Γεννηθείς περίπου το 412 π.Χ. στην Σινώπη του Ευξείνου
Πόντου, καταγόμενος από εύπορη οικογένεια, αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα
του εκδιωκόμενος επειδή πλήρωσε άδικα, τα σφάλματα του πατερά του που ήταν
τραπεζίτης και οι Σινωπείς του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματα τους, αυτός έκοψε
κίβδηλα νομίσματα και η πράξη αυτή έπεσε σαν πέλεκυς στο κεφάλι του υιού του, έτσι
το 380 π. Χ, ο νεαρός με το όνομα ΔΙΟΓΕΝΗΣ ήρθε για πρώτη φορά στην Αθηνά. Εξόριστος
όμως, ¨που την κεφαλήν κλίνη μη έχων¨, στην Αθήνα τότε, του πλούτου του
χρήματος και της χλιδής, κατέφευγε να βρει την τύχη του ή να την χάσει, να
αναπνεύσει ή να στριμωχθεί δημοκρατικά, να πιεί, να γλεντήσει, να ξεδώσει στα
χαμαιτυπεία και στα δημοσιά γυμναστήρια κι ύστερα να γραφτεί σε καμία σχολή να
σπουδάσει κάτι. Τι δηλαδή; Το τίποτα: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ! Πήγε σε μια σχολή στου Κυνοσάργες, στην
χειρότερη για τους χειρότερους, τους φτωχούς και του άθλιους, που την διεύθυνε
ένας δάσκαλος με το όνομα Αντισθένης. Ο δάσκαλος και οι μαθητές του, είτε γιατί
είχαν την σχολή στους Κυνοσάργες, είτε γιατί έκαναν πραγματικά ζωή σκυλίσια
αποκαλούνταν από τους άλλους με απέχθεια, «ΚΥΝΙΚΟΙ».
Ο δάσκαλος της σχολής δεν δεχόταν με τίποτα τον Διογένη
στην σχολή του και του έφερνε δικαιολογίες του τύπου: ¨δεν κάνεις για
φιλοσοφία¨, ¨δεν υπάρχει θέση εδώ για σένα¨, έχεις ποινικό μητρώο¨, κτλ. Ο
Διογένης όμως το είχε δέσει κόμπο, με τόση φτώχια συλλογίζονταν, μόνο φιλόσοφος
μπορώ να γίνω! Πήγαινε λοιπόν στην σχολή, ο δάσκαλος τον έδιωχνε, ξανά πήγαινε
την άλλη μέρα, τον ξανάδιωχνε, ώσπου κάποια μέρα τον είδε να έχει τρυπώσει
ανάμεσα στους άλλους μαθητές, τότε σήκωσε την μαγκούρα του να τον χτυπήσει, μα
ο Διογένης φαίνεται ότι βρισκόταν σε καλό δρόμο για να γίνει φιλόσοφος, έσκυψε
το κεφάλι του και είπε στον δάσκαλο:
«Παίε ου γαρ ευρυσεις ούτω σκληρόν ξύλον ώ με απείρξεις έως αν τι φαίνη λέγω».
«Παίε ου γαρ ευρυσεις ούτω σκληρόν ξύλον ώ με απείρξεις έως αν τι φαίνη λέγω».
Απόδοση:
«Βάρα, δεν θα βρεις ποτέ τόσο σκληρό ξύλο για να με
διώξεις, όσο θα μου φαίνεται πως λες σημαντικά πράγματα».
Ο δάσκαλος Αντισθένης κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ιδιαίτερο άτομο, και του είπε: ΜΕΙΝΕ!
Ο δάσκαλος Αντισθένης κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ιδιαίτερο άτομο, και του είπε: ΜΕΙΝΕ!
Έμεινε, όχι για πολύ όμως, έφυγε με ένα τριμμένο πανωφόρι
για την Αθηνά, κοιμόταν όπου έβρισκε και έτρωγε όταν του έδιναν φαγητό, «Ένας
φιλόσοφος δεν πεινάει, οι πλούσιοι τρώνε οπότε θέλουν και οι φτωχοί οπότε
έχουν», έλεγε! Γυρνούσε και χλεύαζε τους πλουσίους και τους
αλαζόνες. Μια μέρα ενώ ταξίδευε έπεσε σε πειρατές, ¨αυτοπουληθήκε¨ από τους
εμπόρους κυριολεκτικά μόνος του, σε έναν αφέντη με το όνομα Ξενιάδης από την
Κόρινθο. Εκεί έμεινε χρόνια και δίδαξε στα παιδία του, ο ίδιος ο Ξενιάδης μια
μέρα είπε: « αγαθό πνεύμα έχει μπει στο σπίτι μου». Ο καιρός περνούσε, και το
καλοκαίρι έμενε στην Κόρινθο ενώ το χειμώνα πήγαινε στην Αθηνά γιατί είχε
καλύτερο κλίμα να περάσει τα γεράματα του. Στην Αθήνα έβλεπε και άλλους
φιλοσόφους, γιατρούς, πλοηγούς και τους ξεχώρισε από τους απλούς ανθρώπους σαν
εξυπνότερους και ικανότερους.
Τον στρίμωχναν καμία φορά για να διδάξει με ωράριο, μα
αυτός δεν ήταν φτιαγμένος για κανονική δουλεία. Φιλόσοφος γυρολόγος ήτανε,
περιπλανώμενος, όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν σχηματίζονταν γύρω του
πηγαδάκια, τον κυνηγούσαν να αποσπάσουν κάποια κουβέντα η κάποια ρήση, τον
αναζητούσαν να βρει λύσεις στα προβλήματα τους. Έκανε πολλούς μαθητές, ήταν
πασίγνωστος πλέον. Του λέγανε να σταματήσει, να ξεκουραστεί, γέρασε πια, αυτός
του απαντούσε: «Τι λέτε, αν έτρεχα στους αγώνες κι ήμουν κοντά στο τέρμα, τι
θα έπρεπε να κάνω, να βραδύνω τα βήματα μου κι όχι να βάνω τα δυνατά μου
;». το τέρμα του ήταν κοντά στα
ενενήντα, τόσο ήταν όταν πέθανε και ανάλογος με το βιός του και την πολιτεία
του, ήταν και ο θάνατος του.
Στην Κόρινθο, εκεί που κοιμόταν υπαιθρίως, πήγαν κάτι
φίλοι του το πρωί να δουν τι κάνει και τον βρήκαν να κοιμάται. Παραξενευτήκαν
που είχε αργήσει να ξυπνήσει, μα αυτός τυλιγμένος στο πανωφόρι του είχε για
πάντα αποκοιμηθεί. Σαν πόρισμα της νεκροψίας πως διάλεξε μόνος του τον τρόπο
αποχώρησης του από την ζωή: κράτησε την αναπνοή του και πέθανε από ασφυξία. Διαμάχη
ξέσπασε ανάμεσα στου φίλους και μαθητές που ήρθαν ακόμη και στα χέρια, τον διεκδικούσαν
να τον θάψουν άλλοι Κόρινθο και άλλη Αθήνα, στο τέλος συμφώνησαν να τον θάψουν
από κοινού με μεγάλες τιμές στην Κόρινθο, στην πύλη που έβγαζε στον Ισθμό. Στον
τάφο του έστησαν μια κολώνα και στην κορυφή της θρόνιασαν ένα περήφανο
μαρμάρινο σκυλί.
Έτσι έζησε και έτσι πέθανε ο Διογένης ο Κυνικός. Σύμφωνα
με τον Διογένη τον Λαέρτιο πέθανε την
ιδία μέρα με τον Μέγιστο Μακεδόνα Αλέξανδρο, στις 10 Ιούνιου του 323 π.Χ.
Ο Κερκίδας ο Μεγαλοπολίτης, που ήταν μαθητής του, αφιέρωσε
τους παρακάτω στίχους:
Δεν υπάρχει πια ο παλιός Σινωπέας
Εκείνος ο μαγκουροφόρος,
πούχε για στρώμα και σκέπασμα του τον χιτώνα του
και κατοικία του την ύπαιθρο.
Έφυγε, σφίγγοντας με τα δόντια του τα χείλη και την
αναπνοή του κόβοντας.
Του Δία γόνος ήταν αληθινός ΔΙΟΓΕΝΗΣ,
Κύνας ουράνιος.
Μα και οι Σινωπείς , οι πατριώτες του, που κάποτε τον
έδιωξαν σαν ανεπιθύμητο, ήταν περήφανοι και τον τίμησαν με κάθε τρόπο. Ακόμη
και αγάλματα του έστησαν και πάνω σε ένα χάλκινο από αυτά έγραψαν τούτα τα
λόγια του θαυμασμού τους:
Ακόμα κι ο χαλκός γερνάει με τον χρόνο,
μα την δική σου δόξα, Διογένη,
δεν θα την σβήσουν, όσοι αιώνες και να περάσουν.
Μονάχα εσύ διάλεξες τους θνητούς να ζουν με λίγα κι
ανάλαφρα να πηγαίνουν της ζωής τον δρόμο.
ΔΙΟ-ΓΕΝΕΙΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
http://diogeneis.blogspot.gr/2013/02/blog-post_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου