Αφορμής δοθείσης επίσκεψης μου στο όμορφο
χωριό Πιάνα Αρκαδίας, όπου και επισκέφτηκα τη σπηλιά του Πανός, και την
όμορφη συνέχεια με τα τσιπουράκια στο καφενείο του…Πανός με την
αγαπημένη παρέα στην πλατεία του χωριού….
Το χωριό Πιάνα Αρκαδίας,
βρίσκεται 20 χλµ. Ν∆ της Τρίπολης, και χρωστάει το όνομα του, στο Θεό
Πάνα! Ο τοπικός μύθος θέλει τον τραγοπόδαρο Θεό Πάνα να κατοικεί στη
σπηλιά αυτή και με τη φλογέρα του να πλημμυρίζει με ήχους την πανέμορφη
χαράδρα των πηγών του Ελισσώνα. Μονοπάτι οδηγεί στο σπήλαιο του Πάνα,
στην πλαγιά του βουνού.
Στην παρούσα ανάρτηση θα περιοριστώ σε στοιχεία σχετικά με τον Πάνα από την σελίδαarcadia.ceid.upatras.gr, όπως όμως υποσχέθηκα στον φίλο Γιώργο πρώην αντιδήμαρχο από την Πιάνα, σύντομα θα αναφερθώ στις «συμβολικές εσωτερικές ιδιότητες» του θεού Πανός, ο οποίος είναι ένας εξαιρετικά σημαίνων Θεός, καθώς σηματοδοτεί όχι μόνο την παλαιότερη στενή του ανθρώπου με την φύση, πόσο μάλλον δε, την έξοδο του ανθρώπου από τις σπηλιές, τα δάση και τον πολιτισμό….
Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία
ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις
γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. όρος που γεννήθηκε ως
ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξού και παλαιότερα η Αρκαδία
λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον
Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός
του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική.
Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα
πήλινα και χάλκινα εδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή
ταμάτων.
Σταδιακά ο Παν λατρευόμενος και από τους
αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Παν ο Ακτιος" ή "Πάν Άκτιος",
δημιουργήθηκαν παράλια ιερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της
αρχαιότητας.
Η θρησκεία στην Αρκαδία, είχε τις ρίζες της
στη γη της και ήταν πάντοτε δεμένη με τις αρχαίες φυλές του ελληνικού
κόσμου. Η σύνδεση αυτή αποτελεί και μια εξήγηση του ιδιόρρυθμου και
ευλαβικού χαρακτήρα αυτής της θρησκείας. Και οι πρώιμοι Έλληνες, οι
Αρκάδες, διατήρησαν πιστότερα από όλους τους άλλους Έλληνες, τον
πρωτογονικό συμβολισμό, τους θρησκευτικούς θρύλους και τις απλές λαϊκές
παραδόσεις. Η εμφανής ευσέβεια τους, η οποία έγινε αντικείμενο αναφοράς
από τους ιστορικούς (Πολύβιος «η προς το θείο ευσέβεια), εκφράστηκε με
τελετές και εορτές μυστικιστικού τύπου (πχ. Λύκαια Μυστήρια), γνωστά για
την λαμπρότητά τους σε όλον τον αρχαϊκό ελληνικό και μη κόσμο.
Η θεότητα που χαρακτήρισε την αρχαία αρκαδική θεολογία και αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σύμβολό της, είναι ο Πάνας. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων. Η λέξη «δαίμων» προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη «δαίω», (μοιράζω, αποδίδω σε κάποιον αυτό που το αξίζει) και αποδόθηκε στους θεούς, ως φορείς της διανομής τύχης και της δικαιοσύνης του καθενός, ασχέτως αν αργότερα έγινε συνώνυμο του διαβόλου και των έκπτωτων ταγμάτων του.
Ο ομηρικός ύμνος παρουσιάζει τον Πάνα ως «υιό του Ερμή» με τραγοπόδαρα και δύο κέρατα, ο οποίος αρεσκόταν σε θορυβώδεις χορούς και έτρεχε μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια και στα σύδεντρα, στα ρυάκια και στις πυκνές λόχμες με την υπέροχη ατημέλητη κώμη του. Ο Πάνας είναι η χορευτική θεότητα των ερημιών και των βουνών και ανάμεσα τους οι νύμφες, οι Ορειάδες, αόρατοι μουσουργοί, τραγουδάνε από τα βάθη των σπηλαίων, υφαίνοντας αραχνοΰφαντα υφάσματα που κατά τον θρύλο κανένας θνητός δε μπορούσε να δει.
Η θεότητα που χαρακτήρισε την αρχαία αρκαδική θεολογία και αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί σύμβολό της, είναι ο Πάνας. Αποδίδεται ως ο Αρκαδικός δαίμων. Η λέξη «δαίμων» προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη «δαίω», (μοιράζω, αποδίδω σε κάποιον αυτό που το αξίζει) και αποδόθηκε στους θεούς, ως φορείς της διανομής τύχης και της δικαιοσύνης του καθενός, ασχέτως αν αργότερα έγινε συνώνυμο του διαβόλου και των έκπτωτων ταγμάτων του.
Ο ομηρικός ύμνος παρουσιάζει τον Πάνα ως «υιό του Ερμή» με τραγοπόδαρα και δύο κέρατα, ο οποίος αρεσκόταν σε θορυβώδεις χορούς και έτρεχε μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια και στα σύδεντρα, στα ρυάκια και στις πυκνές λόχμες με την υπέροχη ατημέλητη κώμη του. Ο Πάνας είναι η χορευτική θεότητα των ερημιών και των βουνών και ανάμεσα τους οι νύμφες, οι Ορειάδες, αόρατοι μουσουργοί, τραγουδάνε από τα βάθη των σπηλαίων, υφαίνοντας αραχνοΰφαντα υφάσματα που κατά τον θρύλο κανένας θνητός δε μπορούσε να δει.
Ο τραγοπόδαρος θεός δεν είναι μόνο επιδέξιος
χορευτής αλλά και εξαίρετος μουσικός. Ο ήχος της φλογέρας του, αποτελεί
την αφορμή για το ξεκίνημα του χορού στον οποίο συμμετέχουν οι Νύμφες,
οι Χάριτες και οι Ώρες, συνεπαρμένες από το γλυκό ήχο της καλαμένιας
φλογέρας του Πανός.
Και ο μύθος αναφέρει τον Πάνα, γονυπετή να εξομολογείται τον έρωτα του, στην Σύριγγα. Αυτή όμως τρομαγμένη από την σωματική δυσμορφία του Πάνα, καταφεύγει στις όχθες του θεού Λάδωνα, ικετεύοντάς τον να την σώσει από τον Πάνα. Και αίφνης, ο Λάδωνας, εισακούγοντας την παράκλησή της, την μεταμορφώνει σε καλάμι, με αποτέλεσμα, ο Πάνας, απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αντί για την αγαπημένη του, βρίσκει στο χέρι του, ένα καλάμι. Εκφράζοντας την απογοήτευσή του ο Πάνας, κόβει καλάμια, με διαφορετικό μήκος μεταξύ τους, και, ενώνοντάς τα με κερί, δημιουργεί τον αυλό, την Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών. Και η «πολύμηλος» Αρκαδία (δηλ. γεμάτη πρόβατα) αποκτά το ποιμενικό της σύμβολο, την τοπική της θεότητα.
Σε γλυπτές απεικονίσεις ο Πάνας παρουσιάζεται να παίζει φλογέρα πλάι στον Απόλλωνα, ως ισάξια θεότητα του δωδεκαθέου. Κατά τον Διονύσιο από την Αλικαρνασσό, ο Πάνας είναι «Αρκάδι δε Αρχαιότατος και τιμιότατος». Η αρκαδική αυτή θεότητα, που θεωρείται ως ο αρχαιότερος θεός του Πανθέου της πατρώας θρησκείας, λατρεύτηκε από άκρη σε άκρη των Αρκαδικών βουνών (Μαίναλο, Κυλλήνη, Παρθένιο, Λύκαιο, Νόμιο, Ερύμανθος) και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάθε αρκαδικός ορεινός όγκος πλημμυριζόταν από την Πανική θεότητα «Υψηλών ορέων έφοροι, κεραοί χοροπαίκται Πάνες, βουχίλου κράντορες Αρκαδίης».
Κατά τον Παυσανία, το ιερό βουνό του Πανός, είναι το Μαίναλο, όπου οι πλησίον του βουνού κάτοικοι, ισχυρίζονταν ότι είχαν ακούσει τον ήχο της σύριγγάς του.
«Το δε όρος το Μαινάλιον ιερόν μάλιστα είναι Πανός νομίζουσι, ώστε οι περί αυτό και επακροάσθαι συρίζοντος του Πανός , λέγουσι».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι στο Λύκαιο όρος λάμβαναν χώρα τα «Διάπανα», αγώνες προς τιμήν του Πάνα, ταυτόχρονα με τα Λύκαια (που τελούνταν προς τιμή του Δία), με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η πεποίθηση ότι επρόκειτο, για θεότητα διπλής υπόστασης, τον Διοπάνα.
Ο περιηγητής, συνεχίζοντας την αφήγησή του για τον Πάνα, αναφέρει ότι:
Και ο μύθος αναφέρει τον Πάνα, γονυπετή να εξομολογείται τον έρωτα του, στην Σύριγγα. Αυτή όμως τρομαγμένη από την σωματική δυσμορφία του Πάνα, καταφεύγει στις όχθες του θεού Λάδωνα, ικετεύοντάς τον να την σώσει από τον Πάνα. Και αίφνης, ο Λάδωνας, εισακούγοντας την παράκλησή της, την μεταμορφώνει σε καλάμι, με αποτέλεσμα, ο Πάνας, απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αντί για την αγαπημένη του, βρίσκει στο χέρι του, ένα καλάμι. Εκφράζοντας την απογοήτευσή του ο Πάνας, κόβει καλάμια, με διαφορετικό μήκος μεταξύ τους, και, ενώνοντάς τα με κερί, δημιουργεί τον αυλό, την Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών. Και η «πολύμηλος» Αρκαδία (δηλ. γεμάτη πρόβατα) αποκτά το ποιμενικό της σύμβολο, την τοπική της θεότητα.
Σε γλυπτές απεικονίσεις ο Πάνας παρουσιάζεται να παίζει φλογέρα πλάι στον Απόλλωνα, ως ισάξια θεότητα του δωδεκαθέου. Κατά τον Διονύσιο από την Αλικαρνασσό, ο Πάνας είναι «Αρκάδι δε Αρχαιότατος και τιμιότατος». Η αρκαδική αυτή θεότητα, που θεωρείται ως ο αρχαιότερος θεός του Πανθέου της πατρώας θρησκείας, λατρεύτηκε από άκρη σε άκρη των Αρκαδικών βουνών (Μαίναλο, Κυλλήνη, Παρθένιο, Λύκαιο, Νόμιο, Ερύμανθος) και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάθε αρκαδικός ορεινός όγκος πλημμυριζόταν από την Πανική θεότητα «Υψηλών ορέων έφοροι, κεραοί χοροπαίκται Πάνες, βουχίλου κράντορες Αρκαδίης».
Κατά τον Παυσανία, το ιερό βουνό του Πανός, είναι το Μαίναλο, όπου οι πλησίον του βουνού κάτοικοι, ισχυρίζονταν ότι είχαν ακούσει τον ήχο της σύριγγάς του.
«Το δε όρος το Μαινάλιον ιερόν μάλιστα είναι Πανός νομίζουσι, ώστε οι περί αυτό και επακροάσθαι συρίζοντος του Πανός , λέγουσι».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι στο Λύκαιο όρος λάμβαναν χώρα τα «Διάπανα», αγώνες προς τιμήν του Πάνα, ταυτόχρονα με τα Λύκαια (που τελούνταν προς τιμή του Δία), με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η πεποίθηση ότι επρόκειτο, για θεότητα διπλής υπόστασης, τον Διοπάνα.
Ο περιηγητής, συνεχίζοντας την αφήγησή του για τον Πάνα, αναφέρει ότι:
«Στα δεξιά της Λυκοσούρας, υπάρχουν τα Νόμια
όρη, όπου υπήρχε και το ιερό του Νομίου Πανός και το χωριό το ονομάζουν
Μέλπεια, από τη σύριγγα του Πάνα που βρέθηκε εκεί. Είναι εύκολο να
θεωρήσει κανείς ότι τα όρη, ονομάστηκαν Νόμια, από τα βοσκοτόπια (που
υπήρχαν εκεί), ενώ κατά τους Αρκάδες, (ονομάστηκαν έτσι) από το όνομα
κάποιας Νύμφης».
Στο όρος Παρθένιο, όπου υπήρχαν χελώνες οι οποίες ήταν αντικείμενο ευλάβειας από τους κατοίκους ως ιερές του Πάνα - αν και το όστρακό τους ήταν κατάλληλο για την κατασκευή λύρας -, λέγεται, ότι ο Πάνας παρουσιάστηκε στο δρομέα Φειδιππίδη (που είχε αποσταλεί εκ μέρους των Αθηναίων προκειμένου να ζητήσει τη συνδρομή των Σπαρτιατών εν όψει της περσικής επίθεσης) και του παραπονέθηκε ότι δεν του πρόσφεραν τις δέουσες τιμές, ενώ αυτός, θα ήταν χρήσιμος στον αγώνα τους κατά των Περσών.
«Απωτέρω δε ολίγον Πανός εστί , ένθα Φειδιππίδη φανήναι τον Πάνα και ειπείν ά προς αυτόν Αθηναίοι τε και κατά ταύτα Τεγεάται λέγουσι» (Παυσανίας, Αρκαδικά).
Μετά την νίκη στο Μαραθώνα, οι Αθηναίοι δεν ξέχασαν τον Αρκάδα θεό και ανέγειραν στην Ακρόπολη ιερό αφιερωμένο σε αυτόν, ενώ σε άγαλμα του γλύπτη Σιμωνίδη, αναγράφεται «Τον τραγόπουν εμέ Πάνα, τον Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ΄ Αθηναίων, στήσατο Μιλτιάδης». Αργότερα, τελούνταν εκεί εορτές προς τιμήν του Πανός, τρεις φορές τον χρόνο.
Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα, ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε τη μαντική από τον Πάνα και αργότερα έφτασε στους Δελφούς, κατόπιν χρησμού της Θέμιδος. Από την αρχαία Αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε «άσβεστο πυρ», ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρειά του, την νύμφη Ερατώ, γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας.
«Λέγεται δε ως προς τα έτι παλαιότερα και μαντεύοιτο ούτος ο θεός, προφήτιν δε Ερατώ Νύμφην αυτώ γενέσθαι ή Αρκάδι της Καλλιστούς συνώκησε».
Πέραν της συνηθισμένης εικόνας που η ιστοριογραφία έχει καταγράψει για τον Πάνα παρουσιάζοντά τον σαν τον εύθυμο, ανέμελο, ερωτύλο θεό, που η μόνη του ασχολία είναι η μουσική και η καλοπέραση, ο Πάνας αποτελούσε τιμωρητική οντότητα, θεότητα που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και φόβο στους ανθρώπους, σε περίπτωση που διαταρασσόταν η ηρεμία και ο ύπνος του.
Στις εκφάνσεις οργής του Πανός, οι οποίες περιελάμβαναν ορμητικούς χείμαρρους, ηλίαση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς λιποθυμία ή συγκοπή (Ευριπίδης-Μήδεια) αποδόθηκε και η ερμηνεία της λέξης Πανικός, που χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας, δηλαδή το «πανικόν δείμα», με αποτέλεσμα οι Αρκάδες ποιμένες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς τη διατήρηση της ηρεμίας της φύσεως, τις ώρες που αυτή ησυχάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου