Τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό; Θέλουμε να πούμε ότι, κάθε φορά που θέλουμε μέσω ενός κειμένου να δώσουμε «τροφή» στον αναγνώστη, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα μόνιμο δίλημμα. Να γράψουμε με συνοπτικές διαδικασίες την άποψή μας για το θέμα ή να «ταξιδεύσουμε» τον αναγνώστη; Να στηριχθούμε στην αλήθεια, η οποία προκύπτει από την πληροφορία ή στην αλήθεια, η οποία προκύπτει από τη λογική κρίση;
Η πληροφορία είναι όπως το ψάρι. Αν την έχεις, καλώς, θα «φας». Αν δεν την έχεις, θα «πεινάσεις».
Όμως, από την άλλη πλευρά η κρίση είναι όπως το «ψάρεμα». Αν γνωρίζεις να χρησιμοποιείς την κρίση σου, ποτέ δεν θα πεινάσεις. Ακόμα κι αν δεν έχεις την πληροφορία που χρειάζεσαι, θα βρεις το αποτέλεσμα που αναζητάς μέσω άλλων πληροφοριών, τις οποίες σίγουρα έχεις. Αυτό είναι το δίλημμά μας. Να εκμεταλλευτούμε το νέο θέμα μας, ώστε να «ψαρέψουμε» το συμπέρασμα και να μάθει ο αναγνώστης το «ψάρεμα» ή να του δώσουμε έτοιμο ένα «ψάρι» και να λύσει το πρόβλημα της στιγμής;
Να του πούμε, για παράδειγμα, ποιοι είναι οι «προδότες», οι οποίοι προκύπτουν από κάποια στοιχεία που έχουμε στην κατοχή μας ή να τους «ψαρέψουμε» από τα «θολά «νερά» της ιστορίας και να μείνει ως επιπλέον κέρδος στον αναγνώστη το «ψάρεμα»; Γιατί υπάρχει αυτό το δίλημμα; Γιατί πολλές φορές έχουμε κατηγορηθεί για το «μέγεθος» των κειμένων μας.
Κάποιοι αναγνώστες μας —προφανώς πιο «βιαστικοί» από εμάς— θα μπορούσαν να «πουν» τα ίδια μ’ αυτά που λέμε εμείς σε πολύ μικρότερα κείμενα. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν έχουν βρει και κάποιο «χάπι», για να μεταφέρουν τις γνώσεις τους ακόμα πιο γρήγορα και βέβαια πιο ξεκούραστα. Το μυστήριο είναι πως όλοι γνωρίζουμε τις «ταχύτητές» τους, αλλά κείμενά τους δεν έχουμε δει και πολύ περισσότερο δεν γνωρίζουμε τις απόψεις τους για τα θέματα στα οποία τοποθετούμαστε. Απλά —και εκ των υστέρων— μαθαίνουμε πως όλα αυτά, τα οποία λέμε, τα «γνώριζαν» και οι ίδιοι …άσχετα αν ποτέ και σε κανένα θέμα δεν έτυχε να τα δούμε γραμμένα πριν τα αναφέρουμε εμείς.
Αυτό το τελευταίο δεν το αναφέρουμε, γιατί θέλουμε να τους κατηγορήσουμε. Αυτό το αναφέρουμε εντελώς καλοπροαίρετα, γιατί θέλουμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο. Πραγματικά πιστεύουμε ότι το πιθανότερο είναι να μην κατανοούν ούτε οι ίδιοι τι συμβαίνει. Δεν το κάνουν απαραίτητα εκ του πονηρού. Μπορεί να είναι λίγο ενοχλητικό ή λίγο άδικο για εμάς, αλλά δεν είναι σημαντικό. Δεν λένε ψέματα, όταν ισχυρίζονται ότι τα γνώριζαν, μόνο και μόνο για να μειώσουν το έργο του συγγραφέα. Το νομίζουν πραγματικά. Το κάνουν, επειδή πέφτουν θύματα μιας ιδιόμορφης πνευματικής «ψευδαίσθησης». Τους παγιδεύει η διαφορά μεταξύ του «κοιτώ» και του «βλέπω». Η διαφορά μεταξύ του «ξέρω» και του «γνωρίζω».
Αυτές οι έννοιες, παρ’ όλο που μοιάζουν τρομερά, είναι παντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Επειδή περιγράφουν όμοιες καταστάσεις, αλλά ταυτόχρονα τις συνδέουν με την έννοια της γνώσης, φτάνουν σε τρομερές διαφορές. Τόσο μεγάλες διαφορές, που στο τέλος μπορεί να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Είναι σαν το «κοιτώ» τον Ουρανό του ερωτευμένου με το «βλέπω» τον Ουρανό του αστροφυσικού. Είναι σαν το «ξέρω» την αρρώστια του νοσούντα με το «γνωρίζω» την αρρώστια του επιστήμονα.
Όλοι, για παράδειγμα, συζητάνε σήμερα για τη φωτογραφία της Ντόρας με τον Χριστοφοράκο. Την «κοιτούν» και καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για ένα «σκάνδαλο», επειδή αποκαλύφθηκε πρόσφατα το σκοτεινό παρελθόν του Χριστοφοράκου. «Κοιτούν» μια κορυφαία πολιτικό του τόπου να συνυπάρχει και να χαριεντίζεται με έναν γόνο δωσίλογου. Την «κοιτούν» αυτήν τη φωτογραφία, αλλά δεν «βλέπουν» αυτό, το οποίο τους δείχνει. Δεν «βλέπουν» τι μπορεί να σημαίνει η φωτογραφία μεταξύ μιας απογόνου του Βενιζέλου και ενός απογόνου ενός δωσίλογου.
Δεν «βλέπουν» πως αυτή η φωτογραφία είναι ατόφια η «περιγραφή» της νεότερης ιστορίας μας.
Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του «κοιτώ» και του «βλέπω». «Κοιτούν» αυτό, το οποίο δείχνει η φωτογραφία και εκεί σταματούν. «Κοιτούν» και καταλαβαίνουν μόνον αυτό, το οποίο κάποιοι τους έχουν εξηγήσει μέσω της πληροφορίας. «Κοιτούν», όπως κοιτά ο ασθενής τις δικές του ακτινογραφίες και τις καταλαβαίνει απόλυτα, επειδή του τις εξήγησαν οι επιστήμονες. Αυτοί, οι οποίοι τις «βλέπουν» και είναι οι γιατροί. Ο ασθενής τις «κοιτά», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις «βλέπει» και άρα ότι μπορεί να δει κι αυτές κάποιων άλλων ασθενών.
Αυτό συμβαίνει και με αυτήν τη φωτογραφία. Αν πραγματικά «έβλεπαν» οι Έλληνες αυτήν τη φωτογραφία και δεν την «κοιτούσαν» απλά, δεν θα τελείωναν σ’ αυτήν, αλλά από αυτήν θα «ξεκινούσαν». Θα «έβλεπαν» κι άλλες φωτογραφίες. Τι σημαίνει αυτό; Αν «έβλεπαν» ως σκάνδαλο αυτήν τη φωτογραφία θα «έβλεπαν» ως σκάνδαλο και τις φωτογραφίες της Ντόρας με τον Λαμπράκη, για παράδειγμα.
Γιατί είναι όμως όμοιες αυτές οι φωτογραφίες μεταξύ τους; Γιατί κάποιος, που γνωρίζει την ιστορία, αντιλαμβάνεται κάποιες ομοιότητες. Απλά, αυτήν τη δυνατότητα την έχει εκείνος που «βλέπει» και όχι εκείνος που «κοιτά». Γιατί; Γιατί, αυτός που «βλέπει», «γνωρίζει», ενώ αυτός που «κοιτά» απλά «ξέρει»
Πολλοί «ξέρουν», αλλά λίγοι «γνωρίζουν». Υπάρχει άνθρωπος, που δεν «ξέρει» ότι το Βήμα ή τα Νέα ανήκαν στον Λαμπράκη; Όλοι το ξέρουν. Πόσοι όμως ξέρουν ότι το «Βήμα» αρχικά λεγόταν «Ελεύθερο Βήμα» και τα «Νέα» λεγόταν «Αθηναϊκά Νέα»; Πολύ λιγότεροι. Πόσοι ξέρουν ΓΙΑΤΙ αναγκάστηκε ο πατέρας Λαμπράκης ν’ αλλάξει τα ονόματα των εντύπων του; Ελάχιστοι. Αυτοί οι ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν. Κατάλαβε ο αναγνώστης τη διαφορά μεταξύ του «ξέρω» και του «γνωρίζω»; Για τα ίδια πράγματα μιλάμε, που τα γνωρίζουν όλοι. Μιλάμε για τη σχέση του Λαμπράκη με το «Βήμα» και τα «Νέα» …Κι όμως, ενώ όλοι φαινομενικά ξέρουν τα ίδια, δεν γνωρίζουν τα ίδια.
Αναφερόμαστε στην περίπτωση του Λαμπράκη, γιατί πολύ πρόσφατα αποκαλύφθηκε ένα έγγραφο, το οποίο τον παρουσίαζε ως «ιθύνοντα νου» του Πραξικοπήματος στην Κύπρο. Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το έγγραφο ως πλαστό, αλλά αυτό, το οποίο έχει σημασία, είναι άλλο. Τι ακριβώς ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης; Γιατί ένας «προοδευτικός» εκδότης να έχει τέτοια δύναμη και μάλιστα σε περίοδο Χούντας; Τι είναι δηλαδή πιο λογικό και πιο εύκολο να ισχυριστεί κάποιος; Ότι ένας «προοδευτικός» εκδότης δεν ήταν δυνατόν εκείνη την εποχή να συμμετέχει σε παιχνίδια της Χούντας ή ότι είναι πλαστό το έγγραφο; Γιατί δεν βγήκε κανένας από τους υποστηρικτές του να πει ότι, επειδή είναι αδύνατον να ισχύει το πρώτο, αυτό καθιστά αυτόματα και το δεύτερο ως μη αληθινό.
Πώς είναι δυνατόν —έστω και εμμέσως— να θεωρούν ότι ο Λαμπράκης ήταν δυνατόν να έχει μια τέτοια δύναμη επί Χούντας και άρα ν’ αναζητούν την αυθεντικότητα ή μη του εγγράφου; Ήταν δυνατόν ένας «διωκόμενος» μέχρι βασανισμού εκδότης να έχει σχέση με τον ίδιο τον δικτάτορα της εποχής; Ήταν δυνατόν ένας αντιστασιακός «αριστερός» να διέθετε την έπαυλη του, για να συνωμοτεί, αλλά και να συγχρωτίζεται με φασίστες του καθεστώτος και εφοπλιστές; Τι συνέβαινε με τον Χρήστο Λαμπράκη επί Χούντας; Τις μονές ημέρες τον βασάνιζε η Χούντα και τις ζυγές τον δεξιωνότανε; Το πρωί τον κυνηγούσε και το απόγευμα έπαιζαν μαζί μπρίτζ;. Πρώτα σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει να δοθούν απαντήσεις και στη συνέχεια αναζητείται η αυθεντικότητα ή μη των εγγράφων.
Γι’ αυτόν τον λόγο επιμένουμε σε ένα τέτοιο κείμενο να έχουμε ως προτεραιότητα τον διαχωρισμό αυτών που «ξέρουμε» από αυτά που «γνωρίζουμε». Όταν αποκαλύπτεται η γνώση, όλοι εκ των υστέρων νομίζουν ότι τα γνώριζαν, ενώ στην πραγματικότητα απλά τα ήξεραν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούσαν να τα αξιολογήσουν.
Απλά τα ήξεραν, επειδή τα είχαν ακούσει, αλλά δεν γνώριζαν την αξία τους. Τα «ήξεραν», όπως μπορεί για παράδειγμα ν’ ακούσει κάποιος σε έναν διάδρομο νοσοκομείου τα αποτελέσματα κάποιων δικών του ιατρικών εξετάσεων και ενώ τα ξέρει δεν γνωρίζει τι σημαίνουν. Τα έχει ακούσει και άρα τα ξέρει, αλλά δεν γνωρίζει αν αυτά είναι καλά ή άσχημα αποτελέσματα. Όταν θα του ανακοινώσει ο γιατρός τη γνωμάτευση με βάση αυτά τα αποτελέσματα, μπορεί να ισχυριστεί ότι τα ήξερε, αλλά αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν σημαίνει και τίποτε το σημαντικό.
Ειλικρινείς είναι όλοι αυτοί, όταν ισχυρίζονται ότι «γνώριζαν» αυτά που γράφουμε στα κείμενά μας, γιατί απλά δεν καταλαβαίνουν τι αξία είχαν αυτά που ήξεραν πριν μας διαβάσουν. Το πόσο σημαντικό ήταν το γιατί άλλαξε ο πατέρας Λαμπράκης τους τίτλους των εντύπων του, θα το εξηγήσουμε παρακάτω, γιατί συνδέεται με το θέμα της Κύπρου. Στο σημείο αυτό μάς αρκεί που ο αναγνώστης «ξέρει» ότι ο πατήρ Λαμπράκης ήταν ο εκδότης του «Βήματος» και των «Νέων» και ότι απλά σε κάποια στιγμή άλλαξε τα ονόματά τους. Μας αρκεί που «ξέρει» και σε κάποια στιγμή θα του εξηγήσουμε το γιατί το έκανε, ώστε να το «γνωρίζει». Για λίγη ώρα ακόμα ας ζήσει μ’ αυτά που «ξέρει» και κατόπιν θα μάθει αυτά, τα οποία ως Έλληνας πολίτης πρέπει να «γνωρίζει».
Μπαίνοντας μετά απ’ όλα αυτά στο κυρίως αντικείμενο του κειμένου μας, θα το περιγράψουμε εξ’ αρχής. Στο κείμενο αυτό θέλουμε ν’ αποκαλύψουμε αυτούς, οι οποίοι πραγματικά μάς πρόδωσαν σήμερα στους ξένους Αυτούς, οι οποίοι μας έβαλαν κάτω από τη «μπότα» του ΔΝΤ. Αυτούς, οι οποίοι μας υπέταξαν σε νέες ξένες δυνάμεις κατοχής. Στις «δάνειες δυνάμεις», όπως θα έλεγε και ο Vlakogiorgo. Αναζητάμε ένα «κύκλωμα» Ένα οργανωμένο «κύκλωμα». Δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί, που σήμερα αναγνωρίζει και ο τελευταίος Έλληνας ως προδότες, να είναι τυχαίοι άνθρωποι, που απλά οι συγκυρίες τούς έφεραν στην εξουσία και άρα στη θέση να μπορούν να μας προδώσουν.
Αυτό ακριβώς αναζητούμε. Το «κύκλωμα», το οποίο μας εξηγεί πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί οι προδότες μαζί. Ποιοι είναι; Τώρα δημιουργήθηκαν, εξαιτίας των χρημάτων της Goldman Sachs και των υπόλοιπων τοκογλύφων; Μήπως προϋπήρχαν κι απλά τώρα αποκαλυφτήκαν, εξαιτίας των νέων αναγκών των «αφεντικών» τους; Μήπως είναι οι ίδιοι, οι οποίοι μας είχαν ξαναπροδώσει επί γερμανικής κατοχής κι απλά δεν τους τιμωρήσαμε;
Επειδή δεν τους τιμωρήσαμε, έρχονται σήμερα να ξαναδοκιμάσουν να πετύχουν αυτά, τα οποία δεν πέτυχαν κάποτε; Όλοι μας έχουμε αυτά τα ερωτήματα. Ερωτήματα, τα οποία δεν μπορούν να βρουν απαντήσεις, γιατί, για κάποιους «μυστηριώδεις» λόγους, το ελληνικό κράτος έχει «καταστρέψει» όλους τους φακέλους, που αφορούσαν τους δωσίλογους της κατοχής.
Γι’ αυτόν τον λόγο κάναμε αναφορά στη φωτογραφία της Ντόρας δίπλα στον Χριστοφοράκο. Κάποιοι έχουν καταστρέψει πολύτιμα στοιχεία, για να προστατεύσουν προδότες. Αυτήν την καταστροφή της πληροφορίας μπορεί κάποιος να την αναπληρώσει μόνον με τη λογική. Με βάση πληροφορίες θα μπορούσαμε μέσα σε λίγες γραμμές ν’ αποκαλύψουμε τα ονόματα αυτών των παραγόντων. Δεν θα πετυχαίναμε όμως τίποτε σημαντικό.
Γιατί; Γιατί όλοι τούς «ξέρουν». Το να πεις, δηλαδή, ότι ο Παπανδρέου ή ο Μητσοτάκης μαζί με τον Χριστοφοράκο και τον Λαμπράκη μάς έχουν προδώσει, δεν σημαίνει τίποτε σημαντικό. Ακόμα κι αν μπορείς με κάποιες πληροφορίες να το επιβεβαιώσεις, δεν αλλάζει τίποτε.
Οι πληροφορίες απλά θα επιβεβαιώσουν αυτό, το οποίο όλοι «ξέρουν». Θα μας «χορτάσουν» στιγμιαία, αλλά δεν θα κάνουν τίποτε σημαντικό. Αυτό είναι το «ψάρι» και δεν το θέλουμε. Εμείς θέλουμε να «ψαρέψουμε» τη γνώση. Εμείς θέλουμε να «γνωρίζει» ο αναγνώστης και όχι απλά να «ξέρει» Να «γνωρίζει» τον λόγο, που αυτοί μας πρόδωσαν. Να μάθει να «αποκρυπτογραφεί» αυτά τα οποία βλέπει, για να προστατεύεται από όλες τις ομοειδείς περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να μην έχει πληροφορίες. Θέλουμε να «βλέπει» πίσω από την «κουρτίνα» της προπαγάνδας του συστήματος. Γι’ αυτόν τον λόγο θα κάνουμε όλη τη διαδρομή και θα διαπιστώσει στο τέλος τον λόγο που αυτή η φωτογραφία ήταν η απόλυτη «πεμπτουσία» της νεότερης πολιτικής μας ιστορίας Θα το «γνωρίζει» πλέον, γιατί το «ξέρει» ήδη.
Για να καταλάβει λοιπόν κάποιος τι συμβαίνει στην Ελλάδα και το πώς φτάσαμε στη σημερινή απόλυτη παρακμή και τον κίνδυνο εθνικής διάλυσης, θα πρέπει να «παρακολουθεί» τα γεγονότα …Τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφορούν την «εξέλιξη» των πραγμάτων. Θα πρέπει να μπορεί να δίνει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, που αφορούν αυτήν την «πορεία»
Τι κοινό έχουν, π.χ. ο Εμφύλιος Πόλεμος, η Χούντα και το ΔΝΤ; Είναι τυχαία αρνητικά συμβάντα στην ιστορική μας πορεία ή μήπως είναι τα υποχρεωτικά «προπαρασκευαστικά» στάδια, για να μπούμε στην εκάστοτε Νέα Τάξη; Αν καταλάβουμε τι συμβαίνει, μπορούμε να εντοπίσουμε αυτούς που μας πρόδωσαν και μας οδήγησαν στη σημερινή αθλιότητα. Αν το επιτύχουμε αυτό, θα δούμε ότι είναι οι ίδιοι και σε όλες τις άλλες προηγούμενες περιπτώσεις.
Θα ξεκινήσουμε το «ταξίδι» μας «ιχνηλατώντας» μερικά ασήμαντα και φαινομενικά άσχετα πράγματα, για να μπούμε σε ένα «κλίμα». Θα ξεκινήσουμε όπως όλοι «ταξιδευτές» —και άρα ως παρατηρητές—. Θα ξεκινήσουμε, περιγράφοντας κατ’ αρχήν δύο «περίεργα» φαινόμενα. Δύο φαινόμενα, τα οποία τα βλέπουν όλοι, αλλά δεν τους δίνουν την αρμόζουσα σημασία. Κατ’ αρχήν θα ξεκινήσουμε από κάτι πολύ απλό. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι το σύνολο σχεδόν της εξουσίας της μεταπολίτευσης έχει ασκηθεί από άτομα «βασανισμένα»
Άτομα, τα οποία κατά τη διάρκεια της Χούντας «μαρτύρησαν» για τη Δημοκρατία. Άτομα, τα οποία βγήκαν στους δρόμους να διαμαρτυρηθούν, φωνάζοντας συνθήματα του τύπου «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» και άλλα παρόμοια πράγματα. Άτομα, τα οποία από το αντιδεξιό τους πάθος καταλαβαίνουμε ότι είναι βασανισμένα από αυτήν τη Δεξιά. Αυτά τα άτομα έδωσαν την «αριστερόστροφη» ταυτότητα στη μεταπολίτευση.
Ρωτάμε λοιπόν εμείς. Όταν κάποιος βλέπει φάτσες σαν του Πρωτόπαπα, του Λαλιώτη, του Μαντέλη, του Σιφουνάκη, του Τσοχατζόπουλου ή του Ρέππα, τι αίσθηση αποκομίζει; Δεν ρωτάμε τι γνωρίζει γι’ αυτούς. Ρωτάμε τι αισθάνεται, όταν τους βλέπει όλους αυτούς. Ποια είναι η πρώτη αίσθηση, που του δημιουργούν οι εικόνες αυτές; …Καθαρά υποκειμενικά. Τι θα αισθανόταν γι’ αυτούς, αν δεν γνώριζε την «επίσημη» ιστορία τους και τους έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του;
Θα άφηνε τα παιδιά του μόνα τους μ’ αυτούς; Θα τους άφηνε να προσέχουν το ταμείο της επιχείρησής του, μέχρι να κάνει κάτι άλλο; Θα μπορούσαν αυτές οι χυδαίες και άπληστες χουντόφατσες να του δώσουν την αίσθηση ότι πρόκειται για ταπεινούς αντιχουντικούς «μάρτυρες»; Και όμως. Αυτοί οι άνθρωποι επιβιώνουν για δεκαετίες ολόκληρες σαν «αντιχουντικοί» αγωνιστές και «ήρωες» της Δημοκρατίας. Εξουσιάζουν με τη νοοτροπία Χούντας, εξαιτίας του «αγώνα» τους για τη Δημοκρατία. Στη σημερινή Κερατέα και στα διόδια δίνουν τα «διαπιστευτήριά» τους όλοι μαζί.
Όμως, την ίδια αίσθηση αποκομίζει κάποιος κι όταν βλέπει ακόμα πιο «αριστερά». Όταν κάποιος βλέπει φάτσες σαν του Κωνσταντόπουλου, του Αλαβάνου ή του Μπίστη, έχει την αίσθηση πως όλοι αυτοί είναι «βασανισμένοι» αριστεροί; Βλέπει κανείς στα μάτια όλων αυτών «ίχνη» από τον πόνο, τις φοβίες και τις ανασφάλειες που υπάρχουν συνήθως στα μάτια όλων όσων έχουν υποστεί διωγμούς; Νιώθει πως όλοι αυτοί είναι παιδιά οικογενειών, που τις «έσκιαζε» η φοβέρα του φασισμού;
Αυτοί όλοι έχουν την αυτοπεποίθηση, το θράσος και τη βιαιότητα ενός καθεστωτικού. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι συνεργάτες του Καστρο, του Σαντάμ, αλλά και του Μουμπάρακ. Φαίνεται στα μάτια τους ότι «κατέχουν» το θέμα της εξουσίας. Γνωρίζουν τους «διαδρόμους» της. Γνωρίζουν τα πρόσωπα και τα πράγματα που την αφορούν. Δεν έχουν ενδοιασμούς γι’ αυτό που κάνουν. Φαίνεται ότι αυτό, το οποίο λένε στα μπαλκόνια, δεν επιβεβαιώνεται από τις «φάτσες» τους. Μπορούν ν’ αναλάβουν μέχρι και τους «Παναθηναϊκούς» της εξουσίας, αν αυτό καθίσταται απαραίτητο.
Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Ότι, ενώ όλοι βλέπουμε πράγματα περίεργα, εντούτοις δεν τα αξιολογούμε. Δεν ενεργοποιούν μέσα μας κάποιους ενστικτώδεις συναγερμούς. Συναγερμούς, οι οποίοι ενεργοποιούνται, όταν βλέπεις ένα επικίνδυνο ροντβάιλερ και όχι ένα ακίνδυνο κανίς. Οι συναγερμοί ενεργοποιούνται πάντα, όταν υπάρχει ένας κίνδυνος. Αυτήν την ενστικτώδη αντίδραση αναζητούμε σήμερα. Γιατί οι Έλληνες απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουν τη φυσιολογική καχύποπτη συμπεριφορά; Τη συμπεριφορά που προκαλεί η φάτσα τους.
Εδώ βρίσκεται βέβαια και το τρομερό της υπόθεσης. Εξαιτίας μιας αφηρημένης —και στις περισσότερες περιπτώσεις αναπόδεικτης— αντιχουντικής «δράσης», κάποιοι νομιμοποιούνται να εμφανίζονται σαν δημοκράτες. Επαγγελματίες δημοκράτες, των οποίων τα μεταπολιτευτικά «έργα» επιβεβαιώνουν τις «φάτσες» τους και όχι τα «βιογραφικά» τους. Εξαιτίας κάποιας ξύλινης «αντιδεξιάς» ρητορικής, κάποιοι «νομιμοποιούνται» να εμφανίζονται σαν «αριστεροί», αλλά τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν και πάλι τις φάτσες τους. Για κάποιους λόγους, τους οποίους θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε, οι «αριστεροί» στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο «καθαροί» όσο θα ήταν το φυσικό. Είναι μάλλον δεξιοί άλλου τύπου παρά οτιδήποτε άλλο.
Η Αριστερά, δηλαδή, στην Ελλάδα δεν δείχνει να είναι «αυθεντική». Δεν δείχνει να είναι το αντίπαλον δέος κάποιας Δεξιάς. Δεν δείχνει να «γεννήθηκε» για ιδεολογικούς λόγους και ως αντίδραση απέναντι σε μια δράση. Δεν δείχνει να «υπέφερε» εξ’ αιτίας κάποιου «θύτη», όπως συνήθιζε να καταγγέλλει. Θύματα και θύτες περισσότερο για συνέταιροι μοιάζουν παρά για εχθροί. Όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε τον «σοσιαλιστή» Γιώργο να είναι εχθρός του «δεξιού» Σαμαρά, έτσι δεν μπορούμε να φανταστούμε τον «αριστερό» Μπίστη σαν «θύμα» του «ακροδεξιού» Βορίδη.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτούς τους συμμαθητές του Κολεγίου Αθηνών να «σκοτώνονται» μεταξύ τους.Συγκάτοικους στα Κολέγια των ΗΠΑ μπορούμε να τους φανταστούμε. Εχθρούς όμως όχι. Για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορούμε να δούμε την «Αριστερά» όπως μας τη «δείχνουν» στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο φαίνεται ότι αυτή η «Αριστερά» δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια άλλου τύπου Δεξιά.
Μόνον δηλαδή από τις φάτσες και τις συμπεριφορές αυτών των αριστερών μπορείς να το καταλάβεις αυτό. Μπορείς να το καταλάβει από τον φασισμό τους. Από την αυτοπεποίθησή τους. Είναι πιο θρασείς και πιο φασίστες από τον πιο ακραίο δεξιό. Είναι οι μόνοι που θεωρούν δικαίωμά τους να «φιμώνουν» όποιον θέλουν στο όνομα της δικής τους «δημοκρατίας». Υπάρχουν συμπεριφορές αριστερών, τις οποίες δεν μπορούν καν να τις πλησιάσουν οι δεδηλωμένοι φασίστες. Τα «δικαιώματα» είναι τέτοια μόνον όταν αφορούν τους ίδιους. Όταν θέλουν να μιλήσουν, είναι «κολλητοί» με τον Βολταίρο. Όταν θέλουν να μιλήσουν κάποιοι άλλοι, είναι εχθροί του Βολταίρου.
Τους έχουμε δει δίπλα στον Πλεύρη να τον κάνουν —με την αθλιότητά τους και τον φασισμό τους— να φαντάζει με οσιομάρτυρα της Δημοκρατίας. Δική τους κατάκτηση είναι το «ατιμώρητο», το οποίο απαιτούν και κατορθώνουν ν’ απολαμβάνουν οι «γνωστοί-άγνωστοι».
Όλα αυτά είναι τουλάχιστον παράξενα. Πολλά πράγματα δεν εξηγούνται στη συμπεριφορά τους. Από κάπου προέρχεται αυτό το θράσος και δεν είναι θέμα απλής γενναιότητας. Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από βέβαιο πως κάτι δεν πάει καλά με την ελληνική «Αριστερά». Παριστάνουν τα «θύματα» της Χούντας «αντιστασιακοί» τύπου Λαμπράκη; Οι μεγαλοεκδότες της εποχής της Χούντας; Παριστάνουν τους «κινηματίες» εναντίον της Χούντας οι «αντιστασιακοί» τύπου Βαρδινογιάννη;
Οι κρατικοδίαιτοι μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής της Χούντας; Είναι μήπως σύμπτωση πως όλοι σχεδόν οι «ήρωες» του Πολυτεχνείου είναι υπάλληλοι αυτών των «αντιστασιακών»; Είναι μήπως σύμπτωση πως όλοι αυτοί από κοινού σήμερα είναι υπέρ της «σωτηρίας» μας από το ΔΝΤ; Δαμανάκη, Λαλιώτης, Τρέμη, Χριστοδουλάκης, Τατούλης και άλλοι διάσημοι «ήρωες» του Πολυτεχνείου, είναι όλοι τους υποστηρικτές αυτής της «λύσης».
Αυτός ο μάλλον προσποιητός διχασμός μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς στα χρόνια της μεταπολίτευσης μας προβληματίζει. Μας προβληματίζει, γιατί μας θυμίζει έναν άλλον διχασμό. Έναν διχασμό, ο οποίος, παρ’ όλο που μας έβαλε σε τεράστιες εθνικές περιπέτειες, όλως παραδόξως «εξαφανίστηκε». «Εξαφανίστηκε» πέρα από κάθε λογική, αν σκεφτεί κάποιος ότι τα πάθη, αλλά και τα πρόσωπα, τα οποία εμπλέκονταν σ’ αυτόν, εξακολουθούν να υπάρχουν. Εξαφανίστηκε ένας έντονος διχασμός τη στιγμή που όλα τα πρόσωπα, τα οποία πρωταγωνίστησαν σ’ αυτόν, εξακολουθούν όχι μόνον να είναι «παρόντες», αλλά και να συνεχίζουν τις «κόντρες» τους.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η ελληνική κοινωνία βίωσε έναν κάθετο και τεράστιο διχασμό. Έναν διχασμό τόσο μεγάλο, ο οποίος έφτασε στο σημείο να «γεννήσει» δύο κυβερνήσεις σε δύο διαφορετικές πόλεις της χώρας. Οι Έλληνες είχαν διχαστεί τόσο πολύ, που είχαν φτάσει στα πρόθυρα του εμφυλίου και της εθνικής διάσπασης. Είχαν διχαστεί σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς.
Ξαφνικά όμως —και ως δια μαγείας— όλα αυτά «χάθηκαν». Από τον πόλεμο και μετά δεν ξανακούστηκε τέτοιο πράγμα. Τι έγινε; Χάθηκαν τα πρόσωπα; Ο Βενιζέλος ακόμα και σήμερα είναι ένα «ιερό» πρόσωπο …Ο απόλυτος Εθνάρχης. Δεν υπάρχει πόλη η χωριό, που να μην έχει μια οδό στο όνομά του ή έναν ανδριάντα του. Αυτός είναι ο απόλυτος κυρίαρχος. Άρα; Άρα προκύπτουν τα εξής μυστήρια: Εφόσον αυτός είναι ο απόλυτος κυρίαρχος, γιατί «εξαφανίστηκε» η παράταξή του; Όποιος θα μπορούσε να εμφανιστεί ως φυσικός διάδοχός του, θα μπορούσε να μονοπωλεί την εξουσία στη χώρα …Υπήρχαν τέτοιοι συγγενείς και φίλοι του, οι οποίοι θα μπορούσαν να επωφεληθούν.
Αυτοί δεν ήταν που μεταπολεμικά κυβερνούσαν τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη όπως τους άρεσε να τη χαρακτηρίζουν; Βενιζελικοί δεν ήταν όλοι οι μεγαλοπαράγοντες του μεταπολεμικού Κέντρου; Παπανδρέου, Μητσοτάκηδες, Λαμπράκηδες κλπ; Γιατί δεν μας «υπενθύμιζαν» ότι εκτός όλων των άλλων ήταν και βενιζελικοί; Ξαφνικά το «ξέχασαν» ή το «υποτίμησαν»;
Αυτό είναι κάτι, το οποίο δεν εξηγείται φυσιολογικά. Όταν διεκδικείς την εξουσία απέναντι σε μια πανίσχυρη βασιλική Δεξιά, την οποία κατηγορείς για βία και νοθεία, έχεις κέρδος όταν της «θυμίζεις» πως είσαι η «συνέχεια» ενός αντιπάλου της, ο οποίος την έχει πολλές φορές ταπεινώσει. Θεωρητικά, δηλαδή, στη μεταπολεμική εποχή κάποιοι θα είχαν μεγαλύτερο πολιτικό κέρδος, αν εμφανίζονταν ως βενιζελικοί παρά σαν «κεντρώοι».
Ταυτόχρονα όμως η μεταπολεμική πολιτική «τράπουλα» δείχνει ένα μεγάλο «ανακάτεμα» προσώπων. Ένα «ανακάτεμα», το οποίο δεν δικαιολογεί το πάθος και την ένταση του παλαιού διχασμού. Ποιος θα το φανταζόταν, για παράδειγμα, πως ένας γόνος κορυφαίων αυλικών του Δεξιού Παλατιού, όπως είναι ο Γερουλάνος, θα παρίστανε τον σοσιαλιστή στο κόμμα των βενιζελικών Παπανδρέου; Ποιος θα το φανταζόταν πως ένας αντιδεξιός βενιζελικός, όπως ο Μητσοτάκης, θα διαδεχόταν έναν Ράλλη στην ηγεσία της Δεξιάς; Ποιος θα το φανταζόταν πως ο εγγονός του δικτάτορα Πάγκαλου θα γινόταν αντιπρόεδρος και δελφίνος του κόμματος των Παπανδρέου;
Τα παράδοξα συνεχίζονται ακόμα και στις μέρες που διανύουμε. Ποιος θα φανταζόταν αυτό, το οποίο έγινε πριν από λίγους μήνες στη Νέα Δημοκρατία; Ποιος θα φανταζόταν ότι ο Σαμαράς —και άρα ο εγγονός των πιο «κολλητών» και πιο πιστών οπαδών και χρηματοδοτών του Βενιζέλου— θα γινόταν αρχηγός του κόμματος της Δεξιάς με αντίπαλο την εγγονή του Βενιζέλου;
Για τη λογική της δεκαετίας του ’20 θα ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας ότι ένας γόνος Μπενάκη και μια γόνος Βενιζέλου θα διεκδικούσαν την ηγεσία της Δεξιάς. Αυτοί οι δύο αυθεντικοί εκφραστές του βενιζελισμού σε σχέση με τη Δεξιά όχι απλά ξένοι γάιδαροι σε ξένο αχυρώνα θα ήταν —αν το επιχειρούσαν υπό κανονικές συνθήκες—, αλλά εξωγήινοι σε άλλο σύμπαν.
Καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι θέλουμε να πούμε; Κάτι πολύ σημαντικό έγινε στη χώρα και προηγούμενοι διχασμοί «εξαλείφθηκαν» και νέοι «αναδείχθηκαν». Εφόσον οι περισσότεροι από τους σημερινούς κυρίαρχους είναι βενιζελικοί, ευνόητο είναι πως αυτοί επικράτησαν στο τέλος. Όμως, για κάποιον λόγο, όλοι αυτοί δεν θέλουν να «θυμούνται» πως είναι τέτοιοι. Για τους νικητές ενός τέτοιου διχασμού θα πρέπει να υπάρχει λόγος, για να μην θέλουν να «θυμούνται».
Ο μόνος λόγος, που μπορούμε εμείς να σκεφτούμε, είναι ένας και μοναδικός. Δεν μας το «υπενθυμίζουν», για να μην «ξυπνήσουν» τη μνήμη των αντιπάλων τους. Λογικό είναι αυτό. Οι νικημένοι δεν εξαφανίζονται. Πιθανότητα τους νικητές να τους συμφέρει πιο πολύ να μην «θυμούνται» τίποτε τα θύματά τους απ’ ό,τι να «θυμούνται».
Αυτοί, δηλαδή, που «νίκησαν» ολοκληρωτικά και απόλυτα στην προηγούμενη «σύγκρουση», για να μην ερεθίζουν τους αντιπάλους τους, έκαναν πως το «ξέχασαν». Οι νικητές της αληθινής σύγκρουσης έχουν κατακτήσει όλα τα πόστα και για λόγους διαχείρισης έχουν βάλει τον λαό να «βλέπει» μια παράσταση. Μια νέα «παράσταση» σύγκρουσης. Έχουν πάρει όλους τους «ρόλους» στην παράσταση της ψευδοσύγκρουσης και δεν τους συμφέρει να «θυμάται» ο λαός ποιους βλέπει. Πιθανότατα οι ίδιοι στις ιδιωτικές συνεστιάσεις τους να θυμούνται μεταξύ τους τι είναι, αλλά δημοσίως να παριστάνουν τους αντιπάλους.
Για να το καταλάβουμε αυτό, θα προσπαθήσουμε να «θυμηθούμε» εκείνον το πρώτο εθνικό διχασμό. Τη γενεσιουργό αιτία όλων όσων βλέπουμε σήμερα. Τότε υπήρχε πράγματι ένας βαθύς διχασμός των Ελλήνων. Διχασμός στην πραγματικότητα δύο «κλικών», οι οποίες —η καθεμία με δικό της «χορηγό» κάποια από τις μεγάλες πρεσβείες— διεκδικούσαν την εξουσία και βέβαια και τα κέρδη της.
Μιλάμε για καμαρίλα. Τα εθνικά συμφέροντα και οι επιλογές του ελληνικού κράτους συζητιόταν σε διαδρόμους και τουαλέτες ιδιωτών. Η μία «κλίκα», που συνεδρίαζε στο Παλάτι και η άλλη, που συνεδρίαζε στο σπίτι των Μπενάκηδων. Ο καθένας προσπαθούσε να επιβάλει στον ελληνικό λαό την άποψή του και αυτή βέβαια των «χορηγών» του.
Μιλάμε για κράτος της αθλιότητας. Στην κυριολεξία κράτος ιδιωτικό, το οποίο μοιραζόταν μεταξύ τους δύο αυθαίρετοι «συνέταιροι». Μιλάμε για δημοκρατία «καραγκιόζ μπερντέ». Δεν λειτουργούσε κανένας θεσμός. Θεσμοί ήταν τα πρόσωπα, τα οποία πρωταγωνιστούσαν. Δημοκράτες όποτε τους συνέφερε. Όταν τα αποτελέσματα των εκλογών τούς συνέφεραν, ήταν δημοκράτες. Όταν δεν τους συνέφεραν, «δικαιούνταν» να κάνουν πραξικοπήματα. Μια απίστευτη κατάσταση. Όποιος ξένος ιμπεριαλιστής ήθελε κάτι από την Ελλάδα, γνώριζε πώς θα το πετύχει. Αν δεν τον βόλευε το Παλάτι, θα πήγαινε στον Βενιζέλο. Ήταν θέμα χρόνου να κάνει τη δουλειά του, εφόσον ό,τι επέλεγε να κάνει ή να μην κάνει ο ένας, το έκανε ο άλλος.
Αυτές οι ακραίες και πάντα διαμετρικά αντίθετες επιλογές αυτών των πανίσχυρων πόλων της εξουσίας «παρήγαγαν» διχασμό. Αυτός ο διχασμός, λόγω των συνεπειών του, ήταν έντονος, αλλά δεν ήταν ιδεολογικός. Όχι απλά δεν είχε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό «στίγμα», αλλά δεν είχε ούτε καν συγκεκριμένες στρατηγικές συμμαχίες. Όλα ήταν «ρευστά». Στην κυριολεξία … ανάλογα με το πώς θα «ξυπνούσαν» οι πρωταγωνιστές τους. Σήμερα ήταν κάποιοι με τη Βρετανία την επομένη ήταν με τους Γερμανούς …ανάλογα με τα «παζάρια» και βέβαια με τις επιλογές των «απέναντι».
Ήταν ένας διχασμός πάνω στην αντίληψη της διαχείρισης αυτών που λέμε εθνικών συμφερόντων με βάση όμως τα ιδιωτικά συμφέροντα των διαχειριστών. Οι βενιζελικοί συνήθως εξέφραζαν έναν «επιθετικό» προσανατολισμό, που νόμιζαν ότι εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα. Γι’ αυτόν τον λόγο «ονειρεύονταν» την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Για τον ίδιο λόγο πραγματοποίησαν την εκστρατεία στην Ουκρανία. Φυσικό ήταν να ρισκάρουν, γιατί δεν είχαν να χάσουν και πολλά πράγματα από αυτά τα ρίσκα.
Ως φτωχοδιάβολοι ξεκίνησαν την πορεία τους και αυτοί συνήθως είναι «τζογαδόροι», γιατί δεν έχουν να χάσουν τίποτε. Απέναντι τους είχαν ένα πιο συντηρητικό Παλάτι, το οποίο ήταν συμβιβασμένο με πολλά πράγματα και ως εκ τούτου δεν ρίσκαρε, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα του.
Αυτές οι διαφορετικές «απόψεις» πάνω σε φλέγοντα εθνικά θέματα και σε εποχές που έπρεπε να παρθούν αποφάσεις —και μάλιστα με αιματηρές συνέπειες— προκάλεσε τον διχασμό. Αυτό πρέπει να μείνει στον αναγνώστη.Οι βενιζελικοί σε σχέση με τους αντιβενιζελικούς δεν διαφοροποιούνταν σε θέματα ιδεολογίας. Διαφοροποιούνταν σε θέματα διαχείρισης. Δίχαζαν τον λαό σε θέματα του τύπου αν, για παράδειγμα, η Ελλάδα θα συμμετάσχει σε έναν πόλεμο ή όχι. Αν θα συμμετάσχει με την άλφα πλευρά ή τη βήτα πλευρά.
Αν σκεφτεί λοιπόν ο αναγνώστης ποιοι ήταν επικεφαλής και ποιες ήταν οι οικονομικές και κοινωνικές τους ιδιότητες, τότε καταλαβαίνει πως καί οι δύο «παρατάξεις» ήταν μορφές της ίδιας Δεξιάς. Δεν ήταν αριστεροί οι Μπενάκηδες ή οι Δέλτα, επειδή ήταν βενιζελικοί. Αντιμοναρχικοί ήταν. —Και οι Ναζί αντιμοναρχικοί ήταν, αλλά αριστερούς δεν τους λες!! Καραδεξιοί φασίστες ήταν, που απλά τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, όσο και τις απόψεις τους για τα εθνικά συμφέροντα, τα εξυπηρετούσε ή τα εξέφραζε καλύτερα ο Βενιζέλος απ’ ό,τι ο βασιλιάς.
Το αξίωμα του τελευταίου ήταν και το μόνο «ιδεολογικό» στοιχείο που υπήρχε στην κατάσταση, αλλά αυτό δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας του διχασμού. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και τον ίδιο τον Βενιζέλο ο Βασιλιάς τον «έφτιαξε» και όχι η Δημοκρατία. Στην απόλυτη ισχύ του ο Βενιζέλος ανάμεσα σε υποψήφιους βασιλιάδες διάλεγε και όχι ανάμεσα σε υποψήφιες ιδεολογίες.
Ο θρόνος, δηλαδή, απλά διαφοροποιούσε τους εκφραστές των απόψεων, χωρίς όμως να καθορίζει από μόνος του τίποτε σημαντικό. Βενιζελικοί ήταν ακόμα και βασιλόφρονες, οι οποίοι πίστευαν ότι συνέφερε το έθνος ν’ ακολουθήσει τις επιλογές του Βενιζέλου, όπως αντιβενιζελικοί ήταν και δημοκράτες, οι οποίοι απλά μισούσαν τον Βενιζέλο περισσότερο από τον βασιλιά. Οι ισχυροί παράγοντες, οι οποίοι πλαισίωναν τους δύο αυτούς «πόλους» συμφερόντων, ήταν αποκλειστικά Δεξιοί. Πλούσιοι και ισχυροί Έλληνες πλαισίωναν τόσο τον Βασιλιά όσο και τον Βενιζέλο.
Κάποιους δεξιούς τους συνέφεραν οι επιλογές του Βασιλιά και κάποιους άλλους τους συνέφεραν οι επιλογές του Βενιζέλου. Κάποιοι, εξαιτίας των συμφερόντων τους, υποστήριζαν τον Βασιλιά και αναγκαστικά προσμετρώνταν ως βασιλικοί και κάποιοι άλλοι, εξαιτίας πάλι των συμφερόντων τους, υποστήριζαν τον Βενιζέλο και αναγκαστικά προσμετρώνταν ως αντιμοναρχικοί, χωρίς όμως αυτό να είναι αλήθεια, εφόσον δεν συνδεόταν απαραίτητα με μια ιδεολογική άποψη. Ανάλογα δηλαδή με το πώς βόλευε αυτόν, ο οποίος έκανε τις «προσμετρήσεις», έβαζε ό,τι ήθελε.
Απλά πράγματα. Οι βενιζελικοί δεν έβλεπαν τον Βασιλιά ως αρνητικό παράγοντα για τη Δημοκρατία, ώστε να τον πολεμούν γι’ αυτόν τον λόγο. Τον έβλεπαν ως εμπόδιο για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα μέσα από την άποψή τους για τα κρατικά συμφέροντα. Οι αντιβενιζελικοί δεν έβλεπαν τον Βενιζέλο ως αρνητικό παράγοντα για τη Βασιλεία, ώστε να τον πολεμούν γι’ αυτόν τον λόγο. Τον έβλεπαν ως εμπόδιο για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα μέσα από την άποψή τους για τα κρατικά συμφέροντα. Αυτό επιβεβαιώνει και η αγαστή συνύπαρξη του Βασιλιά με τους βενιζελικούς, όταν δεν υπήρχε «διχασμός» συμφερόντων.
Στην κυριολεξία αυτό λειτουργούσε ως «παιχνίδι», που δίχαζε τον λαό. Το Παλάτι και ο Βενιζέλος λειτουργούσαν σαν «παίκτες» και ο λαός διχαζόταν σαν οπαδοί ομάδων …»Παναθηναϊκός» με «Ολυμπιακό». Δεν υπήρχε απόλυτη ταύτιση συμφερόντων, ώστε να μιλάμε για πραγματικές παρατάξεις. Ήταν «παρατάξεις» «ομοίων» όσο όμοιοι είναι οι Βαρδινογιάννηδες, οι οποίοι εξυπηρετούν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα με τον Παναθηναϊκό και οι φουκαράδες οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, οι οποίοι εξυπηρετούν τα «συμφέροντά» τους με τον ίδιο Παναθηναϊκό.
Αυτό ακριβώς συνέβαινε και τότε. Οι Βενιζέλοι, οι Μπενάκηδες και οι λοιποί ήταν οι «Βαρδινογιάννηδες» του «βενιζελισμού». Εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους μέσω αυτού και απλά είχαν οπαδούς. Είχαν ο οπαδούς όπως είχε και η απέναντι «ομάδα» του Παλατιού. Μιλούσαν εξ’ ονόματος μέρος του λαού, όπως μιλάει ο Βαρδινογιάννης εξ’ ονόματος του «λαού» του Παναθηναϊκού. Ο καθένας από αυτούς τους «προέδρους» των «ομάδων» υποσχόταν ένα κέρδος στους οπαδούς του και προσπαθούσε να το κατακτήσει. Αν σκεφτεί κάποιος και το μορφωτικό επίπεδο του λαού εκείνη την εποχή, εύκολα μπορεί να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να υπάρξει μεγάλος διχασμός, χωρίς να γνωρίζει κανένας τι γίνεται.
Διχασμός μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι δεν κέρδιζαν τίποτε, τη στιγμή που οι «παίκτες» γίνονταν πλούσιοι και ισχυροί.
Χονδρικά λοιπόν να πούμε ότι οι «βασιλικοί» ήταν η «γαλαζοαίματη» ή «παλατιανή» Δεξιά και οι «βενιζελικοί» ήταν η «παρακατιανή» Δεξιά. Αριστερά τότε δεν υπήρχε, γιατί δεν είχε διαμορφωθεί «πόλος» αριστερός. Η κομμουνιστική ιδεολογία αφορούσε κάτι «τελειωμένους» ανθρώπους, που η κρατική ασφάλεια και κάποιοι αδίστακτοι εργοδότες τούς είχαν για χαφιέδες τους. Πραγματικός κομμουνιστικός κίνδυνος δεν υπήρχε ούτε γι’ αστείο. Όχι όπλα, για ν’ ανατρέψουν την εξουσία, δεν διεκδικούσαν οι κομμουνιστές, αλλά ούτε νυχοκόπτες, για να κόψουν τα νύχια τους.
Οι κομμουνιστές εκείνης της εποχής ήταν σχεδόν στο σύνολό τους σεσημασμένοι και οι πάντες —πλην ελαχίστων εξαιρέσεων— με τον άλφα ή βήτα τρόπο «συνεργάζονταν» με τις αρχές ασφαλείας ως χαφιέδες. Συνήθως τους χρησιμοποιούσαν, για να «τρομάζουν» τους αγράμματους και θρησκόληπτους πολίτες, οι οποίοι έπρεπε να υποτάσσονται στην εξουσία, για να μην πέσει υποτίθεται η «ευλαβής» χώρα στα χέρια των άθεων προλετάριων. Οι ελάχιστοι απείθαρχοι κομμουνιστές ήταν χρήσιμοι, για να δημιουργηθεί η επιθυμητή εντύπωση των διωγμών.
Η εξουσία, δηλαδή, αναγκαστικά μονοπωλούνταν από τη δεξιά της «πλευρά», εφόσον δεν υπήρχε άλλη. Η βενιζελική άκρη αυτής της «πλευράς» ήταν η «παρακατιανή», που, εξαιτίας τής φύσης της, δεν συγκέντρωνε μόνον ό,τι πιο προοδευτικό, δημοκρατικό ή φιλελεύθερο υπήρχε στην κοινωνία —που τη «σκίαζε» ένας «θρόνος»—, αλλά και ό,τι χειρότερο. Ανάμεσα στους καλύτερους έμπαιναν και οι χειρότεροι. Οι πιο καιροσκόποι, οι πιο οπορτουνιστές, οι πιο αδίστακτοι. Όλοι όσοι αισθάνονταν να «πνίγονται» από μια βασιλική «Δεξιά», η οποία δεν «άνοιγε» το παιχνίδι για νέους παίκτες. Μια σκληρή και συντηρητική βασιλική «Δεξιά», η οποία φρόντιζε μόνον για τα δικά της «παιδιά».
Μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού αυτών των ομοίων «δεξιών» διχαζόταν ο άσχετος και σε μεγάλο βαθμό αμόρφωτος λαός και ακολουθούσε σαν «έρμα». Βενιζελικοί και Παλάτι σε ένα μόνιμο «ντέρμπι» και ο λαός παρατηρητής, οπαδός και χειροκροτητής.
Όλοι δήθεν συμμέτοχοι και όλοι θύματα. Οι ισχυροί μονίμως κερδισμένοι και οι αδύναμοι μονίμως πεινασμένοι. Μια ενδοδεξιά «κόντρα», η οποία εξυπηρετούσε τα κοινά συμφέροντα των ισχυρών της κοινωνίας …Των ισχυρών, οι οποίοι μάχονταν για την εξουσία ως φίλοι και εχθροί μεταξύ τους.
Φίλοι έναντι των κοινών αντιπάλων τους και εχθροί μπροστά στις «λείες» Φίλοι κάθε φορά που ο λαός αμφισβητούσε την εξουσία τους και την αυθαιρεσία τους και εχθροί κάθε φορά που η δική τους εξουσία και αυθαιρεσία έπρεπε να τους χαρίσει «λεία».
Μέσα στα πλαίσια αυτού του παιχνιδιού των δεξιών ακολουθούνταν κάποιες κοινές πρακτικές. Οι «παρακατιανοί», για παράδειγμα, όπου αντιλαμβάνονταν ότι τους συμφέρει, μιμούνταν πρακτικές των «γαλαζοαίματων». Οι βενιζελικοί, για παράδειγμα, ήταν αρκετά «δημοκρατικοί», για να μην ανέχονται τους θρόνους, αλλά όχι και τόσο δημοκρατικοί, για ν’ ανέχονται κοινούς ανθρώπους ν’ αναρριχώνται στη δημοκρατική μας κοινωνία. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα, το οποίο, ως φανατικοί θαυμαστές του αγγλοσαξονισμού, το επέλυσαν, υιοθετώντας τις δικές του λύσεις.
Τους άρεσε η αγγλοσαξονική άποψη περί «δημοκρατίας» και αυτήν υιοθέτησαν. Το πρόβλημα λοιπόν των «δημοκρατών», οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως βασιλείς χωρίς στέμματα, το είχαν λύσει επιτυχώς οι Αμερικανοί και αυτούς μιμήθηκαν οι βενιζελικοί.
Οι Αμερικανοί δημιούργησαν τα «φιλελεύθερα» Κολέγια, για να μπορούν οι ισχυροί παράγοντές τους να ελέγχουν τα πάντα μέσα σε δήθεν συνθήκες ελευθερίας και Δημοκρατίας. Με αυτόν τον τρόπο κεφάλαιο και εξουσία δεν άλλαζαν ποτέ χέρια. Αυτά ήταν τα Κολέγια της συναναστροφής και όχι της επιστήμης. Τα Κολέγια, όπου οι γόνοι της εξουσίας και οι γόνοι του κεφαλαίου θα συναναστρέφονταν μεταξύ τους, ώστε ποτέ και κανείς τους να μην απειλείται από «ανεπιθύμητους» ανταγωνιστές.
Ο ένας βοηθούσε τον άλλο και ποτέ δεν μπορούσε κανένας ν’ ανατρέψει την κατάσταση. Αυτοί, οι οποίοι θα διεκδικούσαν την εξουσία, θα βοηθούνταν από τους πλούσιους συμμαθητές τους και αυτοί, οι οποίοι θα ήθελαν να διατηρήσουν τα πλούτη τους, θα βοηθούνταν από τους ισχυρούς συμμαθητές τους.
Η μεγάλη «άνθιση» των οικονομικών και κοινωνικών «επιστημών» του τελευταίου αιώνα σε αυτά τα Κολέγια οφείλεται. Στα κολέγια των πτυχιούχων κοπριτών. Έπρεπε οι κοπρίτες να πάρουν ένα ψευδοεπιστημονικό «φορτίο», για να μπορούν να διεκδικούν θέσεις και αξιώματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς θα έπαιρναν ακόμα και χωρίς πτυχία. Απλά, τα πτυχία της πλάκας έδιναν ένα «άλλοθι» στο σύστημα, για να προωθεί τα δικά του κουτορνίθια στις επιθυμητές θέσεις.
Στις θέσεις, τις οποίες στην ουσία έπαιρναν κληρονομικώ δικαίω και απλά αναζητούσαν μια «βιτρίνα», ώστε να μην εκτίθενται. Αυτή η αμερικανική «πατέντα» έγινε στις μέρες μας παγκόσμια, γιατί η μεταπολεμική αμερικανική επικράτηση επέβαλε παγκοσμίως τη δική τους άποψη περί «δημοκρατίας» Την «καλή» άποψη, την οποία οι βενιζελικοί είχαν αντιληφθεί πολύ πριν κυριαρχήσουν στον κόσμο οι Αμερικανοί.
Μιλάμε για «δημοκράτες». Τη δημοκρατία τη λάτρευαν, γιατί τους επέτρεπε να γίνουν «καθεστώς» Βασιλείς χωρίς «στέμματα» Μέχρι εκεί ήταν η αγάπη τους. Μέσα στα πλαίσια αυτής της μίμησης ήταν και η ίδρυση του Αμερικανικού Κολεγίου Αθηνών. Το Κολέγιο αυτό το ίδρυσαν αποκλειστικά οι βενιζελικοί, για να μπορούν να δημιουργήσουν μια δομή, η οποία θα τους επέτρεπε να καλλιεργούν τις μεταξύ των σχέσεις και στις επόμενες γενιές …και επιπλέον, για να μεταφέρουν ατόφια τη βενιζελική «γραμμή» μέσα στον χρόνο.
Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός και ο Γόντικας, ως υπουργός του, φρόντισαν και —με κρατικά χρήματα και νόμους— υποβοήθησαν αυτό το ιδιωτικό ίδρυμα να πάρει τον ρόλο του. Όλοι οι «κολλητοί» και φίλοι του Βενιζέλου ήταν συνιδρυτές του ιδρύματος Μπενάκηδες, Δέλταιοι κλπ.. Αν οι «παλατιανοί» είχαν την «αυλή» του Παλατιού, για να επιλέγουν τους εκλεκτούς τους, οι «παρακατιανοί» είχαν αποκτήσει μέσω Κολεγίου κι αυτοί τη δική τους «αυλή».
Καθοριστική εποχή για την τύχη αυτών των «παρατάξεων» ήταν η γερμανική κατοχή. Από τις επιλογές τους οι «παρατάξεις» αυτές θα καθόριζαν μόνες τους το μέλλον τους. Όποιος «πίστευε» πως η γερμανική κατοχή θα ήταν μόνιμη, θα «επένδυε» για την επικράτησή του στους νέους κυρίαρχους. Όποιος δεν πίστευε, θα έκανε «αντίσταση». Όταν λοιπόν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, η βασιλική Δεξιά έκανε την επιλογή της και συντάχθηκε με τους Βρετανούς.
Αυτό ήταν λογικό, γιατί, παρ’ όλη τη γερμανική καταγωγή των βασιλέων, η Βρετανία ήταν ο «εγγυητής» των βασιλικών θρόνων της Ευρώπης. Οι Γερμανοί Ναζί και ο αυτοδημιούργητος Φίρερ δεν εγγυούνταν κανέναν θρόνο. Επενδύοντας απροκάλυπτα το ελληνικό Παλάτι στους Βρετανούς, ανάγκασε το σύνολο της «γαλαζοαίματης» Δεξιάς να κάνει την ίδια επιλογή. Ανάγκασε τα μέλη της να «απέχουν» από τις εξελίξεις. Εξασφάλισε συλλογικό «άλλοθι» για την «ομάδα» της ό,τι κι αν έκαναν κάποια από τα μέλη της.
Όμως, η πολιτική είναι σαν τη φύση «Μισεί» το κενό. Όταν σε μια κατεχόμενη Ελλάδα κάποιοι ισχυροί παράγοντες αφήνουν κενό, ευνόητο είναι πως θα το καλύψουν κάποιοι άλλοι. Η «αποχή» της «παλατιανής» Δεξιάς από το «παιχνίδι» με τους Ναζί έδωσε χώρο στην «παρακατιανή» Δεξιά να «παίξει» Στη βενιζελική πλευρά Στην πλευρά, που, όπως είπαμε δεν συγκέντρωνε μόνον τους καλύτερους, αλλά και τους χειρότερους. Τους πιο ακραίους οπορτουνιστές, καιροσκόπους κλπ. Για όλους αυτούς οι Γερμανοί ήταν μια «ευκαιρία» Μια «ευκαιρία» να προοδεύσουν εις βάρος των «απόντων» ανταγωνιστών τους.
Ελλείψει μάλιστα φυσικού αρχηγού, λόγω του θανάτου του Βενιζέλου, ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Μεταξύ αυτών και το δεξί του «χέρι» Ο άνθρωπος που θα τον διαδεχόταν Ο μεγαλοεκδότης Δημήτριος Λαμπράκης. Ο πατέρας του Χρήστου Λαμπράκη. Ο μεγαλοεκδότης, ο οποίος έγινε τέτοιος με χρήματα των χορηγών του Βενιζέλου και βέβαια του κράτους, όταν αυτό βρισκόταν υπό τη βενιζελική εξουσία. Αυτός ο εκδότης ήταν τόσο σημαντικός για την «παράταξή» του, που του προτάθηκε να ηγηθεί των φιλελευθέρων. Αρνήθηκε την ηγεσία, αλλά παρέμεινε κορυφαίος παράγοντας της βενιζελικής «παράταξης» Τόσο κορυφαίος, που με τις πράξεις και τις επιλογές του τη «χαρακτήριζε» στο σύνολό της.
Όταν λοιπόν ξεκίνησε η κατοχή —και για να μην φαίνεται ο ίδιος— παρέδωσε τις εκδόσεις του σε υπαλλήλους του και αυτοί προχώρησαν σε συνεταιρισμό με μια γερμανική ημικρατική εταιρεία. Προϊόν αυτού του συνεταιρισμού ήταν το «Ελεύθερο Βήμα» Α.Ε. Μιλάμε για καραμπινάτο δωσιλογισμό. Ήταν τόσο εντυπωσιακός για την εποχή του, που πήρε στον «λαιμό» του ολόκληρο το βενιζελικό «στρατόπεδο». Το «χαρακτήρισε» στα μάτια του κόσμου, ο οποίος περίμενε από τους ηγέτες του να τον βοηθήσουν και όχι να υποταχθούν στους κατακτητές και να γίνουν συνέταιροί τους. Το «αμαύρωσε» σε ανείπωτο βαθμό, αν σκεφτεί κάποιος τον πιο ολέθριο συμβολισμό για τους βενιζελικούς. Αν σκεφτεί ότι η έδρα του γκεσταπίτικου «Βήματος», που ήταν η Χρ. Λαδά, ήταν η έδρα του ίδιου του κόμματος των φιλελευθέρων. Για τέτοιο «μουτζούρωμα» μιλάμε.
Γι’ αυτόν τον λόγο και το 1944 ο Λαμπράκης —όταν, αντιλαμβανόμενος την επερχόμενη ήττα των Ναζί, έφυγε από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, προφανώς για να μπει σε καμιά «κολυμπήθρα» του Σιλωάμ— συνελήφθη από τους Συμμάχους. Συνελήφθη ως δωσίλογος και συνεργάτης των εχθρών τους και απ’ ό,τι φαίνεται εκ του αποτελέσματος διαπραγματεύτηκε καλά τη «σωτηρία» του. Μετά την κατοχή προφανώς δούλεψε η «κολυμπήθρα» και ο εκδότης «ξεπλύθηκε» από την «αμαρτία». Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ως εκδότης, είχε πρόβλημα. Οι εφημερίδες του μετά την Απελευθέρωση τέθηκαν υπό μεσεγγύηση ως εχθρική περιουσία και απαγορεύθηκε η επανέκδοσή τους …γεγονός, το οποίο οδήγησε τον Δημήτριο Λαμπράκη να μετατρέψει τους τίτλους σε «Βήμα» και «Νέα» αντίστοιχα.
Κατάλαβε ο αναγνώστης τον λόγο για τον οποίο άλλαξαν οι τίτλοι των εκδόσεων του συγκροτήματος Λαμπράκη; Δωσίλογοι ήταν οι Λαμπράκηδες και οι περιουσίες τους ήταν δεσμευμένες. Το «Βήμα» ή τα «Νέα», που ακόμα και σήμερα μάς διδάσκουν «δημοκρατία» και «πατριωτισμό», για κάποιο διάστημα ήταν δεσμευμένη περιουσία των πρώην κατοχικών δυνάμεων. Ό,τι ήταν τα καμιόνια της Γκεστάπο ή τα κράνη της Βέρμαχτ, που παράτησαν οι Ναζί φεύγοντας από την Ελλάδα, ήταν το «Βήμα» και τα «Νέα».
Ίσως σ’ αυτήν την τευτονική περίοδο να οφείλεται και η μεγάλη αγάπη του Χρήστου Λαμπράκη στο Μέγαρο και στην κλασσική μουσική. Στα παιδικά του βιώματα πρέπει ν’ αναζητήσουμε τα αίτιά της. Μπορεί να μεγάλωσε με τους ήχους του Βάγκνερ, του Μπαχ και του Μπετόβεν όταν μικρός συνέτρωγε με τους συνεταίρους του πατέρα του. Μπορεί κάποιος από τους Γερμανούς «θείους» να του χάρισε τον πρώτο του δίσκο κλασσικής μουσικής και αυτό να τον «σημάδεψε». Τον «θείο» Χριστοφοράκο τον γνώριζε τότε; Τον μικρό Θοδωράκη τον Πάγκαλο, που ήταν περίπου συνομήλικοι, τον γνώριζε; Ακούγανε γερμανική μουσική σαν ήσυχα παιδιά ή ήταν rotzfreche Kinder;
Γι’ αυτόν τον λόγο μιλήσαμε για τη διαφορά μεταξύ του «ξέρω» και του «γνωρίζω». Γι’ αυτόν τον λόγο είπαμε εξ’ αρχής ότι μια φωτογραφία της Ντόρας με τον Χριστοφοράκο δεν είναι καθόλου διαφορετική από μια φωτογραφία της ίδιας με τον Λαμπράκη. Το θέμα είναι να γνωρίζεις τι βλέπεις, για να μπορείς να κρίνεις τη σημαντικότητά του. Αυτό, το οποίο πρέπει να δούμε, είναι ο λόγος που θεωρούμε ότι μια τέτοια φωτογραφία «απεικονίζει» τη νεότερή μας ιστορία. Τον λόγο, δηλαδή, που θεωρούμε τη νεότερή μας ιστορία ως μια συνύπαρξη μεταξύ των βενιζελικών και των δωσίλογων.
http://ksipnistere.blogspot.gr/2014/10/blog-post_770.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου