ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ
Γράφει ο Γουέιν Χώλ
Το σημερινό αδιέξοδο ανάμεσα στις Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις που προειδοποιούν για τους κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη, από τη μιά πλευρά, και στην κυβέρνηση των ΗΠΑ από την άλλη, παρουσιάζει πολλές εμφανείς ομοιότητες με την αδιέξοδη αδράνεια που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο τη δεκαετία του ’70 (όπως την ανέλυσαν οι θεωρητικοί των αδέσμευτων κινημάτων ειρήνης της δεκαετίας του 80).
Με τον ίδιο τρόπο που τη δεκαετία του 70 οι συμφωνίες START για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών πυραύλων αντιμετώπιζαν αντίσταση από τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία των ΗΠΑ, έτσι και το Πρωτόκολλο του Κυότο του 1997 – ένα εξαιρετικά ανεπαρκές πρώτο βήμα προς τη μείωση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα – εμποδίζεται τώρα από τους αντίστοιχους πολιτικούς της σημερινής εποχής. Σ’αυτούς πρέπει να συμπεριλάβουμε – για άλλη μιά φορά – και το ρωσικό παράγοντα, αφού από τις αρχές του Δεκέμβρη 2003 η κυβέρνηση του κυρίου Πούτιν δείχνει να ταλαντέυεται στο θέμα αυτό.
To κίνημα ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς που αναδύθηκε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 80 αποτέλεσε μία απόπειρα άρσης του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει το ψυχροπολεμικό σύστημα. Η προσέγγιση βρήκε την κατ’εξοχήν έκφρασή της στις ομιλίες και στα γραπτά του Εdward Thompson, ο οποίος στην ερώτηση: «Ποιός είναι ο σκοπός του Ψυχρού Πολέμου;» απαντούσε: «Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι αυτοσκοπός. Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι ένα σόου που το έστησαν, το 1946 ή 1947, δύο αντίζηλοι ιμπρεσάριοι.»
Το κυνήγι των πυρηνικών εξοπλισμών, που θα έπρεπε να είχε τελειώσει το 1991, υπήρξε προϊόν του ψυχροπολεμικού αδιεξόδου. Το σημερινό αδιέξοδο γύρω από την υπερθέρμανση του πλανήτη έχει δημιουργήσει και αυτό ένα δικό του «προϊόν», το οποίο βλέπουμε να διαφαίνεται στις συζητήσεις που διεξάγονταν πάνω στο θέμα του φαινομένου του θερμοκηπίου στα μέσα της δεκαετίας του 90. Το όνομά του στα αγγλικά είναι «geoengineering» που στα ελληνικά αποδίδουμε «πλανητική μηχανική».
Mία από τις αγαπημένες θέσεις της πλανητικής μηχανικής ήταν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη αποτελεί πρόβλημα τεχνικής όχι ηθικής φύσης, κι’έτσι δεν θα έπρεπε να αφεθεί στις οικολογικές μη κυβερνητικές οργανώσεις αντι-αναπτυξιακού προσανατολισμού. Οι οικολογικές οργανώσεις υποτίθεται ότι είχαν την ευθύνη για την απόφαση του Κυότο να επιβληθεί μείωση κατά 15% στις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου στη επόμενη δεκαετία, μία απόφαση απαράδεκτη από οικονομική άποψη, σύμφωνα με τους πλανητικούς μηχανικούς, αφού θα κόστιζε περίπου 250 δισεκατομύρια δολάρια ετησίως χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη οι απώλειες σε προϊόντα και υπηρεσίες που η παραγωγή τους θα τερματιζόταν ή θα ανατρεπόταν.
Έτσι η πρόταση της πλανητικής μηχανικής, δηλαδή η συνειδητή αλλοίωση της χημείας και των συνθηκών της ατμόσφαιρας, η εξισορρόπηση των επιδράσεων των αερίων του θερμοκηπίου, διατυπώθηκε ως εναλλακτική λύση στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και οξειδίου του αζώτου.
Η πλανητική μηχανική συμπεριλάμβανε θαλασσινές και επίγειες συνιστώσες. Ορισμένα από τα μέτρα που πρότεινε, δεν έδειχναν να έχουν τίποτα το επίμαχο, ίσα ίσα έμοιαζαν ωφέλιμα, όπως η φύτευση δένδρων σε μεγάλη κλίμακα. Άλλα, όπως το σχέδιο «Geritol» που αφορούσε τη ρίψη σκόνης σιδήρου στους ωκεανούς για να προκαλέσει την ανάπτυξη των φυτοπλαγκτόν που απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα, δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα. Άλλα, πάλι, όπως η πρόταση της «ηλιακής ασπίδας», που βασιζόταν στη διασπορά εκατομμυρίων τόννων μεταλλικών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα με σκοπό την ανάκλαση των ακτίνων του ήλιου πίσω στο διάστημα, κρίθηκαν από τους πλανητικούς μηχανικούς ως ακατάλληλα για να προταθούν με επιτυχία στο κοινό.
Ωστόσο στα μέσα της δεκαετίας του 90 σημειώθηκαν ηρωικές προσπάθειες για να δοθεί καλό όνομα στη πλανητική μηχανική. Ο Gregory Benford, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας εκτίμησε ότι με κόστος ανάμεσα σε 10 εκατομμύρια και 1 δισεκατομύριο δολάρια το χρόνο θα μπορούσε να καλύψει με σκόνη σιδήρου τον Αρκτικό και Ανταρκτικό Ωκεανό. Το εγχείρημα θα εκτελούσαν 15 πλοία που θα ταξίδευαν μονίμως στους πολικούς ωκεανούς σκορπίζοντας τη σκόνη σε λουρίδες. Αυτό, σύμφωνα με τον Benford, «θα απορροφούσε περίπου το ένα τρίτου των συνολικών μας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα παγκοσμίως κάθε χρόνο».
Ακόμα καλύτερα από σκόνη θα ήταν μικροσκοπικά σταγονίδια από θειικό οξύ. Τα θειούχα αεροζόλ έχουν επίσης τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζουν τον αριθμό των σταγονιδίων που συγκεντρώνονται στα σύννεφα αυξάνοντας ακόμα πιο πολύ τη συνολική αντανακλαστικότητα. Φορτηγά πλοία που καίνε κάρβουνο και απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα θειούχες ενώσεις θα μπορούσαν επίσης να ρίχνουν σκόνη από σίδηρο στη θάλασσα συνδυάζοντας με αυτόν τον τρόπο τους δύο στόχους και εξασφαλίζοντας οικονομία.
Η πιο γνωστή πρόταση πλανητικής μηχανικής υπήρξε εκείνη που διατύπωσε το 1997 ο Edward Teller, με τίτλο «Ή Παγκόσμια Υπερθέρμανση και η Εποχή των Παγετώνων: Η Προοπτική Επιρροής της Πλανητικής Αλλαγής με Βάση τη Φύσικη», η οποία στη συνέχεια δημοσιεύθηκε σε πιο εκλαϊκευμένη μορφή ως «Ο Πλανήτης χρειάζεται Ηλιακή Ασπίδα» στο Wall Street Journal.
O Teller πρότεινε μεγάλης κλίμακος τοποθέτηση αντανακλαστικών σωματιδίων στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας, κάτι που, όπως ισχυρίστηκε, θα ήταν εφικτό με κόστος λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο, δηλαδή ανάμεσα σε 0,1 και 1,0 τοις εκατό των εκατό δισεκατομυρίων δολαρίων που σύμφωνο με την εκτίμησή του θα χρειαζόταν για να μειωθεί η χρήση των ορυκτών καυσίμων στις Ηνωμένες Πολιτείες στα επίπεδα του 1990, όπως ζητούσε η Συνθήκη του Κυότο.
΄Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο της πολιτικής του Teller είναι το γεγονός ότι ενώ ήταν επιφυλακτικός απέναντι στη θεωρία της παγκόσμιας υπερθέρμανσης συγχρόνως υπέβαλε πρόταση την οποία παρουσίασε ως λύση στο πρόβλημα αυτό. «Γιά κάποιο λόγο», έκανε το σαρκαστικό σχόλιο ο Teller, «αυτή η πρόταση δεν είναι τόσο πολύ της μόδας όσο ο μετωπικός πόλεμος ενάντια στα ορυκτά καύσιμα και στούς ανθρώπους που τα χρησιμοποιούν.»
Ο Teller, ο οποίος είναι ιστορικά γνωστός ως ο «πατέρας» της βόμβας υδρογόνου και του αντιπυραυλικού συστήματος του «Πολέμου των Άστρων», δεν πέτυχε πάντα να κάνει δεκτά τα προφιλή του σχέδια. Η φιλόδοξη ιδέα του, για παράδειγμα, να κατασκευάζουν λιμάνια στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιώντας βόμβες υδρογόνου, ποτέ δεν μεταφέρθηκε από το σχεδιαστήριο στην πραγματικότητα. Ο σαρκασμός του εξέφραζε ένα γνήσιο πρόβλημα, εκείνο του να πειστεί το κοινό ότι η μόνη λύση είναι η συνεχής κινητοποίηση χιλιάδων αεροπλάνων που θα πέταγαν πάνω από τη στεριά και τη θάλασσα, μέρα-νύχτα, 365 μέρες το χρόνο, ψεκάζοντας με τοξικά μέταλλα κάθε μορφή ζωής ανθρώπινη, ζωική ή φυτική, που κατοικεί στον πλανήτη.
Ο Gregory Benford αντιλαμβανόταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο πεδίο των δημοσίων σχέσεων. «Αν οι πλανητικοί μηχανικοί,» έλεγε, «παρουσιάζονται από την αρχή και συχνά ως τρελλοεπιστήμονες, θα αποτύχουν. Αν όμως παρουσιάζονται με τον σωστό τρόπο ως σύμμαχοι της επιστήμης και του γνήσιου οικολογικού πνεύματος – τότε θα μπορέσουν να γίνουν ήρωες. Θα είναι εξαιρετικά σημαντικό να μην αφήσουμε στους ριζοσπάστες πράσινους να θέσουν τους όρους της συζήτησης.»
Σχέδιο Μανχάταν
Ένας θεωρητικός που βοήθησε να κρατηθούν οι ριζοσπάστες πράσινοι έξω από το διάλογο και μπορεί ακόμα να είχε προσηλυτίσει στις δικές του θέσεις κάποιους απ’αυτούς, υπήρξε ο τότε φοιτητής περιβαλλοντικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Stanford o Jay Michaelson που η εισήγησή του: «Η Πλανητική Μηχανική: Σχέδιο Μανχάταν της Κλιματικής Αλλαγής» δημοσιεύθηκε το 1998 στο περιοδικό περιβαλλοντικού δικαίου του πανεπιστημίου. Ο τίτλος της εισήγησης του Michaelson, όπως και το όνομα Edward Teller, αποτελεί μόνιμη υπενθύμιση της συνέχειας ανάμεσα στη πλανητική μηχανική και στην κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών. Το κείμενο αποτελεί αριστουργηματική απόπειρα υπεράσπισης του απαράδεκτου. Ο Michaelson, ισχυριζόμενος ότι η γεωμηχανική προσφέρει ελπίδα για την επίλυση των κλιματικών αλλαγών πέρα από το «πάρα πολύ λίγο και πάρα πολύ αργά» του Κυότο, προβάλλει ως κύρια του θέση ότι «σ΄ένα κόσμο που η μείωση των αερίων θερμοκηπίου είναι πολύ δαπανηρή, θα έπρεπε εκείνοι που νοιάζονται για το πρόβλημα να υποστηρίζουν μία πολιτική που θα είναι αποτελεσματική ακόμα και για όσους αδιαφορούν.»
Ο Michaelson σκιαγραφεί τρεις πιθανές αντιδράσεις στις κλιματικές αλλαγές: 1) να καταπιαστούμε με τις ριζικές αιτίες 2) να μη γίνει τίποτα και να ασχοληθούμε με τις κλιματικές αλλαγές καθώς συμβαίνουν 3) να επιχειρηθεί μία άμεση λύση στο πρόβλημα δια μέσου της πλανητικής μηχανικής.
Τα εμπόδια στο να καταπιαστούμε με τις ριζικές αιτίες είναι: οι οικονομικές επιπτώσεις εξ αιτίας της μειωμένης χρήσης των ορυκτών καυσίμων, τα κοινωνικά κόστη της απαγγίστρωσης από τα πετρέλαια με δεδομένη τη γενικευμένη εξάρτηση από τα αυτοκίνητα, η αδικία απέναντι στις χώρες του Νότου από μια ενδεχόμενη απαίτηση, να αναλάβουν το κόστος επίλυσης προβλημάτων που δημιούργησαν οι χώρες του Βορρά, το γεγονός ότι ένα αυστηρό καθεστώς κανονισμών θα υποχρέωνε τα περισσότερα κράτη να πηγαίνουν κόντρα στα άμεσα τους συμφέροντα.
Tα μειονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης - εκείνης του να μη γίνει τίποτα - είναι ότι αν οι κλιματικές αλλαγές είναι μια πραγματικότητα, τότε θα πάψουν σε λίγο να αποτελούν αυτό που ο Michaelson ονομάζει «πρόβλημα που απουσιάζει» . «Οι όλο και περισσότερες αποδείξεις καταστροφής, ενδεχομένως θα διευκολύνουν την επίτευξη συναίνεσης για προληπτικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Αλλά μέχρι τότε το πρόβλημα θα έχει μετατραπεί σε επιλογή πρωτεραιοτήτων. Τι και ποιός πρέπει να σωθεί; Τι και ποιός πρέπει να θυσιαστεί;»
Αυτά τα μειονεκτήματα οδήγησαν τον Michaelson, όπως λέει, στην τρίτη λύση, εκείνη της πλανητικής μηχανικής.
«Η πλανητική μηχανική θα μετέφερε τις πρωτεραιότητες από την έρευνα (για το εάν ζεσταίνεται ο πλανήτης) σε πρακτικές λύσεις οι οποίες μπορούν αμέσως ν’αρχίζουν να εφαρμόζονται. Δεν θα καθιστούσε αναγκαία την επιβολή μεγαλύτερων απαιτήσεων στις υπό ανάπτυξη χώρες απ’ο τι στις αναπτυγμένες. Θα έδινε μάλιστα τη δυνατότητα στις υπό ανάπτυξη χώρες να γίνουν «δωρεάν επιβάτες» σ’ένα πρόγραμμα που θα χρηματοδοτείτο κυρίως από τις βιομηχανικές χώρες. Επειδή θα επέβαλε λιγότερους περιορισμούς στην οικονομική ανάπτυξη των φτωχών χωρών από ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις, θα άφηνε τις υπό ανάπτυξη χώρες να απομακρυνθούν πιο γρήγορα από τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές απειλές όπως το μολυσμένο νερό, ο βλαβερός για την υγεία αέρας, η εξαφάνιση των εδαφών λόγω διάβρωσης, με σωστά μέτρα όπως η επεξεργασία λυμάτων, η ανάπτυξη καινούργιων – πιο καθαρών – αυτοκινήτων και εργοστασίων, οι σύγχρονες γεωργικές μέθοδοι.» Βασιζόμενη στις τεχνολογικές καινοτομίες και στην οικονομική ανάπτυξη, η πλανητική μηχανική «θα αύξανε το ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στις κρατικές παρεμβάσεις. Αντί να χρειάζεται μια μεγάλης κλίμακας επιβολή περίπλοκων και αντι-αναπτυξιακών κανονισμών, η πλανητική μηχανική θα έδινε στις ιδιωτικές εταιρείες ένα οικονομικό κίνητρο για να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος των κλιματικών αλλαγών.»
Ο Michaelson παρ’όλη τη φαινομενική του αφοσίωση στη πλανητική μηχανική παραδέχθηκε ότι σε τελική ανάλυση «πηγαίνει κόντρα σε σχεδόν όλες τις σημαντικές τάσεις του σύγχρονου περιβαλλοντισμού»…. «Οι ‘θεραπείες Geritol’ και οι ‘ηλιακές ασπίδες’ περιθάλπουν τα επιφανειακά συμπτώματα, όχι τις βαθιές αιτίες.’ Δεν ρίχνουν ‘με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια’ όπως θα έκανε ένα αξιοπρεπές πρόγραμμα καταπολέμησης της αποδάσωσης ή μείωσης των εκπομπών θερμοκηπίου.» Ενδεχομένως ο Michaelson θα προτιμούσε, ο ακραίος χαρακτήρας των δικών του προτάσεων να συμβάλει στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος το οποίο θα καθιστούσε εφικτή μια αληθινή λύση στο πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών. «Αν προέκυπτε σοβαρή συζήτησή», έγραψε, «το σόκ που θα προκαλούσαν οι λύσεις της πλανητικής μηχανικής ίσως θα εξέλειπε στο πλαίσιο ορθολογικού συλλογισμού για τα κόστη των κλιματικών αλλαγών.» Αλλά για να προκύψει μιά τέτοια σοβαρή συζήτηση σαν αποτέλεσμα του σοκ των αποκαλύψεων, χρειάζεται να αναγνωριστεί δημόσια η πλανητική μηχανική, δηλαδή να είναι αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, όπως τα μεταλλαγμένα, η κλωνοποίηση, η πυρηνική ενέργεια, για τα οποία υπάρχουν ομάδες πίεσης που τοποθετούνται υπέρ ή κατά στο φως της δημοσιότητας.
Η ανεπιφύλακτη δημόσια παραδοχή της πλανητικής μηχανικής για την οποία συνηγορούσαν οι Benford, Michaelson και άλλοι τη δεκαετία του 90 δεν έχει γίνει. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν προσπάθησαν να κάνουν ήρωες τους πλανητικούς μηχανικούς και να τους παρουσιάσουν σαν συμμάχους της επιστήμης και του γνήσιου περιβαλλοντισμού. Πολλοί απ’αυτούς που αμφισβητούν την παγκόσμια υπερθέρμανση δηλώνουν ότι οι αναφορές για δραστηριότητες πλανητικής μηχανικής, όπως αεροπλάνα που πραγματοποιούν μεγάλης κλίμακας αεροψεκασμούς στην ανώτερη ατμόσφαιρα, δεν θα μπορούσε να είναι γνήσιες επειδή δεν χρειάζονται τέτοιοι ψεκασμοί και θα αποτελούσαν έγκλημα.
Οι μεγάλες οικολογικές οργανώσεις όπως η Greenpeace, οι Φίλοι της Γης, η WWF δεν προσπαθούν να εξωραΐσουν ή με άλλο τρόπο να προωθήσουν την πλανητική μηχανική. Απλώς κάνουν πως δεν συμβαίνει τίποτα - ή αν στριμωχτούν ίσως μουρμουρίσουν κάποια σχόλια για τις «θεωρίες της συνωμοσίας». Η σιωπή τους, για να τη δούμε από τη θετική της όψη, ενδεχομένως αντικατοπτρίζει μια άρνηση να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την επιχείρηση εξωραϊσμού της πλανητικής μηχανικής.
Η μυστικότητα όσον αφορά την εφαρμογή της πλανητικής μηχανικής διαιωνίζεται από το κλίμα επίσημης άρνησης. Η αεροπορία των ΗΠΑ, που τα tankers της KC-135R και KC-10 έχουν γίνει πλέον γνωστό θέαμα σε πολλά μέρη του κόσμου καθώς εκτελούν τις καθημερινές τους πτήσεις διασποράς σωματιδιών του προγράμματος «Ηλιακή Ασπίδα», στην επίσημη της ιστοσελίδα περιγράφει τις καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων σαν «μία απάτη που ξεκίνησε το 1996». «Η Αεροπορία των ΗΠΑ,» συνεχίζει, «δεν διεξάγει επιχειρήσεις τροποποίησης του καιρού και δεν σχεδιάζει να το κάνει στο μέλλον.» Η κατηγορία για απάτη επαναλαμβάνεται επίμονα από τους φαινομενικά πολυάριθμους «debunkers» (δύσπιστους) που συχνάζουν στα φόρουμ συζήτησης πλανητικής μηχανικής/chemtrails και προκαλούν αρκετή σύγχυση με το χαρακτηρισμό ως «chemmies» (μιά παραλλαγή των«commies» ή «κομμουνιστών») όλων όσων επιχειρούν να τραβήξουν την προσοχή του κοινού στις μυστηριώδεις γραμμές του ουρανού. ΄Ολοι οι εκλεγμένοι πολιτικοί του κόσμου - πάνω από το επίπεδο του δημοτικού – ή αγνοούν την όλη υπόθεση ή υιοθετούν την γραμμή της Αεροπορίας των ΗΠΑ.
Νομικές Πτυχές
Δεν αποκλείεται η «αποσιώπηση» να οφείλεται ανάμεσα στα άλλα και στην ακόμα αμφίβολη - σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο - θέση της πλανητικής μηχανικής, με όλα τα πολιτικα προβλήματα που συνεπάγεται αυτή η αμφιβολία. Το ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας (πάλι στα μέσα της δεκαετίας του 90) από τον ειδικό στο περιβαλλοντικό δίκαιο δικηγόρο Bodansky.
Ανάμεσα στα ζητήματα που έθιξε είναι: ποιός θα έπρεπε να παίρνει της αποφάσεις σε σχέση με τη πλανητική μηχανική; Θα έπρεπε όλες οι χώρες να έχουν το δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων (αφού όλες θα επηρεάζονταν και θα είχαν και θετικές και αρνητικές επιπτώσεις); Πως θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της νομικής ευθύνης και της αποζημίωσης; Από νομική άποψη, τα σχέδια να εισβάλλουν σωματίδια στην ατμόσφαιρα είναι από τις πιο αμφιλεγόμενες προτάσεις της πλανητικής μηχανικής αφού η ατμόσφαιρα πάνω από κάθε κράτος αποτελεί τμήμα του εναέριου του χώρου. Τα κράτη διεκδικούν την κυριαρχία πάνω από αυτόν τον εναέριο χώρο και δικαιούνται να εφαρμόζουν αυτές τις διεκδικήσεις π.χ. καταρρίπτονας αεροσκάφη. Η δραστηριότητα πλανητικής μηχανικής στην ατμόσφαιρα θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας. Προφανώς ο πιο απλός τρόπος επίλυσης τέτοιων προβλημάτων – έως ότου πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες τροποποιήσεις του διεθνούς δικαίου - έιναι η άρνηση ότι συμβαίνει οτιδήποτε καινούριο.
«Deep Shield»
Όταν δημοσιεύθηκε το 2003 στο διαδίκτυο μια συνέντευξη «εσωτερικού συνεργάτη» του προγράμματος «Ηλιακή Ασπίδα» από το Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Livermore, φάνηκαν περίτρανα οι δυσκολίες προώθησης μιας θετικής εικόνας της πλανητικής μηχανικής. Με αφορμή το ερώτημα γιατί πολυμερείς ίνες εμποτισμένες με βιολογικό υλικό βρέθηκαν στα υπολείμματα από ψεκασμούς, ο συνεργάτης (που του δόθηκε το ψευδώνυμο «Deep Shield») εξήγησε ότι «επειδή τα αιωρούμενα σωματίδια τελικά καταλήγουν στο πιο χαμηλό επίπεδο της ατμόσφαιρας - δηλαδή στην επιφάνεια της γης - όπου και εισπνέονται από κάθε μορφή ζωής, γίνονται προσπάθειες να ανασταλεί η ανάπτυξη μούχλας με τη προσθήκη μέσα στο μείγμα ουσιών που μπορεί κάλλιστα να είναι και από βιολογικό υλικό.»
O «Deep Shield» αναγνώρισε το ενδεχόμενο οι ψεκασμοί να προκαλούν αρρώστιες: «Κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι στα μέταλλα, ενώ άλλοι επηρεάζονται από τις πολυμερείς ουσίες. Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι πρόκειται ν’αρρωστήσουν και ορισμένοι να πεθάνουν. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας έχει πραγματοποιήσει τις περισσότερες σχετικές μελέτες, απ’όπου βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι ελάχιστες - ένα εκατομμύριο περίπου - ενώ άλλοι διαπίστωσαν ότι οι αριθμοί θα είναι πολύ μεγαλύτεροι - τρία με τέσσερα δισεκατομύρια. Οι Αποδεκτές Εκτιμώμενες Απώλειες (από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας) συνολικά είναι 2 δισεκατομύρια για μια περίοδο έξη δεκαετιών. Οι περισσότερες απώλειες θα είναι σε ηλικιωμένους και σ’όσους είναι επιρρεπείς σε αναπνευστικά προβλήματα.»
Τονίζοντας τις «παγκοσμιοποιημένες» πτυχές του ζητήματος, όπως και την ανάγκη να εξασφαλίσουν ότι κανείς δεν «βάζει χέρι» στις χημικές ουσίες, ο «Deep Shield» ισχυρίζεται ότι ανακατεύονται και ψεκάζονται πάνω από χώρες που επιλέγονται τυχαία. Αυτό σημαίνει ότι οι χημικές ουσίες που παράγονται, π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ψεκάζονται πάνω από τη Ρωσία. Επίσης μπορεί να κυκλοφορούν ρωσικά αεροπλάνα στους ουρανούς των ΗΠΑ, όπως και αμερικανικά αεροπλάνα στο εναέριο χώρο της Ρωσίας. Τα δοχεία σφραγίζονται σε μια τρίτη χώρα που δεν έχει ιδέα προς τα που θα πάει το δοχείο. Όλα αυτά συμβαίνουν για να εξασφαλιστεί ότι η «ασπίδα» δεν χρησιμοποιείται ως όπλο. Οι χώρες που δεν συμμετέχουν ψεκάζονται από τις χώρες που συμμετέχουν, οι οποίες προκείμενου να εξασφαλίσουν αρκετό υλικό για να διατηρείται η δική τους «ασπίδα», πρέπει να ψεκάζουν. Λαμβάνεται ως δεδομένο ότι το να μην ψεκάζουν αποτελεί εξ ίσου στρατιωτική παράβαση απ’ότι θα ήταν, για παράδειγμα, η κατάρριψη ενός αεροπλάνου.
Μία συνέπεια αυτής της πολιτικής ψεκασμού μη συμμετεχόντων χωρών από συμμετέχουσες χώρες, είναι, ότι ύστερα από την ήττα του Σαντάμ Χουσέϊν στο Ιράκ, όλη η Μέση Ανατολή – συμπεριλαμβανομένου πιθανότατα και του Ισραήλ, όπου άρχισαν τους τελευταίους μήνες οι ψεκασμοί - τώρα ψεκάζεται από ιρακινές βάσεις.
Σύμφωνα με τον «Deep Shield», εκτός από τα στρατιωτικά χρησιμοποιούνται και αεροσκάφη της γραμμής στις επιχειρήσεις ψεκασμού σωματιδίων, χωρίς να εκτρέπονται από τις κανονικές διαδρομές τους. «Αλλά οι συνδυασμένοι πόροι όλων των χωρών της γης δεν αρκούν για να εξασφαλίσουν συνεχείς ψεκασμούς. Παρ’όλο που φτάσαμε σε υψηλό τεχνολογικό επίπεδο, υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις που παραλείπονται. Οι μεγάλες χερσαίες μάζες υπερβαίνουν τις διαστάσεις που είναι δυνατό να καλυφθούν αποτελεσματικά.»
Ο «Deep Shield» δεν περηφανεύεται για τη δουλειά του. Κάθε άλλο. Δεν θέλει να γίνει γνωστή ούτε να του αναγνωριστεί. Αντίθετα θεωρεί αναγκαία την παρούσα μυστικότητα προκειμένου να διατηρηθεί όσο το δυνατό περισσότερο η δημόσια γαλήνη.
«Η Γη πεθαίνει. Η Ανθρωπότητα βαδίζει προς την εξαφάνιση. Χωρίς την Ασπίδα, η Ανθρωπότητα θα εκλείψει μέσα σε είκοσι έως πενήντα χρόνια. Μπορεί οι περισσότεροι που ζούνε σήμερα να δουν την πραγματοποίηση αυτής της εξαφάνισης. Αυτό σημαίνει ότι μια ανακοίνωση για την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε, ισοδυναμεί με το να λέμε σε κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί ότι δεν έχουν μέλλον, ότι πρόκειται να σκοτωθούν. Θα έπεφτε πανικός. Θα γινόταν οικονομική κατάρρευση. Η παραγωγή και διακίνηση προϊόντων θα σταματούσαν. Εκατομμύρια θα πέθαιναν σε όλες τις πόλεις της Γης. Οι ταραχές και η βία θα κατεδάφιζαν τα αστικά κέντρα εντός λίγων ημερών.»
Ο «Deep Shield» δηλώνει ότι η μυστικότητα του προγράμματος δικαιολογείται με επιχειρήματα εθνικής ασφάλειας. «Υποτίθεται πως όσοι ξέρουν θα διατηρήσουν τη σιωπή και εκτιμώ πως η αντίληψη αυτή θα επικρατήσει σ’όλο τον κόσμο. Η μυστικότητα είναι από τα πιο ευάλωτα σημεία του προγράμματος. Καταλαβαίνω γιατί υπάρχει η επιθυμία αποσιώπησης, όχι τόσο των ψεκασμών αλλά του γεγονότος ότι αντιμετωπίζουμε μία περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας η οποία ενδεχομένως σημαίνει το τέλος του πολιτισμού.»
Η στάση του «Deep Shield» είναι βαθιά παράλογη. Διαποτίζεται από την ίδια ψύχωση με τον «Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία» που διεξάγει η αμερικάνικη κυβέρνηση. Οι άνθρωποι με καθαρή συνείδηση δε σκέπτονται με αυτό τον τρόπο. Αυτά που λέει ο «Deep Shield» δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’αυτά που λένε αρκετοί στον οικολογικό χώρο, και στον εαυτό τους και σε άλλους, δηλ. ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος της αυτοκαταστροφής. Η κατάταξη του προγράμματος «Ηλιακή Ασπίδα» στην κατηγορία του απορρήτου είναι απολύτως αδικαιολόγητη. Βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τη λογική της πλανητικής μηχανικής όπως την παρουσίασαν ένας Benford ή ένας Michaelson ως μία από τις πιθανές προσεγγίσεις στο πρόβλημα των κλιματικών αλλαγών. Αρκετοί οπαδοί της πλανητικής μηχανικής την υπερασπίζονται όχι ως αντικατάσταση μιας αληθινής δράσης για το περιβάλλον (π.χ. μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα) αλλά ως αφορμή για αυτήν την αληθινή δράση και ως συμπλήρωμα σ’αυτήν. Πράγμα αδύνατο αν παραμένει μυστική.
Ο David Stewart, ο οποίος πήρε τις συνεντεύξεις του «Deep Shield», αναφέρει πιό πρόσφατες δηλώσεις του σύμφωνα με τις οποίες το πρόγραμμα δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει τους δηλωμένους του στόχους. Αναφέρειλυσσαλέους καυγάδες ανάμεσα στους προϊσταμένους και τους στρατιωτικούς με πολιτικά οι οποίοι πηγαινοέρχονται στο εργαστήριο Lawrence Livermore. Ο «Deep Shield» νομίζει πως οι διαφωνίες έχουν σχέση με το υψηλό κόστος του προγράμματος και κατά κάποιον τρόπο με τις προοπτικές για την ανθρωπότητα. Παρ’όλο που δεν υπάρχει, όπως λέει ο Stewart, κανένας ορατός «σωρός πτωμάτων» από τους ψεκασμούς, υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις για ανθρώπους που πέθαναν απο αρρώστειες που ενδεχομένως οφείλονται στο πρόγραμμα. Ενα «μαύρο σημείο» από άποψη αρνητικών επιπτώσεων είναι το Ανατολικό Τέξας, όπου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι δοκιμαστικοί ψεκασμοί στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Τον τελευταίο χρόνο ακούγονται από τα ΜΜΕ προβλέψεις για αύξήση κάτα 1000% της νόσου Αλτσχάϊμερ στις επόμενες δεκαετίες.
Το πρόγραμμα «Ηλιακή Ασπίδα» δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο γίνονται ψεκασμοί στην ατμόσφαιρα. Πραγματοποιούνται επίσης για να αυξηθεί η αγωγιμότητα της ατμόσφαιρας σε ηλεκτρομαγνητική ενέργεια έτσι ώστε να διευκολυνθεί η λειτουργία του HAARP (Ηigh-Frequency Active Auroral Research Program) στην Αλάσκα. Επίσης μερικές μαρτυρίες για την παρουσία νοσηρών βακτηριδίων στα υπολείμματα των ψεκασμών δεν ταιριάζουν με την εξήγηση του «Deep Shield» ότι ψεκάζονται «βιολογικά υλικά» προς χάριν της καταπολέμησης της μούχλας. Οδηγούμαστε έτσι στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα γίνονται και «μαύρες» επιχειρήσεις πίσω από την κάλυψη των ψευδοφιλανθρωπικών εφαρμογών της πλανητικής μηχανικής, χρησιμοποιόντας προσωπικό που πιστεύει ότι η δουλειά του αποβλέπει στην εξισορρόπηση των κλιματικών αλλαγών. Αν το πρόγραμμα «Ηλιακή Ασπίδα» χρησιμοποιείται ως πρόφαση για ακόμα πιο εγκληματικούς και παράνομους σκοπούς, τότε αυτό αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα κατά της μυστικότητάς του.
Είναι πολλά τα άλλα ζητήματα που πρέπει να διαλευκανθούν. Το σημερινό jackpot ευκαιριών για φτηνά αεροπορικά ταξίδια υποστηρίζεται άραγε από κρατικά επιδόματα στις αεροπορικές γραμμές προκειμένου να σκορπίζουν με τα αεροσκάφη τους αντανακλαστικά σωματίδια; Αν ναι, κι εάν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του «Deep Shield» σχετικά με τη χρηματοδότηση του προγράμματος, τότε αυτά τα φτηνά ταξίδια πληρώνονται από τις τσέπες των φορολογουμένων. Αλλά πέρα από τις οικονομικές πτυχές του ζητήματος, πόσο ορθολογικό είναι ένα πρόγραμμα που συνεπάγεται όλο και περισσότερες πτήσεις αεροσκαφών – που καίνε όλο και περισσότερο καύσιμο - ως μέτρο αντιστάθμισης των ζημιών που προκαλούνται από υπερβολική χρήση των ορυκτών καυσίμων; Είναι δυνατό άλλωστε μια μετάβαση στην οικονομία που να μη βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα να συνυπάρχει με τέτοιου είδους πολιτικές εξισορρόπισης των κλιματικών αλλαγών (αν πρόκειται στην πραγματικότητα για κάτι τέτοιο);
Η συζήτηση για τη πλανητική μηχανική, από την εποχή της πρώτης παρουσίασης το 1992 σε μεγάλη μελέτη της Εθνικής Ακαδημίας των Επιστημών των ΗΠΑ, έχει διανύσει μερικές διαδοχικές φάσεις. Tα μέσα της δεκαετίας του 90 ήταν η περίοδος υπερβολικών ισχυρισμών για τις δυνατότητες της πλανητικής μηχανικής. Στη μετά το Κυότο περίοδο, η οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις συμπίπτει με την έναρξη του προγράμματος, οι χθεσινές «αξιοπρεπείς» προτάσεις μετατράπηκαν ξαφνικά σε «θεωρίες συνωμοσίας». Η παρούσα περίοδος σημειώνεται από ελεγχόμενη επαναφορά του θέματος, με τρόπο που φροντίζει να μην εκθέσει τα ψέμματα και τις παραλείψεις της προηγούμενης φάσης.
Ένα πρόσφατο άρθρο στο βρετανικό «Guardian» με τίτλο: «Η Γη είναι κατά 20% πιό σκοτεινή, λένε οι ειδικοί», αποκαλύπτει ότι «η ανθρώπινη δραστηριότητα καθιστά τον πλανήτη πιο σκοτεινό και πιο ζεστό». Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα επίπεδα της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει μέχρι τη γη έχουν μειωθεί κατά 20% επειδή η ατμοσφαιρική μόλυνση την αντανακλά πίσω στο διάστημα και συμβάλλει στη δημιουργία σύννεφων μεγαλύτερων σε μέγεθος και σε διάρκεια. Το άρθρο ισχυρίζεται πως αυτή η προοδευτική σκοτεινιά του πλανήτη «ενδεχομένως οφείλεται σε μικρά σωματίδια όπως η καπνιά και σε χημικές ενώσεις, όπως π.χ. οι θειούχες, που συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα.»
Το Φεβρουάριο του 2004 ξέσπασε σάλος, ειδικά στην Ευρώπη, μετά από τη δημοσίευση μιάς έκθεσης του αμερικάνικου Πενταγώνου, κάτω από την επιμέλεια του βετεράνου αμυντικού συμβούλου ΄Αντριου Μάρσαλ, η οποία περιείχε προβλέψεις παρόμοιες μ’εκείνες του «Deep Shield»: Οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης βυθισμένες κάτω από τις θάλασσες που όλο ανεβαίνουν, η Βρετανία σε «κλίμα Σιβηρίας», ξηρασίες και πείνα, πυρηνικές συγκρούσεις, κοινωνικές ταραχές που εξαπλώνονται σε κάθε άκρη της γής. Αυτή η έκθεση, βαθειά διαποτισμένη από το πνεύμα τρομολαγνείας, τόσο αγαπητό στα στρατιωτικά κατεστημένα, σαφώς εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικώτερης καμπάνιας υπέρ της αναγνωρισης των κλιματικών αλλαγών ως μέρους των αρμοδιοτήτων της «εθνικής ασφάλειας», πράγμα που ενδεχομένως θα διευκόλυνε τη νομιμοποίηση δραστηριοτήτων που αυτή τη στιγμή παραμένουν παράνομες.
Επιστρέφοντας στο αδιέξοδο του Πρωτόκολλου του Κυότο που δημιούργησε η διένεξη ανάμεσα στους υπερασπιστές και στους αντιπάλους των σεναρίων περί υπερθέρμανσης του πλανήτη (ή από τη «μονομερή στάση» των ΗΠΑ, όπως λένε οι Ευρωπαίοι) οι περιβαλλοντικές μη-κυβερνητικές οργανώσεις όπως η Greenpeace, οι Φίλοι της Γης και το WWF έδειξαν δια μέσου της σιωπής τους ότι δεν είναι διατεθειμένες να σώσουν το καλό όνομα της πλανητικής μηχανικής παρέχοντας την υποστηριξη τους. Αξίζουν γι’αυτό τη θετική μας αναγνώριση. Αλλά πάντοτε παραμένει το ζήτημα της μυστικότητας που καλύπτει το θέμα. Δεδομένου ότι οι οικολογικές οργανώσεις δεν πρόκειται ν’αναλάβουν αυτή τη δουλειά, πρέπει να ξεκινήσουμε μαζί τους τις απαραίτητες συζητήσεις για ν’αποφασίσουμε σε ποιόν ή σε ποιούς θα πρέπει ν’ανατεθεί. Ποιός θα βγάλει το φίδι από την τρύπα;
Πηγές
Benford http://reason.com/9711/fe.benford.shtml
Teller http://www-hoover.stanford.edu/publications/digest/981/teller.html
Michaelson http://www.metatronics.net/lit/geo2.html#two
Debunkers (δύσπιστοι) http://www.ariannaonline.com/phpBB2/viewtopic.php?t=6429
Deep Shield http://www.holmestead.ca/chemtrails/shieldproject.html
http://www.holmestead.ca/chemtrails/stewart.html
Αεροσκάφη της γραμμής http://www.airliners.net/open.file/332946/L/
Γη πιο σκοτεινή http://www.guardian.co.uk/climatechange/story/0,12374,1109374,00.html
Έκθεση του Πενταγώνου http://www.guardian.co.uk/climatechange/story/0,12374,1109374,00.html
Πηγή: psekasmata.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου