Η πρόσφατη εκλογή του κ. Τσίπρα στην πρωθυπουργία της Ελλάδας σε μια περίοδο όπου η παντοδύναμη Γερμανική πολιτική έχει απλώσει τα φτερά της παντού, συνοδεύτηκε από μια κίνηση πολιτικών εντυπώσεων του νέου Υπουργού Οικονομικών κ. Βαρουφάκη, η οποία – όπως όλα δείχνουν – οδηγεί σε μια κινητικότητα τους Ευρωπαίους ηγέτες και δημιουργεί ταχείες εξελίξεις. Οπωσδήποτε, η κίνηση του κ. Βαρουφάκη να διατυπώσει τις εύλογες αιτιάσεις του για τον αντιδημοκρατικό και αντιθεσμικό ρόλο της παρουσίας της Τρόικα στην Ελλάδα όχι κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ενώπιον της τηλεοπτικής κάμερας, είχε την ανταπόκριση που ανέμενε: είναι ο νέος «ήρωας» της χώρας που ύψωσε το ανάστημά της – επιτέλους! – απέναντι στην αλαζονική συμπεριφορά των απεσταλμένων και εντεταλμένων της Γερμανοκεντρικής Ευρωπαϊκής πολιτικής τύπου Ντάισεμπλουμ. Οι εντυπώσεις κερδήθηκαν, οι Έλληνες αισθάνθηκαν να ανακτούν λίγο τη χαμένη τους αξιοπρέπεια, οι ξένοι δήλωσαν έκπληκτοι, ενοχλημένοι ή και ενθουσιασμένοι. Επί της ουσίας, όμως, τι σήμαινε αυτή η κίνηση; Πώς η Ελλάδα μπορεί – και θα έπρεπε – να κινηθεί από δω και πέρα, αν πραγματικά η νέα κυβέρνηση διαθέτει τη θέληση να αλλάξει τα δεδομένα; Το κυριότερο, ποιες συμμαχίες θα χρειαστεί να κάνει η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την – ούτως ή άλλως – αναμενόμενη αντίδραση των Γερμανών και των «δορυφόρων» τους απέναντι σε μια κίνηση «επαναστατικού» χαρακτήρα που θίγει τα ιερά και τα όσια της υπερδύναμης της Ευρώπης;
Το Γερμανικό μοντέλο επίλυσης της κρίσης
Η Γερμανική «συνταγή» επίλυσης της κρίσης στηρίχθηκε, βεβαίως στο δικό της ιστορικό παράδειγμα. Από την εποχή του Καγκελάριου Λούντβιχ Έρχαρντ, ο οποίος εισήγαγε το νέο μάρκο και ενίσχυσε τις εξαγωγές, η Γερμανία έδειξε ότι οι πολιτικές της διαθέτουν βάση. Οι «παράπλευρες απώλειες» των μέτρων αυτών (αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, συνταγή λιτότητας, εξαθλίωση βιοτικού επιπέδου των πολιτών για μεγάλη χρονική περίοδο), δημιούργησαν λίγα χρόνια μετά, με τη σταθεροποίηση του μάρκου, έναν εμπορικό γίγαντα εντός της Ευρώπης που μπορούσε να καυχιέται ότι είχε καταφέρει να αναδυθεί από τις φλόγες ενός πολέμου που είχε χάσει και από τη διαίρεση του κράτους, ως μία υπερδύναμη οικονομική, μια ατμομηχανή χρήματος.
Το πρόβλημα, όμως είναι ότι οι Ευρωπαϊκές χώρες του Νότου δεν διέθεταν ούτε τις δυνατότητες της Γερμανικής οικονομίας, ούτε τον τρόπο ζωής του Γερμανού πολίτη. Διαφορετικό κλίμα, διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικές πρακτικές στην οικονομική ζωή σηματοδοτούν και μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση των εκάστοτε προβλημάτων που ανακύπτουν. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια δεν τη συνειδητοποίησε ποτέ η Γερμανία. Παρόλο, δε που οι Γερμανοί Καγκελάριοι που κυβέρνησαν μετά τον πόλεμο είχαν μάλλον συνειδητοποιήσει ότι ο Γερμανικός ηγεμονισμός και η ιδέα της πολιτικής επιβολής δεν πρέπει να εμφανιστούν ξανά στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, ενθαρρύνοντας με τη σειρά τους τόσο την περαιτέρω ισχυροποίηση του Ευρωπαϊκού οράματος, όσο και τη δημιουργία του κοινού νομίσματος, ως στοιχείου ενοποιητικού, η σημερινή Γερμανική πολιτική δεν διαφέρει, παρά μόνο κατά το είδος, από τη Γερμανική πολιτική που έσυρε την Ευρώπη σε δύο μεγάλους πολέμους: αντί για μιλιταρισμό, η Γερμανία υιοθετεί πλέον τον οικονομικό επεκτατισμό, ο οποίος στηρίζεται σε μια οικονομικίστικη μονιστική εκδοχή του κόσμου.
Απέναντι σε μια τέτοια μορφή πολιτικής δράσης, είναι πολύ δύσκολο να αντιτάξεις μια οποιαδήποτε πολιτικά λελογισμένη αντίσταση, να αντικρούσεις με λογικά επιχειρήματα. Όσο αδύνατο ήταν να εξηγήσεις σε έναν μιλιταριστή του 20ου αιώνα ότι τα όπλα ποτέ δεν φέρνουν ειρήνη, άλλο τόσο αδύνατο είναι να εξηγήσεις σήμερα σε έναν φονταμενταλιστή του Χρήματος ότι η οικονομική επιβολή δεν μπορεί, παρά να οδηγήσει σε έναν ατέρμονο κύκλο συγκρούσεων οικονομικού χαρακτήρα, στη διάρκεια του οποίου οι λαοί εξαθλιώνονται οικονομικά, τα πολιτικά τους δικαιώματα τίθενται εν αμφιβόλω και η εθνική κυριαρχία των κρατών συρρικνώνεται.
Η κρίση στην Ελλάδα και η πολιτική του ενδοτισμού
Η Ελλάδα, όπως αντιλήφθηκαν τελικά όλοι, αποτελούσε απλώς μέρος ενός συνόλου προβλήματος εντός της Ε.Ε. Από χώρα – παρία, από χώρα – ιδιάζουσα περίπτωση, όπως την παρουσίαζαν πολλοί ξένοι ταγοί στην αρχή της κρίσης (άνοη και παντελώς παράλογη θέση, όπως αποδείχθηκε, που όμως, ας μην ξεχνάμε, εύκολα ασπάστηκε και υιοθέτησε σύσσωμη η τότε ελληνική ηγεσία και τα δημοσιογραφικά της «δεκανίκια»), έγινε απλώς μια χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου, η οποία διέθετε παρόμοια και παρεμφερή προβλήματα οικονομικής διαχείρισης του χρέους και, τελικά, έγινε μια χώρα της Ευρωζώνης που, γενικά, ευρίσκεται σε κρίση. Από τις απειλές και τα κουνήματα δακτύλου του τύπου «ή κάνετε ό, τι σας λέμε ή θωρακίζουμε τα οικονομικά μας συστήματα (!) και σας αφήνουμε να βουλιάξετε», περάσαμε στις πολιτικές του τύπου «οι χώρες του Νότου πρέπει να μεταρρυθμιστούν» και, τελικά, στην απόφαση «τυπώνουμε χρήμα, διότι θα βουλιάξουμε όλοι».
Η μέχρι τώρα πολιτική που ασκήθηκε από τις Ελληνικές κυβερνήσεις υπέφερε από κατεξοχήν έλλειψη εθνικής ιστορικής συνείδησης. Η Γερμανία βασίστηκε σ’ αυτήν για να εφαρμόσει τα δικά της κελεύσματα απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ηγέτες της – κανείς δεν δύναται να τους κατηγορήσει γι’ αυτό – έπρατταν αυτό που πίστευαν ότι συνέφερε πρωτίστως τη Γερμανία και τον Γερμανικό λαό και, κατόπιν, την Ευρώπη – σύμφωνα όμως με τη δική της κοσμοθεωρία, τη δική της εθνική συνείδηση και αντίληψη του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος. Στην Ελλάδα, όμως τέτοια εθνική συνείδηση, τέτοια αντίληψη για τον κόσμο δεν υφίστατο ως σήμερα. Η απόλυτη υποταγή στον Γερμανικό τρόπο αντίληψης του κόσμου θεωρήθηκε και διακηρύχθηκε ως «σύγχρονη, λογική και αναγκαία μορφή πολιτικής και οικονομικής δράσης» - στην ουσία πρόκειται για μια νέα, εκσυγχρονισμένη εκδοχή της πολιτικής του ενδοτισμού, που επιβάλλει συνεχείς υποχωρήσεις , υπό το σκεπτικό ότι, κάποια στιγμή, η απέναντι πλευρά θα λάβει αυτές τις υποχωρήσεις ως ενδείξεις καλής θελήσεως και θα οδηγηθεί σε λελογισμένες απαιτήσεις που θα συμφέρουν και τις δύο πλευρές. Ιστορικά, αυτός ο τρόπος πολιτικής δράσης θεωρήθηκε παντελώς αποτυχημένος. Φαίνεται, όμως ότι είναι πιο εύκολος ο δρόμος του ενδοτισμού για έναν μέτριο πολιτικό ηγέτη. Τον καθιστά, έτσι απλώς υπάλληλο σε μια διεθνούς τύπου πολιτική ιεραρχία, όπου τις εντολές τις δίνουν άλλοι και οι ίδιοι υπακούουν – πρόθυμα και χωρίς αντιρρήσεις!
Η πολιτική του ενδοτισμού, πάντως δεν ήταν η μόνη κυριαρχούσα πολιτική αντίληψη στην ελληνική ηγεσία ως σήμερα. Οι ίδιοι οι ηγέτες της χώρας μας, διακήρυτταν για τον Ελληνικό λαό – από τον οποίο, όμως έλαβαν ψήφο και εκπροσώπησαν! – ότι πάσχει από επαρχιωτισμό, οπισθοδρομικά σύνδρομα, παράλογο τοπικισμό (!), επιρρέπεια στη διαφθορά κ.ο.κ. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι πολλοί από τους σύγχρονους Έλληνες ηγέτες έχουν σπουδάσει έξω, έχουν διαμείνει στο εξωτερικό επί μακρόν, έχουν γαλουχηθεί με ξένες αντιλήψεις, έχουν μάθει να σκέπτονται πρώτα ως ξένοι, έπειτα ως Έλληνες. Αυτή η προσωπική αλλοτρίωση, η «πλύση εγκεφάλου» που έχουν υποστεί, θα ήταν ίσως αδιάφορη, αν δεν αποκτούσε αυτή η αλλοτριωμένη ξενομιμητική στάση ζωής και θώκους πολιτικούς. Αυτή η προσωπική εκτίμηση και αντίληψη, λοιπόν απέκτησε πολιτικές διαστάσεις, έσυρε έναν ολόκληρο λαό σε μια στάση ζωής που, εν πολλοίς, δεν συμβιβάζεται ούτε με την ιστορική και εθνική του ταυτότητα, ούτε με την κουλτούρα και την πολιτισμική και πολιτιστική του κοσμοθεωρία, ούτε – εν τέλει – με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας και τους τρόπους διαχείρισης της οικονομικής ζωής των πολιτών.
Ευρωπαϊκός Νότος: Ο νέος «δαίμονας» στην Ευρώπη του Οικονομικού Γερμανισμού
Η δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας – τόσο παράλογα αντιφατική σε έναν κόσμο όπου η συνήθης και φυσική υγιής σεξουαλική συμπεριφορά, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, θεωρείται «μπανάλ» και, στον αντίποδα, διακηρύττεται ο σεβασμός στη σεξουαλική διαφορετικότητα! – είναι παιδί του σύγχρονου παγκόσμιου υλιστικού μονισμού, που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση και στηρίζεται στην θεοποίηση της οικονομίας και του χρήματος. Από μία τέτοια αντίληψη, η Ευρωπαϊκή πολιτική δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Στην όλη αυτή πορεία, διαφάνηκε ότι η Ελλάδα – αρχικά – και ο Ευρωπαϊκός Νότος – κατόπιν – αποτέλεσαν τα νέα απολωλότα πρόβατα, τη νέα «Πηγή όλων των Κακών». Φταίει η Ελλάδα, ο Νότος για όλα τα δεινά στην Ευρώπη (όπως κάποτε έφταιγε ο Κομμουνισμός, ο Εθνικισμός, ο πάσης φύσεως «-ισμός», ακόμα και ο Χριστιανισμός για μία περίοδο). Η δαιμονοποίηση, λοιπόν κάθε μορφής διαφορετικού στην πολιτική είναι κοινός τόπος. Χώρες με διαφορετική κουλτούρα και διαφορετικό τρόπο αντίληψης της οικονομικής ζωής έπρεπε να κατονομαστούν ως οι «εστίες του νέου κακού στον κόσμο».
Απέναντι σε μια τέτοια δαιμονοποίηση, η Ευρώπη του Νότου δεν φάνηκε να αντιδρά, παρά μόνο χλιαρά. Παρά το γεγονός ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνηκε σταδιακά να μεταλλάσσεται από μια Ένωση των Ευρωπαϊκών Εθνών με ισότιμο λόγο και ρόλο σε μια Γερμανική αποικιακή οικονομική ζώνη που εδράζεται στον Γερμανικό νέο-ηγεμονισμό, οι Ευρωπαίοι του Νότου δε φάνηκαν πρόθυμοι να αντισταθούν σθεναρά. Οπωσδήποτε, υπήρξαν κάποιες δευτερεύουσες αντιρρήσεις και αντιδράσεις σχετικά με τον τρόπο στελέχωσης ορισμένων θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. Η πρόσφατη ανανέωση της σύνθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η φαινομενική επικράτηση του Ευρωπαϊκού Νότου, που εξασφάλισε το «Υπουργείο Εξωτερικών της Ε.Ε.» (Ιταλία), το χαρτοφυλάκιο Ενέργειας και Περιβάλλοντος (Ισπανία) και το «καυτό» χαρτοφυλάκιο του Μεταναστευτικού (Ελλάδα), φαίνεται ότι φιλοδοξούσε να ρίξει «στάχτη στα μάτια» των Ευρωπαϊκών λαών του Νότου που έβλεπαν, ως τότε, τα πόστα εντός των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δίδονται στους Γερμανούς και στους εκλεκτούς της Μέρκελ Βορειοευρωπαίους Ολλανδούς και Σκανδιναβούς. Σοβαρή, πάντως αντίδραση απέναντι στο γενικότερο τρόπο άσκησης πολιτικής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει διαφανεί ως σήμερα.
Ο Ευρωπαϊκός Νότος ως ενιαίο μέτωπο αντίδρασης
Είναι, όμως εφικτή μια τέτοια αντίδραση εν συνόλω; Μπορεί η Ευρώπη του Νότου να «πατήσει πόδι» απέναντι στην ξέφρενη και αλαζονική πολιτική επιβολής ενός Γερμανοκεντρικού τρόπου άσκησης πολιτικής; Είναι –αν σχηματιστούν νέες συμμαχίες εντός της Ε.Ε. Η δυναμική του Νότου – πολιτικά και πολιτιστικά – είναι τεράστια. Η Γερμανική πολιτική έχει δείξει ότι τέτοιες συμμαχίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές και μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. Ούτε, βέβαια συνιστά κήρυξη πολέμου η σύμπλευση ορισμένων κρατών σε διάφορα στάδια άσκησης πολιτικής εντός της ΕΕ. Αυτοί που ισχυρίζονται κάτι τέτοιο ή είναι αφελείς ή έχουν συμφέροντα να διατηρήσουν το status quo στην Ευρώπη ως έχει. Εξάλλου, η ίδια η Ευρωπαϊκή συνθήκη προβλέπει τέτοιες συνεργασίες. Η απλοποίηση των διαδικασιών προσφυγής στη λύση της ενισχυμένης συνεργασίας (που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας), ανέδειξε για ακόμα μία φορά τις προθέσεις των πιο ισχυρών κρατών να αποτελέσουν τον «σκληρό πυρήνα της Ένωσης. Η λύση ουσιαστικά βασίζεται στη λογική της διαφοροποιημένης ενοποίησης ορισμένων κρατών (ελάχιστος αριθμός εννέα), τα οποία μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να σχηματίσουν στενότερες συνεργασίες σε ορισμένους τομείς άσκησης πολιτικής. Οπωσδήποτε, η διαφοροποιημένη γεωστρατηγική θέση ορισμένων χωρών καθιστά αναγκαία μια τέτοια συνεργασία. Δυστυχώς, όμως η εντύπωση που δημιουργήθηκε είναι ότι το μέτρο αφορά κυρίως στην εξυπηρέτηση συμφερόντων των πιο ισχυρών κρατών, ενώ πολλοί έκαναν λόγο για εύσχημο τρόπο διαφοροποίησης ανάμεσα στον (πλούσιο και ισχυρό) Βορρά και στο (φτωχό κι ανίσχυρο) Νότο. Παρόλα αυτά, αυτή ακριβώς η δικλείδα των συνεργασιών θα μπορούσε να οδηγήσει – για πρώτη, ίσως φορά – σε μια συνειδητή συμμαχία των χωρών του Νότου, διαρρηγνύοντας το μέτωπο των χωρών του Βορρά που, ως σήμερα, έχει τα ηνία των αποφάσεων στα χέρια του.
Ότι αυτή η στάση των συμμαχιών μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω διχοτόμηση της ήδη διασπασμένης Ε.Ε. (σήμερα μιλάμε πια για Ευρώπη δύο ταχυτήτων), είναι ένα γεγονός. Έχω, όμως την πεποίθηση ότι κάτι τέτοιο δεν θα οδηγούσε σε διάλυση την Ευρώπη. Αντίθετα, θα οδηγούσε στη σύσταση δύο πόλων, οι οποίοι θα μπορούσαν να ισορροπήσουν τα πράγματα εντός της Ε.Ε., σε μια ισορροπία, μάλιστα πολύ πιο ανθεκτική από την πολύ εύθραυστη που υφίσταται σήμερα, λόγω του ηγεμονισμού της Γερμανίας και των κρατών – δορυφόρων της. Αν οι Ευρωπαίοι του Νότου δεν αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι, σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, να σχηματίσουν μια πολύ σφιχτοδεμένη πολιτική συμμαχία, τότε καμία κυβέρνηση των χωρών του Νότου δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε παραπάνω από λεονταρισμούς, ούτε θα μπορέσει ποτέ να εξασφαλίσει στους πολίτες της την εθνική κυριαρχία και την απαλλαγή από μια απολύτως αποτυχημένη – γι’ αυτούς, όχι για κείνους που την επέβαλαν – οικονομική πολιτική. Ούτε, βέβαια είναι εφικτό αυτή την περίοδο να στραφούν μερικά κράτη του Νότου, εντελώς μεμονωμένα, στη Ρωσία, ούτε είναι η καλύτερη τακτική να εκτροχιαστεί τώρα η Ευρωπαϊκή πορεία των χωρών του Νότου ή να προσδεθούν κάποιες χώρες του Νότου μεμονωμένα με τον Αμερικανο-Βρεττανικό άξονα. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι όταν αντικαθιστάς έναν δεσπότη με έναν άλλο, απλώς αντικαθιστάς μια τυραννία με μία άλλη. Η πολιτική σύμπλευση, ο σχηματισμός σαφούς συμμαχίας των χωρών του Νότου συνιστά, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, τον καταλληλότερο τρόπο αποδέσμευσης από τον Γερμανικό ηγεμονισμό και, κατ’ ουσίαν, τον προσφορότερο τρόπο αλλαγής της οικονομικής πολιτικής εντός της Ευρώπης.
Επιλογικά
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και τα πρώτα δείγματα αλλαγής της πολιτικής θα παραμείνουν απλώς ανούσιοι λεονταρισμοί, αν η πολιτική του νέου πρωθυπουργού κ. Τσίπρα και του Υπουργού Οικονομικών κ. Βαρουφάκη δεν αποκτήσει το χαρακτήρα και το βάθος μιας διαφαινόμενης νέας συμμαχίας των χωρών του Νότου. Σ’ αυτό το πρίσμα, θεωρώ ολέθριο λάθος τόσο τις δηλώσεις των Ισπανών και Πορτογάλων πολιτικών που διαχωρίζουν τη θέση τους από την Ελληνική αντίδραση απέναντι στην αποτυχημένη οικονομική συνταγή που ακολουθείται ως σήμερα, όσο και την αδιάφορη πολιτικά στάση των Ιταλών. Οι εξελίξεις είναι γοργές και η ευκαιρία για τον σχηματισμό ενός αρραγούς μετώπου απέναντι σε μια οικονομική πολιτική ολετήρα που οδηγεί σε εξαθλίωση εκατομμύρια Ευρωπαίους πολίτες θα χαθεί για ακόμα μία φορά, αν δεν αντιληφθούν οι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Νότου την ευκαιρία που παρουσιάστηκε εξ αφορμής της εκλογής του κ. Τσίπρα.
Δημήτρης Ε. Γκίκας,
Φιλόλογος, Μ.Α.,
Υπ. Διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου