Δυο πράγματα ενδιαφέρει να δούμε ως προς αυτό:
Α) με ποια πορεία έφτασε ο Σωκράτης στην αυτογνωσία και
Β) ποιο «είναι » του ανθρώπου ανακάλυψε.
Πολύτιμος βοηθός μας για το πρώτο είναι πάλι η πλατωνική
«Απολογία», για το δεύτερο μαζί μ’ αυτήν και τα «Απομνημονεύματα» του
Ξενοφώντος.
Αφορμή για την πορεία προς την αυτογνωσία στάθηκε, ο χρησμός που
έδωσε το δελφικό μαντείο στο φίλο και μαθητή του Σωκράτη το Χαιρεφώντα. 1
Ο χρησμός έριξε το δάσκαλο σε μεγάλη φροντίδα. Είχε καθαρή
συνείδηση του πόσο μικρή, πόσο ασήμαντη ήταν η δική του σοφία. Ο
αυστηρός αυτοέλεγχος είχε απολήξει στο ότι ένα πράγμα ήξερε καλά, ότι
δεν ήξερε τίποτα, (.. εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Θυμίζει με τούτη τη ρήση ο
Σωκράτης σε μας τους νεώτερους την ανάλογη κατάσταση στην οποία
βρισκόταν ο Descatres κατά την περίοδο της καθολικής περί των πάντων
αμφιβολίας του, την περίοδο του doute methodique, πριν ανακαλύψει το
θεμέλιο της φιλοσοφίας του, το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum).
Πως, αναρωτιέται ο Σωκράτης, είναι δυνατό αυτό το «εν οίδα ότι
ουδέν οίδα» να ονομάζεται σοφία, και μάλιστα η μεγαλύτερη ανθρώπινη
σοφία; Αλλά πάλι πως ήταν δυνατόν ο Θεός να μη λέει αλήθεια;
Για να απαντήσει στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα αποφάσισε ο
Σωκράτης να θέση τον εαυτό του στην υπηρεσία του Απόλλωνος: να θεωρήσει
αποστολή του τη διερεύνηση του νοήματος του χρησμού, και άμα το
νόημα του αποκαλυφθεί, να το μεταδώσει και στους άλλους ανθρώπους. Είναι
γνωστή από την «Απολογία » και από τις άλλες πηγές μας η μεθοδική
πορεία που ακολούθησε ο Σωκράτης. Είχε ελέγξει και αποτιμήσει τη δική
του σοφία. Στράφηκε τώρα στον έλεγχο της σοφίας των άλλων. Πήγε σε
ανθρώπους που και οι ίδιοι πίστευαν ότι είναι σοφοί σε κάτι ή σε πολλά,
και ο κόσμος τους πίστευε για σοφούς: σε πολιτικό, σε ποιητή τραγωδίας,
σε ποιητή διθυράμβων, σε χειροτέχνες. Δεν άργησε να αντιληφθεί, από τη
συζήτηση που έκανε μαζί τους, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ενώ πίστευαν
πραγματικά ότι ήταν σοφοί σε κάτι, ή σε πολλά, στην πραγματικότητα δεν
ήταν. Έβγαλε τότε το συμπέρασμα ο Σωκράτης, ότι αυτός, που ξέρει ότι δεν
είναι σε τίποτα σοφός, είναι σοφότερος από τους άλλους σε τούτο δα
ακριβώς: «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι»2
Δεν έχουν προσέξει, νομίζω, αρκετά οι μελετητές του Σωκράτη, ότι η
διαφωνία του δασκάλου με τους συζητητές του, απορρέει στο βάθος από την
πίστη του ότι μόνο ο Θεός είναι σοφός. Για τούτο ο άνθρωπος μόνο
φιλόσοφος, φίλος, εραστής του «σοφού», της σοφίας μπορεί να είναι. Το
απόλυτο είναι ανέφικτο στον άνθρωπο. Τούτο ακριβώς προσπαθεί να δείξει
στους συνομιλητές του. Ας λένε πως ξέρουν, αφού δεν κατέχουν, στο χώρο
όπου ο καθένας κινείται, τη ριζική γνώση στην καθαρή και απόλυτη μορφή
της. Αυτά που ξέρουν είναι όσα μπορεί να νομίζει κανείς ότι ξέρει, όσα
του επιτρέπουν να κινείται με άνεση, μικρή, ή μεγάλη, στο έργο που
κάνει. Αλλά η ρίζα του λείπει. Και αυτή είναι η σοφία. Πρέπει ακόμη να
προσέξομε περισσότερο το «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι». Δείχνει
ότι η αυτογνωσία στην οποία φτάνει ο Σωκράτης είναι η ίδια η συνείδηση
στην ανωτάτη ποιότητα της, εκείνη που λείπει από τους
άλλους. Ανακαλύπτει δηλαδή ο άνθρωπος σωστά τον εαυτό του τότε μόνον,
όταν φτάσει στο χώρο όπου η συνείδηση «ομολογεί» με τον εαυτό της. Θα
ξαναγυρίσομε σε τούτο το πηγαίο θέμα της σωκρατικής διδασκαλίας, το
οποίο αποτελεί τον ακριβό πυρήνα της.
Η διερεύνηση λοιπόν του χρησμού οδήγησε το Σωκράτη στην αυτογνωσία,
μια αυτογνωσία που πείθει ότι σοφότερος είναι εκείνος που φτάνει στο
συμπέρασμα ότι δεν ξέρει τίποτε. Δεν πρόκειται καθόλου για σκεπτικισμό,
όπως ο σκεπτικισμός των σοφιστών ή οποιοσδήποτε άλλος. Η διαπίστωση του
Σωκράτη στηρίζεται, όπως είδαμε, στην προϋπόθεση ότι μόνο ο Θεός είναι
σοφός.3
Αυτή η διαπίστωση είναι λοιπόν θετική, όχι αρνητική. Αφήνει ανοιχτή
τη θύρα της ψυχής για στροφή της προς τον Θεό. Έτσι η ψυχή είναι
απαλλαγμένη και από τη φοβερή «ύβριν». Αυτήν που πείθει τον άνθρωπο για
το αντίθετο, που τον πείθει ότι είναι σοφός.
Και ένα δεύτερο πολύτιμο στοιχείο της σωκρατικής αυτογνωσίας δεν
έχομε προσέξει αρκετά. Στο «γνώθι σαυτόν», το πραγματικό «γνώθι σαυτόν»,
φτάνει κανείς μόνο όταν με άγρυπνη την προσοχή, με στερεή τη στοχαστική
λογική διάκριση έχει τη δύναμη να απορρίπτει όσα εσφαλμένα και
παραπλανητικά και δέχεται μόνο τα ουσιώδη και σωστά. Αυτά σημαίνουν ότι η
αυτογνωσία προϋποθέτει την αυτοκυριαρχία, την κυβέρνηση με άλλα λόγια
του ανθρώπου από την αλήθεια, από τον ανιδιοτελή έρωτα για την αλήθεια,
που αποτελεί την πραγματική ουσία του είναι του, την πνευματική του
ουσία. Σημαίνει ακόμη ότι, όπως τώρα μόλις το υποδηλώσαμε, στο βάθος το
σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» είναι η φροντίδα για την ψυχή, ή καλύτερα είναι
η ανακάλυψη και παρουσίαση για πρώτη φορά της ψυχής του ανθρώπου.
«Απαντούσα λοιπόν στον εαυτό μου και τον χρησμό», λέγει ο Σωκράτης μετά
τη διερεύνηση που έκανε, «ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι».
Σε ένα θαυμάσιο κεφάλαιο του έργου του Paideia ο Wrner Jaeger5 ονομάζει
πρωτάκουστη την αποφασιστικότητα με την οποία ο Σωκράτης έβαλε την ψυχή
του ανθρώπου στην υψηλότερη θέση της ιεραρχίας των αξιών. Την έβαλε
πρώτη. Εστί, αντίθετα από την αριστοκρατική ηθική, κατέστησε τον άνθρωπο
ελεύθερο και ανεξάρτητο από τον πλούτο και την εξωτερική γενικά
αναγνώριση. Η ψυχή που είναι το πιο πολύτιμο κτήμα του ανθρώπου, γίνεται
την ίδια ώρα και το ύψιστο καθήκον του. Το να κάνει αδικίες, αυτό
αποτελεί το στίγμα του ανθρώπου, της ψυχής του. Το αριστοκρατικό ιδεώδες
ότι άντρας είναι εκείνος που ωφελεί τους φίλους του και βλάπτει τους
εχθρούς του δεν βρίσκει φυσικά στο Σωκράτη καμία δικαίωση× δεν αποτελεί
αρετή, αλλά κακία. Τούτη είναι η γλώσσα που απορρέει από τη σωκρατική
ανθρωπογνωσία και που πρώτος ο Σωκράτης εδίδαξε τόσο απερίφραστα και
εθεμελίωσε.
Όσα είπαμε έως εδώ δεν αναφέρονται μόνο στην πορεία του Σωκράτη
προς την αυτογνωσία, αλλά μιλούν και για την ανακάλυψη του είναι του
ανθρώπου.
Ως προς το δεύτερο τούτο έχομε μια πολύτιμη πληροφορία από τον
Ξενοφώντα, η οποία ενισχύει την ερμηνεία που δώσαμε και την ολοκληρώνει.
Πρόκειται για την περίφημη διάκριση της ανθρώπινης ζωής σε δυο
περιοχές: την περιοχή των «εφ’ ημίν» και την περιοχή των «ουκ εφ’ ημίν».
Στην δεύτερη περιοχή δεν είναι ο άνθρωπος κυρίαρχος, κυβερνήτης και
διευθυντής. Την ορίζει η θέληση του Θεού, ή από πάντα ορισμένη τάξη να
γίνουν τα πράγματα που πρόκειται να γίνουν και να γίνουν όπως γίνονται.
Πρόκειται για την περιοχή της «τύχης», όπως κοινά τη λέγουν: σπέρνεις,
αλλά δεν ξέρεις αν θα θερίσεις× φεύγεις με το πλοίο για ταξίδι, αλλά δεν
ξέρεις αν θα φτάσεις στον προορισμό σου. Στην περιοχή τούτη, στο βάθος
τίποτε δεν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει, να αποσβήσει, να προκαλέσει.
Για τα «ουκ εφ’ ημίν» ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του στους θεούς.
Προσφεύγει στη μαντική.6
Φροντίζουν οι θεοί για τον άνθρωπο. Προσθέτει ένδειξη γι’ αυτή τη
φροντίδα έχει ο Σωκράτης το «δαιμόνιο» του, τη φωνή που ακούει μέσα του,
τη σταλμένη από τον αγαθό του δαίμονα σε δύσκολες ώρες που αναφέρονται
σε πράξεις και αποφάσεις για πράγματα «ουκ εφ’ ημίν». Απαγορευτική είναι
πάντα η φωνή. Ειδοποιεί το Σωκράτη να μην κάνει κάτι που σκέφτεται να
κάνει. Αποτρέπει, δεν προτρέπει. Το «μη» του δαιμόνιου, εφ’ όσον ο
Σωκράτης πιστεύει ότι είναι θειο μήνυμα, μήνυμα από εκείνον που γνωρίζει
τα πάντα, του είναι αρκετό.
Είναι βέβαια στο βάθος το δαιμόνιο μια μορφή της φωνής της
συνείδησης, αυτή που φωτίζεται από την πίστη προς τους θεούς, και από το
μήνυμα του Θεού, πάντοτε όμως για τα «ουκ εφ’ ημίν». Για πράξεις όπου η
υπεύθυνη προσωπικότητα ηθικότητα δεν έχει θέση. Με το δαιμόνιο, όπως
βλέπουμε, ο Σωκράτης που έταξε τον εαυτό του στην υπηρεσία του λόγου,
αφήνει θέση στην ψυχή και για το άλογο. Θέση γεμάτη μυστήριο. Ωστόσο το
δαιμόνιο δεν είναι για το Σωκράτη η φωνή της συνείδησης την ολότητα της.
Γιατί απλούστατα η φωνή της συνείδησης δεν αποτρέπει μόνο, αλλά και
προτρέπει. Μιλάμε για το έργο της συνείδησης στην περιοχή όπου στην
πράξη ωθούν «τα εξ ανάγκης», η λογική αναγκαιότητα. Και αυτό συμβαίνει
στα «εφ’ ημίν», σε όσα δηλαδή εξαρτάται από τον καθένα μας να κάνει ή να
μην κάνει. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής, μέγα ευτύχημα, δίνει νόημα στη
ζωή του ανθρώπου, όντος που σκέφτεται, ερευνά και εξετάζει, παίρνει
αποφάσεις και εκτελεί πράξεις, ενεργεί και δημιουργεί. Όλη τούτη η
δραστηριότητα σε όλο βαθμό αναφέρεται στην περιοχή των «εφ’ ημίν», την
περιοχή της «γνώμης», όπως έλεγαν, αποτελεί την ανθρώπινη σοφία.
Κυβερνήτης στην περιοχή αυτή ο άνθρωπος και με ότι κάνει, οικοδομεί τον
εαυτό του, του δίνει νόημα και περιεχόμενο. Θα ήταν ανάξιο για τον
άνθρωπο, θα ανέτρεπε τη φυσική του τάξη, αν δεν ήθελε να είναι βασιλιάς
σ’ αυτό του το Βασίλειο. Αν δε φρόντιζε να βάζει σε δουλειά κάθε
περίπτωση την ικανότητα του να κατανοεί, για να ελέγχει και διαφωτίζει
τη συμπεριφορά του. Όποιος λέγει ο Σωκράτης, πιστεύει… «πάντα της
ανθρώπινης (είναι ) γνώμης», αυτός «δαιμονά»× αλλά «δαιμονώσι» και «οι
μαντευόμενοι» «α τοις ανθρώποις έδωκαν οι θεοί μαθούσι διακρίνειν».
Πως θα ενεργήσει όμως ο άνθρωπος; Ο απλός τεχνίτης, ο «δημιουργός»,
το σκοπό της ενέργειας του τον δέχεται απ’ έξω, από την παράδοση, τη
συνήθεια. Δεν αναρωτιέται για την αξία του σκοπού, ούτε ξέρει ότι και ο
σκοπός της ενέργειας του είναι μέσο για κάποιον άλλο, τον αληθινό σκοπό.
Αληθινός σκοπός είναι, όχι να κάνεις απλώς ότι αποφάσισες, αλλά η
εκτέλεση της πράξης να έχει ηθικό αποτέλεσμα, να σου χαρίζει εσωτερική
ευεξία. Στους μαθητές του ο τεχνίτης- όπως δα και οι σοφιστές-
περιορίζεται να αναπτύσσει δεξιοτεχνία. Ο σοφός άνθρωπος, ο «αγαθός»,
πάει βαθύτερα. Από την πράξη που κάνει, θέλει να αποσπάσει εκείνο που
προσδοκά απ’ αυτήν, με οδηγό τον αληθινό σκοπό. Για το έργο τούτο δεν
αρκεί να ξέρει πως ενεργεί, να ξέρει δηλαδή καλά την τεχνική της πράξης,
πρέπει κυρίως να ξέρει αν πρέπει να κάνει την πράξη. Αυτό φυσικά θα το
ξέρει, αν γνωρίζει το «όντως αγαθόν». Με άλλα λόγια η μεγάλη διαφορά
ανάμεσα στις πράξεις του απλού τεχνίτη και του σοφού- σοφός από το
Σωκράτη και πέρα θα ονομάζεται εκείνος που πραγματώνει το πρότυπο για
τον άνθρωπο πρόσωπο- είναι ότι ο πρώτος περιορίζεται στον προσεχή σκοπό
που του θέτει η δεξιοτεχνία σε κάθε έργο του, ενώ ο δεύτερος εμπνέεται
πάντοτε από το «όντως αγαθόν» και θέλει αυτό το αγαθό να φωτίζει τις
πράξεις του. Αυτό να προϋποθέτουν όλα του τα έργα.
Ποιο είναι όμως «το όντως αγαθόν»; η απάντηση του Σωκράτη στο
βασικό τούτο ερώτημα είναι εκπληκτικά νέα. Το «όντως αγαθόν» πρέπει να
είναι κάτι που να μη είναι ποτέ δυνατό να στραφεί ενάντια στον ίδιο τον
εαυτό του. Να είναι λοιπόν κάτι που να αποκλείει κάθε αμφιβολία και
διφορούμενο, να είναι με μια λέξη «αναμφιλογώτατον». Τέτοιο αγαθό δεν
μπορεί να είναι άλλο από την«ομολογία» της συνείδησης με τον εαυτό της.
Της συνείδησης που θέτει το σκοπό, με τη συνείδηση που τον εγκρίνει
γιατί τον βρίσκει σύμφωνα με το αγαθόν.
Προϋποθέτουν αυτά ότι η συνείδηση κατέχει άμεσα και απόλυτα το
αγαθό. Το γνωρίζει η ψυχή και γι’ αυτό μπορεί να διευθύνει τη ζωή της.
Κατανοούμε έτσι τη μεγάλη σημασία που παίρνει η ομολογία της συνείδησης
με τον εαυτόν της. Τούτο το βαθύτατο νόημα πρέπει να έχει για το Σωκράτη
η σκέψη ότι η αρετή είναι γνώση. Πρόκειται για την άμεση περί του
αγαθού μαρτυρία της ψυχής. Έργο δικό μας η άμεση τούτη μαρτυρία να
διέπει και να φωτίζει τη ζωή μας από τα μικρότερα έως τα υψηλότερα έργα.
Και το έργο αυτό δεν μπορεί να επιτελείται παρά μόνο με τη συνεχή
ομολογία της συνείδησης με τον εαυτό της. Η γραμμή που ακολούθησε ο
Σωκράτης δίνει ανάγλυφα την εικόνα των λεγόμενων μας. Η μαθηματική σκέψη
διέπεται πάντα από την ίδια άμεση γνώση για τον αριθμό και έτσι παίρνει
νόημα και περιεχόμενο, ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό της. Έτσι και η
ηθική διαγωγή του ανθρώπου, επειδή διέπεται από την άμεση μαρτυρία της
ψυχής για το αγαθό, επειδή ταυτίζεται διαρκώς η συνείδηση με τον εαυτό
της, για τούτο- και όταν αυτό γίνεται- παίρνει νόημα και περιεχόμενο.
Με την πολύτιμη τούτη θέση φτάνει ο Σωκράτης την εσωτερίκευση της
αρετής στο υπέρτατο βαθμό.Αρετή είναι η ποιότητα με την οποία
αποκαλύπτεται η ψυχή κατά την πράξη. Όταν έτσι ενεργεί η ψυχή τότε «ευ
πράττει», βρίσκεται τότε στην «ευπραξία », στην κατάσταση η οποία
σημαίνει ότι έχει δοθεί στη διαγωγή η κατεύθυνση εκείνη την οποία
επιτάσσει το «αναμφιλογώτατον» αγαθόν. Αναπόφευκτο επακόλουθο τέτοιας
ενέργειας είναι η επιτυχία, που δεν έχει καμία σχέση με το εξωτερικό
αποτέλεσμα της πράξης- την κοινώς λεγόμενη επιτυχία- αλλά είναι η ίδια η
ποιότητα της ενέργειας, η καλά καμωμένη ενέργεια. Όταν αυτό αισθάνεται η
ψυχή, τότε «ευ έχει», έχει «ευεξία».
Ας σημειώσουμε πάλι εδώ ότι η ευπραξία στάθηκε ο σταθερός κανόνας
με τον οποίο ρύθμιζε ο Σωκράτης τη ζωή του. Δεν δέχτηκε την πρόταση του
Κρίτωνα να δραπετεύσει από τη φυλακή, γιατί «το αναμφιλογώτατον αγαθόν»
δεν ήταν η διάσωση με κάθε τρόπο της ζωής του, αλλά η σωστή ποιοτική
κατεύθυνση της ενέργειας του, το «ευ πράττειν»× εκείνη η κατεύθυνση που
δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να κάμει τον άνθρωπο να πάψει να είναι
άξιος κυβερνήτης και εκτελεστής των επιταγών «του όντως» αγαθού.
Τον Σωκράτη τον συνοδεύει, αλήθεια, πάντα στη ζωή του η ευπραξία, ή
καλύτερα γεμίζει τη ζωή του πάντα η φροντίδα για ευπραξία. Μ’ αυτή τη
φροντίδα αντιμετωπίζει και λύνει τα αποφασιστικά και δραματικά γεγονότα
της ζωής του. Για να μας δώσει να κατανοήσουμε σωστά το νόημα της,
αντιπαραθέτει σ’ αυτήν τον όρο «ευτυχία». 8 Ευτυχία, όμως και
ετυμολογικά φαίνεται, είναι η ευδαιμονία που νοιώθουμε, όταν η έκβαση
ενός περιστατικού συμπέσει με την ενδόμυχη επιθυμία μας. Επιθυμεί ο
γεωργός καλή εσοδεία από τη σπορά του× όταν αυτό συμβεί, έχει ευτυχία,
καλή δηλαδή γι’ αυτόν σύμπτωση των εξωτερικών γεγονότων με την ενδόμυχη
επιθυμία του.
Η ευπραξία οιστρηλατεί το Σωκράτη στον έλεγχο του εαυτού του και
των άλλων, στην έρευνα και την πραγμάτωση του δικαίου, του καλού, του
αγαθού. Η ευπραξία κάνει τον Σωκράτη ένα γίγαντα, τον άνθρωπο που θέλει
στην περιοχή των «εφ’ ημίν» να είναι πέρα ως πέρα αυτουργός της
φιλοσοφίας, υπεύθυνος ρυθμιστής και κυβερνήτης της διαγωγής του. Σωστή
τρέλα, πιστεύει ο Σωκράτης όπως είδαμε, να καταφεύγει κανείς στο μάντη
για τα «εφ’ ημίν» την ώρα που ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με νου για να
δημιουργεί υπεύθυνα τη δική του τη μοίρα.
Αφού η ευπραξία είναι, όπως είδαμε, η φωτισμένη από το
«αναμφιλογώτατον αγαθόν» ενέργεια, αναγκαίο πόρισμα, πολύ ουσιώδες, για
την ηθική φιλοσοφία του Σωκράτη, είναι ότι όποιος γνωρίζει το «όντως
αγαθόν», δεν είναι δυνατό να μην «πράττει ευ». Δεν είναι, δυνατόν να
νοηθεί για το Σωκράτη άνθρωπος που γνωρίζει το αγαθό, αλλά πράττει το
κακό.
Αυτό σημαίνει, ας το ξαναπούμε, ότι κατά τον Σωκράτη δεν νοείται
χωρισμός θεωρίας και πράξεως. Δεν ήταν βέβαια τόσο αφελής ο Σωκράτης,
ώστε να μην έβλεπε ότι γύρω του οι άνθρωποι, ενώ ξέρουν το καλό,
πράττουν το κακό. Έχει μια απάντηση πολύ βαθιά, που δεν την πρόσεξαν
όσοι χαρακτηρίζουν την ηθική του φιλοσοφία ορθολογική, επειδή δέχεται
ότι η αρετή είναι γνώση. Η απάντηση του είναι ότι οι άνθρωποι που ενώ
ξέρουν το αγαθό πράττουν το κακό, στην πραγματικότητα δεν ξέρουν το
αγαθό× ή καλύτερα το βλέπουν εξωτερικά. Δεν επέτυχαν να ολοκληρώσουν
μέσα στην ψυχή τους την γνώση του αγαθού, να μεταστρέψουν σε τέτοιο
βαθμό το όμμα της ψυχής με το φωτισμό του αγαθού, ώστε να μην είναι
δυνατό να ενεργήσουν αλλιώς, αλλά να κάμουν τη ζωή τους, από κει και
πέρα, «ομόλογη». Τούτο το βαθύ, το μυστικό, θα έλεγα, νόημα έχει ο όρος
γνώση στο Σωκράτη. Δεν είναι λοιπόν ο Σωκράτης απλά ορθολογιστής, ο
Σωκράτης του δαιμόνιου, ο Σωκράτης με την αποστολική διάθεση. Ο
ορθολογισμός του αναπηδά από μυστικό βάθος και μυστικές προϋπόθεσης. Το
ότι έτσι βλέπει τη γνώση αποκαλύπτει και το περιεχόμενο που δίνει στον
όρο φιλοσοφία.
Δεν τον βλέπει μόνο ως θεωρητική πορεία του νου× η φιλοσοφία, κατά
το Σωκράτη είναι θεωρία που την ίδια ώρα είναι και πράξη, και το
αντίστροφο, η πράξη που αναδίνει το θεωρητικό της υπόβαθρο.
Το μεγάλο δίδαγμα του Σωκράτη είναι ακριβώς ότι προβάλλει με τις
σκέψεις του και τις πράξεις του όχι διχασμένο άνθρωπο, που αλλά ξέρει
και άλλα κάνει, αλλά άνθρωπο ενιαίο και ολοκληρωμένο, άνθρωπο επέκεινα
των αντιφάσεων και της ροϊκότητας του ψυχολογικού εγώ.
Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο ύψιστο της ευπραξία, ελεύθερος και
αυτόνομος, αυτουργός της ζωής του, αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο το
θεϊκό που έχει μέσα του. Γιατί επιτελεί έργο θεϊκό, αφού ενεργεί, όσο
του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, σαν θεός, δημιουργώντας το δικό του
κόσμο, κατά τρόπο ανάλογο με τους θεούς που δημιούργησαν το σύμπαν.
Γιατί εκτελεί σωστά την εντολή που απέθεσαν οι θεοί στην πνευματική του
φύση.
Αξίζει στο σημείο τούτο να θυμηθούμε πάλι τη μεγαλόστομη φωνή του
Επιταφίου, για να δούμε πόσο συγγενική είναι προς τη σωκρατική πορεία. Ο
Περικλής καλεί τους νέους να δεχτούν ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία
και ελευθέρια η ευψυχία. Με την κλίμακα τούτη εσωτερικεύεται η
ευδαιμονία× περνώντας από την ελευθερία βρίσκει ότι ουσία της ψυχής
είναι η ευψυχία.
Η κατεύθυνση και εδώ είναι προς την εσωτερική ποιότητα της αρετής.
Έτσι η ευδαιμονία, αντί να υποδουλώνει τον άνθρωπο ως υλική, τον
απελευθερώνει από τα εξωτερικά αγαθά, τον οδηγεί ελεύθερα, αυτόνομα προς
την ευψυχία. Η ευψυχία είναι η πηγή και της σωκρατικής ευπραξίας.
Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα και βαθύτερα τι είναι εκείνο που
διαχύνει και στα λόγια και στις πράξεις του Σωκράτη την εξαίσια γαλήνη,
την αδιατάρακτη και κρυστάλλινη, που μας συγκινεί με το μεγαλείο της.
Πηγή της έχει την ευπραξία, η οποία δηλώνει την ομολογία της συνείδησης
με τον εαυτό της. Έτσι εξηγείται πως ο Σωκράτης συζητά με τον Κρίτωνα αν
πρέπει να δραπετεύσει και να σώσει τη ζωή του ή όχι, πως πίνει ακόμη
και το κώνειο με όποια νηφαλιότητα κουβεντιάζει, ή ενεργεί για
οποιοδήποτε άλλο θέμα. Έχει τη δύναμη ο Σωκράτης να μεταφέρεται στο χώρο
του προσώπου του ανθρώπου, όπου το πρόβλημα για όλα, όσα στους άλλους
είναι δραματικά, παραμένει για κείνον πάντα ένα και το ίδιο: πως θα
δώσει στη σκέψη και στην πράξη του εκείνη την ποιοτική κατεύθυνση που θα
του επιτρέπει να είναι άνθρωπος.
Με το «γνώθι σαυτον» λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ανακαλύφθηκε και
γεννήθηκε η συνείδηση, που από τότε απασχολεί και κυβερνά τον άνθρωπο
του δυτικού πολιτισμού μας.
1 Πλάτων, Απολογία 20e «ανείλεν ουν η Πυθία μηδένα σοφώτερον (Σωκράτους) είναι.
2 Πλάτων, Απολογία 21d
3 Πλάτων, Απολογία 23a Η ανθρώπινη σοφία «ολίγου τινός αξία εστίν».
4 Πλάτων , Απολογία 22e
5 Paideia, Berlin a959 (Sokrates als Erzieher, II, 74 ke.)
6 Ξενοφών, Απομνημονεύματα. Ι,1,6-12
7 Ξενοφών, Απομ, Ι 1,9
8 Ξενοφών. Απομνημονεύματα ΙΙΙ, ΙΧ, 14: «Παν μεν ουν τουναντίον εγωγ’, έφη (ο Σωκράτης), τύχην και πράξιν ηγούμαι…»
Πηγή: [“Ο Σωκράτης, H ζωή και το έργο του”, B. Τατάκης, καθηγητής Πανεπ. Θες/νικης Εκδ. Αστήρ, 1993]
____________
Κων/νος Βαλιώζης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου