Ο αναπροσανατολισμός της φιλοσοφικής ζήτησης έφερε τον άνθρωπο και τα
προβλήματά του στο κέντρο των φιλοσοφικών συζητήσεων. Σ’ αυτή τη νέα
κατάσταση πρωταγωνιστούν οι σοφιστές και ο Σωκράτης. Θα δούμε στη
συνέχεια, ποιο ρόλο έπαιξαν οι εκπρόσωποι της Σοφιστικής και ποιον ο
Αθηναίος φιλόσοφος. Προτού προχωρήσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο, είναι
σκόπιμο να δούμε εκτενέστερα, πώς αντιλαμβάνονται οι σοφιστές τον
άνθρωπο, δηλ. τα κοινωνικά του προβλήματα και την πολιτική του ζωή. Όπως
είναι γνωστό, οι σοφιστές γι’ αυτά τα θέματα ενδιαφέρονται και γι’ αυτά
δηλώνουν αρμόδιοι.
Κατά την αντίληψη των σοφιστών ο άνθρωπος δεν είναι παθητικός δέκτης των επιδράσεων του φυσικού κόσμου, π.χ. του κλίματος ή των άλλων επιδράσεων του κοινωνικού χώρου, αλλά μπορεί να γίνει ο ίδιος με την επέμβασή του δύναμη δια- μορφωτική του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η αντίληψη αυτή άλλωστε απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού Διαφωτισμού, που στην πρώτη γραμμή, όπως είδαμε, τον εκφράζουν οι σοφιστές με τις ιδέες και τη διδασκαλία τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται έμμεσα αλλά σαφώς τόσο από τον αποσπασματικό λόγο των σοφιστών που μας διέσωσε η παράδοση, όσο και από την «εικόνα» που μας παρέδωσε ο Πλάτων μέσα στους διαλόγους του, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τις προτάσεις και να καταπολεμήσει τις ιδέες των σοφιστών.
Οι παράγοντες, τώρα, που συνετέλεσαν στη μεταβολή αυτή και στην καταξίωση του ατόμου σε σχέση με τα πράγματα, πρέπει να αναζητηθούν στη νέα αντίληψη που κομίζουν οι σοφιστές στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Αλλά βέβαια και η αντίληψη αυτή οφείλει τη διαμόρφωσή της στις νέες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο, και κυρίως στην Αθήνα, μετά τους Μηδικούς πολέμους. Η επανατοποθέτηση του ανθρώπου-πολίτη μέσα στην πολιτική κοινότητα και ο καθορισμός του ρόλου του, ως συνεργού στην κοινή προσπάθεια, βρίσκουν τον εκφραστή τους στους σοφιστές. Αυτοί ενωτίζονται τα αιτήματα των καιρών και τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα, και αναλαμβάνουν με το έργο τους να τις ικανοποιήσουν. Αυτή η έξαρση του ανθρώπου – ρυθμιστού της ζωής του και το των πολιτικών καταστάσεων θα έχει ευρύτερες απηχήσεις αλλά και καίρια σημασία· θα καθορίσει όηλ. τη θέση και τη σημασία του ανθρώπου απέναντι σ’ όλο το φάσμα της ζωής και του κόσμου, θα γίνει εντέλει το κριτήριο όλων των πραγμάτων (πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος).
Κατά την αντίληψη των σοφιστών ο άνθρωπος δεν είναι παθητικός δέκτης των επιδράσεων του φυσικού κόσμου, π.χ. του κλίματος ή των άλλων επιδράσεων του κοινωνικού χώρου, αλλά μπορεί να γίνει ο ίδιος με την επέμβασή του δύναμη δια- μορφωτική του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η αντίληψη αυτή άλλωστε απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού Διαφωτισμού, που στην πρώτη γραμμή, όπως είδαμε, τον εκφράζουν οι σοφιστές με τις ιδέες και τη διδασκαλία τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται έμμεσα αλλά σαφώς τόσο από τον αποσπασματικό λόγο των σοφιστών που μας διέσωσε η παράδοση, όσο και από την «εικόνα» που μας παρέδωσε ο Πλάτων μέσα στους διαλόγους του, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τις προτάσεις και να καταπολεμήσει τις ιδέες των σοφιστών.
Οι παράγοντες, τώρα, που συνετέλεσαν στη μεταβολή αυτή και στην καταξίωση του ατόμου σε σχέση με τα πράγματα, πρέπει να αναζητηθούν στη νέα αντίληψη που κομίζουν οι σοφιστές στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Αλλά βέβαια και η αντίληψη αυτή οφείλει τη διαμόρφωσή της στις νέες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό κόσμο, και κυρίως στην Αθήνα, μετά τους Μηδικούς πολέμους. Η επανατοποθέτηση του ανθρώπου-πολίτη μέσα στην πολιτική κοινότητα και ο καθορισμός του ρόλου του, ως συνεργού στην κοινή προσπάθεια, βρίσκουν τον εκφραστή τους στους σοφιστές. Αυτοί ενωτίζονται τα αιτήματα των καιρών και τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στην αθηναϊκή κοινωνία και γενικότερα, και αναλαμβάνουν με το έργο τους να τις ικανοποιήσουν. Αυτή η έξαρση του ανθρώπου – ρυθμιστού της ζωής του και το των πολιτικών καταστάσεων θα έχει ευρύτερες απηχήσεις αλλά και καίρια σημασία· θα καθορίσει όηλ. τη θέση και τη σημασία του ανθρώπου απέναντι σ’ όλο το φάσμα της ζωής και του κόσμου, θα γίνει εντέλει το κριτήριο όλων των πραγμάτων (πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος).
Αυτή
η περίφημη και μάλλον παρεξηγημένη απόφανση του Πρωταγόρα συμπυκνώνει
τη στάση των σοφιστών αλλά και γενικά μιας εποχής απέναντι στις νέες
κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, που δημιουργήθηκαν στον ελληνικό
κόσμο στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ.. Δηλώνει εξάλλου και την
αυτοπεποίθηση του νέου ανθρώπου, που γεννήθηκε από τους φοβερούς αγώνες,
που διεξήγαγαν οι Έλληνες στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα. Από το άλλο
μέρος η αποφθεγματική αυτή φράση είναι η απόληξη της κοσμοθεωρίας των
αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων, δηλ. της εμπιστοσύνης στον ανθρώπινο λόγο. Ο
Πρωταγόρας, λοιπόν, κατευθείαν πνευματικός και φυσικός απόγονος των
μεγάλων ορθολογιστών φιλοσόφων της Ιωνίας – στην παράδοση αυτής της
Φιλοσοφίας μαθήτευσε – έδωσε έκφραση και σχήμα φιλοσοφικό στην κοινή
πίστη για την προσπάθεια του ανθρώπου να καταξιώσει τον κόσμο και τη
ζωή.
Οι περισσότεροι νεότεροι ερευνητές είδαν στη ρήση αυτή του αρχηγέτη των σοφιστών το θρίαμβο του υποκειμενισμού, ξεκινώντας κυρίως από την ερμηνεία ή την πλατωνική εκδοχή του λόγου των σοφιστών. Ωστόσο η εκδοχή του Πλάτωνα φαίνεται, εσκεμμένα ασφαλώς, να δημιουργεί «προπέτασμα καπνού», δηλ. δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να κρύψει τον ορίζοντα και με λανθασμένους δείκτες να οδηγήσει τον αναγνώστη σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτή που τα λόγια του Πρωταγόρα οδηγούν.
Συγκεκριμένα στο Θεαίτητο (152 a), όπου αναφέρει την επίμαχη φράση, παραθέτει και την ερμηνεία, η τουλάχιστον αυτό που ο Πλάτων ήθελε να βλέπει στη σκέψη του αντιπάλου του: οὐκοῦν οὕτω πως λέγει, ὡς oἷa μέν ἕκαστα ἐμοί φαίνεται τοιαῦτα μέν ἔστιν ἐμοί, oἷa δέ σοί, τοιαῦτα δέ σοί· ἄνθρωπος δέ σύ τε κἀγώ;
Πώς μπορεί όμως να οδηγηθεί κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Ο Πρωταγόρας λέει πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος, και όχι έκαστος άνθρωπος, δηλ. όχι ο καθένας χωριστά αλλά γενικά ο άνθρωπος ως έννοια γένους είναι το κριτήριο για τα πράγματα και τον κόσμο· δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε ούτε να στηριχθούμε σε μεταφυσικά όντα, δηλ. στο Θεό, ή σε όποιες άλλες εξωκόσμιες και μεταφυσικές δυνάμεις για να κρίνουμε τα πράγματα. Ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικά κριτήρια ή μέτρα για να αποτιμήσουμε τον κόσμο, αλλά μόνο ανθρώπινα, όσα έχουν πηγή τους τον ανθρώπινο λόγο, τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου. Ο ρηξικέλευθος σοφιστής κηρύσσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από μεταφυσικές δεσμεύσεις και τον απαλλάσσει από κηδεμονεύσεις και προστατευτικά περικαλύμματα θρησκευτικής προέλευσης. Ο λόγος του, βαθύτατα ανθρώπινος και σοφότατα λιτός, προσγειώνει τους ανθρώπους στα μέτρα τους και στις διαστάσεις της φύσεώς τους.
Η αμφισβήτηση, όπως έγινε φανερό, αφορά τη λέξη άνθρωπος στη συνοχή του πρωταγόρειου αποσπάσματος. Οι περισσότεροι ερευνητές, όπως είπαμε ήδη, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, πιστεύουν ότι ο Πρωταγόρας εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά, όπως το λέει άλλωστε καθαρά ο Πλάτων: (Θεαίτ. 152c) οἷα γάρ αἰσθάνεται ἕκαστος τοιαῦτα ἑκάστῳ καί κινδυνεύει εἶναι.
Καταρχήν δεν ξέρουμε τι άλλο είχε υπόψη του ο Πλάτων και έφθασε σ’ αυτήν την ερμηνεία, γιατί βέβαια ο λόγος του Πρωταγόρα δε μας οδηγεί καθόλου σ’ αυτή την εκδοχή, δηλ. στην ατομική έννοια, στο έκαστος, ο κάθε άνθρωπος χωριστά. Αντίθετα, μάλιστα, ο σοφιστής με σαφήνεια και καθαρότητα διακήρυξε ότι ο άνθρωπος γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενος, είναι το μέτρο και κριτήριο όλων των πραγμάτων: γι’ αυτά που υπάρχουν ο άνθρωπος αποτιμά την ύπαρξή τους, δηλ. καταφάσκει ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, αυτός πάλι θα κρίνει και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχουν.
Δηλαδή ο άνθρωπος με τις διανοητικές του δυνάμεις ανάγεται σε κριτήριο όλων των όντων, η γνώση των όντων είναι η γνώση του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο άλλο ον έξω από τον άνθρωπο, για να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε τον κόσμο· και αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικές λύσεις, αρνείται την προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει την ευθύνη της δικής του ερμηνείας του κόσμου, χωρίς τη συνδρομή μεταφυσικών ερεισμάτων.
Ο Αριστοτέλης ουσιαστικά υιοθετεί την πλατωνική εκδοχή, ότι δηλ. ο Πρωταγόρας με τη λέξη άνθρωπος εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά, ότι πρόκειται για ατομική έννοια, για το άτομο, και όχι για τον άνθρωπο γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενο (Μεταφ. Κ6, 1062b12): καί γάρ ἐκεῖνος(sc. ό Πρωταγόρας) ἔφη πάντων εἶναι χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον, οὐδέν ἕτερον λέγων ἤ τό δοκοῦν έκάστῳ τοῦτο καί εἶναι παγίως. Το δικό μας ερώτημα όμως είναι, πόσο ανταποκρίνονται στα πράγματα, και εννοούμε στην ίδια την πρόταση του Πρωταγόρα και στα συμφραζόμενά της, η πλατωνική και η αριστοτελική εκδοχή; Γιατί δηλ. να επιμένουμε (όπως κάνει ο Πλάτων και τον ακολουθεί ο Αριστοτέλης), ότι η λέξη άνθρωπος έχει ατομική έννοια και όχι γενική, ότι εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά (οἷα αἰσθάνεται ἕκαστος, Πλάτων – τό δοκοῦν ἑκάστῳ, Αριστοτέλης) και όχι γενικά τον άνθρωπο, ως έννοια γένους; Ποια στοιχεία στο λόγο του Πρωταγόρα μας επιτρέπουν να στηρίξουμε μια παρόμοια ερμηνεία; Το ότι βέβαια ο 5ος αι,. και προπάντων το δεύτερο μισό του – εποχή του ελληνικού Διαφωτισμού – χαρακτηρίζεται γενικά ως εποχή του ατομικισμού και έξαρσης της έννοιας του ατόμου, άρα ο Πρωταγόρας δεν μπορεί παρά να εννοεί το άτομο, είναι μάλλον μια βολική λύση. Ένα παρόμοιο επιχείρημα είναι εύλογο αλλά δεν είναι αναγκαίο, δηλ. είναι γενικό και δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για τις επιμέρους περιπτώσεις. Κυρίως όμως δε βρίσκει ερείσματα μέσα στην ίδια την πρόταση του Πρωταγόρα.
Όπως είπαμε ήδη. την πρόταση αυτή του Πρωταγόρα παραδίδει και ο Σέξτος Εμπειρικός (Πυρρ. νποτ. Ι 216 και στην αυθεντικότερη μορφή στο έργο του Προς μαθηματικούς 7, 60), ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε μπροστά του το ίδιο το έργο του Πρωταγόρα Ἀλήθεια ἤ Καταβάλλοντες. Μολονότι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ή φιλοσοφούντες είχαν επηρεασθεί λίγο ως πολύ από τον Πλάτωνα, εν τούτοις η προσεκτική μελέτη των κειμένων μπορεί να μας διαφωτίσει ως ένα βαθμό. Πράγματι, ο Σέξτος μάς λέει τι εννοεί, κατά τη γνώμη του, ο Πρωταγόρας με τη λέξη μέτρον (=μέτρον λέγων τό κριτήριον), καθώς και με τη λέξη χρημάτων (=χρημάτων δέ των πραγμάτων), δε μας λέει όμως, τι εννοεί αυτός με την επίμαχη λέξη άνθρωπος, ή καλύτερα δεν το λέει με τη σαφήνεια που μίλησε για το μέτρον και τα χρήματα. Έτσι λίγο πιο κάτω (219) και στην ίδια συνοχή, φαίνεται να εννοεί τη λέξη άνθρωπος με τη γενική σημασία, δηλ. ως έννοια γένους: γίνεται τοίνυν κατ’ αὐτόν(sc. τον Πρωταγόραν) των ὄντων κριτήριον ὁ ἄνθρωπος· πάντα γάρ τά φαινόμενα τοῖς ἀνθρώποις καί ἔστιν, τά δέ μηδενί τῶν ἀνθρώπων φαινόμενα οὐδέ ἔστιν.
Είναι βέβαια γνωστό ότι οι νεότεροι ερευνητές διχάζονται ως προς το θέμα αυτό, οι περισσότεροι ωστόσο ακολουθούν την πλατωνική εκδοχή, με το επιχείρημα ότι οι σοφιστές, και πρώτος ο Πρωταγόρας, προβάλλουν με τη διδασκαλία τους το άτομο και εκτρέφουν το ατομικισμό. Τα επιχειρήματα όμως αυτού του είδους στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στη Φιλοσοφία, δεν έχουν την αναγκαιότητα που διέπει τη σχέση του όλου και του μέρους. Γιατί στην περίπτωση που μας απασχολεί ο Πρωταγόρας δε δεσμεύεται ούτε από άλλες προτάσεις του για την προβολή του ατόμου – αν δεχθούμε μια παρόμοια ερμηνεία για τον πολιτιστικό του μύθο – ούτε πολύ περισσότερο από ένα γενικότερο πνεύμα ατομικισμού, που εισάγει στο κοινωνικό κλίμα της εποχής αυτής η Σοφιστική, εφόσον τελικά υιοθετήσουμε αυτή την άποψη για τη Σοφιστική.
Πρέπει επομένως να αναζητήσουμε ερείσματα μέσα στη «φιλοσοφία» του Πρωταγόρα, για να ερμηνεύσουμε τη σκέψη του σ’ αυτή την περίπτωση. Όταν ο σοφιστής προβάλλει τον άνθρωπο ως κριτήριο όλων των πραγμάτων, είναι λογικό να σκεφτούμε ότι αποκλείει την προσφυγή σε ημιανθρώπινους παράγοντες ή την ανάμιξη της μεταφυσικής, δηλ. του θεού, στην ερμηνεία των όντων και του κόσμου. Ακριβώς αυτό επιχείρησαν να κάνουν οι Ελεάτες και συγκεκριμένα, όπως βέβαια είναι γνωστό, ο Παρμενίδης με την περίφημη «θεωρία» του για την αλήθεια και τη δόξα. Η παρμενίδεια οντολογία, όπως μας επιτρέπει να πιστεύουμε ο πλατωνικός Παρμενίδης, ήταν η κυρίαρχη θεωρία και η προχωρημένη άποψη για την αλήθεια την εποχή των σοφιστών και του Σωκράτη. Ο Πλάτων αναλαμβάνει να προωθήσει, να θεμελιώσει καλύτερα και να διευρύνει την παρμενίδεια οντολογία και μεταφυσική. Ο Πρωταγόρας, με τον αποφθεγματικό αυτό λόγο του, είναι ο οντολόγος και όχι ο πολιτικός φιλόσοφος, και αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει την επικρατέστερη στην εποχή του εκδοχή για το ον. δηλ. για την αλήθεια, την οποία εκπροσωπούν οι Ελεάτες. Όπως ο Γοργίας με τον περίφημο λόγο του Περί τοῦ μή ὄντας ἤ περί φύσεως, έτσι και ο Πρωταγόρας, με το έργο του Ἀλήθεια ἤ Καταβάλλοντες, έχουν ως στόχο τους την ελεατική οντολογία.
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, αμφισβητεί τη γνώμη επώνυμων φιλοσόφων του καιρού του, και αυτοί είναι οι Ελεάτες και προπάντων ο Παρμενίδης, που έφθασαν, όπως είναι γνωστό, στα πρόθυρα της μεταφυσικής: Αμφισβήτησαν στον άνθρωπο την ικανότητα να προσπελάσει με τη νόησή του την αλήθεια· περιόρισαν το ρόλο αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπου στη δόξα, στην υποκειμενική χωρίς καμιά γνωσιολογική εγκυρότητα γνώμη, που μεταβάλλεται εύκολα και ανάλογα με τις περιστάσεις, που εξαρτάται από την αίσθησή του και τις σύμφυτες μ’ αυτήν αδυναμίες. Ο Πρωταγόρας είναι ο συνεχιστής της παράδοσης των Ιώνιον φιλοσόφων, όπως είδαμε, που ήθελαν τη γνώση σχετική αλλά ανθρώπινη, που έβλεπαν τις αδυναμίες των αισθήσεων αλλά δεν εννοούσαν τη γνώση χωρίς αυτές (όχι μόνο με τις αισθήσεις αλλά ούτε χωρίς τις αισθήσεις). Έτσι εξηγείται και το ερώτημα που έθεσε ο Αριστοτέλης, όταν επιχείρησε να ερμηνεύσει τη γνώμη αυτή του Πρωταγόρα (Μεταφ. Κ6, 1062b 20): πόθεν ἐλήλυθεν ἡ ἀρχή ταῆς ὑπολήψεως ταύτης; Η ερμηνεία που δώσαμε ανταποκρίνεται στο αριστοτελικό ερώτημα: ο Αριστοτέλης ανατρέχει στις αντιλήψεις των φυσιολόγων, δηλ. των προσωκρατικών φιλοσόφων, για ν’ απαντήσει στο ερώτημά του: «γιατί σε μερικούς φαίνεται πως αυτά συνέβησαν εξαιτίας της γνιομης των φυσικών φιλοσόφων, σ’ άλλους όμως εκ του ότι δεν έχουν όλοι γενικά οι άνθρωποι την ίδια γνώμη για τα ίδια πράγματα, αλλά σ’ άλλους ένα συγκεκριμένο πράγμα φαίνεται ευχάριστο και σ’ άλλους το αντίθετο», (δηλ. δυσάρεστο). Ώστε ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την αποφθεγματική πρόταση του Πρωταγόρα σε σχέση καταρχήν με τη φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων και έπειτα ως αποτέλεσμα μιας γνωστής και διαδεδομένης αντίληψης πολύ πριν απ’ αυτόν, για τη σχετικότητα της καθολικής και γενικά αποδεκτής γνώσης.
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο σκεπτικισμός έχει τις μακρινές καταβολές του στους μεγάλους προσωκρατικούς, Ηράκλειτο και Ξενοφάνη, καθώς και στο σύγχρονο με τους πρώτους σοφιστές Δημόκριτο. Οι σοφιστές ουσιαστικά συνεχίζουν αυτή την παράδοση. Νομίζουμε όμως ότι ο Πρωταγόρας δε συνεχίζει απλώς την παράδοση σ’ αυτό το σημείο, αλλά έχει ένα συγκεκριμένο στόχο – όχι βέβαια τον Πλάτωνα, γιατί τον χωρίζουν σχεόόν πενήντα χρόνια, ούτε το σύγχρονό του Σωκράτη, γιατί ποτέ δεν τον ενδιέφεραν γνωσιοθεωρητικά θέματα – θέλει να δώσει μια απάντηση στην πρόταση/άποψη του ΙΙαρμενίδη, ότι η γνώση των ανθρώπων είναι μόνο δόξα, δηλ. υποκειμενική και άρα απατηλή, επομένως δεν μπορούμε ούτε να την εμπιστευόμαστε ούτε να στηριχθούμε σ’ αυτήν. Ο Παρμενίδης άνοιξε την οδό προς τη μεταφυσική και δέχθηκε τον «παραγκωνισμό» του ανθρώπου κατά τη γνωστική διαδικασία· η αλήθεια είναι υπόθεση του θεού, αυτός (θεός ή θεά) θα οδηγήσει τα βήματα του ανθρώπου προς την ανακάλυψη της αλήθειας, μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να την κατακτήσει· το ον και το μη ον φαίνονται σχεδόν απροσπέλαστα στον άνθρωπο. Αυτή την αντίληψη θέλει να πολεμήσει ο Πρωταγόρας, η οποία φαίνεται να κέρδιζε έδαφος και να έβρισκε οπαδούς στην εποχή του, ως αντίδραση δήθεν στον υλισμό των Ιώνων φιλοσόφων.
Ποιός άλλος θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο, δηλ. να αποτιμήσει τον κόσμο και τα πράγματα, έξω από τον άνθρωπο; Ασφαλώς υπάρχει απάντηση: ο Θεός! αυτήν ακριβώς δίνει ο Πλάτων στο τελευταίο έργο της ζωής του, στους Νό- /ιονς (716c): ὁ δή Θεός ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα, καί πολύ μᾶλλον ἤ πού τις, ὡς φασίν, ἄνθρωπος.
Και αυτή τελικά είναι η απάντησή του στον ισχυρισμό του Πρωταγόρα, ότι δεν έχουμε κανένα άλλο μέτρο έξω από τον άνθρωπο να κρίνουμε τον κόσμο, δηλ. δεν υπάρχουν μεταφυσικά κριτήρια για την πραγματικότητα. Η απάντηση του Πλάτωνα βέβαια εισάγει σαφέστατα μεταφυσικά κριτήρια για τον κόσμο και είναι, ασφαλώς, μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρητική θέση από αυτή του Πρωταγόρα και γενικά των σοφιστών.
Μ’ αυτήν την προϋπόθεση μας επιτρέπεται να μιλάμε για τον υποκειμενισμό των σοφιστών και τη σχετικοκρατία (relati-vismus), που εισήγαγαν στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Όσο για τον υποκειμενισμό (subjectivismus) δε χρειάζεται βέβαια να μακρηγορήσουμε, γιατί όλη η φιλοσοφική παράδοση τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην νεότερη εποχή επιβεβαιώνει ακριβώς τη γνώμη των σοφιστών, δηλ. η ανθρώπινη γνώση – και δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε άλλη γνώση έξω από τον άνθρωπο – και υποκειμενική και σχετική είναι, εφόσον είναι ανθρώπινη. Η προσπάθεια, βέβαια, του ανθρώπου απέβλεπε πάντοτε να θεσπίσει και να κατοχυρώσει αντικειμενικά κριτήρια στηριγμένα στις δικές του δυνάμεις, να θεμελιώσει δηλ. μια γνώση έγκυρη με επιχειρήματα που να στηρίζονται στον ανθρώπινο λόγο και μόνο. χωρίς προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις ή ερείσματα έξω απ’ αυτόν. Γιατί στην περίπτωση αυτή η γνώση μας δεν είναι επιστημονικά έγκυρη, αλλά εκτεθειμένη σε θρησκευτικούς δογματισμούς και μυθικές ερμηνείες, δεν θα είναι όμως επιστημονική γνώση με κύρος αντικειμενικό, θεμελιωμένο στο λόγο.
Τα αντικειμενικά κριτήρια είναι έργο του ανθρώπου να τα διακριβώσει από την αυστηρή έρευνα των επιμέρους (τα καθέκαστα) και τη μελέτη των περιπτώσεων, ώστε να αναχθεί στο καθολικό (το καθόλου), στη διατύπωση γενικών αρχών και νόμων. Από τα δεδομένα των αισθήσεων θα διατυπώσει τους νόμους που διέπουν τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα· έργο δικό του είναι η μελέτη και ο έλεγχος αυτών των δεδομένων, στη δύναμη του νου του και του λογικού του, στην κρίση του εναπόκειται η αναγωγή από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και το γενικό, στην καθολικότητα και την επιστημονική γνώση. Υποκειμενική είναι η γνώση των ανθρώπων πάντοτε και από την υποκειμενικότητα με προσπάθεια και κόπο προσπαθεί ο άνθρωπος να φτάσει στη διατύπωση αντικειμενικών αρχών.
Αλλά και σχετική είναι η γνώση μας και ποτέ απόλυτη – παρόμοια γνώση. δηλ. απόλυτη, θα ήταν προνόμιο μόνο του Θεού, αλλά τότε περνάμε στη μεταφυσική και δε θεμελιώνουμε επιστημονική γνώση. Οι άνθρωποι εκφράζουν γνώμες, προσωπικές απόψεις και διατυπώνουν θεωρίες, που κατ’ ανάγκην έχουν σχετική αλήθεια, αφού ενδέχεται να καταρριφθούν και να αντικατασταθούν από άλλες. Αυτή είναι η ουσία της ανθρώπινης γνώσης: άνθρωποι, υποκείμενα την συγκροτούν και τη θεμελιώνουν, γι’ αυτό είναι σχετική, δηλ. ανθρώπινη και υποκειμενική.
Η γνώμη αυτή του Πρωταγόρα, που συμπυκνώνει, όπως είπαμε ήδη, μια μακρά παράδοση στην ελληνική φιλοσοφία πριν απ’ αυτόν, εκφράζει συγχρόνως όλους τους σοφιστές, τις γνωσιοθεωρητικές τους αντιλήψεις αλλά και μια ορισμένη κοσμοθεωρία: ο άνθρωπος οικοδομεί μόνος του την κοινωνία και στις δικές του δυνάμεις πρέπει να στηριχθεί, για να γνωρίσει τον κόσμο. Επακόλουθο αυτής της κοσμοθεωρητικής στάσης είναι και η αντίληψη, ότι τα έργα του είναι υποκειμενικά και σχετικά, όλα ία έργα του από τη Φιλοσοφία και την επιστήμη ως την ηθική και τον πολιτισμό γενικά. Η επίγνωση των ορίων του δε σημαίνει ούτε εξαχρείωση ούτε αποθάρρυνση· αντίθετα, τον προσγειώνει και τον καθιστά περισσότερο υπεύθυνο, αφού απ’ αυτόν και μόνο εξαρτάται η ευτυχία ή η δυστυχία του.
Η συνείδηση των ορίων και των δυνατοτήτων του θα τον οδηγήσει στην τραγική συνείδηση και τελικά στη φιλοσοφία της ελευθερίας του.
Το παράδοξο είναι ότι η αμφισβήτηση του κριτηρίου της αλήθειας και η κρίση στα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα με την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας και την προβολή της υποκειμενικότητας, ό,τι ονόμασαν δηλ. στην Ιστορία της Φιλοσοφίας relativism us: σχετικοκρατία η σχετικισμό, δε συμπίπτει με εξωτερικά κοινωνικά δεδομένα, από την πρώτη τουλάχιστον ματιά. Ο άνθρωπος στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ.. και πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν είναι ψυχικά διασπασμένος· αντίθετα, η αυτοπεποίθηση που κέρδισε από τη μακροχρόνια πάλη με μια μεγάλη ξένη δύναμη, τους Πέρσες, εδραίωσε μέσα του το αίσθημα της κοινωνικής σταθερότητας. Η πόλις είναι ένας συνεκτικός δεσμός τον πολιτών με δοκιμασμένη συνοχή και η «εύνοια» των θεών εκφρασμένη στις πολιτικές επιτυχίες.
Η δίψα για τη μάθηση και η επιθυμία της προβολής δε σημαίνουν ασφαλώς αποδυνάμωση της πολιτικής μορφής ή των κοινωνικών θεσμών. Ίσως αυτός ο σκεπτικισμός πρέπει να ερμηνευθεί περισσότερο ως φυσικό επακόλουθο της ελευθερίας και του δημοκρατικού τρόπου ζωής. που διασφαλίστηκε με τη νομοθετικά πια βεβαιωμένη δύναμη του δήμου, των πολιτών.
Αλλά ελευθερία σημαίνει πρώτα απ’ όλα προσωπική ευθύνη, υπεύθυνη στάση και συνείδηση του κοινωνικού ρόλου του ανθρώπου, δηλ. συνείδηση της ελευθερίας του ανθρώπου και μείωση της εξάρτησής του από τη βούληση των θεών. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται θρησκευτική αμφισβήτηση και τραγική αυτονομία για τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, οπωσδήποτε είναι το τίμημα της ελευθερίας του.
Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο όμως έχουμε τη διάβρωση του αρχαίου ήθους (του πολίτου) και της πόλεως. Πόσο σχετικοί και συμβατικοί ήταν οι ηθικοί θεσμοί της πόλεως φάνηκε με τα πρώτο κιόλας χρόνια του πολέμου. Δεν είναι βέβαιο αν οι Έλληνες είχαν τότε συνείδηση ότι ο πόλεμος ήταν εμφύλιος. Η πολιτική αδιαλλαξία, που είχε εκθρέψει η πόλις, εμπόδισε μια ευρύτερη αντίληψη, μολονότι είχαν επίγνωση και συνείδηση των φυλετικών δεσμών τους. Πρώτοι οι Σοφιστές, της παλαιάς Σοφιστικής, (και αργότερα και ο Πλάτων, Ισοκράτης κλπ.) διέκριναν μέσα από τα πολιτικά πάθη την τραγικότητα των αιματηρών ανταγωνισμών ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξη για τα πανελλήνια αισθήματα των μεγάλων σοφιστών και τους χαλαρούς δεσμούς τους με τον κόσμο της πόλεως, αντίθετα δηλ. με την θέση του Σωκράτη και του Πλάτωνα, που βλέπουν και αξιολογούν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της πόλεως.
Βασ. Α. Κύρκου από το έργο «ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ»
ekivolos.gr
Οι περισσότεροι νεότεροι ερευνητές είδαν στη ρήση αυτή του αρχηγέτη των σοφιστών το θρίαμβο του υποκειμενισμού, ξεκινώντας κυρίως από την ερμηνεία ή την πλατωνική εκδοχή του λόγου των σοφιστών. Ωστόσο η εκδοχή του Πλάτωνα φαίνεται, εσκεμμένα ασφαλώς, να δημιουργεί «προπέτασμα καπνού», δηλ. δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να κρύψει τον ορίζοντα και με λανθασμένους δείκτες να οδηγήσει τον αναγνώστη σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτή που τα λόγια του Πρωταγόρα οδηγούν.
Συγκεκριμένα στο Θεαίτητο (152 a), όπου αναφέρει την επίμαχη φράση, παραθέτει και την ερμηνεία, η τουλάχιστον αυτό που ο Πλάτων ήθελε να βλέπει στη σκέψη του αντιπάλου του: οὐκοῦν οὕτω πως λέγει, ὡς oἷa μέν ἕκαστα ἐμοί φαίνεται τοιαῦτα μέν ἔστιν ἐμοί, oἷa δέ σοί, τοιαῦτα δέ σοί· ἄνθρωπος δέ σύ τε κἀγώ;
Πώς μπορεί όμως να οδηγηθεί κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα;
Ο Πρωταγόρας λέει πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος, και όχι έκαστος άνθρωπος, δηλ. όχι ο καθένας χωριστά αλλά γενικά ο άνθρωπος ως έννοια γένους είναι το κριτήριο για τα πράγματα και τον κόσμο· δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε ούτε να στηριχθούμε σε μεταφυσικά όντα, δηλ. στο Θεό, ή σε όποιες άλλες εξωκόσμιες και μεταφυσικές δυνάμεις για να κρίνουμε τα πράγματα. Ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικά κριτήρια ή μέτρα για να αποτιμήσουμε τον κόσμο, αλλά μόνο ανθρώπινα, όσα έχουν πηγή τους τον ανθρώπινο λόγο, τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου. Ο ρηξικέλευθος σοφιστής κηρύσσει την απελευθέρωση του ανθρώπου από μεταφυσικές δεσμεύσεις και τον απαλλάσσει από κηδεμονεύσεις και προστατευτικά περικαλύμματα θρησκευτικής προέλευσης. Ο λόγος του, βαθύτατα ανθρώπινος και σοφότατα λιτός, προσγειώνει τους ανθρώπους στα μέτρα τους και στις διαστάσεις της φύσεώς τους.
Η αμφισβήτηση, όπως έγινε φανερό, αφορά τη λέξη άνθρωπος στη συνοχή του πρωταγόρειου αποσπάσματος. Οι περισσότεροι ερευνητές, όπως είπαμε ήδη, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, πιστεύουν ότι ο Πρωταγόρας εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά, όπως το λέει άλλωστε καθαρά ο Πλάτων: (Θεαίτ. 152c) οἷα γάρ αἰσθάνεται ἕκαστος τοιαῦτα ἑκάστῳ καί κινδυνεύει εἶναι.
Καταρχήν δεν ξέρουμε τι άλλο είχε υπόψη του ο Πλάτων και έφθασε σ’ αυτήν την ερμηνεία, γιατί βέβαια ο λόγος του Πρωταγόρα δε μας οδηγεί καθόλου σ’ αυτή την εκδοχή, δηλ. στην ατομική έννοια, στο έκαστος, ο κάθε άνθρωπος χωριστά. Αντίθετα, μάλιστα, ο σοφιστής με σαφήνεια και καθαρότητα διακήρυξε ότι ο άνθρωπος γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενος, είναι το μέτρο και κριτήριο όλων των πραγμάτων: γι’ αυτά που υπάρχουν ο άνθρωπος αποτιμά την ύπαρξή τους, δηλ. καταφάσκει ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, αυτός πάλι θα κρίνει και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχουν.
Δηλαδή ο άνθρωπος με τις διανοητικές του δυνάμεις ανάγεται σε κριτήριο όλων των όντων, η γνώση των όντων είναι η γνώση του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο άλλο ον έξω από τον άνθρωπο, για να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε τον κόσμο· και αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικές λύσεις, αρνείται την προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει την ευθύνη της δικής του ερμηνείας του κόσμου, χωρίς τη συνδρομή μεταφυσικών ερεισμάτων.
Ο Αριστοτέλης ουσιαστικά υιοθετεί την πλατωνική εκδοχή, ότι δηλ. ο Πρωταγόρας με τη λέξη άνθρωπος εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά, ότι πρόκειται για ατομική έννοια, για το άτομο, και όχι για τον άνθρωπο γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενο (Μεταφ. Κ6, 1062b12): καί γάρ ἐκεῖνος(sc. ό Πρωταγόρας) ἔφη πάντων εἶναι χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον, οὐδέν ἕτερον λέγων ἤ τό δοκοῦν έκάστῳ τοῦτο καί εἶναι παγίως. Το δικό μας ερώτημα όμως είναι, πόσο ανταποκρίνονται στα πράγματα, και εννοούμε στην ίδια την πρόταση του Πρωταγόρα και στα συμφραζόμενά της, η πλατωνική και η αριστοτελική εκδοχή; Γιατί δηλ. να επιμένουμε (όπως κάνει ο Πλάτων και τον ακολουθεί ο Αριστοτέλης), ότι η λέξη άνθρωπος έχει ατομική έννοια και όχι γενική, ότι εννοεί τον κάθε άνθρωπο χωριστά (οἷα αἰσθάνεται ἕκαστος, Πλάτων – τό δοκοῦν ἑκάστῳ, Αριστοτέλης) και όχι γενικά τον άνθρωπο, ως έννοια γένους; Ποια στοιχεία στο λόγο του Πρωταγόρα μας επιτρέπουν να στηρίξουμε μια παρόμοια ερμηνεία; Το ότι βέβαια ο 5ος αι,. και προπάντων το δεύτερο μισό του – εποχή του ελληνικού Διαφωτισμού – χαρακτηρίζεται γενικά ως εποχή του ατομικισμού και έξαρσης της έννοιας του ατόμου, άρα ο Πρωταγόρας δεν μπορεί παρά να εννοεί το άτομο, είναι μάλλον μια βολική λύση. Ένα παρόμοιο επιχείρημα είναι εύλογο αλλά δεν είναι αναγκαίο, δηλ. είναι γενικό και δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για τις επιμέρους περιπτώσεις. Κυρίως όμως δε βρίσκει ερείσματα μέσα στην ίδια την πρόταση του Πρωταγόρα.
Όπως είπαμε ήδη. την πρόταση αυτή του Πρωταγόρα παραδίδει και ο Σέξτος Εμπειρικός (Πυρρ. νποτ. Ι 216 και στην αυθεντικότερη μορφή στο έργο του Προς μαθηματικούς 7, 60), ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε μπροστά του το ίδιο το έργο του Πρωταγόρα Ἀλήθεια ἤ Καταβάλλοντες. Μολονότι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ή φιλοσοφούντες είχαν επηρεασθεί λίγο ως πολύ από τον Πλάτωνα, εν τούτοις η προσεκτική μελέτη των κειμένων μπορεί να μας διαφωτίσει ως ένα βαθμό. Πράγματι, ο Σέξτος μάς λέει τι εννοεί, κατά τη γνώμη του, ο Πρωταγόρας με τη λέξη μέτρον (=μέτρον λέγων τό κριτήριον), καθώς και με τη λέξη χρημάτων (=χρημάτων δέ των πραγμάτων), δε μας λέει όμως, τι εννοεί αυτός με την επίμαχη λέξη άνθρωπος, ή καλύτερα δεν το λέει με τη σαφήνεια που μίλησε για το μέτρον και τα χρήματα. Έτσι λίγο πιο κάτω (219) και στην ίδια συνοχή, φαίνεται να εννοεί τη λέξη άνθρωπος με τη γενική σημασία, δηλ. ως έννοια γένους: γίνεται τοίνυν κατ’ αὐτόν(sc. τον Πρωταγόραν) των ὄντων κριτήριον ὁ ἄνθρωπος· πάντα γάρ τά φαινόμενα τοῖς ἀνθρώποις καί ἔστιν, τά δέ μηδενί τῶν ἀνθρώπων φαινόμενα οὐδέ ἔστιν.
Είναι βέβαια γνωστό ότι οι νεότεροι ερευνητές διχάζονται ως προς το θέμα αυτό, οι περισσότεροι ωστόσο ακολουθούν την πλατωνική εκδοχή, με το επιχείρημα ότι οι σοφιστές, και πρώτος ο Πρωταγόρας, προβάλλουν με τη διδασκαλία τους το άτομο και εκτρέφουν το ατομικισμό. Τα επιχειρήματα όμως αυτού του είδους στις κοινωνικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στη Φιλοσοφία, δεν έχουν την αναγκαιότητα που διέπει τη σχέση του όλου και του μέρους. Γιατί στην περίπτωση που μας απασχολεί ο Πρωταγόρας δε δεσμεύεται ούτε από άλλες προτάσεις του για την προβολή του ατόμου – αν δεχθούμε μια παρόμοια ερμηνεία για τον πολιτιστικό του μύθο – ούτε πολύ περισσότερο από ένα γενικότερο πνεύμα ατομικισμού, που εισάγει στο κοινωνικό κλίμα της εποχής αυτής η Σοφιστική, εφόσον τελικά υιοθετήσουμε αυτή την άποψη για τη Σοφιστική.
Πρέπει επομένως να αναζητήσουμε ερείσματα μέσα στη «φιλοσοφία» του Πρωταγόρα, για να ερμηνεύσουμε τη σκέψη του σ’ αυτή την περίπτωση. Όταν ο σοφιστής προβάλλει τον άνθρωπο ως κριτήριο όλων των πραγμάτων, είναι λογικό να σκεφτούμε ότι αποκλείει την προσφυγή σε ημιανθρώπινους παράγοντες ή την ανάμιξη της μεταφυσικής, δηλ. του θεού, στην ερμηνεία των όντων και του κόσμου. Ακριβώς αυτό επιχείρησαν να κάνουν οι Ελεάτες και συγκεκριμένα, όπως βέβαια είναι γνωστό, ο Παρμενίδης με την περίφημη «θεωρία» του για την αλήθεια και τη δόξα. Η παρμενίδεια οντολογία, όπως μας επιτρέπει να πιστεύουμε ο πλατωνικός Παρμενίδης, ήταν η κυρίαρχη θεωρία και η προχωρημένη άποψη για την αλήθεια την εποχή των σοφιστών και του Σωκράτη. Ο Πλάτων αναλαμβάνει να προωθήσει, να θεμελιώσει καλύτερα και να διευρύνει την παρμενίδεια οντολογία και μεταφυσική. Ο Πρωταγόρας, με τον αποφθεγματικό αυτό λόγο του, είναι ο οντολόγος και όχι ο πολιτικός φιλόσοφος, και αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει την επικρατέστερη στην εποχή του εκδοχή για το ον. δηλ. για την αλήθεια, την οποία εκπροσωπούν οι Ελεάτες. Όπως ο Γοργίας με τον περίφημο λόγο του Περί τοῦ μή ὄντας ἤ περί φύσεως, έτσι και ο Πρωταγόρας, με το έργο του Ἀλήθεια ἤ Καταβάλλοντες, έχουν ως στόχο τους την ελεατική οντολογία.
Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, αμφισβητεί τη γνώμη επώνυμων φιλοσόφων του καιρού του, και αυτοί είναι οι Ελεάτες και προπάντων ο Παρμενίδης, που έφθασαν, όπως είναι γνωστό, στα πρόθυρα της μεταφυσικής: Αμφισβήτησαν στον άνθρωπο την ικανότητα να προσπελάσει με τη νόησή του την αλήθεια· περιόρισαν το ρόλο αλλά και τη δυνατότητα του ανθρώπου στη δόξα, στην υποκειμενική χωρίς καμιά γνωσιολογική εγκυρότητα γνώμη, που μεταβάλλεται εύκολα και ανάλογα με τις περιστάσεις, που εξαρτάται από την αίσθησή του και τις σύμφυτες μ’ αυτήν αδυναμίες. Ο Πρωταγόρας είναι ο συνεχιστής της παράδοσης των Ιώνιον φιλοσόφων, όπως είδαμε, που ήθελαν τη γνώση σχετική αλλά ανθρώπινη, που έβλεπαν τις αδυναμίες των αισθήσεων αλλά δεν εννοούσαν τη γνώση χωρίς αυτές (όχι μόνο με τις αισθήσεις αλλά ούτε χωρίς τις αισθήσεις). Έτσι εξηγείται και το ερώτημα που έθεσε ο Αριστοτέλης, όταν επιχείρησε να ερμηνεύσει τη γνώμη αυτή του Πρωταγόρα (Μεταφ. Κ6, 1062b 20): πόθεν ἐλήλυθεν ἡ ἀρχή ταῆς ὑπολήψεως ταύτης; Η ερμηνεία που δώσαμε ανταποκρίνεται στο αριστοτελικό ερώτημα: ο Αριστοτέλης ανατρέχει στις αντιλήψεις των φυσιολόγων, δηλ. των προσωκρατικών φιλοσόφων, για ν’ απαντήσει στο ερώτημά του: «γιατί σε μερικούς φαίνεται πως αυτά συνέβησαν εξαιτίας της γνιομης των φυσικών φιλοσόφων, σ’ άλλους όμως εκ του ότι δεν έχουν όλοι γενικά οι άνθρωποι την ίδια γνώμη για τα ίδια πράγματα, αλλά σ’ άλλους ένα συγκεκριμένο πράγμα φαίνεται ευχάριστο και σ’ άλλους το αντίθετο», (δηλ. δυσάρεστο). Ώστε ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει την αποφθεγματική πρόταση του Πρωταγόρα σε σχέση καταρχήν με τη φιλοσοφία των προσωκρατικών φιλοσόφων και έπειτα ως αποτέλεσμα μιας γνωστής και διαδεδομένης αντίληψης πολύ πριν απ’ αυτόν, για τη σχετικότητα της καθολικής και γενικά αποδεκτής γνώσης.
Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο σκεπτικισμός έχει τις μακρινές καταβολές του στους μεγάλους προσωκρατικούς, Ηράκλειτο και Ξενοφάνη, καθώς και στο σύγχρονο με τους πρώτους σοφιστές Δημόκριτο. Οι σοφιστές ουσιαστικά συνεχίζουν αυτή την παράδοση. Νομίζουμε όμως ότι ο Πρωταγόρας δε συνεχίζει απλώς την παράδοση σ’ αυτό το σημείο, αλλά έχει ένα συγκεκριμένο στόχο – όχι βέβαια τον Πλάτωνα, γιατί τον χωρίζουν σχεόόν πενήντα χρόνια, ούτε το σύγχρονό του Σωκράτη, γιατί ποτέ δεν τον ενδιέφεραν γνωσιοθεωρητικά θέματα – θέλει να δώσει μια απάντηση στην πρόταση/άποψη του ΙΙαρμενίδη, ότι η γνώση των ανθρώπων είναι μόνο δόξα, δηλ. υποκειμενική και άρα απατηλή, επομένως δεν μπορούμε ούτε να την εμπιστευόμαστε ούτε να στηριχθούμε σ’ αυτήν. Ο Παρμενίδης άνοιξε την οδό προς τη μεταφυσική και δέχθηκε τον «παραγκωνισμό» του ανθρώπου κατά τη γνωστική διαδικασία· η αλήθεια είναι υπόθεση του θεού, αυτός (θεός ή θεά) θα οδηγήσει τα βήματα του ανθρώπου προς την ανακάλυψη της αλήθειας, μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί να την κατακτήσει· το ον και το μη ον φαίνονται σχεδόν απροσπέλαστα στον άνθρωπο. Αυτή την αντίληψη θέλει να πολεμήσει ο Πρωταγόρας, η οποία φαίνεται να κέρδιζε έδαφος και να έβρισκε οπαδούς στην εποχή του, ως αντίδραση δήθεν στον υλισμό των Ιώνων φιλοσόφων.
Ποιός άλλος θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το έργο, δηλ. να αποτιμήσει τον κόσμο και τα πράγματα, έξω από τον άνθρωπο; Ασφαλώς υπάρχει απάντηση: ο Θεός! αυτήν ακριβώς δίνει ο Πλάτων στο τελευταίο έργο της ζωής του, στους Νό- /ιονς (716c): ὁ δή Θεός ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἄν εἴη μάλιστα, καί πολύ μᾶλλον ἤ πού τις, ὡς φασίν, ἄνθρωπος.
Και αυτή τελικά είναι η απάντησή του στον ισχυρισμό του Πρωταγόρα, ότι δεν έχουμε κανένα άλλο μέτρο έξω από τον άνθρωπο να κρίνουμε τον κόσμο, δηλ. δεν υπάρχουν μεταφυσικά κριτήρια για την πραγματικότητα. Η απάντηση του Πλάτωνα βέβαια εισάγει σαφέστατα μεταφυσικά κριτήρια για τον κόσμο και είναι, ασφαλώς, μια εντελώς διαφορετική κοσμοθεωρητική θέση από αυτή του Πρωταγόρα και γενικά των σοφιστών.
Μ’ αυτήν την προϋπόθεση μας επιτρέπεται να μιλάμε για τον υποκειμενισμό των σοφιστών και τη σχετικοκρατία (relati-vismus), που εισήγαγαν στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Όσο για τον υποκειμενισμό (subjectivismus) δε χρειάζεται βέβαια να μακρηγορήσουμε, γιατί όλη η φιλοσοφική παράδοση τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και στην νεότερη εποχή επιβεβαιώνει ακριβώς τη γνώμη των σοφιστών, δηλ. η ανθρώπινη γνώση – και δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε άλλη γνώση έξω από τον άνθρωπο – και υποκειμενική και σχετική είναι, εφόσον είναι ανθρώπινη. Η προσπάθεια, βέβαια, του ανθρώπου απέβλεπε πάντοτε να θεσπίσει και να κατοχυρώσει αντικειμενικά κριτήρια στηριγμένα στις δικές του δυνάμεις, να θεμελιώσει δηλ. μια γνώση έγκυρη με επιχειρήματα που να στηρίζονται στον ανθρώπινο λόγο και μόνο. χωρίς προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις ή ερείσματα έξω απ’ αυτόν. Γιατί στην περίπτωση αυτή η γνώση μας δεν είναι επιστημονικά έγκυρη, αλλά εκτεθειμένη σε θρησκευτικούς δογματισμούς και μυθικές ερμηνείες, δεν θα είναι όμως επιστημονική γνώση με κύρος αντικειμενικό, θεμελιωμένο στο λόγο.
Τα αντικειμενικά κριτήρια είναι έργο του ανθρώπου να τα διακριβώσει από την αυστηρή έρευνα των επιμέρους (τα καθέκαστα) και τη μελέτη των περιπτώσεων, ώστε να αναχθεί στο καθολικό (το καθόλου), στη διατύπωση γενικών αρχών και νόμων. Από τα δεδομένα των αισθήσεων θα διατυπώσει τους νόμους που διέπουν τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα· έργο δικό του είναι η μελέτη και ο έλεγχος αυτών των δεδομένων, στη δύναμη του νου του και του λογικού του, στην κρίση του εναπόκειται η αναγωγή από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και το γενικό, στην καθολικότητα και την επιστημονική γνώση. Υποκειμενική είναι η γνώση των ανθρώπων πάντοτε και από την υποκειμενικότητα με προσπάθεια και κόπο προσπαθεί ο άνθρωπος να φτάσει στη διατύπωση αντικειμενικών αρχών.
Αλλά και σχετική είναι η γνώση μας και ποτέ απόλυτη – παρόμοια γνώση. δηλ. απόλυτη, θα ήταν προνόμιο μόνο του Θεού, αλλά τότε περνάμε στη μεταφυσική και δε θεμελιώνουμε επιστημονική γνώση. Οι άνθρωποι εκφράζουν γνώμες, προσωπικές απόψεις και διατυπώνουν θεωρίες, που κατ’ ανάγκην έχουν σχετική αλήθεια, αφού ενδέχεται να καταρριφθούν και να αντικατασταθούν από άλλες. Αυτή είναι η ουσία της ανθρώπινης γνώσης: άνθρωποι, υποκείμενα την συγκροτούν και τη θεμελιώνουν, γι’ αυτό είναι σχετική, δηλ. ανθρώπινη και υποκειμενική.
Η γνώμη αυτή του Πρωταγόρα, που συμπυκνώνει, όπως είπαμε ήδη, μια μακρά παράδοση στην ελληνική φιλοσοφία πριν απ’ αυτόν, εκφράζει συγχρόνως όλους τους σοφιστές, τις γνωσιοθεωρητικές τους αντιλήψεις αλλά και μια ορισμένη κοσμοθεωρία: ο άνθρωπος οικοδομεί μόνος του την κοινωνία και στις δικές του δυνάμεις πρέπει να στηριχθεί, για να γνωρίσει τον κόσμο. Επακόλουθο αυτής της κοσμοθεωρητικής στάσης είναι και η αντίληψη, ότι τα έργα του είναι υποκειμενικά και σχετικά, όλα ία έργα του από τη Φιλοσοφία και την επιστήμη ως την ηθική και τον πολιτισμό γενικά. Η επίγνωση των ορίων του δε σημαίνει ούτε εξαχρείωση ούτε αποθάρρυνση· αντίθετα, τον προσγειώνει και τον καθιστά περισσότερο υπεύθυνο, αφού απ’ αυτόν και μόνο εξαρτάται η ευτυχία ή η δυστυχία του.
Η συνείδηση των ορίων και των δυνατοτήτων του θα τον οδηγήσει στην τραγική συνείδηση και τελικά στη φιλοσοφία της ελευθερίας του.
Το παράδοξο είναι ότι η αμφισβήτηση του κριτηρίου της αλήθειας και η κρίση στα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα με την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας και την προβολή της υποκειμενικότητας, ό,τι ονόμασαν δηλ. στην Ιστορία της Φιλοσοφίας relativism us: σχετικοκρατία η σχετικισμό, δε συμπίπτει με εξωτερικά κοινωνικά δεδομένα, από την πρώτη τουλάχιστον ματιά. Ο άνθρωπος στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ.. και πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν είναι ψυχικά διασπασμένος· αντίθετα, η αυτοπεποίθηση που κέρδισε από τη μακροχρόνια πάλη με μια μεγάλη ξένη δύναμη, τους Πέρσες, εδραίωσε μέσα του το αίσθημα της κοινωνικής σταθερότητας. Η πόλις είναι ένας συνεκτικός δεσμός τον πολιτών με δοκιμασμένη συνοχή και η «εύνοια» των θεών εκφρασμένη στις πολιτικές επιτυχίες.
Η δίψα για τη μάθηση και η επιθυμία της προβολής δε σημαίνουν ασφαλώς αποδυνάμωση της πολιτικής μορφής ή των κοινωνικών θεσμών. Ίσως αυτός ο σκεπτικισμός πρέπει να ερμηνευθεί περισσότερο ως φυσικό επακόλουθο της ελευθερίας και του δημοκρατικού τρόπου ζωής. που διασφαλίστηκε με τη νομοθετικά πια βεβαιωμένη δύναμη του δήμου, των πολιτών.
Αλλά ελευθερία σημαίνει πρώτα απ’ όλα προσωπική ευθύνη, υπεύθυνη στάση και συνείδηση του κοινωνικού ρόλου του ανθρώπου, δηλ. συνείδηση της ελευθερίας του ανθρώπου και μείωση της εξάρτησής του από τη βούληση των θεών. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται θρησκευτική αμφισβήτηση και τραγική αυτονομία για τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, οπωσδήποτε είναι το τίμημα της ελευθερίας του.
Με τον Πελοποννησιακό πόλεμο όμως έχουμε τη διάβρωση του αρχαίου ήθους (του πολίτου) και της πόλεως. Πόσο σχετικοί και συμβατικοί ήταν οι ηθικοί θεσμοί της πόλεως φάνηκε με τα πρώτο κιόλας χρόνια του πολέμου. Δεν είναι βέβαιο αν οι Έλληνες είχαν τότε συνείδηση ότι ο πόλεμος ήταν εμφύλιος. Η πολιτική αδιαλλαξία, που είχε εκθρέψει η πόλις, εμπόδισε μια ευρύτερη αντίληψη, μολονότι είχαν επίγνωση και συνείδηση των φυλετικών δεσμών τους. Πρώτοι οι Σοφιστές, της παλαιάς Σοφιστικής, (και αργότερα και ο Πλάτων, Ισοκράτης κλπ.) διέκριναν μέσα από τα πολιτικά πάθη την τραγικότητα των αιματηρών ανταγωνισμών ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Είναι και τούτο μια ακόμη απόδειξη για τα πανελλήνια αισθήματα των μεγάλων σοφιστών και τους χαλαρούς δεσμούς τους με τον κόσμο της πόλεως, αντίθετα δηλ. με την θέση του Σωκράτη και του Πλάτωνα, που βλέπουν και αξιολογούν τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της πόλεως.
Βασ. Α. Κύρκου από το έργο «ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ»
ekivolos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου