Στις 30 Μαρτίου του 2013, ο Ρόναλντ Ομπερμάιερ, μηχανικός στο επάγγελμα, πήγε στο ταχυδρομείο της μικρής γερμανικής πόλης Ρίμσινγκ όπου ζει, κρατώντας ένα δέμα, που ύστερα από πολλή σκέψη είχε αποφασίσει να αποχωριστεί.
Το προηγούμενο βράδυ είχε αμπαλάρει το περιεχόμενό του με μεγάλη προσοχή: 73 αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. ― αγαλματίδια, λυχνάρια, γυάλινα αγγεία και νομίσματα. Μια ζωή θυμόταν τα αρχαία αυτά στην κεντρική βιτρίνα του σαλονιού του σπιτιού του και τον πατέρα του να τα περιεργάζεται και να του αφηγείται τη συναρπαστική τους ιστορία.
«Μεγάλωσα με αυτά, αλλά μια ημέρα είπα στον εαυτό μου ότι ήρθε η ώρα. Πρέπει τα αρχαία να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκουν». Ο παραλήπτης του δέματος ήταν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κω, εκεί όπου είχε ζήσει ο πατέρας του Ομπερμάιερ ως πολεμικός ανταποκριτής του γερμανικού ναυτικού πριν από επτά δεκαετίες, το 1942, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί.
Στο χειρόγραφο γράμμα που έστειλε ο Ομπερμάιερ στο μουσείο και δημοσιεύει για πρώτη φορά η «Κ», εξιστορεί όσα θυμάται από τις διηγήσεις του πατέρα του για την «ιστορία των αρχαιοτήτων», όπως το τιτλοφορεί: «Ως τοπικό αρχηγείο (οι Γερμανοί) κατέλαβαν ένα κτίριο που χρησίμευε ως μουσείο. Τα εκθέματα που βρίσκονταν εκεί τα πέταξαν από το παράθυρο. Ο πατέρας μου μάζεψε μερικά κομμάτια και κέρματα από αυτά και τα έφερε στη Γερμανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, το 1996, έχω εγώ αυτά τα εκθέματα και θα ήθελα πολύ να τα επιστρέψω σε ένα μουσείο στην Κω».
Η λεηλασία του μικρού αυτού μουσείου το ’41 από τους Γερμανούς και η παράνομη φυγάδευση εκείνων των αρχαίων αντικειμένων είναι μια από τις εκατοντάδες ιστορίες της Κατοχής που θα έμεναν για πάντα άγνωστες αν δεν αποφάσιζε ο ίδιος ο Ομπερμπάιερ να επιστρέψει τα κλεμμένα αρχαία.
Η μόνη γραπτή πηγή που έχουμε σήμερα για τις απώλειες σε αρχαία αντικείμενα στην περίοδο της Κατοχής είναι το «ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», ένας τόμος 165 σελίδων του 1946, γεμάτος ιστορίες κλοπών παράνομων ανασκαφών και ζημιών σε ολόκληρη την Ελλάδα και από τις τρεις δυνάμεις κατοχής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής. «Το έργον δεν είναι πλήρες», όπως σημειώνει στον πρόλογο ο τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων του 1946, με εντολή του οποίου οι μεγαλύτεροι αρχαιολόγοι της εποχής έκαναν αυτή την καταγραφή. Με την Ελλάδα στα πρόθυρα του Εμφυλίου Πολέμου άλλωστε, κάθε ημέρα έφταναν νέα δεδομένα, ενώ για πολλές πόλεις δεν υπάρχει καν καταγραφή γιατί το αρχαιολογικό προσωπικό ήταν «ελλιπέστατον».
Τη λίστα αυτή αποφάσισε να επικαιροποιήσει η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού.
Μια ομάδα έξι αρχαιολόγων και ιστορικών πήρε πέρυσι την πρωτοβουλία να καταγράψει από την αρχή όσα αρχαία αγνοούνται και όσα έχουν επαναπατριστεί μετά τη λήξη του πολέμου. «Η λίστα του ’46 ήταν η αφετηρία, αλλά πλέον είχαμε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούμε αρχεία των Γερμανών, που μόλις την τελευταία δεκαετία είναι προσβάσιμα και δίνουν πλήθος πληροφοριών για όσα έγιναν εκείνα τα χρόνια, αλλά και πολλές άλλες πηγές», εξηγεί η κ. Σουζάνα Χούλια, επικεφαλής της Διεύθυνσης.
Πλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Πολιτισμού πρόκειται να αναζητήσει πάνω από 100 αρχαία αντικείμενα μέσω της Interpol. «Είναι βέβαιο ότι πάρα πολλά αρχαία που απομακρύνθηκαν την περίοδο της Κατοχής ακόμα αγνοούνται. Μπορεί να μην έχουμε ακριβή συνολικό αριθμό, αλλά πολλά από αυτά τα έχουμε τεκμηριώσει επαρκώς και τώρα πρέπει να εντοπιστούν», εξηγεί η κ. Χούλια.
Ηδη έχει ξεκινήσει η έρευνα σε ιστοσελίδες μεγάλων μουσείων, όπου περιλαμβάνονται αρχαία με την ένδειξη «αντικείμενα με άγνωστη προέλευση από την περίοδο του πολέμου». Προτεραιότητα είναι αρχαία των οποίων η ταυτότητα αλλά και η ιστορία κλοπής θεωρείται πλέον τεκμηριωμένη. Ανάμεσά τους βρίσκονται δύο πήλινα γυναικεία ειδώλια, τα οποία είχαν αφαιρέσει δύο Ιταλοί υπολοχαγοί από σπίτι ντόπιου στη Σίφνο, όπου φυλάσσονταν και άλλα πολύτιμα ευρήματα από ανασκαφές που είχαν γίνει το 1935 στο νησί. Ακόμη, μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες από τη συλλογή Καστελίου Κισσάμου, που είχαν αφαιρεθεί το 1943 από τους Γερμανούς, αλλά και ένα γυναικείο άγαλμα ύψους 0, 70 μ. περίπου, το οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, είχε ζητήσει και είχε λάβει από τον νομάρχη ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής Λαρίσης όταν μπήκε πρώτος στην πόλη.
Οποιο από αυτά τα αντικείμενα εντοπιστεί, θα μπει στη λίστα των -26 μέχρι σήμερα- επιτυχημένων υποθέσεων επαναπατρισμού αρχαίων από την περίοδο της Kατοχής, εκ των οποίων οι πρώτες έγιναν το καλοκαίρι του 1948.
Ο Σπύρος Μαρινάτος έκανε το πρώτο ταξίδι
Στις 18 Μαΐου του 1948, ο αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος έμπαινε στο αεροπλάνο για Ρώμη με έναν και μοναδικό σκοπό: να εντοπίσει και να φέρει πίσω τα κλεμμένα αρχαία της Kατοχής με εντολή του υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας που είχε κάνει και την πρώτη καταγραφή.
Ως καθηγητής αρχαιολογίας «που μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, πολυταξιδεμένος, με σπουδές στο Βερολίνο και εθνικόφρων, είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούσαν τον εθνικό αρχαιολόγο εκείνης της εποχής», εξηγεί η κ. Ελένη Ματζουράνη, καθηγήτρια Ιστορίας, που μαζί με την κόρη του Μαρινάτου, Ναννώ, επιμελήθηκαν πρόσφατη έκδοση για τη ζωή του και επεξεργάστηκαν, μαζί με ομάδα ιστορικών, ανέκδοτες ιστορίες και αρχειακό υλικό από το άγνωστο μέχρι σήμερα εκείνο ταξίδι.
Στη βαλίτσα του ο Μαρινάτος είχε μεταφρασμένη την περίφημη λίστα του 1946 με τις καταγεγραμμένες κλοπές, αρκετά χρήματα -σε δολάρια- και το ελεύθερο να αποφασίσει πέρα από τη Ρώμη, το Βερολίνο και το Γκρατς, που ήταν οι προγραμματισμένοι σταθμοί, πού αλλού θα χρειαζόταν να ταξιδέψει, οδηγούμενος από την έρευνά του. Το σημαντικότερο όμως εφόδιο που διέθετε ήταν η καμπαρντινέ στολή του ταγματάρχη που φορούσε μαζί με τον ανάλογο βαθμό που είχε πάρει με συνοπτικές διαδικασίες από το Α΄ Σώμα Στρατού έναν μήνα νωρίτερα: θα αποδεικνύονταν απαραίτητα για να μπορέσει να συνδιαλλαγεί με τις συμμαχικές δυνάμεις για τον εντοπισμό και τον επαναπατρισμό των αρχαιοτήτων.
«Αντισυνταγματάρχης έπρεπε να είχα γίνει» φέρεται να είχε παραπονεθεί σε έναν καλό του φίλο αρχαιολόγο, όταν τον συνόδευσε στο αεροδρόμιο λίγο προτού πετάξει για τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του, τη Ρώμη. Φαίνεται ότι ο Μαρινάτος ανησυχούσε για το αν ο βαθμός του θα του έδινε το κύρος που χρειαζόταν για να τον πάρουν σοβαρά. Ηδη προτού ξεκινήσει, οι συμμαχικές δυνάμεις στο Βερολίνο είχαν αρχίσει να του δημιουργούν δυσκολίες και να φέρνουν αντιρρήσεις στο επικείμενο ταξίδι του. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από ένα γράμμα που είχε στείλει στη γυναίκα του και αναφέρεται σε επιστολή που είχαν στείλει οι ρωσικές δυνάμεις κατοχής του Βερολίνου. Ο Μαρινάτος γράφει ότι ένας Ρώσος συνταγματάρχης «ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία μας είναι ανεπαρκή για να αποδώσουν κάποιο άγαλμα. Διότι, λέγει, δεν φέρει όνομα. Εσκέφθην να το βαπτίσω εγώ Μακεδονία και να ζητήσω την άμεση αποκατάστασίν του».
Στο ταξίδι, που διήρκεσε 75 ημέρες, συνάντησε πολλές ανάλογες δυσκολίες, όπως ότι δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο πολλά υποσχόμενο για την αποστολή του Βερολίνο, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής της πόλης δεν του το επέτρεψαν, προβάλλοντας δικαιολογίες και γραφειοκρατικά εμπόδια, ενώ στους άλλους δύο σταθμούς -όπως γράφει ο ίδιος ο Μαρινάτος στην αναφορά του- τόσο οι στρατιωτικοί όσο και κάποιοι αρχαιολόγοι τον αντιμετώπιζαν με απροθυμία ή ακόμα και δυσπιστία.
Ο Μαρινάτος περιόδευσε σε μουσεία και πανεπιστήμια ψάχνοντας τα αρχαία της λίστας και χάρη σε παλιές του γνωριμίες από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα μπόρεσε να βρει κάποια άκρη και βέβαια πολλά από τα κλεμμένα.
Στη Ρώμη στόχος του ήταν να εντοπίσει και να επιστρέψει στην Ελλάδα δεκάδες αρχαία που είχαν φύγει από τη Ρόδο, το 1940, για να συμπεριληφθούν σε μια μεγάλη έκθεση αρχαιοτήτων, που είχε γίνει στη Νάπολη. Μεταξύ των αρχαιοτήτων αυτών και η Αφροδίτη της Ρόδου, η οποία έφτασε με το υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς» έξι μήνες αργότερα, γιατί ο Μαρινάτος και ο Ελληνας πρόξενος της Νάπολης είχαν αποφασίσει ότι ήταν παρακινδυνευμένο να ταξιδέψει ασυνόδευτη με ξένο μέσο.
Δεύτερος σταθμός του ταξιδιού ήταν το Γκρατς, όπου έφτασε τον Ιούλιο του 1948. Η μικρή πόλη της Αυστρίας δεν έχει επιλεγεί τυχαία ― ήταν η πόλη απ’ όπου καταγόταν ο διάσημος Αυστριακός στρατηγός Ρίνγκελ και ο οποίος το 1941 είχε κάνει στρατηγείο του τη βίλα Αριάδνη στην Κνωσό, αφαιρώντας από τις συλλογές τόσο της Κνωσού όσο και της Γόρτυνας πλήθος αρχαιοτήτων, τα οποία στη συνέχεια απέστειλε στην πατρίδα του.
Ο Μαρινάτος όμως δεν το έβαλε κάτω. Ερευνώντας έμαθε ότι κάποια από τα κλοπιμαία της Κνωσού είχαν γίνει δωρεά από τον Ρίνγκελ στο κρατικό πανεπιστήμιο της πόλης και έτσι κατάφερε να τα εντοπίσει. Αφού τα μελέτησε, τα πακέταρε και έτσι τρία μεγάλα κιβώτια έφτασαν τότε στην Ελλάδα. Μάλιστα, τον Σεπτέμβριο του 1948, ταξίδεψε ξανά μαζί με τις αρχαιότητες, αυτήν τη φορά για να τις παραδώσει ο ίδιος στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού.
Επιχείρηση απόκρυψης από τους Γερμανούς
Λίγο μετά το ταξίδι του 1948, στην Ιταλία και την Αυστρία, ο Μαρινάτος αναλαμβάνει γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων. Πέρα από τους επαναπατρισμούς, υπάρχει και το τιτάνιο έργο της αναδιοργάνωσης των μουσείων όλης της χώρας που κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχαν μείνει κλειστά και τα αρχαία τους κρυμμένα για να προστατευτούν τόσο από τους βομβαρδισμούς όσο και από τις λεηλασίες των κατακτητών.
Με χρήματα από το σχέδιο Μάρσαλ προσλαμβάνεται κόσμος γι’ αυτό ακριβώς το έργο ― ανάμεσα σε αυτούς και η νεαρή τότε αρχαιολόγος Εβη Τουλούπα, η οποία πιάνει πρώτη ημέρα δουλειά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τον χειμώνα του 1950.
«Ο ενθουσιασμός μου ήταν μεγάλος γιατί τα χρόνια των σπουδών μας τα μουσεία ήταν κλειστά και οι γνώσεις μας ήταν θεωρητικές. Ανυπομονούσα να κρατήσω στα χέρια μου τα αρχαία», θυμάται σήμερα η ενενηντάχρονη κ.Τουλούπα. Η ομάδα της κατευθύνεται στα ημιυπόγεια του μουσείου όπου είχαν φυλαχτεί σε κουτιά τα αγγεία και οι ταναγραίες. Οι ετικέτες με τους αριθμούς είχαν φθαρεί από την υγρασία και η ταύτισή τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη δουλειά.
«Τα αγγεία ήταν τυλιγμένα μέσα σε μπαμπάκια και χαρτιά που με έκπληξη βρίσκαμε καμιά φορά ματωμένα. "Είναι από τα ποντίκια”, έλεγε ο Σταύρος, ο βοηθός μου». Η ίδια ήταν ενθουσιασμένη, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Ο πατέρας του βοηθού της Σταύρου Κασανδρή ήταν ένας παλιός αρχιτεχνίτης που είχε συμμετάσχει ενεργά στην επιχείρηση απόκρυψης των αγαλμάτων στα υπόγεια που ανοίχτηκαν κάτω από τις αίθουσες του μουσείου. Εναν χρόνο αργότερα είχε πεθάνει από ασιτία.
Η επιχείρηση απόκρυψης, στην οποία είχε λάβει μέρος ο πατέρας Κασανδρής, είχε ξεκινήσει επίσημα στις 11 Νοεμβρίου του 1940. Εκείνη την ημέρα οι διευθύνσεις όλων των μουσείων είχαν παραλάβει αναλυτικές οδηγίες φύλαξης για να προστατευτούν τα αρχαία. Ετσι και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο μια επίλεκτη ομάδα αρχαιολόγων, τεχνιτών και εθελοντών ξεκινούσε ένα έργο που διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες. «Πολύ πρωί, προτού δύσει η Σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους», γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου, μέλος της επιτροπής απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων.
«Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Δεν ήξεραν πόσο χρόνο είχαν στη διάθεσή τους και ήταν εκατοντάδες γλυπτά», εξηγεί ο Κώστας Πασχαλίδης, επιμελητής Αρχαιοτήτων, που έχει μελετήσει έγγραφα και αρχεία του μουσείου στο οποίο δουλεύει. Τα αγγεία και τα μικρότερα αγάλματα μπήκαν σε κούτες και κρύφτηκαν στα υπόγεια, τα χρυσά κοσμήματα μεταφέρθηκαν σε θησαυροφυλάκια των τραπεζών, ενώ για τα μεγαλύτερα αγάλματα έσκαψαν ορύγματα. Μαρμάρινα αγάλματα, όπως ο τρίμετρος Κούρος του Σουνίου, θάφτηκαν ξανά κάτω από το χώμα.
Την ίδια στιγμή, παρόμοιες επιχειρήσεις απόκρυψης πραγματοποιούνται σε ολόκληρη την Ελλάδα: σε σπήλαια, όπως στην Ακρόπολη, σε αρχαίους τάφους, όπως στους Δελφούς, στον κήπο του μουσείου της Θεσσαλονίκης, όπου και εκεί είχαν ορύγματα για να κρυφτούν τα μαρμάρινα αγάλματα της συλλογής, ή στα Ιωάννινα, όπου οι εργαζόμενοι του μουσείου σφράγισαν σε κρύπτη κάτω από τον μιναρέ του τζαμιού την πολύτιμη συλλογή με χάλκινα αντικείμενα. Κάποια αγάλματα μεταφέρθηκαν χιλιόμετρα μακριά για να προστατευτούν, όπως ο ηνίοχος των Δελφών που φιλοξενήθηκε στις κρυψώνες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. Τα ευρετήρια όλων των θησαυρών των μουσείων ασφαλίστηκαν σε θυρίδες της Τραπέζης της Ελλάδος.
Ετσι, όταν από τις πρώτες ημέρες τους στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί κατακτητές άρχισαν να επισκέπτονται τα μουσεία, έβρισκαν το ένα μετά το άλλο κλειστά ή άδεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, η γερμανική στρατιωτική υπηρεσία για την προστασία της τέχνης ασκούσε έντονες πιέσεις για την επαναλειτουργία τους. Μοναδική περίπτωση που η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε το επίμονο αίτημα ήταν η περίπτωση του αρχαιολογικού μουσείου του Κεραμεικού, με την αιτιολογία ότι είχε ανεγερθεί με γερμανική δωρεά. Αποτέλεσμα ήταν σε ξενάγηση Γερμανών αξιωματούχων, στις 9 Νοεμβρίου του 1941, να κλαπεί μελανόμορφος πίνακας με παράσταση νεκρού, η οποία μέχρι και σήμερα αγνοείται...
Ρεπορτάζ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ, Φωτογραφίες: ENRI CANAJ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου