδελυρίαν και προσεπιπλέον η Α.Ε. (σ.σ. Αυτού Εξοχότης) ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα διατρέχοντα, υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς εξ αρχής τον αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών. Και τόσον εκ της ειδοποιήσεως ταύτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από μέρους των Μουχαφίσιδων των βασιλικών Σερχατίων, και από άλλους πιστούς ομογενείς επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον Κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου».
Ο Πατριάρχης και όσοι συνέπραξαν μαζί του στην σύνταξη του αφορισμού, αφιερώνουν μία παράγραφο στην ρωσική στάση, προκειμένου να ενημερώσουν τους αποδέκτες τους για το νέο αυτό, συντριπτικό δεδομένο. Ο Γρηγόριος, όπως αποδείξαμε στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, γνωρίζει πολύ καλά τις υποσχέσεις του Υψηλάντη για ρωσική βοήθεια, τις επαγγελίες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν οι μυήσεις της Φιλικής. Τώρα λοιπόν, που οι προσδοκίες αυτές έχουν καταρρεύσει και που ο ρώσος πρέσβυς, βαρώνος Στρογγανώφ, ως εκπρόσωπος της Ρωσίας που εγγυάτο τα δικαιώματα των Ορθοδόξων Χριστιανών, έχει προτρέψει τον Σουλτάνο σε καταστολή, ο Πατριάρχης σπεύδει να σημάνει συναγερμό και να προλάβει την επέκταση της εξέγερσης
Τα δεδομένα είναι συντριπτικά σε βάρος των επαναστατών και τίποτα δεν μαρτυρά, πως ο Γρηγόριος θα ήταν δυνατόν τις στιγμές εκείνες, να δρα απλώς για τον κατευνασμό του Σουλτάνου. Με βάση την προϊστορία του και τους ενδοιασμούς που είχε εξ αρχής για το επαναστατικό εγχείρημα, το πλέον πιθανό είναι, πως προσπαθεί πράγματι να προλάβει τα χειρότερα που θα έρχονταν, από την επαναστατική εμπλοκή των υπολοίπων Ελλήνων. Υπάρχουν άλλωστε και οι απειλές του Σουλτάνου, οι οποίες επίσης επισκοπούνται στον αφορισμό:
«Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε καθαρισθή η θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσι τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι χωρίς ελέους και οικτιρμών, (μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ!) αμέσως θέλει εξαφθή η δικαία οργή του κράτους του καθ’ ημών, και ο θυμός της εκδικήσεως γενικός των Εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία δια του εκδοθέντος και επ’ ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού».
Εδώ απαντούμε το δεύτερο επιχείρημα του Πατριαρχείου ενάντια στην Επανάσταση. Δεν είναι ίσως, τυχαίο, πως έρχεται δεύτερο χρονικά στην κατάταξη των επιχειρημάτων, όπως επίσης και ότι στον πυρήνα του, βρίσκεται η απειλή ενός «άδικου και παράλογου» θανάτου, για τους αθώους στους οποίους ο Σουλτάνος θα εκχύσει την οργή του. Και ναι μεν, ο θάνατος του αθώου είναι ένας «άδικος» θάνατος. Γιατί όμως είναι «παράλογος»; Πού κολλάει το επιχείρημα του «παραλόγου»; Μα φυσικά, στο πρώτο επιχείρημα του αφοριστικού, που αφορά την στάση της Ρωσίας. Αυτό είναι το βασικό δεδομένο που παρακίνησε το άτυπο Συμβούλιο των Ρωμιών της Πόλης, να δώσει την εντολή για την σύνταξη του αφορισμού, και όχι η σφαγή των Ελλήνων, όπως συχνά υποστηρίζεται.
Το πατριαρχικό κείμενο, καταλήγει με τις γνωστές κατάρες που συνοδεύουν την πράξη του αφορισμού- μία βαρύτατη θρησκευτική ενέργεια, που παρεκτράπη κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του Γένους, σε πολιτική και δικαστική: «Ως παραβάται δε, των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως ενάντιοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τελκταινόμενοι, αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, και τω αιωνίω υπόδικιοι αναθέματι…». Όσοι δε, αρχιερείς και ιερείς ακολουθήσουν τους επαναστάτες στο εγχείρημά τους μετά απ’ τον αφορισμό και δεν δείξουν ενεργή διάθεση να πατάξουν τα «αποστατικά φρονήματα», καταδικάζονται σε έκπτωση κάθε ιεροπραξίας «και τω πυρί της γεέννης ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας».
Αξίζει πλάι στα παραπάνω, να αναφέρουμε και άλλη μία σημαντική παράμετρο, που πάντα παραβλέπεται από τους επικριτές του Πατριάρχη: Ο αφορισμός, χρησιμοποιεί εξίσου βαρύτατες εκφράσεις και κατά της Φιλικής Εταιρείας και των όρκων υπακοής προς αυτήν. «Η επιμονή του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής, πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι ολεθρία και θεομίσητος, είναι φανερόν. Εξ εναντίας η αθέτησις του όρκου αυτού, απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής και σωτηριώδης» αναφέρεται χαρακτηριστικά. Και όμως: ανάμεσα στους υπογράφοντες τον αφορισμό, απαντούμε τον προστάτη του Παπαφλέσσα, Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο, τον επίσκοπο Ρέοντος, Διονύσιο, με λαμπρή επαναστατική δραστηριότητα αργότερα, αλλά και τον μαθηματικό και επίσκοπο Ανδριανουπόλεως, Δωρόθεο Πρώιο, έναν από τους πρωτεργάτες του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Την 11η Μαρτίου του 1821, οι άνθρωποι αυτοί καταδικάζουν τους εαυτούς τους, ή ιδέες εξαιρετικά συγγενικές με τις δικές τους.
Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Οικονόμο, κατά την συνεδρίαση των 72 εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης της Πόλης, όπου αποφασίστηκε η καταδίκη της Επανάστασης, ο Μέγας Δραγουμάνος, Κωνσταντίνος Μουρούζης, πρότεινε να μεταβούν οι αρχιερείς στις επαρχίες τους, προκειμένου να προτρέψουν τους συμπατριώτες τους να απόσχουν της επαναστατικής κίνησης. Ο επίσκοπος Δέρκων, Γρηγόριος, πρότεινε στον Πατριάρχη να μεταβεί στην Πελοπόννησο, προκειμένου να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα. Ο Γρηγόριος αρνείται: «Γνωρίζω μεν, ότι το μέτρον, ει παρεδέχετο, ην σωτήριον δια τα ολίγων αγίων γερόντων άτομα. Αλλ’ εν ενδεχομένη, ή μάλλον βεβαία αποτυχία της αποστολής των, το κακόν ήθελε λάβει μείζονα επίτασιν και ηθέλομεν γίνει ημείς, Άγιε Δέρκων, αίτιοι μεγάλης σφαγής του αθώου λαού και μεγίστης αιματοχυσίας, χάριν της ιδικής μας σωτηρίας. Και η Υψηλή Πύλη ως δικαιολογίαν της ωμότητός της ήθελ’ έχει την ιδικήν μας διαγωγήν. Αι ημέραι ημών εμετρήθησαν, Άγιε Δέρκων, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου, του καλέσαντος ημάς εις την δεινοτάτην ταύτην δοκιμασίαν, ην οφείλομεν και με το ίδιον ημών αίμα να ελαφρύνωμεν. Γνωρίζω τι μας περιμένει. Είναι ήδη προαποφασισμένον…».
Η παραπάνω διήγηση, ενέχει ένα στοιχείο ρομαντισμού και οι διάλογοι που παραθέτει ο Οικονόμος, ενδέχεται να μην είναι αποτυπωμένοι με απόλυτη ακρίβεια. Αξίζει όμως να κρατήσουμε την άρνηση του Πατριάρχη, όχι ως στοιχείο «πατριωτισμού και αυτοθυσίας», αλλ’ ως στοιχείο πρακτικής σκέψης: Ο Γρηγόριος αντιλαμβάνεται πως ακόμα και με την φυσική παρουσία των συνοδικών αρχιερέων στις πατρικές τους εστίες, η Επανάσταση πιθανότατα δεν θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Ο Σουλτάνος σε μια τέτοια περίπτωση, πολύ απλά θα θεωρούσε ότι οι αρχιερείς σκαρφίστηκαν μια τέτοια κίνηση, προκειμένου να αποδράσουν από την Κωνσταντινούπολη και η μανία του θα μεγάλωνε- ενώ αδιαμφισβήτητα θα βεβαιωνόταν πως πίσω από την Επανάσταση κρυβόταν η ηγεσία της Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς ο Πατριάρχης, που αγαπά την Εκκλησία, επιθυμεί να το αποφύγει.
Ο Γρηγόριος λοιπόν, αρνείται να αποστείλει τους συνοδικούς αρχιερείς στις επαρχίες τους. Οφείλει όμως να αποστείλει τα αφοριστικά στις κατά τόπους Εκκλησίες. Και αυτό θα γίνει με τρεις συγκεκριμένους επισκόπους, οι οποίοι θα μεταφέρουνε μαζί τους και συνοδευτικές επιστολές για τους κατά τόπους ομολόγους τους.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΗ ΜΟΛΔΟΒΛΑΧΙΑ
Ευθύς αμέσως μετά την σύνταξη και ανάγνωση του αφορισμού, την 11η Μαρτίου 1821 (23η με το νέο ημερολόγιο), ο Γρηγόριος αποστέλλει το αφοριστικό κείμενο στη Μολδοβλαχία και στην Ελλάδα. Ας δούμε την επιστολή που απέστειλε ο Γρηγόριος στην περιοχή που εκδηλωνόταν το επαναστατικό εγχείρημα, όπως την σώζει ο αγωνιστής Ηλίας Φωτεινός στο έργο του «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως»:
Γρηγόριος ελέω θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης.
Ιερώτατε Μητροπολίτα…υπέρτιμε και έξαρχε πλαγηνών, εν αγίω πνεύματι αγαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος κύριε (ο δείνα) χάρις είη σοι τη Ιερότητι και ειρήνη παρά θεού.
Πόσον διετάραξε τας καρδίας ου μόνον των εκκλησιαστικών, αλλά και πάντων ων εν τη βασιλευούση κατοίκων ομογενών από μικρού έως μεγάλου, το απροσδόκητον αποστατικόν αυτόθι κίνημα, αδυνατούμεν γραφή παραδούναι. Όλοι πενθούντες και σκυθρωπάζοντες, μένομεν εκστατικότες, ότι και της εκκλησίας και της θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένης κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, έφθασεν επί τοσούτον αγνώμων και αχάριστος να φανή, ο επί την Ηγεμονείαν αυτήν, ως μη ώφειλε, προαχθείς Μιχαήλ και με ο πρόσχημα της ελευθερίας να κηρυχθή τω πράγματι και τη αληθεία εχθρός του γένους επίσημος, συμφωνήσας τω φυγάδι εκείνω και επίσης αγνώμονι Αλεξάνδρω τω Υψηλάντη. Αυτοί μήτε τα προς θεόν όσια, μήτε τα προς ανθρώπους δίκαια διατηρήσαντες, καταπατήσαντες και θρησκευτικά και ηθικά, ου μόνον εξηπάτησαν τους αυτόθι ουτιδανούς και αφελέστερους, αλλά και το γένος όλον ασυνειδότως εσυκοφάντησαν, προβαλλόμενοι το κακοηθέστατον σχέδιον αυτό, ως εθνικόν. Αλλ’ η θεία πρόνοια και η επαγρύπνησις της κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, δια των κατά τόπους φωραθέντων γραμμάτων, και εξ αυτής της επαγγελτικώς δοθείσης ειδοποιήσεως του εξοχωτάτου Πρέσβεως της Ρωσσίας, ανεκάλυψε την σκηνήν, και εγνώσθη η βάσις και η αρχή πόθεν, και εφωράθη το ψεύδος του προβλήματος, και η απάτη, την οποίαν αναισχύντως μεταχειρίζονται, ως έχοντες δήθεν συνεργόν εις τοιούτους σκοπούς ολεθρίους την Ρωσσικήν δύναμιν, καθώς ταύτα πάντα διεκηρύχθησαν και δια του επίτηδες επ’ αυτή τη υποθέσει εκδοθέντος, και σήμερα επ’ ακροάσει κινή πάντων ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού προσκυνητού ορισμού.
Το βασιλικόν κράτος επεχείρησεν ευτάκτως την ανατροπήν του κακοήθους σχεδίου, και η αγία του χριστού εκκλησία κατά χρέος απαραίτητον επαγρυπνούσα υπέρ των απανταχού ομογενών, εξέδωκε γράμματα, και διένειμε δι’ εξάρχων, υπαγορεύουσα πάσι τοις ομογενέσι κοινώς τε και κατά μέρος τα σωτήρια, και στηρίζουσα πάντας, εις το πιστόν του Ρεαγιαλικίου, και τα χρέη της ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής. Εκείνους δε τους πρωτουργούς και τους αμεταμελήτους αυτοίς κατακολουθούντας και συμφωνούντας αραίς αλύτοις καθυποβάλλει και αναθέμασιν, ως προφανώς ολετήρας, και την έκχυσιν τόσων και τόσων αθώων αιμάτων ομογενώς ασπλάγχνως και απανθρώπως επιθυμήσαντας. Τοιαύτα γράμματα στέλλωνται προσφόρως και εις την Επαρχίαν της Ιερότητός σου, και των Θεοφιλεστάτων Επισκόπων σου, εκ των οποίων γραμμάτων και ακριβέστερον πληροφορείσαι. Ιδίως δε γράφοντες και δια της παρούσης εντελλόμεθά σοι εκκλησιαστικώς να διασαλπίσης εις όλους τους υπό την πνευματικήν σου προστασίαν χριστιανούς τας εννοίας των εκκλησιαστικών μας γραμμάτων, να αγωνισθής εκ παντός τρόπου εις το ν’ αποδείξης την πλάνην, εις την οποίαν ευρίσκονται, να διαλύσης τους ματαίους στοχασμούς των, και τέλος πάντων, ν’ αποδείξης, ότι με την επιμονήν αύτών εις το απονενοημένον τούτο κίνημα, διοργανίζουσι τον όλεθρον όλου του γένους, να πληροφορήσης αυτούς, ότι αν δεν διορθώσωσι το σφάλμα με μίαν τελείαν και ειλικρινή μεταμέλειαν, η εκκλησία τους έχει αποκεκομμένους της των πιστών ολομελείας, και αποβλήτους και ενόχους τω αιωνίω αναθέματι.
Προ πάντων δε προσεκτικώτατος έσο η Ιερότης σου αγαπητέ αδελφέ! Εννόησον, ότι έχεις να δως απολογίαν επί του αδεκάστου βήματος του κυρίου ημών εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της ετάσεως περί όλων των αυτόθι ομογενών και των αλλαχού ευρισκομένων, και εξαιτίας αυτών κακόν τι υποστησομένων. Εκ της χειρός σου εκζητηθήσεται το αίμα αυτών, αν μη και λόγω και έργω, δεν προφθάσης την αναγκαίαν θεραπείαν και διόρθωσιν, αν δεν εκτελέσης τα αρχιερατικά χρέη σου, μεταπείθων τους εξαπατηθέντας, αποδεχόμενος και συγχωρών τους μετανοούντας, και των όρκων εκείνων των Σατανικών απαλλάττων, μισών, αποστρεφόμενος, καταδιώκων, και κατατρέχων τους λιποτακτήσαντας, και κατά πάντα συμφρονών τη του θεού εκκλησία, και τη εφ’ ημάς Θεοδότω κραταιά βασιλεία. Καθότι εάν, ο μη γένοιτο, αντιδιατεθής και άλλα παρά τα εκκλησιαστικώς γραφόμενα επιχειρήσης, ή λόγω, ή έργω, ή διανοία, σε έχομεν εξ εκείνης της ώρας έκπτωτον του Αρχιερατικού βαθμού, αυτοκατάκριτον, και μέλος αλλότριον και ξένον της εκκλησίας του θεού, και καθαιρέσει αμετακλήτω ένοχον. Διό περιπόθητε αδελφέ! Αγωνίσθητι όσον το δυνατόν, δια ν’ αποφύγης τον ψυχικόν κίνδυνον, ότι εν οχετοίς δακρύων και το στελλόμενόν σοι Συνοδικόν γράμμα επί του θείου επεγράφη θυσιαστηρίου. Ούτως εξεκαύθη η δικαία της εκκλησίας αγανάκτησις κατά των κατά των κοινών φθορέων και λυμεώνων. Περιμένομεν να χαροποιηθώμεν με τας ταχείας αποκρίσεις σου, δηλωτικάς της αισίας των γραφομένων αποπερατώσεως, δια να σε καταστέψωμεν και με τας κοινάς ημών ευχάς και ευφημίας. Η δε του θεού χάρις είη μετά της Αρχιερωσύνης σου.
αωκα’ Μαρτίου 1α
Οι παραπάνω υπογραμμίσεις, έχουν γίνει βεβαίως από μας. Τυπικά, η επιστολή του Πατριάρχη, αποτελεί μια μικρογραφία του μεγάλου αφορισμού και που αποσπάσματά του παραθέσαμε πιο πάνω. Στην πράξη, έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε τα εξής:
1.Καταγγέλλοντας και καθυβρίζοντας τυπικά τους επαναστάτες, Αλέξανδρο Υψηλάντη και Μιχαήλ (Βόδα) Σούτσο, ο Γρηγόριος σπεύδει να παρουσιάσει τους υποστηρικτές τους ως «ουτιδανούς» μεν, αλλά αφελείς. Οι πρωτεπαναστάτες κατηγορούνται πως «παρουσίασαν το κακοηθέστατο σχέδιό τους ως εθνικό»- και με τον τρόπο αυτό, ο Γρηγόριος αθωώνει το υπόλοιπο έθνος ως αμέτοχο των ενεργειών τους.
2.Παρότι γνωρίζει την επαναστατική προετοιμασία στην Ελλάδα, ο Γρηγόριος στην συγκεκριμένη συνοδευτική επιστολή του αφορισμού του, περιορίζει τους επαναστάτες στους «αυτόθι», δηλαδή στους διαμένοντες στη Μολδοβλαχία. Είναι φανερό, πως ο Πατριάρχης προσπαθεί να παρουσιάσει στους Οθωμανούς το επαναστατικό εγχείρημα, όσο το δυνατόν συρρικνωμένο και ανίσχυρο.
3.Αμέσως μετά, κοινοποιείται η καταδίκη της Επανάστασης εκ μέρους της Ρωσίας- κάτι που δεν είχε ακόμα γνωστοποιηθεί στη Μολδοβλαχία, λόγω καθυστέρησης αναγραφής και αναπαραγωγής των ειδήσεων, αλλά και διακίνησης των εφημερίδων με τα μέσα της εποχής.
4.Ο τοπικός επίσκοπος (η μπάλα παίρνει και τον επίσκοπο Ιασίου, Βενιαμίν Κωστάκε που είχε ευλογήσει τον Υψηλάντη) καλείται να αποτρέψει την σφαγή των αθώων, που απειλείται εάν δεν υπάρξει «η αναγκαία θεραπεία και διόρθωση»
5.Ο Πατριάρχης τέλος, διαβεβαιώνει πως ο αφορισμός συνετάχθη «εν οχετοίς δακρύων». Σπεύδει βεβαίως στη συνέχεια να διευκρινίσει, πως τα δάκρυα οφείλονται στην «αγανάκτηση της Εκκλησίας» και μόνον- ωστόσο το μήνυμά του περνά αλώβητο, και όποιος είχε στοιχειώδη νοημοσύνη, μπορούσε πολύ καλά να το αντιληφθεί.
Το μήνυμα του Πατριάρχη είναι ωμό και πράγματι αναβλύζει μέσα από ποταμούς δακρύων: «Ανακρούσατε πρύμνα». Αυτό που ο ίδιος ο Υψηλάντης προσπάθησε να κάνει στην αρχή αλλά δεν πρόλαβε, όταν διαπίστωσε την προδοσία του μυστικού της Φιλικής στον Σουλτάνο, το επιχειρεί πολύ αργότερα ο Πατριάρχης, με έναν επιτακτικό, όσο και δραματικό τρόπο.
Ο αφορισμός από μόνος του, λογικά θα είχε αδιαμφισβήτητες επιπτώσεις στο φρόνημα των επαναστατών, αν όχι κατ’ ευθείαν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την σχέση τους με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Έλληνες δεν ήσαν πλειοψηφία στην Μολδοβλαχία, ακόμα κι αν ήσαν πολυπληθείς. Όσο δε, για τους υπόλοιπους αλλοεθνείς συμπαραστάτες του Υψηλάντη, αυτοί, είτε ανήκαν στο χώρο της βαλκανικής κλεφτουριάς, είτε λειτουργούσαν ως στρατιωτικά σώματα διαφόρων τοπικών αξιωματούχων. Σε τέτοιες συνθήκες, ο κατώτερος κοιτά τον ανώτερό του και αναλόγως προσδιορίζει τη θέση του.
Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως ο αφορισμός είχε επίπτωση για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Φιλήμων ωστόσο, είναι κατά τι πιο αναλυτικός: «Και εκεί μεν αποτέλεσμα ουσιώδες επήνεγκον ταύτα δια το πνεύμα των ιθαγενών αρχόντων και την σύντονον επενέργειαν των διαφόρων προξένων, περιλαμβανομένου μεταξύ αυτών και του ρωσσικού Αλεξάνδρου Πίνη, δυτικού τω δόγματι». Ο πρώτος κλονισμός έρχεται λοιπόν για τις τοπικές ελίτ, για το αρχοντολόι που περίμενε την επιτυχία του Υψηλάντη για να αναλάβει την εξουσία, κατά τις υποσχέσεις του Αρχηγού της Φιλικής. Ο αφορισμός του Πατριάρχη, υποψιάζει τους προεστούς αυτούς πως κάτι δεν πάει καλά κι αρχίζουν να κρατούν αποστάσεις. Μαζί, έρχονται και οι διαβεβαιώσεις των προξενείων της Ιεράς Συμμαχίας πως η ελληνική επανάσταση αποδοκιμάζεται. Και ανάμεσά τους, στέκει και ο ρώσος πρόξενος: Όση προσπάθεια κι αν κάνει ο Φιλήμων να απαλύνει τις εντυπώσεις του κειμένου του, με την πληροφορία πως ο Πίνης ήταν «δυτικός τω δόγματι» η ουσία παραμένει.
Ο αγωνιστής Παναγιώτης Καλεβράς, (υμνητής του Παλαιών Πατρών Γερμανού, αλλά σφοδρός επικριτής του Γρηγορίου Ε’), περιγράφει με τα μελανότερα δυνατά χρώματα, την επίπτωση του αφορισμού στο στράτευμα του Υψηλάντη:
«Ο Πατριάρχης (ύστερα από τη σύσκεψή του με τον Σεϊχ-ιλ-ισλάμη και τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας), μεταβάς εις το Πατριαρχείον την αυτήν νύκτα, εξέδωκεν αφορισμόν καθ’ όλων των χριστιανών, όσοι λάβωσιν όπλα ανά χείρας εναντίον της Τουρκικής Δυναστείας τον δ’ αφορισμόν διέταξε να εκφωνήσωσι άπασαι αι Εκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βλαχομπογδανίας και απάσης της Ελλάδος. Τούτου δε διαταχθέντος, συνέβησαν πολλαί κατακραυγαί κατά του Πατριάρχου και μάλιστα εις την εν Ιασίω Εκκλησίαν κατεβίβασαν από του άμβωνος οι Έλληνες τον τολμήσαντα να εκφωνήση τον αφορισμόν αρχιμανδρίτην και κατεσπάραξαν αυτόν κρυφίως, διακόψαντες εις τέσσαρα κομμάτια. Επομένως η του αφορισμού είδησις, έφθασεν εις τον στρατόν του Υψηλάντου και παρευθείς ενεκρώθη ο ζήλος του πολέμου καθ’ όλον το στρατόπεδον συγκροτούμενον ως επί το πλείστον υπό Βλάχων, Σέρβων, Βουλγάρων και Ελλήνων, απωλεσάντων πάσαν στρατιωτικήν πειθαρχίαν, απελπισθέντων, τραπέντων εις ληστείας και εις φυγήν. Ταύτα συνέβησαν ένεκα του αποτροπαίου εκείνου αφορισμού, εξ ου εκινδύνευσε σύμπαν το έθνος».
Όπως έχουμε αναφέρει και στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, δεν θεωρούμε τις μαρτυρίες του Καλεβρά αξιόπιστες. Στην συγκεκριμένη ωστόσο αξίζει να σταθούμε, στο βαθμό που επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, έστω και μερικώς. Γιατί είναι υπερβολικό και παράλογο να υποστηρίξει κάποιος, πως ξαφνικά το πολυεθνικό στράτευμα του Υψηλάντη έχασε την πειθαρχία του εξαιτίας των πατριαρχικών επιστολών μονάχα. Είναι ωστόσο λογικό να υποθέσει κανείς, πως ο τοπικός θεοσεβούμενος πληθυσμός που τροφοδοτούσε με τρόφιμα τους βαλκάνιους επαναστάτες, υπό την υποκίνηση των προεστών του, θα διαμόρφωνε πλέον ένα εχθρικό προς αυτούς περιβάλλον, αναγκάζοντάς τους να προβούν σε ληστείες…
Ας δούμε μιαν άλλη, πιο φλεγματική περιγραφή, που μας δίνει ο αυστριακός Κάρολος Goll, άτυπος ανταποκριτής της αυστριακής εφημερίδας “Allgemaine Zeitung” που εκδιδόταν στο Άουγκσμπουργκ της σημερινής Βαυαρίας. Την παραθέτει ο Γεώργιος Λάιος στο έργο του με τίτλο «Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821»:
«Την ίδια μέρα (σ.σ. 8 Απριλίου 1821, πιθανότατα με το νέο ημερολόγιο), διαβάστηκε η προκήρυξη του ηγεμόνα Καλλιμάχη μαζί με τον αφορισμό του Πατριάρχη, σε δυο εκκλησίες. Αλλά στη δεύτερη εκκλησία, όταν η ανάγνωση μπροστά στο λαό είχε φθάσει μέχρι τη μέση, εισόρμησε μέσα ο Γιωργάκης Ολύμπιος και απαγόρεψε να διαβαστεί παρακάτω. Σ΄αυτήν την προκήρυξη, που είναι ένα ολόκληρο φύλλο, γνωστοποιείται στον Μητροπολίτη, στους Επισκόπους, στους Βογιάρους και στο λαό η αποπλανητική επίθεση του Υψηλάντη και διαβεβαιούται ότι η Πύλη και η Ρωσία ευρίσκονται σε αρμονικές σχέσεις. Επομένως, όχι μόνο δεν πρέπει να παρασυρθούν με το μέρος των επαναστατών παρά πρέπει να αρπάξουν τα όπλα και να εξοντώσουν τον κοινό εχθρό. Γενικά η προκήρυξη υπόσχεται ηγεμονική αμοιβή σε κείνους που θα το κάμουν αυτό, ενώ αντιθέτως θάνατος και χαμός τους περιμένει εκείνους, που άμεσα ή έμμεσα θα πάρουν το μέρος του Υψηλάντη. Αλλά η προκήρυξη αυτή, έμεινε χωρίς καμιά επίδραση, τόσο στο Μητροπολίτη, όσο και στους Βογιάρους. Μόνο οι Βογιάροι δευτέρας τάξεως και η εμπορική τάξη απεφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να περιμένουν την εξέλιξη των γεγονότων. Αντιθέτως τις τελευταίες ημέρες κατέφθασαν νεαροί Έλληνες από την Οδησσό, από τη Βιέννη, από τη Βουδαπέστη και επερίμεναν την άφιξη του Υψηλάντη για να αναλάβουν υπηρεσία…
(…) Στις 10 Απριλίου το απόγευμα, ήρθε το ταχυδρομείο και έφερε την εφημερίδα που δημοσιεύει τη δήλωση και την απάντηση των Μοναρχών για το Θόδωρο (σ.σ. τον Βλαδιμηρέσκου) και για τον Υψηλάντη. Η κατάπληξη που κατέλαβε τους Έλληνες υπήρξε απερίγραπτη, προ παντός του Σκουφά, ο οποίος έχει νοικιάσει την ταχυδρομική συγκοινωνία εδώ και στη Μολδαυία. Από όλες τις μεριές ακούεται να λένε: «είμαστε χαμένοι!» και οι περισσότεροι από εκείνους, που μέχρι τη στιγμή αυτή εμάζευαν στρατό για τον Υψηλάντη, έβγαλαν διαβατήρια για τις αυστριακές χώρες…»
Οι επιπτώσεις του αφορισμού στους επαναστάτες είναι σαφείς. Η χαριστική βολή ωστόσο, δεν έρχεται από τον Πατριάρχη, αλλά απ’ την είδηση της καταδίκης της Επανάστασης εκ μέρους της Ιεράς Συμμαχίας, της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης. Όταν ακόμα και ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλαος Σκουφάς, πέφτει απ’ τα σύννεφα, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το ηθικό άλλων ελλήνων αγωνιστών και αλλοεθνών, με μικρότερη ιστορία στους ώμους τους.
Αν όμως την κραυγή της απελπισίας την βγάζει από τα σωθικά του ένας πρωτεπαναστάτης σαν τον Σκουφά, πώς δεν θα την άκουγαν να βαραίνει τις καρδιές τους οι Δραγουμάνοι και ο Πατριάρχης; Κυρίως ωστόσο, την συνειδητοποίηση της επερχόμενης ήττας την βιώνει ο ηγέτης των Βλάχων, Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος θα αποστατήσει και θα εκτελεστεί από τον Υψηλάντη, μετά την συντριβή στο Δραγατσάνι…
Στις ατίθασες ιδιοσυγκρασίες ωστόσο, ο ενθουσιασμός, ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, μπορούν να αντιπαραβληθούν με τη λογική. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αναστάσιου Παπά, γιου του εθνομάρτυρα Εμμανουήλ Παπά, ο οποίος στις 18 Απριλίου γράφει από την Βιέννη στον αδελφό του, πως κατεβαίνει για να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων. Η ρομαντική αυτή επιστολή, που μας γνωστοποιεί και πάλι ο Λάιος, αντανακλά ένα αρχέτυπο που οδήγησε εκατοντάδες άλλους νέους στην Επανάσταση, Έλληνες και Ευρωπαίους, για τους ίδιους λόγους:
«Το αποφάσισα, ναι, το αποφάσισα! Έχετε γεια! Σπεύδω προς τα ένδοξα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών! Εκεί με περιμένει το στεφάνι ενός πραγματικού στρατιώτη, ή ίσως ακόμα και ο θάνατος. Αλλά για μένα είναι το ίδιο. Ο θάνατος για την Πατρίδα είναι το γλυκύτερο χάρισμα. Ας γίνει ό,τι μου κλώθει η μοίρα μου. Αν πεθάνω, μη λυπάσαι αδερφέ μου! Για την Πατρίδα πεθαίνω ευχαρίστως. Το ξέρεις πόσες φορές έδειξα τόλμη στη ζωή μου απλώς για να γνωρίσω τον κόσμο. Τώρα τον έμαθα κάπως, μπορούσα λοιπόν να μείνω αδιάφορος; Αυτό μη μου το ζητάτε, γιατί κάνετε θανάσιμο αμάρτημα. Χτες εδιάβασα τις κατάρες και τους εξορκισμούς του Πατριάρχη και της Συνόδου ενάντια στους επαναστάτες και σε κείνους που τους ακολουθούν. Αλλά τέτοιοι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατά διαταγή του Σουλτάνου. Ο σκοπός μας είναι ιερός και τέτοιες γυναικείες κατάρες δεν τον πιάνουν. Δώσε κουράγιο στη μητέρα μας και διαβεβαίωσέ την, ότι σε μένα θα βρει ένα πραγματικό παλληκάρι και μάλιστα πολύ γρήγορα. Έτσι μου λέει η θεία Πρόνοια»…
ΟΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…
Η παλληκαριά αντιπαρατίθεται στους «γυναικείους αφορισμούς» και τα σκιρτήματα της καρδιάς στη νοημοσύνη της φρόνησης. Με ανθρώπους σαν τον Παπά θα προχωρήσει ο Υψηλάντης μέχρι το τέλος και τέτοιοι άνθρωποι θα σπεύσουν αργότερα, απ’ όλα τα μέρη της Ευρώπης, για να συμπολεμήσουν με τους Έλληνες. Ας δούμε όμως, τι τύχη είχαν οι τρεις υπόλοιπες αποστολές του Πατριαρχείου προς την Ελλάδα, όπως τις περιγράφει ο Φιλήμων:
«…ίνα λάβωσι δημοσιότητα πλατυτέραν ταύτα πάντα, ειδικοί έξαρχοι απεστάλησαν μετά πάσης σπουδής και κατά πάσας τας διευθύνσεις, φέροντες και ετέρας του πατριάρχου εγκυκλίους, νουθετικάς προς τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς προϊσταμένους. Ειδικώτερον δε, εκ των αρχιερέων διετάγησαν δια την αυτήν υπηρεσίαν τρεις και ανεχώρησαν απνευστί, ο μεν Ρέοντος Διονύσιος εις την Πελοπόννησον, ο δε Ναυπάκτου και Άρτης, Άνθιμος εις την Στερεάν και τις άλλος εις το Αιγαίον, ως τα μάλλον ύποπτα μέρη (…) Εν τη Πελοποννήσω όμως, τω Αιγαίω και πολλαίς της στερεάς επαρχίαις τα τοιαύτα εξενώτισαν. Εν δε τη Αιτωλία και Ακαρνανία, Άρτη και Ασπροποτάμω, Αγραία και Κρήτη, Ολύμπω και εφεξής, καίτοι αναγνωσθέντα, ηκούσθησαν ως «φωνή βοώντος εν ερήμω», διότι βραδύτερον επανέστησαν και αύται. Ουχί άρα χάττια και φιρμάνια, αφοριστικά και εγκύκλιοι, τα μεν απάτη στυγερά, τα δε βίας εσχάτης έργα, απετέλεσαν την ακινησίαν των άλλων επαρχιών, αλλά μόνη η κατά πολλούς λόγους επικειμένη αδυναμία. Τις ποτέ των ορθοδόξων Ελλήνων ουκ εσεβάσθη εν πνεύματι καρδίας τας πράξεις και νουθεσίας του πατριάρχου; Αλλά και τις εξ αυτών ηγνόει επί της παρούσης εποχής, ότι οι λόγοι του πατριάρχου ήσαν αλλότριοι όλως του πνεύματος της εκκλησίας, επιβεβλημένη θέλησις του τυράννου;»
Ο γραμματέας του Δημήτριου Υψηλάντη, μαρτυρεί ότι «κάθε Έλληνας γνώριζε, πως οι λόγοι του Πατριάρχη ήταν τελείως ξένοι με το πνεύμα της Εκκλησίας- επιβεβλημένη θέληση του τυράννου». Αυτό βεβαίως, δεν σημαίνει πως δεν θα μπορούσαν τα απεσταλμένα αφοριστικά, να προκαλέσουν ψυχικό κλονισμό, σε κείνους που ανέμεναν την εκπλήρωση των επαγγελιών των Φιλικών. Όπως υπογραμμίσαμε στην μονογραφία που αφιερώσαμε στον Παπαφλέσσα στο παρόν ιστολόγιο, οι προεστοί της Πελοποννήσου ήσαν πλέον ιδιαίτερα καχύποπτοι απέναντι στις υποσχέσεις αυτές, καθώς ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε κατηγορηματικά αρνηθεί οιαδήποτε ανάμειξη, στον απεσταλμένο των προεστών, Ιωάννη Παπαρηγόπουλο. Δεδομένου ότι η αποστολή των αφοριστικών επιστολών και των συνοδευτικών εγκυκλίων του Πατριάρχη έγινε «απνευστί», μπορεί κανείς να υποθέσει πως εντός μίας εβδομάδας από την 11η Μαρτίου, η αποκάλυψη της χίμαιρας των Φιλικών θα λάμβανε χώρα στην Πελοπόννησο. Τι συνέβη λοιπόν;
Ο Φιλήμων αναφέρει πως οι επιστολές προς τον Μωρηά, «εξενώτισαν» (ξεράθηκαν;)- χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Το σίγουρο είναι πως ο διαβιβαστής τους, ο επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, που οδηγήθηκε κι αυτός στην προσυπογραφή του αφορισμού της Επανάστασης, συμμετέχει το 1823 στην Επιτροπή που συνέταξε για λογαριασμό της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους (1823), τον πρώτο ποινικό κώδικα της ελεύθερης Ελλάδας, πλάι στον Βενιαμίν Λέσβιο, τους ιερομονάχους Γεράσιμο Παπαδόπουλο και Γρηγόριο Κωνσταντά, τον επίσκοπο Ταλαντίου και τους αγωνιστές Πανούτζο Νοταρά, Ιωάννη Ζαΐμη, Γεώργιο Αινιάν και Ιωάννη Κοντουμά. Είναι λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό, πως όταν ο Διονύσιος είδε τον αναβρασμό τον οποίον είχε δημιουργήσει ο Παπαφλέσας στο Μωρηά, απλώς άφησε τα αφοριστικά του στην άκρη.
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου και Άρτης, Άνθιμος, σύμφωνα με τον Φιλήμονα, πρόλαβε να διαβιβάσει στην Στερεά Ελλάδα τις επιστολές του Γρηγορίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο επαναστατικός χείμαρρος που ξεπήδησε από την Πελοπόννησο, δεν θα ήταν δυνατόν να ανακοπεί από τις ψεύτικες κατάρες ενός εκβιαζόμενου Πατριάρχη- πόσο δε μάλλον, όταν ο Υψηλάντης είχε σαφώς προειδοποιήσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για την εξέλιξη αυτή.
«Τοιαύτα έγγραφα εκίνησαν άλλοτε τους ευλαβείς λαούς της Ελλάδος κατά των κλεπτών. Αλλ’ οι καιροί δεν ήσαν οι αυτοί, και ο σημερινός αγών ήτον υψηλής φύσεως. Δια τούτο, ούτε αι εκκλησιαστικαί αύται παραινέσεις ησύχασαν ως άλλοτε τους Έλληνας, ούτε αι απειλαί τους ετάραξαν, ούτε οι αφορισμοί και αι κατάραι τους αφώπλισαν» αναφέρει χαρακτηριστικά, ο επικεφαλής του «αγγλικού» κόμματος στην Ελλάδα, Σπυρίδων Τρικούπης.
Δύο μέρες μετά την πρώτη αποστολή επιστολών, ο Γρηγόριος προβαίνει και σε μία δεύτερη. Αυτή τη φορά, δεν ζητά κατάσβεση της Επανάστασης, αλλά απαντητική αναφορά εκ μέρους του Παλαιών Πατρών Γερμανού, (πρώτου τη τάξει στους αρχιερείς του Μωρηά), πως στις επαρχίες της Ελλάδας βασιλεύει η τάξη. Πάνω από κάθε τι, ο Γρηγόριος αντιλαμβάνεται πως πρέπει να κερδίσει χρόνο στην προσπάθεια κατευνασμού του Σουλτάνου. Γνωρίζουμε, πως ο Πατριάρχης εμπιστεύτηκε δύο τέτοιες επιστολές στον Ρήγα Παλαμήδη, βεκίλη του Μωρηά στην Υψηλή Πύλη, αλλά ούτε κι αυτές έφθασαν στον προορισμό τους. Διασώζεται η μία απ’ αυτές ωστόσο- και έχει ενδιαφέρον: Πλέον της ενημέρωσης για την ρωσική στάση και την οργή του Σουλτάνου, (πανομοιότυπης με εκείνην που διαπιστώσαμε στις προηγούμενες επιστολές), ο Πατριάρχης προσθέτει και μία ακόμη παράγραφο:
Η Εκκλησία επιτήδεια γράμματα πανταχού καταρτίζουσα τους ομογενείς εις το πιστόν του ρεαγιαλικίου, εκ των οποίων παρά πόδας σταλήσονται και εις αυτά τα μέρη. Εν τοσούτω ημείς εδώκαμεν εγγύησιν και δια το Γένος και κατ’ εξοχήν δια τους κατά τόπον αρχιερείς, δια να διαλυθώσι δε αι αναφυείσαι υπόνοιαι, είναι ανάγκη, άμα τω λαβείν η ιερότης σου, να απέλθης εις Τριπολιτζάν και συγκαλεσάμενος όλους τους αρχιερείς της Πελοποννήσου να υπογράψητε κοινήν αναφοράν ολοσφράγιστον, δηλωτικήν της κοινής αυτόθι ησυχίας και άκρας ευπειθείας εις το βασίλειον κράτος και να την προφθάσης εις χείρας μας, δια να εμφανισθή εις το κραταιόν δοβλέτι, προς παράστασιν της των ομογενών αθωότητος, έως ότου να προφθασθώσι και τα γενικώτερα εντεύθεν γράμματα με επίτηδες έξαρχον. Πόσον αναγκαία είναι αυτή η πράξις και σωτηριώδης, γνωρίζεις εκ των ολίγων. Εν δε ταις αναφοραίς ανάγκη να γίνεται παράκλησις εκ μέρους της Πελοποννήσου, δια να εμφανισθούν και εις αυτό το βασίλειον κράτος. Ποίησον λοιπόν ως σοι γράφοντες παρακελευόμεθα και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι περιμένομεν κατά πρώτον μετά των αναφορών και την αποτελεσματικήν σου απόκρισιν, η δε του Θεού χάρις είη μετά της ιερότητός σου.
Ο Γρηγόριος προτείνει λοιπόν στον Παλαιών Πατρών Γερμανό την αποστολή κοινής αναφοράς εκ μέρους όλων των αρχιερέων της Πελοποννήσου, πως στις επαρχίες τους βασιλεύει ησυχία και «άκρα ευπείθεια»- και πως οι αρχιερείς ζητούν ακρόαση από τον Σουλτάνο. Η κίνηση αυτή, θεωρείται από τον Γρηγόριο ακόμη πιο επιτακτική και από την ενεργό ανάσχεση του επαναστατικού κινήματος, για την οποία ο Πατριάρχης δεν αναφέρει τίποτε ευθέως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, ότι ενώ η αποστολή Παλαμήδη γίνεται δύο μέρες μετά από την αποστολή των τριών αρχιερέων με τα αφοριστικά, ο Γρηγόριος αναμένει τον Παλαμήδη να φθάσει πρώτος στο Μωρηά- δείγμα πως ο βεκίλης θα ακολουθούσε μια διαδικασία «εξπρές». Γιατί άραγε ο Πατριάρχης δεν ακολουθούσε την ίδια διαδικασία και με τους επισκόπους του; Σκοπιμότητα, ή απλώς αυτοσχεδιασμός;
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστολές αυτές δεν φθάνουν στον προορισμό τους. Κι αυτές που έφθασαν, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα στην Ελλάδα. Το γεγονός ωστόσο, πως η συντριπτική πλειοψηφία των εξεγερμένων Ελλήνων, παρακάμπτει τον αφορισμό χωρίς να μνησικακεί ενάντια στον Πατριάρχη Γρηγόριο, δείχνει και το μέγεθος της κατανόησής της για τις συνθήκες που εκείνος αντιμετώπισε. Κι αν κάποιοι διατηρούσαν ενδοιασμούς, ο απαγχονισμός του Γρηγορίου κατόπιν της άρνησής του να διαφύγει απ’ την Κωνσταντινούπολη, άρκεσε για να αποκατασταθεί πλήρως στην συνείδηση του επαναστατημένου έθνους.
Στα δύο αυτά μας αφιερώματα, καλύψαμε το κεφάλαιο της εναντίωσης του Γρηγορίου Ε’ στον Υψηλάντη, κατόπιν της σχετικής απόφασης των εκπροσώπων της Ρωμιοσύνης της Πόλης. Σε μελλοντικές μας αναρτήσεις, θα δούμε τι επακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη μόλις μεταλαμπαδεύτηκε η Επανάσταση στον Μωρηά, αλλά και την ευλογία της Εκκλησίας στον ετοιμοθάνατο Υψηλάντη- δείγμα του ότι οι ποινές του αφορισμού δεν ίσχυσαν γι’ αυτόν, καθώς δεν αφορούσανε ποτέ, την ουσία της διαγωγής του.
Ανδρέας Μακρίδης
http://maiandros-lykaon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου