Σίγουρα οι
χρηματαγορές δεν είναι φιλανθρωπικοί θεσμοί. Πλην όμως, πίσω από τις επιθέσεις
που δέχονται υπάρχουν πολιτικά κίνητρα, παντελώς άσχετα με την οικονομική
δραστηριότητα
Η μάχη είναι σιωπηρή,
αλλά δεν παύει να είναι σκληρή. Από την μία πλευρά βρίσκονται οι πολιτικές
εξουσίες και από την άλλη το διεθνές χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, που διεκδικεί
και αυτό μέρος της παγκόσμιας εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν,
περισσότερο από σύγκρουση πολιτισμών, όπως θα έγραφε ο αείμνηστος καθηγητής
Σάμιουελ Χάντινγκτον, έχουμε μία σκληρή σύγκρουση εξουσιών –που, για την ώρα,
τα όπλα που διαθέτει είναι μοχλεύσεις, χρηματοοικονομικά εργαλεία και αμέτρητα
επενδυτικά ταμεία. Ουσιαστικά, το τεράστιο διακύβευμα αυτής της
κρίσης δεν είναι άλλο από τον ρόλο που απαιτούν οι κρατικές εξουσίες σε ένα
παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, το οποίο αφαιρεί πολλά πολιτικά προνόμια από τις
εθνικές πολιτικές μορφοποιήσεις...
Παρόλα αυτά, τα γεγονότα υπαγορεύονται από
πραγματικότητες και αυτές οι τελευταίες είναι αμείλικτες όταν αγνοούνται ή
παραποιούνται. Ιδιαίτερα δε όταν στο επίκεντρό τους υπάρχει το χρήμα, το οποίο
έχει την ιδιότητα να αποτελεί ταυτοχρόνως αξία και δημόσιο αγαθό. Ως τέτοιο,
εξάλλου, πρέπει να υπάγεται σε κανόνες οι οποίοι υπαγορεύονται από το δίκαιο
και την ευθύνη. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, δεν είναι άσκοπη μια μικρή αναδρομή
στην χρηματοοικονομική ιστορία, η οποία στις μέρες μας διασύρεται και βιάζεται
καθημερινά –χωρίς αιδώ, βεβαίως.
Θα πρέπει κατ’ αρχάς να υπογραμμίσουμε ότι
χωρίς κεφάλαια δεν υπάρχει ούτε ανάπτυξη, ούτε πρόσοδος, ούτε κοινωνική
ευημερία. Υπό αυτή την έννοια, η διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίων είναι ένα
πολύ παλαιό φαινόμενο και η διεύρυνσή του υπαγορεύεται από ποικίλους λόγους,
όχι όλους χρηματοοικονομικούς.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι τάσεις
ενοποίησης των αγορών κεφαλαίων επιταχύνονται με την άνοδο της βιομηχανικής
παραγωγής και, πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωρίζουν εντυπωσιακή άνοδο.
Μεγάλο τμήμα αυτών των κεφαλαιακών ροών χρηματοδότησε την κατασκευή των
σιδηροδρόμων και άλλων έργων υποδομής στον Νέο Κόσμο, είτε με την μορφή άμεσων
επενδύσεων, είτε τοποθετούμενο συχνά σε μακροπρόθεσμους κρατικούς τίτλους.
Ενδεικτική των τάσεων ενοποίησης των εθνικών αγορών ήταν η ελάττωση των
διαφορών στα διεθνή επιτόκια την περίοδο από το 1850 ως το 1913. Η ελευθερία
στην κίνηση κεφαλαίων ενισχύθηκε κυρίως από την ύπαρξη του Κανόνα Χρυσού
–δηλαδή του διεθνούς νομισματικού συστήματος που εξασφάλιζε την μετατρεψιμότητα
των εθνικών νομισμάτων σε χρυσό. Ο Κανόνας Χρυσού αποτελούσε μία αξιόπιστη
δέσμευση από την πλευρά των κυβερνήσεων ότι δεν θα προβούν σε χειρισμούς της
νομισματικής πολιτικής με σκοπό την αντιμετώπιση απρόσμενων υφεσιακών
διαταραχών. Με τον τρόπο αυτόν, η υποχώρηση των διεθνών χρηματοδοτικών κινδύνων
διευκόλυνε την επένδυση των πλεονασμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των
ευρωπαϊκών χωρών στις κεφαλαιαγορές των αναπτυσσόμενων οικονομιών της Αμερικής,
της Αυστραλίας και άλλων χωρών.
Οι τάσεις διεθνοποίησης των αγορών κεφαλαίου
αντεστράφησαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του
1960. Η πολιτική και εμπορική καχυποψία που επικράτησε μεταξύ των χωρών οδήγησε
στην ύψωση σημαντικών εμποδίων και την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων,
ενώ ο Κανόνας Χρυσού του Μεσοπολέμου δεν αποτέλεσε τόσο αξιόπιστο νομισματικό
σύστημα όσο υπήρξε το προπολεμικό.
Από την δεκαετία του 1960 και εντεύθεν
εμφανίστηκαν και πάλι ισχυρές τάσεις διεθνοποίησης των επιμέρους αγορών
κεφαλαίου και χρήματος ως αποτέλεσμα της ανάγκης χρηματοδότησης των αυξημένων
εμπορικών συναλλαγών. Πράγματι, στην τελευταία εικοσαετία ο όγκος εμπορίου
αυξήθηκε ταχύτερα από την συνολική παραγωγή, ενισχύοντας την αλληλεξάρτηση
μεταξύ των χωρών. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν
στην Ευρωπαϊκή Ένωση από 19,7% το 1960 σε 30% το 1996, ενώ στις Ηνωμένες
Πολιτείες από 5,2% σε 11,6%. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν οι δραστηριότητες της
διεθνούς τραπεζικής, αφού οι περισσότερες τράπεζες ακολούθησαν τους
μεγαλύτερους πελάτες τους, τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, στις εξορμήσεις τους
προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Μπορούμε να διακρίνουμε ειδικότερα δύο
στάδια στα οποία έλαβε χώρα μεταπολεμικά η διεθνοποίηση των χρηματαγορών και
κεφαλαιαγορών. Το πρώτο στην δεκαετία του 1960 και το δεύτερο στις αρχές της
δεκαετίας του 1990.
Στο πρώτο στάδιο, η διεθνοποίηση επεβλήθη
από διεργασίες που συνέβησαν τόσο στην διεθνή πολιτική σκηνή όσο και στο πεδίο
του οικονομικού ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, πρώτον, σημειώθηκε η ανάπτυξη
της ευρωαγοράς μετά την θέσπιση από την αμερικανική κυβέρνηση περιορισμών, όπως
ο φόρος εξίσωσης των επιτοκίων, που απέβλεπαν στον περιορισμό της εκροής
αμερικανικών κεφαλαίων. Δεύτερον, η ένταση του Ψυχρού Πολέμου, ιδιαίτερα μετά
την κρίση στην Κούβα, οδήγησε την πρώην Σοβιετική Ένωση και τις χώρες επιρροής
της να καταθέσουν τα αποθέματά τους σε δολλάρια σε τράπεζες της Δυτικής
Ευρώπης. Σε ανάλογη κίνηση προέβησαν και οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που τα
πλεονασματικά τους ισοζύγια μετατράπηκαν σε καταθέσεις πετροδολλαρίων. Τρίτον,
δημιουργήθηκαν διεθνή χρηματοοικονομικά και τραπεζικά κέντρα, που αποτέλεσαν
«φορολογικούς παραδείσους» και είχαν ως σκοπό την προσέλκυση αποταμιευτικών
πόρων από το εξωτερικό.
Με άλλα λόγια, κεφάλαια από τις χώρες παραγωγούς
πετρελαίου και από τον κομμουνιστικό κόσμο δημιούργησαν μία σημαντική
ρευστότητα στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, η οποία οδήγησε την Δύση σε
περαιτέρω ανάπτυξη των κοινωνικών παροχών μέσω ανόδου του δανεισμού της.
Παράλληλα, όμως, η υπερβάλλουσα ρευστότητα ενίσχυσε, σε δεύτερη φάση, την τάση
απελευθέρωσης των κεφαλαιαγορών –στις οποίες προς την κατεύθυνση αυτή πίεζαν
και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Έτσι, η σταδιακή άρση των διαφόρων
περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων και η γενίκευση των εφαρμογών της
πληροφορικής στις τηλεπικοινωνίες συγκρότησαν ένα νέο σκηνικό, με την
χρηματοοικονομία να αποκτά πλέον σταθερό και ουσιαστικό προβάδισμα έναντι της
πραγματικής οικονομίας.
Παράλληλα, έλαβε μεγάλες διαστάσεις το
φαινόμενο της τιτλοποιήσεως του ενεργητικού των τραπεζικών ιδρυμάτων. Οι
μεγάλες επιχειρήσεις και το Δημόσιο αντλούν άμεσα από τους αποταμιευτές τα
αναγκαία ποσά μέσω έκδοσης εμπορεύσιμων στις δευτερογενείς αγορές ομολόγων,
παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά τραπεζικά δάνεια και τους κινδύνους των
ευμετάβλητων επιτοκίων. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε την μεγαλύτερη πρόκληση για το
τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, γιατί υπονόμευσε τον παραδοσιακό ρόλο
των τραπεζικών ιδρυμάτων ως διαμεσολαβητών μεταξύ επενδυτών και αποταμιευτών (disintermediation).
Συνέβαλε, εξάλλου, σημαντικά στην
διεθνοποίηση των χρηματαγορών, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας μεγάλης σειράς
χρηματοοικονομικών παράγωγων προϊόντων, όπως επίσης και των αμοιβαίων κεφαλαίων
και των διαθεσίμων που διαχειρίζονται τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία (pension funds), με την δημιουργία μιας μεγάλης δεξαμενής αποταμιευτικών πόρων που
αναζητούν εναγωνίως τις υψηλότερες δυνατές αποδόσεις. Από το 1986, το σύνολο
των υφιστάμενων συμβολαίων παραγώγων προϊόντων –όπως τα δικαιώματα προαίρεσης
αγοράς ή πώλησης επιτοκίου ή νομίσματος (options), τα προθεσμιακά συμβόλαια ή οι προθεσμιακές πράξεις (forwards και futures μετοχών ή επιτοκίων ή νομίσματος–
αυξάνονταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 40%, για να πέσει στο 25% από το 1995 έως το
2007.
Συνεπώς, στο νέο παγκόσμιο νομισματικό
καθεστώς οι τεράστιες ποσότητες ρευστών διαθεσίμων κινούνται ταχύτατα και σε
καθημερινή βάση από χώρα σε χώρα ή από τοποθέτηση σε τοποθέτηση λόγω του
αυτοματισμού στα συστήματα μεταφοράς κεφαλαίων, και τελείως ελεύθερα λόγω της
άρσεως των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Η διαδικασία της απελευθερώσεως
στην κίνηση κεφαλαίων ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και
συνεχίστηκε όλη την περίοδο μέχρι σήμερα. Η απελευθέρωση των επιμέρους χρηματοπιστωτικών
συστημάτων και η ανάπτυξη των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων μείωσε το
κόστος συναλλαγών και διεύρυνε τις διασυνοριακές συναλλαγές χρεογράφων και
μετοχικών τίτλων. Πράγματι, οι συναλλαγές αυτές στις περισσότερες αναπτυγμένες
οικονομίες ήταν μικρότερες από 10% του ΑΕΠ το 1980 και ανήλθαν σε επίπεδα πολύ
πάνω από το 100% το 2007. Επιπλέον, οι ακαθάριστες ροές επενδύσεων
χαρτοφυλακίου και άμεσων ξένων επενδύσεων στις αναπτυγμένες οικονομίες
αυξήθηκαν με ταχύτατο ρυθμό στην περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980
μέχρι τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω εντυπωσιακών
εξελίξεων ήταν, το 2006, οι παγκόσμιες καθημερινές ροές κεφαλαίων να ξεπερνούν
το 1 τρισεκατομμύριο δολλάρια και να είναι σχεδόν δώδεκα φορές μεγαλύτερες από
το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών κα υπηρεσιών.
Έτσι, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται,
για μία περίοδο άνω της εικοσαετίας, τα οφέλη από την διαμόρφωση αυτού του
διεθνούς σκηνικού ήταν πολλαπλά. Όπως προκύπτει από στοιχεία του Διεθνούς
Ινστιτούτου Επενδύσεων, την προαναφερόμενη περίοδο η κατανομή των πόρων διεθνώς
ήταν περισσότερο αποτελεσματική, με τις διεθνείς αποταμιεύσεις να διοχετεύονται
εκεί όπου η αποδοτικότητα των επενδυτικών προγραμμάτων, ιδιωτικών και δημοσίων,
ήταν υψηλότερη.
Παράλληλα, δινόταν η δυνατότητα
χρηματοδοτήσεως του ανισοζυγίου μεταξύ εγχώριας αποταμίευσης και επένδυσης. Σε
αυτή την περίπτωση, η πρόκληση ήταν σημαντική για μία αναπτυσσόμενη χώρα.
Έπρεπε, όμως, οι αυξημένες εισροές κεφαλαίου –που ουσιαστικά αποτελούσαν εξωτερικό
δανεισμό– να χρηματοδοτήσουν εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού και έργα
υποδομής και όχι την ικανοποίηση εισαγόμενων καταναλωτικών προτύπων, όπως
δυστυχώς συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις χωρών. Ήταν έτσι απαραίτητο το άνοιγμα
των κεφαλαιαγορών στο διεθνές επενδυτικό κοινό να συνδυασθεί με αυξημένη
επενδυτική δραστηριότητα και βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας, γιατί
σε αντίθετη περίπτωση οδηγούσε σε προσωρινή άνοδο της αξίας των περιουσιακών
στοιχείων, μετοχών ή ακινήτων, που μπορούσε να καταλήξει σε φαινόμενα
«φούσκας», όπως έγινε τελικά με την καταχρέωση των δανείων για κατοικίες στις
ΗΠΑ και όχι μόνον.
Κλασσική, εξάλλου, υπήρξε και η ελληνική
περίπτωση, όπου επί 27 χρόνια στην χώρα μας ο δανεισμός χρηματοδοτούσε την
υπερκατανάλωση, χωρίς κανένα παραγωγικό αντίκρυσμα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο άκρατος δανεισμός
στην Δύση διόγκωσε, μέσω φαινομένων «φούσκας», τον πλούτο των νοικοκυριών
ανεβάζοντας την κατανάλωση –και άρα πίεσε ανοδικά τις τιμές τελικών προϊόντων.
Την ίδια στιγμή, όμως, η πλασματική ευημερία των νοικοκυριών είχε και
σαφέστατες πολιτικές προεκτάσεις, καθ’ όσον το διεθνές χρηματοοικονομικό
σύστημα παρείχε άνετη χρηματοδότηση σε κυβερνήσεις και σε κρατικές εξουσίες,
που έτσι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους.
Προέκυψε λοιπόν σαφώς μια σοβαρή «φούσκα
ευημερίας», η οποία σήμερα αποτελεί την κύρια αιτία της κρίσης στον δυτικό
κόσμο, καθώς και της αδυναμίας του να μπει σε φάση ικανοποιητικής ανάπτυξης.
Διότι, πίσω από αυτή την κρίση, υπάρχουν οι αγκυλώσεις και οι ακαμψίες που
δημιουργήθηκαν από την επίπλαστη ευημερία, το κόστος της οποίας γίνεται
βαρύτερο όσο περνά ο χρόνος.
Έτσι, για τον δυτικό κόσμο, η έξοδος από τα
αδιέξοδα προϋποθέτει βαθειές αλλαγές σε συμπεριφορές, νοοτροπίες και αντιλήψεις
για την πραγματικότητα. Προϋποθέτει την εμβάθυνση μιας νοοτροπίας αναλήψεως
κινδύνων και υψηλής κινητικότητος, ικανής να δημιουργήσει συνθήκες
«δημιουργικής καταστροφής». Όπως τονίζει και ο Γάλλος
επιχειρηματίας-οικονομολόγος Φιλίπ Γκαβ, «σε σύγκριση με την Αμερική, η Ευρώπη
πάσχει από έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος» ικανού να αναλάβει κινδύνους.
Ξορκίζει έτσι την χρηματοοικονομική κρίση, η οποία, ενώ στις ΗΠΑ απετέλεσε την
ευκαιρία μιας εντυπωσιακής παραγωγικής και επιχειρηματικής ανανέωσης, στην
Γηραιά Ήπειρο εξελίσσεται σε νεκροταφείο πρωτοβουλιών και ανανεωτικής
προσπάθειας.
http://skeftomasteellhnika.blogspot.gr/2014/10/blog-post_583.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου